Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2

Διάλεξη 2: Υπόσχεσθαι, αδερφή μου, για τη δεύτερη διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου. Συνεχίζω με την παρουσίαση και ερμηνεία του νόμου 4301 για την οργάνωση του 2014, για την οργάνωση συνομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα. Και είχαμε σταματήσει στ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Κυριαζόπουλος Κυριάκος (Επίκουρος Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο Ι
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=e431f600
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 2: Υπόσχεσθαι, αδερφή μου, για τη δεύτερη διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου. Συνεχίζω με την παρουσίαση και ερμηνεία του νόμου 4301 για την οργάνωση του 2014, για την οργάνωση συνομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα. Και είχαμε σταματήσει στην προηγούμενη διάλεξη το άρθρο 1, το οποίο ερμηνεύαμε, δηλαδή το άρθρο 1 περιέχει την έννοια της σκεφτικής κοινότητας. Στην σκεφτική κοινότητα, ορίζει αυτό το άρθρο, είναι ικανός αριθμός φυσικών προσώπων με συγκεκριμένη θρησκευτική ομολογία γνωστής θρησκείας, μόνιμα εγκατεστημένων σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή, με σκοπό την κοινή άσκηση της λατρείας της και τη δέλεση των καθηκόντων που απαιτούνται από την κοινή ομολογία των μελών της. Μόνιμα εγκατεστημένων φυσικών προσώπων, μόνιμα εγκατεστημένων σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή. Το μόνιμα εγκατεστημένο βέβαια σε μια κοινωνία στην οποία υπάρχει έντονη κινητικότητα, δημιουργεί ένα πρόβλημα συμφωνίας αυτού του ορισμού με τους διεθνείς κανόνες για τη θρησκεία ή την κοσμοθεωρία. Ο σκοπός τώρα της σκεφτικής κοινότητας είναι ποιος είναι η κοινή άσκηση της λατρείας και η τέληση των καθηκόνων που απαιτούνται από την κοινή ομολογία των μελών της. Αυτός ο διπλός σκοπός είναι αρκετά περιοστικός. Θα έπρεπε να αναφέρετε με σκοπό την άσκηση των θρησκευτικών της δραστηριοτήτων και ποια είναι οι θρησκευτικές δραστηριότητες για κάθε θρίσκευμα. Το ίδιο το θρίσκευμα είναι αυτό το οποίο της καθορίζει και όχι το κράτος, διότι κάθε θρίσκευμα απολαμβάνει του δικαιώματος την αυτονομία. Δικαίωμα στην αυτονομία θα πει το δικαίωμα ανανομοθητή για τις εσωτερικές του υποθέσεις. Δηλαδή για τις εσωτερικές υποθέσεις σημαίνει για τις θρησκευτικές του δραστηριότητες να ανανομοθετεί το ίδιο. Αυτό το δικαίωμα στην αυτονομία πηγάζει από τη θρησκευτική ελευθερία. Σε άλλες χώρες είναι κατοχυρωμένο ξεχωριστά από τη θρησκευτική ελευθερία στα συντάγματα, αυτόν τον κρατώνω όπως τη Γερμανία που είναι κατοχυρωμένο σε διατάξεις του συντάγματος της Βαϊμάρης του 1919 σε οποίες παραπέμει το Σύνταγμα της Βόνης των Ισχύων του 1949. Αλλά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει δεχθεί στην υπόθεση Μητροπολική Εκκλησία της Βεσαραβίας κατά Μορδαβίας, έχει δεχθεί ότι από τη θρησκευτική ελευθερία αποραίει το δικαίωμα στην αυτονομία των εκκλησιών ή θρησκευτικών κοινοτήτων. Συνεπώς, ο σκοπός όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι στενότερος. Ο σκοπός της θρησκευτικής κοινότητας είναι στενότερος από αυτόν που