σύντομη περιγραφή: Στο προηγούμενο μάθημα για το λογοτεχνικό κανόνα. Βρισκόμαστε δηλαδή, όπως είπαμε, στο κομμάτι εκείνο της διδακτικής που αφορά στο περιεχόμενο. Άρα λοιπόν συζητάμε τι διδάσκουμε στο μάθημα της λογοτεχνίας. Στο μάθημα της λογοτεχνίας διδάσκουμε τη λογοτεχνία. Όμως αυτή τη λογοτεχνία θα πρέπει κάπως με διάφορους τρόπους να την προσδιορίσουμε για να ξέρουμε πώς ακριβώς την εννοούμε και για να κάνουμε τις επιλογές που έχουμε να κάνουμε από τη λογοτεχνία. Διότι, όπως θα πούμε παρακάτω, αλλά και όπως το ξέρετε, το φαντάζεστε, ένα τεράστιο ζήτημα της διδακτικής της λογοτεχνίας είναι πώς διαλέγουμε τα κείμενα που θα διδάξουμε. Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα. Αλλά για να φτάσουμε να συζητάμε πώς θα διαλέξουμε τα κείμενα που θα διαβάσουμε στο μάθημα, θα πρέπει ακριβώς να κάνουμε όλη αυτή την προεργασία, όλη αυτή τη συζήτηση για να ξέρουμε ακριβώς πώς προσδιορίζουμε, ας πούμε, τη λογοτεχνία και γενικά και όπως θα δούμε σήμερα και την νεοελληνική λογοτεχνία και την παιδική λογοτεχνία και όλα αυτά. Είπαμε λοιπόν ότι μία έννοια που μας βοηθά σε αυτή τη συζήτηση είναι η έννοια του λογοτεχνικού κανόνα και δώσαμε και έναν ορισμό για το λογοτεχνικό κανόνα. Είπαμε δηλαδή ότι λογοτεχνικός κανόνας είναι το σύνολο των γραπτών έργων μιας εθνικής λογοτεχνίας τα οποία θεωρούνται ότι εκφράζουν την εθνική ψυχή και επίσης θεωρούνται ότι είναι και αισθητικά καλά. Έχουν δηλαδή μία διπλή ιδιότητα, καλύπτουν ορισμένα κριτήρια αισθητικής αλλά επίσης θεωρούνται ότι εκφράζουν την εθνική ψυχή. Και είπαμε ότι όλες οι λογοτεχνίες, οι εθνικές της Ευρώπης στο 19ο αιώνα δημιούργησαν τους λογοτεχνικούς τους κανόνες και έτσι γράφτηκαν τα μεγάλα αυτά έργα που λέγονται ιστορίες της λογοτεχνίας και οι ιστορίες της λογοτεχνίας ακριβώς αποτυπώνουν τον λογοτεχνικό κανόνα δηλαδή ό,τι περιλαμβάνεται στις ιστορίες της λογοτεχνίας είναι ο λογοτεχνικός κανόνα γι' αυτό και όταν θέλουμε ας πούμε να γνωρίσουμε μια ξένη λογοτεχνία θέλετε ας πούμε να έχετε μια γενική εικόνα για την γαλλική λογοτεχνία. Δεν μπορείτε να διαβάσετε και πάρα πολλά έργα γαλλικά, θα διαβάσετε δυο-τρία ξέρω εγώ, όμως δεν μπορείτε απ' τα δυο-τρία να έχετε μια εικόνα και θέλετε να έχετε μια εικόνα. Η λύση γι' αυτό για να αποκτήστε αυτή την εικόνα είναι να πάρετε μια ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας και να την ξεφυλίσετε. Και δεν μπορούμε να τη διαβάσουμε όλη την ιστορία, έτσι δεν διαβάζει σαν μυθιστόρημα, όμως την ξεφυλίζουμε, βλέπουμε τις περιόδους, διαβάζουμε κάποια κείμενα που μας ενδιαφέρουν για κάποιους συγγραφείς που τους ξέρουμε ή μας κάνουν εντύπωση και τα λοιπά και έτσι μπορούμε να πάρουμε αυτή την εικόνα. Αυτό το ρόλο παίζανε και παλιότερα όπως ξαναείπα όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι ιστορίες της λογοτεχνίας αυτό το ρόλο παίζανε. Διότι σκεφτείτε λιγάκι στο 19ο αιώνα φτιάχνονταν τα εθνικά κράτη στην Ευρώπη και κάθε έθνος ήθελε να δείξει την ταυτότητά του, ήθελε να δείξει το πρόσωπό του. Πώς θα το έδειχνε λοιπόν, πώς θα την έδειχνε αυτή την ταυτότητα, με τα μουσεία που φτιάχνονταν και τα λοιπά, με τους θησαυρούς που έχει το κάθε έθνος, τα έργα τέχνης και τα λοιπά. Αλλά εκτός από τα μουσεία, εκτός από τα μνημεία, όλα αυτά τα μνημεία που υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες και τα λοιπά, τη γραπτή παραγωγή του έθνους που θεωρούνταν μάλιστα και από τις πιο σημαντικές. Η γραπτή παραγωγή ακριβώς επειδή όπως είπαμε είναι γραμμένη στην εθνική γλώσσα, θεωρείται ότι εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την ψυχή του έθνους, την εθνική ψυχή και άρα χρειαζόταν και ένας καθρέφτης αυτής της γραπτής παραγωγής. Όπως δηλαδή είναι το μουσείο, κάτι ανάλογο χρειαζόταν και για την λογοτεχνία και έτσι λοιπόν γράφτηκαν αυτά τα έργα που λέγονται ιστορίες της λογοτεχνίας και τα οποία φτιάχνουν και το λογοτεχνικό κανόνα. Μαζί με τα έργα αυτά, μαζί με τις ιστορίες της λογοτεχνίας υπάρχουν και οι ανθολογίες, θα τις έχετε και αυτές ακουστά, υπάρχουν διάφορες δηλαδή ανθολογίες είτε θεματικές, είτε ανθολογίες κατά περιόδους, είτε ανθολογίες ειδών κτλ. Και αυτές οι ανθολογίες επίσης συμβάλουν στον λογοτεχνικό κανόνα δηλαδή και στις ανθολογίες περιέχονται συνήθως αυτός ο οποίος ανθολογεί διαλέγει αυτά που θεωρεί σημαντικά. Και με αυτή την έννοια και οι ανθολογίες συμβάλουν στο λογοτεχνικό κανόνα, όμως δεν είναι τόσο καθοριστικές όπως είναι οι ιστορίες της λογοτεχνίας, έτσι. Γιατί στην ιστορία της λογοτεχνίας δικαιολογούνται και όλα τα πράγματα. Η ανθολογία δεν δικαιολογείται κάτι, ο ανθολόγος λέει εμένα αυτά τα πήματα μου αρέσουν και αυτά βάζω. Στην ιστορία όμως της λογοτεχνίας πρέπει ο ιστορικός της λογοτεχνίας να επιχειρηματολογήσει και να πει γιατί περιλαμβάνει αυτούς τους συγγραφείς και γιατί δεν περιλαμβάνει κάποιους άλλους κτλ. Τώρα, είπαμε στο προηγούμενο μάθημα και ποιοι είναι αυτοί που γράφουν κυρίως τις ιστορίες της λογοτεχνίας και άρα δημιουργούν τον λογοτεχνικό κανόνα και μιλήσαμε για το υψηλό κύρος που πρέπει να έχουν διότι η κατασκευή του κανόνα είναι από τα πιο δύσκολα και απαιτητικά πράγματα σε μια κουλτούρα. Και όπως θα το δούμε σήμερα και στην ελληνική περίπτωση έχει και προϋποθέτει και πολλές συγκρούσεις. Έτσι δεν είναι η κατασκευή του κανόνα, δεν είναι κάτι παιδιά απλό ότι κάποιος τον φτιάχνει τον κανόνα και όλοι οι άλλοι τον δέχονται αμέσως με ένα μαγικό τρόπο, μπορεί να έχουν οι άλλοι και πάρα πολλές αντιρίσεις και υπάρχουν και πάρα πολλοί που αντιδρούν, που θεωρούν ότι είναι λάθος. Κάποιοι που είναι προσωπικά θυγμένοι διότι δεν τους περιλαμβάνει μέσα και τα λοιπά. Ένας ιστορικός της λογοτεχνίας ξένος, ελληνιστής αλλά ξένος, έλεγε ευτυχώς και δεν ζούσα στην Ελλάδα όταν έγραψα την ιστορία μου. Διότι αν ζούσα στην Ελλάδα μέχρι μπορεί και να με δέρνανε, έτσι θα είχα πάρα πολλά προβλήματα, όμως ήμουστο εξωτερικό και μάλλον δεν μπορούσα να με φτάσουν διότι είχε πολλές αντιρίσεις και πολλές αντιδράσεις μια ιστορία. Αυτά τώρα λοιπόν θα τα δούμε πώς συμβαίνουν στην ελληνική περίπτωση. Διότι σε κάθε εθνική λογοτεχνία τα πράγματα είναι λίγο ή πολύ διαφορετικά. Μπορεί δηλαδή να έχουμε σε διαφορετικό χρόνο να γίνεται ο κανόνας. Δεν γίνονται σε όλες τις εθνικές λογοτεχνίες ακριβώς την ίδια εποχή ο κανόνας. Μπορεί να γίνει σε διαφορετικό χρόνο με διαφορετικές προϋποθέσεις από διαφορετικού τύπου ανθρώπους. Είπαμε ότι όλοι πρέπει να έχουν κύρος αλλά τι είδους κύρος και τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί που τα φτιάχνουν είναι διαφορετικό. Και επίσης μπορεί να είναι και διαφορετικές οι εξελίξεις σε σχέση με τον κανόνα. Διότι είπαμε ότι ο κανόνας βέβαια γίνεται σε κάποια στιγμή καθιερώνεται. Από εκεί και πέρα όμως ανανεώνεται και μπορεί να ανανεωθεί και αρκετά και να αλλάξει σε πολλά σημεία και τα λοιπά. Άρα είναι μια διαδικασία αυτή. Και βέβαια θα δούμε στην ελληνική περίπτωση και κάποια συγκεκριμένα ονόματα λογοτεχνών. Που είτε είναι οι στιλοβάτες του κανόνα είναι οι κορυφές του κανόνα είτε είναι έξω από τον κανόνα είτε άργησαν πάρα πολύ να μπουν στον κανόνα. Λοιπόν θα τα δούμε αυτά για να πάρετε ακριβώς μια γενική εικόνα του ελληνικού του νέο ελληνικού κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ό,τι απορίες έχετε για σχετικό ή άσχετο θέμα εννοώ πάντα σχετικό με τη λογοτεχνία αλλά μπορεί όχι ακριβώς για αυτά που συζητάμε. Είναι ευκαιρία σήμερα όλα να τα συζητήσουμε. Δηλαδή θέλω να ξεκαθαρίσετε σήμερα ότι αμφιβολίες ή σκοτεινά σημεία σε σχέση με συγγραφής που μπορεί να ξέρετε ή να μην είστε σίγουροι για κάποια πράγματα ή να νομίζετε λάθος κτλ μην διστάσετε να ρωτήσετε ό,τι θέλετε για τη λογοτεχνία. Είναι ευκαιρία δηλαδή να τα πούμε όλα που λένε να ξεκαθαρίσουμε ό,τι μπορούμε σε σχέση με τη νεοελληνική λογοτεχνία σήμερα. Θέλετε κάτι προκαταρκτικά. Υπάρχει καμιά ερώτηση. Παρακαλώ. Δεν υπάρχει καμιά ερώτηση προκαταρκτική. Λοιπόν να πω εγώ ξεκινώντας ότι από τον λογοτεχνικό κανόνα όχι μόνο τον ελληνικό λείπουν δεν ανήκουν έτσι ολόκληρα ήδη μεγάλα κομμάτια της λογοτεχνικής παραγωγής. Μπορείτε να φανταστείτε ποια ήδη δεν ανήκουν στον κανόνα. Όσοι ήδη. Όχι οι ονόματα. Όσοι ήδη. Τι λέτε. Έχετε ακούσει ποτέ την λέξη παραλογοτεχνία τον όρο παραλογοτεχνία. Ναι τον έχετε ακούσει. Τι σημαίνει λοιπόν παραλογοτεχνία. Τα κόμιξ ανήκουν στον κανόνα όχι. Ωραία βλέπετε λοιπόν τα κόμιξ και δεν μιλούμε τώρα για τα παιδικά μόνο κόμιξ μιλούμε και για τα κόμιξ των ενηλίκων. Και μαίστα σήμερα υπάρχει ένα ολόκληρο είδος ανεπτυγμένο το λεγόμενο γκράφικ νόβελ. Το έχετε