Προληπτικός vs κατασταλτικός έλεγχος συνταγματικότητας, έλεγχος από τα δικαστήρια, τη Βουλή , τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και, υπό προϋποθέσεις, τη Διοίκηση, τυπική (εσωτερική και εξωτερική) και ουσιαστική αντισυνταγματικότητα.: Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα Διαφημιστικό διάλειμμα 75 ε.Χ. όπου και εδώ φαίνεται ότι το Σύνταγμα υπερέχει, τυπικά, ένα δικάθε άλλης κανονιστικής πράξης, γι' αυτό και εφόσον υπάρχει αντίθεση με προηγούμενη τέτοια πράξη, αυτή καταργείται. Και βεβαίως και στο 112, που και εδώ μας λέει ότι σε θέματα που για τη ρύθμιση τους προβλέπεται ρητά από διατάξειο του Συντάγματος ή έκδοση νόμου, οι καταπερίπτωση νόμοι ή διοικητικές πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, που υπάρχουν κατά την έναξη της ισχύος του, εξακολουθούν να ισχύουν, ώσπου να εκδοθεί ο νόμος που προβλέπεται καταπερίπτωση, εκτός κι αν είναι αντίθετες προς τη διατάξειο του Συντάγματος, εννοείται κι άρα δεν ισχύουν πλέον. Έτσι, κι από εδώ λοιπόν συνάγεται αυτή η τυπική υπεροχή του Συντάγματος. Αυτή λοιπόν η υπεροχή του Συντάγματος είναι και που συνεπάγεται, όπως ήδη είπαμε, το έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Τι είδους είναι ο έλεγχος? Το μάθημα σήμερα συνεχίζεται με τις διακρίσεις του ελέγχου. Τι είδους μπορεί να είναι αυτός ο έλεγχος. Όσον αφορά το χρόνο της διαενέργειάς του, μπορεί να είναι πριν από το να τεθεί αυτός ο νόμος τυπικός υουρσαστικός σε ισχύει, άρα να είναι προληπτικός, ή να είναι μετά, άρα να είναι κατασταλτικός. Επίσης να πω ότι δεν χρειάζεται αυτά που βλέπετε να τα γράφετε, φυσικά μπορείτε να κρατάτε σημειώσεις από αυτά που λέω, αλλά αυτά που γράφετε υπάρχουν αναρτημένα στο ίντερνετ. Στο τέλος θα σας δείξω την σελίδα, θα μπουν και στο Moodle. Το Moodle είναι καινούργια πλατφόρμα σύγχρονη στην εκπαίδευση που υιοθετεί το API Theta επειδή είναι δωρεάν σε αντίστοιχη με το Blackboard, το οποίο κοστίζει πολύ μεγάλο ποσό χρήματο και καταργείται σταδιακά, αυτό το εξάγνωτο τελευταίο που θα υπάρχει Blackboard, από το επόμενο εξάγνωτο υπάρχει μόνο το Moodle. Για να προσεγγίσετε το Moodle γράφεται e-learning.auth.gr. Επιστόσο σήμερα που τσέκαρα το μάθημα της Εμβάντης για κάποιον λόγο δεν έχει ακόμα φορτωθεί, θα φορτωθεί εβάση περιπτώσει, αλλά αυτά τα PowerPoint μπορείτε ήδη να τα βρείτε στην ιστοσελίδα μου, θα σας τη δείξω στο τέλος. Εντάξει. Άρα δεν χρειάζεται απλώς να αντιγράφετε τις διαφάνειες. Μπορείτε φυσικά να τις σημειώσετε από αυτά που λέω, κυρίως όμως είναι καλύτερο να ακούτε, να σκέφτεστε και αν έχετε απορίες να τις εκφράζετε εδώ. Μετά λοιπόν την έκδοση και θέση σε ισχύ του νόμου και την εφαρμογή του, ο έλεγος πλέον είναι προφανώς κατασταλτικός. Άρα λοιπόν με βάση τις διακρίσεις αυτές, έχουμε προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο. Ο προληπτικός έλεγχος τώρα μπορεί να είναι είτε πολιτικός, είτε δικαστικός σε πολύ συγκεκριμένες και περιορισμένες περιπτώσεις. Ο δε κατασταλτικός είναι κυρίως δικαστικός και ένα ερωτηματικό μπαίνει, θα τα συζητήσουμε όλα αυτά αμέσως στη συνέχεια, αν μπορεί να είναι και διοικητικός, αν μπορεί δηλαδή και η διοίκηση να σκεί τέτοιου είδους έλεγχο αντισυνταγματικότητας ενός νόμου. Ο πολιτικός έλεγχος όπως βλέπετε ασκείται από τη Βουλή και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ ο δικαστικός από το ελεγκτικό συνέδριο και το Συμβούλιο της Επικρατίας, ειδικά για την επεξεργασία των προεδρικών διαταγμάτων, θα τα πούμε αναλυτικά στη συνέχεια. Προελεπτικός έλεγχος λοιπόν, πρώτη διάκριση του ελέγχου σε σχέση με τον χρόνο, προελεπτικός κατασταλτικός. Προελεπτικό έλεγχο ασκεί η Βουλή και ο Πρόεδρος Δημοκρατίας, των οποίων ο έλεγχος είναι και πολιτικός, και επίσης το ελεγκτικό συνέδριο σε μια πολύ ειδική και συγκεκριμένη δικαιοδοσία του και του Συμβούλου της Επικρατίας κατά την επεξεργασία των διαταγμάτων, προελεπτικά. Πάμε στη Βουλή. Πώς ασκείται ο έλεγχος αντισυνταγματικότητας στη Βουλή. Μας το λέει αυτό το άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Στις ζητήματα αντισυνταγματικότητας λέει ο Πρόεδρος της Βουλής και κάθε βουλευτής ή μέλος της κυβέρνησης, άρα και εκείνη η Υπουργή ή Υπουργή που δεν είναι μέλη της Βουλής, μπορεί να ζητήσει στο στάδιο της καταρχήν συζήτησης. Αν η συζήτηση δεν είναι καταρχήν τι άλλο είναι μετά την καταρχήν συζήτηση. Κατάρθρο. Εδώ λοιπόν η έσταση της συνταγματικότητας πρέπει να προταθεί από κάποιον ή κάποιους βουλευτές ή Υπουργούς στο στάδιο της καταρχήν συζήτησης, που είναι το πρώτο στάδιο, δηλαδή γενικά όταν συζητούμε για το νομοσχέδιο. Να προταθεί λοιπόν στο στάδιο της καταρχήν συζήτησης και να ζητήσει να αποφανθεί η Βουλή αναφορικά με συγκεκριμένες αντιρίσεις που προβάλλει για τη συνταγματικότητα νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου. Ξέρουμε τη διαφορά μεταξύ νομοσχεδίου και πρότασης νόμου. Μασικά η διάθεση έχει ως κριτήριο την πρωτοβουλία του κανόνα δικαίου, δηλαδή νομοσχέδιο το εισάγει το υπαγμόδιος Υπουργός. Ενώ η πρόταση νόμου μπορεί να είναι κοινοβουλευτική. Είναι από βουλευτές. Ωραία. Το νομοσχέδιο λοιπόν είναι από την κυβέρνηση, από την ευχαριστική εξουσία, από τον αρμόδιο Υπουργό ή τους αρμόδιους, τους συναρμόδιους Υπουργούς, ενώ η πρόταση νόμου κατατίθεται από τους βουλευτές. Στην κοινοβουλευτική πράξη βέβαια το συνηθέστωρο ποιο είναι? Ποιο είναι το συνηθέστωρο? Το νομοσχέδιο. Σχεδόν 100% – να μην πω 100% – 99% των νόμων έχουν προέλθει από νομοσχέδιο, δηλαδή από προτάσεις που κατέθεσαν οι Υπουργοί, ο αρμόδιος ή η αρμόδιη Υπουργή, δηλαδή η κυβέρνηση. Σπανίως σχεδόν ποτέ δεν γίνονται νόμοι ή όποιες προτάσεις νόμου τυχόν κατατίθεται από βουλευτές. Πάντως σε κάθε περίπτωση έχουμε την ένσταση της αντισυνταγματικότητας, τη θέση ενός ζητήματος συνταγματικότητας για το οποίο καλείται η Βουλή να αποφασίσει. Στη συζήτηση αυτή μετέχουν ένας από αυτούς που τη διατύπωσαν, την ένσταση αντισυνταγματικότητας, ένας από τους αντιλέγοντες, αυτούς δηλαδή που υποστηρίζουν ότι δεν γίνεται τέτοιο ζήτημα, η Πρόεδρη των Κοινοβουλυτικών Ομάδων και η αρμόδη Υπουργή, καθένας για πέντε λεπτά της ώρας. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται αποκλειστικά με ανάταση ή έγερση. Άρα λοιπόν υπάρχει η δυνατότητα πολιτικού προληπτικού ελέγχου, η Βουλή θεωρείται αυτονοήτος ότι πρέπει όταν καλείται να συζητήσει και μετά να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο να σκεφτεί αν και κατά πόσο παραβιάζει το Σύνταγμα και βέβαια ατύπως μπορεί η αίσθηση αυτή να προβληθεί και σε οποιαδήποτε στιγμή, δηλαδή κάποιος βουλευτής στη συζήτηση να πει στην αγώρευσή του ότι εδώ είναι τα θέμα της συνταγματικότητας και βεβαίως υπάρχει και η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής που πάντοτε εκφράζει την άποψή της για κάθε νομοσχέδιο και πολλές φορές εκφράζει και η ίδια της αντίρρηση που αφορά την αντισταγματικότητα συγκεκριμένων διατάξεων των νομοσχεδίων που τίθενται στη Βουλή προς ψήφιση και πολλές φορές το διαβάζουμε αυτό και στις εφημερίδες. Επίσης, ένσταση αντισταγματικότητας μπορεί να απτεθεί και σε ό,τι αφορά τη διαδικασία ψήφισης του νόμου όταν αυτός περιέχει άσχετα ζητήματα με αυτό το οποίο είναι το κύριο αντικείμενο του νόμου. Από πού συνάγεται αυτό? Συνάγεται από το άρθρο 74 στην παράγραφο 5 που λέει νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που περιέχει διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους δεν εισάγεται για συζήτηση. Άρα καταρχήν επαφήεται στον πατριοτισμό, το συνταγματικό πατριοτισμό των βουλευτών να μην βάζουν άσχετες διατάξεις σε νομοσχέδια. Ξέρετε βέβαια πάρα πολύ καλά ότι τα νομοσχέδια βρίθουν άσχετο διατάξεις. Στα περισσότερα μπορείτε να βρείτε άσχετες διατάξεις μέσα, πράγμα το οποίο έκανε κάποτε και πολύ δύσκολο το έργο των δικηγόρων. Βλέπω βέβαια με τις ηλεκτρονικές βάζεις δεδομένων αυτό είναι πολύ εύκολο, αλλά κάποτε αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρίσκεις μια άσχετη διάθεξη που αφορούσε την εκπαίδευση για παράδειγμα σε ένα νόμο που αφορούσε ζωοτροφές. Και συνέδηχε πρόσφατα αυτό το παράδειγμα για το κονοσθέρο. Αλλά εν πάση περιπτώσει παρόλα αυτά το Σύνταγμα λέει ότι αυτό πράγμα απαγορεύεται. Και επειδή μία από τις παθογένειες της λειτουργίας της Βουλής ήταν και η προσθήκη άσχετων τροπολογιών κυρολεπτικά την τελευταία στιγμή για ευνόητους λόγους. Και