: Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Υποτιτλισμός Κυρίες και κύριοι, καλή σας μέρα. Είπαμε ότι τηρούμε ένα Ακαδημαϊκό Τέταρτο και ξεκινάμε. Καλωσορίζουμε όλους εσάς, τον κ. Γιώργο Αλεξάκη, Περιφερειακό Σύμβουλο. Σήμερα θα συντονίσει την εκδήλωση ο κ. Μιχάλης Αγριόγιανος, μηχανολόγος μηχανικός και απελευθέρωσης κ. Γιώργος Αλεξάκης. Συντονίσει την εκδήλωση ο κ. Μιχάλης Αγριόγιανος, μηχανολόγος μηχανικός και απ' τα πλέον δραστήρια στελέχη της Ιράκλιας Πρωτοβουλίας. Παρακαλώ τον κ. Αγριόγιανο και τον κ. Σπυρόπουλο και τον κ. Αναστασσόπουλο να λάβουν θέση. Καλημέρα. Εκ μέρους της Ιράκλιας Πρωτοβουλίας, σας καλωσορίζω στη σημερινή μας ομιλία, η οποία είναι η έκτη κατά σειρά ομιλίας, το νέο κύκλο ομιλιών που διοργανώνει η Ιράκλια Πρωτοβουλία και η οποία έχει το γενικό τίτλο «Ο Μύτος της Αριάδνης, ξετυλίγοντας την ιστορία της Πόλης του Ιρακλίου». Και λέω «ο νέος κύκλος ομιλιών» διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πριν 20 χρόνια η νεολαία της Ιράκλιας Πρωτοβουλίας είχε διοργανώσει τον πρώτο κύκλο ομιλιών με τον ίδιο τίτλο και μάλιστα οι ομιλίες αυτές που ήταν πολύ ενδιαφέρουσες έχουν αποθανατιστεί σε ένα βιβλίο και το οποίο υπάρχει και σήμερα στην είσοδο αυτής της αίθουσας αν δεν ενδιαφέρεστε. Ο σημερινός μας ομιλητής είναι ο κύριος Αντώνης Αναστασόπουλος, επίτιμος καθηγητής… Επίκορος. Επίκορος, σωστά. Επίκρος καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Τον κύριο Αναστασόπουλος θα προλογίσει ο κύριος Γιάννης Σπυρόπουλος, τον οποίο και καλώ στο βήμα. Παρακαλώ. Γεια σας. Είναι με μεγάλη μου χαρά σήμερα που προλογίζω τον δάσκαλό μου, Αντώνη Αναστασόπουλος, επίκορο καθηγητή της Οθωμανικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κρήτης. Έναν άνθρωπος τον οποίο εγώ χρωστάω πολλά, τόσο σε ακαδημαϊκόσο και σε ανθρώπινο επίπεδο. Και καθώς ο κύριος Αναστασόπουλος υπήρξε επιβλέπων της διατριβής μου στο παρελθόν, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι όσα αναφέρω σε σχέση με τον πρόσωπό του, δεν αφορούν απλώς στα σημαντικά επιστημονικά του επιτέγματα, που άλλωστε κάποιος θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει απλώς διαβάζοντας το πλούσιο βιογραφικό του, αλλά αποτελούν παράλληλα και ένα προϊόν της προσωπικής μου εμπειρίας, της προσωπικής μας σχέσης, της μακρόχρονης προσωπικής μου εμπειρίας από τη μεταξύ μας συνεργασία. Ο κ. Αναστασσόπουλος μεγάλωσε στην Αθήνα και τελείωσε το τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστήμιου Αθηνών το 1992. Μετά συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτς ως μεταπτυχιακός και στη συνέχεια παρέμεινε εκεί πέρα και έκανε και τη διδακτορική του διατριβή, τελειώνοντάς τη, το 1999, υπό την εποπτεία του Μετίν Κούντ, ενός εκ των σημαντικότερων εν ζωή οθωμανολόγων ιστορικών σήμερα. Η διατριβή του με τίτλο «Imperial Institutions and Local Communities» «Ottoman Karaferie 1758-1774» αποτελεί μια μελέτη των σχέσεων κέντρου περιφέρειας, της επαρχιακής διοίκησης και των ελίττη της οθωμανικής βέρειας στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, όπως αυτές αναδεικνύονται μέσα από τις οθωμανικές πηγές και ιδιαίτερα μέσα από τα ιεροδικαστικά κατάστηχα της περιοχής. Ο κ. Αναστασόπουλος ξεκίνησε να εργάζεται ως λέκτορας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιου της Κρήτης από το 1999 και από το 2001 έως σήμερα διδάσκει και στο πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στην Τουρκολογία, όπου αναδείχθηκε άξιο συνεχιστής των καθηγητών της κυρίας Ελισάδης Ζαχαριάδου και του κυρίου Βασίλη Δημητριάδη. Το 2007 ο κ. Αναστασόπουλος εξελέγει επίκουρος καθηγητής και το 2011 πέρασε πλέον στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή του Πανεπιστήμιου Κρήτης. Παράλληλα με το έργο του στο Πανεπιστήμιο είναι υπεύθυνος για μια σειρά ερευνητικών προγραμμάτων που διεξάγονται υπό την αιγίδα του Ινστιτού του Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, στο οποίο είναι και επιστημονικός συνεργάτης. Συγκεκριμένα από το 2001 έχει διευθύνει ερευνητικά προγράμματα που είχαν ως σκοπό τους τη μελέτη των Οθωμανικών Επιτύμβιων Στυλών της Κρήτης, τη μελέτη της διαχείρισης των ιδάτινων πόρων στο νησί κατά την Οθωμανική περίοδο, την ανάδειξη των κοινωνικών παραμέτρων και των επιπτώσεων των ασθενειών στην Κρητική Οθωμανική ιστορία, καθώς και τη μεταγραφή και έκδοση ενός τμήματος των ιεροδικαστικών Οθωμανικών καταστήχων που φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους του νομού Ιμαθίας και αφορούν στην ιστορία της Βέριας. Ενδεικτική της διεθνούς αναγνώρισης που χέρει το έργο του κ. Αναστασόπουλη είναι η πληθώρα διαλέξεων που έχει δώσει σε κορυφαία πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα του εξωτερικού, όπως και η πρόσφατη πρόσκληση που δέχτηκε για να διδάξει ελληνική και βαλκανική ιστορία στο τμήμα ιστορίας του πανεπιστήμιου Μποάζιτσι, του πανεπιστήμιου του Βοσπόρου δηλαδή, της Κωνσταντινούπολης κατά το αιαρινό εξάμινο του Ακαδημαϊκού Έτους 2015-2016. Εξίσου χαρακτηριστική της αναγνώρισης αυτής αποτελεί η συμμετοχή του ως μέλους πληθώρας οργανωτικών και επιστημονικών επιτροπών διεθνών συνεδρίων, η συμμετοχή του σε συντακτικές και συμβουλευτικές επιτροπές σειρών και περιοδικών, όπως το περιοδικό Turkish Historical Review και η σειρά The Ottoman Empire and Its Heritage, Politics, Society and Economy, το εκδοτικού iKubril, καθώς και η συμμετοχή του σε ερευνητικά ιστιτούτα και διεθνείς επιστημονικές ενώσεις, όπως η Comité Internationale d'Etudes pré-Ottoman et Ottoman και η The Ottoman and Turkish Studies Association. Θα ήταν δύσκολο να περιγράψω επαρκώς μέσα στο περιορισμένο χρόνο ενός προλόγου το εύρος των επιστημονικών ενδιαφερόντων και την πολυδιάστατη σημασία των αποτελεσμάτων της πολύχρονης ερευνητικής προσπάθειας του κ. Αναστασόπουλου, όπως ξεδιπλώνεται μέσα από τις δεκάδες δημοσιεύσεις του. Γι' αυτό θα επιλέξω εδώ να τονίσω κάτι που για μένα ως παλιού μαθητή του έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Την ανθρώπινη διάσταση του έργου του ως καθηγητή. Ο κ. Αναστασόπουλος, παρά το τεράστιο φόρτο εργασίας με το οποίο είναι διαρκώς αντιμέτωπος, ένα φόρτο ο οποίος προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από τη συγκινητική υπευθυνότητα με την οποία αντιμετωπίζει κάθε έργο που αναλαμβάνει, ήταν και είναι πάντα στο πλάι των φοιτητών του, στήριζοντάς τους με κάθε τρόπο που περνάει από το χέρι του. Εγώ ως πρώην φοιτητής του το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ήταν ο άνθρωπος ο οποίος με ενέπνευσε το ενδιαφέρον για το αντικείμενο της οθωμανικής ιστορίας και με καθοδήγησε ως ο κανείς τόσος επιστήμονας όσο και ως ζωντανό παράδειγμα ανθρωπιάς και ήθους στη μέχρι τώρα πορεία μου. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι το ίδιο κάνει χωρίς διακρίσεις με όποιον φοιτητή εκδηλώσε ενδιαφέρον για το αντικείμενό του. Στην στιγμή είναι επόπτις πέντε διδακτορικών διατριβών και ως εκ τούτου θεωρώ ότι είμαστε τυχεροί που συνεχίζει το έργο του με αμείωτο πάθος έχοντας ήδη αφήσει παρά τον εαρό της ηλικίας του μια μεγάλη παρακαταθήκη τόσο ως επιστήμονας όσο και ως δάσκαλος. Το πολύπλευρο έργο του λοιπόν αποτελεί υπόδειγμα προσμήμηση για τη νέα γενιά επιστυμόνων που βγαίνει από τις τάξεις του και εγώ τουλάχιστον περιμένω με μεγάλο ενθουσιασμό τα αποτελέσματα της ερευνάς τους. Κάπου εδώ όμως θα πρέπει να σταματήσω αυτόν τον πρόλογο και να δώσω το λόγο στον ίδιο τον κ. Αναστασόπουλου. Σας ευχαριστώ. Καλημέρα. Καλημέρα. Καλημέρα και από μένα. Ευχαριστώ πολύ πρώτα απ' όλα την Ηράκλια Πρωτοβουλία για την πρόσκληση και να συμμετάσπω σε αυτόν τον κύκλο μιλειών και προσωπικά τον κ. Βασιλάκη με τον οποίο είχα τη σχετική επικοινωνία. Ευχαριστώ τον κ. Σπυρόπουλο για τα πολύ θερμά λόγια. Να πω ότι και για μένα ήταν ένας εξαιρετικός φοιτητής και τώρα ένας εξαιρετικός συνεργάτης επιστημονικός. Και ευχαριστώ και σας που είστε εδώ. Το θέμα της ομιλίας μου, όπως βλέπετε και στην οθόνη, είναι ο Μαχαλάς και το Δικαστήριο του Καδή, η συνοικία του Χατζία Λήπασα στο Ιράκλιο. Πριν εισέλθω στο κύριο θέμα της ομιλίας, θέλω να ξεκινήσω με κάποιες βασικές πληροφορίες για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μια που αποτελεί την κρατική οντότητα που συνιστά το ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς για το θέμα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή της, τον Οσμάν, που έζησε γύρω στο 1300 στη βορειοδυτική Μικρά Ασία και του οποίου οι απόγονοι βασίλευσαν επί 600 και πλέον χρόνια μέχρι την κατάρευση του Οθωμανικού κράτους το 1923 ως αποτέλεσμα της συμμετοχής τους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν ένα κράτος το οποίο ζούσαν μόνο Τούρκοι και Έλληνες, όπως συχνά σκεφτόμαστε, αλλά μια τεράστια επικράτεια που στα μέγιστα όρια της, στον 17ο αιώνα, δηλαδή που κατακτήθηκε η Κρήτη, κάλυπτε έκταση περισσότερων από 30 σύγχρονων κρατών, εκτινόμενοι από την Ουγγαρία και τις βόρειες ακτές της Μαύρης θάλασσας μέχρι τη Βόρεια Αφρική, την Αραβική Χερσόνησο και το σημερινό Ιράκ, περιλαμβάνοντας πολλούς και διαφορετικούς λαούς. Στη συντριπτικά μεγαλύτερη διάρκεια του βίου του, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το Οθωμανικό κράτος δεν διέκρινε αυτούς τους πολλούς λαούς με βάση την εθνική τους ταυτότητα, όπως κάνουμε εμείς σήμερα, ούτε ήταν ένα κράτος στο οποίο οι Τούρκοι είχαν προτεραιότητα έναντι των υπολοίπων. Η σημαντική ταυτότητα ήταν η θρησκευτική, όχι η εθνική. Ο ιερός νόμος του Ισλάμ, η Σαρία, την οποία όφειλε να εφαρμόζει ένα μουσουλμανικό κράτος, όπως ήταν το Οθωμανικό, προβλέπει την ανωτερότητα των Μουσουλμάνων, ιππικών, έναντι των πιστών, των άλλων μονοθειστικών θρησκειών, των Χριστιανών και των Εβραίων. Οι μη Μουσουλμάνοι ιππίκοοι του Μουσουλμανικού κράτους έχουν εγγυημένη τη ζωή, την περιουσία τους, το δικαίωμα άσκησης της λατρείας τους, θεωρούνται όμως υποδέστεροι από τους Μουσουλμάνους και υφίστανται διάφορους περιορισμούς νομικούς και πολιτικούς, δεδομένου ότι η αιμονή τους στην πίστη τους γίνεται ανεκτή, δεν είναι αποδεκτή. Αυτό έχει ως συνέπεια να είναι πιο εκτεθειμένη από τους Μουσουλμάνους σε αυθαιρεσίες, γιατί είναι εξορισμού η πίκο η δεύτερης κατηγορίας, γεγονός που δηλώνεται μεταξύ άλλων από την πληρωμή του κεφαλικού φόρου, του τζίζιε, τον οποίον στα ελληνικά γνωρίζουμε ως χαράτσι. Αυτό που πρέπει να προσέξουμε όμως είναι ότι αυτή η διάκριση προέρχεται από το θρησκευτικό δόγμα, ορίζεται με θρησκευτικούς όρους και δεν έχει εθνικές παραμέτρους, δεν αφορά δηλαδή τους Έλληνες και τους Τούρκους για παράδειγμα, αλλά τους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους σε όποια εθνότητα κι αν ανήκουν οι μεν και οι δε. Η νομική εξίσωση Μουσουλμάνων και μη Μουσουλμάνων επίλθε μόλις το 1839 υπό την πίεση και των δυτικών ευρωπαϊκών δυνάμεων. Πριν απ' τα τέλη του 19ου αιώνα και ακόμα και τότε για λίγα χρόνια, οι άνθρωποι που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Όχι μόνο οι μη Μουσουλμάνοι αλλά ούτε οι Μουσουλμάνοι, καθώς η εξουσία του Σουλτάνου λογιζόταν απόλυτη και αδιαμφισβήτητη και το κράτος δεν νοούνταν χωρίς να κατέχει το θρόνο ένα μέλος του οίκου του Οσμάν. Οι Μουσουλμάνοι περτερούσαν όμως σε σχέση με τους Χριστιανούς και τους Εβραίους, ως προς το ότι μπορούσαν να καταλάβουν λόγω της θρησκείας τους αφού θεωρούνταν ανάρμοστο μη Μουσουλμάνοι να ασκούν εξουσία επί Μουσουλμάνων, μπορούσαν λοιπόν οι Μουσουλμάνοι να κατέχουν θέση στον κρατικό μηχανισμό, γεγονός που τους διαφοροποιεί από τους Χριστιανούς και τους Εβραίους και γεγονός που συνεπαγόταν οικονομικά και νομικά προνόμια. Οι Οθωμανοί Σουλτάνοι πρόβαλαν τη δικαιοσύνη ως υπέρτατη αξία την οποία εγγυούνταν προσωπικά οι ίδιοι και διακήρυταν το δικαίωμα όλων ανεξαιρέτως των υπικών Μουσουλμάνων, Χριστιανών και Εβραίων να απευθύνονται στο Σουλτάνο και να ζητάνε την αποκατάσταση των αδικαιών που είχαν υποστεί από κρατικούς αξιωματούχους και άλλους ισχυρούς και την τιμωρία όσων τους είχαν αδικήσει. Την εφαρμογή αυτής της αρχής τη διακρίνουμε τόσο στην προσφυγή των υπικών ανεξαρτήτως θρησκείας στα δικαστήρια που λειτουργούσαν ανά την επικράτεια υπό την εποπτία του κράτους, όσο και στις εκατοντάδες χιλιάδες σωζόμενες καταγγελίες υπικών προς το Σουλτάνο για φαινόμενα αφθερεσίας και τα διατάγματα που εκδίδονταν ως απάντηση σε αυτές τις καταγγελίες. Από την άλλη, στο αχανές Οθωμανικό κράτος του 16ου, του 17ου, του 18ου ή ακόμα και του 19ου αιώνα, όπου οι μεταφορές και οι επικοινωνίες ήταν χρονοβόρες και σε αρκετές περιπτώσεις δυσχερείς και η τεχνολογία δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σημερινή, η κεντρική εξουσία ήταν αδύνατο να ασκήσει στις επαρχίες της άμεσο, διαρκή και στενό έλεγχο που έχει τη δυνατότητα να ασκήσει οποιοδήποτε σύγχρονη κεντρική διοίκηση ή να πειθαρχίσει αποτελεσματικά τους τοπικούς εκπροσώπους της και τους ισχυρούς προύχοντες ενός τόπου. Με αυτή την έννοια, οι επαρχίες και οι ελείδους είχαν στην πράξη έναν αρκετά μεγάλο βαθμό αυτονομίας από το αυτοκρατορικό κέντρο, ακόμα περισσότερο μάλιστα οι ελείδους νησιωτικών επαρχιών, όπως η Κρήτη. Πρέπει επίσης να λαμβάνουμε υπόψη ότι όχι μόνο το Οθωμανικό, αλλά τα περισσότερα κράτη της περίοδου πριν από το 19ο αιώνα, ακόμα και τα ευρωπαϊκά, είχαν ένα σχετικά περιορισμένο πεδίο δράσης και μια πολιτική φιλοσοφία που έθεται στο επίκεντρο της δράσης τους στην προάσπιση των συμφερόντων, όχι των υπηκών του λαού, όπως θα λέγαμε σήμερα, αλλά της δυναστίας και της άρχουσας τάξης. Όσο κι αν η ρητορική και η επίσημη ιδεολογία του Οθωμανικού κράτους, πρόβαλε τον Σουλτάν ως προστάτη των φτωχών υπηκών που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Βάσει αυτής της φιλοσοφίας, τα κράτη εκείνης της εποχής κάλυπταν πολύ λιγότερα πεδία δράσης από τα σημερινά κράτη. Εκείνο που τους ενδιέφερε πρωτίστως ήταν να διασφαλίζεται η τάξη στο εσωτερικό και να αποφεύγονται εξεγέρσεις και άλλες πράξεις βίας έτσι ώστε να καταβάλλεται ομαλά η φορολογία, η οποία χρησιμοποιούνταν για να συντηρείται ο αυλικός και κρατικός μηχανισμός συμπεριλαμβανομένου του στρατού, που εξασφάλιζε την ασφάλεια του κράτους εναντί των εξωτερικών απειλών. Πρέπει ωστόσο να έχουμε υπόψη ότι το Οθωμανικό κράτος δεν ήταν άναρχο, αλλά ένας τεράστιος γραφειοκρατικός μηχανισμός με κεντρικές και επαρχιακές υπηρεσίες. Κανένα κράτος, ιδίως τόσο μεγάλο σε έκταση και τόσο μακραίο όσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν μπορεί να διοικηθεί μόνο με το ξύφος και τη βία. Για να επιβιώσει και να λειτουργήσει χρειάζεται οπωσδήποτε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, που αφενός θα επιτρέψουν την ομαλή εισπράξη των φόρων, οι οποίοι, όπως είπαμε, συντηρούν το παλάτι της διοίκης και το στρατό, αφεντέρου θα δημιουργήσουν θεσμούς, που θα συντελούν στο να εκτονώνεται η διάθεση διαμαρτυρίας των υπηκών. Τέτοιοι θεσμοί είναι, για παράδειγμα, το δικαστικό σύστημα και ο μηχανισμός υποβολής καταγγελειών στην Κωνσταντινούπολη, αντί κάποιος να εξεγερθεί με όλους τους κινδύνους που αυτός συνεπαγόταν, του δινόταν η ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί ειρηνικά στις υπερκείμενες αρχές, ελπίζοντας να δικαιωθεί από εκείνες. Αυτοί οι μηχανισμοί ήταν ανεπτυγμένοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και άφησαν ως κληρονομιά ένα τεράστιο αριθμό εγγράφων και καταστήχων, τόσο στην Κωνσταντινούπολη, όσο και σε πόλεις της Τουρκίας και των άλλων χωρών που είχαν διατελέσει οθωμανικές επαρχίες. Αποτελούν σήμερα τις πηγές τις οποίες μελετούν οι ιστορικοί για να ερμηνεύσουν τη φύση του Οθωμανικού κράτους και των κοινωνιών που λειτούργησαν κάτω από την εξουσία του. Τα Οθωμανικά Δικαστήρια