: Jewish History Μια ιστορία που έρχεται από τα βάθη της Ανατολής και χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πολλοί διεκδικούν την πατροτητά της και πολλές παραλλαγές θα ακούσετε αναλόγως απ' όλα αυτά τα πραγματικά. Πολλοί διεκδικούν την πατροτητά της και πολλές παραλλαγές θα ακούσετε αναλόγως αυτών που την αφηγείτε. Θέλω να σας πω την ιστορία της Σεχραζάτ και του Σαχριάρ. Την ιστορία των ιστοριών, τις χίλιες και μία νύχτες. Κάποτε σε μια χώρα της Ανατολής, ο Σουλτάνος Σαχριάρ προδομένος από την πρώτη του σύζυγο αποφασίζει να εκδικηθεί όλες τις γυναίκες. Έτσι λοιπόν, παντρεύεται κάθε μέρα μία νέα σύζυγο, πλαγιάζει μαζί της το βράδυ όσο αυτή είναι ακόμα αγνή και αθώα και το επόμενο πρωί τη σκοτώνει, ώστε να μην προλάβει αυτή να τον προδώσει. Και αυτό συνεχίζεται για πάρα πολύ καιρό. Και η χώρα του βυθίζεται στην απελπισία και στο σκοτάδι. Τότε η Σεχραζάτ, η κόρη του Βεζίρη, αποφασίζει να ρισκάρει, να γίνει αυτή η επόμενη σύζυγος του Σουλτάνου και να προσπαθήσει να αλλάξει τη μοίρα της αλλά και τη μοίρα ολόκληρης της χώρας. Η Σεχραζάτ τώρα ήταν πολύ μορφωμένη. Αγαπούσε τα γράμματα και τις τέχνες. Ήξερε να διαβάζει και να γράφει σε πάρα πολλές γλώσσες. Μαθήτευε δίπλα στους καλύτερους παραμυθάδες της εποχής. Διάβαζε ιστορία και ήξερε να λέει τις καλύτερες ιστορίες. Έτσι, λοιπόν, το πρώτο βράδυ του γάμοτου την πρώτη νύχτα ξεκίνησε μία ιστορία τόσο συναρπαστική που ο Σουλτάνος Αχριάρ της ζήτησε και δεύτερη. Η σοφή Σεχραζάτ διέκοψε τη δεύτερη ιστορία μόλις ήρθε το πρωί. Και έτσι ο Σουλτάνος, μαγεμένος από την αφήγησή της, της χάρισε για μία ακόμη μέρα τη ζωή ώστε το βράδυ να συνεχίσει την ιστορία της. Κι αυτό συνεχίστηκε για πάρα πολλές νύχτες. Για κίλιες και μία νύχτες η Σεχραζάτ προσπαθούσε να εφεύρει, να πει τις πιο συναρπαστικές ιστορίες, και κάθε μία να ξεπερνά την προηγούμενη σε ένταση, σε συγκίνηση, σε πάθος και ευχαρίστηση. Για να μπορέσει να κοιμήσει το τέρας μέσα στην καρδιά του Σουλτάνου και να χλιτώσει. Χίλιες και μία νύχτες αργότερα, δεκάδες χρόνια, αμέτρητες ιστορίες αργότερα, ο Σουλτάνος Σαχριάρ μαλακώνει και της χαρίζει για πάντα τη ζωή. Τώρα, η αλήθεια αυτού του παραμυθιού, όταν το πρωτοδιάβασα, άγγιξε μία δική μου αλήθεια. Μια δική μου ιδιαίτερη συνθήκη. Και θα σας εξηγήσω. Πέρασα πάρα πολλούς μήνες διαβάζοντας αυτήν την ιστορία. Πολλές παραλλαγές της σε διαφορετικές γλώσσες, διάβασα κριτικές αφιερώματα, είδα ταινίες που έχουν εμπνευστεί από τις χίλιες χρόνια. Και το μόνο μοτίβο που παρέμεινε ολόιδιο σε κάθε εκδοχή της, ήταν αυτή η συνεχής αναζήτηση της Σαχριάρ. Να πει μια πιο συναρπαστική ιστορία ακόμα, για να ηρεμήσει το τέρας μέσα στην καρδιά του Σουλτάνου. Και δεν μπόρεσα παρά να αναρωτηθώ σαν καλλιτέχνης, πόσο κι εγώ προσπαθώ, κάθε μου ιστορία, κάθε μου έργο, να είναι πιο συναρπαστικό από το προηγούμενο, πιο άρτιο, πιο πετυχημένο. Η διαφορά είναι ότι το τέρας που αντιμετωπίζω εγώ εδώ και πολλά χρόνια, και δεν είμαι μόνη φαντάζομαι, λέγεται επάγγελμα καλλιτέχνης. Και γιατί το λέω τέρας? Καταρχάς, γιατί λίγοι το θεωρούν επάγγελμα. Κατά δεύτερον, γιατί στη χώρα μας είναι πολύ δύσκολο να είναι βιώσιμο. Τώρα, τα πτυχία των ενώτερων καλλιτεχνικών