ποιοι είναι αυτοί οι ευνόητοι λόγοι, γιατί να βάλει ένας υπουργός μια άσχετη τροπολογία σε ένα άλλο νομοσχέδιο τελευταία στιγμή. Ίσως για να την περάσει χωρίς να συστηθείς τροπές. Πολύ σωστά. Για λόγους το διαφάνειας, δηλαδή γιατί επιδιώκαν την αδιαφάνεια. Να μην ξέρει κανείς τι περνάει τελευταία στιγμή. Γιατί το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου συζητάται εμπάζει αυτό στη Βουλή και ίσως και ευραίως, ευρύτερα στην κοινωνία, στις εφημερίδες, τηλεοράσεις, φιλανόν. Ενώ μια άσχετη διάταξη τελευταίας στιγμής, μια άσχερη τροπολογία, προφανώς περνάει σχεδόν απαρατήρητη. Έτσι, λοιπόν, προσθέθηκε στο Σύνταγμα, με την αναθεώρηση του 2001, ότι προσθήκες ή τροπολογίες υπουργών συζητούνται μόνο αν έχουν υποβληθεί τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από την ένναξη ζήτη στην Ολομέλεια, στο κατάθροπο 71 της Μεσταρμόδιακης Κοινοβουρυτική Επιτροπή, όπου σωρίζει ο κανονισμός, ενώ προσθήκει η τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου, δεν εισάγεται για συζήτηση. Άρα, λοιπόν, και σε αυτές τις περιπτώσεις καλείται να αποφανθεί η Βουλή σε περίπτωση αμφισβήτησης, και άρα και αυτός είναι ένας άλλος τρόπος ελέγχου της αντισυνταγματικότητας ενός νόμου που αφορά τη διαδικασία ψήθησης του αυτή τη φορά και όχι την ουσία. Είναι, βέβαια, προφανές ότι όταν η Βουλή στο κοινοβουλευτικό σύστημα, τι σημαίνει κοινοβουλευτικό σύστημα, τι σημαίνει κοινοβουλευτική αρχή, ότι η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Αυτό που κάνουμε τώρα, που γίνεται τώρα στη Βουλή, δηλαδή που ζητάτε ψήφος εμπιστοσύνης, είναι μία έκφανση της κοινοβουλευτικής αρχής. Θυμίζω ότι η κοινοβουλευτική αρχή έχει τρεις λογικές ή χρονικές, αν θέλετε, εκφάνσεις. Η πρώτη χρονικά είναι τη στιγμή του διορισμού του Πρωθυπουργού που πρέπει να διοριστεί Πρωθυπουργός ποιος, με βάση την αρχή της Δεδηλωμένης. Τι μας λέει η αρχή της Δεδηλωμένης. Η αρχή της Δεδηλωμένης αποτελεί μια προβολή της κοινοβουλευτικής αρχής στο χρονικό σημείο διορισμού του Πρωθυπουργού. Και μας λέει τι είναι η αρχή της Δεδηλωμένης. Αυτά είναι συνταγματικό πρώτου έτους τα πιο σωσ. Μόνο οι αδερφές Παπαδοπουλού. Ναι, είσαι ο... Στέλιο. Του κόμματος που... κάνω λίγο πιο... με πιο ακριβή νομική διατύπωση το που κέρδισα τις εκλογές. Τη πλειοψηφία των ψήφων. Για να το ψάξουμε λίγο. Κάποιος θα μου το πει με ακρίβεια νομικού. Όχι με δημοσιογραφούντος. Κάτι τους γνωστους δημοσιογραφούντος στα διάφορα μέσα που λένε οτιδήποτε ανακριβές. Αυτός είναι αυτός που έχει λάβει... έχει την δηλωμένη αποστοσία της Πουλής. Δηλαδή, ετών τα έντασην ένας βολευτές για τους 300 που... Ωραία, εσύ κάνεις και ερμηνεία του συνταγματος. Κάποιος θα μου πει τι λέει το σύνταγμα. Δεν έχετε το σύνταγμα μαζί σας. Και λέω ότι κάνεις ερμηνεία, γιατί αυτή είναι μέλη κρατούσα ερμηνεία. Δεν είναι όμως η μόνη δυνατή και η μόνη που έχω υποστηριχθεί. Ναι. Ναι, στο 57, παράγραφος 2, ενώ και ο πρώτος πρωθυπουργός διορίζει το αρχηγό του κόμματος, το οποίο διαθέτει στην Πουλή την ακόρη πλειοψηφία των εθνών. Ωραία, ακούσατε? Ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει στην Πουλή την απόλυτη πλειοψηφία των ευρών. Ούτε την πλειοψηφία των ευρών, την απόλυτη πλειοψηφία των ευρών, ούτε την πλειοψηφία των ψήφων των ευρών, την πλειοψηφία και δεν την απόλυτη. Και αν δεν υπάρχει τέτοιος, όπως στην παρούσα Βουλή, κανένα κόμμα δεν διαθέτει στην Πουλή την απόλυτη πλειοψηφία των ευρών. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τέτοιος αρχηγός. Μετά γίνεται η δικασία των ευρωβουλικών. Ο αρχηγός του κόμματος που είχε τις περισσότερες έδρες, αν και δεν ήταν η απόλυτη πλειοψηφία, κάνει, λοιπόν, συζητήσεις με τους υπόλοιπους, που θεωρητικά είναι κοντά από πολιτικά, αν δεν μπορείς αυτοίς να πάρουν. Ο αρχηγός του δεύτερο, αλλιώς ο τρίτος και μετά χωρίζεται. Ωραία, πολύ σωστά. Όμως, θα επισημάνω κάτι. Είστε τεταρτοετής. Που σημαίνει η έκφρασή σας πρέπει πλέον να είναι νομικά ακριβόλογη. Εντάξει. Δηλαδή, όταν κάποιος πρωτοετής μου απαντάει έτσι, λέω, μπράβο, πολύ σωστά συγχαρητήρια. Όμως, ως τεταρτοετής δεν δικαιούστε πλέον να απαντάτε με τρόπο δημοσιογραφικό. Εντάξει. Έχει πολύ μεγάλη σημασία. Η νομική επιστήμη, αν υποθέσουμε ότι είναι επιστήμη, γιατί γνώμη μου δεν είναι, αλλά βάζει πως αν υποθέσουμε ότι είναι επιστήμη, στηρίζεται κατά 80% ίσως και περισσότερο στο λόγο. Είναι λόγος. Εντάξει. Είναι επιχείρημα. Είναι λόγους που αποτυπώνεται σε μία συνταγματική διάταξη, όπως αυτή που διάβασες, ή σε μία νομοθετική διάταξη, ή σε μία διάταξη μιας κανονιστικής πράξης, ή σε μία ατομική διοικητική πράξη. Άρα, λοιπόν, είναι λόγους. Και σε αυτό το λόγο εμείς, ως νομικοί, δικηγόροι, δικαστές, καθηγητές, θεωρητικοί, οτιδήποτε, στηριζόμαστε για να κάνουμε τη δουλειά μας. Ό,τι και είναι αυτή. Άρα, λοιπόν, είναι εξαιρετικά κρίσιμο και χρήσιμο οποιαδήποτε δουλειά και αν κάνετε ως νομικοί, και ως δημοσιογράφοι, βεβαίως, αλλά ας ποθέσουμε ότι εκεί, εντάξει, είναι τα περιθώρια λίγο πιο χαλαρά. Αλλά ως νομικοί οτιδήποτε δουλειά και αν κάνετε, έχει πολύ μεγάλη σημασία η ακριβολογία. Εντάξει, και πλέον, στο δέταρτο έτος, αυτό απαιτείται. Δεν είναι καταδιακριτική ευκαιρία. Όπως είναι στο πρώτο έτος που εντάξει. Είναι λογικό τα παιδιά να μην έχουν ακόμα αυτήν την άμυση. Άρα, λοιπόν, προσπαθείτε να ακριβολογείτε. Και αυτό συμβαίνει πολλές φορές και σε εξετάσεις. Μα, αφού έγραψα καλά, γιατί μ' έκοψε. Είναι πολύ πιθανό, ενώ έχετε δώσει τις σωστές απαντήσεις επί της ουσίας, να μην το έχετε εκφράσει με ακρίβεια. Δηλαδή, ας πούμε, ο Στέλιος θα έλεγε, μ' αφού είπα, ότι αυτός που κερδίσε εκλογές. Ε, να, ο Σαμαράζ δεν κέρδισε εκλογές, ο Σαμαράζ έλληνε. Πού είναι το λάθος, εντάξει. Είναι έτσι. Νομιστική ακριβολογία, απόλυτη πλειοψηφία. Τον Εδρός της Βουλίας, αν κανείς δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία, πάμε σε αντιερευνητικές εντολές και πρέπει να βρούμε κάποιον που μπορεί να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας της Βουλής. Και το ποια είναι αυτή η πλειοψηφία, παρότι μας έκανε στην εμπινευτική αναγωγή και μας είπε ότι είναι η απόλυτη πλειοψηφία των Εδρών σε κάθε περίπτωση 151, το 184 έχει αφήνει και άλλη εμπινευτική εκδοχή, ότι μπορεί να έχουμε κυβέρνηση αδοχής ή μειοψηφίας, έτσι, όταν κάποιοι αποχωρούν και άρα αυτοί οι οποίοι μένουν δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης, χωρίς να είναι η απόλυτη πλειοψηφία του όλο αριθμού των βουλευτών. Αυτό μπορεί να είναι κρίσιμο, όχι μόνο φυσικά την πρώτη φορά, αλλά μπορεί να είναι κρίσιμο και τώρα που μιλάμε. Αν δηλαδή, για παράδειγμα, κάποιοι βουλευτές συνέχιες δημοκριτές γέρον ακούσετε τον κ. Κακλαμάνη, ο οποίος ανεξεκτοποιήθηκε και λέει δεν θα ψηφίσω αρνητικά στην ψήφο εμπιστοσύνης. Δεν είπε τι θα ψηφίσει, αν θα ψηφίσει θετικά, είπε δεν θα ψηφίσω αρνητικά, δήλωσε. Λοιπόν, τι σημαίνει αυτό, ότι μπορεί να σκεφτεί να βγει από την αίθουσα ή να ψηφίσει λευκό ή να βγει από την αίθουσα. Τι σημαίνει αν βγει από την αίθουσα αυτός και κάποια άλλης, που θέσουμε ότι υπάρχει μια ομάδα βουλευτών της νέας δημοκρατίας, που είναι δυσαρεστημένοι με την κυβερνητική πολιτική, είτε γιατί διαφωνούν με την ασκούμενη πολιτική, είτε επειδή δεν μπήκαν οι υπουργοί διαφωνούν και θέλουν να εκφράσουν την αντίρρησή τους, και λένε ότι εμείς θέλουμε να χτυπήσουμε ένα καμπανάκι στον πρωθυπουργό. Τι μπορεί να κάνουν αυτοί οι πολιτικά. Τους στηρίζει μέσω, δηλαδή μειώνει το ποσοστό που πρέπει να συγκεντρώσουν, μειώνει το παρανομαστή, δηλαδή δεν τους στηρίζει άμεσα, δεν δίνει θετική ψυχή, αλλά τους διευκολύνει όταν σε έξω του νέους. Ακριβώς, γιατί αυτό που απαιτείται είναι να λάβει η κυβέρνηση την απόλυτη πλειοψηφία επί των παρόν των βουλευτών. Αρκεί να είναι μεγαλύτερα από τους 120. Αν λοιπόν κάποιοι αποχωρήσουν, μειώνει το παρανομαστή στο κλάσμα, δεν είναι στους 300, αλλά ας πούμε ότι φεύγουν 10, είναι στους 290. Άρα οι απαραίτητες θετικές ψήφοι από εκεί και πέρα δεν είναι πλέον 151, αλλά είναι 146. Άρα λοιπόν μπορεί κάποιοι να χτυπήσουν το καμπανάκι στην κυβέρνηση, χωρίς όμως να τη ρίξουν. Κάτι τέτοιο θα μπορούσαν πιθανόν, λέω πολιτικά, είπαν ότι δεν το κάνουν, αλλά θα μπορούσαν πιθανόν να κάνουν οι βουλευτές της ΔΙΜΑΡ, θέλοντας να πούν ότι εμείς δεν είμαστε υπέρ του να πέσει η κυβέρνηση, αλλά το και δίνουμε θετική ψήφη. Ή κάποιοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που τηρούν κριτική στάση και το καθεξής. Άρα λοιπόν ξαναρχόμαστε στα της βουλής. Ο προληπτικός αυτός η έλεγχος είναι πολιτικός για το λόγο ότι στο κοινοβουλευτικό σύστημα όπως το δικό μας η πλειοψηφία της βουλής συμφωνεί με την κυβέρνηση, στηρίζει την κυβέρνηση άρα συμφωνεί πολιτικά μαζί της τουλάχιστον κατατεκμήριο μαχητό. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ σπάνιο η πλειοψηφία της βουλής να δεχτεί μια ένσταση αντισταγματικότητας και να απορρίψει ένα πρωταθέν από τον υπουργό ή τους αρμόδιους υπουργούς νομοσχεύεια μια συγκεκριμένη διάταξη νομοσχεδίου λόγω αντισταγματικότητας. Γιατί? Γιατί η πλειοψηφία της βουλής συμφωνεί με αυτούς τους υπουργούς. Στηρίζει αυτή τη κυβέρνηση. Αυτή είναι η εγγενής αδυναμία του πολιτικού ελέγχου και δι από τη βουλή. Το γεγονός ότι βουλή και κυβέρνηση στο κοινοβουλευτικό σύστημα, δεν ισχύει το ίδιο αναγκαστικά στο Προεδρικό, στο κοινοβουλευτικό σύστημα όμως βουλή και κυβέρνηση πολιτικά συμφωνού. Εξού και λένε ότι το πολιτικό νόημα της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών έχει να κάνει και με τη σχέση μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Δηλαδή στο κοινοβουλευτικό σύστημα η νομοθετική εξουσία, η πλειοψηφία της βουλής και η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση και οι υπουργοί στην πραγματικότητα αποτελούν ένα μπλοκ. Είναι μαζί, συμφωνούν πολιτικά. Ενώ αντίπαλο δέος στο κοινοβουλευτικό σύστημα είναι πια η αντιπολίτευση. Από την αντιπολίτευση αναμένουμε συνήθως να εκφράζει ενστάσεις αντισυνταγματικότητας, αλλά όσο αντιπολίτευση εκ των πραγμάτων είναι μοιοψηφία στη βουλή και άρα δεν μπορεί να περάσει μια τέτοια αίσθηση αντισταγματικότητας. Μάλιστα, έχει ασκηθεί κριτική και στον τρόπο με τον οποίο τίθεται αυτό το ζήτημα αντισταγματικότητας ενώστομου σχεδίου στη βουλή, από τον Ευάγγελο Βενιζέλλο στο βιβλίο του 2008, που λέει ότι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται ο προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας από τον κανονισμό της βουλής, με ολιγόλεπτη προφορική εξέταση όπως είδαμε πριν, τις πεντάλεπτες παρεμβάσεις, δίνει μια προφανή διάθεση αποφυγής και παράκαμψης του ελέγχου έτσι ώστε αυτός να μην καταστεί πολιτικό και διαδικαστικό όπλο της μοιοψηφίας. Αυτή όμως η προσέγγιση υποτιμά το θεσμικό ρόλο της βουλής και όλο το σύστημα του προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας, ενισχύοντας την τάση επέκτασης και εντατικοποίησης του κατασταλτικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας. Είναι συνεπώς σκόπιμο με αναθεώρηση, δηλαδή τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του κανονισμού της βουλής, ο έλεγχος αυτός να οργανωθεί με πολύ πιο σοβαρό τρόπο. Εδώ ασκείται μία κριτική, όχι μόνο φυσικά σε αυτή-καθεαυτή την φύση του ελέγχου που είναι πολιτική, που αυτό είναι κάτι αναπόδραστο, δεν μπορεί να αλλάξει, εκ των πραγμάτων είναι πολιτική η φύση, αλλά και στον τρόπο οργάνωσης της διαδικασίας όπως την είδαμε στο άρθρο εκατό του κανονισμού της βουλής. Και προσέξτε κάτι που είναι σημαντικό, το οποίο εδώ πραγματικά τονίζεται, είναι ότι όσο λιγότερο ασκεί σοβαρά τον έλεγχο, τον προληπτικό έλεγχο αντισυνταγματικότητας των νομοσχεδίων η βουλή, τόσο περισσότερο πεδίο δίνει και επιτρέπει στα δικαστήρια εκ των ιστέρων να ασκήσουν το κατασταλτικό τους έλεγχο. Εντάξει, υπάρχει δηλαδή κατά κάποιο τρόπο αυτό το δίβολο και θα το δούμε ως επιχείρημα και παρακάτω σε ένα άλλο συγκείμενο. Πάμε τώρα στο δεύτερο όργανο, επίσης ένα όργανο που μετέχει της άσκησης της νομοθετικής λειτουργίας όπως και η βουλή και το οποίο και αυτό μπορεί να ασκήσει, οριακά ή όχι θα το δούμε είναι και αυτό ένα ερώτημα ερμηνευτικό, προληπτικό έλεγχο αντισυνταγματικότητας ενός ψηφισμένου νομοσχεδίου. Μιλάμε για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Θυμίζω ότι σύμφωνα με το άρθρο 26 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συμμετέχει και της εκτελεστικής αλλά και της νομοθετικής λειτουργίας. Σωστά. Και τι κάνει στο πλαίσιο της νομοθετικής, ποιες είναι οι νομοθετικές αρμοδιώτες του Πρόεδρου της Δημοκρατίας. Είπαμε ίσως ο Βασίλης. Εκδίδω και δημοσιεύει τους νόμους. Ωραία. Έκδοση και δημοσιεύση των νόμων λοιπόν μας το λέει στο άρθρο 42, έκδοση και δημοσιεύση των νόμων, ποιες αρμοδιώτες κατά μία άποψη είναι νομοθετικές και κατά μία άποψη είναι διοικητικές υπό την έννοια ότι εκεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μετέχει στην πραγματικότητα στην ουσία του νομοσχεδίου, το μόνο που κάνει είναι να πάρει το έτοιμο ψηφισμένο νομοσχέδιο και να το εκδώσει και να το δημοσιεύσει στην εθνική κυβέρνηση με την προσυπογραφή βεβαίως πάντοτε του Υπουργού και τη δική του υπογραφή. Άρα από αυτή την έννοια υποστηρίζεται και ότι η αρμοδιώτητα αυτή είναι καθαρά διοικητική και όχι νομοθετική, θα δούμε όμως που εδώ κολλάει η νομοθετική αρμοδιώτη του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στο άρθρο 42 λοιπόν μιλάει για την έκδοση και δημοσίευση και εδώ παρεισφροί μία νομοθετικού τύπου αρμοδιώτα του Προέδρου της Δημοκρατίας που είναι η λεγόμενη αναπομπή. Τι μπορεί να κάνει ο Πρόεδρος στο πλαίσιο της έκδοσης και δημοσίευσης των νόμων που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή και μέσα σε ένα μήνα από τη ψήφιση τους πρέπει να τους εκδώσει και να τους δημοσιεύσει. Ωραία, μέσα λοιπόν σε αυτή την προθεσμία, μέσα σε αυτό το μήνα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέψει στη Βουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από αυτή, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής, οι οποίοι κυρίως βεβαίως είναι λόγοι αντισυνταγματικότητας, θα δούμε τι είδους. Αν αναπέψει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τι συμβαίνει μετά με αυτό το ψηφισμένο νομοσχέδιο, Ζωή? Ξαναπερνάει από τη Βουλή. Ξαναπερνάει από τη Βουλή και πλέον για να επιψηφιστεί και να ισχύσει και να είναι υποχρεωμένος πια ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να το δημοσιεύσει, να το εκδώσει και να το δημοσιεύσει θα πρέπει… Να ψηφιστεί από την απόλυτη προψηφία όλων των βουλευτών. Πολύ σωστά. Από την απόλυτη προψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 151 θετικές ψήφους να λάβει. Άρα λοιπόν σε αυτή την επιψήφιση του νομοσχεδίου η Βουλή θεωρητικά ξανακάνει έναν έλεγχο της αντιζυγματικότητας μετά το καμπανάκι που έχει εκκυπήσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Είναι βέβαια ένα ερώτημα. Ποια είναι η έκταση και το περιεχόμενο του ελέγχου που διενεργεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προληπτικά σε ένα ψηφισμένο νομοσχέδιο προκειμένου να αποφασίσει αν θα το αναπέμψει ή όχι. Είπαμε ότι ήδη συνειώσαμε ότι δεν απαιτείται προσυπογραφή και γιατί αυτό είναι λογικό. Γιατί είναι λογικό όταν ασκεί την αναπομπή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να μην χρειάζεται προσυπογραφή όπως χρειάζεται σχεδόν σε όλες τις πράξεις του. Ποιος είναι ο κανόνας της προσυπογραφής, γιατί υπάρχει και γιατί εδώ να έχουμε εξαίρεση. Τόσο τη ζωή κανείς άλλος καμιά άλλη, μικρή ή μεγάλη, τόσο τη ζωή και το βασίλει, δεν περάσετε συνταγματικό του πρώτο έτος. Πώς το περάσετε, εγώ σας πέρασα, νύχτα. Ο κανόνας της προσυπογραφής του Πρόεδρος της Δημοκρατίας σας χτυπάει η καμπανάκι, σας λέει κάτι ή μιλά ο κινέζικα. Ε, ναι, είσαι ο, ο Θάνος. Πολύ ωραία. Πολύ σωστά. Πολύ σωστά. Ο κανόνας της προσυπογραφής λοιπόν, ναι Βασιλίου. Πολύ σωστά, που την αναλαμβάνει η κυβέρνηση, ακριβώς επειδή είναι αυτή που ασκεί τη γενική πολιτική, ναι. Ωραία, σωστό, αυτό έχει να κάνει με την δυνατότητα να απομπείς αυτό που λες, είναι ένα βήμα παραπέρα. Εγώ τώρα είμαι ένα βήμα πιο μπροστά για να πούμε λίγο τα βασικά πριν φτάσουμε σε αυτό που λες εσύ, Ζωή. Είναι λογικό να μην προσυπογράφεται, γιατί αυτή την περίπτωση ο πρόεδρος δημοκρατίας πάει κόντρα στην πολιτική που πάει να περάσει η κυβέρνηση. Πολύ σωστά, ακριβώς. Δεν μπορεί να πρέπει να υπογράψει κάτι πιο ουσιαστικά γυρόνα που ο ίδιος θέλει. Πάρα πολύ σωστά. Λόγω αυτόν που ήδη είπαμε, ότι δηλαδή η βουλή πολιτικά συμφωνεί κατά πλειοψηφία με την κυβέρνηση, όταν ο πρόεδρος αναπέμπει κάτι που η πλειοψηφία της βουλής του έχει ψηφίσει, είναι σαν να πηγαίνει κόντρα σε αυτό που ψήφισε η πλειοψηφία και άρα που κατατεκμείνει ο μαζί του συμφωνή και η κυβέρνηση, στο κοινοβουλευτικό