Διάλεξη 8: Στο σημερινό μάθημα θα συνεχίσουμε την παρουσίαση των κυριότερων θεολογικών ζητημάτων που αφορούν στην αγιολογία μετά από την παρουσίαση της χρήσης των σχετικών όρων και της θεολογικής έννοιας των σχετικών όρων και κυρίως του όρου Άγιος από τον οποίον χρησιμοποιείται με μεγάλη ευρύτητα στις προσωνημίες όλων αυτού των προσώπων στα οποία αποδίδεται λειτουργική τιμή από την εκκλησία. Θα συνεχίσουμε σήμερα με ένα ενδιαφέρον θέμα που αφορά στη διάκριση των Αγίων σε διάφορες ομάδες, στην κατηγοριοποίηση των Αγίων σε διάφορες ομάδες. Αυτές οι ομάδες στις οποίες σχηματίζονται και έχουν διακριτά χαρακτηριστικά οι Άγιοι από το σύνολο του χριστιανικού αγιολογίου ονομάζονται συνήθως στην ορολογία των οπηγών που προσδιορίζονται με τον όρο χορή των Αγίων ή χορός των Αγίων. Η διάκριση αυτή του χορού των Αγίων, των χορών καλύτερα των Αγίων, είναι ένα στοιχείο που το συναντούμε πολύ συχνά σε κείμενα αγιολογικά αλλά και σε πατερικά κείμενα και ασφαλώς και σε λειτουργικές πηγές αλλά ακόμη και σε αποικονίσεις στην τέχνη όπου έχουμε όπως θα δούμε τέτοιες εικόνες. Την παρουσίαση δηλαδή αυτών των ομάδων μέσα από την απεκόνιση τους. Οι σχετικές αυτές αναφορές απαντούν πάρα πολύ συχνά ιδίως στην λειτουργική πράξη ακόμη και στη σύγχρονη λειτουργική πράξη των Αγίων ο χορός έβρε πηγή της ζωής σε ένα από τα ευλογητάρια της νεκρόσινης ακολουθίας ή της ακολουθίας των ιερών νημοσύνων ή η διάκριση των χορών αυτών στις μερίδες κατά την ακολουθία της προθέσεως πριν από την ακολουθία από την έναρξη της θείας λειτουργίας. Ασφαλώς η επίκληση των πρεσβειών των Αγίων σε όλες αυτές τις κατηγορίες όλους αυτούς τους χορούς κατά τη διάρκεια των άλλων ακολουθιών του νυχτιμέρου ή κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας όπου επικαλούμαστε αυτούς τους χορούς διαδοχικά με μία μάλιστα χρονική συνέχεια. Των Αγίους Πατέρων ημών, των Μαρτύρων, των Ομολογητών, των Προφητών, των Δικαίων, των Αποστόλων όλοι λοιπόν αυτές οι ομάδες αποτελούν ένα αντικείμενο επίκλησης των μελών της Εκκλησίας για να πρεσβεύουν και να δέονται από την θριαμβεύουσα Εκκλησία για τα μέλη της στρατευόμενης Εκκλησίας και βέβαια σε πλήθος όπως είπαμε πατερικών πηγών είχαμε δει ήδη μια σχετική αναφορά στην έκθεση ακριβή της Οπτεδόξου Πίστεως στο σπουδαίο αυτό δογματικό θεολογικό έργο του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού και βέβαια πολλές άλλες σχετικές αναφορές που συναντούμε σε κείμενα και της μέσης αλλά και της στρατεοδυζαγμής περιόδου είναι χαρακτηριστική μια αναφορά του Μικηφόρου Κάλης του Ξανθόπουλου του 14ου αιώνα ο οποίος πάλι όπως είπαμε πραγματοποιεί μια συστηματοποίηση της προγενέστερης αγιολογικής γραμματείας και μια χρήση αυτής της αγιολογικής γραμματείας στο έργο του και κυρίως στην εκπλησιαστική του ιστορία όπου αναφέρεται στους Αποστόλους, τους Μάρτυρες, Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήτε, Ιεράρχοι, Όσοι και Δίκαιοι μια πρόχειρη τέτοια κατηγοριοποίηση και όπως είπαμε οι ομάδες αυτές καταγράφονται και στην τέχνη είτε σε τυχογραφίες όπου έχουμε διάκριση των ομάδων, των πατέρων, των δικαίων ιδίως στις μεγάλες συνθέσεις που συναντούμε της Δευτέρας Παρουσίας, της τελικής κρίσεως του Θεού όπου εκεί εμφανίζονται αυτές ακριβώς οι ομάδες σε μια διακριτή θέση, η χωρή των Αγίων ή ακόμη και σε φορητές εικόνες όπως είναι αυτές που ονομάζονται Παναγιάρια ή Μινολόγια και που μας έχουν σωθεί ήδη από την Δυζαντινή περίοδο και γνώρισαν βέβαια μεγάλη διάδοση και κατά την νεότερη περίοδο. Έτσι λοιπόν είπαμε ότι καταρχήν ότι αυτή η διάκριση καταγράφεται, αναφέραμε την περίπτωση της