ακουστά. Παρακαλώ μη μιλάτε. Το γκράφικ νόβελ είναι δηλαδή ένα μυθιστόριμα σε κόμικ. Αλλά είναι ένα μεγάλο μυθιστόριμα. Δηλαδή αν δείτε ένα γκράφικ νόβελ κυκλοφορούν και στην ελληνική. Δηλαδή και στην ελληνική λογοτεχνία έχουμε κανένα δυο ένα του Απόστολου Δοξιάδη αν θέλετε να το ψάξετε. Λογικόμιξ μπράβο το ξέρεις. Σ' άρεσε έτσι και έτσι. Εντάξει όπως μπορεί να συμβεί με το οποιοδήποτε βιβλίο. Σ' άρεσε όχι πολύ από ό,τι καταλαβαίνει. Λοιπόν άρα έχουμε και είδη όπως είναι τα κόμιξ τα οποία ως είδη δεν ανήκουν στον κανόνα. Παραλογοτεχνία είναι ας πούμε ορίστε. Τα αρλεκίνη είναι μάρκα βιβλίου ας πούμε αλλά είναι και είδος είναι αυτά τα ερωτικά μυθιστόριματα. Όλα αυτά δεν ανήκουν τα ρομάντζα αυτά τα ερωτικά ρομάντζα που συνήθως παλιότερα μάλλον εκδίδονταν σε δικές τους σειρές. Αυτή η σειρά αρλεκίνη ήταν σειρά εκδοτική σειρά. Σήμερα δεν υπάρχουν αρλεκίνη. Σήμερα όμως υπάρχουν τέτοιου είδους ερωτικά μυθιστόριματα τα οποία εκδίδονται από κανονικούς εκδοτικούς ήχους μαζί με όλα τα άλλα. Δηλαδή δεν έχουν κάτι που να φαίνεται από το εξώφυλλο ή από το σχήμα ότι είναι παραλογοτεχνικά. Όμως είναι παραλογοτεχνικά. Η Λένα Μαντά δεν ανήκει φυσικά στον κανόνα. Ανήκει σε αυτό το είδος. Είναι αυτό το μεγάλο είδος όπως είπαμε των ερωτικών ρομάντζων γυναικείων κτλ που δεν ανήκουν στον κανόνα ως είδος. Και ξαναλέω παλιά δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα διότι ο αναγνώστης αμέσως ξεχώριζε και έλεγε το Άρλεκιν. Ξέρω τι είναι Άρλεκιν. Θα το πάρω θα το διαβάσω πολύ ωραία. Δεν το μπερδεύω με την άλλη λογοτεχνία. Σήμερα πολλοί άνθρωποι με ρωτάνε δηλαδή η Λένα Μαντά δεν είναι λογοτέχνης. Με ρωτάνε διότι νομίζουν ότι είναι. Γι' αυτό και πολλοί άνθρωποι δουλεύουν ότι αυτά όλα τα λογοτεχνικά ανήκουν στο μυθιστό ρήμα. Να διαβάσεις από αριστερά που έχει το ίδιος, γράφεις λογοτεχνικά και δεν πρέπει να γράφεις μυθιστορήματα. Βέβαια. Μα είναι μυθιστορήματα. Δεν μπορεί να τα βρεις αυτό το σημείο. Είναι στα λογοτεχνικά, γιατί τα μυθιστορήματα δεν είναι λογοτεχνία. Κοιτάξτε, δεν ξέρω πώς έχει φτιάξει τώρα ο κάθε εκδοτικός ήικος ή το κάθε ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο, πώς φτιάχνει το ευρετήριό του. Αυτό είναι... Ναι. Μα γι' αυτό το λέμε. Θα κάνουμε το μάθημα για να τα ξεδιαλύνουμε αυτά. Δεν ξέρω τώρα. Εσείς αναφέρεστε σε ένα ευρετήριο που έχει ένας εκδοτικός ήικος ή ένα ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο. Το κάθε ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο μπορεί να κάνει το ευρετήριό του όπως νομίζει. Δεν ξέρω τώρα το συγκεκριμένο. Το μυθιστορήμα είναι ένα μεγάλο είδος λογοτεχνικό και ανήκει στη λογοτεχνία. Δεν είναι κάτι διαφορετικό. Αυτά τα βιβλία είναι μυθιστορήματα. Άρα δεν είναι λάθος να υπάρχουν στο μυθιστορήμα. Και κανένας εκδοτικός ήικος δεν θα τα ξεχώριζε σε χωριστή κατηγορία διότι θα ήταν σαν να τα έθαβε. Προσέξτε δεν τον συμφέρει τον εκδοτικό ήικο. Γι' αυτό λέγαμε και την περασμένη φορά για τους εκδοτικούς ήικους ότι είναι θεσμοί. Έχουν και δικά τους όμως συμφέροντα. Κανένας εκδοτικός ήικος δεν θα... Αυτός ο ήικος ας πούμε που βγάζει τη μαντά. Θα έλεγε ποτέ ότι τα βιβλία της μαντά τα βάζουν σε χωριστή κατηγορία γιατί είναι υποδέστερα. Δεν είναι δουλειά του ήικου να το πει αυτό και δεν θα το πει ποτέ γιατί δεν τον συμφέρει να το πει. Αυτά τα λέμε εμείς. Έτσι τα λένε οι φιλόλογοι, ιστορικοί της λογοτεχνίας και όλα αυτά τα πράγματα. Άρα λοιπόν το πρώτο ξαναλέω που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι υπάρχουν ολόκληρα είδη. Ένα άλλο είδος είναι το αστυνομικό μυθιστόριμα. Το αστυνομικό μυθιστόριμα ως είδος έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία διότι για πάρα πολλά χρόνια για δεκαετίες ήταν εκτός του λογοτεχνικού κανόνα σε όλες τις λογοτεχνίες. Η Άγγαθα Κρίστη η οποία είναι τόσο γνωστή συγγραφέας και τόσο πολύ διαβασμένη και αποτελεί και ένα αν θέλετε σήμα κατατεθέν για την Αγγλία όπως είναι ξέρω εγώ το Big Ben ας πούμε είναι και η Άγγαθα Κρίστη. Όμως η Άγγαθα Κρίστη δεν ανήκει στον επίσημο λογοτεχνικό κανόνα της Αγγλικής λογοτεχνίας διότι το είδος γενικά το αστυνομικό θεωρείται κατώτερο θεωρείται παρα λογοτεχνικό κτλ. Σήμερα όμως ως προς το αστυνομικό μυθιστόριμα τα πράγματα έχουν αλλάξει δηλαδή έχουν εμφανιστεί και έξω βέβαια από πολλούς άλλες λογοτεχνίες αλλά και στην ελληνική μυθιστοριογράφη που γράφουν αστυνομικό μυθιστόριμα τόσο καλό, τόσο υψηλής ποιότητας, τόσο συνδεδεμένο με κοινωνικά προβλήματα, με φιλοσοφικά προβλήματα, με προβλήματα κάθε είδους που έχει αναβιβάσει τη θέση του και έχει αρχίσει να μπαίνει στον λογοτεχνικό κανόνα. Και έχουμε και στην Ελλάδα σήμερα ας πούμε ή σας τον γνωρίζετε έναν μυθιστοριογράφο που γράφει αστυνομικά τον Πέτρο Μάρκαρη ο οποίος πλέον θεωρείται ένας συγγραφέας ας το πούμε του κανόνα. Άλλα είδη, ολόκληρη η παιδική λογοτεχνία παιδιά δεν ανήκει στον επίσημο ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα. Η παιδική λογοτεχνία ως είδος, αν υποτεθεί ότι είναι είδος, είναι κατηγορία δεν ξέρω, κάπως και να την ονομάσουμε, δεν ανήκει στον επίσημο κανόνα. Δηλαδή αν πάρετε μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν θα βρείτε μέσα παιδική λογοτεχνία. Ακόμα και η Πινελόπη Δέλτα που είναι η πιο παλαιά, υπήρχαν κι άλλοι αλλά από τους παλαιούς είναι η πιο γνωστή, η πιο πετυχημένη, η πιο πολυδιαβασμένη και ήταν μια συγγραφέας η οποία δεν ήταν καθόλου άγνωστη στην πνευματική ζωή της χώρας διότι προερχόταν από μια πολύ μεγάλη οικογένεια, την οικογένεια των Πενάκηδων όπως ξέρετε και ήταν και προσωπική φίλη του Παλαμά, παρόλα αυτά δεν μπήκε η Πινελόπη Δέλτα στον κανόνα. Και οι ιστορίες της λογοτεχνίας αν την αναφέρουν την αναφέρουν εντελώς σε μία σειρά, έτσι δεν λένε τίποτα για τα βιβλία της, τα πολλά βιβλία που έχει γράψει κτλ. Λοιπόν επομένως η παιδική λογοτεχνία αποτελεί μία άλλη κατηγορία λογοτεχνίας η οποία έχει τώρα κοιτάξτε έχει τον δικό της κανόνα. Δεν σημαίνει δηλαδή η παιδική λογοτεχνία ότι είναι μη κανονικοποιημένη, δεν σημαίνει ότι στην παιδική λογοτεχνία δεν υπάρχει ας το πούμε ιεραρχία, δεν υπάρχουν οι κορυφές, οι μέτροι και κάποιοι που δεν μπαίνουν καν, αλλά είναι ένας άλλος κανόνας. Δυστυχώς όμως αυτός ο κανόνας δεν έχει ιστορία της λογοτεχνίας στην Ελλάδα, δηλαδή δεν έχουμε αυτή τη στιγμή όλοι το λένε ότι πρέπει να γραφτεί μία ιστορία της λογοτεχνίας, μία ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας, της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας για να έχουμε και τον κανόνα της παιδικής λογοτεχνίας κάπου ας το πούμε αποτυπωμένο. Δεν έχει γραφτεί, όμως πιστεύω ότι θα γραφτεί, ότι γίνονται προσπάθειες και θα γραφτεί. Μπορεί τώρα οι ιστορίες της λογοτεχνίας που θα γραφτούν από εδώ και πέρα να είναι έργα συλλογικά. Δεν είναι εύκολο σήμερα ένας συγγραφέας να γράψει μία ιστορία της λογοτεχνίας, άρα είναι πιθανόν να γραφτούν έργα συλλογικά, δηλαδή από ομάδες συγγραφέων, έτσι 2-3-4 μαζί να γράψουν ένα τόσο μεγάλο έργο. Άλλες κατηγορίες μεγάλες έργων που δεν περιλαμβάνονται στον κανόνα είναι τα λογοτεχνικά έργα τα οποία είναι γραμμένα σε άλλα γλωσσικά ιδιώματα. Ας πούμε η Κυπριακή λογοτεχνία, ορίστε. Φυσικά και είναι και θα το πούμε σε λίγο, αρκετά ρώτησε η συνάδελφό σας εάν το δημοτικό τραγούδι ανήκει στον κανόνα και ανήκει πάρα πολύ. Είναι η κορυφή, είναι κορυφή το δημοτικό τραγούδι και θα εξηγήσουμε και γιατί. Λοιπόν, η Κυπριακή λογοτεχνία, η οποία είναι ελληνική λογοτεχνία προφανώς, και όχι μόνο τώρα, προσέξτε η Κυπριακή, όχι μόνο αυτή που είναι στο κυπριακό ιδίωμα αλλά αυτή που είναι και στην κοινή ελληνική γλώσσα, στο συνολό της δηλαδή η Κυπριακή λογοτεχνία, δεν ανήκει στον κανόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Δηλαδή αν ανοίξετε πάλι μια ιστορία της λογοτεχνίας δεν θα βρείτε μέσα για Κυπρίου συγγραφείς και για έργα που γράφτηκαν στην Κύπρο και μιλούν για την Κύπρο. Ο λόγος εκεί είναι ότι επειδή ακριβώς η Κυπριακή λογοτεχνία παρήχθησε μια χώρα σε ένα κράτος το οποίο είχε μια τελείως διαφορετική πορεία από την Ελλάδα, η Κύπρος είχε μια τελείως διαφορετική πορεία ιστορική. Έτσι, ανήκει στην Αγγλία, είχε δύο κοινότητες, την Ελληνοκυπριακή, την Τουρκοκυπριακή, είχε άλλες ιστορικές περιπέτειες. Η λογοτεχνία της δεν ακολουθεί τη νεοελληνική σε όλες τις εκφάνσεις, έχει ιδιαιτερότητες. Σε άλλες εποχές, σε άλλες στιγμές συμβαίνουν άλλα πράγματα. Και αυτό δυσκολεύει πάρα πολύ τον ιστορικό της λογοτεχνίας να συζητήσει ταυτόχρονα και να εντάσει ταυτόχρονα στα ίδια σχήματα και στις ίδιες ομάδες τους συγγραφείς της Ελλάδας και τους