: Από την Ακοστόλου Παύλου, λίγο πιο ψηλά, απέναντι από το ιερό του Αγίου Νικολάου Τροφανού. Καταρχήν ήταν εκλειστός ο δρόμος, δεν υπήρχε η Κασσάνδρου και οι Ολυμπιάνες ανοίξαν μετά. Κατέβαινες ίσια στην Ακοστόλου Παύλου, έβγαινες στην καμάρα. Ήτανε μια μαύρη σιδερένια πόρτα, έμπαινες από εκεί, είχε ένα διάδρομο με πλακάκι κάτω. Χωριζόταν αυτός ο διάδρομος και τεξιά είχε ένα καμαράκι, που μπορούσες με δουλάπια και ένα πάγκο γύρω γύρω, σαν μητέριαζε ένα πράγμα, που μπορούσες εκεί να αφήσεις τα πράγματα σου. Και είχε και ένα μεγάλο σαλόνι, που δεν είχε δουλάπια. Άφηναν οι γυναίκες τα πράγματά τους εκεί, και χωρίς κανένα φόβο να τα χάσουνε. Τα ρούχατσιούς, αυτό ήτανε το σίγουρο. Και μετά είχε μια καμηλότερη πορτούλα, που έμπαινες πια μέσα στο λουτρό. Με δύο στάδια το λουτρό. Ένα μπροστά που έκαναν, είχε γούρνες και βρύσες που έτρεχε το ζεστό το νερό. Ένα παραμέσα που ήτανε σαν σάουνα, θα το λέγαμε τώρα. Έβγαιναν ατμοί και ήτανε πολύ ζεστός ο χώρος. Επίσης είχε ένα έτσι μεγάλο τραπέζι μέσα στο πρώτο χώρο, που ήταν μαρμάρινο. Και εκεί ήτανε η τρίφτρια. Είχε ένα γάντι σκληρό και αφού περνούσες από τη σάουνα, έβγαινες ξαφλονόστανε εκεί και σε έτρεφε. Και είχε έναν τείχο μαρμάρινο, ψηλό, από πίσω από αυτό το τραπέζι. Και από εκεί πίσω ξεκινούσαν τα ανδρικά λουτρά. Βέβαια ευωδίαζε ο τόπος, το Σαπτασαλόνια, διότι αφού βγαίνανε οι κυρίες από εκεί, είχανε πάντα πορτοκάλια μαζί τους, μανταρίνια, μήλα ξέρω. Και καθόντουσαν μέχρι να περάσει όλη αυτή η ζέστη για να βγουν στο χρειό, καθάχνιζαν τα μανταρίνια και τα πορτοκάλια και μύριζε όλος ο τόπος. Όπως και ένα τουρπέ που είχε δουλειστά από το χαμά, το κυρπέθουνα. |