εκθέσεως της Ορθοδόξου Πίστος του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού που είναι θα μπορούσαμε η συμπίκνωση αυτής της διακρίσεως των χωρών των Αγίων σε ένα κεφάλαιο που αναφέρεται όπως ήδη μνημονεύσαμε στην τιμή των Αγίων και των Ιερών Λιβζάνων. Εκεί λοιπόν είναι σημαντικό να μνημονεύσουμε το κείμενο αυτό και να το εξητάσουμε αναλυτικότερα. Καταχέν μνημονεύεται η Θεοτόκος η οποία όπως θα δούμε καταλαμβάνει μια διακριτή θέση μέσα στο σύνολο αυτών των χωρών των Αγίων. Την Θεοτόκων λέει λοιπόν ο Δαμασκηνός ως Κυρίος και Αληθός Θεού Μητέρα τιμήσομαι. Κατέχει λοιπόν η Θεοτόκος μια διακριτή θέση και θα δούμε πως εκφράζεται μέσα στην ζωή και στην συνείδηση της εκκλησίας αυτή η διακριτή θέση που κατέχει η Θεοτόκος. Εν συνεχεία μια δεύτερη διακριτή θέση σε ένα μόνο πρόσωπο αποδίδεται στον βαπτιστή Ιωάννη. Τον προφήτη Ιωάννη ως πρόδρομο και βαπτιστή αποστολώνται και μάρτυρα. Βλέπουμε λοιπόν ότι αποδίδει στον Ιωάννη διάφορες ιδιότητες. Συμπυκνώνονται διάφορες ιδιότητες στο πρόσωπο του Ιωάννη του μίζωνος εγγενητής γυναικών όπως αναφέρεται στα Ευαγγέλια η γνωστή ρύση του Χριστού. Πρόδρομος του Μεσσία, βαπτιστής του Μεσσία αλλά και Απόστολος και μάρτυρας. Είναι αυτός ο οποίος αποστέλεται όπως καταγράφεται και στις σχετικές προφητικές ρύσεις που χρησιμοποιούνται από τους Ευαγγελιστές. Αλλά και ο μάρτυρας αφού θεωρείται ο πρώτος μάρτυρας με τον μαρτυρικό του θάνατο, με τον αποκεφαλισμό του, ο πρώτος μάρτυρας της Εκκλησίας. Έτσι λοιπόν ο Ιωάννης καθίσταται, κατέχει μια ξεχωριστή θέση αφού ο ίδιος ο Χριστός όπως είπαμε τον χαρακτηρίζει μίζωνα εγγενητής γυναικών. Είναι ο σημαντικότερο άνθρωπος δηλαδή στην ανθρώπινη ιστορία και βέβαια καθίσταται και πρώτος κήρικας της Βασιλείας του Θεού και της Βασιλείας αυτός πρώτος κήρικς γεγένεται. Και εδώ βέβαια ο Δαμασκενός χρησιμοποιεί μια απόκρυφη πηγή που δεν είναι άλλη από τις πράξεις από το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου το οποίο αποτελείται από τις πράξεις του Πιλάτου στο ένα μέρος του και στο δεύτερο μέρος του από την κάθεδο του Χριστού στον Άδη. Εκεί λοιπόν καταγράφεται αυτό το πρωταρχικό, το προδρομικό κήρυγμα της Βασιλείας του Θεού από τον Ιωάννη και κατά την επηγής παρουσία του αλλά και κατά την πρώτη σε λέξεως του Χριστού στον Άδη. Η επόμενη διακριτή ομάδα, ένας χωρός πολύ σημαντικός που ανήκει στο Αγιολόγιο είναι ο χωρός των Αποστόλων. Οι Απόστολοι ως αδελφοί του Κυρίου και αυτόπτες και υπηρέτες των αυτού παθημάτων. Θα δούμε ακριβώς πως τονίστηκε η σημασία της παρουσίας των Αποστόλων μέσα στην ζωή της Εκκλησίας και ασφαλώς μέσα στην λειτουργική ζωή και στην εορτωλογική πράξη της Εκκλησίας. Εδώ μνημονεύονται ως αδελφοί του Κυρίου όπως ακριβώς τους αποκαλεί ο ίδιος ο Χριστός. Δεν είστε δούλοι αλλά αδελφοί, δεν είστε δούλοι μου αλλά αδελφοί μου και ασφαλώς υπήρξαν αυτόπτες και υπηρέτες των παθημάτων του Θεού, αυτόπτες της ζωής και του μαρτυρικού θανάτου του Χριστού αλλά και υπηρέτες Του. Η επόμενη ομάδα είναι η ομάδα των μαρτύρων ή του Κυρίου Μάρτυρες εκ παντός τάγματος εκλελεγμένη ως στρατιώτες Χριστού και το αυτού πεποκότας ποτήριον τότε του ζωηποιού αυτού θανάτου βαρτισμέντες βάπτισμα ως κοινωνούς των παθημάτων αυτού και της δόξης για γεννημένους. Έχουμε λοιπόν χρονικά την επόμενη ομάδα που είναι αυτή των μαρτύρων οι οποίοι ανήκουν σε διάφορες ομάδες εκ παντός τάγματος εκλελεγμένη. Υπήρξαν πρόσωπα που κατήχαν εκκλησιαστικά αξιόματα, πρόσωπα που κατήχαν στρατιωτικά ή πολιτικά αξιόματα, απλοί χριστιανοί, άντρες και γυναίκες, παιδιά που εντάσσονται μέσα όπως γνωρίζουμε μέσα στην μεγάλη αυτή