συγγραφείς της Κύπρου. Λοιπόν, οπότε και η Κυπριακή είναι μία άλλη περίπτωση και η Κυπριακή πρέπει να γράψει, να γραφτεί η δική της ιστορία και να φτιάξει τον δικό της κανόνα, δηλαδή να έχει μία ιστορία της Κυπριακής λογοτεχνίας. Και εκεί γίνονται προσπάθειες, υπάρχουν κάποιες και τα λοιπά θα υπάρξουν κι άλλες νομίζω στο μέλλον. Λοιπόν, άρα βλέπετε ότι τελικά ο κανόνας αφήνει απ' έξω πάρα πολλά πράγματα. Πιο πολλά πράγματα αφήνει, έτσι αφήνει πάρα πολλά πράγματα. Μια τεράστια σε ποσότητα παραγωγή είναι εκτός του κανόνα. Λοιπόν, αφού τα είπαμε αυτά, θέλετε κάτι πάνω σε αυτά να ρωτήσετε. Ας δούμε τώρα τι περιέχει ο κανόνας και κυρίως με ποια κριτήρια αποφασίζεται το τι θα περιέχει. Πριν πάμε σε αυτό, να υπενθυμίσω ότι η Ελλάδα, τώρα είναι και αύριο και 25 Μαρτίου, έγινε πότε ανεξάρτητο κράτος? Το 1830, άρα στην ουσία αυτή η διαδικασία που είπαμε ότι φτιάχνεται ο κανόνας και πρέπει να δείξει και η Ελλάδα την εθνική της ταυτότητα προς τους ξένους κτλ. ξεκινάει από την ώρα που φτιάχνεται, που ιδρύεται, που αρχίζει να ζει το νέο ελληνικό κράτος. Ποιοι ήταν νομίζετε οι πρώτοι διανοούμενοι που σε αυτό το ελληνικό κράτος, αν τώρα θυμηθείτε λίγο αν αυτά τα έχετε φρέσκα μπορεί και δεν τα έχετε ξεχάσει από το σχολείο, ποιοι ήταν εκείνοι οι ομάδα των διανοούμενων στο νέο ελληνικό κράτος που είχε αυτό που λέμε την πρευματική ηγεμονία τα πρώτα χρόνια, τις πρώτες δεκαετίες. Οι κληρικοί όχι πια, στο νέο ελληνικό κράτος οι κληρικοί πριν την επανάσταση. Τι λέτε ποιοι είχαν εμπειρία ορίστε. Δηλαδή ποιοι γινόντουσαν ρε παιδί μου, υπουργοί, πρεσβευτές, καθηγητές πανεπιστημίου διότι και το 1835 λίγα χρόνια μετά ιδρύθηκε και το πανεπιστήμιο της Αθήνας. Άρα ποιοι? Οι φαναριώτες. Τους θυμάστε τους φαναριώτες, τους έχετε ακουστά. Οι φαναριώτες που ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη και από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και που ήταν ακριβώς αυτοί που είχαν εμπειρία στη διοίκηση, ήταν μορφωμένοι, είχαν σπουδάσει πολλοί από αυτούς στην Ευρώπη, γνωρίζαν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, διάβαζαν ξένες λογοτεχνίες κτλ. Και αυτοί οι φαναριώτες λοιπόν ήταν και οι πρώτοι, κάποια από αυτούς τελος πάντων, ήταν αυτοί που προσπάθησαν να φτιάξουν λογοτεχνικό κανόνα. Και φτιάξαν λογοτεχνικό κανόνα και έχουμε κανά δυο ιστορίες της λογοτεχνίας που ήταν γραμμένες από φαναριώτες εκείνα τα χρόνια, έτσι, μιλάμε για δεκαετία του 1850-1860 κτλ. Αυτές οι ιστορίες λοιπόν πρώτον ήταν γραμμένες, η αρχική τους συγγραφή δεν έγινε στα ελληνικά, έγινε σε ξένες γλώσσες, κυρίως στα γαλλικά και στα γερμανικά και μετά μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Αυτό πως το κρίνεται, γιατί λέτε ότι έγινε αυτό, γιατί ένας φαναριώτης φτιάχνει το λογοτεχνικό κανόνα, θέλει να γράψει ιστορία της λογοτεχνίας, αλλά τη γράφει σε ξένη γλώσσα, τι σημαίνει αυτό το πράγμα, ορίστε. Ακριβώς, έτσι, απευθυνόταν σε ξένους αναγνώστες, απευθυνόταν στους Ευρωπαίους, που ήθελε να τους δείξει ότι κοιτάξτε η Ελλάδα, έχει πνευματική παραγωγή, η Ελλάδα έχει πολιτισμό, είναι εφάμιλος ο πολιτισμός της με τον Ευρωπαϊκό, άρα αξίζει που έγινε ελεύθερο κράτος, αξίζει να την ενισχύσετε κτλ, γιατί, όπως ξέρετε, παρόλο ότι ιδρύθηκε το νέο κράτος, το νέο κράτος ήταν στην αρχή πολύ μικρό, πολύ αδύναμο και είχε ανάγκη συνεχώς από τους ξένους. Άρα λοιπόν, είχε συνεχώς αυτή την ανάγκη να δείχνει την ταυτότητα και να ενισχύει την πολιτισμική ταυτότητα προς τους ξένους. Αυτές οι ιστορίες και αυτός ο κανόνας που φτιάξανε οι φαναριώτες, δεν επρόκειτο να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια, έζησε όσο και αυτοί. Δηλαδή όσο υπήρχαν φαναριώτες με φαναριώτικη συνείδηση, ο κανόνας μπορούσε να έχει μια σχετική ισχύ. Σιγά σιγά όμως, οι φαναριώτες ως κάστα διαλύθηκαν, διότι καθώς το κράτος αναπτυσσόταν και ερχόντουσαν νέες γενιές ανθρώπων, νέες γενιές διανοουμένων, οι οποίοι δεν είχαν τη συνείδηση του φαναριώτη ή τη συνείδηση του Επτανίσιου, έτσι δεν είχαν τη συνείδηση δηλαδή μιας μεμονωμένης κάστας, τη συνείδηση ότι είναι πολίτες μιας χώρας, αυτό που λέμε μια εθνική συνείδηση, άλλαζαν τα πράγματα, άλλαζε η λογοτεχνία, και ο φαναριώτικος κανόνας θεωρούνταν πολύ λάθος, θεωρούνταν ξεπερασμένος, έχασε την εξουσία, την ισχύ που είχε. Διότι, προσέξτε να σας πω για να καταλάβετε τι ήταν ο φαναριώτικος κανόνας, οι φαναριώτες ήταν καθαρεβουσιάνοι, έτσι θα το έχετε και αυτό ακουστά. Λοιπόν, το γεγονός ακριβώς ότι ήταν καθαρεβουσιάνοι σημαίνει ότι στον κανόνα τους είχανε βάλει μόνο τα έργα και τη λογοτεχνία, η οποία ήταν στην καθαρεύουσα. Οι φαναριώτες δεν αγαπούσαν το δημοτικό τραγούδι, οι φαναριώτες δεν θεωρούσαν τον Σολομώ ποιητή καλό, και επομένως ήταν ένας κανόνας ο φαναριώτικος πάρα πολύ μονομερής, ένας κανόνας που όπως είπα δεν είχε τις δυνατότητες να επικρατήσει για πάρα πολύ καιρό. Και γύρω στα 1880, στο τέλος δηλαδή του 19ου αιώνα, γύρω στα 1880 έρχεται μια νέα γενιά και λογοτεχνών και διανοημένων. Ποια είναι αυτή η γενιά και ξέρετε κανέναν εκπρόσωπό της. Πώς τη λέμε αυτή η γενιά και ποιος είναι λέτε ο πιο σπουδαίος της εκπρόσωπος, ναι Στέλιο. Ο Καβάφης έχει ξεκινήσει να γράφει από το 90 και μετά, ο Καβάφης όμως δεν ζει στην Ελλάδα και ανήκει σε τελείως διαφορετικό περιβάλλον και θα πούμε για τον Καβάφη σε λίγο. Ποια ήταν στην Ελλάδα, στην Αθήνα, ποιος ήταν ο πιο σπουδαίος λογοτέχνης αυτής της γενιάς. Ο Παλαμάς φυσικά. Βλέπετε που δεν μπορείτε τους συγγραφείς να τους τοποθετήσετε χρονικά, έτσι τους έχει, τους ξέρετε γιατί δεν μπορεί το Παλαμά το ξέρετε βέβαια, όμως δεν ξέρετε οι Παλαμάς, Καβάφης, ποιος είναι πρώτος, ποιος είναι ύστερα, πότε είναι ο ένας, πότε είναι ο άλλος. Λοιπόν, σημασία δεν έχει βέβαια χρονολογίες, σημασία έχει όμως ότι στο τέλος του 19ου αιώνα βγαίνει ένα καινούργιο κίνημα που είναι το κίνημα του δημοτικισμού, αυτό σίγουρα το ξέρετε. Έτσι, ο δημοτικισμός είναι ένα μεγάλο κίνημα πνευματικό για τη δημοτική γλώσσα, για να επικρατήσει η δημοτική γλώσσα παντού, κυρίως βέβαια στη λογοτεχνία, ξεκινάει από τη λογοτεχνία. Στην λογοτεχνία η γενιά αυτή του Παλαμά λέγεται γενιά του 1880, η γενιά του 1880, είναι μια νέα γενιά ποιητών κυρίως, που γράφουν στη δημοτική γλώσσα, γράφουν θέματα πιο καθημερινά, πιο απλά, γίνονται δημοφιλείς και αλλάζουν κατά κάποιο τρόπο τη λογοτεχνία. Τώρα γιατί το λέω αυτό, γιατί μέσα σε αυτή τη γενιά, όπως είπαμε ανήκει ο Παλαμάς, ο οποίος είναι, τον ξέρετε, σπουδαίος ποιητής, όμως αυτό που δεν ξέρετε είναι ότι ο Παλαμάς, μπράβο, πες μου το όνομά σου, θύμησέ μου το όνομά σου, η Μαρία ήταν σε ένα μάθημα που κάναμε παλιά, στο πρώτο έτος όταν ήσασταν, η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Έτσι, και από εκεί τα θυμάται. Λοιπόν, ο Παλαμάς λοιπόν, εκτός από ποιητής που είναι πολύ σπουδαίος και τον ξέρετε, ήταν και κριτικός της λογοτεχνίας. Έγραφε δηλαδή και κριτικές και μελέτες και τα λοιπά. Και ο Παλαμάς είναι αυτός που έφτιαξε στην Ελλάδα, στην ελληνική λογοτεχνία, είναι αυτός που έφτιαξε τον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα. Άρα λοιπόν, ο λογοτεχνικός κανόνας, ο δικός μας, φτιάχτηκε μέσα στο πλαίσιο του δημοτικισμού. Ανοίκε δηλαδή ο Παλαμάς, ο Παλαμάς δεν ήταν μόνος του. Και γι' αυτό λέμε πάντοτε ότι για να πετύχει ο κανόνας, για να μπορέσει να επιβληθεί, θα πρέπει ακριβώς να προέρχεται όχι από έναν άνθρωπο ο οποίος είναι μόνος του, κάθεται μόνος του, κάνει τις μελέτες του κτλ. Αλλά από έναν άνθρωπο ο οποίος ανήκει σε ένα κίνημα, εκπροσωπεί δηλαδή με τις ιδέες του και άλλους ανθρώπους. Έτσι λοιπόν ο Παλαμάς φυσικά ήταν ένας τρομερός διανοούμενος, δεν είχε σπουδάσει σε πανεπιστήμιο, δεν είχε τελειώσει ποτέ τις σπουδές του, όμως ήταν ένας πάρα πολύ καλός φιλόλογος, αυτοδίδακτος, είχε διαβάσει πάρα πολύ ο ίδιος, ήταν μια διάνοια. Λοιπόν ο Παλαμάς έγραφε λοιπόν, επί 50 χρόνια έγραφε συνεχώς άρθρα μελέτες, άρθρα μελέτες για τον έναν, για τον άλλον λογοτέχνη, για το ένα έργο, για το άλλο έργο συνεχώς συνεχώς και έτσι έφτιαξε με το έργο αυτό έναν κανόνα ο οποίος επιβλήθηκε. Και γιατί επιβλήθηκε, γιατί ο ίδιος ο Παλαμάς μπορεί να μην ήταν καθηγητής πανεπιστήμιου, γιατί είπαμε ότι συνήθως οι καθηγητές πανεπιστήμιου φτιάχνουν τους κανόνες. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε μια ιδιαιτερότητα, δεν ήταν λοιπόν καθηγητής πανεπιστήμιου, όμως είχε ένα τεράστιο κύρος, θεωρούνταν εθνικός ποιητής και ακριβώς με αυτό το κύρος επέβαλε έναν κανόνα ο οποίος στην ουσία υπάρχει μέχρι σήμερα. Στις βάσεις του δηλαδή ο κανόνας αυτός μέχρι σήμερα υπάρχει, ξεκίνησε να φτιάχνεται όπως είπα περίπου γύρω στο 1880, μέχρι το 1930 δηλαδή περίπου 50 χρόνια, είχε ολοκληρωθεί. Φυσικά οι σύγχρονοι του Παλαμά γνωρίζανε, δηλαδή το βλέπανε ότι ο Παλαμάς φτιάχνει κανόνα, τον σεβόντουσαν και τον συμβουλεύονταν, δηλαδή οι ξένοι μελετητές, οι ξένοι ιστορικοί συμβουλεύονταν τον Παλαμά σε θέματα λογοτεχνικά. Και οι ιστορίες της λογοτεχνίας που γράφτηκαν στη συνέχεια, γιατί στη συνέχεια γράφτηκαν φυσικά ιστορίες της λογοτεχνίας από ιστορικούς, επιστήμονες, καθηγητές κτλ, όμως αυτές οι ιστορίες που γράφτηκαν μετά βασίστηκαν στο λογοτεχνικό κανόνα που έφτιαξε ο Παλαμάς. Είναι μία ιδιαιτερότητα αυτή που κάνει και τον Παλαμά τόσο σημαντικό και γι' αυτό θα πρέπει να τον ξέρετε. Στο Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ που είχε στη Θεσσαλονίκη την τελευταία εβδομάδα, αν το γνωρίζετε, είχε ένα ντοκιμαντέρ, δεν το είδα, όμως άκουσα μια συνέντευξη του σκηνοθέτη, είχε ένα ντοκιμαντέρ για τον Παλαμά. Το οποίο λέει ότι θα το προωθείς και στα σχολεία και τα λοιπά και ότι είναι μία άλλη οπτική του Παλαμά. Διότι ο Παλαμάς για πάρα πολλά χρόνια ήταν και κάπως, δεν ξέρω, τον θεωρούσαν τουλάχιστον οι νέοι, παλαιομοδίτικο, έτως λέει Παλαμά θα διαβάσουμε. Ξέρετε, οι πολύ μεγάλοι ποιητές επειδή ακριβώς τους έχουν χρησιμοποιήσει πολύ στην εκπαίδευση, αυτό τους κάνει κακό, διότι τους καθιστά ανενεργούς. Ακούμε Παλαμά, Παλαμά και δεν πάμε ποτέ να διαβάσουμε Παλαμά. Ακούμε Σολομό, Σολομό πολύ και δεν πάμε να διαβάσουμε Σολομό και διαβάζουμε ενδεχομένως αν διαβάζουμε κάτι τελείως άλλο. Όμως αυτό είναι άδικο. Μπορεί να βρούμε στον Παλαμά πράγματα που δεν μπορούμε να τα φανταστούμε. Λοιπόν, άρα να μην θεωρείτε ότι κάποιος που έχει τόσο χρησιμοποιηθεί σημαίνει ότι δεν θα σας αρέσει κιόλας. Μπορεί να σας αρέσει. Λοιπόν, έτσι έφτιαξε ο Παλαμάς τον κανόνα του, χωρίς όμως να γράψει ιστορία της λογοτεχνίας. Αυτή είναι μια ιδιαιτερότητα τώρα στην Ελλάδα, διότι ιστορίες της λογοτεχνίας γράφτηκαν αρκετά μετά. Η πρώτη μεγάλη ιστορία που τη χρησιμοποιούμε ακόμα και σήμερα και θα ήθελα αν σας δοθεί ευκαιρία στη βιβλιοθή και τα λοιπά να τη δείτε, είναι η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Δημαρά, του ΚΠΤ Δημαρά, η οποία εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1948. Προσέξτε δηλαδή πόσα αρκετά χρόνια μετά από τη δουλειά που είχε κάνει ο Παλαμάς. Και επίσης μια άλλη ιστορία που χρησιμοποιούμε σήμερα είναι του Λίνου Πολίτη. Ο Λίνος Πολίτης ήταν καθηγητής εδώ στην Φιλοσοφική της Θεσσαλονίκης, Λίνος Πολίτης. Και μια άλλη ιστορία που χρησιμοποιούμε επίσης σήμερα είναι του Μάριο Βίτη. Μάριο Βίτη ο οποίος είναι Ιταλός από Ελυμίδα Μητέρα και ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Βλέπετε ότι μετά και στην Ελλάδα επανήλθαμε ας το πούμε στην κανονικότητα που είχαν και οι ξένοι. Όμως στην αρχή είχαμε αυτή την ιδιαιτερότητα ένας ποιητής να φτιάξει το λογοτεχνικό κανόνα. Για να δούμε τώρα λοιπόν αυτός ο κανόνας ποια είναι όπως είπαμε τα κριτήρια του. Ξαναλέω εθνική ψυχή. Η εθνική ψυχή που είναι βασικό κριτήριο έτσι να εκφράζει όπως είπαμε η λογοτεχνία, τα λογοτεχνικά έργα να εκφράζουν την εθνική ψυχή. Που εκφράζεται πιο αυθεντικά, τι λέτε, ποιο είναι εκείνο το λογοτεχνικό είδος στο οποίο η εθνική ψυχή εκφράζεται πιο αυθεντικά. Ναι Μαρία, έτσι γι'αυτό είπα ότι θα επανέλθουμε στο δημοτικό τραγούδι που ρωτήσατε. Το δημοτικό τραγούδι θεωρείται όχι μόνο η αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, της νεοελληνικής ποιήσεις αλλά και το πιο σπουδαίο πρότυπο. Το πιο σπουδαίο πρότυπο θεωρείται το πρώτο και καλύτερο, έτσι και το πρώτο και το καλύτερο. Διότι επειδή ακριβώς το δημοτικό τραγούδι είναι όπως λέμε ανώνυμο έργο, όχι επώνυμο δεν έχει δηλαδή υπογραφή ενός δημιουργού, δεν εκφράζει έναν άνθρωπο, εκφράζει έναν ολόκληρο λαό, έναν ολόκληρο έθνος. Αυτό μερικοί τον μπερδεύουν και νομίζουν ότι τα δημοτικά τραγούδια τα έφτιαξε ο λαός, όλος μαζί ο λαός έφτιαξε τα δημοτικά τραγούδια. Αυτό δεν είναι σωστό, έτσι μην μπερδεύεστε. Όλοι μαζί ποτέ δεν φτιάχνουμε ένα εργοτέχνηση. Πάντοτε υπάρχει κάποιος δημιουργός ο οποίος ξεκίνησε να γράψει, όχι να το γράψει γιατί δεν το έγραψε αλλά προφορικό ήτανε, να το δημιουργήσει. Έτσι, ένας άνθρωπος το δημιούργησε, ένας άνθρωπος ο οποίος προφανώς είχε ταλέντο, είχε κλείσει και το δημιούργησε. Το ζήτημα όμως είναι ότι αυτό το τραγούδι που κάποιος δημιούργησε, ακριβώς επειδή άρεσε πολύ και ακριβώς επειδή εξέφραζε και πολλούς άλλους, το αγάπησαν, το τραγουδούσανε, το πήρε η επόμενη γενιά και η επόμενη γενιά και έτσι πέρασε και επιβίωσε και κάποια στιγμή όταν οι λαογράφοι τα κατέγραψαν, καταγράφηκε. Άρα αυτά τα δημοτικά τραγούδια που έχουμε καταγράψει και τα ξέρουμε και βέβαια και πολλά, είναι όμως τα καλύτερα. Διότι πόσα άλλα προσέξτε θα είχανε φτιαχτεί που όμως δεν επιβίωσαν και δεν καταγράφτηκαν και δεν άρεσαν πιθανόν ή άρεσαν μόνο για λίγο και μετά ξεχάστηκαν. Καταλαβαίνετε για αυτό λέμε ότι το δημοτικό τραγούδι εκφράζει την εθνική ψυχή, διότι έχει δοκιμαστεί σε πολλές γενιές, έχει επιβιώσει και επομένως έχει ας το πούμε όπως λέτε κι εσείς τσεκαριστή, έτσι έχει τσεκαριστή επανειλημμένα ότι αυτό άρεσε και εξέφραζε τις αγωνίες, όπως λέμε τους πόθους, τα καθημερινά προβλήματα διότι τα δημοτικά τραγούδια δεν μιλάνε μόνο για τα μεγάλα θέματα, τα ιστορικά θέματα, δεν είναι μόνο τα κλέφτηκα κτλ. Έτσι δημοτικά τραγούδια έχουμε πολλών ειδών, έχουμε δημοτικά τραγούδια για διάφορες εργασίες που κάνει ο άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή, έχουμε δημοτικά τραγούδια για το θερισμό, για τους υφαντές, για τους ναύτες, για τους γεωργούς, για την ανουρίσματα, έτσι πάρα πολλά είδη υπάρχουν δημοτικού τραγουδιού, της ξενιτιάς, της αγάπης, των ερωτευμένων κτλ. Μέχρι και υπάρχουν και δημοτικά τραγούδια σεξουαλικού περιεχομένου, έτσι αυτά δεν τα ξέρετε βέβαια, διότι δεν είναι τα πολύ γνωστά, ούτε διδάσκονται στο σχολείο, αλλά η Δόμνα Σαμίου τα έχει μαζέψει και ψάξτε τα λίγο να τα δείτε. Έτσι τα αποκριάτικα κτλ. Λοιπόν άρα τα δημοτικά τραγούδια οπωσδήποτε για αυτούς τους λόγους θεωρήθηκαν σπουδαία και ο Παλαμάς τα βάζει στην αρχή της μελληνικής λογοτεχνίας. Μέχρι εδώ καλά. Τώρα το ζήτημα είναι πως αυτά λειτουργούν και ως μέτρος σύγκρισης για τον κανόνα, προσέξτε τι γίνεται τώρα. Μετά η λογοτεχνία αναπτύσσεται, έχουμε πλέον επώνυμους συγγραφείς, επώνυμους ποιητές πως δημιουργεί το κανόνας. Παλαμάς το δημοτικό τραγούδι και το συγκρίνει με ένα άλλο έργο. Άρα το νέο έργο που φτιάχνεται, το νέο έργο ενός ποιητή, πρέπει για να μπει στον κανόνα να θυμίζει δημοτικό τραγούδι. Τώρα όταν λέμε να θυμίζει, τώρα εγώ σας τα λέω όπως καταλαβαίνετε πολύ απλοϊκά, έτσι, γιατί πρέπει να τα πω απλοϊκά για να τα καταλάβετε και γιατί έχουμε και πάρα πολύ χρόνο. Όταν λέμε να θυμίζει δεν εννοούμε να είναι ακριβώς ίδιο. Δεν μπορεί να είναι ακριβώς ίδιο γιατί οι εποχές αλλάζουν. Όμως να θυμίζει σημαίνει να έχει το ρυθμό του δημοτικού τραγουδιού, γι' αυτό και ο 15 σύλλαβος που είναι ο στίχος του δημοτικού τραγουδιού ονομάζεται ο εθνικός μας στίχος, έτσι ονομάζεται. Λοιπόν, να έχει τον ρυθμό ακόμα και αν ο 15 σύλλαβος είναι σπασμένος μπορεί να μην είναι ολόκληρος έτσι να είναι σπασμένος, όμως ο ρυθμός του, ο ρυθμός του να θυμίζει, η γλώσσα του να θυμίζει, η γλώσσα του επομένως να είναι δημοτική οπωσδήποτε, οι εικόνες, η ποιητική οικονοπία, οι μεταφορές, τα σύμβολα δηλαδή στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού θα πρέπει κάπως να τα βρει ο Παλαμάς, ο ιστορικός της λογοτεχνίας να τα βρει στα νεότερα ποιητικά έργα προκειμένου να τα εντάξει στον κανόνα. Όσα έργα είναι πολύ διαφορετικά από το δημοτικό τραγούδι, δυσκολεύονται πάρα πολύ να μπουν στον κανόνα. Και εδώ έχουμε ένα μεγάλο παράδειγμα. Ο Σολομός φυσικά μαζί με τους περισσότερους Επτανύσιους της Επτανυσιακής Σχολής είναι βέβαια εντάσσονται και αποτελούν μια κορυφή του κανόνα. Ο Σολομός είναι ο πρώτος εθνικός ποιητής, είναι μια κορύφωση. Ο Σολομός έχει πολλά στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι δεν έχει και πρωτότυπα στοιχεία, έχει κάνει μια τελείως καινούργια ποιήση. Όμως αυτή η καινούργια ποιήση που κάνει έχει πολλά στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι. Μαζί με τον Σολομό είναι ένας άλλος μεγάλος ποιητής, μήπως τον ξέρετε σίγουρα, Επτανύσιος κι αυτός, κι αυτός από τη Ζάκινθο, ο Ανδρέας Κάλβος. Ο Κάλβος όμως δεν μπήκε στον Κανώνα, από τον Παλαμά τουλάχιστον, έτσι μπήκε στον Κανώνα, σήμερα είναι στον Κανώνα, εντάξει αλίμονο. Όμως για πάρα πολλά