συνείσθημα. Άρα δεν μπορούμε να ζητάμε, αν βάζαμε το κανόνα της προσυπογραφής, που σημαίνει ότι την πολιτική ευθύνη παίρνει η κυβέρνηση και ότι πάντως ο πρόεδρος Δημοκρατίας απαλάσσεται πάσης πολιτικής ευθύνης και πάσης εντέλει και ουσιαστικής απόφασης, δεν θα σαν να ζητούσαμε από την κυβέρνηση να πάει κόντρα στον εαυτό της, σε αυτό δηλαδή που ψήφισε η κυβερνητική πλειοψηφία που τη στηρίζει, από αυτή την έννοια θα μπορούσε ο κανόνας αυτός να μείνει ανεφάρμοστος και γι' αυτό το λόγο. Άρα λοιπόν δεν θέλουμε προσυπογραφή. Και αυτό το οποίο κάνει ο πρόεδρος Δημοκρατίας είναι να ασκεί ένα βέτο το οποίο όμως είναι απλώς αναβλητικό δεδομένη στην δυνατότητα της βουλής να επανέλθει και να επιψηφίσει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών το ψηφισμένο νομοσχέδιο που έχει αναπέμπθει από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Για ποιους λόγους μπορεί ο πρόεδρος να αναπέμψει είναι ένα κρίσιμο ερώτημα. Με άλλα λόγια ο προληπτικός έλεγχος αντισταγματικότητας που ασκεί στους νόμους τα ψηφισμένα νομοσχέδια δηλαδή ο πρόεδρος Δημοκρατίας σε τι αφορά, πόσο και μέχρι που εκτείνεται. Η κρατούσα άποψη μας λέει ότι αυτή η αρμοδιότητα του πρόεδρου της Δημοκρατίας αφορά μόνο λόγους που έχουν να κάνουν με τη διαδικασία και όχι με την ουσία, με τη διαδικασία παραγωγής του νόμου και όχι επί της ουσίας με τις διατάξεις του νόμου. Άρα λοιπόν πρόκειται για αυτό που ονομάζουμε τυπική αντισταγματικότητα, τυπική γιατί αφορά τον τύπο του νόμου, την τυπική διαδικασία όχι την ουσία και δει την εσωτερική σε αντίθεση με την εξωτερική, γιατί εσωτερική, γιατί αφορά τις διαδικασίες όπως αυτές ακολουθήθηκαν στο εσωτερικό της Βουλής και αφορούν την κατανομή των αρμοδιωτήτων μεταξύ των διαφορετικών οργάνων του κράτους και δεν αφορά απλώς τα εξωτερικά στοιχεία του νόμου. Αυτή η ερμηνευτική εκδοχή έρχεται σε αρμονία με το γιονοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος που θέλει ως πρωταρχικό όργανο μετά τον λαό τη Βουλή επειδή είναι αυτή η οποία διεθέτει την άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση μέσω της άμεσης εκλογής με τις γενικές καθολικές εκλογές. Και επίσης ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι η διαδικασία της έκδοσης όπως είπαμε είναι μια διοικητική αρμοδιότητα και στο πλαίσιο αυτής ασκείται κατεξέρηση κατά κάποιο τρόπο αυτή η νομοθετική αρμοδιότητα του Πρωέδρου της Δημοκρατίας να αναπέμψει. Άρα λοιπόν στο πλαίσιο της έκδοσης και εντός αυτού του ένα μήνα που έτσι κι αλλιώς έχει ο Πρόεδρος να εκδώσει και να δημοσιεύσει εντάσσεται και αυτή του η αρμοδιότητα, άρα δεν μπορεί να ελέγξει παρά εκείνα τα στοιχεία που θα ήλεγχε ούτως ή άλλως και για να εκδώσει το νόμο. Δηλαδή δεν είναι κάτι διαφορετικό λέει αυτή η άποψη αυτό το επιχείρημα. Η δεύτερη άποψη κάνει μια πιο διασταλτική ερμηνεία της αρμοδιότητας του Πρόεδρου της Δημοκρατίας να αναπέμπει η ψηφισμένα νομοσχέδια. Λέει δηλαδή ότι ο έλεγχος αντισταγματικότητας που ασχεί ο Πρόεδρος αυτήν την περίπτωση δεν εξαντλείται μόνο στην τυπική και δηλαδή την εσωτερική αντισταγματικότητα αλλά αφορά και την ουσία, δηλαδή αφορά και την ουσιαστική αντισταγματικότητα του νόμου. Με άλλα λόγια ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να πει ότι μια συγκεκριμένη διάταξη του ψηφισμέντος νομοσχεδίου έρχεται σε αντίθεση με μια συγκεκριμένη θεμελιώδη αρχή με ένα συγκεκριμένο στραγματικό δικαίωμα και γι' αυτό τον λόγο αναπέμπει. Αν θυμάστε πρόσφατα και στην δίνη της οικονομικής κρίσης, αρκετές φορές, παρ' τους κάποιες φορές η αντιπολίτευση βγήκε και είπε για κάποια ψηφισμένα νομοσχέδια, απίθυνε προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την πρόσκληση να αναπέμψει, όχι για λόγους τυπικής αντισυνταγματικότητας, αλλά για λόγους οσιαστικής αντισυνταγματικότητας. Γιατί καταρχούνται κάποια δικαιώματα των εργαζομένων ή κάποια κυκτημένα δικαιώματα των ασφαλισμένων και ούτω καθεξής. Δεν το έκανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η αλήθεια είναι πως αυτή η διάταξη δεν πολιτισμοποιείται έτσι κι αλλιώς, ακριβώς γιατί στο πλαίσιο του κυρουβερυτικού πολιτεύματος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πολιτικά ανεύθυνος και μία τέτοιο είδους εκτεταμένη άσκηση της αλαμπευτικής του αρμοδιότητας θα τον ελέγχει και τον ίδιο σε ένα πολιτικό παιχνίδι στο οποίο φυσικά έχουμε τη σύγκρουση διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων, ιδεολογιών, προγραμμάτων ή προσώπων. Το επιχείρημα πάντως εδώ είναι ότι ακριβώς η έλλειψη προς υπογραφείς δείχνει ότι εδώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει όντως μία πιο πολιτικοποιημένη ας το πω έτσι μέσα σε αγωγικά αρμοδιότητα, δεν είναι απλώς μία διεκπερέωση όπως θα ήταν άνετας όταν στο πλαίσιο της έκδοσης και η αρμοδιότητα της αναπομπής όπως λέει η πρώτη άποψη και επίσης το επιχείρημα το τελευταίο μας λέει ότι αν η αναπομπή δεν σχετιζόταν και με ουσιαστικούς λόγους, τότε δεν θα απαιτούνταν αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή, δηλαδή η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, θα αρκούσε μία σχετική πλειοψηφία γιατί αν το πρόβλημα ήταν απλώς και μόνο τυπικό, απλώς και μόνο διαδικασίας, θα απλώς θα γινόταν η διαδικασία με το σωστό τρόπο και θα αρκούσε η ίδια πλειοψηφία με την οποία ψηφίστηκε και την πρώτη φορά το νομοσχέδιο, δηλαδή η απόλυτη πλειοψηφία χωρίς να είναι των παρόντων ή η σχετική πλειοψηφία των παρόντων χωρίς πάντως να χρειάζεται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, που σημαίνει ότι όλοι οι βουλευτές πρέπει να είναι παρόντες και να ψηφίσουν θετικά και ούτω καθεξής. Σε κάθε περίπτωση, είτε κανείς δεχτεί την μία ή την άλλη άποψη, την πρώτη που είναι η κρατούσα, η δεύτερη που διευρύνει την αρμοδιότητα του Προέδρου, θα συμφωνήσει νομίζω ότι και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως όργανο που μετέχει της διακυβέρνηση, που μετέχει της άσκησης των τριών των δύο εξουσιών της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, παραμένει παρά την πολιτική του αχρωματοψία και την κομματική ουδετερότητα που πρέπει να έχει και να υπέρκειται των πολιτικών και ιδίως των κομματικών διαφορών και αντιμαχιών, παραμένει πάντως ένα όργανο πολιτικό. Και αυτό μας το δείχνει ο τρόπος με τον οποίο εκλέγεται. Εκλέγεται από τη Βουλή με μια αυξημένη βεβαίως πλειοψηφία που αποσκοπεί στο να έχει τις συνένειες ενός μεγάλου έδρος των πολιτικών δυνάμεων, αλλά πάντως παραμένει ένα όργανο πολιτικό και άρα μη δικαιοδοτικό. Η έννοια της δικαιοδοσίας προφανώς συνδέεται περισσότερο με τα δικαστήρια ή με κάποια ειδικά όργανα δικαιοδοτικά που δεν έχουν καθόλου πολιτική φύση, που δεν παράγονται, που δεν αναδεικνύονται με πολιτικό τρόπο, αλλά με έναν τρόπο που περισσότερο ρίδεται στην τεχνοκρατική τους επάρκεια και στην ανεξαρτησία τους, στην οποιαδήποτε ανεξαρτησία τους από τις πολιτικές δυνάμεις, πράγμα το οποίο δεν αφορά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να συστηθού με τον τρόπο της ευλογής του. Άρα λοιπόν δεν μπορεί παρά αν και όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκήσει την αναπρεπτική του αρμοδιότητα να λάβει υπόψη του λόγους που να έχουν να κάνουμε τη λειτουργία του πολιτεύματος, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος, άρα έχουν να κάνουμε την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος με την αρμονική σχέση μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας, δηλαδή αντιπολίτευσης. Άρα λοιπόν είναι προφανές ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα λάβει υπόψη του όλους αυτούς τους πολιτικούς όρους και βεβαίως θα λάβει υπόψη του και την ανταπόκριση θετική ή αρνητική απέναντι σε ένα νομοσχέδιο που έχει ολόκληρη κοινωνία, μέσα από τον τύπο, από τις οργανώσεις κοινωνιών των πολιτών, τα μέσα μαζικής ενημέρους και το καθεξής. Αυτοί είναι όλοι παράγοντες που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δικαίως, ας το πω έτσι, νομίμως λαμβάνει υπόψη του, τους οποίους όμως προφανώς καταλαβαίνεται υπονοώ ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα δικαστήρια. Δεν πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τα δικαστήρια, σε αντίθεση με στα πολιτικά αυτά όργανα. Κάποια ερώτηση μέχρι εδώ. Πολιτικός, προληπτικός έλεγχος. Της αντισταγματικότητας των ομοσχεδίων στην πραγματικότητα πριν από την ψήφιση τους και μετά