σχολών, δεν είναι ισότιμα με αυτά του πανεπιστημίου. Τμήμα στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσεις χορό, θέατρο, να γίνεις ηθοποιός, χορευτής, δεν υπάρχει. Οι ιδιωτικές και οι κρατικοί σχολοί χορού αντιμετωπίζουν αρκετά προβλήματα και πρέπει να απαντήσουν σε έναν χρονιστικό πλαίσιο λειτουργίας, το οποίο δεν ανταποκρίνεται ούτε στην καλλιτεχνική δημιουργία του σήμερα, ούτε στην καλλιτεχνική κοινότητα του σήμερα. Από την άλλη, οι επιχορηγήσεις της ομάδας χορού και θεάτρου, πάντοτε με τον όρο βέβαια να μην κερδοσκοπίσουν, άρα να μην γίνουν βιώσιμες σαν ομάδες, αλλά μόνο σαν ανεξάρτητες παραγωγές, είναι λίγες. Οι επιχορηγήσεις είναι λίγες σε σχέση με τον αριθμό των ομάδων και πόσο μάλλον αν αναλογιστούμε τους καλλιτέχνης επαγγελματίες που βρουν στην περιφέρεια. Εκτός από τους καλλιτέχνους. Εκτός από τους καλλιτέχνης επαγγελματίες που βρουν στην περιφέρεια. Εκτός Αθήνας, είναι πολύ λίγες οι περιοχές που έχουν έναν δυνατό καλλιτεχνικό πυρήνα επαγγελματιών που μπορούν να βρουν υποστήριξη από δομές των δήμων της περιφέρειας και άλλων φορέων. Έτσι, η έρευνα γύρω από την τέχνη περιορίζεται σε ελάχιστα μόνο ιδρύματα γιατί το θέατρο, το χορό, τη μουσική, την τέχνη γενικότερα τα αντιμετωπίζουμε ως συμπληρωματικά να κουμπώσουν σε κάτι για να έχουν νόημα όχι ως αυθήπαρκτα, αυτοδύναμα. Και για να ξαναγυρίσω σε μια ιστορία, αυτή τη φορά δική μου παράλληλα με τις σπουδές στο χορό, τις παραστατικές τέχνες τελείωσα την νομική σχολή Αθηνών. Αφού τελείωσα τη σχολή συνέχισα και έκανα και άσκηση δικηγόρου, καλού κακού. Αφού τελείωσα την άσκηση, διάβασα ξανά και έδωσα και εξετάσεις και πήρα και την άδεια δικηγόρου, μήπως και χρειαστεί. Και τότε συνειδητοποίησα ότι σαν άλλες σε χραζάτ οι περισσότεροι φίλοι μου καλλιτέχνες έχουν τουλάχιστον δύο πτυχία μιλάνε ξένες γλώσσες, σπουδάζουν, μαθητεύουν, ταξιδεύουν στο εξωτερικό και κάνουν φάνταστα επαγγελματά για να μπορούν ταυτόχρονα να εξασκούν και την τέχνη τους. Και είναι από τους πιο ομορφωμένους ανθρώπους που γνωρίζω. Η διαφορά όμως και πάλι είναι ότι τα πτυχία των περισσότερων, τα δεύτερα είναι άσχετα με την τέχνη τους. Όπως και το δικό μου. Γιατί μεγαλώνουμε πιστεύοντας ότι το επαγγελμά μας δεν έχει μέλλον και έτσι δεν διεκδικούμε το μέλλον του. Σαν δασκάλα χορού έχω ακούσει δεκάδες γονείς να λένε για τα πεντάχρονα, εφτάχρονα, οχτάχρονα παιδιά τους να περιφανεύονται. Καλά, μόλις τις βάλεις μουσική χορεύει ασταμάτητα, μα δεν σταματάει να κινητε. Πηδάει συνέχεια πάντως στους καναπέδες στα έπιπλα, σε όλο το σπίτι. Κλείνεται στο δωμάτιό της και κάνει όλες τις χορογραφίες που θα δεις στα βίντεο κλίπ. Μαθαίνει απ' έξω όλο το ποίημα και το κάνει παίζει θέατρο μπροστά στον καθρέφτη. Αλλά ελάχιστοι γονείς μου έχουν πει για τα δεκαεφτά χρονά και δεκαεφτά χρονά παιδιά τους τι ταλέντο έχουν στο χορό και στο θέατρο. Σε εκείνες οι ηλικίες αυξάνονται τα φροντιστήρια και αν κάποιος νέος θέλει να δώσει σε επαγγελματική σχολή χορού ή θεάτρου, η ατάκα που ακούω συνήθως είναι «Μα να σπουδάσει και κάτι». Να έχει ένα χαρτί στα χέρια του. Λες και το χαρτί του χορού ή του θεάτρου είναι χαρτί υγείας. Δεν είμαστε όλοι οι καλλιτέχνες που δέει. Ευτυχώς