χρόνια δεν μπήκε στον Κανώνα ο Κάλβος. Γιατί, αν τον ξέρετε λίγο τον Κάλβο, αν μπορείτε λίγο να ανακαλέσετε κάποια στοιχεία του, μπορείτε να καταλάβετε γιατί δεν μπήκε στον Κανώνα. Τα θέματα του είναι εθνικά, ο Κάλβος ύμνησε κι αυτός την Ελληνική Επανάσταση. Άρα δεν είναι θέμα περιεχομένου. Προσέξτε, για να μπεις στον Κανώνα δεν έχει σημασία το περιεχόμενο, δεν έχει σημασία δηλαδή τι λες ως ποιητής, ποιο είναι το περιεχόμενο των ποιημάτων που γράφεις, σημασία έχει πώς το λες. Και έχουμε λοιπόν δύο ποιητές που είναι περίπου της ίδιας εποχής και οι οποίοι μάλιστα δεν γνωρίζονταν καν μεταξύ τους, σε κάποια φάση ζούσαν και οι δύο στην Κέρκυρα και δεν γνωρίζονταν, διότι ανήκαν σε πολύ διαφορετικούς κόσμους. Και ο ένας ο Σολομός μπαίνει στον Κανώνα και θεωρείται ο πρώτος εθνικός ποιητής και ο άλλος ποιητής ο Κάλβος δεν θεωρείται εθνικός και δεν μπαίνει στον Κανώνα. Και πολλά χρόνια μετά μπήκε στον Κανώνα. Γιατί, το ερώτημα είναι γιατί. Και οι δύο είναι Έλληνες και οι δύο μιλούν για την επανάσταση. Γιατί, ορίστε. Και το ποιηνό, το ποιηνό είναι για τα εθνικές ήχους, για τα εθνικούς μικρότερες, για τα εθνικές μοσφαίσματα και η γλώσσα. Και η γλώσσα. Η μορφή, λέει συνάδελφός σας, η στοιχουργία, ο Κάλβος γράφει τις περίφημες οδές. Η οδή είναι ένα είδος, ένα στοιχουργικό, μια στοιχουργική μορφή, η οποία μπορεί να κατάγεται από την αρχαιότητα. Όμως, ο Κάλβος εκείνη την εποχή παίρνει την οδή από την ιταλική λογοτεχνία. Και είναι ένα μέτρο και ένα είδος πήματος, το οποίο θεωρείται ξενόφερτο. Δεν έχει καμία σχέση, είναι τελείως διαφορετικός ο ρυθμός του, δεν έχει καμία σχέση με το 15 σύλλαβο. Άρα ο ρυθμός είναι διαφορετικός και η γλώσσα του Κάλβου δεν είναι η δημοτική, η γλώσσα του Κάλβου είναι καθαρεύουσα. Είναι και μάλιστα μια αρχαΐζουσα γλώσσα, αρκετά δικής του σύνθεσης ας πούμε, δικής του εμπνεύσεως. Λοιπόν, και άρα το τελικό αποτέλεσμα είναι τελείως άλλο. Και βάσει αυτού του αποτελέσματος, του ποιητικού αποτελέσματος, ο Κάλβος δεν μπαίνει από τον Παλαμάς τον κανόνα. Ο Παλαμάς δεν λέει, προσέξτε, δεν λέει ότι ο Κάλβος δεν είναι καλός ποιητής. Ποτέ δεν το λέει, ίσα ίσα λέει ότι είναι πολύ καλός ποιητής. Όμως λέει ότι το έργο του δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική ποιητική παράδοση. Δηλαδή την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού. Διότι παιδιά, ο κανόνας, τα έργα του κανόνα δεν είναι ασύνδετα μεταξύ τους. Δηλαδή δεν είναι και ο ένας είναι καλός, μπαίνει στον κανόνα. Και ο άλλος είναι καλός συγγραφέας, μπαίνει στον κανόνα. Όχι, γιατί τότε θα ήταν μόνο η αισθητική αξία που θα μετρούσε. Όσοι είναι καλοί μπαίνουν, δεν πάει έτσι. Ο κανόνας είναι μία συνέχεια, βασίζεται στη δημιουργία μίας συνέχειας. Στη δημιουργία μίας παράδοσης. Δηλαδή, ότι ο ένας ποιητής με τον άλλον σχετίζεται ότι υπάρχει γιατί, σου λέει, προσέξτε γιατί χρειάζεται αυτή η συνέχεια. Διότι η εθνική ψυχή έχει μία συνέχεια. Δεν μπορεί η εθνική ψυχή τη μια φορά να εκφράζεται έτσι και την άλλη φορά να εκφράζεται τελείως διαφορετικά. Για μας σήμερα μπορεί, εμάς η λογική μας, το αντέχει αυτό το πράγμα. Και μας φαίνεται παράλογο το άλλο. Να υπάρχει μία τέτοια ομοιομορφία στην εθνική ψυχή. Όμως τότε, έψαχναν αυτήν την ομοιομορφία, έψαχναν να φτιάξουν μία εθνική παράδοση. Και εθνική παράδοση σημαίνει ότι δεν είναι ασύνδετα τα έργα μεταξύ τους. Λέει ο Παλαμάς, θα σας πω μία κουβέντα που λέει για τον Κάλβο, για να καταλάβετε έτσι. Το λέει με μία κουβέντα αυτό. Ο Κάλβος λέει, «Εξ ουδενός των συγχρόνων αυτού εδέχθη μαθήματα και ουδένα έβρε μιμητήν». Δεν μπήρε μαθήματα από κανέναν, δεν βρήκε και μιμητές και άρα είναι μόνος του. Οκ, δηλαδή πολύ καλός αλλά μόνος του. Αυτό δεν είναι κανόνας. Όταν είσαι πολύ καλός αλλά μένεις μόνος σου, δεν μπαίνεις μέσα στον κανόνα. Λοιπόν, έτσι ο Κάλβος είναι ο πρώτος που δεν μπαίνει στον κανόνα. Μεγάλος ποιητής ο οποίος όμως δεν μπαίνει στον κανόνα. Από κει και πέρα μετά το Σολομό και την Επτανυσιακή σχολή, βέβαια ο δεύτερος εθνικός ποιητής είναι ο ίδιος ο Παλαμάς. Τι θα άφηνε αυτό το απ' έξω. Θα μπορούσε ποτέ, σκεφτείτε το λιγάκι, δεν θα έφτιαχνε έτσι τον κανόνα και δεν θα έφτιαχνε έτσι την εθνική παράδοση ώστε να επιφυλάξει και για τον εαυτό του μία σημαντική θέση. Φυσικά. Λοιπόν, χωρίς ποτέ να λέει ότι εγώ είμαι εθνικός ποιητής. Δεν το λέει, δεν είναι, ο άνθρωπος είναι σεμνός. Όμως, όταν φτιάχνεις τα κριτήρια με αυτόν τον τρόπο, τότε μόνο του βγαίνει το συμπέρασμα ότι και εσύ είσαι εθνικός ποιητής. Αφού και εσύ έχεις τα ίδια κριτήρια. Το έργο σου εκπλήρει τα ίδια κριτήρια. Αυτό τώρα που είπα μας πάει και αυτό θα ήθελα λίγο να το σκεφτείτε, να κάνω το διάλειμμα και να το συζητήσουμε μετά. Μας πάει λίγο σε αυτήν ακριβώς την έννοια του εθνικού ποιητή. Αναφέραμε ήδη δύο, τον Σολομώ και τον Παλαμά. Σκεφτείτε λιγάκι τα εξής ερωτήματα. Ποιον άλλον εθνικό ποιητή γνωρίζετε εκτός από αυτούς τους δύο, αν κάποιος άλλος έχει αυτόν τον τίθλο. Σκεφτείτε λίγο γιατί μιλούμε για εθνικούς ποιητές, όμως δεν μιλούμε για εθνικούς πεζογράφους και δεν έχουμε πει κανέναν πεζογράφο εθνικό. Και ποιοι άλλοι από αυτούς τους γνωστούς ποιητές που γνωρίζετε μπορεί να είναι εκτός του κανόνα. Ήδη αναφέρθηκε ένα όνομα του Καβάφη. Θα μιλήσουμε και για τον Καβάφη. Λοιπόν, να κάνουμε όμως το διάλειμμα. Λοιπόν, να ξεκινήσουμε λίγο από το θέμα του εθνικού ποιητή. Αν σας ρωτούσε ένα παιδί στο σχολείο, έτσι διότι παρακαλώ να ξεκινήσουμε, παρακαλώ. Ήσασταν λοιπόν σε ένα δημοτικό σχολείο και σας ρωτούσε ένα παιδί, γιατί κυρία των Σολομώτων λέμε εθνικό ποιητή. Τι σημαίνει εθνικός ποιητής. Γιατί κάποιοι ποιητές είναι εθνικοί και κάποιοι δεν είναι εθνικοί. Είναι πάρα πολύ δύσκολες ερωτήσεις αυτές να απαντηθούν. Ο περισσότερος κόσμος τι νομίζει παιδιά. Τι νομίζει, αν ρωτήσετε έναν περαστικό. Γιατί ο Σολομός είναι εθνικός ποιητής. Τι θα σας απαντήσει να παίξουμε αυτό το παιχνίδι. Αν φανταστείς τι απαντάει ο περισσότερος κόσμος, πως το λέει αυτό το παιχνίδι. Τι θα απαντήσει, ναι Δέσποινα. Ίσως είναι η λόγω της δυνατότητας του παιδιού, ή είναι η θεματολογία του παιχνίδιου γύρω από τη χάρη. Οι πιο πολλοί βέβαια θα απαντήσουν το πρώτο. Δηλαδή ότι ο Σολομός είναι εθνικός ποιητής επειδή έγραψε τον εθνικό ύμνο. Και κάποιοι άλλοι βέβαια μπορεί να απαντήσουν ότι επειδή έχει εθνικά θέματα. Ή επειδή μίλησε για τους ελεύθερους πολιορκημένους, ξέρω εγώ για την επανάσταση του 21, όλα αυτά. Όμως οι περισσότεροι θα σας πουν για τον εθνικό ύμνο. Αυτό είναι λάθος, έτσι. Είναι μια λάθος απάντηση και εσείς δεν πρέπει ποτέ να δίνετε τέτοιες απαντήσεις. Για αυτό κάνουμε και όλη αυτή τη συζήτηση. Και είναι λάθος απάντηση πρώτον διότι τότε ο Σολομός θα ήταν ο μόνος εθνικός ποιητής αφού μόνον ένα εθνικό ύμνο έχουμε και δεν θα είχαμε άλλον εθνικό ποιητή. Δεύτερον ο εθνικός ύμνος δεν ήταν πάντα, ο ύμνος μάλλον εις την ελευθερία του Σολομού, δεν ήταν πάντα εθνικός ύμνος. Δηλαδή το ποιος θα είναι ο εθνικός ύμνος σε μια χώρα αποφασίζεται κάποια στιγμή. Δεν πέφτει απ' τον ουρανό, από κάπου αποφασίζεται. Ο εθνικός ύμνος λοιπόν, ο ύμνος στην ελευθερία δεν ήταν πάντα εθνικός ύμνος. Πριν απ' αυτόν είχαμε άλλον εθνικό ύμνο ο οποίος είχε γραφτεί, από τι είδους ποιητή λέτε. Δεν είμαστε εις την ελευθερία, είναι τα μάτρα που έρχονται. Όχι, όχι. Ας δούμε λίγο από ποιον ποιητή πριν απ' τον Σολομό, δηλαδή πάμε παλαιότερα, ποιοι λέγαμε ότι κυριαρχούσαν παλαιότερα. Οι φαναριώτες. Άρα πριν απ' τον Σολομό ο εθνικός ύμνος θα ανήκε σε κάποιον φαναριώτη ποιητή. Και πράγματι έτσι ήταν. Άρα λοιπόν ακριβώς είναι μέσα στο πλαίσιο του κανόνα και του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε την εθνική λογοτεχνία που αποφασίζεται και ποιος είναι ο εθνικός ύμνος. Και όταν άρχισε να αναδεικνύεται η αξία ακριβώς της δημοτικής παράδοσης και του Σολομού, τότε έγινε ο ύμνος εις την ελευθερία εθνικός ύμνος. Και βέβαια δεν αλλάζει πια. Τώρα πια αυτό δεν αλλάζει για αυτό λέμε και ότι ο κανόνας δεν αλλάζει στην ουσία του, στην βάση του δεν μπορεί να αλλάξει. Ανανεώνεται και συμπληρώνεται προς το τέλος του. Δηλαδή με την νεότερη εποχή αλλά οι παλαιότερες εποχές η παλαιότερη λογοτεχνική παραγωγή δεν αλλάζει στον κανόνα αυτό. Λοιπόν τώρα όμως ο Παλαμάς ο οποίος έβαλε αυτά τα κριτήρια για το ποιος είναι εθνικός ποιητής δεν ήταν κριτήρια περιεχομένου όπως είπαμε. Δηλαδή δεν ήταν οι εθνικοί ποιητές, δεν είναι οι ποιητές που μιλούν για τα εθνικά μεγάλα γεγονότα. Δεν ήταν αυτό το κριτήριο. Οι εθνικοί ποιητές είναι εκείνοι οι ποιητές οι οποίοι προχωρούν παραπέρα την ελληνική ποιήση. Κάνουν δηλαδή