Διάλεξη 12 / Διάλεξη 12 / Διάλεξη 12

Διάλεξη 12: Αυτό είναι το τελευταίο μας μάθημα. Είπαμε να μιλήσουμε για τις κρατικές ενισχύσεις. Έτσι, είναι ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια του δημιουργικού οικονομικού δικαίου. Κάποια εξοκίνητη έρευντα από το ενωσιακό δίκιο. Έτσι, το θέμα το ρυθμίζει. Δηλαδή, το ρυθμίζουν διατάσεις της συμφύκης...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πρεβεδούρου Ευγενία (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=8d01afd8
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 12: Αυτό είναι το τελευταίο μας μάθημα. Είπαμε να μιλήσουμε για τις κρατικές ενισχύσεις. Έτσι, είναι ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια του δημιουργικού οικονομικού δικαίου. Κάποια εξοκίνητη έρευντα από το ενωσιακό δίκιο. Έτσι, το θέμα το ρυθμίζει. Δηλαδή, το ρυθμίζουν διατάσεις της συμφύκης και ένας ενωσιακός δικαίος. Αυτό είναι το τελευταίο μας μάθημα. Αυτό είναι το τελευταίο μας μάθημα. Δηλαδή, το ρυθμίζουν διατάσεις της συμφύκης και ένας ενωσιακός δικαίος. Κάποια εξοκίνητη έρευντα από το ενωσιακό δίκιο. Σας δίνω λοιπόν τα δύο άρσα της συμφύκης. Το εκατόν ελκάρυτο και το εκατόν ορθό. Είναι τα παλιά ορθοταλίκτα και ολιοταλίκτα. Αυτό δεν έχουμε αλλάξει καθόλου. Έχουμε πάρα πολύ ορθοτολογία. Και θα έχουμε μαζί έτσι εντάκτου το καρδισθό σ' αυτόν τον κρατικό ενισχύσεις. Σας έχω και μία απόφαση, την Άγιμα, η οποία κάνει ένα συνδυασμό του Άθρου 106, είναι το παλιό 86, και του 107. Δηλαδή, πώς αντιμετωπίζονται ειδικά οι ενισχύσεις υπέρ επιχειρήσεων οι οποίες ασκούν δημόσια υπηρεσία, υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Δηλαδή, εξυπηρετούν ζωτική ανάγκη των πολιτών. Τι γίνεται σε αυτό, έχουν εφαρμογεί γενικές διατάξεις 107 ή 108, ή μήπως το δικαστήριο κάνει κάποια άλλη κατασκευή και αντιμετωπίζει αυτές τις ενισχύσεις με διαφορετικό πρίσμα. Λοιπόν, για να πάμε τώρα στις περίπνες κρατικές ενισχύσεις. Προσέξτε, μιλάμε για κρατικές ενισχύσεις και όχι κοινοτικές ενισχύσεις, οι οποίες υπάρχονται σε διαφορετικό καθίστος, το οποίο δεν εξετάζουμε. Παρ' ό,τι μιλάμε για κρατικές ενισχύσεις, διέπηται το καθιστό τους εξ ολοκλήρου από το ενωσιακό δίκιο. Το μόνο στάδιο στο οποίο έχει εφαρμογεί το εθνικό δίκιο είναι το τελικό στάδιο ανάκτησης ενισχύσεων. Αν δηλαδή η Επιτροπή καταλήξει στο ότι η ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, ενδεχομένως προσβληθεί αυτή η απόφαση της Επιτροπής ενώπιον των ενωσιακών δικαστήριων, απορριφθεί το σχετικό ένδικο βολήθμα, οπότε το κράτος μέλος που χωρίγει σε αυτή την κρατική ενίσχυση πρέπει να την επιστρέψει. Εκεί ενδεχομένως, πώς θα γίνει η επιστροφή, προφανώς με πράξεις των εθνικών διοικητικών αρχών, οι οποίες πράξεις των εθνικών διοικητικών αρχών φυσικά προσβάλλονται ενώπιον των εθνικών δικαστήριων. Αλλά είμαστε εντελώς στο στάδιο της εκτέλεσης, δεν αφορά το θέμα αν η ενίσχυση είναι συμβατή προς την κοινή αγορά, αφορά αποκλειστικά το θέμα επιστροφής μιας ενίσχυσης που τα αλμόδια ενωσιακά όργανα έχουν κρίνει ως μη συμβιβάσιμη προς την κοινή αγορά. Όπως ξέρετε, ένας από τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η διαμόρφωση μιας ανταγωνιστικής αλλά και κοινωνικής αγοράς. Λοιπόν, ανταγωνιστική αγορά σημαίνει τι? Η οικονομία της αγοράς σημαίνει ακριβώς συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Δηλαδή σημαίνει μια αγορά που ανταπτύσσονται όλες οι ανταγωνιστικές δυνάμεις, που κατανέμονται οι πόροι κατά το βέλτιστο δυνατό τρόπο, που έρονται οι περιφερειακές ανισότητες, που η ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι δυναμική και ανταγωνιστική. Όλα αυτά, λοιπόν, σημαίνει ανταγωνιστική αγορά. Όπως καταλαβαίνετε, λοιπόν, οι κρατικές ενισχύσεις, δηλαδή τι σημαίνει κρατική ενίσχυση πριν φτάσουν στον ακριβή ορισμό, όπως προκύττει από το 107 παράγραμμα 1 και από την ομολογία του Δικαστήριου, πώς αντιαμβάνεται την κρατική ενίσχυση ως μια... Επιχορίγηση. Επιχορίγηση, δηλαδή το πιο απλό, αυτό το πιο κλασική μορφή είναι επιχορίγηση, δηλαδή η παροχή ενός πλεονεκτήματος, ενός οικονομικού πλεονεκτήματος κατά κανόνα, σε μια επιχείρηση. Αυτό τι σημαίνει κατά κανόνα, τεχνητή διαταραχή στην ισορροπία της αγοράς, έτσι. Ευνοούνται κάποια, ευνοείται κάποια ή ευνοούνται κάποιες επιχειρήσεις, με συνέπεια να διαταράσσονται ισορροπίες που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά. Γιατί? Διότι βλάπτονται με την ευνοϊκή μεταχείριση μιας επιχείρησης, βλάπτονται αναγκαστικά οι επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου, που βρίσκονται είτε στο ίδιο είτε σε άλλο κράτος. Δηλαδή η αγορά αντιμετωπίζεται ενιαία, δεν μας ενδιαφέρει μόνο η εσωτερική αγορά, αλλά κυρίως η ευρύτερη, η ευρωπαϊκή αγορά. Έτσι λοιπόν το Ενωσιακό Δίκαιο ή Συνθήκες ήδη από την αρχή εισήγαγα ένα σύστημα ασυμβίβαστου των κρατικών ενισχύσεων προς την κοινή αγορά. Άρα, κανόνας είναι το ασυμβίβαστο των κρατικών ενισχύσεων προς την κοινή αγορά και το δεύτερο στοιχείο του συστήματος είναι η εγκαθίδριση ενός ελεγκτικού μηχανισμού, ο οποίος διασφαλίζει αυτή την αρχή του ασυμβίβαστου. Γενικώς κανόνας λοιπόν, οι κρατικές ενισχύσεις δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, διότι έχουν στρεπλωτικές συνέπειες και προκαλούν δυσλειτουργίες στο κοινωτικό σύστημα ανταγωνισμού, το οποίο διέφυγε την εσωτερική αγορά. Κάτι εξαίρεση νόμους η κοινότητα θεωρεί ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και γι' αυτό της επιτρέπει κάποιες ενισχύσεις που έχουν μικρές παρενέργειες στον ανταγωνισμό, οπότε δεν κρίνονται επικίνδυνες. Είναι οι περίφημες ενισχύσεις de minimis, όπως λέγονται, δηλαδή ενισχύσεις ίσονος σημασίας, δηλαδή υπάρχουν περιπτώσεις όπου η κατάσταση μιας αγοράς είναι τέτοια ώστε επιβάλλει κιόλας μια ενίσχυση, είτε για να αμβληνθούν επικίνδυνες ανεπιθύμητες συνέπειες ως προς την διατανομή των πόρων, είτε για να ενισχυθούν κάποιες πολιτικές που δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν μόνο βάσει των νόμων της αγοράς. Υπάρχουν λοιπόν κάποιες περιπτώσεις που είναι αναγκαία, επιθυμητή μάλλον η κρατική ενίσχυση, αυτές όμως είναι μικρής εμπέλειας και δεν έχουν κατά κανόνα παρενέργειες στον ανταγωνισμό. Αυτό όμως είναι μια εξαίρεση από τη γενική αρχή που είπαμε είναι το ασυμβίβαστο των κρατικών ενισχύσεων προς την κοινή αγορά. Βάσει λοιπόν για να τηρηθεί αυτή η αρχή, είπαμε ότι οι συνθήκες προέβλεψαν έναν ελεγκτικό μηχανισμό και η βάση αυτού του ελεγκτικού μηχανισμού είναι οι αρμοδιότητες, σχετικές αρμοδιότητες της επιτροπής. Η επιτροπή δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αυτή που ελέγχει τη συμβατότητα μιας ενίσχυσης προς την κοινή αγορά. Ελέγχει αν ένα κρατικό μέτρο αποτελεί πρωταπόλα ενίσχυση και εν συνεχεία ελέγχει αν αυτή συνάδη συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά. Η επιτροπή ελέγχει και διαρκώς τις εφιστάμενες ενισχύσεις αλλά και τις νέες ενισχύσεις που χωριγούν τα κράτη-μέλη τα οποία επομένως είναι υποχρεωμένα, οφείλουν να κοινοποιούν κάθε νέα ενίσχυση στην επιτροπή. Άρα σημειώνουμε ότι η επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα ελέγχου της συμβατότητας ενισχύσεων προς την κοινή αγορά. Δεν υπάρχει αντίστοιχη αρμοδιότητα εθνικών κρατών-μελών. Αυτό είναι κάτι πολύ βασικό. Αποκλειστική επομένως αρμοδιότητα από αυτού έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση και η επιτροπή. Επίσης, κάτι άλλο που πρέπει να τονίσουμε, εφόσον η σχετική κρίση ανήκει στην επιτροπή, ποιά δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα, ελέγχου των αποφάσεων αυτών της επιτροπής. Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, πάλι, αποκλειστική αρμοδιότητα δικαστικού ελέγχου τα δικαστήρια της Ένωσης. Και αυτό είναι σημαντικό. Αν, δηλαδή, μια εθνική πράξη χωρίγησης κρατικής ενίσχυσης κρυφεί νόμιμη από εθνικό δικαστήριο, καταλαβαίνετε ότι το δεδικασμένο που παράγει αυτή η απόφαση δεν είναι δεσμευτικό. Με την έννοια ότι ενώ, δηλαδή, στα πλαίσια της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών το δεδικασμένο των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων, ακόμα κι αν αυτά παραβιάζουν, έχουν παραβιάσει το εθνικό δίκιο είναι δεσμευτικό, στην περίπτωση κρατικών ενισχύσεων, λόγω της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης, της Επιτροπής και των δικαστηρίων της Ένωσης, τυχόν αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων που έχουν αποφανθεί ως προς την ομιμότητα μιας εθνικής πράξης χορίβησης ενίσχυσης, δεν παράγονται δεδικασμένοι. Αυτό είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέρεση από τη δεσμευτικότητα του δεδικασμένου. Λοιπόν, τώρα, ερχόμαστε στην ενίσχυση, στην κρατική ενίσχυση. Δύο στοιχεία εξετάζονται. Μάλλον δύο είναι οι πυλώνες, μπορούμε να πούμε, του ελεγκτικού μηχανισμού. Πρώτον, η συμβατότητα της ενίσχυσης προς την κοινή αγορά, δηλαδή αν όλο το καθεστώς της ενίσχυσης συνάνδη προς την κοινή αγορά και δεύτερον, η νομιμότητα της ενίσχυσης. Τι σημαίνει? Η μεν συμβατότητα συνδέεται με την ουσία της ενίσχυσης, η δε νομιμότητα με τη διαδικασία. Εάν δηλαδή αυτό το μέτρο κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και η Επιτροπή προέβη σε εξέτασή της. Δηλαδή, ναι. Η συμβατότητα πρέπει να πληθεί όμως αλληλικά, έτσι? Όχι, η συμβατότητα είναι η ουσία. Δηλαδή εξετάστη για να αποφανθεί η Επιτροπή ότι μια ενίσχυση είναι συμβατή προς την κοινή αγορά, θα εξετάσει τι, την ουσία της. Η νομιμότητα είναι κάτι άλλο. Συνδέεται με τη διαδικασία. Αλλά προσπαθώ να το συνδέσω, πρέπει με την αρχή του ασυμβήματος του ΠΠΑΜΑ, θα πρέπει δηλαδή να καταλήξει ότι δεν υπάρχει συμβατότητα. Μπορεί να καταλήξει και στο ότι υπάρχει, γιατί υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις. Αν διαβάστε το Άφρο 107, έχει κάποιες εξαιρέσεις. Επομένως, αυτό που θέλω να πω τώρα είναι ότι η μεν συμβατότητα φορά την ουσία της ενίσχυσης, δηλαδή μπορεί να διαπιστώσει η Επιτροπή ότι λόγω των προϋποθέσεων χορηγήσεις και τα λοιπά, δεν είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά. Αυτό είναι το δεύτερο στάδιο. Το πρώτο στάδιο φορά την νομιμότητα και είναι, τι περιλαμβάνει αυτό, το αν το μέτρο αυτό κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, προκειμένου αυτή να αποφανθεί ως προς το αν το μέτρο συνιστά ενίσχυση και ως προς το αν η ενίσχυση αυτή συνάδει προς την κοινή αγορά. Δηλαδή η μεν νομιμότητα αφορά τις τυπικές προϋποθέσεις, τη διαδικασία, η δε συμβατότητα αφορά την ουσία. Δηλαδή μπορεί μία ενίσχυση να είναι τυπικά νόμιμη, με την έννοια ότι υποβλήθηκε, κοινοποιήθηκε καιρό στην Επιτροπή. Δηλαδή ως προς τη διαδικασία το κράτος μέλος συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις του, αλλά να κριθεί τελικά μη συμβατή προς την Ένωση, με συνέπεια να μη μπορεί τελικά το κράτος να τη χορηγήσει. Αλλά μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Δηλαδή να είναι μεν τυπικά παράνομη η ενίσχυση, γιατί το κράτος μέλος δεν την κοινοποιήσει, όμως επί της ουσίας να είναι συμβατή με την κοινή αγορά, γιατί ιδιοτυπάγεται σε κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπει η συνθήκη. Όμως η τυπική παράνομια παραμένει και έχει συνέπειες, διότι μπορεί να τη διαπιστώσει η Επιτροπή και να εκδώσει μία πράξη αναστολής της χορηγήσεις. Καταλάβατε? Δηλαδή, πρέπει μία ενίσχυση για να μπορεί να λειτουργήσει, να χορηγηθεί, πρώτον να είναι τυπικά νόμιμη, δηλαδή να έχει κοινοποιηθεί εγκαίρως στην Επιτροπή, να έχει προβεί στην εξέταση της Επιτροπή, και δεύτερον να είναι και συμβατή, δηλαδή επί της ουσίας, να μην δημιουργεί πρόβλημα στην κοινή αγορά. Το καταλάβαμε? Ωραία. Όποιοδήποτε μέτρο έχει χαρακτηριστικά κρατικής ενίσχυσης, μπορεί και να μην είναι, πρέπει πρωτίστως να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή για να προβεί στον λεγόμενο προκαταρκτικό έργο. Επομένως, το πρώτο στάδιο είναι κοινοποίηση του κρατικού μέτρου στην Επιτροπή. Το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει είναι, κάθε μέτρο θα πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή, ή μόνο αυτό που αποτελεί κρατική ενίσχυση, δηλαδή σε τελική ανάλυση, ως προς το χαρακτηρισμό ενός μέτρου, ως κρατικής ενίσχυσης, ποιος έχει αρμοδιότητα, το κράτος μέλος ή η Επιτροπή. Εδώ θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή προφανώς έχει αρμοδιότητα, άρα είναι σκόπιμο κάθε κράτος μέλος να κοινοποιεί οποιοδήποτε μέτρο που προσωμιάζει με ενίσχυση. Φυσικά μπορεί το ίδιο το κράτος μέλος, στηριζόμενο στους κανόνες της συνθήκης, στους κανόνες του παραγώγου δικαίου, στην ομολογία του δικαστηρίου, να κρίνει ότι, να εκτιμήσει ότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση. Ασφαλέστερο όμως είναι να αντιμετωπιστεί το θέμα αυτό του χαρακτηρισμού ενός μέτρου σε κοινοτικό επίπεδο. Ειδικά όταν πρέπει να γίνουν περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, καλύτερο ασφαλέστερο είναι το κράτος μέλος να κοινοποιήσει το μέτρο στην Επιτροπή. In dubio, δηλαδή, εν αμφιβολία υπέρ της κοινοποίησεως. Οπότε παρότι η Επιτροπή εξετάζει αυτό που... Θα το δούμε. Αυτό που ξεκινάμε με τι? Έχοντας υπόψη ότι αποκλειστική αρμοδιότητα η Επιτροπή, κάθε μέτρο που φαίνεται να έχει τα χαρακτηριστικά ενίσχυσης, θα πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή, προκειμένου αυτή, αφενός να κρίνει αν το μέτρο είναι ενίσχυση, και αφεντέρου να εξετάσει αν αυτή η ενίσχυση συνάνδηει ή όχι προς την κοινή αγορά. Έτσι. Για να δούμε τώρα ποια είναι η έννοια της κρατικής ενίσχυσης και αν μπορούμε να την συναγάγουμε ευχαιρώς από τη διάταξη της συνθήκης. Ποιος είναι άνθρωπος να μας διαβάσει την παράγραφο 1 του άρθρου. Τι λέει το 1. Το 107 παράγραφος 1. Ενισχύσεις που χορηγούνται από οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς χώρους και που νοθεύουν ή αφηρούν να νοθεύσουν βραδεχονισμό για τις εθνικές μεταχειρήσεις ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάβων παραγωγής ή να συμβίβαστε με την εσωτερική αγορά κατά το μέτρο που επηρεάζονται μεταξύ κρατών με λόγους συναλλαγές δηλαδή όσον οι συνθήκες ορίζουν άλλους. Λοιπόν βλέπετε δεν έχουμε ακριβώς ορισμό. Έχουμε διατύπωση της αρχής του ασυμβίβαστον. Υπάρχουν κάποια στοιχεία από τα οποία μπορούμε να διατυπώσουμε έναν ορισμό. Έτσι. Δηλαδή τι είναι η κρατική ενίσχυση, καλύπτει όλα τα οικονομικά πλεονεκτήματα που παρέχονται άμεσα ή έμεσα με κρατικούς πόρους, χωριγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το ενδοκινωτικό εμπόριο διά της ευνοϊκής μεταχειρήσεως ορισμένων επιχειρήσεων. Για να τα δούμε τα στοιχεία ένα προς ένα αναλυτικά και να δούμε και παραδείγματα μέτρων που συνιστούν ενίσχυση. Από τον παραπάνο ορισμό προκύπτουν τα εξίσεις στοιχεία. Πρώτον, προνομιακή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής. Δεύτερον, χωρίγηση οικονομικού πλεονεκτήματος. Τρίτον, κρατική χρηματοδότηση. Και τέταρτον, προνομιακή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής. Δεύτερον, χωρίγηση οικονομικού πλεονεκτήματος. Τρίτον, κρατική χρηματοδότηση, δηλαδή να προέρχεται από κρατικούς πόρους, θα δούμε τι είναι αυτή. Και τέταρτον, πιθανότητα νόθευσης του ανταγωνισμού για τάραξες του ενδοκινωτικού εμπορίου. Πρόκειται για τέσσερις προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, έτσι. Όχι μόνο μερικές, για να κριθεί λοιπόν ότι ένα συγκεκριμένο μέτρο αποτελεί κρατική ενίσχυση. Σωρευτικά, λοιπόν, οι προϋποθέσεις. Και δεύτερον, ερμηνεύονται διαστατικά. Η Επιτροπή δηλαδή και στη συνέχεια τα Ενωσιακά Δικαστήριο, ο Ενωσιακός Δικαστής, ερμηνεύει αυτά τα στοιχεία διασταλτικά. Πράγμα που συνηγορεί υπέρ της υποχρέωσης των κρατών μελών σε κάθε περίπτωση, να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα σχετικά μέτρα. Για να δούμε αυτά τα στοιχεία ένα προς ένα. Πότε υπάρχει προνομιακή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάβων παραγωγής? Όταν χωριγείται κάποιο πλεονέκτημα σε επιχείρηση, το οποίο την θέτει σε ευνοϊκότερη θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Ευνοϊκότερη θέση, λοιπόν, σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Πρέπει δηλαδή να ευνοείται συγκεκριμένος αποδέκτης, που αυτός ο αποδέκτης είναι μια επιχείρηση ή ένας ολόκληρος κλάδος παραγωγής, δηλαδή να ευνοούνται επιλεκτικά κάποιες επιχειρήσεις ή κλάδοι παραγωγής, ενώ αποκλείονται από αυτή τη μεταχείρηση ποιοι οι ανταγωνιστές. Άρα, για να πούμε αν υπάρχει προνομιακή μεταχείρηση, απαιτείται μια συγκριτική εξέταση των επιχειρήσεων του συγκεκριμένου κλάδου. Να δούμε αν η επιχείρηση αποδέκτης του μέτρου ευνοείται σε σχέση με τις άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονταν στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση. Συγκριτική εξέταση, λοιπόν, της επιχείρησης που είναι αποδέκτης του μέτρου με τις λιπές επιχειρήσεις. Τώρα, αυτή η προνομιακή μεταχείρηση εμφανίζεται με επικίλους τρόπους. Άλλοτε είναι άμεσα ορατή, όπως όταν έχουμε μια επιχορήγηση. Έτσι, όπως μας είπε ο συνάδελφος, η πιο κλασική και εμφανής μορφή προνομιακής μεταχείρησης είναι η επιχορήγηση μιας εταιρείας, η οποία έχει πρόβλημα ρευστότητας, για παράδειγμα. Άλλοτε, όμως, αυτή η προνομιακή μεταχείρηση μπορεί να συνδέεται με διοικητικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις, οι οποίες καταρχήν φαίνονται γενικές και αφηρημένες, αλλά στην πράξη καταλήγουν στην ευνοϊκή μεταχείρηση κάποιων επιχειρήσεων. Ας πούμε, παροχή διευκολύνσεων κυρίως χρηματοπιστωτικής