Θρησκεία, πολιτική και κοινωνία, με αφορμή το διάταγμα των Μεδιολάνων /

: Έχει την τάξη ως επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια Λούντ-Σουηδίας και Παλαμών-Λιβάνο. Μελέτες του έχουν δημοσιευτεί επίσης στα Αγγλικά, Ιταλικά, Δαλικά, Γερμανικά, Σερβικά, Ορμανικά και Ρώσικα. Ενδεικτικά, απ' το πλούσιο συνεργατικό έργο του αναφέρουμε τα βιβλία «Κάλλος του Άγιον», «Ο σπε...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας 2014
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=U29THGYqm40&list=PLF_TSWFK8X_O_0A8Hmh_04RACYy9nvU7S
Απομαγνητοφώνηση
: Έχει την τάξη ως επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια Λούντ-Σουηδίας και Παλαμών-Λιβάνο. Μελέτες του έχουν δημοσιευτεί επίσης στα Αγγλικά, Ιταλικά, Δαλικά, Γερμανικά, Σερβικά, Ορμανικά και Ρώσικα. Ενδεικτικά, απ' το πλούσιο συνεργατικό έργο του αναφέρουμε τα βιβλία «Κάλλος του Άγιον», «Ο σπερ ξένος και αλήτης», «Έρος και θάνατος», «Η γυναίκα του Λούντ και σύγχρονη θεολογία», «Περιφωτός», «Φύση και αγάπη», «Θεολογία και τέχνη», «Κυρίου Αλεξανδρίας κατά άνθρωπου ομορφητών», «Θερτόπος και Ορθόδοξο δόγμα», «Σπουδίστη διδασκαλία του Αγίου Κυρίου Αλεξανδρίας Ο κύριος Σταμούλης επίσης σπούντασε μουσική στο Μακεδονικό και στο Κρατικό Δείο Θεσσαλονίκης, ασχολήθηκε με τη χοροδιακή μουσική και σύνθεση. Έχει εκδόσεις από το 1998 πέντε ψηφιακούς δίσκους, ενώ το 2013 τυκλοφόρησε το βιβλίο-δίσκος «Αγάπης Αγαπάω». Μια ιστορήση της αγάπης με κείμενα, τραγούδια και ζωγραφιές. Ο λόγος του κύριου Σταμούλης. Σεβασμιώτατε, φίλες και φίλοι του Βυζαντινού Μουσείου, κλεκτοί προσκεκλημένοι. Καταρχήν, αφήνω να σας ευχαριστήσω τον κ. Καλαϊτζή και τους φίλους του Μουσείου για αυτήν την πρόσκληση, να βρεθώ απόψε ανάμεσά σας σε έναν γνώριμο χώρο που χωρίστηκε στο παρελθόν και σε έναν γνώριμο τόπο, σε μια γνώριμη εκκλησία. Ο φίλος της εξ αρχίζει να τονίσω πως εσύ, εσύ μου, δεν πρόκειται να καλύψει το θέμα στο εύρος που υπόσχεται ο τίτλος της «Τησκία, πολιτική, κοινωνία». Δεν πρόκειται δηλαδή να εισέδωσα μια γενική θεώρηση των δεδομένων στην ιστορία του πολιτισμού σχέσεων θρησκείας, πολιτικής και κοινωνίας, αλλά θα περιοριστώ σε κάποια εισαγωγικά σχόλια για τη σχέση της χριστιανικής εκκλησίας με την πολιτική και την κοινωνία και ακόμη ειδικότερα στη σχέση της ορθοδοξίας με τα μεγέθη της πολιτικής και της κοινωνίας, έτσι όπως αυτή που καλύπτεται μέσα από τη συνέχεια μιας πορείας που ξεκινά από τον μεγάλο Κωνσταντίνο και το διάταγμα τον Μεδιολάνο, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, και φάνη ως σήμερας μας. Ένα διάταγμα, άλλωστε, που μας συνάζει σήμερα, καθώς εγκληρώθηκαν ήδη στις αρχές της Περσινής, στα αλήθεια χρονιά, 1.700 χρόνια από την εκδοσή του. Βέβαια θα πρέπει να σημειώσω, και με αυτό εισέρχομαι στον ιστορικό πυρνή αντιθαματός μου, ότι αν το διάταγμα τον Μεδιολάνο αποτελεί το κυρίως μέρος μιας πράξης που χαρακτήρησε και προσδιώρησε πολύ στην ιστορία του χριστιαντισμού και του πολιτισμού στον συνολό του, υπάρχει ένα προήμιο, ένα εισαγωγικό γεγονός, ουβερτούραν ουμάζεται στον χώρο της μουσικής, που προοδοποιεί τα μελλούμενα και τα συμποσόν. Δίχως άλλο, αναφέρομαι στην τελευταία πολιτική πράξη του Γαλερίου, ο οποίος εκπλήσοντας την ιστορία, εξέδωσε διάταγμα την 30η Απριλίδου 311, με το οποίο ανέστειλε τους διωγμούς των Χριστιανών. Το μίζο βέβαια δεν βρίσκεται στην πάση των διωγμών, αλλά στο επιπλέον, καθώς ο Γαλέριος πηγαίνει πέρα από το προφανές. Επιστρέφει στους έως τότε διωκόμενους τους χώρους λατρείας τους και επιτρέπει την άσκησή της. Βασικός όρος βέβαια ήταν από τη μια εισημόρφωση των Χριστιανών με τους νόμους του κράτους και η συνακόρουθη δέσμευση από μάκρησης από οποιαδήποτε ενέργεια διατάραξης της δημόσιας τάξης και από την άλλη εκμέρους τους αποδοχή της απόδοσης ευχών υπέρ του αθοκράτωρα και του