μια σύνθεση η οποία είναι πάρα πολύ σημαντική για την εξέλιξη της ποιήσεις. Ο Σολομός ας πούμε είναι ο πρώτος ποιητής. Ο Σολομός παιδιά δεν ξέρω αν το έχετε συνδυτοποιήσει αυτό διότι πριν από τον Σολομό δεν υπήρχαν σπουδαίοι ποιητές επώνυμοι. Ο Σολομός είναι ο πρώτος ποιητής ο οποίος δημιουργεί ποιητική γλώσσα μετά το δημοτικό τραγούδι ας πούμε. Φτιάχνει μια καινούργια γλώσσα ποιητική η οποία έχει στοιχεία κυρίως είναι δημοτική βέβαια, όμως έχει στοιχεία και λίγα καθαρεύου, σας κάνει μια σύνθεση. Έχει ιδιωματικά στοιχεία επτα νησιακά η γλώσσα του. Άρα λοιπόν ο εθνικός ποιητής κάνει μια σύνθεση, κάνει μια σύνθεση στη γλώσσα, κάνει μια σύνθεση στη χουργία. Ο Σολομός έγραψε φυσικά 15 σύλλαβο τον εθνικό μας στίχο, γιατί εθνικός ποιητής χωρίς εθνικό στίχο δεν υπάρχει, δηλαδή δεν μπορεί να έχουμε εθνικό ποιητή ο οποίος να μην γράφει και 15 σύλλαβο και να μην εξελίσει τον 15 σύλλαβο, δηλαδή να τον πηγαίνει παραπέρα να τον κάνει διαφορετικό, να τον εξυγχρονίζει έτσι, αλλά να είναι 15 σύλλαβος. Λοιπόν έγραψε 15 σύλλαβο, όμως έγραψε ο Σολομός και πολλούς άλλους στίχους. Και τι έκανε στην ουσία, πήρε στη χουργεία ξένη ευρωπαϊκά μέτρα και τα προσάρμοσε στην ελληνική γλώσσα. Αυτό θεωρείται πάρα πολύ σημαντική προσφορά για την εξέλιξη. Γιατί, γιατί ο επόμενος ποιητής έχει και άλλα μέτρα δουλεμένα για να τα χρησιμοποιήσει. Αυτό σημαίνει ότι εξελίσει κάτι. Ότι το βουλεύει ο ίδιος και οι επόμενοι από αυτόν έχουν να πάρουν κάτι. Ο ίδιος δεν είχε, ο ίδιος μόνος του τα έφτιαξε. Και οι επόμενοι όμως έχουν να πάρουν κάτι και να εξελίξουν. Και στη γλώσσα, ξαναλέω, και στη χουργεία, και στο ότι συνέθεσε ο Σολωμός διάφορες παραδόσεις, την ευρωπαϊκή παράδοση με την κριτική παράδοση της Κρήτης, επειδή γνώριζε καλά τον Ερωτόκριτο, με την κλασική παράδοση, διότι ήταν και πολύ μορφωμένος, ήξερε και την κλασική παράδοση κτλ, ήξερε και το δημοτικό τραγούδι και συνέθεσε στοιχεία από πολλές παραδόσεις. Λοιπόν, για να μην μακρηγορώ, ο εθνικός ποιητής είναι αυτός ο οποίος έχει προσφέρει πολλά στην εξέλιξη της νεοελληνικής ποιησης. Έχει κάνει μια σύνθεση πολλών διαφορετικών στοιχείων, και στη γλώσσα, και στη χουργεία, και στις παραδόσεις και σε όλα. Αυτήν, λοιπόν, τη σύνθεση την έκανε ο Σολωμός, την έκανε αργότερα ο Παλαμάς. Θα μου πείτε γιατί άμα την κάνει ένας μετά ο δεύτερος τι μπορεί να κάνει. Μα ο δεύτερος, ακριβώς, μπορεί να συνθέσει και κάποια άλλα στοιχεία. Αν είχαμε χρόνο θα σας το εξηγούσε, αλλά τώρα δεν νομίζω ότι είναι ο σκοπός να μείνουμε στις λεπτομέρες. Έτσι θέλω να σας δώσω μία εικόνα της εξέλιξης. Και υπάρχει και ένας τρίτος, λοιπόν, εθνικός ποιητής μετά τον Παλαμά. Μήπως ξέρετε ποιος είναι. Μήπως μπορείτε να υποθέσετε μετά τον Παλαμά ποιος άλλος ποιητής μας θεωρείται εθνικός. Είναι μόνο ένας ακόμα. Ποιητές έχουμε πολλούς, όμως δεν είναι εθνικοί. Ποιος είναι ένας ακόμα που θεωρείται εθνικός. Δεν είναι τόσο κι αυτός πολύ αγαπητός, δεν τον διαβάζετε εσύ σίγουρα. Ο Άγγελος Σικελιανός. Έτσι, τον έχετε όμως ακουστά, δεν τον έχετε. Ο Άγγελος Σικελιανός, λοιπόν, είναι ο τρίτος εθνικός ποιητής, γιατί κι αυτός έκανε μία τέτοια σύνθεση μετά τον Παλαμά. Και ξέρετε, μετά τον Παλαμά, ήταν πολύ δύσκολο ένας ποιητής να κάνει κάτι καινούριο. Γι' αυτό λέει ο Δημαράς, ο ιστορικός της λογοτεχνίας, τους πρώτους ποιητές μετά τον Παλαμά, το κεφάλαιο που τους έχει, έχει τον τίτλο «Στη βαριά σκιά του Παλαμά». Η σκιά του Παλαμά ήταν πολύ βαριά. Λοιπόν, παρόλα αυτά, βγήκε ένας νέος ποιητής, ο Σικελιανός, ο οποίος κι αυτός εξέλιξε το δεκαπεντασύλλαβο, ήταν κι αυτός γλωσσοπλάστης, έπλασε κι αυτός με καινούργια στοιχεία την ελληνική γλώσσα, έκανε κι αυτός σύνθεση με την αρχαιότητα, αρχαία ελληνική παράδειση κτλ. Και ο Σικελιανός γράφει τα μεγάλα έργα δεκαετία, 20-30 κτλ. Και από κει και μετά, ενώ έχουμε αρκετούς ποιητές που τους ξέρετε βέβαια, δεν έχουμε εθνικό ποιητή. Κανένας πια δεν θεωρείται εθνικός. Γιατί, διότι γύρω στα 1930, στην λεγόμενη δεκαετία του 30, συνέβη στην ελληνική ποιήση μια πολύ σημαντική αλλαγή. Μήπως ξέρει κανείς ποια αλλαγή ήταν αυτή και τι αλλαγή είναι. Στο 1930, ποια καινούργια γενιά έρχεται και τι κάνει αυτή η γενιά. Μήπως ξέρετε κάποια ονόματα. Ποιοι είναι στην λεγόμενη γενιά του 30, έτσι. Γιατί τώρα αυτό ήταν τι κάνει η νέα ονόματα για τα κεραμίδια, έτσι. Η γενιά του 30 λοιπόν, είναι μια καινούργια γενιά. Με ποιους ποιητές, ναι. Όχι, ο Καριοτάκης δεν ανήκει σε αυτή τη γενιά, είναι λίγο πιο παλιός, ναι. Ούτε ο Βάρναλις ανήκει σε αυτή τη γενιά. Ο Βάρναλις είναι και αυτός πιο παλιός, είναι μεταπαλαμική αυτή, ναι. Ναι, αυτή είναι, αλλά ποιος είναι ο πρώτος αυτούς ο αρχηγός. Ο Σεφέρης βρε παιδιά. Ο Γιώργος Σεφέρης είναι ο πρώτος και χρονικά 1931, βγάζει τη συλλογή στροφή, το λέει έτσι και λίγο συμβολικά είναι, στροφή. Κάνει η ελληνική ποιήσει μια στροφή. Στη γενιά λοιπόν αυτή του Σεφέρη, στη γενιά του 30, ανήκουν. Ο Ρίτσος, ο Ελλήτης, ο Εμπειρίκος, ο Εγκονόπουλος και κάποια ακόμα. Ποιο είναι λοιπόν το βασικό χαρακτηριστικό αυτών, τι καινούριο φέρνουν, πως το λέμε το καινούριο που φέρνουν. Μπορεί κανείς να το θυμίθει πως την λέμε αυτή την ποιήσει, την λέμε νέα ποιήσει. Όμως τι σημαίνει νέα ποιήσει δηλαδή, τι είδους ποιήσει αυτή, πως γράφουν αυτή παιδιά, έχετε διαβάσει πείμματά τους, τι διαφορά είχε ένα πείμμα του Σεφέρη από ένα πείμμα του Παλαμά ή του Σολομού, τι πια είναι η μεγάλη διαφορά. Στέλιο. Στο μέτρο. Ό,τι τι δηλαδή. Δεν έχουν μέτρο, έχουν ελεύθερο στίχο, έχουν ελεύθερο στίχο. Η γενιά του 30 έφερε το μοντερνισμό, έφερε τη μοντέρνα ποιήσει, δεν μπορεί να μην το ξέρετε, απλώς τώρα δεν μπορείτε να συνδέσετε αυτά που ξέρετε. Λοιπόν, έφερε τη μοντέρνα ποιήσει, η οποία έχει ως βασικό χαρακτηριστικό τον ελεύθερο στίχο, άρα καταργούνται όλα τα μέτρα. Και βέβαια η μοντέρνα ποιήσει έχει και τη σκοτεινότητα, έτσι έχει αυτή τη σκοτεινότητα και το άλογο στοιχείο, όπως λέμε, και ακραία μορφή αυτής της μοντέρνας ποιήσεις είναι ο υπερεαλισμός που έγραψε ο Εμπειρίκος και ο Εγκονόπουλος και κάποιοι άλλοι, έτσι, ο υπερεαλισμός. Ορίστε. Επίσης το 21ο βαθμό με τον Ρίτσο Λίνκ που ήταν στρατευμένη αυτό το βάθος χαρακτηριστικό ή... Όχι, διότι στρατευμένη υπήρχε και πιο πριν. Απλώς ο Ρίτσος είναι και μοντέρνος και στρατευμένος. Και βέβαια ο Ρίτσος είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση διότι έχει και πείμματα που δεν είναι σε ελεύθερο στίχο. Αυτά που γνωρίζετε πολύ καλά του... Πώς λέγεται αυτό για τη μάνα, για το γεγονό του 36 που είναι σε 15 σύλλαβα δύστηχα. Τώρα δεν μου έρχεται, ξεχνάω τον τίτλο. Λοιπόν, εν πάση περίπτωση ο Ρίτσος έχει... Και ο Σεφέρης όμως, ο Σεφέρης, προσέξτε, όταν πρωτοξεκίνησε έγραφε σε μέτρα. Δεν έγραφε ελεύθερο στίχο και μάλιστα ο Σεφέρης έχει και ένα πολύ περίεργο συνθετικό πείμμα να το διαβάσετε, είναι καταπληκτικό. Λέγεται ο ερωτικός λόγος που είναι ένα ερωτικό πείμμα που είναι γραμμένο σε 15 σύλλαβα. Είναι ένα περίεργο πείμμα διότι είναι μοντέρνο κατά βάση, δηλαδή έχει σκοτεινότητα σημαντική, όμως είναι και σε μέτρο. Είναι καταπληκτικό, θα σας αρέσει πάρα πολύ. Λοιπόν, άρα τι συμβαίνει τώρα, όταν έρχεται η μοντέρνα πείηση, δεν μπορούν να λειτουργήσουν τα κριτήρια του Παλαμά που λειτουργούσαν μέχρι τότε. Και έδιναν και τους εθνικούς ποιητές και έδιναν ας πούμε ποιος είναι στον κανόνα και ποιος δεν είναι στον κανόνα. Συνέβη εκεί με τη μοντέρνα πείηση, συνέβη ένας κλονισμός, ένας κλονισμός της συνέχειας. Οπότε έπρεπε και τα κριτήρια του κανόνα να αλλάξουν και τα λοιπά. Λοιπόν, δεν θα επεκταθούμε όμως αυτό, φτάνουμε μέχρι εκεί για να καταλάβετε γιατί δεν μπορούμε να έχουμε από εκεί και μετά εθνικό ποιητή. Όταν σπάσεις τις μορφές και έχεις ελεύθερο στίχο, δεν μπορείς να κάνεις τις συνθέσεις που έκαναν οι εθνικοί ποιητές. Και μένουμε έως εκεί επομένως και βλέπουμε λοιπόν μόνο κάποιους ποιητές που τους αναφέρατε και οι οποίοι δεν μπήκαν στον κανόνα. Και οι δυο αυτοί ποιητές που θεωρούνται πάρα πολύ σημαντικοί αλλά δεν μπήκαν στον κανόνα είναι ο Καβάφης και ο Καριοτάκης. Οι οποίοι είναι πριν από τη γενιά του 30 όμως δεν μπήκαν στον κανόνα. Και το ερώτημα είναι γιατί και γιατί τη στιγμή που είναι και πολύ σπουδαίοι ποιητές δηλαδή ο Καβάφης, σύμφωνα με μελέτες που έχουνε γίνει είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ποιητής στο εξωτερικό. Δηλαδή ο Καβάφης παρόλο που δεν έχει πάρει νόμπελ ενώ ο Σεφέρης και ο Ελίτης έχουν πάρει νόμπελ ο Καβάφης είναι πιο γνωστός στο εξωτερικό από τον Σεφέρη και τον Ελίτη. Άρα λοιπόν μιλάμε για τον Καβάφη για έναν πολύ μεγάλο ποιητή που τον αναγνώρισαν