φύσης, παροχή κινήτρων σε κάποιους κλάδους. Δηλαδή, ενώ δεν υπάρχει μια ατομική πράξη που αφορά συγκεκριμένη επιχείρηση, έχουμε μια γενικότερη κανονιστική ρύθμιση, καταλήγει, όμως, στο να εξασφαλίζει ευνοϊκή μεταχείρηση συγκεκριμένης επιχείρησης ή κλάδων παραγωγής. Άρα, εδώ, πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ μέτρων που έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα και μέτρων που έχουν γενικό χαρακτήρα και μπορούν το σύνολο των επιχειρήσεων. Παράδειγμα, οικονομικά μέτρα γενικού χαρακτήρα που δεν συνεπάγονται προνομιακή μεταχείρηση κάποιων επιχειρήσεων. Γενικές φορολογικές ρυθμίσεις, φορολογικές διατάξεις για την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων. Δείτε αυτές τις ρυθμίσεις. Έχουμε γενική φορολογική ρύθμιση για ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων. Είναι μια ευνοϊκή ρύθμιση, ένα ευνοϊκό μέτρο. Όμως, τι γίνεται. Έχει γενικό χαρακτήρα και δεν απευθύνεται επιλεκτικά σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Επίσης, τα συστήματα τιμολόγησης διαφόρων υπηρεσιών, ας πούμε η ύδρευσης φυσικού αερίου, αυτά, αν προκλευθεί ένα χαμηλό σύστημα τιμολόγησης αυτών των υπηρεσιών, αυτό είναι ένα γενικό μέτρο, απ' το οποίο υποφελούνται ποιοι. Όλες οι επιχειρήσεις, έτσι. Άρα, δεν έχουμε προνομιακή μεταχείριση. Για να δούμε παραδείγματα προνομιακής μεταχείρισης. Ας πούμε μέτρα που οι φορολογικές ελαφρύνσεις μικρομεσαίων επιχειρήσουν. Φαίνεται ότι έχει γενικό χαρακτήρα, όμως, ευνοεί επιλεκτικά συγκεκριμένες επιχειρήσεις συγκεκριμένου μεγέθου συνομικής μορφής. Έτσι. Φορολογικές ελαφρύνσεις, λοιπόν, για μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή συνεταιρισμούς. Περιφερειακές ενισχύσεις. Μέτρα που ευνοούν τις επιχειρήσεις κάποιας περιφέρειας. Και αυτά έχουν γενικό χαρακτήρα. Δεν έχουν ατομικό, έτσι, αφού έχουν συγκεκριμένη επιχείρηση. Πλιν, όμως, ευνοούνται επιχειρήσεις που βρίσκονται σε συγκεκριμένη περιφέρεια. Σε σχέση με ίδιες επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου που βρίσκονται σε άλλες περιφέρειες. Αυτά, λοιπόν, δείχνουν τώρα, λοιπόν, στα μέτρα που έχουν γενικό χαρακτήρι. Ναι, έχουν γενικό χαρακτήρα, αλλά καταήγουν να ευνοούν επιλεκτικά κάποιες επιχειρήσεις. Ενώ τα προηγούμενα, όπως σας είπα, ας πούμε, είναι ευνοϊκά μέτρα. Ας πούμε, η ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων. Πλιν, όμως, είναι προφανές ότι έχουν γενικό χαρακτήρα και ευνοούν το σύνολο των επιχειρήσεων, έτσι. Ενώ φορολογικές ελαφρύνσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Ή, ας πούμε, ένα χαρακτηριστικό άλλο παράδειγμα που υπάθηκε σχετική με ομολογία, απαλλαγεί από κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές επιχειρήσεων που απασχολούν, το οποίο το προσωπικό είναι σχεδόν αποπληστικά γυναίκες. Δεν φαίνεται ένα μέτρο με γενικό χαρακτήρα. Ποιες μικρομεσαίες επιχειρήσεις ευνοεί? Κομοτήρια, αισθητούτα αισθητικής, κλπ. Καταλήγει, λοιπόν, ένα γενικό μέτρο να ευνοεί επιλεκτικά συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Επίσης, ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται σε μέτρα τα οποία έχουν με γενικό χαρακτήρα, αλλά η εφαρμογή τους εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια δημόσιας αρχής. Καρακτηριστικό παράδειγμα, διευκολύνσης πληρωμής κοινωνικών εισφορών, που όμως η γενική κανονιστική ρύθμιση που τα προβλέπει χορηγεί διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση, να εφαρμόσει αυτό το μέτρο, τη διευκόλυνση δηλαδή της πληρωμής των κοινωνικών εισφορών, στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εδώ φαίνεται είναι ένα γενικό μέτρο, δίνει όμως διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση να το εφαρμόσει σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Καταλήγει και αυτό να ευνοεί συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Άρα, τι σημαίνει, χρειάζεται κοινοποίηση στην Επιτροπή. Τώρα, ποιες είναι οι επιχειρήσεις που η προνομιακή τους μεταχείριση θέτει θέμα κρατικών ενισχύσου. Η έννοια της επιχείρισης εδώ είναι οικονομική και λειτουργική και όχι νομική. Δηλαδή, εξετάζουμε αν η συγκεκριμένη οδότητα ασκεί οικονομική δραστηριότητα ανεξάρτητα από το νομικό της καθεστώς. Δηλαδή, ο ίδιος φορέας, ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, μπορεί, ή μια θρησκευτική οργάνωση, ή μια επαγγελματική οργάνωση, μπορεί να θεωρηθεί επιχείρηση όταν ασκεί οικονομική δραστηριότητα, έτσι, και να μην θεωρηθεί επιχείρηση όταν δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Δηλαδή, πάρτε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα που η βασική του δραστηριότητα δεν είναι οικονομική, είναι τι? Εξυπηρέτηση ενός δικαιοδοσκοπικού σκοπού. Όμως, όταν ακόμα και προς εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού ασκεί οικονομική δραστηριότητα, λειτουργεί ως τι? Λειτουργεί ως επιχείρηση για την εφαρμογή του Άρθρο 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι. Άρα, είναι ευρύτατη η έννοια της επιχείρησης για τις ανάγκες της εφαρμογής του Άρθρο 107. Ένας δημόσιος φορέας μπορεί να θεωρηθεί επιχείρηση υπό προϋποθέσεις. Όταν ασκεί κι αυτός οικονομική δραστηριότητα, έτσι. Όταν ασκεί λοιπόν ένας δημόσιος φορέας οικονομική δραστηριότητα, δεν μας ενδιαφέρει, αυτός το οποίο θέλω να καταλήξω είναι ότι δεν μας ενδιαφέρει η νομική του φύση κατά το εθνικό δίκιο, μας ενδιαφέρει το να ασκεί έστω και παράπλευρα τι? Οικονομική δραστηριότητα. Πότε δεν εφαρμόζονται οι κανόνες των κρατικών ενισχύσεων στους δημόσιους φορείς? Όταν αυτοί ασκούν δημόσια εξουσία, δηλαδή λειτουργούν ως δημόσιες αρχές και όταν η δραστηριότητά τους δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα, ας πούμε η κοινωνική ασφάλιση, ανεξατήτως του προσωπίου, δηλαδή αν είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου ιδιωτικού δικαίου, όταν δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα, τότε δεν θεωρείται επιχείρηση, η οποία μπορεί να αποτελέσει αποδέκτη κρατικής ενίσθησης. Τι σημαίνει αυτό, ότι ένα ευνοϊκό μέτρο, ένα μέτρο που της εξασφαλίζει ευνοϊκή μεταχείρηση, δεν χρειάζεται να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, γιατί δεν είναι κρατική ενίσθηση, γιατί ο φορέας δεν αποτελεί επιχείρηση υπό την έννοια του άνθρωπου 107. Εντάξει, ωραία. Δηλαδή πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσον έχει κερδοσκοπικό στόχο η συγκεκριμένη δραστηριότητα ή λειτουργεί βάση των αρχών της εθνικής αλληλεγγύης. Όχι στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ιδιωτικού δικαίου, αλλά να είναι βραχείο, όπως λέμε, του κράτους. Αυτό μας ενδιαφέρει. Όταν είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και λειτουργούν μόνο ενός φορείς δημόσιας εξουσίας, δηλαδή αν ο δικηγορικός σύλλογος ασχεί πια δραστηριότητα της ρύθμισης του επαγγέλματος της επαγγελματικής δραστηριότητας των δικηγόρων. Εδώ η οποιαδήποτε ευνοϊκή μεταχείριση του δεν συνιστά φυσικά κρατική ενίσχυση. Εάν όμως ο δικηγορικός σύλλογος ασχεί εμπορική δραστηριότητα για την ενίσχυση των πόρων του, παραδείγματος χάρη, τι να πω, έχει ένα βιβλιοπωλείο που εκμεταλλεύεται, γιατί το εκμεταλλεύεται αυτό το βιβλιοπωλείο, έχει κάποιες εκδόσεις και τα λοιπά. Εκεί τυχόν ευνοϊκή μεταχείριση συνιστά κρατική ενίσχυση, έτσι. Θα μου πείτε στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι ο δικηγορικός σύλλογος δεν θα λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο. Είναι, δεν πάει να είναι ένα νομικό πρόσωπο του δημοσίου δικαίου. Όμως στον ουσία ασχεί συναλλακτική διοίκηση, έτσι δεν είναι. Αυτή η δραστηριότητά του, ως προς αυτή την δραστηριότητα αποτελεί επιχείρηση, άρα τυχόν ευνοϊκή μεταχείριση είναι κρατική ενίσχυση. Ωραία. Πάμε τώρα στην έννοια του οικονομικού πλεονεκτήματος. Ευνοϊκή μεταχείριση δια της παροχής οικονομικού πλεονεκτήματος. Τι σημαίνει αυτό, σημαίνει κάποιο οικονομικό όφελος. Το οποίο δίδεται στην επιχείρηση, υπό την έννοια που είπαμε, είτε δωρεάν είτε σε τιμή κατώτερη της αγορέας. Δηλαδή τι σημαίνει αυτό. Υπό φυσιολογικές συνθήκες το πλεονέκτημα που παρέχεται θα βάρινε τον προϋπολογισμό του δικαιούχου, ενώ τώρα συνεπάγεται ελάφρυνση του κόστος του. Για να δούμε εάν υπάρχει οικονομικό πλεονέκτημα, εξετάζουμε εάν ένας ιδιώτης θα προέβαινε στην υλοποίηση των ίδιων ενεργειών που αποτελούν το αντικείμενο της ενίσχυσης. Είναι δηλαδή το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Δηλαδή αυτή την ενέργεια την οποία κάνει το κράτος και υπάρχει υπόνοια ότι συνιστά κρατική ενίσχυση, θα την έκανε υπό τις ίδιες συνθήκες ένας ιδιώτης επενδυτής. Δηλαδή, ας πούμε ότι μια κρατική τράπεζα χορηγεί δάνειο σε συγκεκριμένη επιχείρηση με χαμηλό επιτόκιο. Για να δω αν