την ψήφιση τους. Έχουν ιστορικά παραδείγματα προέδρων που άσχησαν τα κοριότητά τους? Όχι, στο υπό το ισχύον σύνταγμα. Δηλαδή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, υπό το ισχύον σύνταγμα, ασκεί το ρυθμιστικό του ρόλο με πολύ μεγάλο αυτοπεριορισμό. Υπό αυτή την έννοια γίνεται και η κριτική ότι μήπως σε μια επόμενη αναθεώρηση θα πρέπει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να ενισχυθεί ως αναφορά τις αρμοδιώτητές του προκειμένου να αποτελεί έναν άλλο πόλο, ένα αντισταθμιστικό πόλο απέναντι στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε ένα πολίτευμα το οποίο είναι προφυπουργοκεντρικό με την έννοια της κυριαρχίας της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου. Μπορείτε να επαναλάβετε με την προσυπογραφή γιατί δεν απαιτεί τέτοια. Ναι, ο κανόνας της προσυπογραφής που ισχύει καταρχήν σχεδόν για όλες τις πράξεις του Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για τις συντρεπτικά περισσότερες πράξεις απαιτείται επειδή το πολίτευμα είναι κοινοβουλευτικό και προεδρευόμενο που σημαίνει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει πολιτική ευθύνη, την έχει η κυβέρνηση και άρα λοιπόν με την προσυπογραφή το μέλος της κυβέρνησης, ο υπουργός δηλαδή, αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για την πράξη αυτή την οποία έρχεται να εκδόσει και να δημοσιεύσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για παράδειγμα σε ένα νόμο. Σε ποιες περιπτώσεις δεν απαιτείται προσυπογραφή, εκεί που είναι λογικό και αναμενόμενο, η κυβέρνηση να μην συμφωνεί με αυτή την πράξη του Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Εκεί που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να του αφηθεί ένα περιθώριο να πράξει, χωρίς αναγκαστικά να συμφωνεί η κυβέρνηση. Άρα, μια τέτοια περίπτωση είναι και όταν αναπέμπει ένα νομοσχέδιο που ψηφίστηκε από την πλειοψηφία της Βουλής, η οποία κατά τεχνίδιο συμφωνεί και με την κυβέρνηση. Μπορούμε να ανοίξουμε ίσως κάποιο παράδειγμα που δεν σας χτυπάει πολύ από εκεί, ή από εδώ, δεν ξέρω, αν δεν σας χτυπάει πολύ. Πάμε τώρα στην άλλη μορφή προληπτικού ελέγχου που αφορά κάποια πολύ εξειδικευμένη βέβαια περίπτωση, την άσκηση ελέγχου πριν από την ψήφιση νομοσχεδίου από το Ελεκτικό Συνέδριο. Μια πολύ ειδική και συγκεκριμένη διαδικασία που αφορά το Ελεκτικό Συνέδριο και ειδικότερα στο άρθρο 98 παράγραφος 1 στην βέβαια περίπτωση, στην αρμοδιώτα του Ελεκτικού Συνέδριου ανήκουν ιδίως και μεταξύ άλλων η γνωμοδότηση για τα νομοσχέδια που αφορούν συντάξεις ή αναγνώριση υπηρεσίας για την παροχή δικαιώματος σύνταξη σύμφωνα με την παράδειγμα 2 του άρθρου 73, καθώς και για κάθε άλλο θέμα που ορίζουν όμως. Λοιπόν, μιλάμε για νομοσχέδια που έχουν κάποιο οικονομικό αντίκτυπο, που συνεπάγονται έξοδα, επιβάρυση του προϋπολογισμού. Και συγκεκριμένα γιατί χωριγούν συντάξεις ή αναγνωρίζουν υπηρεσία που μπορεί να φέρει την παροχή δικαιώματος σύνταξης. Και στο άρθρο 73, επίσης προβλέπεται ότι νομοσχέδια που αναφέρονται οπωσδήποτε στην απονομή σύνταξης και στις προϋποθέσεις της, υποβάλλονται μόνο με τον Υπουργό των Οικονομικών και ύστερα από γνωμοδότηση του Ελεκτικού Συνεδρίου. Άρα και εδώ έχουμε έναν προληπτικό έλεγχο από το Ελεκτικό Συνέδριο για την νομιμότητα κατά κάποιο τρόπο μέσα σησαγωγικά του νομοσχεδίου που έρχεται και με το οποίο χωριγούνται κάποιες συντάξεις. Και εδώ η ερμηνεία μας λέει ότι το Ελεκτικό Συνέδριο ασχολείται και, όχι μόνο αλλά και με το αν έχουν τηρηθεί οι προδιαγραφές του άρθρο 73-2 που μόλις διαβάσαμε, καθώς και με το αν το υποψήφιση νομοσχέδιο παραβιάζει δεκομένως άλλες συνταγματικές ρήτρες. Ωστόσο επαναλαμβάνω ότι εδώ πρόκειται μόνο για πολύ συγκεκριμένη, πολύ ειδική διαδικασία, μόνο όταν χωριγούνται συντάξια να γνωρίζονται, να γνωρίζεται προϋκρυσία που θα επάγεται την χωρίγηση δικαιώματος σύνταξης. Εδώ, λοιπόν, αναφέρεται κυρίως η διάταξη στην εξωτερική τυπική νομιμότητα, δηλαδή στο κατά πόσο αυτό το οποίο φτάνει στο ελλειπτικό συνέδριο βάση του το οποίο θα δοθούν οι συντάξεις είναι νόμος κατά την έννοια του συντάγματος, άρα στην τυπική αντισυνταγματικότητα αυτού και άρα είναι κάτι πολύ περιορισμένος και πραγματικότητα δεν υπάρχει δικαστικός προληπτικός έλεγχος. Μία περίπτωση επίσης κατεξέρεση, μεγαλύτερη από την προηγούμενη, αφορά τα προεδρικά διατάγματα. Σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 1 στη δεύτερη περίπτωση το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αρμοδιότητα και αφορά την επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα. Διατάγματα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, δηλαδή, έτσι, άρα ουσία νόμι. Θυμόμαστε τη διαφορά και τους ορισμούς, τυπικός νόμος, ουσιαστικός νόμος. Τι είναι τυπικός νόμος, τι είναι ουσιαστικός νόμος. Ο τυπικός νόμος, στην ουσία της χρήζεται βάσει την οικογένεια δικασία που ακολουθεί η δικαιογραφία, εξάρταται από έναν κομμανό τόπο, όπως έγινε ο κολλεβολιωθισμός του κράτους, ο οποίος δεν έχει κανονιστική οικογραφία. Ο τυπικός νόμος μπορεί να είναι μια κανονιστική πράξη και είναι κανονιστικαίου εξάρτητα από τη δικασία της χρήσης. Πολύ ωραία, εξαιρετικά. Άρα, λοιπόν, και τα διατάγματα αυτά τα προεδρικά, έτσι, είναι ουσιαστικοί νόμοι, υπό την έννοια ότι περιέχουν κανονιστικαίου γενικούς και αφυριμένους. Μοιάζουν, δηλαδή, με τους νόμους που ψηφίζει η Βουλή όσον αφορά την γενική και αφυριμένη ρύθμιση την οποία περιέχουν. Δεν αφορά οι αρμοδιώτατες του Συμβουλίου της Επικρατίας τους τυπικούς νόμους. Δεν αφορά τους τυπικούς νόμους που είναι πρωτογενείς κανόνες δικαίου, δηλαδή πρωτογενώς η Βουλή τους ψηφίζει. Αφορά μόνο τα προεδρικά διατάγματα που είναι δευτερογενείς, αλλά και στηρίζονται σε κάποια νομοθετική εξοδότηση. Βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι ίσως σε μια αναθεώρηση του Συντάγματος θα μπορούσε να εισαχθεί ως προληπτικός δικαστικός έλεγχος από το Συμβούλιο της Επικρατίας και των τυπικών νόμων, πιθανόν μετά από πρόοδοση της Βουλής, μετά από έσταση αντισταγματικότητας, όπως που είδαμε, δηλαδή θα μπορούσε πιθανόν ο πολιτικός προληπτικός έλεγχος της Βουλής να συμπληρωθεί και με έναν προληπτικό δικαστικό έλεγχο. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, θα έκανε ακόμα πιο έντονη την παρέμβαση της δικαστικής εξουσίας ήδη στο στάδιο της θέσπισης του νόμου στα έργα της νομοθετικής, γιατί ακριβώς θα επέβαλε κατά κάποιον τρόπο την άποψη του δικαστηρίου πάνω σε εκείνη της Βουλής. Από την άλλη, βέβαια, κάτι τέτοιο θα έσωζε τους πολίτες, τους διοικούμενους, από πάρα πολλές διαδικασίες προσφυγής στα δικαστήρια, εκ των ιστέρων, κατά την εφαρμογή του νόμου και αυτό σημαίνει προφανώς ότι θα είχαμε και ασφάλεια δικαίου, γιατί από πριν θα ξέραμε αν και τα λοιπά, ή θα μπορούσε βεβαίως να προβλεπτεί και ότι παρά την προληπτική απόφαση, παρόλα αυτά, επιτρέπεται πάλι η προσφυγή, πράγμα το οποίο βέβαια θα ήταν κάπως absurdum, σίγουρα πάντως επιτρεβόταν η προσφυγή για τα υπόλοιπα ζητήματα που δεν είχαν αχθεί στην κρίση του δικαστηρίου, της Βουλής της Επικρατίας προληπτικά. Όλη αυτή η συζήτηση βέβαια είναι μια συζήτηση de constitucione ferenda, όπως λέμε δηλαδή δικαιοπολιτική συζήτηση, που αφορά την αναθεώρηση του συντάγματος δεν ισχύει σήμερα, αυτό που μόλις είπα για να μην βεβαιευτούμε. Εκεί λοιπόν όταν στο ΣΤΕ φτάνουν τα προεδρικά διατάγματα στο αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατίας για την επεξεργασία των προεδρικών διαταγμάτων, στο Συμβουλί της Επικρατίας στείγει και το ζήτημα της αντισταγματικότητας του υπό επεξεργασία διατάγματος που, το ξαναλέω, δεν πρόκειται για τυπικό νόμο, αλλά για ουσιαστικό μόνο νόμο. Άρα λοιπόν θυμίζω πάλι το σχήμα, έλεγχος αντισταγματικότητας, προληπτικός ή κατασταλιτικός. Ασχοληθήκαμε μέχρι τώρα μόνο με το προληπτικό, ο οποίος μπορεί να είναι πολιτικός ή δικαστικός. Πολιτικός θα να σηκείται από κάποιο όργανο που μετέχει της πολιτικής εξουσίας με τον Α ή Β τρόπο. Και τέτοιο είναι η Βουλή κατεξοχή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και δικαστικός στις εξαιρετικές περιπτώσεις. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για έλεγχο αντισταγματικότητας των τυπικών νόμων. Στο ΜΕ είναι λοιπικό συνέδριο για μια πολύ ειδική διάταξη που αφορά μόνο νόμους που προηγούν συντάξια να γνωρίζουν δικαίωμα για παροχή συνταξής και στην δεύτερη περίπτωση από το Συμβούλι της Επικρατίας στην επεξεργασία των προηδικών διαταγμάτων. Και άρα αυτό με το οποίο κυρίως θα ασχοληθούμε είναι ο καταστατικός έλεγχος, ο οποίος κατά κύριο λόγο είναι έλεγχος από τα δικαστήρια. Είναι έλεγχος δικαιοδοτικός από τα δικαστήρια, από την τρίτη εξουσία, την δικαστική λειτουργία. Ο δικαστικός έλεγχος αποτυπώνεται ρητά και στο ισχύο σύνταγμα, όπως ήδη προείπα, στο 93 παράγραφος 4 που λέει ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται, δεν δικαιούνται απλώς, αλλά υποχρεούνται, να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το σύνταγμα. Προσέξτε πρώτα, το υποχρεούνται, δεν είναι διακριτική τους ευχέρεια. Άρα λοιπόν και αυτοδικαίως μπορούν να λάβουν υπόψη τους την αντισταγματικότητα μιας διάταξης. Και δεύτερον, προσέξτε το ρήμα να μην εφαρμόζουν. Τα δικαστήρια δεν ακυρώνουν τους νόμους, απλά τους αφήνουν ανεφάρμοστοι και όχι ολόκληρους τους νόμους, αλλά τις συγκεκριμένες διατάξεις που κρίνουν αντισταγματικές. Θα επανέχουμε σε αυτές τις λεπτομέρειες αναλυτικά στη συνέχεια του μαθήματος, όπως από τώρα ήδη να το θυμάστε. Και τρίτον, αφορά το περιεχόμενο, άρα κάνουν και ουσία κρίση, και όχι μόνο την εξωτερική ή εσωτερική σε καμιά περίπτωση, αλλά όχι την εξωτερική μόνο τυπική αντισταγματικότητα. Και επίσης, στο 87, στη δεύτερη παράγραφο, μας λέει ότι οι δικαστές κατηνάξεις των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποκτονούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάληση τους συντάγματος τους. Αφήνουμε αυτό το κεφάλαιο γιατί, όπως προείπα, όλο το επόμενο εξάμινο θα ασχοληθούμε με το δικαστικό έλεγχο της αντισταγματικότητας των νόμων με πολλές λεπτομέρειες. Και πάμε σε ένα άλλο κεφάλαιο που είναι με ερωτηματικό. Επιτρέπεται ο έλεγχος συνταγματικότητας, αντισταγματικότητας μιας νομοθετικής διάταξης από τη διοίκηση? Είναι ένα ερώτημα. Για όσους είστε, μάλλον είστε όλοι εδώ, τουλάχιστον δε θα το ετήσεις, όσους και μεγαλύτερα έτη, ίσως να θυμάστε ότι όταν ψηφίστηκε πριν από τέσσερα χρόνια το 2011, ο νόμος 40.09 που διέπηκε την Υπουργία των Πανεπιστημίων, όπως έτσι στο μεταξύ έχει τρογοποιηθεί, είχε προκύψει ένα μεγάλο ζήτημα για το κατά πόσο ο πρίτανης του Πανεπιστημίου, ο τότε πρίτανης του Πανεπιστημίου, μπορεί, δικαιούται ή και υποχρεούται να μην εφαρμόσει τον νόμο λόγω της συνταγματικότητας. Και μάλιστα ο πρίτανης τότε είχε κάνει και ενός ή τους δημοσκόπησε κατά κάποιο τρόπο ηλεκτρονικής, όπου μας ρώτησε μέσω διαδικτύου να πούμε αν θεωρούμε ότι μπορεί ο ίδιος να μην εφαρμόσει τον νόμο 40.09 επειδή στις γιατάξεις εκείνες που ήταν αντισυνταγματικές. Και έτσι άνοιξε μια τεράστια συζήτηση, η οποία είχε μέχρι τότε ίσως περισσότερο θεωρητικό ενδιαφέρον, αλλά το 2001 ξαφνικά απέκτησε και πρακτικό ενδιαφέρον. Η αλήθεια είναι ότι στη θεωρία οι απόψεις δυίστανται, μάλλον τριίστανται, γιατί υπάρχει η άποψη ότι όντως η διοίκηση μπορεί να προβαίνει και να διανεργεί έλεγχο αντισυνταγματικότητας των νόμων και μιλάμε για τους τυπικούς νόμους, η δεύτερη άποψη που απορρίφτει εξ ολοκλήρου τον έλεγχο αυτόν, της αντισυνταγματικότητας των τυπικών νόμων από τη διοίκηση και μία ενδιάμεση άποψη που λέει ότι υπό όρους είναι δυνατός ο έλεγχος αυτός. Αν θέλετε ειδικότερα μπορείτε να διαβάσετε του κ. Χρυσόγουνα «Αντισυνταγματικός νόμος και δημό σε διοίκηση» ή του κ. Μαθιουδάκη «Διοικητικός έλεγχος της δυναγματικότητας των νόμων με ερωτηματικό» σε ένα πιο πρόσφατο άρθρο του στο Σύνταγμα. Το άρθρο του κ. Μαθιουδάκη είναι πιο σύντομο και ίσως είναι πιο εύκολο να το διαβάσετε και πιο προσιτό το άλλο είναι βιβλίο, μπορείτε να το βρείτε στη βιοθήκη. Για να δούμε λοιπόν τα επιχειρήματα προς τη μία και την άλλη κατεύθυνση. Το πρώτο επιχείρημα υπέρ του ελέγχου είναι ότι αν δούμε το άρθρο 1 παράγραφος 3 που ήδη το αναφέραμε, ότι ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα, αυτό αποτελεί μια γενική επιταγή προς όλους, άρα και προς τη διοίκηση, αφού προς όλα τα όργανα του κράτους, άρα και προς την εκθελιστική ηλικία, άρα και προς τη διοίκηση, να τηρεί την ομιμότητα στο βαθμό που δεν έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα, όπως ορίζει το Σύνταγμα. Επίσης το ίδιο μπορεί να συναχθεί και από το άρθρο 25 παράγραφος 1 και από το 103 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο μας λέει ότι οι δημόσοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του κράτους και υπηρετούν τον λαό, οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίες στην πατρίδα. Αν λοιπόν από αυτή την πίστη στο Σύνταγμα που οφείλουν οι δημόσοι υπάλληλοι, συνάγει αυτή η άποψη ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ του ότι τα διοικητικά όργανα μπορούν να ασκούν έλεγχο αντισυνταγματικώντας των τυπικών νόμων. Η αρνητική άποψη απαντάει σε αυτό το επιχείρημα ότι δεν αρκούν αυτές οι γενικές διατάξεις, είπα αυτή την έννοια του γενικού συνταγματικού πατριοτισμού και της γενικής διάταξης του άρθρου 1 παρά μια προς 3 ή του άρθρου 25, θα μπορούσε ο καθένας, ο κάθε πολίτης, όχι μόνο η διοίκηση, να μην εφαρμόζει κάποιο νόμο επειδή ο ίδιος προσωπικά τον θεωρεί αντισυνταγματικό, αλλά είναι προφανές ότι αυτό θα οδηγούσε σε χάος, σε αναρχία και σε κατάληση στην ουσία του συνταγματικού κράτους, ο καθένας γινόταν κριτής της αντισυνταγματικότητας ενός τυπικού νόμου, ενός νόμου δηλαδή που ψηφίστηκε από τη Βουλή που είναι ο αντιπρόσωπος του λαού, δηλαδή διαθέτει άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση σε ένα σύστημα που είναι αντιπροσωπευτικό, κοινουβουλευτικό κ.ο.κ. Επίσης λέει αυτή η δεύτερη άποψη, που λέει το όχι, ότι εδώ έχω μια ιεραρχική δομή στη διοίκηση. Η διοίκηση σε αντίθεση με τα δικαστήρια αποτελείται από δημοσίως υπαλλήλους ή από λειτουργούς οι οποίοι δεν απολαμβάνουν κατά τεχνίριο προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Βρίσκονται ιεραρχικά και υπόκεινται στον υπουργό. Ο προηστάμενος τον υπαλλήλο της διοίκησης είναι ο υπουργός. Και βέβαιος θα είναι ο πρώτος δημοκρατίας, ο οποίος όμως όπως είπαμε δεν έχει πολιτική ευθύνη και δεν παίρνει αποφάσεις ουσιαστικές. Άρα λοιπόν η ιεραρχική δομή της διοίκησης και η έλλειψη προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας στερούν από τη διοίκηση δύο χαρακτηριστικά που είναι εξαιρετικά κρίσιμα και βάση των οποίων και μόνο αναγνωρίζει στα δικαστήρια η αρμοδιώτητα να κρίνουν την αντισυνταγματικότητα ενός τυπικού νόμου, δηλαδή ενός νόμου που ψήφισε η Βουλή. Ελλείψη αυτής της ανεξαρτησίας δεν μπορεί να σκηθεί ο έλεγχος. Εδώ έχετε η πρώτη άποψη και φεύγοντας από το απόλυτο ναι, ναι σε κάθε περίπτωση, να πάει σε μια ιδιάμεση άποψη και να πει εντάξει, κατανοώ ότι δεν μπορεί κάθε διοικητικό όργανο γιατί όντως οι περισσότεροι δημόσοι υπάλληλοι που έχουν μια ιραρχική σχέση πρέπει να υπακούν το προηστάμενο και αυτός τον υπουργό, ή το πιο προηστάμενο και αυτός τον υπουργό και το καθεξής. Οκ, υποχωρώ από το απόλυτο ναι, όμως υπάρχουν κάποια όργανα που εντάσσονται στη διοίκηση που απολάβουν ανεξαρτησίας λειτουργικής και προσωπικής. Ένα παράδειγμα είναι ο Πρίτανης, που είπαμε πριν, έτσι πουτέθηκε το ερώτημα και κατά πόσο Πρίτανης μπορεί, ο Πρίτανης δεν βρίσκεται επειδή ακριβώς προείσταται ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και μάλιστα ενός ΑΥ, ενός Ανότατα Εκπαιδευτικού Ιδρύματος που με βάζει το άρθρο 16 του Συντάγματος απολαμβάνει ακριβώς της αυτονομίας και της αυτοοργάνωσής του. Αυτό προβλέπεται πολύ ρητά στο άρθρο 16 για τα Ανότατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Λέει δηλαδή, σας θυμίζω το άρθρο 16, έτσι, ότι η Ανότατα Εκπαιδευτική Ιδρύματα παρέγεται απογριστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Η πλήρης αυτοδιοίκηση σημαίνει ότι ο Πρίτανης δεν είναι υπό τον Υπουργό Παιδείας. Άρα έχει διαθέτει, απολάβει ανεξαρτησία λοπικής και λειτουργικής. Άρα, εντάξει, όχι όλα τα όργανα μεν, αλλά κάποια όργανα εκείνα που προείστανται οργανισμών, όπως τα ΑΕ, που απολαμβάνουν πλήρους αυτοδιοίκησης, μπορούν να το κάνουν. Έρχεται, λοιπόν, το τρίτο επιχείρημα του όχι να πει, ναι, εντάξει, αλλά δεν έχουν εξειδίκευση. Ο Πρίτανης, όπως ήταν και το συγκεκριμένο παράδειγμα, είναι του πολυτεχνείου. Μπορεί να είναι της φιλοσοφικής, μπορεί να είναι της ιατρικής, μπορεί να είναι των καλών τεχνών. Με ποια εξειδίκευση θα το κάνει, πώς μπορεί δηλαδή τα δικαστήρια. Έχουν μια εξειδίκευση, είναι