κάποιοι είναι. Αλλά αντίστοιχα δεν είναι όλοι δικηγόροι μεγαλοδικηγόροι, όλοι οι γιατροί μεγαλογιατροί, όλοι οι επιχειρηματίες μεγαλοεπιχειρηματίες και ούτε όλοι οι φουρνάριδες έχουν ψωμί. Και ποιο υπάρχει αυτό το θέμα, και ποιο επάγγελμα είναι σίγουρο και ποιος δρόμος είναι ασφαλής για έναν νέο άνθρωπο. Το επάγγελμα καλλιτέχνης θα έχει μέλλον όταν επενδύσουμε στην έρευνα γύρω από την τέχνη. Όταν επενδύσουμε στην ανώτατη εκπαίδευση γύρω από την τέχνη, όταν διεκδικήσουμε βιώσιμο θεσμικό πλαίσιο, όταν διεκδικήσουμε προσβασιμότητα σε όλους στην καλλιτεχνική, όταν διεκδικήσουμε προσβασιμότητα σε όλους. Όταν διεκδικήσουμε προσβασιμότητα σε όλους στην καλλιτεχνική εκπαίδευση και όταν πετύχουμε καλύτερες συνθήκες εργασίας. Και ξαναγυρνώντας τις χίλιες και μία νύχτες και την πρώτη φορά που το διάβασα και τι ανακάλυψα σχετικά με το δικό μου επάγγελμα και αυτό το μοτίβο, κατάλαβα ότι ο λόγος που ήθελα με κάθε έργο να πετύχω κάτι παραπάνω από το προηγούμενο είναι γιατί στόχος μου δεν ήταν η σκηνή, δεν ήταν να εκφραστώ, δεν ήταν η παράσταση, δεν ήταν η τέχνη, αλλά το να καταφέρω να κάνω την τέχνη μου επάγγελμα και να μπορώ να ζήσω από αυτό χωρίς δεύτερες σκέψεις και σχέδια, χωρίς δουλειές δεκανίκια. Δεν τα κατάφερα πάντα και δεν τα καταφέρουν όλοι οι καλλιτέχνες πάντα. Και τώρα, γιατί έχει νόημα να υποθούν όλα αυτά απόψε εδώ? Γιατί έχω έρθει εδώ μπροστά σας και φωτίζω όλα όσα για λίγο σκοτεινιάζουν το επάγγελμά μου. Δεν είναι εύκολο για ένα παιδί να μείνει ακίνητο. Το αντίθετο θα έλεγα. Μεγαλώνοντας όμως, προκειμένου να χωρέσουμε στις απαιτήσεις που έχουμε από τον εαυτό μας, από τη ζωή μας, περιοριζόμαστε, ακυνητοποιούμαστε στην καθημερινή μας. Ακυνητοποιούμαστε στην καθημερινότητα. Εμείς, τα πιο αεικίνητα πλάσματα, που σκαρφαλώναμε πάνω στον καναπέ και πηδάγαμε από μαξιλάρι σε μαξιλάρι, που παίζαμε θέατρο για ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Και έτσι παλεύουμε ακίνητοι, καθυλωμένοι σε θρανία και γραφία, να πούμε ιστορίες επιτυχίας. Η τέχνη όμως ερευνά αυτό που δεν μπορούμε να αποδείξουμε. Δεν μπορούμε να δούμε ότι συμβαίνει. Το φαντασιακό, την επιθυμία, την λαχτάρα, το φως και το σκοτάδι μέσα μας. Και έτσι αποκοδικοπλούμε τον άνθρωπο. Αποκοδικοπλούμε τον άνθρωπο και τη ζωή και την κοινωνία. Οι ιστορίες που βάζουμε εμείς οι καλλιτέχνες στη σκηνή είναι συναρπαστικές, γιατί δεν είναι δικές μας ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο δικές μας ιστορίες. Είναι ιστορίες της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Είναι οι δικές σας ιστορίες. Είναι ιστορίες που φτιάχνουμε μαζί. Και κάθε φορά, ακριβώς όπως και η Σεχραζάτ, έχουμε ένα τέρας να αντιμετωπίσουμε όταν τις λέμε. Και αυτές οι ιστορίες της κίνησης και της ακινησίας μας είναι που αλλάζουν τον κόσμο μας. Γιατί ακόμα και η αλλαγή που θέλουμε στο επάγγελμά μας δεν έρχεται μόνο από την πολιτεία, από τους φορείς, από τους θεσμούς, από εμάς τους ίδιους καλλιτέχνες όταν συσπειρονόμαστε και δικδικούμε. Η αλλαγή έρχεται όταν ένα παιδί λέει «θέλω να γίνω χορευτής». Λέει «θέλω να γίνω χορευτής». Και ένας γονιός του λέει «σπουδασέ το, κατέκτισέ το, αφωσιώσου στην τέχνη σου». Σας ευχαριστώ πολύ! |