είναι οικονομικό πλεονέκτημα, εξετάζω αν ένας ιδιώτης επενδυτής, δηλαδή μια ιδιωτική τράπεζα, θα χορηγούσε δάνειο στην επιχείρηση αυτή με το ίδιο επιτόκιο. Το καταλάβατε? Αυτό είναι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Ή αγοράζει το κράτος μετοχές μιας εταιρείας, συμμετέχει μάλλον το κράτος στο κεφάλαιο μιας εταιρείας, και εξετάζω εάν υπό τις ίδιες συνθήκες ο ιδιώτης επενδυτής θα αγοράζε μετοχές αυτής της εταιρείας με όρους όμοιους με αυτός που το έκανε το κράτος. Αν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ιδιώτης επενδυτής δεν θα προέβαινε στις ενέργειες αυτές, τότε υπάρχει υπόνοιο του πρώτη του για κρατική εμίσεις, δηλαδή οικονομικό πλεονέκτημα που συνιστά προνομιακή μεταχείριση της επιχείρησης, οπότε πρέπει να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Το οικονομικό πλεονέκτημα, προσέξτε το αυτό, μπορεί να έχει οποιαδήποτε μορφή, δηλαδή όχι τη μορφή άμεσης δαπάνις όπως ένα ευνοϊκό μέτρο, αλλά και τη μορφή απώλειας κρατικών εσόδων, δηλαδή φοροαπαλλαγή. Καταλάβατε τι σημαίνει δηλαδή ότι το κράτος πρέπει να δαπανίσει κάτι για να έχω οικονομικό πλεονέκτημα, αλλά μπορεί να έχει αυτή τη μορφή της απώλειας κρατικών εσόδων και χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι η φοροαπαλλαγή ή η απαλλαγή από κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές. Καρακτηριστικά παραδείγματα οικονομικού ωφέλους, κρατικές εγγυήσεις δανείων ή πιστώσεων σε επιχειρήσεις, κρατικές εισφορές ή συμμετοχές στο κεφάλαιο μιας ιδιωτικής επιχείρησης, ιδιωτικοποίηση με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, διαγραφή ή ταχεία απόσβεση χρεών, πόληση ή εκμίστοση στο δημόσιο ιδιωτικής έκτασης σε υπερβολικά υψηλή τιμή, ευνοϊκό κοστολόγιο παροχής ειδών ή υπηρεσιών από κρατικό φορέα, δηλαδή στη συγκεκριμένη επιχείρηση παρέχει κρατικός φορέας της υπηρεσίας του, ιδιωτικοποίηση με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, διαγραφή ή ταχεία απόσβεση χρεών, πόληση ή εκμίστοση στο δημόσιο ιδιωτικής έκτασης σε υπερβολικά υψηλή τιμή, ιδιωτικοποίηση με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, δηλαδή στη συγκεκριμένη επιχείρηση παρέχει κρατικός φορέας της υπηρεσίας του, ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, είναι μία μορφή ενίσχυσης προς τον ιδιότη αγοραστή. Άρα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στο τι θα χαρακτηρίσουμε οικονομικό πλεονέκτημα, δηλαδή είπαμε ότι υπάρχει μεγάλη επικοιλία, το δικαστήριο έχει δεχθεί ότι το οικονομικό πλεονέκτημα μπορεί να έχει μεγάλη επικοιλία μοθών, άρα πρέπει να κοινοποιούνται όλα αυτά στην Επιτροπή. Αυτό το οικονομικό πλεονέκτημα πρέπει να προέρχεται από κρατικούς πόρους, δηλαδή μιλάμε για κρατική χρηματοδότηση, αλλά από κρατικούς όρους άμεσα ή έμεσα. Αυτό σημαίνει ότι κρατικοί πόροι είναι όλοι οι δημόσιοί πόροι, ακόμη και αυτοί που προέρχονται από διαφροτικά ταμεία της κοινότητας, τα οποία διαχειρίζονται φυσικά εθνικοί φορείς. Τους διαχειρίζεται λοιπόν το κράτος. Άρα η επιβάρυνση του προϋπολογισμού μπορεί να συγκρίζεται είτε σε δαπάνι είτε σε απώλεια εσόδου. Την απώλεια εσόδου, η πόρη του διαφορετικού ενωσιακού ταμείου που θα είχε διαφορετικά ο προϋπολογισμός. Άρα επομένως η έννοια της ενίσχυσης περιλαμβάνει πλεονεκτήματα που φορηγούνται απευθείας από το κράτος, αλλά και από φορείς που έχει ιδρύσει το κράτος και οι οποίοι μπορεί να έχουν τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Άρα λοιπόν αυτό που πρέπει να εξετάσουμε είναι εάν το κράτος φέρει την ευθύνη του συγκεκριμένου μέτρου, εάν ας πούμε ελέγχει τον φορέα που χορηγεί την ενίσχυση αυτή και υπαγορεύει τη συμπεριφορά του. Μέχρι εδώ είμαστε εντάξει. Έχετε κάποια απορία? Απόλοια εσόδου. Μάθατε κάτι ή σας φαίνονται όλα αυτά αυτονόητα. Όλα αυτά είναι φαινόμενα που συναντάμε απλώς ότι δεν έχουμε κάνει το νομικό χαρακτηρισμό. Τώρα το επόμενο ερώτημα είναι πότε υπάρχει νόθευση του ανταγωνισμού και διατάραξη του ενδοκινωτικού εμπορίου. Ενώ φαίνονται δύο διαφορετικά κριτήρια που πρέπει να συντρέχουν ταυτόχρονα. Νόθευση ανταγωνισμού και διατάραξη ενδοκινωτικού εμπορίου. Μας ενδιαφέρει δηλαδή το διασυνοριακό στοιχείο. Αφού μιλάμε για ενδοκινωτικό εμπόριο μας ενδιαφέρει το διασυνοριακό στοιχείο. Κατά κανόνα η ύπαρξη του ενός συνεπάγεται και την ύπαρξη του άλλου. Και ερμηνεύονται διασταλτικά. Δηλαδή ακόμα κι αν υπάρχει η εντύπωση ότι νοθέδεται ο ανταγωνισμός στην εσωτερική αγορά. Αυτό τι σημαίνει ότι οι πλεονεκτικοί ακόμα κι αν στην εσωτερική αγορά δραστηριοποιούνται μόνον ας το πούμε εθνικές επιχειρήσεις με την ευνοϊκή μεταχείριση της μη κάποιας εξ' αυτό. Τι γίνεται. Αποκτά προνομιακή θέση με συνέπεια να μπορεί να αποκλείσει επιχείρηση άλλου κράτους μέλους που θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί στο χώρο που θα άφηνε αυτή στην αγορά εάν δεν είχε την ενίσχυση. Δηλαδή το γεγονός ότι τυχαίνει στην συγκεκριμένη αγορά να υπάρχουν μόνον εθνικές επιχειρήσεις δεν σημαίνει ότι δεν φύγεται το ενδοκινωτικό εμπόριο. Γιατί με την ενίσχυση μιας από αυτές τις επιχειρήσεις καλύπτεται χώρος στην αγορά τον οποίο θα μπορούσε δινητικά να καταλάβει την επιχείρηση άλλου κράτους μέλους. Δηλαδή βλέπετε ότι υπάρχει τάση διαστατικότητα της ερμηνείας αυτών των στοιχείων. Συνήθως βέβαιος καταλαβαίνετε προηγείται κάποια οικονομική ανάλυση πώς ήταν η κατάσταση στην αγορά πριν από αυτό το μέτρο και πώς είναι μετά από το μέτρο αυτό. Για να δούμε πότε υπάρχει επίδραση στον ανταγωνισμό, ποια μέτρα έχουν επίδραση στον ανταγωνισμό και επομένως και στον ενδοκινωτικό εμπόριο. Όπου υπάρχουν διασυνοριακές συναλλαγές, εξορισμούς σε κάθε περίπτωση που έχουμε, κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας όπου υπάρχουν διασυνοριακές συναλλαγές, θεωρείται ότι το μέτρο, το κρατικό, επηρεάζει τον ανταγωνισμό και το ενδοκινωτικό εμπόριο. Επίσης, ακόμη και όταν η ενισχυόμενη επιχείρηση δεν ασχολείται με εξαγωγές, η ενίσχυσή της της επιτρέπει να διατηρήσει μερίδιο της εθνικής αγοράς, το οποίο σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαν να διεκδικήσουν ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Ακόμη και αν η ευνοούμενη επιχείρηση από το μέτρο δεν έκανε εξαγωγές, όμως τι γίνεται. Με την ενίσχυση και την ευνοϊκή μεταχείρηση διατηρεί το μερίδιο εθνικής αγοράς, το οποίο ενδεχομένως αν δεν είχε την ενίσχυση θα το έχανε και θα το κέρδιζε ποιος. Άλλη ανταγωνιστική επιχείρηση από άλλο κράτος μέλος. Επίσης υπάρχει επίδαση στον ανταγωνισμό και στο ενδοκινωτικό εμπόριο και όταν μια επιχείρηση που ενισχύεται εξάγει αποκλειστικά σε τρίτες χώρες και όχι στην κοινότητα. Δηλαδή, όπως βλέπουμε, υπάρχει μια τάση ευρίας διαστατικής ερμηνείας, όπως είπα, αυτόν τον προϋποθέσιον. Υπάρχουν και περιπτώσεις κρατικών μέτρων που δεν επηρεάζουν τον ανταγωνισμό ή το ενδοκινωτικό εμπόριο. Ας πούμε τα έργα υποδομής. Δρόμοι, συντηρόδρομοι κτλ. ευνοούν όλους τους καταναλωτές. Ακόμα και αν έργα υποδομής γίνονται σε συγκεκριμένη συγκεκριμένη περιφέρεια και προφανώς ευνοούνται οι επιχειρήσεις που βρίσκονται εκεί. Δηλαδή, αυτό είναι μια παράπλευρη συνέπεια. Βασικά τα έργα υποδομής οφελούν όλους τους καταναλωτές αδιακρίτως. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ενίσχυση, έστω και αν κατά αποτέλεσμα ευνοούνται οι επιχειρήσεις της συγκεκριμένης περιφέρειας. Και επίσης κάποιες ενισχύσεις ίσον ο σημασίας, όπως λέμε, είναι μήνυμες δηλαδή μικρού αντικειμένου οι οποίες λόγω ακριβώς της μικρής τους αξίας δεν έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό και το ενδοκινωτικό εμπόριο. Είναι δηλαδή μικρής εμβέλειας. Έτσι, ωραία. Μέχρι στιγμής τα καταλάβαμε. Έχουμε απορίες, ναι. Είπαμε εξέγγονται από το κανόν της νόσης του καγονισμού για τους ευηρόδομους. Τα έργα υποδομής, τα οποία μπορούν να καταλήγουν και να είναι περιορισμένης τοπικής εμβέλειας, ας πούμε. Οπότε, ευγνώμουν ποιους. Τις επιχειρήσεις που βρίσκονται, ναι. Τις τοπικές. Όμως, τα μέτρα αυτά, δηλαδή μόνο για έργα υποδομής, απευθύνονται σε όλους τους καταναλωτές. Άρα, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τι. Ως μέτρα που, ως κρατικές εμισισίσεις, που νοφεύουν, που επηρεάζουν τον ανταγωνισμό ή και το ενωτικό εμπόριο. Έτσι. Ναι, που είστε. Το, δηλαδή, στο άνθρωπο 1, εσωτερική αγορά, εννοεί τις εθνικές αγορές. Η εσωτερική αγορά είναι η εσωτερική, η ενωτική, η ενωσιακή αγορά, η ενός των ενωσιακών συνόρων, έτσι. Εννοεί… Ποια είναι η εσωτερική αγορά? Αυτοί είναι η εσωτερική αγορά. Αυτοί είναι οι εσωτερικοί που κάνουν εμπροκίπτια, οι προκειμένες, οι εθνικές. Η εσωτερική αγορά, όταν λέμε εσωτερική αγορά, τη συνθήκη να χρησιμοποιούμε τον όρο εσωτερική αγορά, εννοεί την ενωσιακή αγορά, έτσι. Αυτή είναι η εσωτερική