νομική, έχουν σπουδάσει το Σύνταγμα, έχουν περάσει την εμβάθηση δημοσίου δικαίου, έχουν κάνει φροντιστήρια για να περάσουν στη σχολή, η Εθνική Σχολή Δικαστών, έχουν μπει στη σχολή, έχουν ακούσει πολλά μαθήματα εκεί από τους άλλους δικαστές που διδάσκουν και από καθηγητές πανεπιστημίου, έχουν τρυβεί με το αδικείμενο, έχουν εξειδικευτεί σε αυτό και μάς περιπτώσει μέσα από αυτή την εξειδίκευση, έχουν τα προσόντα, τα τεχνοκρατικά προσόντα, τα είναι σε θέση διανοητική και γνωστική, να κάνουν αυτό το πράγμα. Να κάνουν δηλαδή να ασκήσουν να διανεργήσουν έλεγχα της ιδρυματικότητας του τυπικού νόμου. Ένας Πρύτανης που εκ των πραγμάτων μπορεί να τυχαίνει και να είναι, αλλά κατά πάση πιθανότητα δεν είναι νομικός, πώς θα διανεργήσει έναν τέτοιο έλεγχο. Εκεί λέει η άποψη του ναι, ότι εκεί μπορεί να διαθέτουν ειδικούς. Ποιοι είναι αυτοί οι ειδικοί, μπορεί να είναι η Νομική Επιτροπή του Πανεπιστημίου ή στο δικό μας διάλογο είχε εκφραστεί και η άποψη ότι μπορεί να είναι απλώς και ένας νομικός σύμβουλος. Δηλαδή απλά παίρνει ο Πρύτανης ένα νομικό σύμβουλο, το πληρώνει ή δεν το πληρώνει, προμπώνω και αυτός ο νομικός σύμβουλος χωρίς να έχει μια θεσμική κατοχύρωση, λέει την άποψή του και φόσον αυτή η άποψη είναι υπέτσις αντισταγματικότητας, ο Πρύτανης δικαιούται να μην εφαρμόσει τη θεωρούμενη ως αντισταγματική διάταξη. Και επίσης προσθέτει αυτή η άποψη ότι και τάξη το κατανοώ να μην γίνεται σε κάθε περίπτωση, αλλά πάντως πρέπει να γίνεται όταν η αντισταγματικότητα είναι πρόβληλη ή προφανής, όταν βγάζει μάτι, όπως το πούμε έτσι. Η αντίρρηση βέβαια από την άλλη πλευρά, από τους υπέρμαχους το όχι, είναι ότι πρόβληλη ή προφανής αντισταγματικότητα τυπικού νόμου δεν υπάρχει, ή αν θέλετε κάθε αντισταγματικότητα τυπικού νόμου πρέπει να είναι προφανής και πρόβληλη, ιδάλλως δεν μπορεί να αναγνωρίζει ως τέτοια. Με άλλα λόγια, όταν μιλάμε για τυπικούς νόμους, δεν υπάρχουνε κρυμμένες και πρόβληλες αντισταγματικότητες. Ή όλες είναι πρόβληλες και μόνο τέτοιες πρέπει και από τα δικαστήρια να κηρύσονται ως αντισταγματικές, μόνο όταν είναι πρόβληλες και από τα δικαστήρια ακόμη, ή καμιά δεν είναι πρόβληλη. Γιατί αν ήταν πρόβληλη λέει η άποψη αυτή, η Βουλή θα την είχε δει και θα την είχε σταματήσει ήδη στον προστάδιο του πολιτικού προληπτικού ελέγχου της ψήφισης. Άρα λοιπόν, επ' αυτή την έννοια, το τι είναι πρόβληλο και τι είναι προφανές είναι κάτι πολύ σχετικό, για άλλων κάτι είναι πρόβληλο εκεί, κάποιον άλλον δεν είναι πρόβληλο. Δεν μπορούμε να το ανάβουμε σε μία δικημενική, υπαρκτή από μόνη της έννοια. Είναι κάτι το οποίο κάποιος το κρίνει, δεν υπάρχει αφεαυτό στη φύση, δεν είναι ένα δέντρο που υπάρχει εκεί έξω. Και εντάξει, εγώ το βλέπω γιατί έχω στραμμένο το πρόσωπο στο αρχί, ενώ η κοπέλα δεν το βλέπει γιατί απλά έχει την πλάτη και όταν γυρίσει θα το δει, αλλά το δέντρο είναι εκεί. Και η αντισταγματικότητα δεν είναι κάτι τέτοιο, είναι ένα προϊόν διανοητικής κρίσης και συνεπώς το υποκείμενο αυτής της κρίσης είναι αυτόν και που γεννάει τελικά το τελικό προϊόν, το αν υπάρχει αντισταγματικότητα ή όχι. Υπό αυτή την έννοια δεν μπορούμε να μιλάμε για μία υπαρκτή εκ των προτέρων αντισταγματικότητα, που είναι προφανής, που βγάζει μάτι, που οι βουλευτές δεν την είδαν, που εγώ που είμαι η συνταγματολόγος, την βλέπω και λέω στον Βρήτανη μην εφαρμόζει στο νόμο ενώ οι 150, 160, 180, 200 υποψήφσαν στη Βουλή δεν την είχαν δει γιατί ήταν δικλή και δεν είχαν πηρήσει το κεφάλι τους προς την άλλη πλευρά, λέει η άλλη άποψη. Και επίσης προσθέτει η άποψη του όχι ότι αν δεχόμασταν κάτι τέτοιο τότε θα υποσκάπτονταν η ενιαία εφαρμογή του νόμου. Γιατί ας υποθέσουμε ότι στο παράδειγμα που δώσαμε ότι στο ΑΠΘ υπερίσχεται η άποψη ότι η αδιάταξη του νόμου 40.09 είναι αντισταγματική και δεν την εφαρμόζουμε ενώ σε άλλα πανεπιστήμια θα κρίνονταν αλλιώς και θα συνέχιζε να την εφαρμόζουν. Άρα λοιπόν θα είχαμε από τη διοίκηση μια διαφορετική εφαρμογή που θα κατέληγε σε ανασφάλεια δικαίου για τους διοικούμενους και σε τελική ανάλυση σε ανισότητα στη μεταχείριση των διοικούμενων από τη διοικησία. Και η άποψη του νέα απαντάει μα το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με το διάχειτο έλεγχο. Ούτως ή άλλως με το διάχειτο δικαστικό έλεγχο. Διάχειτο όπως θα δούμε στη συνέχεια σημαίνει ότι κάθε δικαστήριο, κάθε δικαιοδοσίας και κάθε βαθμό και κάθε γεωγραφική περιοχή δεν μπορεί να κρίνει την αντισταγματικότητα ενός νόμου και άρα είναι πολύ πιθανό ότι το πρωτοδικείο Κυλκής μπορεί να κρίνει την ίδια διάταξη ως αντισταγματική που το πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης την έχει κρίνει ότι δεν έχει πρόβλημα της αντισταγματικότητας, ότι βρίσκεται σε αρμονία με το Σύνταγμα. Άρα λοιπόν που είναι το πρόβλημα αυτό που παθαίνουμε με τα δικαστήρια, πολύ απλά το παθαίνουμε και με τη διοίκηση απαντάει η άποψη αυτή. Και το αντεπιχείρημα από την άλλη πλευρά είναι ναι αλλά στα δικαστήρια υπάρχουν κάποιοι μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου. Θα τους δούμε αναλυτικά σε επόμενο μάθημα. Οι μηχανισμοί αυτοί συγκέντρωσαν του ελέγχου που σημαίνει ότι η κρίση σε τελικό βαθμό ανάγιεται κάποια στιγμή στο Συμβούλιο της Επικρατίας και πάντως υπάρχει σε τελική ανάλυση και σε εξαιρετικές περιπτώσεις η δικαιοδοσία του Ανώτου του Ειδικού Δικαστήριου δεν υπάρχει στη διοίκηση. Άρα ενώ από το αρνητικό αποτέλεσμα του διάγειου του ελέγχου στον δικαστικό έλεγχο μας σώζει κάτι, οι μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου στο Συμβούλιο της Επικρατίας μέσω της έτησης ακύρωσης ή και κατεξέρηση στο Ανώτου του Ειδικού Δικαστήριου, τέτοιος μηχανισμός δεν υπάρχει σε ό,τι αφορά την κρίση από τη διοίκηση. Αυτά είναι τα επιχειρήματα. Θέλει κάποιος να εκφράσει την άποψή του σε αυτό το ερώτημα. Ποια άποψη σας πείθει περισσότερο, Βασίλη? Όχι ακριβώς άποψη, μια πορεία ως προς το δεύτερο επιχείρημα και σε σχέση με τα πανεπιστήμια. Ο υποπτικός έλεγχος που ασκείται στα πανεπιστήμια υγειάται την προσωπική και λειτουργική ανεξεκτησία τους. Πολύ καλή ερώτηση. Ο υποπτικός έλεγχος θα σου απαντούσαν η υπέρμαχη του νέα φορά τη νομιμότητα και μέσα στη νομιμότητα εμπεριέχεται και η συνταγματικότητα και υπό αυτή την έννοια όσο δικαιούται να ελέγξει την πράξη του Φρύταν ή άλλο τόσο δικαιούται και εκείνος που θα κάνει τον έλεγχο να ελέγξει και την αντισταγματικότητα του νόμου. Γιατί η αντισταγματικότητα είναι μια έκφαλση της νομιμότητας. Θα σου απαντούσαν με αυτόν τον τρόπο η υποθέτω υπέρμαχη του νέα. Θέλει κάποιος κάποια να εκφράσει την άποψή του ή κάποιο άλλο επιχείρημα ή να προτείνει κάποιο καινούργιο επιχείρημα ή να προσθέσει σε κάποιο επιχείρημα που ήδη συζητήσαμε. Ζωή. Στο τελευταίο αυτό που λέμε, δηλαδή η τρίτη απάντηση, ότι υπάρχουν μηχανισμοί σχέδους του ελέγχου, δεν είναι απόλυτα πιστωτικό γιατί δεν ενεργοποιούνται πάρω του και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν φτάνει μέχρι την ιστορία. Δεν έχεις δίκιο. Θα το συζητήσουμε όταν μιλήσουμε για το διάχυτο έλεγχο, πώς γίνεται συγκεντρωτικός. Δεν θα μπω τώρα σε αυτήν τη ζήση. Κράτε την απορία σου όμως. Γιατί στην πραγματικότητα το έλεγχο στην Ελλάδα, παρότι ιδιοτυπικά είναι διάχυτος, πραγματικότητα είναι πολύ συγκεντρωμένος στο Συμβούλιο της Επικρατίας. Μέσω της έτσις ακείρωσης κυρίως, αλλά και μέσω φυσικά της αναγωγής από τον πρώτο βαθμό, στο δεύτερο στο Συμβούλιο και μετά αν υπάρχει διαφορετική κρίση του Αριου Πάγου στο ΑΕΛ. Δηλαδή πάνε πολλές. Ναι, σχεδόν όλες θα έλεγα. Βεβαίως. Ή πάνε απευθείας στο ΣΤΕ ή σχεδόν όλες πάνε σε δεύτερο ή τρίτο βαθμό. Θα το συζητήσουμε όμως όταν μιλήσουμε για τη συγκέντρωση του ελέγχου που είναι πραγματικά πολύ πιο έντονος από ό,τι νομίζουμε μιλώντας ιδιοτυπικά για διάχυτο έλεγχο. Άλλη ερώτηση. Ναι, Μιράντα. Εγώ νομίζω ότι έχει σημασία ότι η διοίχηση πρόσκειται στη κυβέρνηση, δηλαδή... Όχι πάντοτε. Στην περίπτωση το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου βλέπετε πανεπιστήμια που έχουν αυτοδιοίχηση δεν πρόσκειται στη κυβέρνηση ο Βρύτανης. Στο παράδειγμα που σας έδωσα. Ναι, όχι. Γι' αυτό και κάνει αυτή την υπαναχώρηση η πρώτη άψο και λέει οκ, οκ, εκεί που πρόσκειται στη κυβέρνηση θα οπάσω, δεν μπορεί. Αλλά εκεί που δεν πρόσκειται αναγκαστικά γιατί έχει προκύψει μέσα από άλλη διαδικασία. Δεν πρέπει να μπορεί να το κάνει γιατί, ακόμα και αν είναι λάθος η κρίση, μετά