και τον μιμήθηκαν πάρα πολύ άλλοι ποιητές σε όλο τον κόσμο, όμως αυτός ο μεγάλος ποιητής δεν μπόρεσε εύκολα να μπει στον κανόνα. Υπάρχει αυτό το περίεργο. Και το ερώτημα είναι γιατί. Να τα πιάσουμε λίγο τα πράγματα ένα-ένα να δούμε. Όλοι τον ξέρετε τον Καβάφη, μη μου πείτε ότι δεν τον ξέρετε, θα αυτοκτονήσω. Λοιπόν τον Καβάφη τον ξέρετε, έτσι το πέσω ως γροστό. Λοιπόν το ερώτημα λοιπόν είναι ο Καβάφης τι έχει που δεν τέριαζε στην ποιητική παράδοση, την mainstream όπως λέτε κι εσείς, έτσι την mainstream παράδοση τι είχε που δεν τέριαζε, τι λες Τέλιο. Τι θα έλεγες, εντάξει. Τι έχει λοιπόν, σκεφτείτε ό,τι μπορείτε να σκεφτείτε. Όλα παίζουν ρόλο, διότι έχει πολλά, δεν έχει μόνο ένα στοιχείο που δεν τέριαζε. Λοιπόν, τι έχει που δεν τέριαζε. Τι λέτε, τι μπορεί να μην τέριαζε, ορίστε. Δηλαδή, εντάξει για τον έρωτα μιλούσαν κι άλλοι, όμως τι έρωτα έχει αυτός, τι έρωτα έχει αυτός. Τι έρωτα, τι είδους έρωτα έχει ο Καβάφης, γιατί είδους έρωτα μιλά. Δεν ξέρετε, ξέρετε, γιατί δεν το λέτε, ντρέπεστε. Τι είμαστε εδώ, σχολείο, ναι. Αυτός έρωτα έχει την πίεση. Άντε ρε, άντε ρε και εσύ. Ο Καβάφης μιλάει για ομοφυλόφυλο έρωτα, έτσι ο Καβάφης μιλάει για ομοφυλόφυλο έρωτα. Έρωτα είχαν όλοι οι ποιητές, έτσι το θέμα του έρωτα είναι πολύ γνωστό και συνηθισμένο. Όμως ο Καβάφης μιλάει για ομοφυλόφυλο έρωτα, δεν το λέει καθαρά καθαρά, όμως φαίνεται. Και το καταλαβαίνει κανείς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα ερωτικά πείμματα του Καβάφη δεν είναι υπέροχα και δεν είναι ωραία και για όλους τους άλλους που δεν είναι ομοφυλόφυλοι έτσι, γιατί οι σπουδαίοι ποιητές ακριβώς μπορεί να παίρνουν αφορμή από μία εμπειρία συγκεκριμένη, όμως είναι σπουδαίοι ποιητές επειδή μπορούν αυτή την εμπειρία και τη δίνουν με έναν τρόπο που να αγγίζει όλους τους ανθρώπους, με έναν τρόπο όπως λέμε που να είναι καθολικός. Άρα λοιπόν, καταρχάς υπάρχει κάτι στο περιεχόμενό του το οποίο ήταν πρωτοφανές, έτσι πρωτοφανές και ήταν πρωτοφανές όχι μόνο για την ελληνική ποιήση, ήταν πρωτοφανές και για την παγκόσμια ποιήση, τουλάχιστον την ευρωπαϊκή. Και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο ο Καβάφης θεωρήθηκε τόσο σπουδαίος και αγαπήθηκε τόσο πολύ διότι ήταν σαν να απελευθέρωσε μία καινούργια θεματική, γιατί δεν υπήρχαν πιο πριν ομοφιλόφιλοι ποιητές, και φυσικά από την αρχαιότητα υπήρχαν πάρα πολύ, όμως δεν είχαν γίνει αυτού του είδους, αυτή η θεματική δεν είχε μπει μέσα στην ποιήση. Άρα λοιπόν ξεκινάει μία καινούργια, ένα καινούργιο μεγάλο ποτάμι στο περιεχόμενο της ποιήσης, αλλά και σε άλλα ζητήματα περιεχομένου, όπως είπε η συμβιτήτριά σας, δηλαδή στα ζητήματα του έθνου, στων εθνικών επιδιώξεων ο Καβάφης έχει μία τελείως διαφορετική στάση. Δεν μιλάει όπως ξέρετε για ένδοξες στιγμές, μιλάει για στιγμές παρακμής, για εποχές παρακμής, μιλάει για αυτά τα ιστορικά πρόσωπα τα οποία είναι περιφοριοποιημένα. Δεν είναι η μεγάλη ένδοξη στρατηγή και τα λοιπά, είναι εκείνα τα ιστορικά πρόσωπα που είναι ξεχασμένα. Λοιπόν άρα όσα αναφορά την ιστορία, παρόλο ότι είναι ένας ποιητής που ασχολήθηκε με την ιστορία και αγαπούσε την ιστορία, δεν είναι με τον ίδιο τρόπο όπως οι άλλοι, όπως οι παραδοσιακοί. Επίσης τι άλλο τώρα, ας αφήσουμε το περιεχόμενο. Στη γλώσσα, στη στυχουργία, η γλώσσα του Καβάφη τι είναι? Είναι μία δημοτική στρωτή, είναι μία κανονική δημοτική, όχι. Τι είναι η γλώσσα του Καβάφη? Έχει κάνει το περίεργο. Τι είναι αυτό το περίεργο που έχει? Δεν ξέρω. Είχε ιδιωματισμούς και είχε μία χρήση, η οποία δεν μπορεί να είναι της ελληνιστικής περιόδου, διότι ο άνθρωπος ζούσε στη δική του εποχή, όμως ήταν το κωνσταντινού πολίτικο ιδίωμα. Παρόλο ότι ζούσε στην Αίγυπτο, η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν κωνσταντινού πολίτικη, είχε ζήσει κοντά στον παππού του στην Κωνσταντινούπολη και αυτά τα ελληνικά που έγραφε, ήταν ιδιωματικά με στοιχεία καθαρεύουσας και κωνσταντινού πολίτικου ιδιώματος. Το θέμα είναι ότι γενικώς ο Καβάφης από την άποψη των ακουσμάτων τα ελληνικά του, δεν ήταν τα ελληνικά της Ελλάδας. Δηλαδή σκεφτείτε λίγο ο Καβάφης δεν είχε ποτέ ακούσει ή ζήσει δημοτικά τραγούδια, δεν είχε πάει ποτέ στην ελληνική Ήπεθρο, στα ελληνικά χωριά, δεν είχε πάει ποτέ σε ένα πανηγύρι, δεν είχε τραγουδήσει ποτέ δημοτικά, δεν είχε χορέψει ποτέ δημοτικά. Ο Καβάφης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρια, στην Αγγλία πέρασε τα σχολικά του χρόνια και πήγε σε αγγλικό σχολείο και κάποια χρόνια της παιδικής του ηλικίας που πέρασε στην Κωνσταντινούπολη. Δεν έχει τα ίδια ακούσματα ούτε της δημοτικής γλώσσας, ούτε των τραγουδιών, ούτε της άλλης πίεσης που έχουν οι Έλληνες της Κυρίως Ελλάδας. Λοιπόν, όλο αυτό κάνει έναν άλλο ποιητή, αυτές οι προϋποθέσεις κάνουν έναν άλλο ποιητή. Στην Ελλάδα όμως, εκείνη την εποχή ο δημοτικισμός είχε κυριαρχήσει, ο Παλαμάς ήταν στις δόξες του και ήταν όλοι πολύ περήφανοι που στην ελληνική πίεση είχε επικρατήσει η δημοτική γλώσσα. Έρχεται λοιπόν ο Καβάφης με τη δική του γλώσσα, με αυτά τα περίεργα ελληνικά, πως θα τα δεχτούνε οι Έλληνες. Δεν μπορούσαν να τα δεχτούνε, τους φαινότανε ότι αυτή η γλώσσα και αυτή, καλά αφήστε τη θεματολογία εντάξει, αλλά και η γλώσσα κυρίως, τους φαινότανε ότι ήταν μια κακή γλώσσα. Ήταν μια οπιστοχώρηση σε σχέση με αυτά που οι ίδιοι θεωρούσαν ότι είχαν κατακτήσει. Επίσης στη στυχουργία ο Καβάφης ακριβώς επειδή δεν έχει τα ακούσματα του δημοτικού τραγουδιού και όλα αυτά, η στυχουργία του παρόλο που δεν γράφησε ελεύθερο στίχο, έτσι ο Καβάφης δεν γράφησε ελεύθερο στίχο, γράφησε μέτρο. Όμως δεν είναι ρυθμικό, ο ρυθμός του δεν είναι τραγουδιστός, ο ρυθμός του είναι βαρύς, είναι πεζολογικός όπως λέγανε. Είναι σαν απεζολογή, δηλαδή τι σημαίνει αυτό, λέγανε ότι τα πήματα του δηλαδή είναι σαν πεζά, δεν έχουν ρυθμό. Και αυτό ο Παλαμάς ας πούμε και οι Παλαμικοί το θεωρούσανε τεράστιο ελάττωμα, τεράστιο ελάττωμα, ήταν σαν να μην ήξερε τη στυχουργία. Σαν να θεωρούσανε ότι είναι ένας ποιητής αστιχείωτος που δεν ξέρει στίχο να κάνει, γιατί αν ήξερε σου λέει να κάνει στίχο θα τον έκανε καλύτερα. Διότι το αποτέλεσμα ενός καλού στίχου είναι ο ρυθμός. Όταν δεν έχεις ρυθμό, όμως το θέμα αυτό είναι τώρα τι γίνεται στους μεγάλους ποιητές. Οι μεγάλοι ποιητές αλλάζουν τους κανόνες. Έτσι, αλλάζουν τους κανόνες. Και ακριβώς ο Καβάφης ήταν τόσο μεγάλος ποιητής που άλλαξε τους κανόνες. Και σήμερα ο Καβάφης θεωρείται προάγγελος του μοντερνισμού. Θεωρείται δηλαδή, μπήκε στον κανόνα πολύ αργότερα βέβαια, όταν ήρθε ο μοντερνισμός, βλέπετε, γιατί μπαίνουν μερικοί πολύ αργότερα. Διότι πρέπει να συμβούν εξελίξεις που να αλλάξουν τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Διότι τότε τον βλέπανε ότι είναι άμουσος ας πούμε και ότι δεν ξέρει να κάνει στίχο. Δεν ξέρενε όμως ότι θα έρθει ο ελεύθερος στίχος που θα είναι πραγματικά ελεύθερος και τότε θα φαινότανε τι ακριβώς πήγαινε να κάνει ο Καβάφης. Και τότε ακριβώς θα βρίσκαμε, οι μεταγενέστεροι, όλοι εμείς οι νεότεροι, θα βρίσκαμε και για τον Καβάφη αυτή τη θέση, που είναι αυτή μια πάρα πολύ σπουδαία θέση εν τέλει, γιατί προετοιμάζει το έδαφος για το μοντερνισμό. Ο Καβάφης δηλαδή είναι ένας εν τόση αγωγικών μοντερνιστής πριν να εμφανιστεί ο μοντερνισμός και αυτό είναι πάρα πολύ μεγάλο για ένας συγγραφέα. Έτσι να έχει κάτι που αργότερα θα έρθει και θα επικρατήσει. Λοιπόν το ίδιο ισχύει περίπου και για τον Καριοτάκη. Ο Καριοτάκης για άλλους λόγους έμεινε στο περιθώριο. Δηλαδή ζούσε στην Ελλάδα, ήταν εντελώς ενσωματωμένος στην ελληνική βέβαια ζωή, στην ελληνική παράδοση, όμως ο Καριοτάκης είχε κάποια άλλα προβλήματα προσωπικά, που τον έκαναν πάρα πολύ κριτικό, να ασκεί μια κριτική απέναντι σε αυτά που συνέβαιναν. Έζησε όλο αυτό το δράμα της μικρασιατικής καταστροφής, το δράμα των προσφύγων, την κατάρευση όπως λέμε της μεγάλης ιδέας, την έζησε από πολύ κοντά, όχι όμως προσέξτε δεν ήταν ο ίδιος πρόσφυγας, την έζησε από πολύ κοντά διότι ως υπάλληλος δημόσιος. Ο Καριοτάκης ήταν δημόσιος υπάλληλος που είχε μία θέση υψηλή στο Υπουργείο Πρόνοιας και ακριβώς ήταν υπεύθυνος για την τακτοποίηση των προσφύγων, για την εγκατάσταση των προσφύγων και έζησε αυτό το δράμα των προσφύγων, όλη αυτή την απίστευτη διαφθορά που υπήρχε και τότε με τους πρόσφυγες, λεφτά που φαγώθηκαν, δάνεια που φαγώθηκαν και τα λοιπά δήθεν για να αποκαταστήσουν τους πρόσφυγες, όλα αυτά τα πράγματα και επιπλέον ο Καριοτάκης είχε και ένα πολύ μεγάλο προσωπικό πρόβλημα από ένα σημείο και μετά, είχε κολλήσει σύφυλι και αυτό τον περιθωριοποίησε στην κοινωνία ακόμα περισσότερο, του