αγορά. Η ενός των ενωσιακών συνόρων. Αν είπαμε η ενίσχυση είναι δεμή, ενίσχυση, δηλαδή επηρεάζει μόνο την εθνική αγορά και αυτό δεν θύγει τον ανταγωνισμό των εθνικών. Αυτό δεν έχει την υφαρμογή του 107. Ποια είναι η επιχείρηση που είναι να είναι η ενώτικη αγορά? Αυτό είναι πολύ χαμηλό το ποσό της ενίσχυσης που δεν επηρεάζει, ας πούμε, την αγορά γενικά, έτσι. Οι δύο υφθέσφες εκτός της εξαιρούνται. Αυτό λέμε για τις έργα υποδομής και οι δεμήνες. Διότι οι συνολικές συναλλαγές εντός σε εκτός σε και αυτές που διατηρούμε την ενώσιακή αγορά είναι να επηρεάζουν μόνο την ενώτικη αγορά. Τώρα, αν διαβάσετε το άρθρο 107 παράγραφη 2 και 3 βλέπετε ότι προβλέπει κάποιες εξαιρέσεις από τη γενική αρχή περί ασυμβιβάνστου των κρατικών ενισχύσεων, έτσι. Όταν πληρούνται λοιπόν αυτές οι προϋποθέσεις, το οικονομικό πλεονέκτημα που είναι κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά και μπορεί να επιτραπεί η χρήση του, έτσι. Προσέξτε τώρα, αυτές οι εξαιρέσεις που προβλέπουν οι παράγραφοι 2 και 3 δεν διτουργούν αυτόματα, έτσι, ούτε ενεργοποιούνται με τη μονομερή δράση των εθνικών φορέων. Δεν μπορεί δηλαδή να πει η Εθνική Διοίκηση ότι αυτό το μέτρο υπάγεται στο 107 παράγραφος 2, χορηγώ, το εφαρμόζω χωρίς τίποτε άλλο, χωρίς να το κοινωποιήσω στην Επιτροπή, όχι. Για να χωρηγηθεί αυτή η ενίσχυση πρέπει να υπάρξει τη θετική απόφαση της Επιτροπής. Δηλαδή, και αν το μέτρο αυτό υπάγεται προφανώς, προδύλως σε κάποια από τις δύο εξαιρέσεις, δύο ή τρία, κυρίως δύο βέβαια, πάλι επ' αυτού θα αποφανθεί ποιος η Επιτροπή. Απαγορεύεται λοιπόν να χωριγήσουν οι εθνικές αρχές ενίσχυση πριν την εξετάζει η Επιτροπή και πριν εγκρίνει γραπτός και επισήμως τη χωρίγησή της. Άρα, γι' αυτό θα πρέπει σε κάθε περίπτωση το οποιοδήποτε μέτρο να κοινοποιηθεί. Ποιες ενισχύσεις τώρα εξερούνται από την αρχή του ασυμβιβάστου και επιτρέπεται η χωρίγησή της. Ο κατάλογος που μας έχει το 107 είναι εξαντλητικός, ρητός και συγκεκριμένος. Και οι εξαιρέσεις που προβλέπει, στις οποίες δεν μπορούν να προσθεθούν άλλες, ερμηνεύονται συσταλτικά. Με άλλα λόγια, δεν επιτρέπεται η χωρίγηση άλλων εξαιρέσεων πλιν αυτόν που έχει προβλέψει ρητά το ενωσιακό κείμενο. Διακρίνονται αυτές οι εξαιρέσεις, οι ενισχύσεις δηλαδή που υπάγονται στις εξαιρέσεις σε δύο βασικές κατηγορίες. Στις ενισχύσεις που είναι συμβατές με την Κοινή Αγορά και στις ενισχύσεις που κρίνονται από την Επιτροπή ως συμβατές με την Κοινή Αγορά. Αλλά και οι ενισχύσεις που είναι συμβατές με την Κοινή Αγορά είναι συμβατές αλλά πρέπει να το πει η Επιτροπή. Καταλάβετε απλώς στην περίπτωση αυτή έχει δέσμια στο πουμαρμοδιότητα ενώ στην άλλη περίπτωση στις εξαιρέσεις της παραγράφου 3 έχει διακριτική μεταχείριση. Ποιες είναι οι συμβατές προς την Κοινή Αγορά ενισχύσεις. Βλέπουμε στο 107 παράγραφος 2 και χαρακτηρίζονται μάλιστα αυτοδίκαιες εξαιρέσεις διότι θεωρείται όντως εκ του νόμου ότι συμβιβάζονται με την Κοινή Αγορά εφόσον κληρούν κάποια κριτήρια. Επαναλαμβάνω όμως πρέπει τα κράτη μέλη να τις κοινοποιήσουν στην Επιτροπή για να αποφαμβεί σχετικά η Επιτροπή. Αυτές οι ενισχύσεις του 107 παράγραφος 2 καλύπτουν τις εξής κατηγορίες. Ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα προς μεμονωμένους καταναλωτές υπό τον όρο ότι υπορριγούνται χωρίς διάκριση προελεύσεως προϊόντων. Για διαβάστε το 107-2. Το πρώτο το είπατε, θα συνεχίσω από εκεί. Ναι, τι λέει ακριβώς. Ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα προς μεμονωμένους καταναλωτές χωρίς διάκριση προελεύσεως των προϊόντων. Επομένως αφορά μόνο το πρόσωπο, δεν αφορά την επιχείρηση. Είναι συνήθως ασθενείς κοινωνικές ομάδες που χρειάζονται κάποια οικονομική στήριξη. Ανήλικοι, παιδιά, άτομα που κατοικούν σε υποβαθμισμένες περιοχές κτλ. Αλλά αυτή η ενίσχυση δεν πρέπει να δημιουργεί διακρίσεις ως προς την προέλευση του προϊόντος. Γιατί θεωρεί ότι ευνοεί τους παραγωγούς του συγκεκριμένου προϊόντος. Άρα χάνει τον κοινωνικό χαρακτήρα της. Ας πούμε, ενισχύσεις που παρέχονται σε κατηγορίες επιβατών είναι τη μορφή μειωμένου εισιτηρίου ή φοροαπαλλαγές υπέρ των αγοραστών οχημάτων με καταλυτική εξάρτημηση. Τώρα θα μου πείτε ποιος είναι ακριβώς ο αποδέκτης της ενίσχυσης. Την καταλυτική εξάρτημηση, έτσι. Ναι, διότι πραγματικά έχουν κοινωνικό χαρακτήρα. Δηλαδή έχουν καταναλωτήσει. Αυτός προς τον οποίο αναπευθύνεται είναι την ασθενή σωμάδα του πληθυσμού. Είναι παράδειγμα. Αλλά δεν ξέρω αν ισχύει. Φέτος έχει να κάνουν με το μειωμένο εισιτήρια. Φέτος στα κτέλη, συγκεκριμένα, η μίωση αυξήθηκε πάρα πολύ. Αυξήθηκε το ποσοστόχο του 25% σε 50%. Επομένως η τιμή των εισιτηρίων επηρεάστηκε πάρα πολύ. Στο νοσέ οι τιμές επιλύθηκαν. Δηλαδή η έκκληση παρέμει 25%. Το αποτέλεσμα πάρα πολύ με επιλέγουμε πλέον. Τα κτέλη και όχι το τρένο. Δεν αφορά το ίδιο μέσο μεταφοράς. Αλλά αφορά πάλι ένα μέσο μεταφοράς. Θα μπορούσε να αφιοληθεί η διάκριση. Μήπως τα μειωμένα εισιτήρια σε ποιόν απευθύβονται. Σε φοιτητές συγκεκριμένα. Αλλά από κοίπου είναι 25%. Και για τα μίωση αυξήθηκε 50% για μόνο εισιτήρια. Εγώ δεν είναι εδώ προφανώς κοινωνικού χαρακτήρα. Είναι το μέτρο. Απλά η μίωση είναι συγκεκριμένα μόνο για το ένα μεταφορικό μέσο. Ναι, γιατί είναι πολύ ευρύτερο. Ευρύας χρήσος, έτσι δεν είναι. Μπορεί σίγουρα. Απλά το καλά θα μπορούσε να αφιοληθεί η ζήτη. Για μένα το ασφαλέστερο θα ήταν αυτό το μέτρο να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Και να αποφασίσει η Επιτροπή. Αλλά πιστεύω ότι θα υπαρχθεί σε αυτή την κατηγορία. Αλλά αυτό το μέτρο στην Επιτροπή θα μπορεί να βράσει και αυτοιπαγγέλιτος. Βεβαίως. Ή κάποιος θα το καταγγείλει. Αν δεν υπάρχει αυτοιπαγγγέλιτος. Αν το πληροφορηθεί αυτοιπαγγέλιτος μετά από το πρόφο. Φυσικά. Αν πληροφορηθεί αυτός με ένα συμπαριλώστημα. Τι το ζήσει πλειωματικά. Θα κάνει την έρευνα. Και μετά θα ασκήσει προσφυγή. Κατά του κράτους μέλλον. Θα παραβίασει την υποχρεωσή του να πεινοποιήσει. Δεν θα πει ακόμα ότι είναι ασύμβατικο στην κοινή αγορά. Θα πει ότι είναι παράνομο. Με τη νέα όπου δεν τηρήθηκε η διαδικασία του πεινοποιήσεις. Μπορείτε να το εξετάσετε στην Επιτροπή. Να διαπιστώσετε ότι είναι συμβατή. Αλλά μέχρι να το διαπιστώσει αυτό. Λόγω του ότι δεν τη συνοποιήθηκε. Μπορεί να διατάξει ο κράτος μέλλον να αναστείλει τη χορήληση. Δεν έχω χρόνο να μπορώ. Να πάρω και όπως στην Επιτροπή. Να ελέγξει. Φυσικά. Πόσο χρονικό διάσμαμα. Δύο μήνες. Ο προκαταρτικός έλεγχος της Επιτροπής διαρκεί δύο μήνες. Και ο έλεγχος της συμβατότητας της ουσίας διαρκεί δεκαεπτό. Αυτό είναι το θεωρητικό. Αν διαρκέσει το καλό σενάριο, μπορεί να διαρκέσει περισσότερο. Στο σενάριο που διαρκέσει περισσότερο, μπορεί να έρθουν και οι προποθέσεις. Αν διαρκέσει, ειδικά η προκαταρτική εξέταση, αν παρέχουν δύο μήνες συν μια μικρή παράταση, θεωρείται ότι είναι νόμιμη η ενίσχυση. Οπότε μπορεί να την χορηγήσει το κράτος. Πάθουν κλήδες ασφαλείας, προφανώς. Έχει αποπληστική αρμοδιότητα η Επιτροπή για την ενιαία και ομοιόμορφη εφαρμογή του Ενωσιακού Δικαίου. Είναι πάρα πολύ δύσκολο οι εθνικές αρχές να κρίνουν κάποια μέτρα όσοι ενισχύσεις των δικών τους επιχειρήσουν. Θα σας ρωτήσω μια απάντη για την Κομισιόν. Την Επιτροπή, για ποιά άλλης. Όχι, γιατί είναι ανάπτυρομος στην Επιτροπή. Είναι θεσμικό όργανο και όχι θεσμή. Αυτή η λέξη θεσμός είναι απαράδεκτη. Δηλαδή, απορώ πως η επίσημη κρατική εξουσία θα χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο. Θεσμός είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι ο θεσμός του γάμου, της οικογένειας. Εδώ είναι θεσμικά όργανα. Αυτό, σας παρακαλώ πολύ, μην μου πει κανένας. Τι είναι η θεσμή. Τα θεσμικά όργανα. Institution Einrichtung, που λένε οι Γερμανοί. Είναι τα θεσμικά όργανα. Η Επιτροπή. Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Διεθυναζωμασματικό Ταμείο και τα λοιπά. Και άλλα θεσμικά όργανα. Αλλά όχι θεσμή. Αυτό είναι βιασμός με συγχωρή της γλώσσας. Έτσι, επομένως η Επιτροπή ως θεσμικό όργανο, κυριασμένο, που έχει ακριβώς αυτό το ρόλο της προαγωγής ποιούς συμφέροντους του ενωσιακού σε αντιδιαστολή με το Συμβούλιο, που εκφράζει κυρίως τα συμφέροντα των κρατών μελών. Έτσι, η Επιτροπή είναι αυτή που ακριβώς το δυνατό ενωσιακό όργανο, το οποίο προβάλλει και υποστηρίζει το ενωσιακό συμφέρον. Αυτή η περίφημη Επιτροπή με τη γενική διεύθυνση ανταγωνισμού, που καταλαβαίνετε, βέβαια, τι σημαίνει η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού και πώς είναι στελεχωμένη αυτή η περίφημη γενική διεύθυνση. Θα μας πάμε, λοιπόν, η πρώτη κατηγορία των ενισχύσεων που συνάβουν προς την κοινή αγορά. Και η άλλη κατηγορία είναι η δεύτερη, για πείτε μας. Δίνεται να θεωρηθούν ότι συσδιβάζονται όλα την εσωτερική αγορά. Όχι. Η ενισχύση και την επανόρθωση ζημιών προκαλούνται από θεονοϊνιές και άλλα έκρατα γεμάτη. Λοιπόν, εδώ αυτή την κατηγορία, όπως τα πελαβαίνετε, τι χρησιμοποιούν οι εθνικές αρχές, για να αντισταθμίσουν κυρίως την απώλεια εισοδήματος των αγροτών όταν καταστρέφεται η εισοδιά τους από ακραία χειρικά φαινόμενα. Ας πούμε πλημμύρες, χιονωστιβάδες, σεισμοί, πόλεμος, τρύση των τρελών αγγελάδων, έτσι στην Αγγλία. Καταλαβαίνετε, εδώ είχαμε τι, μία θεομηνία, ας πούμε ένα έκτακτο γεγονός, το οποίο έφτρξε το εισόδημα των αγροτών. Άρα η ενίσχυση αφορά τι, την κάλυψη αυτών των προβλημάτων, έτσι. Επίσης, τέτοιες ενισχύσεις χωρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση σε μικρές και μισές επιχειρήσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ζημίες που προκάλεσε η επέκταση της πετρελαιοκυλίδας από το ναυάγιο του έρικα ενός σπήλου. Ναι, τι θέλετε. Αλλά, σε σχέση με το πριν, βάζει μήπως διαφορετικό χρονοδιάγραμμα, ανάμεσα στην παράγραφο 2 και στην παράγραφο 3. Δεν δείχνουμε στην παράγραφο 3, περιμένει. Θέλω να πω, ας πούμε, όταν υπάρχει μια επίσης ανάγκη έκτακτος γεγονότος, το ναυάγιση ή το ιδέα μου σε βιάστηκε... Πώς θα κριθεί όμως, κυρίες, να κάνει, είναι το εάν είναι έκτακτο γεγονός ή όχι, δεν πρέπει να το ελέγξει η Επιτροπή. Προφανώς η Επιτροπή θα επιταχύνει στην προκειμένη περίπτωση, αλλά σε κάθε περίπτωση, διότι το κράτος μας μπορεί να έχει την τάση, λιγκώς κάθε ενίσχυση που χωρηγεί, ας πούμε, σε αγροτικές επιχειρήσεις, να τις χαρακτηρίζει τέτοιες, έτσι. Άρα πρέπει να προηγηθεί απόφαση της Επιτροπής, έτσι, προκαταρτικός έργος της Επιτροπής. Και σε μια τρίτη κατηγορία αυτού του, είναι ποιες... Η ενισχύση που στην οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσκονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι οποίες στήγονται από τη διέρεση της Γερμανίας, το μέτρο που αναγκαίζει την αντιστάθμιση των οικονομικών μηωνεκτημάτων, προκαλούνται από τη διέρεση αυτή. Διαρκείται, συγγνώμη, αυτό δεν ενδιαφέρει σχετικά τις ελληνικές αρχές, αλλά διατηρείται αυτή η διάταξη, παρόλο που η Ένωση της Γερμανίας βέβαια έχει γίνει προπολού. Και βέβαια η Γερμανία κάρυψε, ας πούμε, τα προβλήματα τα οικονομικά που της δημιούργησε η Ένωση της, αλλά παρόλο για αυτά διατηρείται η διάταξη αυτή. Ωραία, λοιπόν, αυτές οι ενισχύσεις είναι συμβατές προς την αγορά, προς την κοινή αγορά, αλλά είπαμε ότι από αυτό θα αποφανθεί η Επιτροπή. Άρα έχουμε και τις δινητικές εξαιρέσεις, δηλαδή τις εξαιρέσεις της παραγράφου 3. Εδώ σημαίνει ότι η Επιτροπή έχει ευρύτερη διακριτική ευχέρεια σε σχέση με την προηγούμενη κατηγορία, για το αν θα υπαγάγει μια ενίσχυση σε αυτή την κατηγορία ή όχι. Για να μου διαβάσετε και εδώ. Δίνεται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά πρώτα, η ενισχύστητη προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το ιδιωτικό επίπεδο είναι συνήθως χαμηλό, ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υπαπασχόληση, καθώς και των περιοχών που αναφέρονται στο Άδρο 3.49, λαμβάνοντας υπόψε την διακροτική οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση. Εδώ είναι οι περιφερειακές ενισχύσεις, οι οποίες αποσκοπούν στο να μειώσουν τις περιφερειακές ανισότητες στην κοινότητα και να προωθήσουν την οικονομική και κοινωνική συνοχή, που είναι ένας από τους βασικούς στόχους της Ένωσης, ευνοώντας ποιες περιοχές, όπου είναι υπό ανάπτυξη, όπου το ιδιωτικό επίπεδο είναι χαμηλότερο από άλλες περιοχές, και αυτές είναι η μεγαλύτερη κατηγορία ενισχύσεων, όπως καταλαβαίνετε. Εδώ ρίπτει και το ΕΣΠΑ. Το ΕΣΠΑ είναι κοινωτικό πρόγραμμα, είναι κοινωτική ενίσχυση. Ενώθουμε να έρθει από το κράτος. Ναι, ακριβώς. Μετά η διαχείριση που κάνει το κράτος είναι διαφορετικό, βέβαια εκεί το πώς θα διαχειριστεί το ΕΣΠΑ, αλλά καταρχήν το ΕΣΠΑ υπάρχει στα κοινωτικά προγράμματα, στα ενωσιακά προγράμματα. Το ίδιο στόχος είναι ο ίδιος, αλλά αφορά σε κοινωνική ενίσχυση. Ναι, αλλά εκεί η διαδικασία είναι τελείως διαφορετική. Κατάλαβα, διότι εκεί είναι η κοινωτική ενώσιακή ενίσχυση. Ανάπτυξη περιοχών που μειονεκτουσώνει, όπως λέμε, περιοχών της κοινότητας. Τώρα αυτές οι ενισχύσεις μπορεί να είναι οριζότιες, δηλαδή να καλύπτουν όλες τις επιχειρήσεις μιας περιφέρειας ή μπορεί να είναι τομεακές, δηλαδή να στηρίξουν ορισμένους κλάβους τέτοιων περιφεριών, ευαίσθητους τομείς, αφού είναι η αυτοβιομηχανία, ο κλάβος συνδύρου και χάλιβα. Εδώ χρειάζεται ενισχύσεις στην γεωργία, στην αλληλεία κλπ. Δηλαδή, τομεακές ενισχύσεις συγκεκριμένων περιφεριών, που υπάρχονται σε αυτή την κατηγορία, αλλά θέλουν ιδιαίτερη προσοχή, ακριβώς οι τομεακές, ακριβώς διότι ευνοούν κάποιους κλάβους παραγωγής σε σχέση με άλλους. Άρα χρειάζεται γι' αυτό ιδιαίτερη προσοχή. Επίσης, αυτή είναι λοιπόν η βασική κατηγορία. Διαβάστε μου και το γ, την περίπτωση γ. Βλέπετε, το α και το γ ουσιαστικά είναι η ίδια κατηγορία. Λοιπόν, α, γ, περίπου οι ίδιες περιφερειακές, όσο και το πλήστον ενισχύσεις, για την ενίσχυση προβληματικών περιοχών της Ένωσης. Πάμε στο δεύτερο ιστοί. Μια δεύτερη κατηγορία είναι β, δ και ε. Η ενισχύση για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, εφόσον δεν αλλειώνει τους όρους συναλλαγών και ανταγωνισμού στην Ένωση, σε βαθμό αυλήφθετο με το κοινό συμφέρον, ε, άλλες κατηγορίες ενισχύσεων που καθορίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο βοηθάσεις την προτάση της Επιτροπής. Ε, εντάξει, εδώ μπορεί να βάλω πάλι κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος για αυτές τις ενισχύσεις. Λοιπόν, άρα βλέπετε περιφερειακές κυρίως ενισχύσεις για την υποβοήτηση, ας το πούμε, των μηωνεκκουσών περιφεριών της κοινότητας. Οι άλλοι είναι σημαντικά σχέδια εκτιμού ενδιαφέροντος, έτσι, δηλαδή η σοβαρή διαταραχή της οικονομίας κράτους-μέλους και ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Εδώ, όπως καταλαβαίνετε, όλες αυτές οι Έλληνες χρειάζονται εξειδίκευση, άρα η Επιτροπή διαθέτει τη ευρύτατη διακριτική ευχαία, έτσι, σε διαστολή με τις εξαιρέσεις της παραγράφου 2. Τώρα, υπάρχουν και κάποιες άλλες εξαιρέσεις σε αυτά τα συμβίδα. Στο είπαμε ότι αυτές είναι οι δημήνιες εξαιρέσεις και να δούμε την ειδική αντιμετώπιση των ενισχύσεων στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος. Θυμάστε ότι και το Ενωσιακό Δίκιο αντιμετωπίζει με ιδιαίτερο τρόπο τις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες που εξυπηρετούν ζωτικές ανάγκες των πολιτών. Δικαιολογούνται δε και δικαιολογείται η αναγνώριση κάποιων ειδικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων σε αυτές τις επιχειρήσεις, τα οποία αποκλειστικά δικαιώματα είναι αναγκαία για την εκπήρωση της ειδικής αποστολής τους. Έχουμε μια πλουσιότοπη νομολογία, ήταν το παλιό άρθρο 86, 90-86, τώρα είναι το άρθρο 106. Λοιπόν, ας υποθέσουμε επομένως ότι χωριγείται μία ενίσχυση σε αυτή την επιχείρηση, η οποία εκπληρώνει μία αποστολή γενικού οικονομικού συμφέροντος. Δηλαδή, είναι μία δημόσια υπηρεσία, υπολειτουργική είναι για να τη χρησιμοποιήσουμε ως εθνικού δικαίου. Το Δικαστήριο με μία απόφαση του 2003, την Altmark, καθιέρωσε την προσέγγιση των ενισχύσεων σε τέτοιες επιχειρήσεις. Δηλαδή, έθεσε μία σειρά προϋποθέσεων που πρέπει να συνδρέχουν, ώστε τα μέτρα που λαμβάλλονται υπέρ των επιχειρήσεων αυτών, να μην θεωρούνται ως ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά ενισχύσεις. Το καταλάβατε? Αυτές, είπαμε, οι επιχειρήσεις έχουν μία ιδιαίτερη λειτουργία. Εξυπηρετούν τι? Ζωτικές ανάγκες. Η δραστηριότητά τους εξυπηρετεί ζωτικές ανάγκες. Μπορεί να είναι μία εταιρεία κρατική που να παράγει φάρμακα, για παράδειγμα. Έχει λοιπόν μία συγκεκριμένη αποστολή, εξυπηρετεί ζωτικά συμφέροντα, ζωτικές ανάγκες των πολιτών. Για την οικονομική της επιβίωση και για την εκτέλεση αυτής της αποστολής μπορεί να χρειάζεται κάποια ενίσχυση από το κράτος. Αυτή η ενίσχυση, όμως, θα χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, ασυμβίβαστε προς την κοινή αγορά, γιατί δεν υπάρχεται σε καμία από τις περιπτώσεις που είδαμε. Έτσι, ούτε περιφερειακή είναι, ούτε κάποιο σχέδιο της κοινότητας εξυπηρετεί, ούτε πολιτιστικό χαρακτήρα. Έχει τίποτα. Όμως, πρέπει ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης φύσης αυτής της επιχείρησης, πρέπει να αντιμετωπιστεί ευνοϊκότερα από την ενωσιακή ενωμητάρεση. Επομένως, έθεσε λοιπόν το δικαστήριο μία σειρά προϋποθέσεων που πρέπει να τηρούνται, ούτως ώστε ένα μέτρο, ουσιαστικά ένα κρατικό μέτρο, που αντισταθμίζει την υπηρεσία που παρέχει αυτός ο φορέας, να μην υπάρχει στο άρθρο 107. Τέσσερις είναι αυτές οι προϋποθέσεις. Σας τις έχω, γι' αυτό σας έδωσα αυτή την απόφαση άρθρωμα, έτσι, να τις διαβάσετε. Λοιπόν, πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει πράγματι να είναι επιπορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας και μάλιστα να είναι σαφώς καθορισμένη, έτσι, δηλαδή να έχει όντως να της έχει ανατεθεί, να της έχει ανατεθεί, εκπλήρωση κάποιας υποχρεώσεως δημόσιας υπηρεσίας. Δεύτερον, πρέπει να έχουν προσδιοριστεί σαφώς οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση, δηλαδή να μην περιλαμβάνει αυτή η αντιστάθμιση ένα οικονομικό πλεονέκτημα, έτσι, η ικανότητα να ευνοήσει τη δικαιούχου επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστών της, δηλαδή να έχουν προσδιοριστεί ακριβώς τα κριτήρια ή παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση, την οποία ποιος παρέχει το κρατικό μέτρο. Τρίτον, προσέξτε, η αντιστάθμιση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη των θαπανών που πραγματοποιεί αυτή η επιχείρηση για την εκπλήρωση της αποστολής της συνυπολογισμένου και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων. Τρίτον, η αντιστάθμιση αυτή που της παρέχει το μέτρο δεν μπορεί να υπερβαίνει την κάλυψη των θαπανών που κάνει αυτή η επιχείρηση για την εκπλήρωση της αποστολής της και ένα εύλογο κέρδος. Άρα το κρατικό μέτρο πρέπει να πληρεί αυτές τις τρεις προϋποθέσεις που είπαμε όταν χορηγείται σε αυτή την επιχείρηση, τέτοια επιχείρηση, προκειμένου να είναι σύμφωνο να μην καταλαμβάνεται από το 107. Και το τελευταίο, προσέξτε, για να υπολογιστεί ακριβώς αυτό το αντιστάθμισμα και το κόστος για το κοινωνικό σύνολο καθορίζεται αυτό το επίπεδο της αντιστάθμισης που πρέπει να καλύπτει το μέτρο βάσει ανάησης των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, μέχρι στη διαχείρηση προσυκανοποίηση των απητήσεων σχετικά με το ροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις σωσάνων υποχρεώσεις. Δηλαδή, εδώ βέβαια αυτό έχει μελλοντικό χαρακτήρα όταν η επιλογή της επιχείρησης στην οποία θα ανατεθεί η εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης, δηλαδή πρόκειται να ιδρυθεί ας το πω αυτή η επιχείρηση ή μάλλον είναι επιλεγή, αλλά δεν θα επιλεγεί βάση διαδικασίας σύναψης σύμβασης, οπότε εκεί μας καλύπτει ποιο, στο αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο που βγαίνει την διεξαγωγή των διαγωνισμών. Τότε, εάν δεν γίνει λοιπόν τέτοια σύμβαση, τότε για να προσδιοριστεί ποιο είναι το αναγκαίο μέτρο της αντισταθμίσεις των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που θα ασκεί αυτή η επιχείρηση, στηριζόμαστε στην ανάλυση των δαπανών μιας μέσης επιχείρησης με χρηστή διαχείρηση η οποία θα είχε τη σχετική δραστηριότητα και θα είχε και ένα έβλογο κέρδος. Δηλαδή γίνεται οικονομική ανάλυση δαπανών μιας μέσης επιχείρησης με χρηστή διαχείρηση στο συγκεκριμένο τομέα. Βλέπετε λοιπόν ότι θέτει κάποιες αυστηρές προϋποθέσεις στο δικαστήριο, γιατί τις θέτει αυτές τις προϋποθέσεις, ούτως ώστε τα μέτρα, γιατί λαμβάνονται κρατικά μέτρα υπέρ τέτοιων επιχειρήσεων που ήταν συνήθως παλιά κρατικά μονοπόλια, τέτοιων επιχειρήσεων λοιπόν που ασκούν δημόσια υπηρεσία υπολειτουργική έννοια. Δεν μπορεί αδιακρίτως όλα τα μέτρα στήριξης αυτών των επιχειρήσεων να θεωρούνται συμβατές ενισχύσεις. Για να θεωρούνται συμβατές ενισχύσεις πρέπει να πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις. Δηλαδή χωριγείται ένα μέτρο, αλλά αυτό το μέτρο πρέπει να δίνει στην επιχείρηση τη δυνατότητα να κάνει, να καλύψει τις δαπάνσεις της και να έχει και ένα έυλογο κέρδος, όχι να γίνει σούπερ κερδοφόρα. Λοιπόν, αυτή είναι η Altmark και είναι έτσι μια απόφαση σταθμός του Δικαστηρίου της Ένωσης. Δηλαδή, η τέσσερα από τις προϋποθέσεις πρέπει να συντρέπουν ως ώστε να πει ότι αυτά τα μέτρα είναι συμβατά. Ναι, όταν όμως αυτά αφορούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις, έτσι. Ωστόσο, γιατί δεν εφαρμόζεται το 107 και το Αθαστήριο? Ναι, δεν καλύπτεται δηλαδή από το 107, δηλαδή στην ουσία κοιτάξτε να δείτε όλα αυτά τα μέτρα αυτά. Είπα εγώ ότι στο άρθρο 107 παράγραφος 1, έτσι. Αλλά επειδή είναι αναγκαίο να παρασκευθούν σε αυτή την επιχείρηση λόγω της ιδιαίτερης αποστολής της, αν αυτά τα μέτρα πληρούν αυτές τις τέσσερις προϋποθέσεις, τότε δεν υπάγονται, δεν καλύπτονται από το ρυθμιστικό πεδίο του 107 παράγραφος 1. Δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση δηλαδή, έτσι. Είναι τι μέτρα που ουσιαστικά αποτελούν αποζημίωση για την αποστολή της συγκεκριμένης επιχείρησης. Ενώ δηλαδή με αυστηρή εφαρμογή του 107 θα τα χαρακτηρίζαμε τι? Απαγορευόμενες κρατικές ενισχύσεις, έτσι. Υπό κάποιες προϋποθέσεις αυτές που είπε η απόφαση Altma, θεωρούμε ότι δεν εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του 107 παράγραφος 1. Αλλά εφόσον, είπαμε, συντρέχουν όλα αυτά, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση τέτοιου είδους, που παρέχει δηλαδή δημόσια υπηρεσία και υπολειτουργική έννοια, και εφόσον συντρέχουν αυτές οι τέσσερις αυστηρές προϋποθέσεις. Καταλάβουμε, λοιπόν, πώς λειτουργούν οι κρατικές ενισχύσεις. Ωραία. Πάμε τώρα σε δύο λόγια για τη διαδικασία. Εδώ η διαδικασία ρυθμίζεται στο άνθρωπο 108. Υπάρχει και ο κανονισμός 659 του 99, που ρυθμίζει πολλές διαδικαστικές λεπτομέλης. Επίσης, ο έλεγχος πραγματοποιείται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή, να ξέρετε, ελέγχει και διαρκώς τις συμφιστάμενες ενισχύσεις. Ενισχύσεις, δηλαδή, είτε η φίστα εδώ πριν από την κατάρτιση των συνθηκών ή έχουν ήδη εγκριθεί, αλλά το ότι εγκρίθηκε μια φορά μια κρατική ενίσχυση, που έχει διαρκή χαρακτήρα, δεν σημαίνει ότι έλειψε ο έλεγχος, αλλά ελέγχεται διαρκώς. Αλλά εκείνο που φυσικά έχει μεγαλύτερη σημασία είναι οι νέες ενισχύσεις. Εδώ μας ενδιαφέρει η διαδικασία ελέγχου, η οποία περιλαμβάνει δύο στάδια. Πρώτα-πρώτα, το στάδιο του προκαταρτικού ελέγχου, της προκαταρτικής εξέτασης. Δηλαδή, το κάθε μέτρο που λαμβάνουν κρατικές αρχές υπέρ κάποιας επιχείρησης πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή και η Επιτροπή εντός δύο μηνών, δηλαδή αν δεν κοινοποιηθεί είναι παράνομο το μέτρο, ανεξατήτως το αν αποτελεί τελικά κρατική ενίσχυση ή όχι. Αλλά εφόσον κοινοποιηθεί η Επιτροπή έχει δύο μήνες για να ασκήσει αυτό που λέμε προκαταρτική εξέταση. Τι σημαίνει προκαταρτική εξέταση. Εδώ είναι μια ταχύια διαδικασία ελέγχου, η οποία μπορεί να καταλήξει στο εξής. Πρώτο, απόφαση της Επιτροπής ότι το εξεταζόμενο μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση. Οπότε κοινοποιήθηκε το μέτρο στην Επιτροπή. Η Επιτροπή εντός δύο μηνών έκρινε ότι αυτό δεν αποτελεί ενίσχυση. Έχει γενικό χαρακτήρα. Στην περίπτωση αυτή χορηγείται, εφαρμόζεται το μέτρο. Εφόσον λοιπόν εντός των δύο μηνών κατόπεντης προκαταρτικής εξέτασης η Επιτροπή είπε ότι το μέτρο αυτό δεν αποτελεί ενίσχυση, το κράτος το εφαρμόζει. Άλλη περίπτωση όμως μπορεί η Επιτροπή να διαπιστώσει ότι το μέτρο αυτό αποτελεί μην ενίσχυση, η οποία είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, οπότε το εγκρίνει, αναφέροντας την εξαίρεση στην οποία υπάρχεται. Ενίσχυση λοιπόν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Αυτό είναι μια εγκριτική απόφαση. Τώρα συνήθως αυτές οι αποφάσεις της Επιτροπής, οι εγκριτικές, που εκδίδονται μετά την προκαταρτική εξέταση, συνοδεύονται από κάποιους όρους. Δηλαδή κατά κανόνα αναλαμβάνει την υποχρέωση το κράτος μέλος να τηρεί αιτήσιες εκθέσεις και να ενημερώνει κάθε χρόνο την Επιτροπή. Ή να εφαρμόσει με το μέτρο και μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα να το υποβάλει εκ νέου σε έλεγχο. Προκειμένου, ας πούμε, το εφαρμόζει σταδιακά μετά την πρώτη χρηματοδότηση να το υποβάλει εκ νέου σε έλεγχο. Δηλαδή, είπαμε, η Επιτροπή εγκρίνει, διαπιστώνει ότι πρόκειται για ενίσχυση. Πρόκειται όμως για ενίσχυση που υπάγεται σε κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 107, είτε της παραγράφου 2 ή της παραγράφου 3. Οπότε το κράτος μέλος μπορεί να την εφαρμόσει και κατά κανόνα η Επιτροπή συνοδεύει αυτή την εγκριτική της απόφαση με κάποιους όλους στους οποίους πρέπει να συμμορφωθεί το κράτος. Και η τρίτη περίπτωση είναι η Επιτροπή να ελέγξει το μέτρο, να καταλήξει ότι είναι ενίσχυση, να έχει όμως αμφιβολίες για το αν συμβιβάζεται ή όχι με την κοινή αγορά. Οπότε στην περίπτωση αυτή εκδίδει απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας. Το καταλάβαμε λοιπόν. Άρα, στην προκαταρκτική εξέταση που πρέπει να ολοκληρωθεί σε δύο μήνες και είναι πιο σύντομη, τι γίνεται. Η Επιτροπή ελέγχει το κοινοποιούμενο μέτρο και μπορεί να εκδώσει αποφάσεις τριώνιδων. Είτε ότι το μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση. Άρα, το εφαρμόζουμε. Είτε ότι το μέτρο αποτελεί ενίσχυση, πλην όμως υπάγεται σε κάποια από τις εξαιρέσεις. Εδώ εκδίδει μια εγκριτική απόφαση συνοδευόμενη από όρους. Και η τρίτη περίπτωση είναι να κρίνει ότι πρόκειται για