προσφυγικά θα μπορεί δικαστικά να εκλείχει τα εμβόλια. Ναι, απλώς και καταρχήν ο νόμος δεν θα έχει εφαρμοστεί. Δηλαδή το ερώτημα είναι από πού ξεκινάζω στεκμήρος. Σε κάθε περίπτωση μπορείς να προσφύγεις δικαστικά. Είτε η διοίκηση αφαρμόσει τον θεωρούμενο ως αντισυνταγματικό νόμο, είτε δεν τον εφαρμόσει, η προσφυγή στα δικαστήματα επιτρέπεται, και σε μία περίπτωση και στην άλλη. Ωραία, εσύ λες λοιπόν ότι προσέτεις ένα ετοιχείρημα, ότι εδώ είμαστε στο επίπεδο που η εκτελεστική λειτουργία συγκρατεί τη νομοθετική, ελέγχει τη νομοθετική. Δεν ανταποκρίνεται με την έννοια της κοινοβουλευτικής αρχής και του κοινοβουλευτικού συστήματος που η Βουλή έχει την πρωταρχία έννοια της διοίκησης ακριβώς γιατί είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη άμεσα από το λόγο με τις εκλογές, ενώ η διοίκηση δεν επιτεθεί τέτοια νομιμοποίηση. Νάλλη, όπως λέμε ότι εντάξει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που είναι η κορυφή βεβαίως ευτελιστικής λειτουργίας θα μπορούσε πιθανόν να έχει περισσότερες αρμοδιώτες και να αποτελέσει το αντίπαλο δέος, να αποτελέσει δηλαδή μια μορφή σταθμίσης, τότε με το δικό σου σκεπτικό θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκεί πάντως, όχι πάντοτε, αλλά εκεί πάντος που δεν είναι ιεραρχικά υποκείμενοι στην κυβέρνηση και στους υποχούς, εκεί η δημόσια υπάρχει, η δημόσια λειτουργία, η διοίκηση εγγένει μπορεί να υπαφθεί και μόνο την προϋπόθεση. Εντεχομένως σε προσφύγω με την άψη του να εκτρέπεται ο ένωχος θεωρηματικότητας από τη Λύντιση, γιατί πέρα στα νομικά επιχείρηματα, ίσως η κοινοβουλευτική, ας πούμε κλειστική, η εκκληστική υπουσία να δίνει μεγαλύτερη σημασία και βάση σε αυτά που ψηφίζει και σε αυτά που έχουν εφαρμόσει, αν έχει το δεδομένο ότι η διοίκηση μπορεί να το εφαρμόσει. Ναι, βέβαια και πάλι λέμε όχι κάθε διοίκηση, γιατί τότε θα γινόταν μπάχαλο, δεν θα ήταν κράτος δικαίου αυτό, θα ήταν κράτος των δημοσιών υπαλλήλων. Έτσι θα ήταν απλώς όταν είχες κολλητώ τον προϋστάμενο της υπηρεσίας θα το εφάρμοσες αν σε βόλευε και αντίστοιχα δεν θα το εφάρμοσες αν δεν σε βόλευε. Αυτό δεν θα ήταν κράτος δικαίου πλέον, θα ήταν κράτος του νόμου που είναι λιγότερο από το κράτος δικαίου όπως είπαμε. Θα ήταν το κράτος του προϋσταμένου του υπηρεσίας. Και επίσης αυτό ας πούμε που λες έχει να κάνει και με το ότι τα δικαστήρια πάντως εντέλει θα το ελέγξουν. Και άρα το να μπορεί η διοίκηση να μην το εφαρμόσει στην πραγματικότητα φέρνει τη διοίκηση, την εκθελιστική λειτουργία στο ίδιο επίπεδο με τη νομοθετική, η οποία η εκθελιστική λειτουργία δεν έχει τη δημοκρατική νομοποιήσει από όλο το λαό που ψήφισε τον νόμο, ενώ η Βουλή την έχει. Αυτό θα ήταν το αντιπιχείρημα σε θεωρητική βάση και φυσικά ότι θα γινότανε μπάχαλο ότι δεν υπήρχε ανασφάλεια δικαίου είναι το πρακτικό επιχείρημα. Δηλαδή δεν θα ήξερες τελικά τι θα εφαρμοστεί και αυτοί δεν θα εφαρμοστεί από την διοίκηση. Ναι. Η άποψη αυτή που δέχεται τον ΑΕΛΛΟΤΟΤΟΣ από τη διοίκηση, με τον όρο που ήταν ότι άμα μόνο γίνεται από όργανα που έχουν προσωπική και ιδιοκοινική αντισεπτυσία, αυτή ουσιαστικά γίνεται η άποψη που τη δέχεται υπό όρους. Ναι, υπό όρους την δέχεται, δηλαδή στην ουσία τελικά το ναι σε κάθε περίπτωση δεν υποστηρίζεται σοβαρά θα έλεγα. Δηλαδή είναι πάρα πολύ ασθενής αυτή η θέση για να υποστηριχθεί σοβαρά. Εντάξει, πιστεύω ότι με τον όρο αυτό θα μπορούσε και ίσως θα δωνα και ένα μεγαλύτερο θέγιο, όπως είπε και η Ζωή, ότι θα έλεγε καλύτερα μήπως υπάρχει κάποια εκτροπή της νομιχής μας. Ναι, προσέξτε, μη μιλάμε για εκτροπή, προσέχουμε τις λέξεις. Εντάξει, αν υπάρχει παραβία σημεία συνταγματικής διάταξης, γιατί η εκτροπή είναι άλλο. Η εκτροπή είναι να πουν τα τάνς, να πω στη Βουλή και να έτσι, να μη μπορούμε να μιλάμε, ούτε να κάνουμε έλεγχο της διδαγματικότητας, ούτε τίποτε. Οι λέξεις έχουν σημασία. Εντάξει, προτείνω να διαβάσετε το άρθρο του κ. Μαθιουδάκη και να σχηματίσετε και πιο τεχνηριωμένη άποψη. Αν δεχόμαστε αυτός ως θεμέλαιο, τότε ο κάθε Έλληνας και η κάθε Ελληνίδα θα μπορούσε να μην εφαρμόσει έναν νόμο λέγοντας «Α, είναι αντισταγματικός». Μπορούσα να πω, με υποχρεώνει ο νόμος να κάνω 13 εβδομάδες μάθημα, επειδή αυτό έρχεται σε αντίσταση με την ακαδηματική μου ελευθερία και εγώ είμαι συνταγματολόγος και ξέρω κιόλας. Μπορώ να κάνω και μια αυθεντική εμμονία ως συνταγματολόγος. Ιρωνικά το λέω, έτσι, ύστε να μην παρασχηθώ. Γι' αυτό θα σας κάνω τρία μαθήματα, δεν όμως να θέλετε και παραπάνω. Ο νόμος είναι προειδήλος αντισταγματικός. Τρία μαθήματα, επειδή είμαι η σούπερα παιδεία, μετράνε στα 13. Οπότε θα είχαμε αναρχία απλώς. Η συνταγματική δημοκρατία δεν είναι αναρχία, η συνταγματική δημοκρατία είναι κανόνες, αρχές και αξίες βεβαίως. Παιδιά, εντάξει, τελειώνουμε σε λίγο, μην αντιμωνείτε τόσο πολύ. Ναι, ναι. Λες, ε! Δεν έχει διαβάσει το άρθρο μου γι' αυτό. Λοιπόν, ναι. Πώς είναι το όνομά σου? Γιάννη, τίποτα στο σύνταγμα δεν είναι πρόδυλο και προφανές. Τίποτε απολύτως. Ακόμα και η πιο προφανής συνταγματική διάταξη, που ήταν ότι απαγορεύεται η απεργία των δικαστικών για οποιοδήποτε λόγο και με οποιαδήποτε μορφή, που νομίζω ότι πιο προφανής και πρόδυλη συνταγματική διάταξη, μονοσύμμαντια από αυτή, δεν υπάρχει σε ολόκληρο το σύνταγμα, από τους ίδιους τους δικαστικούς, που υποτίστω ότι είναι αυτοί που ξέρουν τον νόμο, παραβιάστηκε. Και έγινε απεργία, αποχή, πως την ονόμασαν, πάντως ήταν απεργία στην πραγματικότητα και μάλιστα διαρκίας μεγάλης. Δεν μιλάμε για δυό ώρες αποχής από τα κατοίκοντα. Μιλάμε για τεράστια απεργία, πολύ μεγάλη και τα λοιπά. Κατά τη γνώμη ήταν πρόδυλα τη συνταγματική και θα έπρεπε να απολυθούν όλοι οι δικαστές. Αυτό δεν έγινε όμως, γιατί θεωρήθηκε ότι μέσα στο πλαίσιο ερμηνείας του συντάρματος, οι δικαστές έκαναν την ερμηνεία ότι επιτρέπεται και η απεργία τους. Άρα λοιπόν τίποτε παιδιά, δεν υπάρχει τίποτε στο σύνταγμα το οποίο να είναι πρόβληλο. Η δουλειά μας ως νομικών είναι ακριβώς αυτή, επειδή τίποτε δεν είναι πρόβληλο στους νόμους, όπως ακριβώς τίποτε δεν είναι πρόβληλο στο γραπτό λόγο. Δεν υπάρχει γραπτός λόγος που να είναι μονοσύμματος. Δεν υπάρχει. Γι' αυτό και πολλές φορές σας φέρνω πολύ καθημερινό και μπανάλ παράδειγμα, όταν στέλνετε SMS πολλές φορές παρεξηγείστε. Και λέει πάρε δάκη μου ένα τηλέφωνο να καταλάβω τι θες να μου πεις, μου γράψεις το Horizon, πού να καταλάβω. Γιατί, γιατί ο γραπτός λόγος πάντοτε μπορεί να έχει περισσότερες της μίας ερμηνείας. Και αν θέλετε φιλοσοφικά να το δούμε, φιλοσοφικά αν θέλετε να το δούμε, με το που υπήρξε γραπτός λόγος στην ανθρώπινη κοινότητα, γιατί δεν υπήρχε πάντοτε γραπτό, όπως ξέρετε, ήταν προφορητικός ο λόγος, έτσι. Με το που γράφτηκε η πρώτη πλάκα που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή με τις εντολές, που ήταν, ας το πούμε, ή ο κώδικας του Χαμοραμπίου, ή ο κώδικας του Σόλοντα που γράφτηκε σε πέτρες κτλ, ό,τι θεωρείται παλιότερο από αυτά, λοιπόν, με το που γράφτηκαν αυτές οι πρώτες εντολές, άρχισε και το παιχνίδι της ερμηνείας των πρώτων νόμων, των καθόνων δικαίου. Γιατί όταν εγώ είμαι ο ιερέας που ασχολεί και χρέει δικαστή σε ένα χωριό, σε μια πρωτόγωνη κοινότητα, θα έρθετε σε μένα να σας πω αν αυτό επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται, εντάξει. Και άρα εγώ, το πρόσωπο, δηλαδή, θα δώσει την ερμηνεία του τι πρέπει να γίνει. Κάποιος που σκότωσε κάποιον άλλον από το χωριό στο κυνήγι, πρέπει να τον σκοτώσουμε, να τον δημιουργήσουμε, ή μπορεί να φύγει ελεύθερος γιατί απλώς έκανε λάθος κυνηγότητας. Από τη στιγμή που θα γραφτεί αυτός ο κανόνας, το ου φωνεύσεις, από τη στιγμή που θα γραφτεί, αρχίζει να είναι ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες. Ναι, τελευταία παρέμβαση και φεύγουμε. Βασικά, αν δεχθώ με την πρώτη άποψη, έστω, ας πούμε, ότι η διοίκηση δεν εφαρμόζει ένα νόμο, θα συγκροστούμε την κυβέρνηση. Ακριβώς. Λοιπόν, αυτή τη σύγκρουση, ποιος θα την επιτρέψει? Το δικαστήριο εντέει, αλλά αργότερα, αλλά αργότερα, αλλά αργότερα, το είπαμε αυτό. Εντέει το δικαστήριο, αυτό απαντήθηκε. Ναι. Ποιο? Αυτό εδώ κάτω. law.constitution.web.out.gr.cafe.com. Άμα πάτε στο πρώτο, ας σας φέρετε μακρινάρι, το κατανοώ, μπορείτε να πάτε απλώς στο πρώτο. law.constitution.web.out.gr. Και μετά βλέποντας τη φατσούλα μου εκεί στη φωτογραφία, θα βρείτε τα υπόλοιπα. law.constitution.web.out.gr. Λοιπόν πάμε να το συκούσουμε το βασικό. |