ομάδα στον κύκλο αυτό στον χωρό των μαρτύρων της εκκλησίας και βέβαια που διακρίνονται όπως έχουμε σημειώσει και στους παλαιότερους αλλά και στους νεότερους μάρτυρες, με ομάρτυρες της νεότερης περίοδου της Τρουκοκρατίας. Και ο επόμενος χωρός είναι αυτός το νοσείο, μειώσει οι πατέρες, οι θεοφόροι ασκητές και το χρονιότερο και επιπονότερο μαρτύριο της συνειδήσεως ασκήσαντες. Είναι λοιπόν αυτοί οι οποίοι άσκησαν το μαρτύριο της συνειδήσεως που καταγράφεται όπως είπαμε ως ένα δεύτερο μαρτύριο και διαδέχεται το χριστιανικό μαρτύριο μετά από το τέλος της εποχής των διωγμών. Η επόμενη είναι μια μεγάλη ομάδα που περιλαμβάνει όλους τους αγίους της προχριστού εποχής, δηλαδή τους προφήτες, τους δικαίους και τους πατριάκχες της Παλαιάς Διαθήκης που προκατύγγυλαν την παρουσία του Κυρίου. Όλα αυτά τα πρόσωπα σχετίζονται όπως γνωρίζουμε με το σχέδιο της θείας οικονομίας. Είναι αυτοί οι οποίοι εκφέρουν τις προφητείες για την έλευση, για τη γέννηση του Χριστού, για τα γεγονότα της σωτηριώδου οικονομίας και για το μαρτύριό του. Και βέβαια σχετίζονται ακριβώς μέσα από αυτήν την συνέχεια ως το εκλεκτό λήμμα με την παράδοση και τη δημιουργία της εκκλησίας ως μιας κοινής κοινότητας, μιας κοινότητας η οποία περιλαμβάνει και τους προχριστού δικαίους προφήτες και πατριάκχες, αλλά και τους μετάχριστών αγίους, τους τα μέλη της θριαμβεύδουσας εκκλησίας. Από αυτήν, λοιπόν, την συνοπτική θα μπορούσαμε να πούμε παρουσίαση των χωρών όπως τους παρουσιάζει, όπως καταγράφονται στην έκθεση της Οθωδόξου Πίστεως, διαπιστώνουμε ότι είναι σχηματοποιημένη η εικόνα αυτή, αν και μέσα στις πηγές και στις λειτουργικές και στις πατερικές και αγιολογικές, διαπιστώνουμε ότι καταγράφονται και άλλες επιμέρους ομάδες όπως θα δούμε. Θα ξεκινήσουμε και θα κάνουμε στο μάθημα αυτό μια πρώτη σύντομη παρουσίαση αυτών των ομάδων. Και καταρχήν θα ξεκινήσουμε με το πρόσωπο της Θεοτόκου που είπαμε ότι κατέχει την εξέγκουσα αυτή θέση μέσα στο αγιολόγιο, μέσα σε αυτόν τον κύκλο των αγίων της Εκκλησίας, μέσα στο σύνολο των χωρών, προεξάρχη των χωρών των αγίων της Εκκλησίας. Και γνωρίζουμε ότι η Θεοτόκος θεωρείται μέσα στη χριστιανική παράδοση ως υπέρτερη όλων των αγίων και μάλιστα καταγράφεται από τους πατέρες της Εκκλησίας, από τον Κύριλο Αλεξανδρίας ιδίως, ο οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα όπως γνωρίζουμε στη διάρκεια του 5ου αιώνα με τη διαμόρφωση της σχετικής ιδιομητορικής ορολογίας. Καταγράφεται ως η... και πολύ πιο προγενέστερους βέβαια συγγραφείς ακόμη και από την Αλεξανδριανή περίοδο με τον Μπλίμεντα τον Αλεξανδρέα. Καταγράφεται η Παναγία, η Θεοτόκος ως τα δευτερία της Τριάδος Έχουσα ή ως η τιμιοτέρα των Χερουβήν, ακριβώς αυτός ο όρος ο οποίος έχει εισέλθει και στην σχετική Ιμνογραφία μάλιστα σε αυτόν τον λαμπρό θεομητορικό Ιμνο που είναι ο Ιμνος του Action ST. Για την Παναγία ασφαλώς η Παναγία είναι ένα πρόσωπο που κατέχει κεντρική θέση θα μπορούσαμε να πούμε και στην Θεολογία και στις Προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης από εκεί ξεκινά η Θεολογία της Εκκλησίας και η αναφορά των Πατέρων της Εκκλησίας αλλά και όλων αυτών των κειμένων που ανήκουν στην Αγιολογική Γραμματεία που προέρχονται σε ένα μεγάλο βαθμό από Πατέρες και Εκκλησιαστικούς Συγγραφείς της πρόημης περιόδου, η Θεομητορική Γραμματεία. Εκεί ακριβώς συναντούμε τις αναφορές στην άντληση της σχετικής παρουσιάσεως του προσώπου και της σημασίας που κατέχει στην ιερή ιστορία της Εκκλησίας η Παναγία μέσα από τις προτυπώσεις της που καταγράφονται στην Παλαιά Διαθήκη αφού ήδη και μέσα από τις συντρίσεις που καταγράφονται