ενίσχυση, η οποία όμως πρέπει να υποβληθεί στην επίσημη διαδικασία έρευνας, η οποία είναι πιο ενδελεχής, εδώ το κράτος μέλος πρέπει να διατυπώσει παρατηρήσεις και διαρκεί κατά κανόνα, μάλλον πρέπει να ολοκληρωθεί, σε 18 μήνες. Τώρα, εάν παρέλθουν οι 2 μήνες της προκατρακτικής εξέτασης και δεν εκδώσει απόφαση η Επιτροπή, το κράτος μέλος την ενημερώνει ότι θα θέσει σε εφαρμογή την ενίσχυση. Και αν δεν αποφασίσει η Επιτροπή σε 15 μέρες, αφού του λάβει αυτή την ειδοποίηση του κράτος μέλος, τότε θεωρείται πλέον ότι η ενίσχυση εγκρίθηκε σιωπηρά, δηλαδή έχουμε θετική σιωπηρή πράξη. Η απόφαση της Επιτροπής για κίνηση της επίσημης διαδικασίας πότε εκδίδεται κατά κανόνα όταν η Επιτροπή έχει σοβαρές αμφιβολίες για το περιεχόμενο του μέτρου έτσι και για τις συνέπειές του. Διαρκεί δε αυτή η επίσημη έρευντα 18 μήνες. Τώρα, τι γίνεται μετά την πάροδο αυτών των 18 μηνών, τι απόφαση μπορεί να εκδώσει η Επιτροπή. Πάλι, η απόφαση του μέτρου δεν αποτελεί ενίσχυση, οπότε εφαρμόζεται. Δεύτερον, να εκδώσει θετική απόφαση, δηλαδή ενίσχυση μεν αλλά συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Και τρίτον, απόφαση υπό όρους, δηλαδή συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά αλλά αφού τυριθούν κάποιοι όροι εκ μέρους του κράτους. Και τελευταίο, αρνητική απόφαση. Εδώ, αρνητική απόφαση σημαίνει ότι πρόκειται για ενίσχυση που δεν συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά. Οπότε, έχω μια τέτοια απόφαση. Εάν το κράτος, παρόλα αυτά, χορηγήσει την ενίσχυση παρά την απόφαση της Επιτροπής, φυσικά η Επιτροπή τι θα κάνει, θα ασκήσει κατά του κράτους μέλους, προσφυγεί κατά παραβάσιος. Λόγω παρέκλησης ακριβώς από τις υποχρεώσεις αυτές. Και μάλιστα, στρέφεται, φυσικά εννοείται ότι θα στραφεί κατά του κράτους μέλους και όχι κατά του οργάνου. Διότι, όσο σκλέμουμε στον Ουσιακό Δίπλο, λαμβάνεται υπόψη το κράτος ως ενιαίο σύνολο από ποιο όργανο και να προέρχεται ή παράδοση. Παράδοση. Εφόσον έχουμε απόφαση της Επιτροπής. Θα στραφεί η Επιτροπή κατά του συγκεκριμένου κράτους μέλους, το οποίο παρέβει τις υποχρεώσεις που αφορέω από τη συνθήκη. Τέτοια δυνατότητα δικονομική έχει και άλλο κράτος μέλος. Ξέρετε, η Γερμανία κατά Ελλάδος. Α, ναι. Οπότε, αρνητική λοιπόν απόφαση. Τώρα, εάν δεν συμφωνεί με την αρνητική απόφαση, το κράτος μέλος τι μπορεί να κάνει να ζητήσει από την Επιτροπή να ανακαλέσει αυτή την απόφαση. Εάν δεν την ανακαλέσει η Επιτροπή, μπορεί να προσβάλλει την απόφαση αυτή να στραφεί το κράτος, δηλαδή κατά της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστήριου. Τώρα, ένα άλλο θέμα που ανακύπτει είναι τι γίνεται στην περίπτωση που χορηγήθηκε η κρατική ενίσχυση και εν συνεχία η Επιτροπή εξέδωσε αρνητική απόφαση, δηλαδή έκρινε ότι αυτή η ενίσχυση δεν συνάβει προς την κοινή αγορά και πρέπει να ανακτηθεί. Εδώ είναι πολύ ενδιαφέρον το θέμα, διότι προφανώς ισχύει η αρχή της διοικονομικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μέλων. Σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη πρέπει να εκτελέσουν την απόφαση της Επιτροπής ή ενδεκομένως του Δικαστηρίου. Βασικά πώς ανακαλώντας την φράξη. Το θέμα βέβαια είναι, και εδώ είδαμε μια πολύ ενδιαφέρονση ανομολογία, αν οι κανόνες ανάκλησης θα εφαρμοστούν. Δηλαδή, ας βάλουμε μια έννοη τάξη όπως η γερμανική, όπου οι κανόνες ανάκλησης των διοικητικών πράξεων έχουν καταγραφεί διεξοδικά στον πόδικα διοικητικής διαδικασίας. Δηλαδή, ενώ οι κανόνες που διέχουν την ανάκληση αποτελούν συγκέρασμό των συνταγματικής περιοριοπής αρχών, της νομιμότητας, της προστασίας, της δικαιολογημένης επιστροσύνης, οι Γερμανοί έχουν καταγράφει ακριβώς εδώ στιγμές μπορεί να ανακληρθεί μια ευμενής πράξη, παράνομη πράξη κλπ. Το θέμα είναι τι θα γίνει με το θέμα που σκούν αυτοί οι εθνικοί κανόνες σύμφωνα με την αρχή της διαδραστικής αυτονομίας. Εδώ έχει βει το δικαιαστήριο ότι, έστω κι αν η αρχή της δικαιολογημένης επιστροσύνης, που είναι πλέον η αρχή του λοσιακού δικαίου, η οποία εμπνεύστηκε από τις έννοις τάξεις, όμως έχει δικό της αυτότεες περιερχόμενο. Επομένως, προκειμένου να αποφασίσουν οι γερμανικές αρχαίες και το αν θα ανακαλέσουν την πράξη, δεν θα εφαρμόσουν το εθνικό διαδραστικό δίκιο, αλλά ελπώς να έχει κριθεί η επιτροπή, έχει κρίνει την ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την εθνική αγορά, προς την κοινή αγορά, οφείλουν να ανακαλέσουν έστω και να έχουν παρέχει πολλά χρόνια απορρίγηση της ενίσχυσης. Δεν θα εφαρμοστούν οι εθνικοί κανόνες περί ανάγκησης, μόνο οι αμυγός διαδικαστικοί, το πιο όργανο εναρμόδιο, αυτό φυσικά είναι βάσει του εθνικού δικαίου. Αλλά δεν θα ισχύσουν οι προϋποθέσεις ανάγκησης που προβλέπει το εθνικό δίκιο, αλλά για τη διασφάιση της αποτελεσματικότητας του εμμουσιακού τσεχνιέου, θα πρέπει να ανακτηθεί η πρωτογραφική ενίσχυση. Επιτροπή στην πόλη κρίνει ότι δεν υπάρχει να συμβάλλουμε την επιτροπή. Κάντε επιτροπή απλώς. Επιτροπή να σας συμβάλλει ο ανοιγμός, κάστε στην αρχή. Όχι, κάστε στην αρχή, δεν θα πει αυτό. Λοιπόν, θα πει κάθε επιτροπή. Στην προκαταπληκτική εξέταση θα πει ότι πρέπει να γίνει ουσιαστική έρευνα, έτσι. Οπότε, θα πεις ότι ουσιαστικής έρευνας καταλήγει στο κρίνει αντικεί απόφαση. Εδώ μεταξύ, όμως, το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε, αλλά χορήγησε την ενίσχυση. Ή, και πιο απλή περίπτωση, δεν γυνοποιήθηκε καν η ενίσχυση στην επιτροπή, χορήγησε το κράτος μέλος, εκ των ιστέρων καταλήξαμε στο ενωσιακό δικαστήριο, έτσι. Καταδικάστηκε το κράτος μέλος. Άρα, τι πρέπει να κάνει, να ανακτηθεί, να ανακτήσει την ενίσχυση, έτσι. Εδώ η ανάκληση θα γίνει, πώς, βάσει των απαιτήσεων των επιταγών του ενωσιακού δικαίου, δηλαδή πρέπει να διασφαλιστεί, τι, η κήρυση του ενωσιακού δικαίου. Και βέβαια, το επιχείρημα είναι, σε αυτήν την περίπτωση, ότι δεν υπάρχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, εδώ, δηλαδή είναι προφανώς κακόπιστος επιχειρηματίας, όταν γνώριζε ότι το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς την βασική του υποχρέωση να κοινοποιήσει την ενίσχυση ή να αναμείνει τη σχετική απόφαση της επιτροπής, έτσι. Δηλαδή, εδώ είναι πολύ ενδιαφέρονες οι νομολογιακές, ας πούμε, κατασκευές. Η ανάκληση της γράψης γίνεται, ας πούμε, αν είχε δοθεί μια επιχωρήληση, θα την δώσει πίσω. Τώρα, η ΕΠΤ είναι περιπέροχη διαδικασίας, φυσικά, με τις διαδικαστικές διατάσεις του κάθε κράτους μέλους, έτσι. Αλλά, βασικά, αυτό σημαίνει ανάκτηση της ενισχύσεως επιστροφή των όσων έλαβε. Τώρα, πώς θα γίνει ακριβώς αυτό η οριθμή, γιατί από το Εθνικό Δίκιο δεν παρεμβαίνει η Επιτροπή, η Επιτροπή εκείνο που απαιτεί είναι να γίνει η ανάκτηση της ενισχύσεως. Και εδώ βέβαια, λόγω χρονικών ορίων. Αν δεν συμμόφωθη, έχουμε άλλη συνέπειες, συνέπειες της μη συμμόφωσης. Ορίστε. Δεν υπάρχει περίπτωση από την αποδέκτηση, χωρίς να γνωρίζει ότι πρέπει να είναι διαδικαστικά από εκεί πέρα. Αυτό είναι θέμα, κοίταξε, δεν ξέρω πώς μπορεί να γίνει. Είναι θέμα που κράτους μέλους προβλέψει, ξέρετε, κάποια αποσημείωση, αλλά δεν μπορεί να μην γίνει η ανάκτηση της ενίσχυσης, διότι το επιτάσσει ο Θεός. Το νοησιακό δίκαιο, έτσι, συνεπάγεται παράβαση του νόφισου, του ανταγωνισμού. Είχα δει πιο πριν ότι μετά το 58 η Επιτροπή μπορεί να δώσει τις άλλες δυνάμεις φάσης. Πολλοί δεν ξεχαναλάβουν. Α, ναι, τι μπορεί να είναι η απόφαση της Επιτροπής. Ότι, τελικά, το μέτρο δεν είναι κρατική ενίσχυση. Διότι είναι κρατική ενίσχυση, αλλά συνάδη πάγεται σε κάποια από τις εξαιρέσεις. Είπω ότι οι δυνάμεις θα τελειώσουν κάποια ώρα. Τι άλλο μπορεί να πει, να δώσει θετική... Το τρίτο ήταν υπόρρο. Το δεύτερο ήταν υπόρρο. Το τέτατο ήταν υπόρρο. Ναι, το τέτατο είναι αυμητική. Κοιτάξτε, αυτό δίνει λίγο φαντασία. Ποιες πιθανότητες υπάρχουν εδώ, έτσι. Τώρα, βέβαια, να πούμε και το εξής, ότι δεν αποκλείεται να καθυστερήσει. Δηλαδή, αν, ας πούμε, η διαδικασία, χωρίς ευθύνη του κράτους μέλους, διαρκέσει, ξέρω εγώ, τρία χρόνια στην Επιτροπή, εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δηλαδή, το δικαστήριο, στο οποίο θα φτάσει η υπόθεση, το συνεκτιμά, έτσι, προκειμένου να κρίνει αν θα πρέπει να ανακτηθεί ή όχι η ενίσχυση. Αλλά όλα αυτά είναι θέματα που αποφασίζονται σε ενωσιακό επίπεδο και όχι σε επίπεδο κρατών μελών. Λοιπόν, και με αυτά ολοκληρώσαμε το διοικητικό οικονομικό δίκιο. Ελπίζω να κερδίσατε κάτι, έτσι, από αυτό. Η σκέψη μου ήταν να κάνουμε περισσότερο, έτσι, σύμφωνα θέματα, ξέρετε, προβλήματα, που αντιμετωπίζουμε τώρα, έτσι, σημαντικές αποφάσεις. Δεν ξέρω αν μπορείς έτσι να δώσεις όλα αυτά που είχα υπόψη. Δυστυχώς, ήταν και ο χρόνος κάπως περιορισμένος. Επάνω σε αυτά θα σας αναλτήσω, όπως είπα, το διάγραμμα του μαθήματος της ΕΙΣ και από πώς θα διαβάσατε τα διάφορα μήματα.