κράτους. Το διάταγμα εφαρμόστηκε σε όλη την αθοκρατορία με εξέρεση τις περιοχές της Ανατολής, οι οποίες βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο του εχθρού των Χριστιανών, Μαξιμίν. Γίνεται λοιπόν σαφές από τα παραπάνω ότι το διάταγμα το Μεδιολάνο το οποίο εκδόθηκε στα τέλη του Ιανουαρίου του 313 ή στις αρχές του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους και μετά την επικράτηση του Κωνσταντίνου του Μαξιμίνου στη Μιλβία γέφυρα στις 28 Οκτωβρίου του 312, μια επικράτηση που πολύ αλλά και ο ίδιος δεν δίσταζε να αποδίδει στη Θεία έμπνευση, δεν ήταν ένα τυχαίο ή αποσφασματικό γεγονός. Ο χριστιανισμός και το αποδεικνύει αυτό τόσο η περίπτωση του Γαλλερίου αλλά και δευτερέ βόδα μικρότερης έντασης από τα ιδιαίτερες σημασίες γεγονότα, όπως για παράδειγμα η αναγνώριση του χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία από τον Τυριδά της Αρμενίας γύρω στα 300 μ.Χ. είχε αναποκτήσει πλέον πολιτική σημασία. Σε αυτό δήχησαν δύο βασικά γεγονότα. Από τη μία, η αδυναμία της ευθύνουσα σεθηνικής θρησκείας να εγγυηθεί την ενότητα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η αύξηση των μελών της χριστιανικής εκκλησίας, τα οποία βρισκόντουσαν τώρα σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Έτσι, ακόμα και αν δεχθούμε την άποψη των ιστορικών πως στην ιστορία δεν υπάρχει αρχή και τέλος, πράγμα που με κάποιο τρόπο δηλώνουν και οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το διάδραμα των Μεδιολάνων κηρύσει την έναρξη μεταμόρφωσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το πρωτόκολλο ίδρυσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Και ο παράγον καθώς σημειώνει με εξαιρετικό τρόπο ο Μπαΐης που ουσιαστικά καθόρισε τον χαρακτήρα αυτής της μεταμορφώσεως, ήταν το όνειρο του μέλλοντος της αυτοκρατορίας όπως ο Κωνσταντίνος το συνέλαβε. Το όνειρο ενός αυτοκράτορα ο οποίος προορίστηκε να κυβερνήσει μια ιδωλολατρική αυτοκρατορία στα θεμέλια μιας ενωτικής χριστιανικής πίστος. Και συνεχίζει ο Μπαΐης. Αυτός ο αυτοκράτορας ενσωματώνοντας το ίδιο το πρόσωπο την επιβλητική μεγαλοπρέπεια της ιδωλολατρικής Ρώμης δεν μπορούσε φυσικά να κάνει τον χριστιανισμό θρησκεία του ρωμαϊκού κράτορους. Αυτό ήταν αδιανόητο. Αλλά ο άνθρωπος στον οποίο ο χριστιανικός θεός κατά θαυμαστό τρόπο έχει δείξει υπερβολική έμνοια είχε μια προοπτική του τι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί και του τι θα μπορούσε να δημιουργηθεί για το μέλλον. Μέσα στην ίδια την ιδωλολατρική αυτοκρατορία θα μπορούσε να αναπτύξει μιαν άλλη, μια χριστιανική αυτοκρατορία. Και κάποτε τα τείχη της ιδωλολατρικής αυτοκρατορίας θα έπεφταν και στη θέση τους το χριστιανικό οικοδόνωμα θα αποκαλύπτουν. Σε μια χριστιανική πρωτεύουσα η ρωμαϊκή παράδοση των νόμων και της διοικίσεως θα αντρούσε την αυθεντία και το κύρωσης από το επέρνατο Ιμπέριον, το οποίο ήταν το μόνιμο στοιχείο στην συνταγματική ανάπτυξη της ρωμαϊκής πολιτείας. Το κράτος το ίδιο που έγινε χριστιανικό και ορθοδόξο θα διατηρούνταν δια μίας καθολικής και ορθοδόξου εκκλησίας, ενώ η ελληνική σκέψη και η ελληνική τέχνη και η αρχιτεκτονική θα διαιώνιζαν την ελληνική παράδοση. Και σε αυτή την προοπτική ο Κωνσταντίνος συνέλαβε, προέβλεψε αν θέλετε, τη Ψαδινή Αυτοκρατορία, στην οποία οι παράγγοντες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του προβλήματος του Κωνσταντίνου, η ειδωλωατρική ελληνιστική παιδεία, η ρωμαϊκή παράδοση και η χριστιανική εκκλησία, σιγά-σιγά συγχωνεύτηκαν με τα μακρόχρονη ένταση και ανταγωνισμό. Έτσι, αν κάποιος πρέπει να αναγνωρίσει το μίζον αυτής της εποχής, θα μπορούσε δίχως κανένα ενδιασμό να συμφωνήσει με το συμπέρασμα του Μπαίνις, πως σε αυτή την περίοδο της διαμάχης δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις και σχηματίστηκαν τα περιθώρια που καθόρισαν το χαρακτήρα του πολιτισμού, που