Αφιερωματική εκδήλωση για τον Μάνο Χατζιδάκι /

: Εκ μέρος του Ιηδία Ιωαννίδη που σκέφτεται και διεργάνω σήμερα την βραδιά, των συνεργατών, των μουσικών και των περιοχάτων του Φλόριχας, θα σας καλωσορίσω στη μελληνή εκδήλωση, με τον πολεγραφημένο μας Μάνο, που η μεγάλη προσένευση δείχνει πως κανείς μας δεν το ρίχνει πολλά και τον έχουμε πάντοτε σ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Φορέας:Δήμος Φλώρινας
Μορφή:Video
Είδος:Συνεδριάσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: ΔΗΜΟΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 2023
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=ZjYLgeS-duc&list=UCFUiHxymvhWnKDmDGnyoFdA
Απομαγνητοφώνηση
: Εκ μέρος του Ιηδία Ιωαννίδη που σκέφτεται και διεργάνω σήμερα την βραδιά, των συνεργατών, των μουσικών και των περιοχάτων του Φλόριχας, θα σας καλωσορίσω στη μελληνή εκδήλωση, με τον πολεγραφημένο μας Μάνο, που η μεγάλη προσένευση δείχνει πως κανείς μας δεν το ρίχνει πολλά και τον έχουμε πάντοτε στην παραδεισιά του Κυβερνάκου. Θέλω να σας πω, καταρχήν, ότι η εκδήλωση γίνεται με τη σκέψη και τη καρδιά μας στους διοκτημαζόμενους γειτρονέρματος τους Τούρκους από τον Συσμό και επίσης στον αλικοχαμένο Μουρινιώτη τον λήξε από τις μνήμης της πόλης τον Δημήτρη Λεκάση, που σήμερα το στροφάει, η φιλόδα του πως το αγάπησε και πως το κατέγραψε τα βιβλία και στη μημιόμεντας. Όταν ο φίλος μου, ο Ηλίας, μου είπε «θέλω να αντιλήσεις να δεις κάτι στην εκδήλωση», στην αρχή ολματίστηκα και είχα ένα αντισταγμό. Τι θα μπορούσα να πω για τον Μάνο, όπου δεν έχει λεχθεί, πως θα μπορούσα να αποφύγω τετριμένα πράγματα, που συνήθως λέμε σαφές εκδηλώσεις. Και το πιο σημαντικό από όλα, τι μπορεί να σημαίνει στο σημερινό, τι μπορεί να σημαίνει για το σημερινό, λοιπόν, Έλληνα ο Μάνος Χατζιδάκης, στον Έλληνα της τυλωψίας του «Survivor» και της «Statiana's Live», το Έλληνα που λιώνει τα μάτια στους οθόνες του κινητού και του tablet. Τι μπορούν να σημαίνουν γι' αυτόν, λοιπόν, οι ευαίσθητες μελωδίες του Μάνου, τον λόγο του και στη βαρότητα της σκέψης του. Δέχτηκα ωστόσο να το κάνω, παρά τον αρχικό μου δισταγμό, γιατί εγώ, προσωπικά, οφείλω στον Μάνο Χατζιδάκη τόσα πολλά και έχω ένα ισόδιο χρέος να τον μνημονεύω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία. Και εξηγούμαι αμέσως, φίλοι και φίλες. Γεννήθηκα και μεγάλωσα 2 χιλιόμετρα πιο κοντά, εδώ, στη Κωμόπολη, το άλλο σχολείο, εμείς τη λέμε Κωμόπολη, έτσι έχουμε μια απομονήμωση, το Αμίντιο. Και η πιθανότητας να συναντήσω τη δεκατέτια του 80 που είμαι παιδάκι, τη μεγάλη πίεση, τη μεγάλη μουσική, τη μεγαλωσύνη, τέλος πάντων, και την εμφισία της τέχνης, ήταν ελάχιστες, αντιλαμβάνεστε. Μεγάλωνα σε μια άγωνη, άθλια και ασυνάριτη επαρχία. Και ο Μάνος