πράγματι είναι σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες για τη θρησκεία ή την κοσμοθεωρία. Σύμφωνα δηλαδή με το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Διότι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα θρησκεύματα καθορίζουν όπως έχουμε πει ποιες είναι οι θρησκευτικές τους δραστηριότητες και όχι το κράτος με έναν νόμο να λέει ότι είναι η κοινή άσκηση της λατρείας και οι ταιρίες των καθηκόντων που απαιτούνται από την κοινή ομολογία των μελών της. Και περνάμε στο δεύτερο άρθρο. Το δεύτερο άρθρο ξεκινά τη ρύθμιση μιας μορφής νομικής προσωπικότητας που ονομάζεται από αυτόν τον νόμο θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Υπάρχει και μια δεύτερη μορφή νομικής προσωπικότητας σε αυτόν τον ίδιο νόμο που ονομάζεται εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Ας ξεκινήσουμε με το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Το άρθρο 2 μας δίνει λοιπόν έναν ορισμό του θρησκευτικού νομικού προσώπου. Είναι ένωση προσώπων της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας, τον ορισμό της θρησκευτικής κοινότητας μας τον έδωσε έστω και αορίστος και ατελώς στο άρθρο 1. Η οποία ένωση προσώπων επιδιώκει τη συστηματική και οργανωμένη άσκηση της λατρείας της και τη συλλογική εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων των μελών της. Αποκτά προσωπικότητα τον εγγραφή σε ειδικό δημόσιο βιβλίο των θρησκευτικών νομικών προσώπων που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του. Για να συσταθεί θρησκευτικό νομικό πρόσωπο χρειάζονται 300 τουλάχιστον πρόσωπα εκ των οποίων ένας τουλάχιστον είναι ο θρησκευτικός λειτουργός, ιερουργός ή ποιμένας της θρησκευτικής κοινότητας, των οποίων έχει ανατεθεί η τέλεση των θρησκευτικών τελετών, ο οποίος πρέπει να είναι ένας πολίτης ή πολίτης κράτους-μέλους Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αλλοδαπός νόμιμα διαμένου στην Ελλάδα. Μας δεί λοιπόν το άρθρο δύο ορισμένα στοιχεία ορισμού του θρησκευτικού νομικού προσώπου. Είναι ένωση λοιπόν προσώπων της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας. Δηλαδή οι ιδρυτές του θρησκευτικού νομικού προσώπου είναι φυσικά πρόσωπα. Η ένωση αυτή προσώπων επιδιώκει τη συλλογική εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων των μελών της, στην οποία συγκαταλέγεται και η συστηματική και οργανωμένη άσκηση της λατρείας της. Τρίτον, αποκτά νομική προσωπικότητα. Όταν εγγραφεί σε ειδικό δημόσιο βιβλίο. Δηλαδή στο ειδικό δημόσιο βιβλίο των θρησκευτικών νομικών προσώπων, το οποίο τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του. Η νομική προσωπικότητα την οποία αποκτά το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο είναι ιδιωτικού δικαίου, αλλά sui generis, δηλαδή ιδίου δικαίου. Ότι το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο είναι μία μορφή νομικής προσωπικότητας, που διατίθεται μόνο για τις σκεφτικές κοινότητες. Όχι για άλλες ενώσεις προσώπων. Και είναι μία νομική τεχνική η ρύθμιση της νομικής προσωπικότητας του θρησκευτικού νομικού προσώπου, δεν είναι επέλεξη ο Ελληνας νομοθέτης, είναι μία νομική τεχνική, η οποία πραγματώνει το διεθνές και συνταγματικό δικαίωμα των