ήταν, λοιπόν, όπως τα δικαστήρια όλων των οργανωμένων κρατών, ως εγγυητές της κοινωνικής ευταξίας και ειρήνης, καταρχήν ένας μηχανισμός εκτόνωσης των κοινωνικών εντάσεων και ρύθμισης των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων της εποχής τους. Ο Οθωμανός Καβής ήταν πρώτο και κύριο δικαστής που απένευε δικαιοσύνη με βάση των ιερών νόμων του Ισλάμ, της Αρία, και τη νομοθεσία και τα διατάγματα των Σουλτάνων, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη και το τοπικό εθνικό δίκαιο. Εκτός από τα δικαστικά του καθήκοντα, όμως, ασκούσε και χρέη σημερινού συμβολεωγράφου, ενώ είχε και σημαντικές διοικητικές αρμοδιότητες, καθώς στο δικαστήριό του έφταναν, καταγράφονταν και ανακοινώνονταν τα διατάγματα που εξέδιδαν οι ανώτερες διοικητικές αρχές. Για πολλούς υπηκόους και πολλές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Καβής ήταν ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της κρατικής εξουσίας. Τα αρχεία του, στα οποία τηρούσε αντίγραφα των υποθέσεων που εξετάζονταν ή καταγράφονταν από το δικαστήριό του και των εγγράφων που έφταναν σε αυτό, είχαν τη μορφή καταστήχων, μακρόστενων συνήθως ως προς το σχήμα πολυσέλιδων τετραδίων, γνωστών στην ελληνόγλωση επιστημονική βιβλιογραφία ως οι ερωδικαστικοί κώδικες. Τα κατάστηχα των Καδίδων, οι ερωδικαστικοί κώδικες, αντανακλούν το τρισιπόστατο των ιδιωτήτων του Καδί και περιέχουν κατά πρώτον δίκαιες κάθε είδους, κατά δεύτερον αγορά-πολησίες, δάνεια, διανομές κληρονομιών και δηλώσεις ενώπιον του δικαστηρίου και κατά τρίτον διοικητικού χαρακτήρα, καταχωρήσεις όπως διατάγματα, κατά λόγους κατανομής της φορολογίας και άλλων οικονομικών επιβαρύνσεων στον τοπικό πληθυσμό και αναφορές προς τον Σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη. Το δικαστήριο του Καδί ήταν μονομελές. Οι αντίδικοι εμφανίζονταν αυτοπροσώπους ή εκπροσωπούνταν από πληρεξούσιους, όχι δικηγόρους, αφού αυτός ο θεσμός δεν υπάρχει στο ισλαμικό σύστημα δικαιοσύνης και από ότι φαίνεται οι αποφάσεις εκδίδονταν όσως μόλις ολοκληρονόταν η διαδικασία, συνήθως μάλλον αυτιμερών, εκτός αν ο Καδής έδινε περιθώριο κάποιων ημερών σε κάποιον διάδικο να προσκομίσει πιστήρια για τους ισχυρισμούς του. Ο Καδής ήταν απόφητος του εκπαιδευτικού συστήματος των Μεντρεσέδων, το οποίο καλλιεργούσε πρωτίστως τη γνώση της θρησκείας και του ιερού νόμου του ισλαμ. Διοριζόταν από τις κεντρικές αρχές την Κωνσταντινούπολη με περιορισμένη θητεία, η οποία κατά το 17ο και 18ο αιώνα ήταν περίπου ενάμισης χρόνος ή και λιγότερο και αμοιβόταν από τα τέλη που ισέπραται από τις υποθέσεις που χειριζόταν, διάφορες άλλες υπηρεσίες που παρήχε όπως την εποπτεία της λειτουργίας ιερών ιδρυμάτων και ίσως με κάποιο μισθό, αν και γι' αυτό δεν υπάρχει συνένεση μεταξύ των ιστορικών, το αν λάμβανε και μισθό. Ο Καδής μπορούσε να έχει βοηθούς δικαστές τους Ναίπιδες που τον αναπλήρωναν στην έδρα του δικαστηρίου ή σε κεφαλοχόρια ή κομμοπόλης της δικαστικής του περιφέρειας του Καζά, ή που στέλνονταν εκτάκτος από αυτόν εκτός έδρας για να κάνουν αυτοψίες ή να εκδικάσουν υποθέσεις. Αυτούς τους αναπληρωτές τους Ναίπιδες τους επέλεγε και τους διώριζε ο ίδιος ο Καδής. Ο Καδής εκπροσωπούσε την κρατική εξουσία στην περιφέρειά του, όπως είπα, αλλά δεδομένον της μικρής σχετικά διάρκειας της θητείας του και του ότι συνήθως δεν ήταν ντόπιος, χρειαζόταν μάλλον να έρθει σε συνενόηση με την τοπική ελίτ προκειμένου να στερεώσει την εξουσία του και να εξασφαλίσει το σεβασμό των αποφάσεών του. Θεωρητικά δεν υπήρχε άλλο επίσημο δικαστήριο από το δικαστήριο του Καδής ένα τόπο. Στην πράξη, αν υπήρχε κάποιος στρατιωτικός διοικητής ή άλλος ισχυρός παράγοντας, οι άνθρωποι μπορεί να προσέφευγαν και σε αυτόν προσδοκώντας λύσης της υποθέσεις του λόγω της στρατιωτικής και πολιτικής του δύναμης. Επιπλέον, οι θρησκευτικές αρχές των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων είχαν δικαιοδοσία στις υποθέσεις που άπτονταν του θρησκευτικού τους δικαίου, κυρίως ζητήματα γάμου, διαζυγίου, κληρονομιών και ευρύτερα οικογενειακού δικαίου. Επίσης, αν υπήρχαν ισχυρές κοινωτικές αρχές σε μια περιοχή, μπορούσαν να λειτουργήσουν δικά τους άτυπα δικαστήρια, τα οποία από τη σκοπιά του ισλαμικού νόμου αντιμετωπίζονταν όχι ως δικαστικοί θεσμοί, αλλά ως άτομα που μεσολαβούσαν για να βρεθεί εξόδικη συμβιβαστική λύση σε διενέξεις. Τέλος, δεν υπήρχαν βαθμοί δικαιοσύνης, με σημερινούς όρους δεν υπήρχε εφετίο ούτε άριος πάγος, στο δικαστικό σύστημα των καδίδων, πέρα από το δικαίωμα, όπως είπαμε, των ιππικών να προσφεύγουν στις σουλτανικές αρχές, όταν θεωρούσαν πως είχαν αδικηθεί από οποιοδήποτε κρατικό αξιωματούχο συμπεριλαμβανομένου του καδί. Οι ερωδικαστικοί κώδικες στα αρχεία των καδίδων είναι μια πολύτιμη ιστορική πηγή, συχνά οι πολυτιμότεροι που διαθέτουμε για την ιστορία ενός τόπου κατά τα αθωμανικά χρόνια, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει όποιος μελετήσει το μνημιώδες έργο που άφησε πίσω του αείμνηστος Νικόλαος Σταυρινίδης, μεταφράζοντας και συνθέτοντας σε ιστορικές μελέτες χιλιάδες καταχωρήσεις προερχόμενες από αυτούς τους ιεροδικαστικούς κώδικες. Αλλά επίσης κι όποιος συμβουλευτεί τη νεότερη σειρά συστηματικών περιλήψεων των ιεροδικαστικών κωδίκων του Ηρακλείου, που εκδίδει η Βικελέα Δημοτική Διβλιοθήκη Ηρακλείου, με τη συνεργασία ερευνητών του Ιστιτού του Μεσογειακών Σπουδών του ΊΤΕ και του Πανεπιστημίου Κρήτης, καθώς και μέχρι πρόσφατα της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών, υπό τη σοφή καθοδήγηση της Ελσάβετς Ζαχαριάδου. Παρά αυτές τις προσπάθειες, πρέπει να επισημάνω πως ακόμα ένα πολύ μεγάλο μέρος των ιεροδικαστικών κωδίκων, το συντριπτικά μεγαλύτερο, παραμένει αδιάβαστο, αδημοσίευτο και αναξιοποιητό. Μέσα από τις καταχωρήσεις των ιεροδικαστικών κωδίκων μπορούμε να παρακολουθήσουμε πολλές πλευρές της ζωής μιας τοπικής κοινωνίας, πρωτίστως της αστικής αλλά και της αγροτικής. Μπορούμε να μελετήσουμε εξάλλου τις σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό αυτής της κοινωνίας, αλλά και τις σχέσεις της με τις γειτονικές περιφέρειες και τις διοικητικές αρχές. Ο πλούτος των πληροφοριών είναι τόσο μεγάλος που είναι αδύνατο να περιγραφεί με δυο λέξεις. Καλύπτει ένα εύρος που κυμένεται από προσωπικές, ατομικές διενέξεις για οποιοδήποτε μικρό ή μεγάλο λόγο, μέχρι διατάγματα για τη ρύθμιση σημαντικών υποθέσεων του κράτους. Αυτός ο πλούτος πληροφοριών ενισχύεται ακόμη περισσότερο όταν οι πληροφορίες των ιεροδικαστικών κωδίκων συνδυαστούν με τα περιεχόμενα αρχαιακών πηγών της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με άλλες πηγές αφηγηματικές, επιγραφικές, αρχαιολογικές και αρχιτεκτονικές. Πρέπει επίσης να επισημάνω ότι στο δικαστήριο του Καδή, αν και μουσουλμανικό, δεν απευθυνόταν μόνος τους μουσουλμάνους, αλλά ήταν ανοιχτό και στους χριστιανούς και τους Εβραίους και ως εκ τούτου δεν περιλαμβάνει πληροφορίες μόνο για τη μουσουλμανική κοινότητα. Ασφαλώς οι ιεροδικαστικοί κώδικες δεν παρέχουν πλήρες πληροφορίες για κάθε πτυχή μιας κοινωνίας της οθωμανικής περιόδου ούτε για κάθε ένα κάτοικο της ξεχωριστά. Όπως άλλωστε τα σύγχρονα δικαστικά και συμβολιογραφικά αρχεία περιέχουν πληροφορίες μόνο για αυτούς που χρειάστηκε να προστρέξουν στους αντίστοιχους θεσμούς και μόνο για τις συγκεκριμένες υποθέσεις τους. Μας προσφέρουν όμως μια αρκετά στερεα βάση επί της οποίας μπορούμε να δομίσουμε επιχειρήματα και υποθέσεις. Το Ηράκλειο εντάχθηκε στην οθωμανική επικράτεια το 1669 μετά από πολυετή πολιορκία καινό οι πόλοι Πικρήτη βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία ήδη για 20 και πλέον χρόνια. Οι νέοι κύριοι της πόλης προσάρμοσαν το βενετικό της όνομα Κάντια στη δική τους φωνητική ως Κάντιγε και επιδόθηκαν στη διαδικασία επανασυνικισμού και εξοθωμανισμού της. Σχεδόν 20 χρόνια μετά την κατάκτηση της πόλης το 1688-89 διορίστηκε διοικητής Χάνδακα ο Τσαλίκ Χαντζία Λή Πασά από τη Μερζυφούντα του Πόντου σημαντικός τέλεχος της οθωμανικής διοίκησης ο οποίος μάλιστα λίγα χρόνια αργότερα το 1692-93 έφτασε στην κορυφή της διοικητικής ιεραχίας του κράτους καταλαμβάνοντας το αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη δηλαδή του δεύτερου τη τάξη στο κράτος μετά το Σουλτάνο. Ο Χαντζία Λή Πασά επανήλθε στο Ηράκλη ως διοικητής του το 1696 και παρέμεινε σε αυτό ως το θάνατό του το 1700. Το τελευταίο χρόνο της ζωής του το 1700 αποφάσισε να ανεγείρει ένα τζαμί στη δυτική πλευρά της πόλης κοντά στη Χανιόπορτα. Το τζαμί αυτό έμεινε γνωστό ως νέο τζαμί, γενή τζαμί επειδή ήταν το πιο πρόσφατο από τα μεγάλα τζαμιά της πόλης. Τα υπόλοιπα είχαν προκύψει σχεδόν όλα από τη μετατροπή χριστιανικών ναών αμέσως μετά την παράδοση της πόλης από τους Βενετούς τους Οθωμανούς, κάτι που αποτελεί μια από τις ώψεις του εξοθωμανισμού της πόλης, της προσαρμογής της δηλαδή στις λατρευτικές και πρακτικές ανάγκες και το γούστο των νέων κυριάρχων της. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα, η μετατροπή των ναών σε τζαμιά, δήλωνε επίσης ασφαλώς τη νίκη του Ισλάμ επί του χριστιανισμού, των Οθωμανών επί των Βενετών, δηλαδή και στο πολιτικό και συμβολικό επίπεδο τον εξοθωμανισμό του Ιρακλίου. Από τον τζαμί δεν διαθέτουμε κατά πώς φαίνεται ούτε μια ευκρινή εικόνα. Στις φωτογραφίες που μου είναι γνωστές αυτό που απεικονίζεται με σαφήνια είναι ένας μηναρές πίσω από σπίτια. Εδώ, εδώ πέρα, ή εδώ. Δεν διακρίνεται όμως καθαρά σε ποιο από τα γειτονικά κτίσματα απ' το μηναρές, αν είναι πράγματι ο μηναρές του τζαμιού. Επίσης, οι φωτογραφίες δείχνουν το μηναρέ να απέχει αρκετά από την οικοδομική γραμμή του κεντρικού δρόμου. Βρετανικός τοπογραφικός χάρτης του 1843 δείχνει να επιβεβαιώνει το γεγονός πως το κτίριο του τζαμιού δεν είχε πρόσωψη στην κεντρική οδό, ενώ και το πρώτο δημοτικό σχολείο Ιρακλίου, το γνωστό Σανογιανό, το οποίο χτίστηκε κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930 στη θέση του τζαμιού, επί της Λεωφόρου Καλοκαιρινού, έχει μόνο μία στενή είσοδο στη Λεωφόρο Καλοκαιρινού με τον κύριο όγκο του να αναπτύσσεται αμέσως πίσω από τη σειρά των κτιρίων που έχουν πρόσωψη στη Λεωφόρο. Το νέο τζαμί δεν βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, όπως άλλα παλιότερα μεγάλα τζαμιά. Αυτό δεν ήταν όμως απαραίτητος μειονέκτημα. Το τζαμί δεν απήχε στην πραγματικότητα παρά λίγα λεπτά περπάτημα από το κέντρο της πόλης, ενώ ήταν τοποθετημένο σε ένα στρατηγικό σημείο, καθώς ήταν το πρώτο τζαμί που συναντούσαν όσοι έμπαιναν στην πόλη από την πολυσύγχναστη δυτική της πύλη, τη Χανιόπορτα. Ασφαλώς ο Χατζή Αλή Πασά, ως πρώην μεγάλος βεζίρης και διοικητής της πόλης για αρκετά μεγάλο διάστημα, θα επιθυμούσε ένα τζαμί αντάξειο της θέσης και του κύρους του, ένα τζαμί που θα διαιώνιζε και θα δόξαζε το όνομά του. Αυτό του το πρόσφερε η συγκεκριμένη τοποθεσία κοντά στην είσοδο της πόλης και πάνω σε ένα σημαντικό εμπορικό άξονα. Επιπλέον, με την ανέγερση του τζαμίου, Αλή Πασά τόνωνε την κατοίκηση και την εμπορική κίνηση σε μια περιοχή κοντά στα τείχη, που πιθανότατα είχε πληγεί από τον πολυετή πόλεμο, προσφέροντάς της ένα ίδρυμα που με το προσωπικό του, τη δραστηριότητά του, τις καταναλωτικές του ανάγκες και την περιουσία του θα λειτουργούσε και ως μοχλός οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Τέλος, ο Πασάς άφηνε τη σφραγίδα του σε μια περιοχή που μέχρι τότε στερούνταν ενός μεγάλου τζαμιού, προσφέροντάς της ένα κεντρικό σημείο αναφοράς, όπως προκύπτει και από την συνοικία γύρω του πήρε το όνομα αυτού του τζαμιού, δείχνοντας ευλάδεια αλλά επίσης συμβάλλοντας και αυτός στην ανάδειξη του ισλαμικού χαρακτήρα της νέας οθωμανικής κτίσης. Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζουμε πολλά συγκεκριμένα πράγματα για το ποια ήταν η όψη της περιοχής γύρω από το τζαμί πριν από την ανέγερσή του. Δεν γνωρίζουμε για παράδειγμα καν ποιο ήταν στα πρώιμα αθωμανικά χρόνια το όνομα αυτής της περιοχής. Στις οθωμανικές πηγές συναντούμε τις συνοικίες της Κεράς Πολίτησας και του Αγίου Γεωργίου Τουρλωτού στα ανατολικά και νότι αντιστήχως στις θέσεις του τζαμιού του Αλή Πασά. Αλλά δεν γνωρίζουμε με ασφάλεια ούτε τα οριά τους ούτε αν κάλυπταν ολόκληρο το δομημένο χώρο που εκτινόταν ανάμεσα στους δύο ναούς ούτε αν υπήρχε εκεί άλλη συνοικία για την οποία οι άνθρωποι της εποχής χρησιμοποιούσαν κάποιο άλλο μικροτοπονήμιο. Ας μην ξεχνάμε πάντως πως οι 55 συνοικίες ενορίες του πρώιμου οθωμανικού Χάνδακα απαγιώθηκαν σε λιγότερες από 20 κατά το 18ο και το 19ο αιώνα. Άρα η κατάσταση ως προς τη διάκριση της πόλης σε Μαχαλάδες, και να πω εδώ ότι χρησιμοποιώ τους όρους μαχαλάς και συνοικία ως συνώνυμους, η διάκριση λοιπόν της πόλης σε Μαχαλάδες ήταν μάλλον ακόμα αρευστή όταν χτίστηκε το τζαμί του Χατζιάλη Πασά. Είναι από την άλλη σαφές πως η περιοχή γύρω από το τζαμί ήταν οικοδομημένη και κατοικημένη κατά τα βενετικά χρόνια και πως στη θέση του τζαμίου βρισκόταν ένας ορθόδοξος ναός που καταγράφεται ως ναός του σταυρού ή του εσταυρωμένου. Ο Νικόλαος Σταυρινίδης αναφέρει πως αυτός ο ναός κατεδαφίστηκε προκειμένου να χτιστεί το τζαμί χωρίς όμως να είναι σαφής η πηγία. Συγγνώμη αυτής της πληροφορίας. Ο Πασάς και το τζαμί του έδωσαν όπως είπαμε στη συνοικία το όνομά της. Στα αθωμανικά έγγραφα τη βρίσκουμε να αναφέρεται ως ο μαχαλάς του Χατζιάλη Πασά, ο μαχαλάς του τζαμιού του Χατζιάλη Πασά ή ο μαχαλάς του νέου τζαμιού. Επιπλέον ο Αλή Πασάς τάφηκε στον περίβολο του τζαμιού. Η παρουσία του τάφου του εκεί συμβολικά έδινε διαρκή χαρακτήρα στο δεσμό του Πασά με το ίδρυμά του και τη γύρω περιοχή. Ένα τζαμί σαν αυτό που ίδρυσε ο Αλή Πασά δεν αποτελούσε μόνο έναν τόπο λατρείας, αλλά συνήθως ένα ευρύτερο συγκρότημα που περιλάμβανε και άλλες δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα σχολείο, κουζίνα και χώρο συστηίου για τους φτωχούς και τους άπορους, ακόμα και νοσοκομείο. Μάλιστα στους βακουφικούς κώδικες του Τουρκικού Αρχείου Ιρακλίου της Βικελέας Δημοτικής Βιβλιοθήκης σώζεται αντίγραφο της πράξης με την οποία ο Χατζιάλη Πασά ιδρύει ένα σχολείο και μεριμνά για τη συντήρηση της δημόσιας κρίνης που υπήρχε στην καινούργια πόρτα, τη Νότια Πήλη, την Πήλη Ιησού της πόλης του Ιρακλίου. Δεν έχουμε καταφέρει όμως δυστυχώς να εντοπίσουμε ακόμα την αντίστοιχη πράξη με την οποία ιδρύεται το τζαμί του και αφιερώνονται πόροι για τη συντήρησή του. Το τζαμί λειτουργούσε στο πλαίσιο του βακουφικού θεσμού. Βακούφι είναι η αφιέρωση περιουσιακών στοιχείων, τα οποία συντηρούν κάποιον κοινοφελή ή φιλανθρωπικό με θρησκευτικούς όρους θεάρεστο σκοπό μέσω του εισοδήματος που παράγουν. Με απλά λόγια, ένας Οθωμανός αξιωματούχος που ύδρυε ένα τζαμί προσαρτούσε σε αυτό κάποιες πηγές εσόδων που θα κάλυπταν τις δαπάνες λειτουργίας του. Αυτές μπορούσαν να είναι για παράδειγμα οι φόροι που κατέβαλαν συγκεκριμένες κοινότητες ή αστικά οι αγροτικά ακίνητα που νικιάζονταν και το ενίκαιό τους δινόταν στο τζαμί. Λογικά τα μικρά χαμηλά καταστήματα που βρίσκονται κατέρωθεν της εισόδου του Ανογιανού σχολείου ήταν τέτοια βακουφικά ακίνητα. Αν λείπει η ιδρυτική πράξη του τζαμιού, οι ορωδικαστικοί κώδικες της Βικελέας Βιβλιοθήκης παρέχουν πλήθος διάσπαρτων πληροφοριών για τη συνοικία του Χαντζή Αλή Πασά. Το Δικαστήριο του Καδή αποτελούσε ένα υπερτοπικό κέντρο προσέλευσης ανθρώπων όλων των θρησκείων από όλες τις συνοικίες της πόλης αλλά και από αρκετά χωριά. Έτσι οι ορωδικαστικοί κώδικες ως το αποτύπωμα αυτού του δικαστηρίου είναι μια πολύ χρήσιμη πηγή για να μελετήσει κανείς τις υποθέσεις που απασχολούσαν τον πληθυσμό ενός μαχαλά αλλά και να εξαγάγει κάποια βασικά συμπεράσματα για τη σύνθεση και τις δραστηριότητές του. Για παράδειγμα, οι ορωδικαστικοί κώδικες τεκμηριώνουν καταρχάς πως ο πληθυσμός της