Χατζιδάκης έγινε για μένα, όπως και για πάρα πολλούς άλλους, που έτυχε να ζήσω και να μεγαλώσω την επαρχία, η ωραία πύλη, που έπρεπε να διαβώ, για να φτάσω σε ό,τι άλλο αγάπησα. Και αποθυσάδουσα στη ζωή μου, από τη μουσική, τη λογοτεχνία και την τέχνη εν γένει. Ο Μάνος μου έδειξε έναν άλλο δρόμο, για να νοημοδρατώ το προφανές, αλλά λοξά. Με άλλα λόγια, ο Μάνος Χατζιδάκης με έσωσε συναισθηματικά. Και αυτό το έκανε για χιλιάδες άλλους Έλληνες. Το έχει κάνει για ολόκληρη την Ελλάδα, πιστεύω, με τα πολεμικά. Αλλά εμείς, ιδιαίτερα, το τονίζω, που έχουμε μεγαλώσει την ελληνική επαρχία, όπου υπήρχε απλότητα, αλλά όχι λεπτότητα. Όπου υπήρχε γνησιότητα, αλλά όχι σεβασμός στη φαντασία. Όπου υπήρχε οριθμός της ανάγκης, αλλά όχι ιδιαίτερα ημέρινα για τις ανάγκες του συναισθηματισμού μας. Για εμάς, λοιπόν, ο Χατζιδάκης ήταν το παρήγορο πνεύμα, που μας υπενθύμιζε ότι, πέρα από αυτό που βλέπαμε τριγύρω μας, υπάρχει και μια άλλη πραγματικότητα. Και εγώ μόνος, μου θυμάμαι, έφηβος, σε αυτό το στεγνό περιβάλλον της μικρής επαγγεκής κομπόπολης, άκουβα στο ροδιόφωνο της μουσικές του, άκουβα στο τρίτο πρόγραμμα της εκπομπές του και τα σχόλιά του, και έμαθα και ξέρω και ανέπτυξα, ό,τι έχω καταφέρει μέχρι τώρα από εκείνες τις αρχικές αφορμές, που μου έδωσε ο μάνος Χατζιδάκης. Θυμάμαι τώρα, σαν πρώτη φορά, που άκουσα τη μουσική του. Ήμουν ένα παιδάκι, οχτώ χρονών, ήρθε ο πατέρας στο σπίτι μας, ανακείλωσε παιδιά, πάμε Αθήνα με αεροπλάνο. Λέμε 1978-79, αυτό ήταν τότε κάτι μαγικό, με τα αδερφή μου επαναστατήσαμε, πόκο φοβερό. Ήμουν ενθουσιασμένος που θα έμπαινα σε αεροπλάνο. Ήταν για μένα, τι να σας πω, πραγματικό πανηγύριο. Σκεφτόμουν τους μαθητές μου που θα σκάζανε από τις δύναμους. Η μεγάλη ημέρα έφτασε, μπήκαμε στο αεροπλάνο, κοιτούσα γύρω μου σαν ένα τσίρκο και ξαφνικά, από τα άθλια ηχεία που έπαιχαν από τα αεροπλάνο της Ολυμπιακής, ακούστηκε μια μουσική, που πολύ αργότερα έμαθα, όπως λέγονταν, προσωπογραφία της μητέρας μου, και ήταν ένα ορχυστρικό κομμάτι, που υπήρχε στο σπουδαίο δίσκο που έκανε ο Μάνος στη Νέα Υόρκη, το γνωστό σε όλους, χαμόγελο του Τσοκόντα. Ηλεκτρίστηκα, γαλβανίστηκα τα σπλάχια, ήμουν μικρό παιδί, και αυτό που άκουσα με τάραξε, τάραξε την παιδική μουσική, είναι όσα κάτι σαν πειρετό, ούτε το αεροπλάνο με διέφερε, ούτε ότι πήγαινα στην Αθήνα, τίποτα. Αυτό που βίωμα εκείνη τη στιγμή μεταμορφώθηκε από ήχο σε πραγματικό εσωτερικό βίωμα. Και εκείνη τη στιγμή αυτή η μουσική, τάραξε έναν φωτεινό μονοπάτι, που ακόμα και σήμερα, που δεν είναι αυτό το παιδί αλλά ένας μεσήλικας μπροστά σας, το ακούνθω. Έχω λοιπόν χρέος να μιλάω και να θυμάμαι τον Μάνο όποτε μου δίνεται ευκαιρία. Γιατί ο Μάνος, έκτοτε, μου στάθηκε και σε πολύ δύσκολες στιγμές. Θυμάμαι πριν περίπου 