ήταν το επακόλουθο μιας εποχής. Ας επιστρέψουμε όμως τώρα στο περιεχόμενο του διατάγματος του Μεδιουλάνου. Οι σημαντικότερες διατάξεις αφορούν στην ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και στην απόδοση του χριστιανού στις διεμευθύσεις κλησιαστικής περιουσίας. Ο χριστιανισμός κατέστη νόμιμη και επιτρεπόμενη θρησκεία, βρισκόμαστε δηλαδή ενώπιον του εγκαινιαζούν μιας μορφής ανεξιθρησίας, αλλά δεν αναγνωρίστηκε και ως προστατευόμενη η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Η τελευταία πράξη ανήκει στον Θεοδότησο τον 1ο και πραγματοποιήθηκε στις 27-28 Φεβρουαρίου του 380, με τη διακήρυξη κ. Πόπλος. Μια διακήρυξη, η οποία έφερε εφανή τα σημάδια της επίτρασής της από το θεολογικό υπόμαθο της 1ης Οικουμενικής Συνόδος της Μικέας, η οποία είχε προσδιορίσει με σαφήνια τις κύριες γραμμές στις οποίες οι μεταγενέστεροι αυτοκράτερος τα ακολουθούσαν στη σχέση τους με την Εκκλησία, τη στιγμή που η ματιά της ήταν στραμμένη στη 2η Οικουμενική Συνόδος της Κωνσταντίνου που τους τα ακολουθούσε. Οι αλλαγές που εισήγαγε ο Κωνσταντίνος δεν σταμάτησαν στα όσα παραπάνω σημειώθηκαν. Σε συνέχεια και επέκτασή τους, ο αυτοκράτερος προχώρησε σε οικονομική ενίσχυση του χριστιανικού κλείου. Απάλαξε τους κληρικούς από τις επαχθείς λειτουργίες και απαράξε φορολογικές απαλλαγές, εξομοιώνοντας τους προς τους εθνικούς ιερές. Αναγνώρισε νομική προσωπικότητα στην Εκκλησία και εισήγαγε τη δικαιοδοσία των επισκόπων επί ιδιωτικών διαφορών. Χαρόλο, όμως, αυτά, εξακολούθησε για τους αλλαγές να φέρει τον τίτλο του Πόντεφεξ Μαξίμος. Το 324, αρχή της μονοκρατορίες του, ο Κωνσταντίνος έκανε μια νέα προσπάθεια να εγκαθιδρίσει μια μοναδική κρατική θρησκία και συγχρόνως να στηρίξει σε αυτή την αυτοκρατορική εξουσία. Πεπίθιση του η αντιστοιχία ανάμεσα στην ενότητα πίστεως και την ευμερία του κράτους. Ο αυτοκράτος δεν είναι πια Θεός, αλλά ο Ιθελημένος, ο Εκλεκτός του Θεού, που κυβερνά μόνο με τη Θεία Χάρη και Επίνευση. Τάση του να προστατεύονται τα αδύνατα κοινωνικά μέλη από την αυθερεσία των δυνατών. Δεν χωρά καμία αφιβολία πως ο Κωνσταντίνος με τις πράξεις που αυτές αναγνώρισε ότι το κράτος βρήκε στην Εκκλησία τη μεγάλη συνεκτική δύναμη που του ήταν αναγκαία, μια και η επίκοή του και από άποψη πολιτισμική και από άποψη καταγωγής ήταν τόσο διαφορετική μεταξύ τους. Ακόμη το κράτος δέχονταν την ηθική υποστήριξη της Εκκλησίας σε κάθε του σχεδόν ενέργεια. Από την άλλη μεριά η Εκκλησία έβρισε πλούσια υλική ενίσχυση από το κράτος και υποστήριξε στις προσπάθειές της για την εξάπλωση του χριστιανισμού και την καταπολέμηση των αιρέσων. Διπλό το κέρδος, δηλαδή. Η πολιτεία βρίσκε έναν δρόμο να προχωρήσει το διαφορετικό και να ενωθούν τα δυρυμένα μέλη της αυθοκρατορίας και τα διαφορετικά και ο χριστιανισμός βρίσκε εκείνη την ισχύ και την εξουσία για τη δύναμη η οποία του το επιτρέπησε να σταθεί απέναντι στις αιρέσεις. Έτσι όμως η Εκκλησία περιέπησε κάτω από την κυδαιμονία του κράτος. Ενώ το κράτος μπλέχθηκε αθελάτως στις ατέλειδες ενδοεκκλησιαστικές διαμάχες. Οι αγώνες για το ορθό δόγμα έπαψαν να είναι εσωτερικό ζήτημα της Εκκλησίας, μεταβλήθηκαν σε θρησκευτικό πολιτικό ζήτημα και κατέληξαν να φέρνουν τους δυο συμμάχους Εκκλησία και Κράτος πολλές φορές σε ιστορική αμυχανία και άλλες τόσες σε αντίθεση και ανταγωνισμό. Εντός αυτού του πλαίσια, ο Κωνσταντίνος συνέχιζε να προβάλλει τον εαυτότος εκλεκτό του Θεού το Χριστιανό και την αποστολή του έργου αυτού του Θεού. Από τη μεριά του χριστιανισμού συσήγαγε αντί της θεοποίησης του αυτοκράτορα νέα αντίληψη. Το ευτοκράτορα που τον θέλησε ο Θεός και που μόνο με τη Θεία Χάρη είναι σε θέση να ασκεί το λειτουργημά του. Πρέπει να είναι ύπαρπος του Μεγάλου Βασιλέως, προσωρινός εκπρόσωπος του Θεού επί της γης ως την ημέρα της επανόδου του Εκκουρανίου Βασιλέως. Οφείλει να είναι μήμημα