συνοικίας του Χαντζή Αλή Πασά ήταν μικτός από θρησκευτική σκοπιά. Στην συνοικία ζούσαν και χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Αυτή είναι μια εικόνα που παρατηρείται γενικά στις συνοικίες του Ηρακλείου τουλάχιστον το 17ο και 18ο αιώνα, αν και από την άλλη συνήθως σε μια συνοικία κυριαρχούσε πληθυσμιακά μια θρησκευτική ομάδα και από επίσημη κρατική σκοπιά η κάθε συνοικία μπορεί να χαρακτηριζόταν είτε μουσουλμανική είτε χριστιανική, ορθόδοξη ή αρμενική είτε εβραϊκή σαν να ζούσαν σε αυτή αποκλειστικά άνθρωποι μιας θρησκείας. Αυτή η συνήπαρξη μουσουλμάνων και χριστιανών είναι ενδιαφέρουσα αν σκεφτούμε πως στην Κρήτη δύο κοινότητες μπορεί να σπάζονταν διαφορετικές θρησκείες, αλλά μοιράζονταν σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις την ελληνική ως μητρική γλώσσα και πολλά άλλα πολιτιστικά στοιχεία. Από την άλλη, όπως προείπαμε, το οθωμανικό διοικητικό σύστημα διαχώριζε τους ανθρώπους με βάση τη θρησκεία τους. Έτσι γνωρίζουμε από μελέτες αραβικών πόλεων πως σε μικτές από θρησκευτική σκοπιά συνικίες, οι διάφορες θρησκευτικές ομάδες που κατοικούσαν σε αυτές κατέβαλαν τους φόρους τους, όχι ως ενιαία αλλά ως ξεχωριστές φορολογικές υποομάδες. Ενώ στα βαλκανικά εδάφη της αυτοκρατορίας συχνά συναντάμε, τουλάχιστον κατά το 18ο αιώνα, τον όρο Βαρόσι, που προσδιορίζει τους χριστιανούς μιας πόλης ως μία ενιαία υπερσυνικιακή κοινότητα ομοθρίσκων. Για παράδειγμα, σύμφωνα με μια ιεροδικαστική καταχώρηση του 1762, πέντε χριστιανοί του Ηρακλείου παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο του Καδή και ζήτησαν επικύρωση της ιδιότητάς τους ως κληρονομικών κοντζαμπάσιδων με αρμοδιότητα να διαχειρίζονται τις φορολογικές υποθέσεις της χριστιανικής κοινότητας της πόλης. Συνεπώς, η μήξη χριστιανών και μουσουλμάνων στις γειτονιές μιας συνοικίας δεν αντικατοπτρίζεται πάντα στα επίσημα έγγραφα που αντανακλούν την επίσημη διάκριση του πληθυσμού σε μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους, ενώ οι δύο συγχριστιανοί εντάσσονταν ταυτόχρονα σε δύο συλλογικότητες από αυτή τη σκοπιά, αφενός στη συνοικία στην οποία διέμεναν και αφετέρου στο υπερτοπικό βαρώσι στο πλαίσιο του οποίου φορολογούνταν. Οι χριστιανοί υποχρεώνονταν όμως και σε ένα άλλο ζήτημα να υπερβούν τα όρια της συνοικίας τους. Ενώ η πόλη διέθεται αρκετά μεγάλα και μικρά τσαμιά, με συνέπεια οι πιστοί μουσουλμάνοι να μπορούν λίγο πολύ να ασκήσουν τα λατρευτικά τους καθήκοντα εντός των ορίων της συνοικίας τους, κατά το 18ο αιώνα υπήρχαν μόνο δύο ναείς στην πόλη για τη χριστιανική κοινότητα. Κατά συνέπεια οι χριστιανοί που επιθυμούσαν να εκκλησιαστούν, όφυλα να φύγουν από τις συνοικίες τους και να μεταβούν σε αυτούς τους ναούς. Επιστρέφοντας όμως στο ζήτημα της αξίας των ιεροδικαστικών κωδίκων ως πηγής για τη συνοικία του Χαντζία Λιπασά, μέσα από τις σελίδες τους αποκαλύπτονται καθημερινές όψεις της οικογενειακής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής, απλές ιστορίες που συναντούμε και στη σημερινή κοινωνία. Δεδομένου ότι μια κύρια πτυχή αυτών των κωδίκων ήταν, όπως είπαμε, οι δικαστικοί, πολλές από τις καταχωρήσεις που περιέχονται σε αυτούς αφορούν διενέξεις και προβλήματα. Έτσι, για παράδειγμα, το 1748 μια όρημη ηλικιακά μουσουλμάνα μητέρα, η οποία εννιά μήνες νωρίτερα είχε παραχωρήσει το σπίτι της εξημισίας στην κόρη της και το γαμπρό της, με τον όρο να συνεχίσει να μένει σε αυτό και να την φροντίζουν μέχρι το θάνατό της, προσήλθε στο δικαστήριο και κατόρθωσε να ανακαλέσει τη δωρεά και να ανακτήσει την κυριότητα του σπιτιού, κατηγορώντας το γαμπρό της πως επιχείρησε να την εξώσει και να πουλήσει το σπίτι ενάντια στους όρους της δωρεάς. Αυτή η υπόθεση είναι ενδιαφέρουσα και από αυτό που λέμε έμφυλη σκοπιά δείχνει πως οι γυναίκες της Οθωμανικής περιόδου δεν ήταν απαραίτητος κλεισμένες στα σπίτια τους ή έρμεα των ανδρών τους, αλλά μπορούσαν όπως η συγκεκριμένη γυναίκα προσωπικά να προσέλθουν στο δικαστήριο του καδί και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους τα οποία είχαν φροντίσει να πληροφορηθούν και το δικαστήριο να τις δικαιώσει στο βαθμό που ανεξαρτή το σφύλου ο ισχυρισμός τους μπορούσε να τεκμηριωθεί. Σε μια άλλη περίπτωση το 1790 μια άλλη μουσουλμάνα μητέρα διαζευμένη και νεότερη παρουσιάστηκε στο δικαστήριο προκειμένου να οριστεί το ποσό της διατροφής που θα της κατέβαλε ο πρώην σύζυγός της για τις ανάγκες του ανήλικου γιού τους. Οι ερωδικαστικοί κώδικες μας επιτρέπουν όμως και παρατηρήσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα παρά την άποψη πως όσο πλησιάζουμε στα τείχη δηλαδή στην περιφέρεια μιας Οθωμανικής πόλης τόσο πιο φτωχές είναι οι συνικείες, στη συνικία του Χαντζία Λιπασά παρατηρούμε πως ζούσαν κάποιοι εύποροι άνθρωποι όπως ένας μισθωτής των φόρων κάποιων χωριών. Τότε οι φόροι εισπράττονταν από ιδιότερες επιχειρηματίες που είχαν πάρει αυτό το δικαίωμα από το κράτος εναντί της υποχρέωσης να καταβάλουν εκείνοι το αντίστοιχο ποσό στις κρατικές αρχές. Ζούσε επίσης στη συνικία ένας μεγαλοεπιχειρηματίας με πολύ μεγάλη περιουσία και ένα μεγάλο διώροφο σπίτι με οκτώ δωμάτια, κουζίνα και αυλή, ένας ιδιοκτήτης τουλάχιστον 118 προβάτων στο Μηλοπόταμο και ο επίσημος αρχιτέκτονας της πόλης. Ας μην ξεχνάμε βέβαια από την άλλη πως σε κάθε κοινωνία και σε κάθε ιστορική περίοδο είναι τα μέσα και ανώτερα κοινωνικά στρώματα εκείνα που αφήνουν τα περισσότερα ιστορικά αποτυπώματα. Οι φτωχοί και οι άποροι είναι συχνά αόρατοι γιατί δεν έχουν πολλούς λόγους ή δεν έχουν την οικονομική άνεση να προσφύγουν στις υπηρεσίες των κρατικών αρχών. Επιπλέον τα κατάστιχα δείχνουν πως οι κάτοικοι της συνικίας είχαν τις δουλειές τους έξω από αυτή, σε άλλα σημεία της πόλησης και στην ύπεθρο. Γεγονός που επιβεβαιώνει πως ενώ μια συνικία μπορεί πολεοδομικά να ήταν εσωστρεφής με τα στενοσόκακα και τα διέξοδά της, από τα πράγματα γινόταν εξωστρεφής ως προς τις οικονομικές τουλάχιστον δραστηριότητες των κατοίκων της, μια και όπως είναι ακόμα εμφανές στο Ιράκλειο αλλά και γενικότερα στις Οθωμανικές πόλεις, πριν από το 19ο αιώνα οι περιοχές κατοίκησης ήταν λίγο πολύ σαφώς διαχωρισμένες από την αγορά ή τις αγορές. Έτσι, ο πλούσιος επιχειρηματίας που προανέφερα κατείχε μεταξύ άλλων ένα χάνη, δηλαδή ένα εμπορικό ακίνητο στην πύλη του Μόλου στο λιμάνι και πιθανότατα σαπονοποιεί ως την περιοχή της σημερινής Λεωφόρου μαρτύρων 25ης Αυγούστου, ενώ ένας χριστιανός Μπακάλης που κατοικούσε στη συνικία του Αλή Πασά είχε δανείσει ποσά σε διάφορους κατοίκους χωριών της περιφέρειας του Ιρακλείου και ένας γενίτσαρος είχε οικονομικές συναλλαγές με τον ηγούμενο μονή στην επαρχία Πυριώτησας. Μίλησα ήδη εξάλλου για το κοπάδι προβάτων στο Μηλοπόταμο. Παρατηρούμε τέλος πως ο ρόλος του τζαμίου στη συνικία παραμένει διαχρονικά σημαντικός. Αυτό φαίνεται για παράδειγμα από τις δωρέες ακυνήτων και χρηματικών ποσών που γίνονται προς αυτό και αυξάνουν την περιουσία του, αλλά και από την παρουσία του Ιμάμη του τζαμίου σε κάποιες δίκαιες και νομικές πράξεις κατοίκων της συνικίας, προφανώς λόγω του κοινωνικού κύρου στις θέσεις του. Από την άλλη, αν και ο Ιμάμης αποτελούσε καταρχήν ένα σημαντικό σύνδεσμο μεταξύ του πληθυσμού του μαχαλά και των εκπροσώπων των κεντρικών αρχών και των μισθωτών των φόρων και κατά καιρούς, όπως είπα, παρενεύαινε σε διάφορες υποθέσεις, παραδείγματος χάρην σε μία από αυτές για να αποτρέψει τη δίμευση της περιουσίας ενός μουσουλμάνου από το κράτος, έτσι ώστε αυτή να καταλήξει στους κληρονόμους του, αλλά να ωφεληθεί και το τζαμί στο οποίο ο νεκρός είχε κληροδοτήσει μέρος της περιουσίας του. Υπάρχουν υποθέσεις κατοίκων της συνικίας, παραδείγματος χάρην δωρέες, στις οποίες απουσιάζει ο Ιμάμης. Ενώ είναι παρόντες Ιμάμηδες άλλων τζαμιών της πόλης, γεγονός που υπενίσσεται ίσως σε ένταση μεταξύ του δωρητή και του Ιμάμη της γειτονιάς