10 χρόνια έχασα τους γονείς μου σε τροχέο. Για ένα παιδί έστω και 40 χρονών, αυτό ήταν συγκρονιστικό γεγονός. Και στον Μάνο, Χατζιδάκη, αναζήτησα εγώ την εξήψωση παρηγορία, που λέει η Εκκλησία, στον Μάνο Χατζιδάκη. Μετά από τα φήτους, θυμήθηκα ότι κάποτε ο Μάνος είχε πει, τα καλά τραγούδια ευεργετούν υπόγεια της ευαίσθητης υπάρξης, έστω και ερήνην τους. Και έτρεξα να κλειστώ στο γραφείο μου και να ψάξω στην δισκοθήκη μου. Είχα απαιτήσει εκείνη την ημέρα την μουσική. Εκείνο το σκληρό απόγευμα ήθελα να με βοηθήσει. Είχα προσφέρει πάρα πολύ όλη τη ζωή μου. Μια ζωή αγαπούζε και σχολιόγου τη μουσική. Ήθελα να με σηκώσει από εκείνο το γκρεμό της θλίψ που βρέθηκα με σπασμένα πλευρά και να μου δώσει μια ανακούφιση. Ψάχνωντας τη δισκοθήκη μου χωρίς δυσταγμό, ανάμεσα σε δεκάδες δίσκους, να συγχωρείτε, διάλεξα δύο δίσκους του Μάνου Χατζιδάκη. Γιατί ο Άγιος Μάνος είναι lallaniver, αθάνατο. Μήτε θολώνει, μήτε στερεύει. Το πρώτο κομμάτι που άκουσα ήταν ο «Νυχτυρινός Περίπατος». Το ξέρετε όλοι. Στο πιστόφιλο του δίσκου έγραφε μέσα σισαγωγικά και μια άλλη και ένα άλλο τίτλο που νομίζω ήταν πιο κατάλληλος για τη στιγμή. «Ερημία». Ξεκίνηση μουσική, αρχός εριθμός 2 τέταρτα, τον μπάσο, η γραμμή του κοντραμπάσου σαν να ακούω χτύπω της καρδιάς, τρύλες στο πιάνο και η μελωδία από την κυφάρα στα μετόπιστη. Δεν περίμενα να τελειώσω το κομμάτι αυτό, ανυπόμοναν έτσι από τον επόμενο δίσκο, ήταν το Sound Arcade ταινία του Ηλία Καζάν «Αμέρικα, Αμέρικα». Η επιλογή σχεδόν μονοδρομος, το «Αστέρι του Βοριά». Ξεκίνησε ο Μουεζίνης, τον Αμανέτου και ακολούθως η ουράνια χοροδεία με τη μελωδία του Μάνο. Και τότε άρχιζε να ψυχαλίζει δάσσα μου στο νομάτιο. Έτσι με βρήκε το βράδυ εκεί μέσα στην ανακούφιση και στην παρηγορία που μου πρόσφερε ο Μάνος με τις παυσίλυπες μουσικές του. Έχω χρέος λοιπόν να μιλάω για τον Μάνο Κατζιδάκη αν τον μνημονεύω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία. Γιατί ο Μάνος είναι δημιουργός πιτάνεως, χωρίς προηγούμενο και καθώς φαίνεται χωρίς επόμενο ακόμα στη μουσική σκηνή της χώρας μας από τους λεγόμενους διαδόχους του. Μας χάρισε ένα έργο μεγαλειώδες στο συνολό του, πρωτοποριακό, ρήξηκέλευθο, σχεδόν επαναστατικό. Γιατί ο Μάνος σαν καλλιτέχνης υπήρξε ένα κράμα των πιο ευγενών μετάλλων της ελληνικής μουσικής από τη Βυζαντινή μας, τη λαϊκή μουσική που γνώρισα στα χρόνια τα πρώτα, σαν θότητά της, αλλά και της έντερης μουσικής που ο Μάνος κατείχε όσο λίγη στην Ελλάδα, έστω και με προσωπικές σπουδές, χωρίς να πάει στα μεγάλο Δία και αλλού. Γι' αυτό και πέτυχε το μεγάλο κατόρθωμα. Αυτός ο παράξενος, ο ασυνδύδωτος καλλιτέχνης, κατάφεε να γίνει οικίος και προσφυλής σε όλους τους ανθρώπους, χωρίς να κολλακεύει την απαιδευσιά τους και την ευκολία τους, και