και εικόν του Θεού, κοσμούμενος δια τον υψής των αρετών. Εκλέγεται, όπως το λέω, στην εκλογή όπως αυτή δράει και αποκαλύπτεται το Θείο Πνεύμα και η Θεία Θέληση. Πρέπει να συμμορφώνεται προς τις θεμελιώδες αρχές της χριστιανικής δασκαλίας και ηθικής, γιατί μόνο έτσι θα αποδείξει το σεβασμό του προς το Θείο και μόνο έτσι θα το τιμήσει. Η υποχρέωση παροχής προστασίας τους αδυνάτους, η αντίληψη ότι ο βασιλιάς οφείλει να απονέμει η δικαιοσύνη, να μερινά για τους υπηκόους, εξασφαλίζοντάς τους ευημερία και καλήνη, στους φραγμούς της τάσης απολυταχίας και των υποχρεώνων σε Χριστή και συναιτεί άσχησης εξουσίας. Στην περίπτωση που παραμελεί συστηματικά τις υποχρεώσεις του, παραβαίνει το Θείο Νόμο και προσβάλλει τη Θεία Τάξη. Αλλά τότε χάνει την προστασία του Θεού. Τότε είναι πια δυνάμια έκπτωτος και δεν μπορεί να είναι στην πραγματικότητα αληθενός ηγεμόνας. Το δικαίωμα του λαού για αντίσταση δεν αποτελεί στάση και δολοφονία, αλλά και όμως επανάσταση συναντίον του επιβάτη του θρόνου. Ο αυτοκράτορας είναι ο φυσικός προστάτης της Εκκλησίας, που από τη μεριά της τον βοηθά με τα πνευματικά της όπλα να επιτελέσει την αποστολή του. Άλλωστε, αυτοκρατορία και εκκλησία είχαν τον ίδιο λαό, με τα ίδια οράματα, παρόλαις τη διαφοροποίηση μεταξύ των τότε τάξων της κοινωνίας. Αυτός βέβαια ο δυότυπος διάλογος είχε και τη φυσική συνεχεία του. Αυτός ανήκει στην Εκκλησία, αλλά και η Εκκλησία του ανήκει. Το ίδιο και οι κληρικοί, και ως εκ τούτου τόσο αυτοί όσο και η Εκκλησία στο σύνολό της, του οφείλουν τέλεια υπακοή. Ο αυτοκράτορας, που είναι υπεύθυνος για την επικράτηση του ηθικού νόμου και της τάξης, αντλεί από την αποστολή του αυτό το δικαίωμα να επεμβαίνει στα ζητήματα της οργάνωσης της Εκκλησιαστικής Ζωής των Εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων και της Εκκλησίας γενικότερα. Ο ίδιος συγκαλούζε τις τοπικές και οικουμενικές συμόδους. Μόνο με την υπογραφή του γίνονταν έγκυρας και μπορούσαν να μπουν σε εφαρμογή αποφάσιστος. Επερέφερε ακόμα και στον καθορισμό της έκτασης των Εκκλησιαστικών Επαρχιών, στην εκλογή και προαγωγή Επισκόπων, Μητροπολιτών και του ίδιου του Πατριάρχη. Αφαίνονταν πολλές φορές για την ορθότητα της μιας ή της άλλης απόφασης της Εκκλησίας. Εξέδιδε διετάγματα δογματικού περιεχομένου. Αλλά και στον πιθαρχικό επίπεδο είχε δικαίωμα να τιμωρεί, να καθερεί και να αλλάζει Πατριάρχης και Αρχιερείς, χωρίς αυτό να φαίνεται ότι θύγει το κύρος και προσβάλλει την αυτονομία της Εκκλησίας. Και τούτου διότι για την Εκκλησία ο αυτοκράτορας ήταν πλέον ένας από τους πιστούς. Δεν ήταν ανωτερός της και πρέπει να υπακούν και να συμμορφώνται προς τις επιταγές και τους κανόνες της, εκείνους βέβαιοι οι οποίοι αφορούσαν στο πνευματικό πεδίο. Κάθε απόκλεισή του από το θείο νόμο και κάθε αντίθεσή του προς ιερούς κανόνες θα πρέπει να λεγχθεί αυστηρά και να χτυπηθεί. Η δύναμη και η υπερσία του κλείου απέβησαν το βήμα της λαϊκής ελευθερίας και του δικαίου. Αποφασίζονταν ότι καμία αρμοδιότητα δεν έχει ο αυτοκράτορας στις υποθέσεις της Εκκλησίας, υπήρξαν σπάνιες και μοναχικές. Αυτός ήταν προφανώς και ο λόγος που η Εκκλησία δείχθηκε από την αρχή πρόθυμη σε λειτουργικού συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Αποδέχθηκε ουσιαστικά άνεχθαν τη στάση ως την αυτοκρατορική νομοθεσία στην Ανατολή στον τομέα της εκκλησιαστικής διοίκησης του αυτοκράτορα το δικαίωμα να επεμβαίνει στις αποφάσεις της και να διαιτητεύει στα ζητήματά της, ακόμη και τα δοματικά. Η πρακτική αυτή, αμφισβητήθηκε μόνο τον αυτοκράτορας από πειράθηκε να εκμεταλλευθεί αυτά τα δικαιώματα κατά τρόπο που ξεπερνούσε κάθε όριο ανοχής. Στην πρωτοπορία αυτής της αμφισβήτης και των σωμαϊκόλουχων αντιδράσεων βρέθηκαν τις περισσότερες περιπτώσεις οι μοναχοί, οι οποίοι που λίγες φορές επιχείρησαν τιματέως των εμφανιζόνων εκτροπών. Και είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιπτώσεις τούτο επετέχθηκε. Η αυθαιρεσία των πρώτων στιγμένων έθαρσα στην πορεία τη θέση της στο σεβασμό της αυθεντικής διατύπωσης του δόγματος, το οποίο υπήρξε καρπός της συνοδικής πράξης εκκλησίας. Σε κάθε όμως περίπτωση και εντέλει το ζήτημα των σχέσεων κράτους και εκκλησίας εξαρτιόταν από τον θρησκευτικό, ηγέτη και τον ανοιητικό ορχηγό από την περισσότερο ή λιγότερο ισχυρή προσωπικότητα του αυτοκράτωρα και του πατριάρχη. Από εκείνα δηλαδή τα πρόσωπα, τα μέλη του κοινού οργανισμού, που ξεπρόβαλε μέσα από τη διαδικασία μεταμόρφωσης της τρομαϊκής αυτοκρατορίας και με όπλα την αρμονία και τη συνεργασία, θεωρήθηκε ως η μόνη λύση, η μόνη προϋπόθεση, αν θέλετε, προκειμένου να επιτεχθεί η κοινή και άκρως πολυπόθετη ευημερία εκκλησίας και κράτους. Με τις διαδικασίες αυτές, ο παλιός ανταγωνισμός ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος φάνηκε να φτάνει στο τέλος του. Σεβασμιότατε κυρίες και κύριοι, η κατανόηση και η κριτική θεώρηση του διατάγματος του Μεδιολάνου, αλλά και της συνολικής πολιτικής του Μεγάλου Κωνσταντίνου, δεν υπήρξε στο παρελθόν, δεν αποτελεί και σήμερα εύκολη υπόθεση. Από τη μια μεριά έχουμε απόψεις που θεωρούν πως με την αναγνώριση του 313 η εκκλησία έλαβε διαστάσεις που της όφειλε η ιστορία και απέκτησε τις ιδυνατότες και δυνάμεις που επέτρεψαν την αδιάκοπη λειτουργία της μέχρι και σήμερα. Μια λειτουργία που σε πολλές περιπτώσεις στηρίζεται ολοκληρωτικά στη δύναμη και την εξουσία, που της δίνει η θεσμική της διάσταση και ο κρατικός της χαρακτήρας. Ενώ από την άλλη, δεν είναι λίγη εκείνοι που πιστεύουν ότι η αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημη στη θρησκεία της ευρωμαϊκής αυτοπρατορίας συμπίχτη με την αρχή της εκκοσμίκευσης εκκλησιαστικής ζωής. Και τούτο διότι το εκκλησιαστικό σώμα που ενσάχωνε τη χαρισματική ενότητα ως ομολογία και μαρτυρία αληθίας μέσα στον κόσμο, αφου μειώνεται κατά πώς η Μαναράς τώρα και ταφτίζεται με το κοινωνικό σύνολο, που αποτελεί ενότητα όχι χαρισματική και αποκαλυπτική, αλλά μόνο πολιτιακή πολιτική ή ενότητα θεσμικών συμβάσεων. Ο κλήνος πάλι να είναι η κεφαλή της ορατής ενότητας σώματος των πιστών, ιστήπον και τόπον των πιστού και εντάσσεται στην κοσμική επαγγελματική ιεραρχία του δημόσου βίου, ιστήπον και τόπον των κοσμικών αξιωματούγων του κοινωνικού συνολου. Οι επίσκοποι και πρεσβύτεροι της ευχαριστιακής σύναξης μεταβάλλονται σε αρχιερείς και ιερείς της καθητικής θρησκείας. Μάλιστα σε τέτοιο βάθμο έφτασε αυτή η κοσμίκευση που υποστηρίζεται πως η αναγνώριση ήταν, εν τέλει, ο τάγος της θεολογίας και αρχή της βαβυλώνιας σκλαβιάς εκκλησίας των εθνισμών και στο αστικό κράτος. Σκλαβιάς που την έχει φέρει στην τραγική θέση να παρακολουθεί αδύναμη την μεταμοντέρνα διάλυση της κτίσης του Θεού, αυτή η μόνη που θα μπορούσε να αντισταθεί στην επερχόμενη και να την εδώ ανήκω τη βία. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σύνθεσης, η οποία στηρίζεται στην αρχή πως η Εκκλησία δεν μπορεί πάρα να έχει σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχήματα και ως εκ τούτου και με τις πολιτικές εξουσίες του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σύνθεσης, η οποία στηρίζεται στην αρχή πως η Εκκλησία δεν μπορεί πάρα να έχει σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχήματα και ως εκ τούτου και με τις πολιτικές εξουσίες του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σύνθεσης, η οποία στηρίζεται στην αρχή πως η Εκκλησία δεν μπορεί πάρα να έχει σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνευτική πρόταση, η οποία κατανοώντας τις υπερβολές και των δύο αναγνώσεων που προηγήθηκαν, αλλά και την αντικειμενικότητα για την αλήθεια επιμέρους κρισεών τους, κινείται σε έναν άλλο χώρο, το χώρο της σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις με όλα τα ιστορικά σχέσεις του κόσμου. Και το λέγω αυτούτο, διότι όσο αμαρτία είναι η μονοφυσιδική και γνωστική τους απολυτοποίηση της ιστορίας, του εδώ και τώρα, και η ταυτόχρονη αδυναμία θέασης των εσχάτων υπέρ ιστορισμός, άλλο όσο αμαρτία είναι η σχολαστική παραδοχή και αποδοχή θεωριών νεστοριανής προέλευσης που αναφέρονται στο τέλος της ιστορίας ως βασιστική προϋπόθεση για την αρχή της Βασιλείας, υπέρ ασχατολογικισμός, θεωρίες και στάσεις που αντλώντας ή και στοχεύοντας εγκαταστάσεις ηθικιστικής καθαρότητας, αδυνατούν να δεχθούν πως ο Χριστός ως μεθόριο χτιστού και ακτίστου ιστορίας και ασχατολογίας οδηγεί με τον τρόπο του που αποκαλύπτει την καθημερινά στο μυστήριο της Ευχαρισίας την έσχατη ημέρα. Σε εκείνη την υποστατική πραγματικότητα δηλαδή που αποκαλύπτει την επτακτική ανάγκη να περάσουμε από θεωρίες περί του τέλους της ιστορίας στην οδολογική προσδοκία της τελείωσης της ιστορίας εντός της Βασιλείας του κατασυκοφαντημένου και κακοποιημένου Χριστού που δεν έχει τέλος. Άλλωστο, όπως πολύ σωστά είχε ψημαθεί, ολόκληρη ιστορία της Θείας Αποκαλύψεως δεν νοείται παρά πως μια συνεχής πορεία σαν κόσμος του Λόγου του Θεού μέσα στο ιστορικό γένναστα. Στο σημείο αυτό νομίζω πως είναι αναγκαία μια διευκρινήση. Συχνά στο θεολογικό μας χώρο γίνεται συζήτηση για την αλλοτρίωση. Τις περισσότερες φορές, ενώ όχι όλες, ως αλλοτρίωση περιγράφεται εκείνη η κατάσταση απήθειας ή σταδιακής απομάκρυσης από μεν τρόπο μιας ιστορικής κοινότητας, στις περισσότερες περιπτώσεις της κοινότητας, άλλως των κοινων, της πρώτης εκκλησίας του Χριστού. Άλλες φορές, ως αλλοτρίωση, κατανοείται η απομάκρυση από τους καρπούς που παράγει η ζωή μιας της κοινότητας, όπως για παράδειγμα τα δόγματα, οι κανόνες, οι συνθηκείες, οι επιταγές και η τέχνη. Έχω την αίσθηση πως όλες αυτές οι αλλοτριώσεις μένουν ανόητες, δίχως νόημα, εάν δεν σημειώσουμε ότι η πραγματική αλλοτρίωση είναι η ιδιέρηση των μελών του εκκλησιαστικού σώματος από το πρόσωπο του σακωμένου λόγου του Χριστού. Με άλλα λόγια, η απώλεια του προσώπου, μέσ' την ιακόλια της σχέσης ενός συγκεκριμένου τρόπου ύπαρξης που αποκαλύπτεται πάντα από αυτό το πρόσωπο. Και τούτο διότι ιδανικές, ιδιλιακές κοινότητες δεν υπήρξαν και νομίζω πως δεν θα υπάρξουν ποτέ στα όρια της ιστορικής παραδικότητας. Ακόμη και αυτή η πρώτη εκκλησιαστική κοινότητα, στην ιστορία του πολιτισμού, η κοινότητα των μαθητών, βίωσε εντός της το πρόσωπο του μαθητή Ιούδα, την τραγωδία της αλλοτρίωσης. Συνεχώς, το κριτήριο της αλλοτρίωσης δεν προσδιορίζεται από την οποιαδήποτε πιστότητα στη ζωή της κοινότητας, αλλά από τη ζωή του Χριστού εντός της κοινότητας ή τη ζωή της κοινότητας με το Χριστό. Και το λέω εγώ αυτό διότι το Ευαγγέλιο, χωρίς να ταχτίζεται με τον κάθε υπαρκτό και οπωσδήποτε ιστορικό χριστιανισμό, είναι από μόνο του, ως περιγραφή της ζωής, το υπόμοιμα της ιστορίας της συγκεκριμένης κοινότητας σαν Χριστό, ένας υπαρκτός και οπωσδήποτε ιστορικός χριστιανισμός. Τόσο ιστορικός όσο και το πρόσωπο του Ιησού. Ένας ιστορικός χριστιανισμός που όποιες δίκοτε αστοχίες και προδοσίες του, σαν αυτή του Ιούτα, αλλά ακόμη και όποιες δίκοτε αταξίες και ατιμελησίες του, δεν αλλοτριώνουν το πρόσωπο του Χριστού, αλλά την ίδια τη κοινότητα. Δείχνοντας πως η τραγικότητα, χαρακτηριστικό που αδυνατούν να δουν οι υπέρμαχοι θεωριών καθαρότητας, αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης που δεν μπορεί παρά να χρεώνεται πάντα τα αποτελέσματα της αβάστασης της ελευθερίας με την οποία πλάστηκε. Δεν τέλει αυτές οι αταξίες και αστοχίες, η έριψη δηλαδή μιας καθαρής ηθικιστικής πραγματικότητας και ακρίβειας, που δίνουν στο Ευαγγέλιο το πραγματικό του μέγεθος, την αληθινή του διάσταση, που ορίζεται κατά τρόπο παράδοξο από την παρουσία του ακτίστου, αλλά και την δραματική πορεία του Χριστού να αγγίξει