του. Η μελέτη της συνικίας του Χατζιάλη Πασά μέσω του υλικού των ιεροδικαστικών κωδίκων εγείρει όμως και πολλά ζητήματα που παραμένουν ανοιχτά. Μερικά παραδείγματα. Πρώτον, ποιο από τα δύο προηγήθηκε, το τζαμί ή η οικιστική ανάπτυξη της γειροπεριοχής. Η μία πιθανότητα είναι η κατασκευή του τζαμιού και το βακούφι του να έδωσαν όθηση στην ανικοδόμηση και την οικονομία της συνικίας. Μπορεί όμως να ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή να προηγήθηκε η οικιστική και κοινωνικοικονομική ανάκαμψη της συνικίας, τις πρώτες δεκαετίες μετά την Οθωμανική κατάκτηση και αυτό το γεγονός να προσέλκησε το ενδιαφέρον του Πασά για την κατασκευή τζαμιού. Σε κάθε περίπτωση, σε βάθος χρόνου ο μαχαλάς του Χατζιάλι Πασά εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο του Ηρακλείου, πολύ μεγαλύτερο μάλιστα από οποιοδήποτε άλλο. Δεύτερον, ποια ήταν η σχέση του μαχαλά του Χατζιάλι Πασά με τη σημαντική αγορά στο βόρειο όριό του, τη σημερινή Λεωφόρο Καλοκαιρινού που ήταν και τότε ένας από τους πέντε κύριους εμπορικούς άξονες της πόλης του Ηρακλείου. Θεωρούνταν η νότια πλευρά της Λεωφόρου Καλοκαιρινού τμήμα της συνικίας ή ήταν ανεξάρτητη από αυτή ως αγορά. Επίσης, υπήρχε διάκριση μεταξύ των καταστημάτων που βρίσκονταν εντός της συνικίας και απευθύνονταν στις καταναλωτικές ανάγκες των κατοίκων της και των καταστημάτων της κεντρικής αρτηρίας που πιθανόν απευθύνονταν ευρύτερα στο καταναλωτικό κοινό ολόκληρης της πόλης. Τρίτον, ο Γιάννης Σπυρόπουλος έχει γράψει μια σπουδαία διδακτορική διατριβή για τον πολιτικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό ρόλο των γεννητσάρων στο Ηράκλειο και αλλού στην Κρήτη τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα. Λείπουν όμως ακόμα συστηματικές μελέτες για το ναστικό βίο του Ηρακλείου κατά το 18ο αιώνα και υπάρχει πολύς χώρος σε αυτό το πεδίο. Ο πολλαπλασιασμός τέτοιων μελετών θα μας επέτρεπε να τοποθετήσουμε καλύτερα τη συνικία του Χατζία Λοι Πασά στο ευρύτερο πλαίσιο της. Όπως ήδη ανέφερα, οι ερωδικαστικοί κώδικες της Βικελίας Βιβλιοθήκης αλλά και τα Κωνσταντινουπολίτικα αρχεία περιέχουν τεράστιο πλούτο αναξιοποιεί των ακόμα πληροφοριών. Ένα τέταρτο και τελευταίο ερώτημα ήταν η διέρεση της πόλης σε συνικίες, μια κατασκευή που εξυπηρετούσε κυρίως διοικητικές και φορολογικές ανάγκες του κράτους, όπως παραδείγματος χάρη η ύσπραξη των φόρων οργανωνόταν σε συνικία, ενώ οι ίδιοι οι κάτοικοι ταυτίζονταν περισσότερο με τη στενότερη έννοια της γειτονιάς τους παρά με την ευρύτερη του μαχαλά. Και πώς οργανωνόταν η σχέση μεταξύ της συνικίας ως ευρύτερου και αναγνωρισμένου από τις κρατικές αρχαίες συνόλου και των επιμέρους γειτονιών που την συναποτελούσαν. Ήταν άραγε η διοικητική και φορολογική υπόσταση της συνικίας κάτι που οι άνθρωποι αποδέχονταν ως μια επιβεβλημένη από τα πάνω κατασκευή της κεντρικής διοίκησης, ή το γεγονός πως καλούνταν να οργανωθούν σε κοινότητα στο πλαίσιο για παράδειγμα της ανάγκης να συγκεντρώσουν τους φόρους τους και να τους καταβάλουν στον φοροισπράκτορα. Ήταν μια αυτονομία που τους προστάτευε από τη διείσδιση του κράτους και ιδιωτών φοροισπρακτώρων στις γειτονιές και τις υποθέσεις τους. Ολοκληρώνοντας το τζαμί του Χατζιάλι Πασά μπορεί να μην υπάρχει πια, αλλά όπως και σε πολλά άλλα σημεία του Ιρακλίου, η σημερινή εικόνα των γύρω δρόμων αντανακλά ακόμα ζωντανά την αντίστοιχη της βενετικής και της Οθωμανικής περιόδου, με τους εμπολίσεις στενούς και ακανόνιστους δρόμους, καθώς και έναν αριθμό παλιών, κατά κύριο λόγο μικρών και χαμηλών σπιτιών, ενώ μπορούμε να εικάσουμε πως αρκετές φαινομενικά σύγχρονες κατασκευές είναι μετασκευασμένες παλιές. Έχοντας αναφερθεί ενδεικτικά στη μαρτυρία των αρχιακών πηγών, η οποία μας προσφέρει πολύ σημαντικές ιστορικές πληροφορίες στο επίπεδο της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, συνισθώντας ένα κλειδί για να ανοίξουμε την πύλη θέασης του Ηρακλίου ενός κάπως μακρινού παρελθόντος, τελειώνουμε τη μαρτυρία των εικόνων. Σας ευχαριστώ. Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Αναστάσαπουλο για την ενδιαφέρουσα ομιλία. Μήπως έχετε ερωτήσει στο ακολατήριο? Μπορείτε χωρίς μικρόφωνο, ο κύριος, αλλιώς σε φέραμε. Ναι, προσπαθήστε. Το Δικαστήριο του Καδί λειτουργούσε με βάση συγκεκριμένους κανόνες. Δηλαδή, τυπικά σε μια δίκη προσερχόταν ο κατήγορος, αυτός που είχε μια καταγγελία να κάνει. Προσερχόταν και ο αντίδικός του, εξέθεται ο ενάγων τον ισχυρισμό του και ήταν, αν τον αρνούνταν ο εναγόμενος, ήταν υποχρέωση του ενάγοντος να προσκομίσει μάρτυρες που θα αποδείκνυαν τα λεγόμενά του. Αν μπορούσε να προσκομίσει δύο μάρτυρες που επιβεβαίωναν τα λεγόμενά του, κέρδιζε τη δίκη. Αν δεν μπορούσε και ο αντίδικος εναγόμενος ορκυζόταν, ότι λέει την αλήθεια, θοωνόταν. Αυτή ήταν η βασική διαδικασία. Και η διαδικασία ήταν αυτή, γιατί το Δικαστήριο του Καδή είναι ένα θρησκευτικό δικαστήριο. Στηρίζεται στην ιδέα ότι οι άνθρωποι λένε την αλήθεια φοβούμενοι το Θεό και την αιώνια ατιμωρία. Άρα λειτουργεί στη βάση του ότι όποιος δηλώνει κάτι ενώπιον του Δικαστηρίου λέει την αλήθεια, γιατί ξέρει ότι αλλιώς θα ατιμωρηθεί στην αιωνιότητα από το Θεό. Γι' αυτό και οι σύγχρονοι ερευνητές λένε ότι η Σαρία, που την ξέρουμε εμείς σήμερα από τη σκληρή της πτυχή, η Σαρία είναι ένας ιδεαλιστικός θρησκευτικός κώδικας. Και γι' αυτό παρεμβαίνουν τα κράτη, το Οθωμανικό ή άλλα προγενέστερα, τα οποία εισάγουν δικές τους νομικές διατάξεις, σουλτανικές, οι οποίες, για παράδειγμα, επιτρέπουν τη χρήση βασανιστήριων προκειμένου να εξαχθεί ομολογία, ενώ η Σαρία απαγορεύει τα βασανιστήρια. Επιτρέπουν, παράδειγμα, οι σουλτανικές διατάξεις, κάποιος να καταδικαστεί, αν προσέλθουν οι άνθρωποι της συνοικίας του και πούν ότι εμείς ξέρουμε ότι αυτός είναι κλέφτης, είναι εγκληματίας, είναι ανήθικος, μπορεί να μην μπορούμε να αποδείξουμε ότι έκανε τη συγκεκριμένη πράξη, αλλά πιθανότατα ήταν αυτός, γιατί μας δημιουργεί συνέχεια προβλήματα. Βάσει τη Σαρία δεν μπορεί να κατηγορηθεί, γιατί δεν υπάρχει αυτό από της μάρτυρας που να ορκισθεί ότι πράγματι έκανε το έγκλημα. Βάσει του σουλτανικού δικαίου μπορούν να τον καταδικάσουν στο όνομα της κοινωνικής τάξης της ευταξίας. Οπότε, κανόνες υπάρχουν. Ένα ερώτημα που δεν έχει απάντηση είναι το πώς οι άνθρωποι μάθαιναν τη νομική διαδικασία, και αυτό που έχουμε το αποτύπωμα στις πηγές, που είναι η πληροφορία που καταγράφεται στον ιεροδικαστικό κώδικα, είναι οι νομικά σημαντικές πληροφορίες. Δεν υπάρχουν πρακτικά, όπως σήμερα, ότι ο Α είπε έτσι, ο Β πάντως αλλιώς, ο Γ δήλωσε αυτό. Καταγράφονται τα στοιχεία της υπόθεσης. Όταν διαβάζουμε μία υπόθεση εκεί, βλέπουμε ανθρώπους οι οποίοι ξέρουν ότι έρχονται στο δικαστήριο πρέπει να έχουν τους μάρτυρες τους, τους φέρνουν, κερδίζουν τη δίκη. Ή βλέπουμε πράγματα που φαίνονται παράλογα, άνθρωποι έρχονται, τους λέει το δικαστήριο έχει μάρτυρες, λένε όχι, ορκίζει το αντίδικος, τελειώνει η δίκη. Άρα σαν να έρχονται για να χάσουν τη δίκη. Γιατί συμπυκνώνεται η πληροφορία σε μία καταχώρηση. Πάντως βλέπουμε μία κοινωνία, όχι ειδικά στο Ιράκλιο παντού, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πληροφορούνταν το πώς έπρεπε να χειριστεί μία δίκη. Και υπήρχε και στις ερωδικαστικές καταχωρήσεις. Υπάρχει στο κάτω μέρος. Πάντα εδώ βλέπετε μία γραμμή στο κάτω μέρος. Από κάτω είναι κάποια ονόματα ανθρώπων, οι οποίοι υπέγραφαν ως μάρτυρες, όχι της ουσίας της δίκης. Δηλαδή δεν ήξεραν κάτι για την ουσία της υπόθεσης. Υπέγραφαν ως μάρτυρες του ότι όντως η δίκη έλαβε χώρα. Δηλαδή αν κάποιος ερχόταν μεθαύριο να αμφισβητήσει το τι έγινε αυτή η δίκη, μπορούσε ο δικαστής να τους καλέσει και να πει βεβαιώστε ότι εδώ τα ονόματά σας είναι ακριβή η δίκη αυτή η πράγματι έγινε. Υπάρχουν άλλες ερωτήσεις. Ανάμεσα στη διαμάχη Μουσουλμάνου και Χριστιανού, έπαιζε ρόλο η θρησκευτική ενωτερότητα του Μουσουλμάνου