θρησκευτικών κοινοτήτων στην απόκτηση νομικής προσωπικότητας. Πρέπει να είναι αυτοί οι ιδρυτές, ο ελάχιστος αριθμός, 300 τουλάχιστον, από τους οποίους ένας τουλάχιστον είναι θρησκευτικός διοργός ή εργόσης υπημένας της σκεφτικής κοινότητας, στον οποίο έχει ανατεθεί η τέλεση των σκεφτικών τελετών. Ο ελάχιστος αριθμός των 300 ιδρυτών φυσικών προσώπων, ιδρυτών θρησκευτικού νομικού προσώπου, είναι υπεραβολικά μεγάλος αν συγκριθεί με τον ελάχιστο αριθμό ιδρυτών, που απαιτούνται για την ίδρυση ενός κοινού σωματίου κατανοστικό κώδικα, που είναι 20 μόνον. Επομένως, υπάρχει σαφής αντίθεση του προβληπόμενου ελάχιστο αριθμού φυσικών προσώπων ιδρυτών θρησκευτικού νομικού προσώπου, δηλαδή 300. Υπάρχει σαφής αντίθεση αυτού του ελάχιστο αριθμού, που είναι υπεραβολικά μεγάλος. Σαφής αντίθεση υπάρχει προς το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διότι δυσκαιρένει την ίδρυση μιας βασικής νομικής προσωπικότητας, διότι το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο είναι μια βασική νομική προσωπικότητα για τις θρησκευτικές κοινότητες. Όταν αυτές θέλουν να υποθετήσουν αυτή τη μορφή νομικής προσωπικότητας, προκειμένου να αναπτύξουν μια γκάμα δικαιωμάτων τα οποία συνδέονται με αυτή τη μορφή νομικής προσωπικότητας, όπως τον ανοίγουν λογαριασμούς, τραπεζικούς, να μισθώνουν ή να αγοράζουν αχύνητα και λοιπά, να προσναβάνουν προσωπικό κλπ. Μεταξύ αυτών των 300, το ελάχιστο αριθμό των ιδρυτών, πρέπει να συμπελαμβάνται υποχρεωτικά και ένα θρησκευτικός λειτουργός, ιερουργός, υπημένας της θρησκευτικής κοινότητας, των οποίων έχει να αντεθεί η τέλεση των θρησκευτικών τελετών. Όμως, όλες οι θρησκευτικές κοινότητες δεν έχουν θρησκευτικούς λειτουργούς, ιερουργούς, υπημένες. Δεν είναι αναγκαίο στοιχείο το ορισμού μιας θρησκείας ή ύπραξη θρησκευτικού λειτουργού, ιερουργού ή υπημένα. Μπορεί να υπάρχει, μπορεί να μην υπάρχει. Επομένως, εφόσον ο ελληνικός νόμος απαιτεί ένας από τους ιδρυτές, δηλαδή τους ιδρυτές που όταν αναφερόμαστε στο ελάχιστο αριθμό ιδρυτών, δηλαδή 300, εν μεταξύ αυτών να είναι και ένας θρησκευτικός λειτουργός, ιερουργός, υπημένας και εφόσον μια θρησκευτική κοινότητα δεν έχει τέτοιους, τότε δεν μπορεί να ιδρύσει θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Επομένως, αυτή η διάταξη, η οποία επιβάλλει και ένας από τους ιδρυτές να είναι θρησκευτικός λειτουργός, ιερουργός και υπημένας έχετε σε σαφή αντίθεση με τους διεθνείς κανόνες για τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα. Το άρθρο 3 αναφέρεται στις διαδικασίες και τις διατυπώσεις της ίστασης. Στην εγγραφή του θρησκευτικού νομικού προσώπου στο βιβλίο, στο ειδικό δημόσιο βιβλίο, η Διοίκηση του υποβάλλει αίτηση στο αρμόδιο Μονοβελές Πρωτοδικείο, η οποία εκδικάζεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία και στην οποία επισυνάπτονται η συστατική πράξη, υπογεγραμμένη από όλους τους ιδρυτές μέλη του, με τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και κατοικίας τους. Η ομολογία πίστης, τα ονόματα των μελών της Διοίκησης, στα οποία περιλαμβάνεται απαραίτητα και ο θρησκευτικός λειτουργός της κοινότητας, πλήρες βιογραφικό σημείωμα του θρησκευτικού λειτουργού, από το οποίο