η Παναγία δηλώνεται και προβάλλεται ως η νέα Εύα σε αντιδιαστολή προς την Παλαιά Εύα. Η Παλαιά Εύα είναι αυτή η οποία οδηγεί τον ανθρώπινο γένος μαζί με τον Αδάμ στην πτώση και στην απώλεια του παραδείσου. Η νέα Εύα είναι αυτή η οποία αντιστρέφει αυτήν την κατάρα της Παλαιάς Εύας και οδηγεί τον ανθρώπινο γένος στην σωτηρία και στον παράδεισο και πάλι. Έτσι λοιπόν καταγράφονται αρκετές πρόημες τέτοιες μαρτυρίες στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης με αναφορές ήδη από τη γέννηση, από την περίοδο ακόμη, από την αναφορά ακόμη των πρώτων κεφαλαίων προς την Εύα. Εκεί έχουμε τις πρώτες προφητικές αναφορές και έχθραν θύσσο ανάμεσον σου και ανάμεσον του Όφεως, η έχθρα, η αιώνια έχθρα μεταξύ της γυναίκας και του Όφεως και του Σατανά, που είναι ακριβώς μια προτύπωση αυτού του πολέμου στον οποίο εξέρχεται νικήτρια ασφαλώς η Θεοτόκος. Η αναφορά στο αυπάρθενο της Παναγίας μέσα από μια προφητεία του Προφήτη Ισαία στο 7ο κεφάλαιο, ειδού η γνωστή προφητεία που καταγράφεται και στα Ευαγγέλια αλλά και σε πολλά μεταγενέστερα κείμενα και ασφαλώς και στην ημνογραφία της Εκκλησίας, ειδού η υπαρθένος εγκαστρεί έξι και τέξεται ιόν, η υπαρθένος η οποία θα συλλάβει και θα γεννήσει έναν ιό, ή η γνωστή επίσης προφητεία του Ιεζεκύλ για την αυπαρθενία της Θεοτόκου με τον εξηκονισμό της ως μιας κεκλεισμένης πύλης, η πύλη αυτή κεκλεισμένη έστε, όπως σημειώνεται στον Ιεζεκύλ. Και βέβαια και στα κείμενα της Καινής Διαθήκης όπου βέβαια το κύριο βάρος και η εστίαση των Ευαγγελιστών είναι το ίδιο το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, αυτό είναι το πρόσωπο το οποίο τέμει την ιστορία και από την εποχή από τον κόσμο της ιθοράς οδηγεί τους ανθρώπους στον νέο κόσμο, στον κόσμο της ζωής και της αιωνιότητας και εκεί ακόμη η Παναγία η μητέρα του γνωρίζουμε ότι διαδραματίζει έναν ρόλο και αρκετές αναφορές σχετίζονται με το πρόσωπό της ιδίως στο Καταλουκάν Ευαγγέλιο όπου έχουμε και τις σχετικές ρήσεις, θα μπορούσαμε να έχουμε προφητικές ρήσεις ακόμη και από τη σχετική οδή στο δεύτερο κεφάλαιο του Καταλουκάν Ευαγγέλιου όπου η ίδια η Θεοτόκος, η οδή της Θεοτόκου, η ίδια η Θεοτόκος σημειώνει ότι από του μην μακαριούσιμε πας έγινε όλες οι γενιές θα με μακαρίζουν από εδώ και στο εξής για την έλευση του Μεσσία και η αναφορά πάλι στην Θεοτόκο με τον χαρακτηρισμό μακαρία, είδαμε ότι και ο όρος αυτός, ο όρος μακάριος είναι χρωματισμένος, έχει μια χρεία αγιολογική στα σχετικά κείμενα, ιδίως στα πρόημα κείμενα, στα μαρτυρολογικά κείμενα έτσι λοιπόν θα μπορούσαμε να προσδόσουμε και μια τέτοια αγιολογική χρεία και στις αναφορές αυτές όπως είναι η σχετική αναφορά για την Παναγία πάλι στα Ευαγγέλια από τους Ευαγγελιστές Μακαρία, η κοιλία, η βαστά σας άσε και εμαστείουσε θύλασσας αυτή η αναφορά στο πρόσωπό της που απευθύνεται προς τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος απάντησε «μενούν γε μακάριοι ακούονται στον Λόγο του Θεού και φυλάζονται σε Αυτόν» Είναι λοιπόν κατατάσσεται μεταξύ των μακαρίων η Παναγία και βέβαια όπως γνωρίζουμε κατέχει έκτοτε από τη στιγμή της συγκρότησης των εκκλησιαστικών κοινοτήτων και αργότερα από τη δημιουργία ενός λατρευτικού πλαισίου μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότητες, γνωρίζουμε ότι η Παναγία κατέχει μια διακριτή θέση μέσα σε αυτό το πλαίσιο και μέσα στην λατρεία της εκκλησίας Ονομάζεται λοιπόν, επικαλείται από τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας στην ακολουθία της προσκομιδής όπου έχουμε χωριστεί μια ιδιαίτερη μερίδα της Θεοτόκου που οτίθεται δεξιά από τον Αμνό και βέβαια πολλές