για την απόφαση του Καδή. Δεν έπαιζε ρόλο ως προς το ότι όποιος μπορούσε να τηρήσει τις απαιτήσεις του νόμου, κέρδιζε τη δίκη. Έπαιζε ρόλο ως προς το ότι δήλωστης κατοτερότητας των μη Μουσουλμάνων ήταν ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτή η μαρτυρία τους σε βάρος Μουσουλμάνων. Άρα, Χριστιανοί, Εβραίοι, Μουσουλμάνοι, ιδανικά, έπρεπε να βρουν Μουσουλμάνους μάρτυρες, πράγμα το οποίο βλέπουμε να συμβαίνει στις υποθέσεις. Αυτή η κατοτερότητα έχει και μια πτυχή που σήμερα μπορεί να μας φαίνεται κάπως κωμική. Τη συνέπειά της σήμενε ότι επειδή ο Χριστιανός, ο Εβραίος έχει τη μισή νομική προσωπικότητα, υφίσταται και τη μισή ποινή. Άρα, η ποινή ήταν η μισή από αυτή που επιβαλόταν στο Μουσουλμάνο γιατί υπήρχε αυτή η σχέση μεταξύ τους. Οπότε, η απάντηση είναι ότι το δικαστήριο ήταν ανοιχτό σε όλους, ανεξαρτήτως θρησκείας ή φύλου. Οποιοςδήποτε μπορούσε να κερδίσει τη δίκη, δηλαδή δεν αποκλειόταν γιατί ήταν γυναίκα ή άντρας ή Μουσουλμάνος ή Χριστιανός ή Εβραίος, αλλά έπρεπε να τηρήσει τους κανόνες ενός δικαστηρίου το οποίο η ταυτότητα ήταν Μουσουλμανική. Άλλη ερώτηση. Ίσως να δημιουργείται μια μικρή σύγχυση αναφορικά με το χώρο που στέγαζε την συνοικία του ιεροδικίου του Ηρακλίου και με το Γεννήτζαμι που φαντάζομαι δεν ήταν μια περιοχή στην οποία πραγματοποιούνταν δίκες. Το Γεννήτζαμι ήταν ένας χώρος αφιερωμένος από ιεροδίκη, αλλά δεν ήταν ιεροδικίο αυτός καθ' αυτός. Το ιεροδικίο του Ηρακλίου ήταν ενδιαφορετικά, σε διαφορετική θέση. Και το μεγάλο ενδιαφέρον, όπως επισημάνατε στην πορεία της διάλεξής σας με την ίδρυση του Γεννήτζαμι, είναι ότι πραγματοποιείται στη φάση που σταθεροποιείται πια ο πληθυσμός του Ηρακλίου μετά την κατάκτηση, γιατί στις πρώτες δεκαετίες υπάρχουν τρομερές μετακινήσεις και αλλαγές. Και όταν πια δημιουργείται το Γεννήτζαμι, φαντάζομαι αυτό ήθελα να σας ρωτήσω τώρα, μήπως έχουμε, ας το πούμε, αποκατάσταση της μαίστρας ρούγκα σαν του μεγάλου οικονομικού δρόμου του Ηρακλίου, που παρέμεινε και πάρα πολλά χρόνια και μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, και την ανάκτηση μιας καινούργιας αστικής δομής στο Ηράκλειο, κατά την οποία οι κάτω γειτονιές, που είναι αυτά η Αγία Τριάδα και τα λοιπά, η περιοχή του λιμανιού, κατά κάποιο τρόπο ενδεχομένως χάνουν τη σημασία τους, αν και διατηρούν μεγάλο πληθυσμό, αλλά ίσως χάνουν τη ζωτικότητά τους, η οποία μεταφέρεται νότια της καλοκαιρινού. Δεν ξέρω αν πάνω σε αυτό έχετε στοιχεία και πληροφορίες. Ναι, ως προς το πρώτο είπαμε, είναι το τζαμί που ιδρύει ένας διοικητής του Ηρακλίου. Ο Ιεροδίκης Οκαδής ήταν ένας, νομίζω ότι για την περίοδο πριν από το 19ο αιώνα, νομίζω ότι ξέρουμε πού ήταν το κτίριο του Δικαστηρίου. Για την περίοδο ίδρυσης του τζαμίου, νομίζω ότι μπορεί κανένας να πει διαισθητικά, αν το πω έτσι, ότι έχετε δίκιο. Δηλαδή, σκέφτεται κανένας ότι είναι 30 χρόνια μετά την κατάκτηση, το κράτος του Ηρακλίου, είναι μια γενιά και, και λογικά έχει αποκατασταθεί μία ομαλότητα στη ζωή της πόλης. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανένας με απόλυτη βεβαιότητα, γιατί τα ιεροδικαστικά αρχεία που είπα είναι η βασική μας πηγή, είναι ταυτόχρονα πάρα πολύ πλούσια, αλλά λόγω του πλούτου τους δεν είναι σειρές συστηματικών πληροφορίων, δεν είναι ας πούμε εμπορικά αρχεία, ή δεν είναι πολεοδομικά αρχεία. Άρα πρέπει κανένας να συνδυάσει και να συνθέσει τις πληροφορίες που θα βρει και να οδηγηθεί σε υποθέσεις και συμπεράσματα. Ξέρω με όλοι ότι υπήρχαν τα τοπικά συμβούλια και επί Τουρκοκρατίας και επί Αιγυπτιοκρατίας. Ακριβώς ο ρόλος του τοπικού συμβούλου, που αυτή τη στιγμή έχω διαβάσει το ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Κοζίρη, έχει τη θέση δικαστή, ο σύμβουλος, ο οποίος είναι χριστιανός... Ναι, τα τελετήρια, τα τελετήρια, ο οποίος είναι χριστιανός... Ναι, τα τοπικά συμβούλια αφορούν τη δεκαετία του 1830 και έξι, δηλαδή είναι σε μια μεταγενέστερη περίοδο από αυτή στην οποία αναφέρθηκα και τα συμβούλια αυτά εντάσσονται στο πνεύμα του εξυγχρονισμού της αυτοκρατορίας. Το Μεχμέταλι στην Αίγυπτο, που είναι οθωμανική επαρχία εστωτυπικά, προηγείται της κεντρικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη, ιδρύοντας κάποιους θεσμούς, τους οποίους εκπροσωπείται ο τοπικός πληθυσμός και που κι αυτοί μπορεί να αντιμετωπιστούν, όπως είπα, ως μηχανισμοί εκτόνωσης των εντάσεων. Δεν έχουν απαραίτητα αποφασιστικό ρόλο, αλλά διαχειρίζονται γενικά τις υποθέσεις που αφορούν την κάστωτη τοπική κοινωνία. Μάλιστα, στην Κωνσταντινούπολη λέγεται ότι όταν συγκλήθηκε ένα αυτοκρατορικό συμβούλιο, στο οποίο προσκλήθηκαν εκπρόσωποι από όλες οι επαρχίες, στη δεκαετία του 1840, ότι ελάχιστοι προσήλθαν με το φόβο ότι μπορεί να βρουν τον πελάτους, λέγοντας τη γνώμη τους. Αλλά στο 18ο αιώνα όλα αυτά είναι άτυπα, δηλαδή ότι κοινωνικούς θεσμούς έχουμε από τη σκοπιά του κράτους είναι οπολύτως άτυποι. Μάλιστα, άλλη ερώτηση. Λίγο πιο κάτω η κυρία. Πάρτε το μικρόφωνο. Υπήρχαν άλλα δικαστήρια εκτός από αυτό το Κατή, γιατί νομίζω προηγουμένως ότι αναφέρατε ότι στο δικαστήριο του Κατή είχαν πρόσφυγες της συγκ Όχι, το δικαστήριο του Κατή ήταν το μόνο επίσημο δικαστήριο. Aπό εκεί πέρα, όπως είπα, μπορεί κάποιος να προσέφευγε στο διοικητή Ηρακλίου ή στο συμβούλιο του διοικητή Ηρακλίου, που, επισήμως, δεν ήταν δικαστήριο, αλλά προσέφευγε κάποιος με το σκεπτικό, ότι αυτός είναι ο ισχυρός άνθρωπος του τόπου, έχει ένα στρατιωτικό απόσπασμα, επομένως μπορεί να επιβάλλει τη βούλησή του, άρα πιθανό να είναι πιο αποτελεσματικός από τον καδί, που εκδίδει μια απόφαση και που μπορεί να μην γίνει σεβαστή. Τώρα, άλλες αρχές, που είπε, ας πούμε, οι μητροπολίτες επί του Κλήρου, επειδή γίνονταν αντιληπτοί ως μια συντεχνία, άρα ως προϊστάμενοι των συντεχνιών είχαν αρμοδιότητα επί των υφισταμένων τους. Και τώρα για τις κοινωτικές αρχές, αυτό εξαρτάται κατά πόλη και κατά περιοχή, πόσοι ποιος βαθμός οργάνωσης υπήρχε, αλλά, επισήμως, από την κρατική σκοπιά, αυτό ήταν συμβιβασμός εξόδικος, δηλαδή ότι κάποιος ιδιώτης μεσολάβησε μεταξύ δύο ανθρώπων για να συμβιβαστούν, αντί να πάνε στο δικαστήριο του Καδή. Μάλιστα. Άλλη ερώτηση. Ο κύριος από την άλλη μεριά του διαδρόμου. Ευχαριστούμε πολύ για την πολύ ωραία μιλία σας. Θα ήθελα να ρωτήσω, στις αρχές και στη συνέχεια της οθωμανικής κατοχής στο Ιράκλειο, υπήρχε μία ορθόδοξη εκκλησία ή δύο? Γνωρίζουμε ότι υπήρχε μία ορθόδοξη εκκλησία, μετά την κατάκτηση και δεκαετία του 1730, αν θυμάμαι καλά, επιτρέπεται και στον Μητροπολίτη να αποκτήσει η εκκλησία. Στη Διαμάχη που είχαν οι Μητροπολίτες με τους συνάγητες μοναχούς. Άλλη ερώτηση. Δεν βλέπω άλλες ερωτήσεις. Θα ήθελα μία ερώτηση, έτσι λίγο αν υπάρχουν στοιχεία, θα είχε ενδιαφέρον. Ποια είναι η ερώτηση του Ιησού Χριστού Χριστού, που βλέπετε στο Ιησού Χριστού Χριστού, που βλέπετε στο Ιησού Χριστού Χριστού, θα είχε ενδιαφέρον, εάν από τις υποθέσεις που είχαν περάσει από το Ιεροδικείο και οι οποίες έχουν γίνει γνωσσές εσάς που επεξεργάζεστε τα στοιχεία, υπήρχαν υποθέσεις που αφορούσαν σε εργασιακές σχέσεις μεταξύ Οθωμανών και Χριστιανών και πώς αντιμετωπιζόταν. Ευχαριστώ. Τώρα δεν σκέφτομαι κάποια συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν απαγορεύει τίποτα το να υπάρχουν. Δηλαδή εκεί μπορείτε να ξεφυλίσετε τους τόμους του Σταυρινίδη ή τη σειρά την πιο σύγχρονη να δείτε αν κάποια από αυτές τις χιλιάδες υποθέσεις που έχουν εκδοθεί σε μετάφραση, σε περίληψη, είναι κάτι σχετικό. Μια τελευταία ερώτηση. Παρακαλώ, θα ήθελα να μου πείτε πώς διαβιβαζόταν στην Υψηλή Πύλη οι καταγγελίες. Τώρα οι καταγγελίες μπορούσε αυτό να γινείται μέσω του καδί, δηλαδή να απευθυνθεί ο τοπικός πληθυσμός ή κάποιος ιδιώτης στον καδί και ο καδής να στείλει με κάποιο τρόπο την καταγγελία στην Κωνσταντινούπολη. Τώρα στην Κρήτη φαντάζομαι με κάποιο πλοίο ή κάποιον απεσταλμένο. Ή μπορούσε η ίδια η κοινότητα