το ακτιστό. Αυτό γίνεται σαφές πως η σωτηρία, πως ανερμήνευτη και ταυτόχρονα χειροπιαστή πραγματικότητα, δεν αναζητεί στην οποιαδήποτε πιστότητα στον παρελθόν, αλλά στην κοινωνία, τη ζωή του προσώπου του Χριστού, που καλεί από τα έσκατα. Στη συνεχή αποκάλυψη της πιστότητας στο μυστήριο της υποστατικής ένωσης, τη συνεχή κατάχραστη στο σύμβολο της πίστεως, που συνιστά τον πυρήνα του κουλιντισμού της άρκωσης. Έτσι, χωρίς φόβο μπορούμε να πούμε πως η μόνη αδοτρίωση, όπως άλλωστε και η μόνη θανάσιμη αμαρτία, είναι η άρνηση της υποστατικής ένωσης, η άρνηση της άρκωσης του Λόγου του Θεού Πατέρα, η απομάκρυση από το Ευαγγέλιο της Βασιλείας, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και είναι σαφές πως η οποιαδήποτε άρνηση της άρκωσης του Λόγου δεν διαβρώνει μόνο την αλήθεια του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, αλλά καταργεί ολόκληρη την Αγία Τριάδα. Η σάρκωση του Θεού Λόγου του ενός Τριάδος αποκαλύπτει την όλη Τριάδα. Κάνει την όλη Τριάδα, εάν μπορούμε να το πούμε έτσι, να αληθένει. Γράφει σχετικά ο Άγιος Βηγόρης ο Παλαμάς «Η μία σαρκώθη ο του Θεού Λόγος, ου κάνε δίκνει το Πατήρ, αληθώς ο Πατήρ, ου κάνε αληθώς ο Υιός, ο Υιός ο Υιός, ου κάνε το Πνεύμα το Άγιον Προϊόν και αυτό εκ του Πατρός». Για τέτοια τοποθέτηση, βέβαια, που θέτει στο κέντρο κατανόησης το πρόσωπο του Χριστού, σαφώς και δεν αδιάζει την κοινότητα από τον λειτουργικό της περιεχόμενο. Πολύ περισσότερο δεν εισηγείται μια κάποια απόδραση από τα όρια της αμεσότητας, ούτε βέβαια οδηγεί σε τυπικές αδομοκρατίες, μυστικισμούς και θεωρίες καθαρότητας. Η κοινότητα είναι αυτό που είναι εξαιτίας του Χριστού. Αυτό που κάνει την κοινότητα εκκλησία είναι ο Χριστός μέσα μας. Ο ίδιος Χριστός που έκανε την Μαρία Θεοτόκο. Ο ίδιος Χριστός με την ύπαρξή του επιτρέπει να άθλει στον Μυστηρίο της Αγιότητας. Σε τελική ανάλυση ως αλλοτρίωση μπορούν να θεωρήσουμε την απώλεια της σχέσης, την αποτυχία κοινωνίας με τον Πρόσωπο του Χριστού και δι' αυτού με τον κόσμο λάκερο εντός της κοινότητας, εν χρόνο και εν τόπο. Τούτο δίχως άλλο, μπορεί να σώσει τους ταπεινούς και καταφρονεμένους από τον αντιφάγω ειθηκισμό, αλλά πολύ περισσότερο από τη συνεχή επιστροφή στα ιδανικά του παρελθόντος. Ενώ ο παρελθόντος που κλεισμένο πάντα στη μήτρα της συναισθηματικής μεγέθυνσης, γέννημα της εξιτανίκιας που δημιουργεί απομάκρυση από τη στιγμή, θεωρείται πάντα καλύτερο από το παρόν, καλύτερο οπωσδήποτε και από αυτά που θα έρθουν. Και επανερχόμαι τώρα, μετά τη μακροσκευή αλλά θεωρώ αναγκαία για την κατανόηση των πραγμάτων συζήτης στις σχέσεις της Εκκλησίας με την ιστορία και την πολιτισμό, προκειμένου να κλείσω αυτή μου την εισηγήση, με συγκεκριμένες παρατηρήσεις για τη σχέση της Εκκλησίας με την πολιτική και συνεχώς με την κοινωνία. Πρώτον, η Εκκλησία, όσο και η Θεολογία και νομίζω πως φάνηκε αυτό που όλα όσα έχουν προηγηθεί, είναι από τη φύση της πολιτική. Η άρνηση της πολιτικής της διάστασης, η έγνοια της δηλαδή για τα κοινά, την κοινωνία και των άλλων, δεν μπορεί παρά να την οδηγήσει, και έχει συμβεί αυτό στο παρελθόν στα όρια του διαλόγου της με την ιστορία και την αθροσομιλησία της, σε καταστάσεις ενθουσιαστικές όπου η κυριαρχία του χαρισματικού στοιχείου καταπιέζει έως εξαφάνι τόσο τη θεσμική της δομή, όσο και τον ίδιο του τον εαυτό. Και τούτο διότι η αφησιμία της φύσης της κατανοεί χάρισμα και θεσμό σε συνεχή διάλογο, ένα διάλογο που επιτρέπει την πραγματική ζωή και άνθρωψη της σώματος του Χριστού. Η εκκλησία δεν μπορεί παρά να διαλέγεται με την ιστορία για το πολιτισμό. Η εκ των πρωτέρον ενοχοποίηση ενός εκ των δύο, ή και των δύο και η άρνηση οποιασδήποτες σχέσης μαζί τους, αποτελεί προδοσία της αυτοτητάς της. Δεύτερον, η εξέταση της σχέσης του χαρισματικού σώματος της εκκλησίας προς την κάθε μορφή εξουσίας είναι βασικό θέμα της δοματικής