αναφορές σχετικές από τους μεγάλους λειτουργικούς υπομνηματιστές όπως είναι ο Άγιος Συνών ο νέος θεολόγος ο οποίος ιδιαίτερα εξαίρει λόγω αυτού του γεγονότος, του σχολιασμού δηλαδή της θέσεως της Παναγίας στην προσκομιδή δεξιά του Αμνού και εξαίρει με έναν ιδιαίτερα επίσημο τρόπο και συγκεφαλεώνει αυτήν όλη την διδασκαλία της εκκλησίας για την εξαίρετη θέση την οποία κατέχει η Θεοτόκος. Και ακριβώς έτσι την επικαλούμαστε και να σας τη θεευχαριστεί εξαιρέτος της Δεσπίνης ημών Θεοτόκου και Αϊπαρθένου Μαρίας, την οποία κατέχει η ίδια η Παναγία. Και γνωρίζουμε βέβαια ότι στη συνέχεια η σχετική διδασκαλία της εκκλησίας αποκρυσταλώνεται με αφορμή τις χριστολογικές συζητήσεις και τις συζητήσεις για το πρόσωπο της Θεοτόκου και τη σχετική ορολογία που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για το πρόσωπο της Παρθένου Μαριάμ μέσα από την αποκρυστάλωση της διδασκαλίας της τρίτης και αργότερα της τέτατης Οικουμενικής Συνόδου μέσα του 5ου αιώνα δηλαδή το 431 και το 451 μ.Χ. όταν έχουμε αυτήν την ιδιαίτερη έμφαση που δίνεται στον διαχωρισμό των εσφαλμένων όρων όπως ήταν ο όρος Χριστοτόκος από την ορθείορολογία τον όρο Θεοτόκος που χρησιμοποιείται πλέον από την εκκλησία και βέβαια καθόλου τη μεταγενέστερη περίοδο έχουμε μια ανάπτυξη της σχετικής πατερικής αγιολογικής και ημνογραφικής παραγωγής για την Θεοτόκο πολύ μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα να συγκροτηθούν είτε πανηγυρικά δηλαδή συλλογές με λόγους και ομιλίες για την ίδια την Θεοτόκο είτε και συλλογές με ύμνους με τους οποίους εξυμνούνταν μέσα στη Θεία Λατρεία η Θεοτόκος είναι οι γνωστές συλλογές των Θεοτοκαρίων που γνώρισαν μεγάλη έξαρση στους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας και συγκροτήθηκαν όπως γνωρίζουμε ήδη από τον 16ο και αργότερα από τον 17ο αιώνα τέτοιες μικρές ή μεγαλύτερες συλλογές που έτυχαν μάλιστα και αρκετών εκδόσεων. Η έκφραση τιμής τέλος προς το πρόσωπο της Θεοτόκου αποτυπώνεται μέσα από την ανάπτυξη ενός ιδιαίτερο εορτολογικού κύκλου και αυτός είναι ο θεομητορικός εορτολογικός κύκλος για τον οποίο γνωρίζουμε αρκετά πράγματα και έχει ασφαλώς άμεση σχέση με την εικόνα της Θεοτόκου μέσα στο αγιολόγιο της εκκλησίας. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι συγκροτήθηκαν αρκετές θεομητορικές εορτές, εορτές που κάποιες από αυτές μάλιστα εντάσσονται στον κύκλο των λεγωμένων μεγάλων εορτών του εορτολογικού κύκλου, δηλαδή συμπεριλαμβάνονται στην ίδια ομάδα με τις δυσποτικές εορτές όπως είναι η σύλληψη της Αγίας Άνης στις 9 Δεκεμβρίου, όπως είναι το γενέσιο ή γενέθριο της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου, τα εισόδια της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου, ο Ευαγγελισμός στις 25 Μαρτίου και αργότερα η Κύμηση της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου, αλλά και άλλες εορτές όπως είναι η Σύναξη της Θεοτόκου την επομένη των Χριστουγέννων στις 26 Δεκεμβρίου ή η εορτή της Αγίας Σκέπης την 1 και την 28 Οκτωβρίου και βέβαια κάποιες εορτές που δημιουργήθηκαν και σχετίζονται με τα λεγόμενα θεομητορικά λείψανα και αυτά δεν είναι άλλα από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι στην εκπληθυστική παράδοση καταγράφεται η μετάσταση της Θεοτόκου, δεν έχουμε ενζώματο λείψανο, αλλά έχουμε εξεπαφής λείψανα όπως είναι το μαφόριο της Θεοτόκου, η τιμία αισθής της Θεοτόκου, η κατάθεση της τιμίας αισθήτως εορτάζεται στις 2 Ιουλίου ή η κατάθεση της τιμίας ζώνης της Θεοτόκου. Καταγράφονται άλλωστε και σχετικά θαύματα και στη βυζαντινείοτολογική παράδοση με πολύ διεξοδικό τρόπο όπως είναι το θαύμα που