θα προκύπτουν οι τυχόν θρησκευτικές σπουδές του, ο τρόπος και ο χρόνος ανάδειξης εκλογής ή επιλογής του, στη θέση αυτή, κατάλογος με τους λατρευτικούς χώρους του και ο κανονισμός του. Με τις υπογραφές των μελών του και με ημεροχρονολογία. Το μέλος δεν μπορεί να συμμετέχει ταυτόχρονα σε άλλο θρησκευτικό νομικό πρόσωπο της αυτής η άλλης θρησκείας ή δόγματος. Το Δικαστήριο υποχρεωτικά διατάσσει με πράξε του την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο προς συζήτηση. Αντίγραφο της αίτησης με την πράξη ορισμού δικασίμου και όλα τα δικαιολογικά επιδίδονται με επιμέλεια των αιτούντων. Δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν τη δικάσημό στον υπουργό παιδείας και θρησκευμάτων και στον ορμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών. Παράγραφος 2. Τα στοιχεία της ταυτότητας των μελών ιδρυτών του θρησκευτικού νομικού προσώπου, πλιν των μελών της διοίκησης που υπογράφουν την αίτηση, δεν γνωστοποιούνται καθιονδήποτε τρόπο σε τρίτους, ούτε περιλαμβάνονται στο οτυρούμενο βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων. Παράγραφος 3. Τα υποσίσταση θρησκευτικά νομικά πρόσωπα που υπάγονται πνευματικά και διηγητικά σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο υποβάλλουν υποχρεωτικά κοινή αίτηση με το τελευταίο. Για να αποκτήσει λοιπόν νομική προσωπικότητα με τη μορφή του θρησκευτικού νομικού προσώπου, μια θρησκευτική κοινότητα, η διαδικασία που προβλέπεται είναι δικαστική, δηλαδή να υποβάλλει αίτηση στο μονομελέσης πρώτο δικείο που δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία και μαζί με την αίτηση πρέπει να υποβάλλει και ορισμένα έγγραφα. Ένα έγγραφο είναι η συστατική πράξη. Η συστατική πράξη, η ομολογία πίστης, τα ονόματα των μελών της διοίκησης και καταστατικό. Δηλαδή έχουμε τα εξής έγγραφα. Συστατική πράξη 1, ομολογία πίστης 2, ονόματα μελών διοίκησης 3 και καταστατικό 4. Η συστατική πράξη είναι υπογεγραμμένη από όλους τους συντηρητές μέλης του με πλήρη στοιχεία ταυτότητας και κατοικίας τους. Στα ονόματα των μελών της διοίκησης πρέπει να περιλαμβάνεται απαραίτητα και ο θρησκευτικός λειτουργός της κοινότητας. Αυτή λοιπόν η διάτάξη σε αυτό το σημείο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους διεθνείς κανόνες για τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα, διότι υποχρεώνουν οι θρησκευτικές κοινότητες να ορίζουν θρησκευτικούς λειτουργούς τους ως μέλη της διοίκησης τους. Ενώ μία θρησκευτική κοινότητα κατά το εσωτερικό της δίκαιο μπορεί να μην προβλέπει αυτή την δυνατότητα ορισμού θρησκευτικών λειτουργών ως μελών της διοίκησης της θρησκευτικής κοινότητας της ίδιας ή ενός νομικού προσώπου το οποίο η ίδια θα ιδρύσει κατά τον ειδικό νόμο αυτόν για τη νομική μορφή των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ένα παράδειγμα να αναφέρω. Είναι γνωστός ο ελληνικός νόμος ο οποίος ρυθμίζει τα ζητήματα των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ελλάδα. Οι εβραϊκές κοινότητες βέβαια δεν είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, είναι δημοσίου δικαίου. Έχουν δημοκρατικό πολίτευμα, δηλαδή κάθε εβραϊκή κοινότητα η οποία ονομάστηκε το ελληνικό νόμο ισραηλιδική. Κάθε λοιπόν ισραηλιδική κοινότητα αποτελείται από μια γενική συνελεύση μελών η οποία εκλέγει ένα διοικητικό συμβούλιο. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να προσλαμβάνει έναν ραβίνο για να εκτελεί τα σχετικά τρισκευτικά του καθήκοντα στην Συναγωγή. Ο ραβίνος είναι υπάλληλος της ισραηλιδικής κοινότητας, δεν είναι μέλος της διοίκησης της ισραηλιδικής κοινότητας. Προλαμβάνεται επαμοιβή με μια σύμβαση εργασίας από το διοικητικό συμβούλιο της εβραϊκής κοινότητας. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 3 αυτού του νόμου του ελληνικού 4301 του 2014 πρέπει να υποβάλλεται ως προς το θρησκευτικό λειτουργό και πλήρες βιογραφικό του σημείωμα, από το οποίο θα προκύπτουν οι τυχόν θρησκευτικές σπουδές του ο τρόπος και ο χρόνος ανάδειξης εκλογής ή επιλογής του στη θέση αυτή. Πρέπει να υποβάλλεται ένας κατάλογος με τους λατρευτικούς χώρους. Ποιο κανονισμός. Τώρα αν θεωρήσουμε ότι είναι δύο ξεχωριστά ζητήματα, το ζήτημα του βιογραφικού σημειώματος και το ζήτημα του τρόπου και του χρόνου ανάδειξης εκλογής ή επιλογής του σχετικού λειτουργού στη θέση του και το ζήτημα του καταλόγου με τους λατρευτικούς χώρους, έχουμε τα εξής έγγραφα, τα οποία πρέπει να συνυποβάλλονται μαζί με την έτσι προς το δικαστήριο, συστατική πράξη, ομολογία πίστης, ονόματα μελών διοίκησης στην οποία τρίτον, ονόματα μελών διοίκησης στην οποία πρέπει να περιλαμβάνεται απαραίτητα και ο σχετικός λειτουργός, τέσσερα, πλήρες βιογραφικό σημείωμα του σχετικού λειτουργού, πέντε, ένα έγγραφο για τον τρόπο και τον χρόνο ανάδειξης, εκλογής ή επιλογής του σχετικού λειτουργού στη θέση του, έκτον, κατάλογος με τους λατρευτικούς χώρους της σχετικής κοινότητας, η οποία ιδρύει η ιδία των μελών της, σχετικό νομικό πρόσωπο. Και κανονισμός, κανονισμός, κανονισμός είναι το καταστατικό. Όρος κανονισμός πάλι δεν είναι ο καταλληλότερος. Θα έπρεπε να αναφέρετε όρος καταστατικό, όπως και για τα σωματεία, σωμαστικό κώδικα. Ο όρος κανονισμός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την έκδοση μιας κανονιστικής πράξης από το Διοικητικό Συμβούλιο ενός θεσκευτικού νομικού προσώπου κάτ' εξουσιοδότηση του καταστατικού του και για συγκεκριμένο ζήτημα. Πρέπει να επισημανθεί η διάταξη αυτή, η οποία παγορεύει στα μέλη ενός θεσκευτικού νομικού προσώπου να συμμετέχουν ταυτόχρονα και σε άλλο θεσκευτικό νομικό πρόσωπο της ίδιας ή άλλης θρησκείας ή δόγματος. Αυτή η διάταξη είναι υπερβολικά περιοριστική. Για ποιο λόγο ένα μέλος ενός θεσκευτικού νομικού προσώπου να μην μπορεί να μετέχει και ως μέλος και σε άλλο θεσκευτικό νομικό πρόσωπο της ίδιας θρησκείας ή δόγματος. Δεν υπάρχει λόγος αντικειμενικός και έβλογος που να δικαιολογεί τέτοιον αποκλεισμό. Επίσης, τίθετο ζήτημα ότι απαγόρευση συμμετοχής ως μέλους ενός θεσκευτικού νομικού προσώπου σε άλλο θρησκευτικό νομικό πρόσωπο, άλλου θρησκεύματος, δημιουργεί ένα ζήτημα αντιθέσεως στο Διεθνές Δίκαιο των Θρησκευτικών Ανθρωπινων Δικαιωμάτων διότι για ορισμένα θρησκεύματα τα οποία ανήκουν στο δέντρο θρησκειών το βραχμανικό ή ανατολικό δέντρο θρησκειών, το οποίο περιλαμβάνει τρεις μεγάλους κλάδους, Ινδουισμό, Βουδισμό, Ιαννισμό. Δεν δείχνει θέμα σε αυτά τα θρησκεύματα