θεολογίας, δηλαδή του πυρήνα της πίστευας. Γεγονός που αποδεικνύει ότι η συζήτηση για την ανακάλυψη της βάσης του διαλόγου κλησίας, πολιτικής και κοινωνίας δεν σχετίζεται με τα περί την θεολογία, αλλά με τον ίδιο το πυρήνα του ίνα της, με τον ίδιο το ανατολογικό πυρήνα της εκκλησίας. Τρίτον, η εκκλησία θα πρέπει να εγκαταλείψει την αμαρτία της υποκρισίας. Δεν είναι δυνατόν καθώς τονίζει ο Μητροπολίτης Χαλκιδώνος Μελήτων η εκκλησία και μάλιστα η Ορθόδοξος η δική μας εκκλησία να νοηθεί ως άσχετη προς τη ζωή, προς τους καιρούς, προς την αγωνία αυτής της ώρας, προς τα φλέγοντα προβλήματα αυτής της στιγμής, απλώς ως πόλη σε πάνω όρους κοιμένη και θεωρούσαμε απ' αυτήν. Ως εκκλησία ήμεθα εμπεμπλεγμένη στην πορεία του γένους των ανθρώπων, εις την μεγάλη ναυτή περιπέδεια που ονομάζεται ιστορία, αργούσα εις την τελείωση των εσκάτων. Οι υποκρινόμενοι τη χθες απουσιάζουν οπότε σήμερον, και η αύριον έρχεται ανεθυμόν. Ο Μιλώνης στην τέταρτη πανωρθόδοξον διάσκεψη της Γενέβης, ήχον ειπεί συνεχίζει ο μεκαριστός Μητροπολίτης Χαλκιδόνου Σμελήτων. Η χθες παρήλθε προ πολλού, ούτε καν της σήμερον ζόμεν, μας προέλαβεν ημεθάβριον. Το επαναλαμβάνω αυτό σήμερον εντονότερο, διότι είναι η πέραν της αυτάρκους υποκρισίας αλήθεια, η απλή, η ευκολοτέρα αντιμετώπιση των προβλημάτων είναι να τα χλεβάσει και να τα κατακρίνει κανείς και να τα αντιπαρέχει, όπως η αιρεύση του λεβίδι της αμαρτικής παραβολής. Αλλά η πληγή είναι εδώ και κράση. Αν όλοι οι μικρόνοες, όλοι οι εθελοτυφλούντες, όλοι οι παρελθοντολόγοι και εγκαυκόμενοι για την αρετή της εκοχής τους συνομοτίσουν, η εκκλησία έχει χρέος να σταθεί με θεαρτική κατανόηση εν ανθρωπιζωμένη, όπως ο κύριος όστισε, εν μέσω ενός νέου κόσμου, που έρχεται μακρόθε και να ακούσει αυτήν την αγωνιώδη κραυγή. Όμως, που έρχεται νέος εις το προσκήνων της ιστορίας. Εγαπητοί μου, είναι σύνηθες οι σημέρες μας. Η σημασία του διατάγματος για τον κόσμο στον οποίο ζούμε να διαβάζεται μόνο μερός. Έτσι, η θρησκευτική ελευθερία και έκφραση, τα μηνύματα της καταλλαγής και του αλληλοσεβασμού, έχουν νόημα για το δικό μας σώμα, για το ημέτερο παν και μόνο. Η διεκδίκηση δεν περιλαμβάνει τον άλλο, το άλλο, το διαφορετικό και τον ξένο. Πρόκειται στα αλήθεια για ένα διάλογο στον οποίο στους δύο τρίθους δεν χωρεί. Και τούτο διότι καθώς πιστεύω, ζούμε σε μια εποχή πιστροφής, αναβίωσης μορφών σκληρού, θρησκευτικού φονταμενταλισμού και φανατισμού. Πρέπει κάποτε να το καταλάβουμε πως εκκλησιολογικά ο κόσμος όλος είναι εκκλησία. Αλλά πολιτιακά, η εκκλησία είναι μέρος ενός κόσμου που εμπεριέχει την έννοια του διαφορετικού και ο άλλος στέκεται ισότημα απέναντι στον ορθόδοχο χριστιανό ως μέλος μιας πολιτείας και ενός κράτους, ενός κόσμου λάκελμα, αν θέλετε, που το μοιραζόμαστε από κοινού. Στη βάση αυτού του κόσμου βρίσκεται, όσον αφορά τα καθημάς, η Ελληνική Λομοθεσία, το Σύνταγμα αλλά και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Πραγματικότες που η δημιουργική τους ανάγνωση είναι αποφυγή της αλαζονίας τόσο από την πλευρά της εκκλησίας όσο και από την πλευρά της πολιτείας. Ο ειλικρινής διάλογος που προϋποθέτει σεβασμό της διαφορετικότητας, πρόσφυγης της διαφορετικότητας – αυτό είναι το περιεχόμενο του διατάγματος στο Μεδιωλάνο – εκτιμένου της δημόσιας πλατείας, η οποία αποτελεί το ουσιώδης κριτήριο που απορροφά τους χραδασμούς του ιδιωτικού και του κρατικού. Εάν ταθεί αυτή η ειλικρίνεια – και σε πολλές περιπτώσεις χάνεται – εσωτερικής και εξωτερικής φύσεως η ειλικρίνεια και κυριαρχήσε η προπατορική υποκρισία, η αύριο – για να επαναλάβω τα λόγια του Μητροπολίτη Χαλκιδώνος Μελήτος που ήδη προσημειώθηκαν – θα έλθει άνεθιμο. Εδώ κλείνω την εισηγή μου. Είμαι στη διάθεσή σας διότι θεωρώ ότι τα σημαντικότερα λεγόντε βγαίνουν στον διάλογο. Αυτό ήταν απλά μια πρόκληση για να ακολουθήσεις τη συζήτηση. Ευχαριστώ.