να στείλει κάποιον άνθρωπό της να μεταφέρει την καταγγελία στην Κωνσταντινούπολη ή υπήρχαν κοινότητες οι οποίες είχαν εκπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη που ο ρόλος τους ήταν να κάνουν αυτό που λέμε σήμερα lobbying, να ξέρουν και κάποιους τη διοίκηση που να διευκολύνουν το να φτάσει η καταγγελία τους γρήγορα στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο, να εκδοθεί γρήγορα η απάντηση να σταλεί πίσω. Αλλά αυτό οπωσδήποτε ήταν χρονοβόρο σε κάθε περίπτωση, δηλαδή χρειαζόντουσαν αρκετές εβδομάδες να πάει και να γυρίσει και είχε και ένα κόστος επομένως. Αυτό που είναι εντυπωσιακό από μια σκοπιά είναι ότι τα κατάστηχα στην Κωνσταντινούπολη στην οποία αντιγράφονταν περιληπτικά οι απαντήσεις σε καταγγελίες περιλαμβάνουν εκατοντάδες, χιλιάδες τέτοια αιτήματα. Δηλαδή για μια πόλη βαλκανική μικρού μεγέθους να βρίσκει κανένας 10 και 15 αιτήματα το μήνα και αναρωτιέται πώς μπορούσαν οι άνθρωποι να αντεπεξέλθουν στο κόστος μιας τέτοιας επιχείρησης εκτός ποιά ήταν τόσο μαζικό που και το κόστος μειωνόταν γιατί υπήρχε μια διαρκής πηγενέλα. Και για τις ποινές που ρώτησε η κυρία, ένα ζήτημα με τους ιεροδικαστικούς κώδικες. Διαβάζω ότι για βιασμό μιας χριστιανής από έναν Ογιανό 50 βουρδουλιές. Για ξυλοδαρμό ενός Τούρκου στη γυναίκα του 50 βουρδουλιές. Για κλοπή μιας, δεν ξέρω ακριβώς εις την περιουσία, 80 βουρδουλιές. Αυτό μου έκανε εντύπωση. Για το βιασμό 50, για τον κλοπή 80. Πάλι και εξαρτάται αν λέτε για την περίοδο του 19ου αιώνα ότι είναι πια δικαστήρια που διέπονται από κανόνες κρατικούς. Ορίζει με βάση το αξιακό σύστημα της κάθε κοινωνίας. Για το παραδοσιακό ισλαμικό δικαστήριο, κάποιες ποινές προβλέπονται από τη Σαρία, κάποιες από το κράτος, κάποιες από την τοπική κοινωνία, από το εθνικό δίκαιο. Αλλά στα ιεροδικαστικά κατάστηχα, συχνά δεν καταγράφεται η ποινή. Και αυτό είναι πάλι ένα ερώτημα γιατί δεν γίνεται. Πολλές φορές καταγράφονται τα δεδομένα της υπόθεσης, κάποιες φορές σε ποινικά κυρίως, όχι σε διενέξι, περιουσιακές κλπ. Μπορεί να καταγράφεται και η ετιμηγορία, αλλά δεν καταγράφεται η ποινή. Μια οικασία, αλλά δεν μπορεί να αποδειχτείνει, ότι ενδεχομένως ποινές, όπως το να υπηρετούν στις γαλέρες, που εξυπηρετούσαν άγκες του κράτους, δεν προβλεπόταν από τον ιερό νόμο, άρα ένα ισλαμικό δικαστήριο δεν ήταν πρέπον να καταγράψει μία ποινή, που δεν ήταν προβλεπόμενη από τον ιερό νόμο. Ωραία, κλείνοντας μία τελευταία. Στην περίπτωση των εισπράξεων των φόρων, τα χαράτσια πλέον, εγώ πρόλαβα στο χωριό μου τους κυρατζίδες, τους λεγόμενους, οι οποίοι νοικιάζαν το φόρο αυτό και μετά αποδίδα, δηλαδή το σύστημα, όπως είπατε, είναι από μηνάρι σίγουρα, το 1950. Επίσης, δεύτερο, οι αγκαρίες λεγόμενες που κάθε χωρικός έπρεπε από τα 20 του μέχρι τα 60 να προσφέρει προσωπική εργασία μίας εβδομάδος και ο όνος του, όπως τα έλεγε ο Τσοσταβρυγίδης. Αυτό θέλω να πω. Ήταν συνέχεια της Ενωτοκρατίας, ήταν τούρκο, αυτό θέλω να διευκρινήσω. Για τους φόρους, απλώς να πω ότι όχι μόνο για το Οθωμανικό, αλλά για πολλά κράτη, πριν από τη σύγχρονη εποχή, η εκμίστωση φόρων, δηλαδή το να δίνουν σε κάποιον ιδιότη επιχειρηματίας, το δικαίωμα να εισπράττει τους φόρους και να τους καταβάλει στο κράτος, ήταν μια ευκολία, γιατί το κράτος δεν χρειαζόταν να αναπτύξει ένα μηχανισμό φόρων εισπρακτώρων. Δεύτερον πρωις έπρατε ένα μέρος του φόρου και άφηνε τον ιδιότη να τα βγάλει πέρα. Αυτό στην Οθωμανική αυτοκρατορία έφτιαχνε αλυσίδες, δηλαδή μεγάλες εκμιστώσεις στην Κωνσταντινούπολη. Επιχειρηματίες της Κωνσταντινούπολης δεν πήγαιναν οι ίδιοι στην Κρήτη ή στην Πελοπόννησο. Έβρισκαν ντόπιους που τους πλήρωναν και με τη σειρά τους οι ντόπιοι πάλι μπορεί να έσπαζαν την περιφέρεια σε 4-5 μικρότερες. Άρα υπήρχε κάποιος τελικός εισπράκτορας των φόρων, μικροεπιχειρηματίας στο τοπικό επίπεδο. Από τα τέλη του 17ου αιώνα, αρχές του 18ου αιώνα, αυτά τα συμβόλια γίνονται ισόβια. Και αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι που εμπλέκονται στην εισπράξη των φόρων αποκτούν και ιωνί ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί της περιοχής, χωρίς πραγματικά να έχουν τέτοια. Και μετά με την καταχρέωση και τα λοιπά φτάνουμε, όχι στην Κρήτη δεν νομίζω ότι έχει μελετηθεί καθόλου, στην Υπηρυωτική Ελλάδα το βλέπουμε, στο φαινόμενο των τζιφλικιών, δηλαδή ότι σιγά σιγά συγκεντρώνεται η γη στα χέρια ανθρώπων που συνήθως είναι μιστοτές φόρων και οι οποίοι, εναντί των χρεών των χωρικών προς αυτούς, αποκτούν τη γη τους. Τώρα για τις αγκαρίες εκεί είναι ασύνθετο ζήτημα. Συχνά έχει να κάνει με το εθνικό δίκαιο μιας περιοχής των σχέσεων εξουσίας και του τι επιβάλλει ο γεωκτήμονας στους αγρότες. Ευχαριστώ. Καλημέρα. Ευχαριστώ πολύ για την ομιλία σας. Είχαμε και προσωπικό ενδιαφέρον με τη συνάδελφα εκπαιδευτική κ. Κωνιού για ένα project μας, σχετικά με τους χιονάδες, οι οποίοι πουλούσαν το χιόνι και στις τουρκικές κρίνες στο Ιράκλιο. Και ήθελα να σας ρωτήσω, η ερώτηση μου έχει δύο σκέλη, αν υπάρχει θεματική ταξινόμηση και στατιστικά στοιχεία για τους λόγους προσφυγής στα δικαστήρια τότε, ώστε να δούμε και από εκεί τη σκιά γράφση των λόγων και της κοινωνίας. Τις λόγους προσέτρεγαν στο δικαστήριο, περισσότερο ή λιγότερο καθόλου το ένα σκέλος. Και το δεύτερο, αν έχει πέσει στην αντίληψή σας, αν έχει πέσει μέσα από τα κείμενα και κάποια διαμάχη σχετικά με το θέμα μας, τους χιονάδες, το νερό, που έχουν προσφύγει στο δικαστήριο του Καδή. Ευχαριστώ. Για στατιστικά στοιχεία είναι μόνο οι επιστήμονες σήμερα ιστορικοί, αν μετρήσουν τις υποθέσεις και τα κίνητρα. Όπως είπα, οι ίδιες οι καταχωρήσεις περιέχουν μόνο τις νομικά απαραίτητες πληροφορίες. Δεν είναι πολύ αναλυτικές. Και τώρα, σε σχέση με την εξαγωγή στατιστικών συμπερασμάτων, εκεί πάντα υπάρχει το πρόβλημα ότι δεν ξέρουμε αν οι κώδικες που έχουν σωθεί είναι το σύνολο ή πιο ποσοστό. Δεν ξέρουμε αν οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν άλλα δικαστήρια. Δηλαδή, υπάρχουν διάφορα κενά που δεν επιτρέπουν να πούμε, με βεβαιότητα, ότι, να το πω έτσι, το 60% του πληθυσμού χρησιμοποιούσε το Δικαστήριο του Καδή και το 40% άλλα δικαστήρια ή μπορούμε να πούμε ότι με βάση το υλικό που έχουμε, προσέφευγαν κυρίως πηχοί για κτηματικές διαφορές. Για το νερό, υπάρχει πάρα πολύ υλικό και έχουμε ένα ερευνητικό πρόγραμμα αυτή τη στιγμή στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών που έχει ως θέμα τη διαχείριση του νερού και τα σχετικά ζητήματα με βάση τους ιεροδικαστικούς κώδικες, τις πηγές τους. Τώρα για τους χιονάδες, δεν ξέρω και ο Γιάννης αν έχει δει κάτι... Αλλά υπάρχουν πάρα πολλές καταχωρήσεις, όπως τη διαχρονία σχετικά με τα δικαιώματα σε ποσότητες νερού και αμφισβητήσεις, όπως είπα πριν και στην αφιερωματική πράξη που σώζεται του Αλή Πασά η οποία αφορά ένα σχολείο που ιδρύει, κάνει και μια αναφορά στην κρίνη, στην Πήλη Ιησού, πολύ εκτεταμένη πώς η τοπική φρουρά πρέπει να φροντίζει και να συντηρεί την κρίνη και να εισπράττει ένα ποσό εναντί αυτής της υποχρέωσης που είναι ένα κληροδότημα του Πασά. Κλείνοντας τη σημερινή ομιλία να σας ενημερώσω ότι το επόμενο Σάββατο 18 Φλεβάρη είναι προσκεκλημένος ομιλητής ο κ. Θεοχάρης Δετοράκης ομότιμος καθηγητής Βυζαντινών και Νεολληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης και θα μιλήσει με θέμα σεισμοί και λοιμοί στο Χάνδακα και στην Βενετοκρατία κατά τη Βενετοκρατία και του Τουρκοκρατία οι μαρτυρίες των πηγών. Επίσης μια τελευταία ενημέρωση αύριο Κυριακής στις 1 η ώρα η Ιράκλια Πρωτοβουλία κόβει την πίτα στην αυλή του Δευκαλίωνα και θα χαρούμε γιατί να σας δούμε. Προσκλήσεις υπάρχουν ήδη σήμερα εδώ στην έξοδο. Ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε. Υπότιτλοι AUTHORWAVE Ευχαριστούμε. Ευχαριστούμε. Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Ευχαριστούμε. Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE |