Διάλεξη 3 / Διάλεξη 3 / Διάλεξη 3

Διάλεξη 3: Στα δύο προηγούμενα μαθήματα, συζητήσαμε κυρίως πώς τέθηκε το ζήτημα που σήμερα ονομάζουμε συνακτικό και πώς δόθηκαν κατά καιρούς διάφορες λύσεις. Είδαμε και τις δυνατές πτυχές αφοτολύσων, είδαμε και τις αδύνατες. Συζητήσαμε επίσης που βρίσκεται σήμερα η κατάσταση όσον αφορά την έρευνα τω...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Τσαλαμπούνη Αικατερίνη (Επίκουρη Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Σπουδή στη συνοπτική παράδοση και στην Q
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=332f5f06
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 3: Στα δύο προηγούμενα μαθήματα, συζητήσαμε κυρίως πώς τέθηκε το ζήτημα που σήμερα ονομάζουμε συνακτικό και πώς δόθηκαν κατά καιρούς διάφορες λύσεις. Είδαμε και τις δυνατές πτυχές αφοτολύσων, είδαμε και τις αδύνατες. Συζητήσαμε επίσης που βρίσκεται σήμερα η κατάσταση όσον αφορά την έρευνα των συνακτικών Ευαγγελίων και σήμερα θα προχωρήσουμε λίγο παραπέρα και θα πούμε πίσω από το συνακτικό πρόβλημα ή αν θέλετε πίσω από τη στιγμή που αρχίζουν και δημιουργούνται τα Ευαγγέλια. Και αυτή είναι μια, θα λέγαμε, ενδιαφέρουσα πτυχή και μία πτυχή που γενικά τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να συζητηθεί στις βουλικές σπουδές, μολονότι ουσιαστικά κάποιες πρώτες μελέτης είχαν κάνει την εμφάνιση τους πολύ νωρίτερα και ήδη είχε προηγηθεί μια μεγάλη πορεία μελέτης σε διάφορα κείμενα όσον αφορά άλλα κείμενα της αρχαιότητας αλλά και άλλων πολιτισμών. Λοιπόν, υπήρχε μια παράδοση γύρω από αυτό το θέμα ωστόσο δεν είχε δοθεί τόσο μεγάλη η σημασία στα δουλεινικά και θα εξηγήσουμε και γιατί και τι προεκτάσεις έχει αυτό. Αυτό για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα είναι η προφορικότητα. Και ουσιαστικά αυτή η μελέτη της προφορικότητας ως μηχανισμού παράδοσης των λόγων και των έργων του Ιησού είναι, όπως είπα, μια σχετική τάση στην έρευνα ή μια τάση η οποία συνδυάζει πολλές και διαφορετικές επιστήμες όπως την πολιτισμική ανθρωπολογία, την ιστορία, οπωσδήποτε την ιστορία της λογοτεχνίας κλπ. Και όταν λέμε προφορικότητα, ουσιαστικά ενώ με τον τρόπο επικοινωνίας σε διάφορους πολιτισμούς ή κοινωνίας όπου απουσιάζει ή είναι περιορισμένη η εγγραμματοσύνη και ως εγγραμματοσύνη ή γραμματοσύνη συνέχως αποδίδουμε στα ελληνικά την αγγλική λέξη λυτέραση που σημαίνει ακριβώς τη δυνατότητα των ανθρώπων να γράφουν να αποτυπώνουν δηλαδή το λόγο τους σε γραπτό κείμενο και ενώ με και όλους αυτούς τους μηχανισμούς και όλα αυτή τη τεχνολογία θα λέγαμε γιατί πάντα δεν ήταν έτσι όπως το φανταζόμαστε αυτή τη τεχνολογία παραγωγής γραπτού λόγου. Η προφορικότητα δεν έχει να κάνει με αυτά, καταλαβαίνουμε ότι έχει να κάνει με πολύ διαφορετικές τείχες της ανθρώπινης επικοινωνίας και του πολιτισμού. Βασικός εκφραστής της προφορικότητας, της μελέτησης και της προφορικότητας είναι ο Walter Ohm ο οποίος δεν ξεκίνησε από τους αρχαίους πολιτισμούς αλλά άρχισε να μελετάει την προφορικότητα στο επίπεδο των σύγχρονων κοινωνιών. Ο Ohm έλαβε υπόψη του διάφορες μελέτες, έλαβε υπόψη του μελέτες κυρίως φιλολόγων οι οποίοι ασχολήθηκαν και με το λαϊκό πολιτισμό και με τα φουκλωρικά κείμενα αλλά περισσότερο αισθίασε την προσοχή του στους σύγχρονους μηχανισμούς επικοινωνίας και μετάδοσης πληροφοριών και γι' αυτό μίλησε και για πρωτογενή προφορικότητα αλλά και για δευτερογενή. Αυτή η secondary orality όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει είναι το πιο δυνατό σημείο της σκέψης του Ohm γιατί ακριβώς δείχνει καταρχάς πόσο ζωντανή είναι η προφορικότητα αφού δεν πάβει ένα κείμενο να ζει και να εξελίσσεται όταν αποκρισταβώνεται μέσα στο γραπτό λόγο αλλά συνεχίζει από εκεί και πέρα, από το γραπτό λόγο και εξής, ξανά να εξελίσσεται προφορικά με αποτέλεσμα να έχουμε την δευτερογενή προφορικότητα. Εγώ τώρα μίλησα όσον αφορά τα κείμενα, έκανα την εφαρμογή του Ohm στα κείμενα τα δικά μας αν και ουσιαστικά εκείνος για αυτά μίλησε, μίλησε δευτά και έχονται σε υπόψου και τα μέσα μας ζητήσουν ενημέρωση σήμερα και τα δικά μας σίγουρα μέσα αντικοινωνίας όπου εκεί εντόπισε την δευτερογενή προφορικότητα λέγοντας ακριβώς ότι ο πολιτισμός μας σήμερα είναι ένας πολιτισμός όπου η δευτερογενής προφορικότητα έχει μια πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Και όπως είπα και πριν, ο Walter Ohm βέβαια είναι το πρόσωπο κλειδί στη μελέτη της προφορικότητας και της προφορικής παράδοσης αλλά δεν είναι ο πρώτος, υπάρχουν άλλοι νωρίτερα πέρα από αυτόν ο Millman Barry, ο Albert Lord, ο Eric Havelock ή ο Marshall McLuhan όλοι αυτοί ασχολήθηκαν με διάφορες πτυχές της προφορικότητας κυρίως μορφές της προφορικότητας που είχαν να κάνουν με το παλιθόν για παράδειγμα ασχολούθηκε και με τους τρογαδούρους και με τις δοξοδίες και τις δοξοδούς και τα τραγούδια τα δημοτικά στα Μαλκάνια και προσπάθησε να δείξει ακριβώς πώς λειτουργεί, ποιοι είναι οι μηχανισμοί τους οποίους λειτουργεί τελικά η προφορικότητα. Όταν λέμε προφορικότητα, η επόμενη φράση, η έννοια κλειδί που μας έρχεται στο νου είναι η έννοια προφορική παράδοση. Η προφορικότητα είναι ο μηχανισμός με τον οποίο η παράδοση προφορική μεταδίδεται. Και όταν λέμε προφορική παράδοση, αυτό που παρατηρούμε πολλές φορές αν και θα μιλήσουμε και στα επόμενα μαθήματα πρισσότερο για αυτά τα θέματα καθώς θα δούμε και την ιστορία της έρευνας της προφορικότητας όσον αφορά μάλιστα και τα βιβλικά κοινήματα, όταν λέμε λοιπόν προφορική παράδοση πολλές φορές εννοούμε στερεότυπες φράσεις ή στερεότυπες μορφές έκφρασης, οι οποίες αποκρυσταλώνονται με κάποιο τρόπο ακόμα και στον προφορικό λόγο και οι οποίες εύκολα επομένως έτσι μεταδίδονται προφορικά σταμένεις μιας κοινότητας. Μια παρημία για παράδειγμα είναι μια χαρακτηριστική στερεότυπη φράση η οποία μεταδίδεται προφορικά. Δεν χρειάζεται κανείς να διαβάσει μια παρημία και αν να ζητήσουμε στον εαυτό μας υπάρχουν πάρα πολλές παρημίες τις οποίες τις γνωρίζουμε αλλά δεν τις διαβάσαμε ποτέ. Μεταδόθηκαν σε εμάς μέσω του προφορικού λόγου. Οι ανέγδοτα τα οποία διαπιστώνουμε ότι γνωρίζουμε πολλοί άνθρωποι κάποιες φορές έξω και από τα σύνορα μιας περιοχής ή μιας χώρας. Εδώ καταλαβαίνει κανείς ακριβώς πόσο ακόμα και σήμερα σε πολιτισμούς το οποίο τελικά είναι κατωμάλλον ή το γραπτί, ωστόσο ακόμα και σήμερα ακόμα και εμείς έχουμε ακριβώς αυτήν τη δύναμη της προφορικότητας η οποία κάνει με τέτοιο τρόπο φανερή την παρουσία της μέσα στις ζωές μας. Όταν μιλάμε τώρα για την προφορικότητα και την προφορική παράδοση τα χαρακτηριστικά υπέροχα ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της είναι το προφορικό περιεχόμενο, μετάδοση μέσα από τους μηχανισμούς παράδοσης, σύμφωνα με τις αρχές προφορικότητας υπάρχουν συγκεκριμένοι μηχανισμοί μέσα από τους οποίους μεταδίδεται η παράδοση και μάλιστα θα πρέπει να πούμε ότι θα κάνουμε συνέχεια συζήτηση για όλα αυτά και θα δούμε ακριβώς ότι υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το πώς λειτουργούν αυτοί οι μηχανισμοί της παράδοσης και πώς η λάμψη αυτοδιασίας είναι η λόχη. Ένα άλλο στοιχείο χαρακτηριστικός προφορικής παράδοσης είναι η πολυμοφία. Και αυτό σημαίνει ότι μπορεί για μια ιστορία, για ένα γεγονός, για έναν πρόσωπο για παράδειγμα και για ένα γεγονός να έχουμε πολλές εκδοχές και παραλλαγές. Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο στην προφορικότητα είναι η ανονιμία. Είπα και πριν το χαρακτηριστικό παράδειγμα μετά ανέβωτα. Κανείς δεν γνωρίζει από πού προέρχονται, ποιος είναι ο εμπνευστής ή ο πρώτος που τα σκέφτηκε. Ωστόσο μεταδίδονται μεγάλη ταχύτητα και είπα και πριν ξεπερνάνε πολλές φορές και τα σύνολα τα γεωγραφικά και τα εθνικά θα πω πολλές φορές ξεπερνάνε και τα σύνολα των χρόνων. Και υπάρχει σύμφωνα με τη θεωρία της προφορικότητας, με τις θεωρίες που έχουμε από τη Θεοζωμακράτη την προφορικότητα υπάρχει γενικά μια τάση της προφορικότητας να αποκτήσει στερεότυπη μορφή γιατί ακριβώς μέσα από αυτές τις στερεότυπες μορφές είναι πιο εύκολο να μεταδοθεί και να μεταφερθεί. Διότι όταν αθένει κάποιος μέσα από μημοτεχνικές διαδικασίες, οι οποίοι ουσιαστικά διαμοφώνουν τέτοιες στερεότυπες μορφές. Μέσα από αυτές ουσιαστικά δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να βάζει μέσα σε κυβότια, τώρα πολύ βέβαια της μεταφορικά, το λέω, της πληροφορίες, μάλλον τρόπο καταφέρνει να τις μεταδοθεί πιο εύκολα. Και επομένως αυτή τη λογική του έχει η στερεότυπη φράση, γιατί είναι σαν θα λέγαμε το κουτί το οποίο περιέχει μέσα του ένα κομμάτι της παράδοσης και ένα κομμάτι του πληροφορικού που πρέπει να μεταδοθούν οι που μεταδοθεί. Τώρα, διάφορες μορφές έχουμε προφορικής παράδοσης, θα δούμε βέβαια και ποιά αναλυτικά όταν θα συζητήσουμε και τις επιμέρους μελέτες ερευνητών στον βιβλικό χώρο, σχετικά με την προφορικότητα. Λέω πως σε κάθε περίπτωση υπάρχουν διάφορες μορφές προφορικής παράδοσης. Υπάρχει, για παράδειγμα, αυτό που λένε ιστορικό κουτσομπολιό. Δηλαδή, μια ιστορία για κάποιον πρόσωπο, η οποία μεταδίδεται χαλαρά, χωρίς να υπάρχει ένας πλήρης έλεγχος της προέλευσης της ή ένας πλήρης έλεγχος ή μάλλον μια καλή εξασφάλιση της σταθερότητας της και της ακριβιάς της. Μία άλλη δύση είναι οι προσωπικές αναμνήσεις. Αναμνήσεις τις οποίες ο καθένας από μας μεταφέρει προφορικά και όχι τα. Και πέρα, όμως, από τις προσωπικές, και έχουμε να κάνουμε διάφορα γεγονότα. Αν εγώ, δηλαδή, αφηληθώ για παράδειγμα μία εμπειρία προσωπική που είχα σε κάποιο ταξίδι μου, αυτό είναι μία προσωπική αναμνήση. Αντίθετα, όταν η εμπειρία αυτή μοιράζεται από διαφόρους, παράδειγμα, όλοι μαζί στη συντάξη συνέβη ένα γεγονός και επομένως μοιραζόμαστε μία κοινή μνήμη για αυτό το γεγονός, εδώ μιλάμε για ομαδικές αναμνήσεις που και αυτές μπορούν να μεταδίδονται προφορικά. Και, ένα άλλο χαρακτηριστικό είδος προφορικής παράδοσης είναι οι γενναλογίες. Πολύ χαρακτηριστικό στον αρχαίο κόσμο, αλλά ακόμα και σήμερα, όπου κανείς, ας πούμε, να μοχλεύει και να ζητά τις απαρχές της γενιάς του και ουσιαστικά διαμορφώνει έναν έστω και προφορικό γενναλογικό κατάλογο. Η αλήθεια είναι, και το είπα και νωρίτερα, ότι στις φιλικές σπουδές η προφορικότητα μπήκε πολύ αργά, σχετικά. Αυτό βέβαια έχει να κάνει με τις γενικότερες τάσεις που έχουμε στις λογοτεχνικές σπουδές, στην κριτική της λογοτεχνίας, δηλαδή μόνο χαρακτηριστικό θα λέγαμε των λογοτεχνικών σπουδών. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι στα βιβλικά συγγενικές γανές οι επιδράσεις από τη φιλολογία και από την ιστορία της λογοτεχνίας και από την κριτική της λογοτεχνίας είναι άμεσες πολλές φορές. Και όπως είπα πριν, οπωσδήποτε εδώ ακολουθείται ένα γενικό παράδειγμα, αυτό που συνήθως το λέμε λογοτεχνικό παράδειγμα και μέσα από το λογοτεχνικό αυτό παράδειγμα ουσιαστικά διαμορφώθηκε αρχικά η βιβλική επιστήμη. Δηλαδή από την επίρρεια θα λέγαμε αυτού. Έτσι λοιπόν συνήθως, τουλάχιστον κατά το 19ο αιώνα, αυτό που συνήθως λέγονταν ήταν ότι είχαμε μια χαμηλή κριτική, η οποία χαμηλή κριτική ουσιαστικά αναφέρεται στην κριτική του κειμένου, αυτό το χώρο της κριτικής έχει να κάνει με την κριτική του κειμένου και είχαμε και την ψηλή κριτική, που η ψηλή κριτική ουσιαστικά ασχολούνταν με θέματα πηγών και φιλολογικού είδους. Δηλαδή ενδιαφερόταν ο ερευνητής αυτή την περίπτωση όχι να δει απλώς πώς παραδόθηκε ένα κείμενο μέσα στη χειρόγραφη παράδοση αλλά πολύ περισσότερο ποιες πηγές είχε ο συγγραφέας για να συντάξει το κείμενό του σε ποιο φιλολογικό υπήρχε και το κάθε κείμενο, ποιες μπορεί να είναι οι μεταξύ των κειμένων λογοτεχνικές εξαπτήσεις άλλωστε για αυτό μιλήσαμε εκτενές στα προηγούμενα μάθημα. Βλέπετε λοιπόν ότι από την αρχή η συζήτηση θύθηκε καθαρά στο επίπεδο του γραπτού λόγου. Τόσο η χαμηλή κριτική έχει να κάνει με γραπτό λόγο ως όμως και η ψηλή κριτική γιατί, πώς θα δούμε, η γενικότερη τάση ήταν ότι ουσιαστικά οι πηγές ήταν τις περισσότερες φορές γραπτές ή τουλάχιστον ήταν αυτές οι γραπτές, ήταν αυτές που ήταν οι πιο σημαντικές. Η κριτική βέβαια της σύνταξης, ακόμα και αυτή, σαφώς βέβαια θα δούμε και για την Φορμιεσίχτερα αλλά η ρενταξιώνς κριτική, η οποία ουσιαστικά έρχεται να απαντήσει στη Μουρφούς Ιστορία και αυτή δεν είπε τίποτε άλλο, ότι το γραπτό κείμενο είναι αποτέλεσμα μιας λογοτεχνικής επεξεργασίας. Μιλάμε όμως για λογοτεχνική επεξεργασία, ουσιαστικά προϋποθέτουμε γραπτό κείμενο και όχι προφύλκο. Μήπως δηλαδή ήδη μέσα στη σκέψη, θα λέγαμε, των ερευνητών, των ερευνητών, το κείμενο είναι πάντοτε, προϋποθήθητες ότι είναι γραπτό. Και επομένως, αφού ξεκινάμε με αυτή την προϋπόθεση, καταλαβαίνετε ότι από εκεί και πέρα, το σημείο αναφοράς μας είναι το γραπτό κείμενο και τίποτε άλλο. Και μια χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του παραδείγματος, του λογοτεχνικού παραδείγματος, είναι και το συνοπτικό πρόβλημα. Γιατί αυτό αμέσως εξεκάθαρο, παρόλο που από πολύ νωριστήθεται το θέμα της προφορικής, όπως το είχαμε πει και όλες, ήδη από αρκετά νωρίς, όμως, σε γενικές γραμμές, αυτό το οποίο προϋποθέτει το συνοπτικό πρόβλημα και αυτό το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε, είναι το γραπτό κείμενο. Είπαμε τις χώρας να δούμε τις εξαπτήσεις ανάμεσα στο Λουκάρο, στο Μαρθέο και στο Μάρκο, ήδη για παράδειγμα το έκπνε κοινό, ανάμεσα στο Μαρθέο και στο Λουκάρο είναι η Κιου, αλλά αυτό πάλωται με βάση το γραπτό λόγο. Πολύ καθαρά φαίνεται το ζήτημα της προφορικότητας, όταν παίρνοντας στο Μάρκο, ρωτήσουμε και ποιες ήταν οι πηγές του Μάρκου. Εδώ είναι ένα ζητούμενο, το οποίο οι οπαδοί της, αυτοί τέλος πάντων περισσότερο δίνουν έμφαση στην προφορικότητα, θα μας πούνε ότι είναι υπροφορικές παράδειγματα, προφανώς ενδεκομένες και γραπτές, ενώ αντίθετα οι υπόλοιποι μπορούν να μας πούνε ότι εδώ πρόκειται καθαρά για γραπτές πηγές. Άρα λοιπόν αυτό το λογοτεχνικό παράδειγμα κυριαρχεί για πάρα πολλά χρόνια στην έρευνα και θα αναφέρω χαρακτηριστικά μία ρύση του μόφατ, ο μόφατας σημαντικός κοινοδιατικολόγος, ο οποίος λέει το εξής. Τα Ευαγγέλια είναι βιβλία που φτιάχτηκαν από βιβλία. Κανένα από αυτά δεν είναι ένα κείμενο που απλά καταγράφει μάλλον την προφορική δασκαλία ενός Αποστόλου ή γενικότερα του Αποστόλου. Οι συμφωνίες και οι διαφορές τους δεν μπορούν να εξηγηθούν επομένως παρά μονάχα με βάση την υπόθεση ότι για μία μεγαλύτερη ή μικρότερη λογοτεχνική σύνδεση μεταξύ τους. Και ενώ λέει ουσιαστικά η προφορική παράδοση είναι η αιτία, ουσιαστικά τελικά είναι ένας υποδέστερος παράγοντας στο σχηματισμό των κανονικών Ευαγγελίων στα Ελληνικά. Αν προσέξουνε αυτό που μας λέει η Μόφατε εδώ, δεν είναι πολύ μας λέει ότι ουσιαστικά ναι μεν υπάρχει η προφορική παράδοση προφανώς, αλλά αυτή δεν είναι και τόσο σημαντική γιατί ουσιαστικά αυτό που έχει σημασία είναι το γραπτό κείμενο και άλλως αυτό που τελικά έχουμε στη διάθεσή μας είναι μόνο το γραπτό κείμενο. Και ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε αυτό πώς λειτουργεί είναι με τη μορφω ιστορία. Είναι γεγονός ότι η μορφω ιστορία έθεσε το ζήτημα της προφορικότητας, δηλαδή η μορφω ιστορία δεν ακυρώνει την εκδοχή να έχουμε ένα προφορικό κείμενο, απλά θεωρεί ότι όλα αυτά τα προφορικά κείμενα είναι τόσο μικρά και αποσπασματικά κομμάτια της παράδοσης για τον Ιησού, όπως λέει ο Γουλιχάζουν, που δεν μπορούμε να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη ή τέλος πάντων δεν μπορούν να μας οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα. Είναι δηλαδή μια τάση, η οποία εκδηλώνεται, σύμφωνα με την οποία ό,τι έχουμε πριν από το γραφτό λόγο είναι αρκετά ασαφέζευε και δεύτερο είναι αρκετά αποσπασματικό για να μπορεί κανείς να συζητήσει σοβαρά με βάση αυτό το αποσπασματικό υλικό. Και μάλιστα το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμα και στις πιο σύνθετες εκδοχές που έχουμε σήμερα για το συνοπτικό πρόβλημα και είχαμε μιλήσει εκτεναίσθητα γι' αυτό και είχαμε πει και την προβληματική, ακόμα και σ' αυτές, όπως αυσχυλιάζουμε τον Μπουαμά, αλλά και άλλων ερμηνευτών, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι τελικά δεν υπάρχει χώρος για την προφορικότητα, γιατί οι ερμηνευτές αδυνατούν να ξεφύγουν από τη λογική τώρα από το κυνέρι. Γιατί ακριβώς το συνοπτικό πρόβλημα από τη φύση του ενέχει αυτό το χαρακτήρα της εγγραμματοσύνης. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για να καταλάβουμε πώς λειτουργεί τελικά όλο αυτό το πράγμα. Ακριβώς επειδή έχει αυτό το χαρακτήρα της εγγραμματοσύνης η όλη συλλογιστική, γι' αυτό είναι αδύνατο, είναι δηλαδή αυτό ακριβώς που λέμε για ανάγκη αλλαγής του παραδείγματος, ανάγκη αλλαγής δηλαδή του τρόπου σκέψης, του τρόπου μεθοδολογίας, του τρόπου αντιμετώπισης των κειμένων. Και μάλιστα επειδή ακριβώς υπάρχει αυτή η λογική, ακόμα και η ΚΙΟ, και αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, αντιμετωπίζεται ως ένα γραπτό κείμενο κατά πολλούς στα ελληνικά. Και επιπλέον και πιο σημαντικό είναι σήμερα προσπαθώντας να εξηγήσουμε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις διαφορετικές αναφορές στα ίδια λόγια από την ΚΙΟ, στο Ματθέο και τα λοιπά, γιατί είπαμε ότι υπάρχουν τις διαφοροποίησεις, κάτι το οποίο δημιουργεί με ένα πρόβλημα, τί που τελικά διάβασαν και οι δύο την ίδια πηγή και γιατί υπάρχουν διαφορές. Ακόμα λοιπόν και εκεί, σήμερα έχουμε καταλήξει ότι υπάρχουν διαφορετικά στρώματα, ή τουλάχιστον αυτόν τον μοντέλο που προτείνεται από τον ΚΙΟ, για ΚΙΟ1, ΚΙΟ2 και ΚΙΟ3, ακόμα και αυτά τα τρία στρώματα, ουσιαστικά δεν είναι τίποτα άλλο, παράγραπτα κείμενα, στη λογική των ερευνητών. Δηλαδή, πάλι μιλάμε για μια, τα λέγαμε, λογική καθαρά προσανατορισμένη στο γραπτό κείμενο. Και αυτό είναι ένα ζήτημα, το οποίο είναι όντως σημαντικό, γιατί ακριβώς δείχνει την απορία που μπορεί να διέξει τον άλλο, στο οποίο μπορεί να οδηγηθεί η σύγχρονη έρευνα. Αρκεί κανείς να σκεφτεί τον τίπλο του βιβλίου του Κλόππερμπορ, «Excavating Q», ανασκάφοντας την Q, για να καταλάβει ακριβώς το πώς αυτή είναι ακριβώς την οτροπία. Διότι και μόνο ο τίτλος δηλώνει ακριβώς τη λογική, ότι η Q είναι το πρώτο αρχική εκδοχή της, είναι κάπου θαμμένη, αν κάτω από στρώματα επεξεργασίας και πρόσληψης και παράδοσης. Και μόνος ο ρεμπτής, σαν τον αρχαιολόγο, πρέπει να σκάψει, να πετάξει όλα αυτά τα επίπεδα, για να στάσει ολικά στην πρώτη, στην πρωταρχική εκδοχή της Q. Και αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί ακριβώς δείχνει, είπα και πριν, ότι μας είναι αδύνατον να σκεφτούμε έξω από τη λογική η περισσότερη της γραπτή λόγου. Και ένα άλλο παράδειγμα χαρακτηριστικό είναι ότι ο Παύλος και η προφορική παράδειση που γνωρίζει, μάλλον παράδειση που γνωρίζει εκείνος, θεωρείται από τους περισσότερους ρεμπτές ως γραπτή. Στο πλαίσιο αυτού του παραδείγματος, δηλαδή θεωρείται ότι ο Παύλος εστικά δεν είχε εμπειρία μιας προφορικής δασκαλίας ως συνοφορά αυτά που λέει ότι σας πάρε ελούσα, αυτά τα πάρε έλαβα κλπ. Αλλά στην πραγματικότητα, αυτός ο οποίος, η πηγή στην οποία ανατρέχει είναι γραπτή. Καταλαβαίνετε βέβαια ότι αυτό το παράδειγμα, και που ήταν ο κυρίαρχος μέσα στην επιστήμη για πάρα πολλά χρόνια, κάποια στιγμή άρχισε να αλλάζει. Και άρχισε να αλλάζει γιατί, βασικά, όλο και περισσότερο, ήταν σαφές ότι ένα πράγμα που χαρακτηρίζει τους αρχαίους πολιτισμούς είναι η προφορικότητα. Δηλαδή, οι πολιτισμοί αρχαίοι, ουσιαστικά, δεν γράφουν τόσο εύκολα, όσο προτείνουν να μεταφέρουν προφορικά πληροφορίες, είτε είναι, όπως είπα, ένα μηχανικό μεταλλημία, είτε μπορεί να είναι μια ιστορία, ή ένα θαύμα για παράδειγμα του Ιησού. Βασικά, η τάση στην αρχαία κόσμο για μια προφορικότητα. Είναι πάρα πολύ λίγο, αρκεί να σκεφτεί κανείς, ότι, ουσιαστικά, οι άνθρωποι κίνησης της εποχής ήταν πολύ λιγότεροι αυτοί που μπορούσαν να έχουν τη δυνατότητα ανάγνωσης και γραφής, και ότι περισσότεροι, ουσιαστικά, στηρίζουν σε ένα προφορικό λόγο και στην ακοή αυτού του προφορικού λόγου, προκειμένου να δημιουργηθούν ή να δημιουργηθούν οτιδήποτε. Άρα, έχουμε, λοιπόν, αυτή τη διαπίστωση, η οποία, όταν έρχεται μέσα στο πλαίσιο των διπλικών σπουδών, αποκτά μια εξαιρετική χρησιμότητα. Και αυτό γιατί πλέον, όλη η παράδοση για τον Ιησού, αρχίζει να αντιμετωπίζεται από το πρίσμα, ακριβώς, αυτής της προφορικότητας. Και, έτσι, η στροφή αυτής της παράδοσης, ουσιαστικά, του παραδείματος, μάλλον, η αλλαγή του παραδείματος, ουσιαστικά, φέρνει μαζί και τη συζήτηση για την παράδοση πριν το γραπτό Ευαγγέλιο. Και, επομένως, εκεί, οι συγγραφείς καταλήμουν, σιγά-σιγά, ότι η πρώτη παράδοση για τον Ιησού μεταφέρθηκε από προφορικά. Βέβαια, οι διαφωνίοντα από κει και πέρα είναι ποια είναι η πρώτη παράδοση και πώς μεταφέρθηκε προφορικά ή αν μεταφέρθηκε προφορικά, αν τελικά την υποκατέστησε πολύ γρήγορα η γραπτία του ορχήτης και ούτε καθέσης. Αυτό δεν είναι εκτός θεμάτων αυτή τη στιγμή που συζητάμε, βέβαια, όμως, αν πραγματισμούς είναι σημαντικά, γιατί μπορούμε να μας δείξουν ακριβώς ποιες είναι οι δυσκολίες ή ποια είναι η γενική κατέφεση στην έρευνα όσον αφορά αυτά τα πράγματα. Τώρα, επιπλέον, τους οπαδούς της προφορικότητας τους ενίσχυσε κατά πολύ το παράδειγμα άλλο κειμένου από την αρχαιότητα. Δηλαδή, είπα και πριν ότι έχουμε τα έργα του Φωλέου, του Λόου, οι οποίοι δεν κάνουν τίποτα άλλο, πρέπει να δουν κειμένες αρχαιότητας και να δουν κατά πόσο αυτά τα γρατά κείμενα είναι από την αρχή της ζωής τους ζωντανά ή αν υπάρχει κάτι άλλο πιο σωπαυτά. Εντωμένως, εδώ έχουμε με αυτήν την, να πούμε, τα πιτεύματα, έχουμε μια στροφή, με τις καινούργιες της Βοξεδίξης, έχουμε μια στροφή και μια αλλαγή του παραδείγματος. Οπότε πλέον τώρα μιλάμε και για την προφορικότητα και για την προφορική παράδοση και μιλάμε φυσικά και για την ύπαρξη και των δύο και της συνεπραξίας των δύο, αλλά πλέον δεν ακυρώνουμε την προφορική παράδοση, ούτε τη θεωρούμε κάτι μικρό και μυδανινό, όπως χαρακτηρίστηκε από τους προηγούμενους ερευνητές. Αυτό που προκύπτει από την προφορικότητα είναι το εξής. Αυτό δηλαδή μας δίδαξαν όλοι αυτοί οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη μετάδοση της προφορικής παράδοσης. Πρώτα είναι ότι μία προφορική παράδοση ενός σχημένου δεν είναι απλώς το να πάρω και να ξεφυγίσω ένα διβλίο ή να πάω πίσω και μετά από πίσω να ξαναπάω μπροστά να ξαφνίσω να πάω μπροστά γιατί θέλω κάτι πολύ διευκολούσο ή κάτι που δεν το θυμάμαι καλά και ούτε καθαξής. Προφορική μετάδοση της προφορίας έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Και κυρίως η προφορικότητα είναι γεγονός. Είναι κάτι περισσότερο που επιτελείται παρά διαβάζεται. Και επίσης αυτό που πρέπει να έχουμε υπόψη είναι ότι στον αρχαίο κόσμο και ειδικότερα στις εξαιρικές κοινότητες ουσιαστικά, ακόμα και αν υποθερήσουν ότι υπάρχει ένα τόκο που διαβάζεται, ουσιαστικά αυτοί που αποδέχονται το κείμενο, οι αποδέκτες του κειμένου, είναι ακροατές και όχι αναγνώστες τις περισσότερες φορές. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί αυτό, όπως είπα, αλλάζει πάρα πολύ το σκεπτικό με το οποίο κοινούμαστε. Ένα άλλο στοιχείο που είναι πολύ σημαντικό και το οποίο υπόψη μας όταν μιλάμε για την προφορικότητα είναι ότι η προφορικότητα είναι ένα κοινωνικό γεγονός, ένα γεγονός κοινότητας. Είναι μια πράξη, ένα γεγονός, το οποίο αφορά την κοινότητα ως σώμα. Και αυτό που καταλαβαίνετε οδιαμέσως, αναδεικνύει την σημασία ακριβώς και το ρόλο που διαδραματίζουν οι κοινότητες στη διαμόρφωση που πλέον τον παραδώσαμε. Αφού είναι κοινωνικό το γεγονός, αφού από πού ισοκρύβεται μια συλλογική μνήμη, αφού λοιπόν συμβαίνουν όλα αυτά, καταλαβαίνουμε τότε ότι η κοινότητα δεν είναι κάτι το οποίο, θα λέγαμε, δεν έχει καμία ιδιαίτερη αξία ή αν θέλετε έχει μια αρχαιολογική σημασία, αλλά η κοινότητα ουσιαστικά είναι αυτή η οποία παίζει τον σημανικό ρόλο στη διαμόρφωση της προφορικής παράδοσης. Και εδώ, σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να συνδέσουμε και μία ακόμα θεωρία, υποτιτλικό ότι είναι γεγονός και επιτέλεση. Εδώ θα πρέπει να εισάγουμε μία πάρα πολύ ενδιαφέρονση έννοια για την οποία μίλησε ο Φόλεη, για την οποία θα πούμε και αρκετά πράγματα στο επόμενο μάθημα, ο οποίος λέει το εξής, ο Φόλεη, θα του πω σήμερα και θα το εξηγήσω και την επόμενη φορά, ο Φόλεη θεωρεί, είναι ο αποδέκτης και ο υποστολικτής, αυτές είναι οι τελετές, των θεωριών εκλογής, των θεωριών που υπάρχουν για την προφορικότητα, αυτός όμως το συνεχίζει παρακάτω και λέει το εξής ο Φόλεη, ότι ουσιαστικά η κοινότητα και κυρίως ο Φόλεη, για να το πω καλύτερα, ουσιαστικά προσλαμβάνει και αξιοποιεί τις θεωρίες πρόσληψης και του Ιζερ και του Γιάους και διαμορφώνει μία, εφαρμόζει αυτές τις θεωρίες πλέον στην προφορικότητα και λέει χαρακτηριστικά ότι όταν έχουμε την προφορική παράδοση, ουσιαστικά έχουμε μια επιτέλεση της προφορικής παράδοσης, αυτό που λένε performance στη γλώσσα της προφορικότητας και αυτή η προφορικότητα δεν είναι πάντα η ίδια, η αφήγηση αν θέλετε, η επιτέλεση μιας ιστορίες, μιας πληροφορίας, δεν είναι πάντα η ίδια αλλά πάνω το έχει να κάνει με τη συνάφεια, πάντα έχει να κάνει με το κοινό, δηλαδή το κοινό είναι αυτό που ουσιαστικά ορίζει τη