δημιουργώντας διαρκώς ένα έργο υψηλών επιδιώξεων. Γιατί ο Μάνος, πέρα και πάνω απ' όλα, ήταν ένας αυθεντικός διανοούμενος. Πέρα απ' την ανυπέρβλητη μουσική του, και αυτό νομίζω είναι πιο σημαντικό στις μέρες που ζούμε, ο Μάνος ποτέ δεν δίστασε να σταθεί όρθιος στην αγορά, όπως έκανα στην αρχαία Ελλάδα, και να πει ελεύθερα τη δική του αλήθεια, χωρίς να υπολογίζει συνεπιές, χωρίς δεύτερη σκιάκες, χωρίς περιστροφές και χωρίς εκτώσεις. Ερετικός, ασυμβίβαστος, αντισυμβατικός, προχώ, μου θα έλεγε και ο Δημητράκης που είναι εδώ, ο μικρός μωλιός μου. Ο Μάνος έχω την αίσθηση, καμιά φορά, ότι μιλούσε πάντοτε σαν ο κορυφαίος ενός αρχαίου χορού, με το στόμα του θείου νόμου και της ανθρώπινης δίκης. Ήσαν το μάντι που στάθηκε απέντη στο κρέοντα, του είπε την αλήθεια του δίχως να λογαριάς τις συνέπειες. Και κρέοντας απέντη στο μάνο, ήταν διαρκώς το τραγικό νέο νινεστά που ζούμε, που υπάρχει και εξοκύλη από τον Εφήλιο μέχρι και σήμερα. Προφητικά μας προειδοποιήσε ο Μάνος, 40 χρόνια πριν, έτσι. Ακούστε τι είπε 40 χρόνια πριν. Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του πέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η προέκταση αυτού του αξιώματος είναι ότι θα συνεφίσουμε τη φρίκη έτσι ώστε να μας τρομάζει η ομορφιά. Για ό,τι έχει πει και έχει γράψει ο Μάνος, θα σας προτείνω χωρίς δεύτερη σκέψη, το πίστευε και μη ερεύνα. Αν και ο ίδιος θα έλεγε, πίστευε και μη ερεύνα. Και σήμερα ο Ηλίας και όλοι οι συνεργάτες του θα προσπαθήσουν να σας, πού είναι στις δύο ώρες αυτές, να σας μιλήσουν για τον Μάνο Χατζιδάκη. Να σας τον ξανασυστήσουν ενδεχομένως. Να υπερθυμίσουν λίγες μόνος σκηνές από τον Λιγιόδες Φίλ της ζωής του. Δύσκολο το εχείρημα, ηλία. Γιατί ο Μάνος παραμένει μέχρι σήμερα ένας ανεξερεύνητος εμπολής πλανήτης. Ακόμα και τριάντα χρόνια αποθύρωτο πρωινό του Ιουνίου, που ο Μάνος έφυγε από πνευμονικό είδημα, δεν τον ξέρουμε καλά. Κι ας νομίζουν πολύ ότι τον έχουν εννοήσει ότι εννοούσε. Ή να προσπαθεί ο καθένας να τον εμεινεύει με ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να τον συρρικνώνει στα μέτρα του. Αρνούμαστε να μπούμε ακόμα και σήμερα στην πιο παράδοξη περιοχή του. Τριάντα χρόνια λοιπόν από τον θάνατό του και εγώ προσωπικά αισθάνομαι ότι μου λείπει αφόρητα. Αισθάνομαι ορφάνια και σας το λέω με κάθε ειλικρίνεια. Η άσπα η σύζυγός μου θα σας πει ότι με κάθε ευκαιρία, σας πείτε, ακούγεται μουσική του Μάνου και με κάθε ευκαιρία διαβάζω, ακούω πράμα για τον Μάνο. Τον θαύμαζα και τον θαυμάζω ακόμα και σήμερα βαθύτατα. Και ο θαυμασμός μου παραμένει ακέραιως τριάντα χρόνια με το θάνατό του. Δαυμάζω την ελευθερία του, πόσο αλλιώτικο, δριμμύ, ακυδημόνευτο, ιδιοφαίσταται το βλέμμα του. Χιούμορε, εμβρύχεται, κατανόησε, βλέπε σε κάθε