επιτελέστηκε κατά την έφοδο των Ρώσ του 860 στη Κωνσταντινούπολη και το οποίο διεξοδικά αφηγείται σε μία ομιλία του εις την έφοδο των Ρώσ ο Πατριάρχης Φώτιος, ο Μέγας Φώτιος στο 2ο μισό του 1ου αιώνα. Γενικότερα οι ορτές αυτές θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουν ένα ιδιάζων περιεχόμενο δεδομένου ότι οι περισσότερες από αυτές έχουν όπως γνωρίζουμε αγλούν την πηγή τους, τα στοιχεία με τα οποία συγκροτούνται οι σχετικές διηγήσεις από την απόκρυφη χριστιανική παράδοση. Από τις μεγάλες θεομητορικές ορτές μόνο η ορτή του Ευαγγελισμού έχει αναφορά σε μία Ευαγγελική διήγηση, στην διήγηση δηλαδή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο καταλουκάν Ευαγγέλιο. Οι υπόλοιπες αγλούν το περιεχόμενό τους μέσα από την απόκρυφη χριστιανική παράδοση της πρώιμης περιόδου και ιδιαίτερα θα πρέπει να μιμονεύσουμε μία πολύ σημαντική τέτοια απόκρυφη πηγή που είναι το Χρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, ένα κείμενο που χρονολογείται στον δεύτερο αιώνα. Και βέβαια το γεγονός ότι πρόκειται για απόκρυφα κείμενα, δηλαδή κείμενα τα οποία δεν υπήρξαν εν διάθηκα, δηλαδή δεν εσωματώθηκαν μέσα στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, δεν σημαίνει ότι δεν απειχούσαν την ζώσα εκκλησιαστική παράδοση. Αυτό άλλωστε καταγράφεται και αργότερα από διάφορους εκκλησιαστικούς συγγραφείους όπως είναι ο Ευσέδιος Κησαρίας ο οποίος μιλάει για τα ανομολογημένους γραφάς, δηλαδή για αυτές οι οποίες συγκλίνουν με την ζώσα εκκλησιαστική παράδοση. Έτσι λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται μια σχετική γραμματεία για να συμπληρώσει για την ευσέδεια των μελών της εκκλησίας, να συμπληρώσει στοιχεία τα οποία δεν περιλήφθηκαν από τους Ευαγγελιστές ή από τους άλλους συγγραφείς των κειμένων της Καινής Διαθήκης μέσα στα ενδιάθηκα κείμενα, δηλαδή μέσα στα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης. Και μέσα από αυτές τις πηγές αντλούν στοιχεία, πολύτιμο υλικό, συγγραφείς των σχετικών κειμένων, ομιλειών, εγκωμίων ή διαφόρων άλλων διηγήσεων που αφορούν στις εορτές αυτές. Και είναι χαρακτηριστικό ότι και η σχετική θεομητορική υμνογραφία και γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε η λειτουργική πράξη γύρω από αυτές τις εορτές βασίστηκε στα πρώτα αυτά στις μεταγενέστερες χρονικές περιόδους και εξέλιξε, εξελίχθηκε η γραμματεία αυτή κατά τους μεταγενέστερους αιώνες. Το δεύτερο πρόσωπο είπαμε που προτάσσεται και κατέχει μια διακριτή θέση μετά τη Θεοτόκο, προτάσσεται των χωρών των ομάδων των αγίων είναι ο Τίμιος Πρόδρομος, είναι ο βαπτιστής Ιωάννης που επίσης κατέχει μια ιδιαίτερη θέση όπως αυτή το αποδίδεται όπως είπαμε από τον ίδιο το Χριστό αυτή τη διακριτή θέση μεταξύ όλων των ανθρώπων που πέρασαν ή που θα περάσουν από την ανθρώπινη ιστορία. Και αυτό έχει να κάνει με τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζει ο Ιωάννης στην ιστορία της θείας οικονομίας, στην έλευση του Μεσσία, στην αναγγελία του Μεσσία και σε αυτό το σημαντικό γεγονός που σχετίζεται και με την βάπτιση του Χριστού στο να δείξει τον Μεσσία. Χαρακτηρίζεται ως μίζο πάντων των προφητών ή τον απεόνος θεοφόρον ακρότης, ο σημαντικότερος λοιπόν προφήτης, ο σημαντικότερος άγιος σε όλη την ιστορία της εκκλησίας, αλλά χαρακτηρίζεται και ως το πτηνόν της ερήμου λόγω ακριβώς αυτού του ιδιαίτερα ασχητικού βίου τον οποίον γνωρίζουμε ότι ασπάστηκε και ακολούθησε ο βαπτιστής Ιωάννης στην έρημο όπως ακριβώς καταγράφεται στα Ευαγγελικά, στις Ευαγγελικές διηγήσεις. Αυτός άλλωστε υπήρξε και ο λόγος που ο Τίμιος Πρόδρομος θεωρήθηκε υπόδειγμα της εν