μορφή που θα πάρει αυτή η προφορική παράδοση και ουσιαστικά η ίδια η παράδοση έρχεται να συναντήσει και να συντακεί κατά το λόγο του Γκάνταμερ με τον ορίζοντα προσδοκιών της κοινότητας. Άρα η κοινότητα είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας και με αυτές τις θεωρίες ουσιαστικά αναδεχτείται πάρα πολύ ο ρόλος της και η σφιδότητά της. Όμως ακόμα και όταν η κοινότητα είναι αυτή η οποία ορίζει τη μορφή που θα πάρει τελικά η παράδοση, ακόμα και όταν θα πούμε ότι είναι ένα κοινωτικό γεγονός η προφορικότητα και ότι ακροατές είναι και όχι αναγνώστες οι περισσότεροι αποδέκτες κάθε πληροφορίας, ωστόσο αυτό θα δημιουργήσει κάτι εντύπωση που έχουμε μια ανεξέλεγκτη πορεία, ωστόσο υπάρχουν σύμφωνα με τις αρχές λοιπόν της ίδιας προφορικότητας, υπάρχουν πρόσωπα αυθεντίας μέσα στην κοινότητα τα οποία αναλαμβάνουν ακριβώς τη διασφάλιση, τη διατήρηση μάλλον αλλά και την επιτέλεση της παράδοσης. Δηλαδή αυτή που θα λέγαμε είναι οι θεματοφύλακες της κοινότητας και δύο χαρακτηριστικά παράδειγμα το θα πω, το ένα από τον αρχαίο κόρι μου και το άλλο από τον αρχαίο γνωστανισμό, για παράδειγμα μια τέτοια μορφή είναι ένας γραψοδός. Ένας γραψοδός ο οποίος θα φύγει και θα αφηγηθεί την ιστορία του 90 ή την Οδύσια. Αυτός είναι εκείνος ο οποίος ουσιαστικά γίνεται ο φορέας της παράδοσης. Αυτός που θα σταθεί στη μέση του χωριού για παράδειγμα και θα αρχίσει να παγγέλνει μια ιστορία και ουσιαστικά να την επιτέλεται. Κατά ανάλογο τρόπο λειτουργούν και οι Απόστολοι, όσοι παράξουν και θέλουν αυτό, γιατί εκπληβούν και εκείνοι, είναι αυτοί οι οποίοι ήταν οι αυτοπτιστικοί μάρτυρες ή είναι έστω εκείνοι οι οποίοι διδάχτηκαν από τους αυτοπτιστικούς μάρτυρες, είναι αυτοί οι οποίοι διατηρούν και μεταφέρουν μαζί τους όλη αυτή την παράδοση για τον Ιηστορικό Ιησού και είναι αυτοί τελικά οι οποίοι αναλαμβάνουν να επιτελέσουν αυτή την πληροφορία. Για παράδειγμα, όταν οι Απόστολοι, τουλάχιστον από αυτά που γνωρίζουμε από τις πράξεις των Αποστόλων, όταν οι Απόστολοι κυρίττουν στις συνάξεις, λειτουργούν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως ένας γραψοδός μέσα στο ακροτήριο του κενού και λέω όταν λέω ότι λειτουργούν ακριβώς δεν σημαίνει όσο στο θεολογικό περιεχόμενο αλλά όσο στους μηχανισμούς στους οποίους μεταδίδεται η παράδοση. Και ακριβώς επειδή έχουμε μία προφορικότητα, αυτό που είναι χαρακτηριστικό και ακριβώς εξαιτίας και αυτής επισήμασης του Φόλεη για το ρόλο που παίζουν οι ακροατές στην επιτέλεση της παράδοσης, ακριβώς για αυτό το λόγο σήμερα, η προφορικότητα αυτό που τονίζει με κάθε τρόπο είναι ότι ο τρόπος που εκείνη αντιλαμβάνεται την αφεντική εγκοχή είναι πολύ διαφορετικός από τον τρόπο με τον οποίο οι υπόλοιποι, οι εκφραστές που το βοηθούν, παραδείγματος, την κατανοούν. Δηλαδή, θα πούν οι εκφραστές της προφορικότητας ότι δεν υπάρχει ουσιαστικά μία αφεντική εγκοχή, αλλά υπάρχουν πολλές αυθεντικές εγκοχές και αυτή η πολυπορφία είναι το πιο δυνατό στοιχείο και το δυναμικό, θα λέγαμε, στοιχείο στην προφορικότητα. Και μάλιστα, αυτό που προκύπτει είναι ότι ουσιαστικά στην προφορική παράδοση βλέπουμε να συναντιώνται δύο πολύ διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους. Από τη μία μεριά να υπάρχει σταθερότητα και από την άλλη μεριά να υπάρχει ρευστότητα. Όσον αφορά την προφορική παράδοση. Ή να υπάρχει ενότητα και ταυτόχρονα να υπάρχουν και οι κοινοί συνισταμένοι και πολλές διαφορετικές εγκοχές. Και να υπάρχει λοιπόν και οι κοινοί συνισταμένοι σε όλες τις εγκοχές. Αλλά ουσιαστικά η κάθε εκδοχή να μην είναι ακριβώς η ίδια με την προφορική. Και ταυτόχρονα, ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που βρίσκονται στην προφορικότητα, στην προφορική παράδοση, είναι ότι ταυτόχρονα υπάρχει μεγάλη συντηρητικότητα, η τάση δηλαδή της ομάδας να κρατήσει όσο πιστότερη την αφήνυση. Και από την άλλη μεριά έχουμε μία άλλη εκδοχή, αυτό που λέμε δημιουργικότητα. Ταυτόχρονα δηλαδή η προφορικότητα είναι και δημιουργική. Μπορεί δηλαδή να προσθέσει καινούργια στοιχεία, μπορεί να παραλάξει στοιχεία. Μπορεί με διάφορους τρόπους λοιπόν να λειτουργήσει. Και έτσι με αυτό τον τρόπο βλέπουμε μέσα στην προφορική παράδοση, πώς ταυτόχρονα συνδυάζονται αυτά τα διαφορετικά στοιχεία. Και αυτό είναι μια πάρα πολύ ενδιαφέρονση και χρήσιμη πληροφορία, ειδικά για αυτούς οι οποίοι θέλουν να μελετήσουν τόσο στους συνοκτικούς, όσο και γενικότερα τη σχέση των Ευαγγελίων μεταξύ τους. Αν τώρα μιλήσουμε λίγο έτσι για τα συγκυταπνή της προφορικότητας και γενικότερα του τρόπου αντιμετώπισης της παράδοσης των Ελλησού, ως καταρχάς προφορικής. Καταλαβαίνετε βέβαια ότι καμία θεωρία δεν μπορεί απόλυτα να λύσει τα προβλήματά μας. Και αυτό γιατί ακριβώς είναι αρκετά πολύπλοκο, γιατί προβλήμη φορά το συνοκτικό πρόβλημα. Και είδαμε ακόμα και στις συγνώμησες της ΝΙΣ που προτάθηκαν για το συνοκτικό πρόβλημα, ούτε και εκεί μπορούσαν να πούμε με καθαρότητα ότι αυτοί είναι ήλιες. Ειδικά δηλαδή υπάρχει μια δυσκολία. Υπάρχει όμως και μια άλλη δυσκολία. Και η δυσκολία είναι ότι δεν μπορούμε σήμερα με βεβαιότητα να πούμε ότι κάτι είναι προφορική παράδεισμα. Δηλαδή, αν δούμε κάτι μέσα στα ευαγγέλια, είναι τις περισσότερες φορές δύσκολο, μια διαφορά ενώ δηλαδή μεταξύ των συνοκτικών για παράδειγμα, είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποδείξουμε ότι αυτή η διαφορά οφείλεται σε προφορικό λόγο και όχι στο ότι μπορεί ο καθένας να έχει διαφορετική γραπτή πηγή μπροστά του ή γιατί ο καθένας θέλει να παραέβει στο γραπτό κείμενο που έχει μπροστά του. Άρα, οπωσδήποτε αυτό είναι πολύ σημαντικό, ότι δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι αυτό είναι προφορική παράδεισμα. Τι κάνουμε τότε? Άρα θα μπορούσε κανείς να πει, ωραία, αφού δεν μπορούμε, το ίδιος ο λόγος να ασχολούμαστε. Πρέπει να ασχολούμαστε γιατί ακριβώς η προφορικότητα μας δίνει μια διαφορετική οπτική των πραγμάτων από την προηγούμενους και αυτή η οπτική λαμβάνει υπόψη τις διάφορα πράγματα και κυρίως λαμβάνει υπόψη την ιστορική και την πολιτισμική πραγματικότητα των κοινοπτήτων μέσα στις οποίες αναπτύσσουν δεδοχομένως αυτές οι παραδόσεις. Δηλαδή, αρχίζει πλέον με την προφορικότητα κανείς να πηγαίνει και πίσω από το γραπτό κείμενο και κυρίως αρχίζει να αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο τις διαφορές και τις ενδεχόμενες παραλλαγές που υπάρχουν στα ίδια γεγονότα μέσα στα συμμετικά Ευαγγέλια. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει προς Θεού ότι μία τέτοια μέθοδος έρχεται να καταργήσει όλα τα επιτέρματα της προηγούμενης βιβλικής έργνας, πολύ δε περισσότερο να καταργήσει την αυθεντική λύση των δύο πηγών. Τις οποίες πρέπει να έχουμε μιλήσει εκτενώς δεν τις καταλκύει γιατί μιλάμε για δύο διαφορετικές φάσεις της ζωής της παράδοσης, όμως αυτό είναι σημαντικό, έρχεται να τις εμβλητήσει αυτές τις πηγές. Έρχεται να προσθέσει δύο πράγματα τα οποία προφανώς δεν θα τα γνωρίζαμε αλλιώς και τα οποία προέρχονται ακριβώς από αυτή την προφορική παράδοση. Και αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι αν χρησιμοποιήσουμε αυτές τις θεωρίες προφορικότητας ουσιαστικά είναι καλύτερο γιατί μπορούμε να οδηγηθούμε σε ασφαλέστερα συμπεράσματα στο μέτρο λοιπόν είναι δυνατό αυτό για τα ασφαλέστερα συμπεράσματα, αν μπορούμε λοιπόν να καταλήξουμε όσον αφορά τις πηγές του Ευαγγελίου. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι ουσιαστικά η προφορικότητα εφόσον διλάβουμε υπόψη σαν ένα κομμαπαράγοντας την εξίσουσή μας είναι εκείνη η οποία εμπλουτίζει τις λύσεις οι οποίες έχουν κατά καιρούς δοθεί για το σνεπτικό πρόβλημα αλλά δίνοντάς τους ακριβώς νέες προοπτικές, δίνοντας προοπτικές σε άλλες λύσεις οι οποίες είναι εξίσου δελιαστικές. Και δεν χωρίς σήμερα φιλογραφία ότι η προφορικότητα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της παράδοσης της συνοπτικής, τουλάχιστον σαν μια παράδοση που έχουμε λειφθεί υπόψη και κυρίως μας είναι χρήσιμη γιατί μπορεί να μας λύσει το εξιτρόμι. Πώς γίνεται για παράδειγμα Q, ή ακόμα και τα κείμενά μας, τα ευαγγενικά, πώς γίνεται αυτά να έχουν παραλλαγές. Και αυτές οι παραλλαγές δεν είναι απλώς μικρές παραλλαγές, αλλά μπορούν να είναι εκτενέστατες παραλλαγές και αναφέρον στον πίνακα διάφορα παραδείγματα. Οπωσδήποτε η λύση που δόθηκε και την είχαμε συζητήσει την προηγούμενη φορά, είναι ότι ενδεχομένως να είχε ο καθένας μπροστά του διαφορετικό γραπτό κείμενο. Βλέπετε πάλι πάμε στο διαφορετικό γραπτό κείμενο του Μάρκου Λουκάς και διαφορετικό Μαρθέος. Αλλά η θεωρία της προφορικότητας θα μας πει ότι εδώ θα ήταν καλό να βάλουμε και μία άλλη παράμετρο και αυτή η παράμετρος είναι η προφορική παράδοση. Μένως εξηγεί και τις διαφορές, θα μπορούσαν τέλος να είχε όλες, αλλά θα μπορούσαν αρκετές από τις διαφορές της προφορικής παράδοσης, της παράδοσης νόμισης του Λουκά και στον Μαρθέο, να τις εξηγήσει ακριβώς αυτή η προφορικότητα. Και τέλος, αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει, ας πούμε, να μας ενισχύσει σε αυτή τη σκέψη, είναι και η ίδια η λειτουργική παράδοση. Βλέπουμε ότι πάρα πολλά από τα κείμενα αυξάζονται μέσα στη Καινή Διαθήκη, ουσιαστικά διατυπώνται με ένα λειτουργικό τρόπο, γιατί ακριβώς είναι λειτουργικά κείμενα καταρχάς, ή τέλος μου αξιοποιήθηκαν καταρχάς στη λειτουργική ζωή. Και ένα πολύ χαρακτηστικό παράδοση είναι η Κυριακή Προσευχή. Η Κυριακή Προσευχή μοιάζει στις δύο εκδοχές, Λουκάκη και Ματθαίου, πάρα πολύ μία με την άλλη, οσόμα και διαφοροποίησης. Και αυτές τις διαφοροποίησες προφανώς έχουν να κάνουν ακριβώς με αυτό το χαρακτήρα του προφορικού, για την περίοδο, τέλος πάντων, πριν πούμε ότι έχουμε γραπτά χαζένικα κείμενα. Τώρα, αν δούμε τα ιδιαίτερα στοιχεία του προφορικού λόγου, θα δούμε ότι ο προφορικός λόγος έχει κάποια πολύ σημαντικά, τα μαθαίνει κανείς τα μαθαίνοντα κάποτε στο σχολείο, έχει ας πούμε την παράταξη, όπου οι λέξεις βένουν μία δίπλα στην άλλη χωριζομισμή κόμμα. Έχει ρυθμό την προφορική παράδοση, γιατί ακριβώς ο ρυθμός βοηθεί. Έχει μια μημοτεχνική, για να μπορεί κανείς να θυμηθεί και να αρφηγηθεί ξανά μία ιστορία. Θυμηθείται εδώ όλα εκείνα τα πληματάκια που μάθαναμε στο σχολείο, για να θυμόμαστε την αλφαπίτα ή τους μήνες ή τις εποχές. Ένα οχαρτικό έδι επανάληψη. Επίσης, υπάρχει μία τάση στην προφορική παράδοση, όπου εγγραμμούνται οι ιστορίες μεταξύ τους, και επομένως να έχουμε ομάδες-ομάδες από ιστορίες, γιατί αυτό βοηθάει πάρα πολύ στο να βουμπανεύσει κανείς αυτές τις ιστορίες. Επίσης, ένα άλλο χαρακτηριστικό, πολύ βασικό χαρακτηριστικό, το είπαμε και όλα σε επανελειμμένα, είναι η πολυομορφία. Και οι πολλές παραλλαγές, τις οποίες θα βρούμε μέσα στην προφορική παράδοση. Και τέλος ο James Dunn εντοπίζει και ένα άλλο χαρακτηριστικό, και χαρακτηριστικό στην προφορικότητα, το μετήμο των τριών. Όπου μέσα σε μια ιστορία έχουμε τρεις πρωταγωνιστές, ή τρία βασικά θέματα, ή τρεις επεισόδι. Και αυτόν τον τρόπο κανείς μπορεί εύκολα να απομνημονεύσει μια ιστορία, όταν θυμάται ότι είναι κορισμένη στα τρία και έχει φροντίσει να μάθει τι αντιστοιχεί σε τι. Καταλήγοντας λοιπόν το σημερινό μάθημα, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι οπωσδήποτε η προφορικότητα μας έδωσε μία όθηση που δεν την περιμένουμε. Γιατί ακριβώς μας άνοιξε ένα παράθυρο, θα λέγαμε, στον κόσμο της αρχαιότητας. Δεν μας ένισε τα πρώτα. Και ίσως μερικές φορές θα μας δημιουργήσει ακόμα περισσότερα. Και το λέω αυτό με τη δένεια ότι ακριβώς επειδή δεν είμαστε σε θέση σήμερα να γνωρίζουμε με ακρίβεια και με απόλυτη ασφάλεια να μπορούμε να πούμε ότι αυτό το κομμάτι της παράδοσης είναι προφορικό και το άλλο είναι οικοδοκτό. Ακριβώς γι' αυτό δημιουργεί προβλήματα ακριβώς γιατί δεν μας δίνει απαντήσεις. Επίσης, ένα άλλο στοιχείο που είναι πολύ σημαντικό και το οποίο το βάζει πλέον στο παιχνίδι, και το βάζουν οι θεωρίες για την προφορικότητα και το οποίο έχει να κάνει και με την εποχή των Ευαγγενείων, η δευτερογενής προφορικότητα, που αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχει μια προφορική παράδοση, αυτή να καταγράφεται με κάποιο τρόπο σε κάποια γραφτά κείμενα και στη συνέχεια αυτή να ξεκινά μέσα από το κείμενο και να ξαναζει προφορικά και να συνεχίζει, πολλές φορές συναντώντας την προηγούμενη προφορική παράδοση η οποία καταγράφεται. Καταλαβαίνετε, μιλάμε για πολύ πολύπλοκες λύσεις οι οποίες, βέβαια, δεν μπορούν να αποτυπωθούν σχηματικά γιατί ακριβώς είναι πάρα πολύ δύσκολο, όπως είπα και πριν, να πούμε ποιο κομμάτι είναι η προφορική παράδοση. Πάντως, σε κάθε περίπτωση έχουμε περιπτώσεις δευτερογενής προφορικότητας, όχι μόνο στα απόκρυφα κείμενα, σε για πολλά κείμενα σήμερα μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για δευτερογενή προφορικότητα, αλλά και στα ίδια τα κείμενα των Ευαγγελίων. Το πολύ σημαντικό το οποίο μας έθεσε υπόψη αυτός ακριβώς ο κλάδος μελέτης της προφορικότητας είναι ο ζωντανός χαρακτήρας που έχει προφορικότητα. Δηλαδή, όταν λέω ζωντανό χαρακτήρα, εννοώ δηλαδή ότι θα συνεχίσει να εξελίσσεται ακόμα και όταν καταγραφεί. Και είπαμε πριν για τη δευτερογενή προφορικότητα, αυτή ουσιαστικά στηρίζεται στην ίδια λογική. Ναι, ουσιαστικά νομίζω ότι αυτός ο ζωντανός χαρακτήρας είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί ακριβώς νομίζω μπορεί να μας δώσει λύση σε πάρα πολλά από τα προβλήματα που έχουμε σήμερα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο μεταδόθηκε η παράδοση για τον Ιησού, τον τρόπο με τη συνέχεια την παρέλαβαν οι άνθρωποι πώς τη διατήρησαν και πώς τη συνέχισαν. Και το τρίτο πάρα πολύ σημαντικό είναι ότι η προφορικότητα είναι ένα κοινωντικό γεγονός. Δεν είναι μια προσωπική υπόθεση από την ξαφέρα του ατομική υπόθεση, γι' αυτό ακριβώς η προφορικότητα είναι και χαρακτηριστικό αυτόν τον κοινοτήτων και τώρα κοινωνιώντων, αρχαίων κοινωνιώντων από κοινοτισμούς, οι κοινωντικές σχέσεις, οι σχέσεις κοινότητας είναι πολύ ακριβώς. Είναι λοιπόν κοινωντικό γεγονός, είναι κάτι δηλαδή δεν είναι απλώς οι προσωπικές αναμνήσεις του καθενός αλλά είναι οι συλλογικές αναμνήσεις και με αυτή την ιδέα της προφορικότητας συνδέεται και η κοινοτική μνήμη. Όπου η κοινοτική μνήμη νομίζουμε ακριβώς αυτή την μνήμη μοιραζόμαστε για ένα γεγονός, για ένα πρόσωπο και την οποία κάθε φορά όταν η κοινότητα συναντιέται την αφηγείται, αυτή η ιστορία έχει σε ιστοριές και φυσικά κάθε φορά που της αφηγείται ο κανείς αυτές αφηγούν διαφορετικές, θα λέγαμε παραλλαγές, χρειά, διαφορετική χρειά αποκτούν κάποιες φορές και διαφορετικό στόχο και τα λέω όλα αυτά για να εξηγήσω ακριβώς είτε θα το πω καλύτερα θα δημιουργήσουν τα προαπαιτούμενα για να κατανοήσουμε στη συνέχεια το πως λειτουργεί η προφορικότητα ως κοινοτικό γεγονός και ως κοινοτική συλλογική μνήμη μέσα στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Βέβαια για όλα αυτά θα μιλήσουμε αναλυτικά στο επόμενο μάθημα, όταν θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε επίσης και ουσιασμός από τους οπροσώπους αυτών των διαφόρων θεωριών που έχουν δημιουργηθεί σε αυτή τη στιγμή.