κουβέντα του. Χαριτωμένο το πνεύμα του. Τα έβαζε πάντοτε με το τέρας, αυτό καθε αυτό, όταν οι άλλοι διαμοούμενοι πιούσαν τη νύσα ή παρίσταναν το λοτοφάγω. Θυμάμαι ένα πρωί της Κυριακής, κάποια χρόνια πριν, που ξύπνησα νωρίς και χάζαγα τον μικρό μου γιο, τον Παναγιώτη, μικρό παιδάκι, όταν να κοιμάται στο κρεβατάκι του. Ξαφνικά, απ' το ραδιόφωνο ακούστηκε μια μουσική του μάνα, δεν θυμάμαι το κομμάτι. Και χωρίς να το καταλάβω, γέμισα τα μάτια μου δάκρυα. Γιατί να ξέρετε τους δικούς μας ανθρώπους, τους πενθούμε πάντοτε, βρεθούμε τις μεγάλες απουσίες της ζωής μας, έτσι ξαφνικά, σε μια μικρή καθημερινή και ανίποπτη στιγμή, σαν μια μπόρα εν μέσω καλοκαιριού. Τώρα που είμαι μεσήλικας πια, συνειδητοποιώ κάθε μέρα, ολοένα και πιο οριστικά, το μέγεθος της ευεργεσίας του μάνου σε εμένα, σε εσάς, σε όλους μας. Μόνο δωρεά, μόνο ομορφιά, μόνο γενοδορία, ποιόθο τελευταία, ολοένα και πιο συχνά, ότι μου λείπει, όσο ποτέ άλλοτε. Καθώς η Ελλάδα μοσοί εκ νέων και επί μακρών, η απουσία του γίνεται πια επώδενη για μένα. Τίποτα δεν γεμίζει το ταινό του. Τίποτα. Απλώδια Μουσική Γεια σας. Ήρθα για να σας δείξω ήδη ως την Ελλάδα ο νύμος. Ήρθα για να σας πω ήσα. Είναι ένα δόνο σαν όλους τους άλλους δόνους της Αθήνας. Είναι ένας που είναι ο δόνος του κατοικού. Μικός, ασήναντος, λυπημένος. Μουσική Τα τελευταία χρόνια δυο φορές μου έκανα την ειμή και μου ζήτησαν να μιλήσω για το Μάνο Χατζιδάκη Κάψε μονομιλία μου, κοιτάζοντας τη φωτογραφία του Μάνου στο γραφείο μου και προσπαθώντας να συγκεντρώσω τη σμήμα μου και να χαρτογραφίσω την ιδιαίτερη και πολλές φορές αντιφατική προσωπικότητα μου. Κάψε μονομιλία μου, κοιτάζοντας τη φωτογραφία του Μάνου στο γραφείο μου και προσπαθώντας να συγκεντρώσω την ιδιαίτερη και πολλές φορές αντιφατική προσωπικότητα μου. Κάψε μονομιλία μου, κοιτάζοντας τη φωτογραφία του Μάνου στο γραφείο μου και προσπαθώντας να συγκεντρώσω την ιδιαίτερη και πολλές φορές αντιφατική προσωπικότητα μου. Κάψε μονομιλία μου, κοιτάζοντας τη φωτογραφία του Μάνου στο γραφείο μου και προσπαθώντας να συγκεντρώσω την ιδιαίτερη και πολλές φορές αντιφατική προσωπικότητα μου. Κάψε μονομιλία μου, κοιτάζοντας τη φωτογραφία του Μάνου στο γραφείο μου και προσπαθώντας να συγκεντρώσω την ιδιαίτερη και πολλές φορές αντιφατική προσωπικότητα μου. Κάψε μονομιλία μου, κοιτάζοντας τη φωτογραφία του Μάνου στο γραφείο μου και προσπαθώντας να συγκεντρώσω την ιδιαίτερη και πολλές φορές αντιφατική προσωπικότητα μου. Κάψε μονομιλία μου, κοιτάζοντας τη φωτογραφία του Μάνου στο γραφείο μου και προσωπικότητα μου. Κάψε μονομιλία μου, κοιτάζοντας τη φωτογραφία του Μάνου στο γραφείο μου και προσωπικότητα μου. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φύδος. Με όλους αυτούς τους γεννωούμενους της εποχής θα κάνει παρέα και θα συναντιώνται συχνά σε φυλλολογικά καφενεία, όπως ήταν το πατάρι του Λουμή, κάνοντας ατελείωτες συζητήσεις περιτέχνης και όχι μόνο. Η περίπτωση των φυλλολογικών καφενείων, τουλάχιστον με την κυριολεξία του όρου, δεν ανήκει στις δικαίδες χρονολογίες. Τέτοιο κλασικό καφενείο υπήρξε ο Λουμήρης στην οδόστα δύου με το περίφυμο πατάρι. Όπως και εγώ, ήταν το Βυζάντιο. Εμείς βρήκαμε την ευκαιρία σε ένα χώρο ουδέτερο, χωρίς καμία ατμόσφαιρα, να καθόμαστε και με την συζήτηση να δημιουργούμε ατμόσφαιρο. Και τελικά το Βυζάντιο έπευε να είναι ένας ψυχρός χώρος με νέων. Είναι όταν ένας χώρος ανταστικός, μέσα του περνούσε ο Προύστ, περνούσε ο Ζίτ, περνούσαν όλα τα ενδιαφέροντα της τότε γενιάς μας. Στον πατάρι του Λουμήρη μας διάβασε ο Κάτσος στο Ματωμένο Ράμπτο, στην περίφυμη μεταφροσύτσου, που είναι ανεβείς στο θεατροθέκτης. Εκείνη τη σχεδόν την ποτάκτουσε ο Κούν και επιφάσισε να της εμπεριλάβει στο ρεπερτόριο. Εκείνη τη σχεδίαζαν για πρώτη φορά τη μουσική του Ματωμένου Ράμπτο. Δηλαδή, για μεταθέστε αυτές τις στιγμές, με ανθρώπους που δεν έγιναν ο Ελίτης ή ο Κούν ή ο Χαζιδάτης ή ο Κάτσος, δεν νομίζω ότι θα είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκτός αιστέων, βέβαια, το θυμούμαι σε, γιατί λίγο πολύ πήξα με εμπόνημη στην συνέχεια μου. Όπως κάθισα σαν βρούγα να παίχνει και είδα τον Μάνα μου όλη τη μεγάλη παρέα στον Χάβο Πάντε Φάν, θυμήκε αυτό που είχε πει ο Νομπελίστας ποιητής ο Ελίτης για τον Μάνα μου, είχε πει και ο Μάνας, έφτανα να φουτλήσει λιγάκι με τον αγκώνα του το πιάνο για να γεμίσει τον μάτι ολόκληρο μουσική. Μια φορά και έναν καιρό, όπως λένε τα παραμύθια κυνηγούσα το όνειρο για να μάθω την αλήθεια. Μα λέει ο ίδιος να να στέρει, ποιος την είδα, ποιος την ξέρει. Αχ γιατί, αχ γιατί, μοιάζει με καρδούλα κλειστή. Μια φορά και έναν καιρό, κάποιος άγγελος διαβάτης σαν κρυγάρι λαμπερό, είχε γράψει το όνομά της, μα σαν πέρασε τα γέρη. Μα λέει ο ίδιος να να στέρει, ποιος την είδα, ποιος την ξέρει. Αχ γιατί, αχ γιατί, μανε σαν μια σπίθα σβηστεί. Μια φορά και έναν καιρό, στη φωτιά και στον αγώνα την αντίκρισαν θερό, σαν μια κόκκινη σταβόνα. Μαύρη γη το καλοκαίρι, ποιος την είδα, ποιος την ξέρει. Αχ γιατί, αχ γιατί, να έχεις τη ζωή ξεχαστεί. Θα φέρει η θάλασσα, θάλασσα πουλιά, τ' άστρα χρυσά τα γέρη. Να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά, να σου φιλούν το χέρι. Άρτη μου το φεβεράκι, ψευτική ακρογυαλιά. Αν να πεις το βέζι λιγάκι, θα ήταν όλα αληθινά. Δίχως τη δική σου αγάπη, λίγο να περνά καιρό. Δίχως τη δική σου αγάπη, είναι ο κόσμος πιο μικρό. Άρτη μου το φεβεράκι, ψευτική ακρογυαλιά. Αν να πεις το βέζι λιγάκι, θα ήταν όλα αληθινά. Άρτη μου το φεβεράκι, ψευτική ακρογυαλιά. Αν να πεις το βέζι