στέρισε κάθε χαρά για το μέλλον και βέβαια όπως ξέρετε στο τέλος αυτοκτόνησε σε μια πολύ νέα ηλικία, 28 χρονών. Άρα ο Καριοτάκης είναι ένας ποιητής που έχει ένα μικρό έργο διότι μέχρι τα 28 έτσι πρόλαβε να γράψει λίγα πείμματα, 2 συλλογές, 3 συλλογές, όμως αυτό το έργο έχει επίσης διαφορετική γλώσσα από τη δημοτική, την κοινή δημοτική, έχει και αυτό μια στοιχουργία όχι τη συνηθισμένη, δηλαδή και εκεί έχει ένα ρυθμό πεζολογικό, κάνει επίτηδες ο Καριοτάκης, ξέρε πάρα πολύ καλά στη στιχουργία αλλά επίτηδες κάνει λάθη γιατί θέλει να σπάσει και αυτός το ρυθμό και αγωνιά αναρωτιέται λέει πού πάει η πείηση, κάνει μία κριτική στην ίδια την πείηση. Διότι βλέπει ότι η παραδοσιακή πείηση δεν μπορεί να αποδώσει τα μεγάλα προβλήματα της εποχής του και ακριβώς είναι σαν και ο Καριοτάκης να διεσθάνεται το τέλος της πείησης της παραδοσιακής πριν το τέλος αυτό να έρθει. Ο Καριοτάκης δηλαδή έψεχνε απελπισμένα για μία νέα πείηση αλλά δεν μπορούσε να τη βρει. Ποια μπορεί να ήταν η νέα πείηση και εκεί ακριβώς ητήθηκε και εκεί ακριβώς αυτοκτόνησε και αμέσως μετά την αυτοκτονία του το 1928 αυτοκτονεί ο ίδιος προσέξτε πόσο τραγικά είναι μερικά πράγματα και τρία χρόνια μετά το 1931 η νέα πείηση εμφανίζεται αλλά ακριβώς εμφανίζεται από κάποιον άλλον ο ίδιος δεν μπόρεσε να τη φέρει. Λοιπόν αυτές είναι πολύ συγκεκριμένες καταστάσεις είναι πολύ συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους ακριβώς οι συγκεκριμένοι ποιητές μείναν εκτός του κανόνα για πάρα πολλά χρόνια όμως σήμερα δεν είναι έξω από τον κανόνα σήμερα ενσωματώθηκαν στον κανόνα και ακριβώς πήραν αυτή τη σημαντική θέση των προαγγέλων και ο ίδιος είναι προάγγελοι του μοντερνισμού. Στο λίγο χρόνο που έχουμε θέλω να πω και δυο λόγια για την πεζογραφία γιατί σας είπα ένα ερώτημα έθεσα ένα ερώτημα γιατί μιλούμε για εθνικούς ποιητές και δεν μιλούμε για εθνικούς πεζογράφους και όλα αυτά που είπαμε μέχρι τώρα σήμερα αφορούσαν την ποιηση. Έχετε κάποια ιδέα για αυτό ως απάντηση. Η πεζογραφία μπορεί να εκφράσει την εθνική ψυχή με τον ίδιο τρόπο που την εκφράζει η ποιηση. Η πεζογραφία ας πούμε έχει ένα πρότυπο όπως έχει η ποιηση. Η ποιηση έχει πρότυπο το δημοτικό τραγούδι. Είχε. Το δημοτικό τραγούδι όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για την πεζογραφία. Τα δύο είδη είναι αρκετά διαφορετικά. Είναι άλλη η ποιηση, άλλη η πεζογραφία. Δεν μπορείς με βάση το δημοτικό τραγούδι να κρίνεις τα πεζά. Άρα λοιπόν τι γίνεται στην πεζογραφία. Δεν έχουμε πρότυπο. Δεν έχουμε αυτό το πρότυπο το αριστούργημα το οποίο θα τεθεί στην κορυφή και με το οποίο θα συγκρίνονται τα πεζά έργα για να μπουν στον κανόνα ή να μην μπουν κτλ. Άρα λοιπόν τι γίνεται. Η ελληνική λογοτεχνία για πάρα πολλά χρόνια ήτανε ετεροβαρύσως προς τα δύο είδη. Δηλαδή η ποιηση και η πεζογραφία δεν είχανε την ίδια εξέλιξη ούτε τους αποδίδονταν η ίδια σημασία και η ίδια αξία. Η ποιήση θεωρούνταν σπουδαιότερη, η ποιήση θεωρούνταν εθνική ποιήση, η πεζογραφία θεωρούνταν κατώτερη και δεν της αποδίδονταν το επίθετο εθνικώς διότι ακριβώς δεν βρίσκανε τι το εθνικό έχει. Τι το εθνικό έχει. Η πεζογραφία θεωρούνταν πάντοτε ξενόφερτη. Δηλαδή ότι το μυθιστόρυμα, τα διάφορα είδη του μυθιστορύματος και τα λοιπά, ότι είναι ξενόφερτα και είναι ξενόφερτα με την έννοια ότι τα πήραμε από την Ευρώπη. Προφανώς είναι. Μα αυτή την έννοια είναι ξενόφερτα. Όπως και σε άλλες χώρες τα πήραν από άλλες χώρες. Δηλαδή δεν είναι δυνατόν στην ίδια λογοτεχνία να παράγει τα πάντα από μόνη της. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Εμείς φτιάξαμε, δημιουργήσαμε το δημοτικό τραγούδι. Αυτό είναι ήδη πάρα πολύ σπουδαίο. Την πεζογραφία την πήραμε. Τα ήδη της πεζογραφίας τα πήραμε απ' έξω. Αυτό όμως ήταν πρόβλημα για τον Παλαμά. Γι' αυτό και δεν ασχολιόταν ο Παλαμάς ιδιαιτέρως με την πεζογραφία. Και γι' αυτό και η πεζογραφία δεν είχε κανόνα όπως είχε η πίηση. Άρα λοιπόν οι κανόνες είναι δύο στην ουσία. Είναι άλλος ο κανόνας της πίησης για τον οποίο μιλήσαμε και άλλος ο κανόνας της πεζογραφίας. Δεν μπορείς να έχεις τα ίδια κριτήρια και για την πίηση και για την πεζογραφία. Η πεζογραφία λοιπόν άρχισε να αναπτύσσεται και να προσελκύει ακριβώς την προσοχή του Παλαμά. Πότε? Αρκετά αργά με το ηθογραφικό δίγημα. Ποιο είναι το ηθογραφικό δίγημα? Ξέρετε κανέναν πεζογράφο που έγραψε ηθογραφικό δίγημα. Σίγουρα ξέρετε. Ο Παπαδιαμάντης, ο Βυζίνος και ο Καρκαβίτσας. Μπράβο. Αυτοί οι τρεις είναι οι κορυφαίοι ηθογράφοι όπως λέγονται, οι κορυφαίοι διηγηματογράφοι, οι κορυφαίοι πεζογράφοι. Διότι αποτύπωναν, είναι οι πρώτοι οι οποίοι αποτύπωσαν στην πεζογραφία τους τα ήχοι και τα έθιμα του τόπου τους, έτσι τα λέγανε ας πούμε, τη ζωή, την καθημερινή ζωή, τις συνήθειες, τις παραδόσεις κτλ. Η ηθογραφία λοιπόν στην ουσία ξεκινάει αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί, θα μπορούσε να ονομαστεί εθνική πεζογραφία. Αυτό δεν σημαίνει όμως, το λέω τώρα για εσάς να το ξέρετε, ότι δεν σημαίνει ότι πριν την ηθογραφία δεν υπήρχε πεζογραφία. Πεζογραφία υπήρχε πάντοτε, πάντοτε και από το 18ο όνο και ο Ρήγας Φεραίος που τον ξέρετε όλοι, δεν έγραψε μόνο το φούριο, ο Ρήγας Φεραίος έγραψε και ερωτικά διηγήματα. Έγραψε μια συλλογή διηγημάτων που λέγεται σχολείο των τελικάτων εραστών, ένα πάρα πολύ ωραίο βιβλίο με πάρα πολύ ωραία διηγήματα, να το δείτε άμα έχετε την ευκαιρία. Πάρα πολύ ωραία, όμως προσέξτε, ποιος γνωρίζει το σχολείο των τελικάτων εραστών του Ρήγα, ελάχιστη, το ήξερε κανείς, εντάξει εσύ εξαιρήσε, διότι είσαι στο μάθημα. Λοιπόν, δεν το ήξερε κανείς, μάλλον δεν το ξέρει κανείς, γιατί δεν κάνουν στην εκπαίδευση κανένα διήγημα, γιατί δεν σας έβαλαν κανένα διήγημα από το σχολείο των τελικάτων εραστών στη δευτέρα ηλικίου, στη τρίτη ηλικίου. Γιατί άραγε, γιατί δεν είναι στον κανόνα, γιατί δεν ταιριάζει ερωτικά διηγήματα στο προφίλ ενός ήρωα όπως ο Ρήγας Φεραίος. Λοιπόν, και πριν επομένως είχαμε πεζογραφία και είχαμε και πολύ ωραία ιστορικά, ιστορήματα, διάφορα περιπετειώδη εξωτικά, τα οποία όμως δεν αξιολογήθηκαν σπουδαία. Και βέβαια μετά το ηθογραφικό διήγημα, είχαμε μια μεγάλη εξέλιξη της πεζογραφίας. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σήμερα, και με αυτό θα τελειώσω και απλώς θα το πω για να το σκεφτείτε, που νομίζουν δύο πράγματα. Και μορφωμένοι άνθρωποι, δυστυχώς, που έχουν δύο μεγάλες προκαταλήψεις. Η μία προκατάληψη είναι ότι η νεοελληνική λογοτεχνία δεν έχει καλή πεζογραφία, ενώ έχει σπουδαία ποίηση, το οποίο είναι λάθος. Έχει πάρα πολύ καλούς πεζογράφους, απλώς δεν τους ξέρουμε, δεν είναι τόσο γνωστή, δεν τους έχει δοθεί τόση σημασία, επειδή δεν επενδύθηκαν με το εθνικό και με όλα αυτά τα πράγματα. Μίλησαν όμως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, αν το ξέρετε. Πάρα πολύ σπουδαίος πεζογράφος, καταπληκτικά μυθιστορήματα και διηγήματα, δημοσθένει βουτυράς και άλλοι, μάς περίπτωση. Λοιπόν, αυτή είναι η μία προκατάληψη. Η δεύτερη προκατάληψη που θα τη βρείτε σε σύγχρονους, σε ανθρώπους γύρω μας, οι οποίοι κιόλας διαβάζουν λογοτεχνία και οι οποίοι λένε το εξής. Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία δεν είναι τίποτα μπροστά στην ξένη. Εγώ διαβάζω μόνο ξένα. Δεν ξέρω αν το έχετε ακούσει. Υπάρχουν πολλοί που διαβάζουν και διαβάζουν μόνο ξένη λογοτεχνία. Στο περασμένο μάθημα λέγαμε ότι θέλουμε ξένη λογοτεχνία. Δεν είμαστε εναντίον της ξένης. Αν είναι δυνατόν θέλουμε και ξένη λογοτεχνία στην εκπαίδευσή μας. Όμως αφ' αυτή από το ένα άκρο να πηγαίνουμε στο άλλο άκρο και σκεφτείτε γιατί πάμε στο άλλο άκρο. Σκεφτείτε μήπως φταί και το σχολείο που κάνει να φαίνεται η ελληνική λογοτεχνία όπως φαίνεται και όταν τελειώνουν το σχολείο οι άνθρωποι ρίχνονται με τα μούτρα στην ξένη λογοτεχνία που τους έχει λείψει ίσως και δεν σκέφτονται ότι μπορεί σήμερα στη χώρα μας να παράγεται μια λογοτεχνία η οποία να έχει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Και δεν θέλουμε να την ανακαλύψουμε και μόνο οι ξένοι μας φαίνονται καλοί συγγραφείς. Αυτά είναι προκαταλήψεις, είναι επαρχιωτισμοί, είναι λάθος αντιλήψεις που φταί και η εκπαίδευση που δημιουργούνται ακόμα και εκ του αντιθέτου. Δηλαδή το πολύ το μπύρι μπύρι το βαριέται και ο παπάς και πάμε σε κάτι τελείως διαφορετικό. Λοιπόν όλα αυτά που είπαμε θα πρέπει στο μάθημα που θα οργανώσουμε έτσι αυτό το νέο μάθημα της λογοτεχνίας που θέλουμε να φτιάξουμε θα πρέπει όλα αυτά να τα ισορροπήσουμε με κάποιο τρόπο έτσι και γι' αυτό και τα είπαμε έτσι να τα ισορροπήσουμε για να βγαίνει ένα αποτέλεσμα το οποίο να είναι ισορροπημένο. Σας ευχαριστώ πολύ. |