Χριστώ ασκήσεως και προβάλλεται ως ένα πρότυπο για το χριστιανικό μοναχισμό και γι' αυτόν τον λόγο είναι αφιερωμένα πάρα πολλά κείμενα στον, πάρα πολλά μοναστήρια και βέβαια σχετικές πηγές της ασκητικής γραμματείας στον Τίμιο Πρόδρομο. Αυτή η διακριτή θέση που κατέχει ο Τίμιος Πρόδρομος διαφαίνεται και από το γεγονός ότι η Εκκλησία αφιέρωσε μια ημέρα της εβδομάδος, όπως γνωρίζουμε όλες οι ημέρες της εβδομάδος είναι αφιερωμένες σε ένα γεγονός ή σε ένα πρόσωπο, σε ένα γεγονός της θείας οικονομίας ή σε κάποιο πρόσωπο που κατέχει ή σε μια ομάδα από τις ομάδες αυτές των χωρών των Αγίων όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Του αφιέρωσε λοιπόν μια ημέρα, την τρίτη ημέρα της εβδομάδος στην μνήμη του Τιμίου Προδρόμου. Και βέβαια και για τον Τίμιο Πρόδρομο έχουμε την ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου εορτολογικού κύκλου πολύ σημαντικού που αφορά στην σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου στις 24 Σεπτεμβρίου, στο γενέσιο του στις 24 Ιουνίου, στην σύναξη του Τιμίου Προδρόμου αμέσως μετά την Μεγάλη Τεσποτική Ορτή των Θεοφανίων στις 7 Ιανουαρίου, στην αποτομή της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου στις 29 Οδδόου και στις ευρέσεις της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου στις 24 Φεβρουαρίου και στις 25 Μαΐου. Αυτό το γεγονός αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει αυτήν την ιδιαίτερη θέση και την υψηλή θέση την οποία κατέχει μέσα στην ευσέβεια και στην ζωή της Εκκλησίας ο Τίμιος Πρόδρομος μέσα, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από τις εορτές καθιερωμένες στον βυζαντινό εορτολογικό κύκλο. Ο επόμενος χορός που ανήκει μέσα σε αυτόν τον κύκλο των χορών των Αγίων είναι ο χορός των Αγγέλων. Παρά το γεγονός ότι δεν πρόκειται για υλικές υπάρξεις, οι Άγγελοι τιμήθηκαν με ιδιαίτερο τρόπο και γνωρίζουμε ότι καθιερώθηκε και η τιμή τους μέσα από την καθιέρωση και την ανάπτυξη και επίσης κάποιων εορτών προς τιμήν των Αγγέλων, αλλά τιμώνται ακριβώς λόγω της θέσεως την οποία κατέχουν στην πορεία των ανθρώπων προς την σωτηρία. Οι Άγγελοι καταρχήν καταγράφονται ήδη στην Καινή Διαθήκη, στην προσεύρεως επιστολή, χαρακτηρίζονται ως λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελόμενα. Και γνωρίζουμε ότι και μέσα από την Παλαιά Διαθήκη και από τις διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης αλλά και της Καινής Διαθήκης ακριβώς ότι κατέχουν αυτόν τον ρόρο της υπηρεσίας και της διακονίας του Θεού. Η αναφορά στην δημιουργία των Αγγέλων σε πάρα πολλά κείμενα όπου καταγράφονται ως φώτα δεύτερα μετά από το πρώτο φως που είναι ο ίδιος ο Θεός ακριβώς έρχεται να τονίσει αυτήν την θέση που κατέχουν οι Αγγελικές δυνάμεις μέσα στην ουράνια ιεραρχία. Και βέβαια ακριβώς στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε μία σχετική διδασκαλία, αναπτύχθηκε μία διδασκαλία γύρω από τους Αγγέλους, μία αγγελολογία που κατά κύριο λόγο συμπυκνώνεται και συγκεφαλαιώνεται μέσα από τα σχετικά έργα που αποδίδονται στον Άγιο Διονύσιου τον αραιοπαγίτη στα λεγόμενα αραιοπαγιτικά συγγράμματα. Εκεί ακριβώς καταγράφονται και τα εννέα τάγματα, οι εννέα ομάδες των Αγγελικών δυνάμεων, οι θρόνοι, τα χερουβήμ και τα σεραφήμ, μία πρώτη τριάδα, μία δεύτερη τριάδα οι εξουσίες, οι κυριότητες και οι δυνάμεις και μία τρίτη τριάδα οι άγγελοι, οι αρχάγγελοι και οι αρχές. Η θέση των Αγγέλων είπαμε ότι μέσα στα κείμενα της Παλαιάς, τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι ιδιαίτερα σημαντική και τονίζεται ιδιαίτερα μέσα από αυτές τις εμφανίσεις των Αγγέλων που υπηρετούν