λιγάκι, θα ήταν όλα αληθινά. Καθόλου. Την περίοδο της κατοχής, ο Χατζιδάκης ανακάλυψε το ρεβέτικο τραγούδι και έγινε ένας από τους πρόκρους που το μελέτησαν και κατανοήσα την αξία του. Γεύτηκε από το περιεχόμενο το ρεβέτικο τραγουδιό, για το οποίο έλεγε ποσοίτα τα underground τραγούδια της Ελλάδας. Τότε συνάντησε και έγινε φίλος με τον Μάρκο Βαμπακάρι. Οι εμπέθυντες δημιουργούσαν παράλληλα και γι' αυτό αυτά τα δουλειά είχαν αποκτήσει γενήματα παραδομίες. Είναι τα underground τα δουλειά της Ελλάδας μετά την εκκασέκητη καταστροφή. Τα δουλειά ήταν πλούσια εμπνευσίου και ένα ενστηφτόνι τρόμο για τις μουσικές εκπράσεις. Συνέχεια σημαίνει Κυριακή. Εν τω μεταξύ το 1949 με μία διάλεξή του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει η θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία, καθώς το συνέδεσε με τη νεοελληνική πολιτιστική κληροδρομιά και του προσέδωσε ευρωπαϊκής προέλευσης αξίας. Σήμερα είναι πολύ εύκολο να μιλάμε για το ρεμπέτικο, την αξία, την ομορφιά του, την δύναμή του. Μην ήταν ως πάντοτε έτσι γιατί για πολλά χρόνια το ρεμπέτικο ήταν περιφεολημένο και κυνηγημένο έξω από το δικό του κύκλο που τους καημούσε και τα μερά και τους τραγουδούσε. Ο πρώτος που μίλησε με ενθουσιασμό, έρωτα, πάθος για το ρεμπέτικο ήταν ο μάνας Χατζιδάκης το Φεβρουάδο του 1948 στο θέατρο Αλίκης, στο σημαίνει ο θέατρο Μουσούρι, με τίτλο «Θέσεις και Ερμηνεία του Λεωκού Μεστοβουριού». Και για να συμπληρώσει αυτά που θα έλεγε με λόγια την διάλεξη του Χατζιδάκης, κάλεσε τον Μάκο Βακάρι και τη Σοφία Λιαμπέλλου για να δώσουν μουσικά παραδείγματα. Τι θυμάσαι από εκείνη τη βραδιά, Σοφία Λιαμπέλλου? Γιώργο, εκείνη τη βραδιά μου έκανε εντύπωση ο κόσμος, ο κόσμος, πώς μας διεύτηκε και με τι αφοσίωση κάθισε και μας άκουσε που τραγουδούσαμε. Και αυτόν τον κόσμο που είδαμε εκείνο το βράδυ, στην διάλεξη που έκανε ο Χατζιδάκης, μετά από ένα μικρό διάστημα, τους βλέπαμε στα κέντρα που εργαζόμασταν. Άρχονται σαν θαμώνες. Ναι, έρχονται σαν θαμώνες. Στην ίδια διάλεξη, κύριε Παπαδόπουλε, ο Χατζιδάκης είχε πει πως το ρεμπέτικο συνδυάζεται με μια θερμαστή ενότητα, το γίνηση, το λόγο και τη μουσική. Και όταν αυτή η εφεστική συμμείπαξη, αυτά είναι τα ρεμπέτικα τελειώτατας, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Έκανα έναν παραγωγισμό ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στον Βαχ. Πολλές φορές τους εξένησε, αλλά δεν έκανε σύγκριση. Απλώς εμβούσε την αμεσότητα που έχει ο Βαχ, που αντίστοιχε κανένας και στα ρεμπέτικα και νομίζω και σε όλα τα λαϊκά τραγούδια τα πηγαία. Και θα σας διαβάσω από ένα περιοδικό κίνησης της εποχής, τον επίλαιο από τις ομιλίες του Χατζιδάκη, που νομίζω πως είναι προφητικός. Έλεγε λοιπόν τότε, πως κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω από τα ρεμπέτικα και αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει, την καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν πανωχελικά και απεσιόδοξα, ενέα όγδα για το μέλλον. Όμως εμείς θα έχουμε στο μεταξύ ποια νιώση για καλά την δυναμή τους και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περιγειρό μας και να ζουν, πότε για να μας εμεινεύουν και πότε για να μας ειρητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας. Όταν τα ρεμπέτικα έγιναν μόδα και βγήκαν από το Πενηθόριο, ο Χατζιδάκης άρχισε να τα κοστρέφει. Άνοιξα στο κήπο μου πηγάδι να ποτίζω τα πουλιά, να έρχεσαι κι εσύ πρωί και βράδυ σαν μικρή δροσοσταλιά. Μίλησέ μου, μίλησέ μου, δε σε πείλησα ποτέ μου, μίλησέ μου, μίλησέ μου, πως να σε ξεχάσω Θεέ μου. Μαϊκός χωρίς φτελά, χωρίς αγάπη και χαρά. Μέσ' μου μια λέξη, αυτή τη μόνη λέξη, σε λίγο πια θα φέξει. Θα θύκνει η αρχή, κόντερ τη λέξη. Ας πω αυτή η λέξη, που έχεις τέχει η λέξη και δεν τρέχνω να βγει. Ο ουρανός ουρανός ουρανός είναι ακόμα σκοτεινός και η νύχτα κυβλά. Πάει και ψηλά, κοίτα ένα στρομμουδηλά, μοναχού φρεγγοβολά και ένα στρομμόγελα. Νύχτα σιμένια και κάθε μου ιένια, σαφουχή με τα ξένια από ξανθαμαλιά. Μην μαράζει, αλλά δεν σε πειράζει, που γεννήσε μαράζει η άδεια μου αγκαλιά. Νύχτα σιμένια και κάθε μου ιένια, σαφουχή με τα ξένια από ξανθαμαλιά. Μην μαράζει, αλλά δεν σε πειράζει, που γεννήσε μαράζει η άδεια μου αγκαλιά. Ο Χατζιδάκης, στην πρώτη ιδιοδική προβολή της ταινίας «Χαμένα όνειρα», που έγινε αποκλειστικά για εκείνων με σκοπό να επινευστεί τη μουσική, στα πρώτα πέντε λεπτά κινήθηκε και ξύπνησε λίγο πριν από τους τίτλους τέτοιους. «Μάνα μου, μήπως πρέπει να την ξαναδείς», του είπε τότε ο Σικελάριος. Όμως ο Χατζιδάκης του απάντησε. «Δεν χρειάζεται, σε λίγες μέρες θα έχεις τη μουσική». Έτσι έγραψε αυτό το κομμάτι που το ονόμασε «Τον μπάλος των ονείρων». Ίσως επειδή το είναι στον ύπνο του. Ποιος ξέρει. Ίσως γι' αυτό η μουσική που τελικά έγραψε να είναι τόσο ειδική. Το σίγουρο πάντως είναι ότι το μπάλος των χαμένων ονείρων αποτελεί μια από τις πιο μαγικές και χαρακτηριστικές μελωδίες του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Αυτή είναι η μουσική που έκανε ο Χατζιδάκης. Και στραγμός πολύ μικρός. Και στραγμός πολύ μικρός. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Μίλησε, κλαις. Όχι, δε λες. Εις το ποιος, ό,τι κι αν δεις, είναι καημός, πολύ κυκλός, και στεραμός, πολύ παχύς. Εις το ποιος, είτε μόνος, είτε σοφός, είμαι κι εγώ, καθώς κι εσύ. Είσαι παιδί που κάνει παιδί, κάτι να δει. Πιέσ' το κρασί στ' άθληση, απ' την ψυχή, ως την ψυχή. Πιέσ' το κρασί στ' άθληση, απ' την ψυχή, ως την ψυχή. Απ' την ψυχή, ως την ψυχή. Απ' την ψυχή, ως την ψυχή. Απ' την ψυχή.