αποκλειστικής ένταξης σε ένα θρίσκευμα. Μπορούν δηλαδή να είναι μέλη πολλών θρησκευμάτων ταυτόχρονος. Κάποιος μπορεί να είναι και βουδιστής και ινδουιστής και ιαννιστής, να συμμετέχει σε μια θρησκευτική δραστηριότητα του βουδιστικού, μετά σε άλλη θρησκευτική δραστηριότητα του ιδιουστικού θρησκεύματος, σε άλλη θρησκευτική δραστηριότητα του ιαννισμού. Συνεπώς για αυτά τα θρησκεύματα, τα οποία δεν δέχονται αποκλειστική ένταξη των μελών τους σε αυτά, δημιουργεί ένα ζήτημα θρησκευτικής ελευθερίας, διότι υπερβολικά περιορίζει την άσκηση θρησκευτικών δραστηριοτήτων για τα άτομα. Βέβαια το ίδιο ζήτημα δεν θα σε σχέσει με το δυτικό δέντρο θρησιών, το λεγόμενο αβραμικό, όπου έχουμε τους τρεις μεγάλους κλάδους θρησκιών, δηλαδή εβραϊσμό, χριστιανισμό, ισλαμισμό, διότι σε αυτά τα θρησκεύματα του δυτικού κλάδου θρησιών ή αβραμικού, τα μέλη δεν μπορούν να ανήκουν ταυτόχρονος σε περισσότερα από ένα θρησκεύματα, σε αντίθεση με αυτό που ισχύει στο Ανατολικό δέντρο θρησιών ή Βραχμανικό δέντρο θρησιών. Μια σημαντική διάταξη είναι αυτή της παραγράφου 3, που προβλέπει ότι τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα που πρόκειται να συσταθούν και υπάγονται πνευματικά και διοικητικά σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, τότε πρέπει να υποβάλλουν υποχρεωτικά κοινή αίτηση με το τελευταίο. Παράδειγμα, αν έχουμε μία βουδιστική ένωση Ελλάδος, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, την έννοια του εκκλησιαστικού νομικού πρόσωπο θα την εξηγήσουμε παρακάτω, τώρα αρκούμαστε να πούμε ότι είναι βουδιστική ένωση Ελλάδος, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο και πρόκειται να συσταθεί ένα βουδιστικό θρησκευτικό νομικό πρόσωπο ας πούμε στη Θεσσαλονίκη, τότε η έτηση για τη σύσταση του βουδιστικού θρησκευτικού νομικού πρόσωπου στη Θεσσαλονίκη θα πρέπει να υποβληθεί από κοινού από το υποσίσταση βουδιστικό θρησκευτικό νομικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης μαζί με την βουδιστική ένωση Ελλάδος, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, διότι το βουδιστικό θρησκευτικό νομικό πρόσωπο θα μπορούσε σε αυτή την περίπτωση, και εφόσον βεβαίως υπάγεται με κάποιο τρόπο στη βουδιστική ένωση Ελλάδος, αν υπάγεται υπό αυτό τον όρο μπορεί τότε μόνο θα πρέπει να υποβληθεί κοινέτση, αν υπάγεται στη βουδιστική ένωση Ελλάδος με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή είτε η βουδιστική ένωση Ελλάδος είναι συντονιστικό εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο είτε είναι ανώτερο διοικητικό εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο σε σχέση με υποσίσταση βουδιστικό θρησκευτικό νομικό πρόσωπο, τότε μόνο σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να υποβληθεί από εκείνο, αν δεν έχουν καμία σχέση, τότε δεν θα πρέπει να υποβληθεί κοινή ένωση του υποσίσταση θρησκευτικού νομικού προσώπου με κάποιο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο διότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα υπαγότανε στο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο πνευματικά και διοικητικά. Εδώ ολοκληρώσαμε τη δεύτερη διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.