ακριβώς στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Έτσι λοιπόν καταγράφονται διάφορες αγγελοφάνειες και στην Παλαιά όπως γνωρίζουμε και στην Καινή Διαθήκη και αυτή η παράδοση ακριβώς συνεχίζεται αργότερα και στα μαρτύρια των πρώτων χριστιανών μαρτύρων αλλά και αργότερα και των νεομαρτύρων όπως επίσης και στους βίους των Αγίων. Και βέβαια η Εκκλησία πάντοτε με ρίμνησε να αποφύγει το στοιχείο της υπερβολής και που εκφραζόταν σε κάποιες περιπτώσεις και ως προς την τιμή των Αγγέλων. Έτσι λοιπόν έχουμε μια πρόημη καταδίκη της Άγγελολατρίας. Οι Άγγελοι κατέχουν μια διακριτή θέση αλλά δεν θα έπρεπε να λατρεύονται και να προσκυνούνται οι Άγγελοι όπως ακριβώς σημειώνεται, καταγράφεται για παράδειγμα στην προσκολοσαΐς επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Ο αρκετοί πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαίτερα ο Ριγέννης επισημαίνουν το στοιχείο αυτό σε πολύ πρόημο στάδιο και τονίζουν ότι δεν πρέπει τους διακονούντας ή φέροντας η μύντα του Θεού σεύν και προσκυνεί αντί του Θεού. Ότι δεν θα πρέπει λοιπόν να αποδίδεται αυτό το σεύας και η προσκύνηση που θα πρέπει να αποδίδεται στο Θεό τελικά να αποδίδεται σε αυτούς οι οποίοι διακονούν και μεταφέρουν τις εντολές και τα μηνύματα του Θεού. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι το στοιχείο αυτό αποτυπώνεται και προσδιορίζει και τη σχέση των αγγέλων με τους ανθρώπους. Οι άγγελοι συνιστούν για τους ανθρώπους πρότυπα αγιότητας αλλά όχι μιας φυσικής αγιότητας δεδομένου ότι ούτε οι άγγελοι όπως ούτε και οι άνθρωποι στο προπτωτικό τους στάδιο κατήχαν την αγιότητα οντολογικά αλλά την κατήχαν δινητικά. Έτσι λοιπόν δεν είναι μία φυσική αγιότητα, μία οντολογική αγιότητα αυτή που διακρίνει τους αγίους αγγέλους αλλά είναι μία τρεπτή αγιότητα. Και ο Μέγας Βασίλειος σημειώνει χαρακτηριστικά για το ζήτημα αυτό ότι των αγιασμών των αγγέλων το πνεύμα των Άγιων συνεπέφερε. Αυτό το οποίο επέφερε τον αγιασμό των αγγελικών δυνάμεων είναι το Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο δηλαδή της Αγίας Τριάδος. Και βέβαια είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη η διδασκαλία της Εκκλησίας γύρω και ακόμη και σε ένα πιο λαϊκό στάδιο διαχύθηκε πολύ περισσότερο, γύρω από τον Φύλακα Άγγελο. Μια διδασκαλία που αναπτύσσεται ήδη στην πρώην ασκητική γραμματεία, για παράδειγμα στα συγγράμματα του Μακαρίου του Αιγυπτίου. Συναντούμε ήδη αυτή τη διδασκαλία περί του Φύλακα Αγγέλου, περί του Αγγέλου ο οποίος προστατεύει κάθε άνθρωπο και ο οποίος είναι εφεκτικός αυτής της προστασίας σε σχέση με την έφεση που έχει ο ίδιος ο άνθρωπος προς τον Θεό. Η ανταπόκριση προς τις εντολές του Θεού από τον ίδιο τον άνθρωπο, η ανταπόκριση λοιπόν των ανθρώπων είναι αυτή η οποία κρατά εγγύς ή απομακρύνει τον Φύλακα Άγγελο από τον ανθρώπινο βίο. Και τέλος όπως είπαμε είναι αξιοσιμείωτη η ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου εορτολογικού κύπλου για τους Αγγέλους με πιο γνωστή την εορτή της συνάξεως των ασωμάτων των αρχαγγελικών δυνάμεων κατά την 8η Νοεμβρίου, που είναι ακριβώς μια αποτύπωση αυτής της παραδόσσεως της παραμονής, της ενσυνείδητης παραμονής των Αγγέλων στην διακονία και στην υπηρεσία του Θεού όταν το τάγμα του αιωσχόρου απομακρύνθηκε και οδηγήθηκε στην πτώση. Παρόμοια έχουμε διάφορα θαύματα τα οποία καταγράφονται, η γεγονότα που σχετίζονται με την Θεία Εικονομία είναι το θαύμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ για παράδειγμα στις Χόνες που έχει να κάνει ακριβώς με αυτή την επιβίωση της αρχαίας αγγελολατρίας αφού οι Χόνες ταυτίζονται με τις αρχαίες κολοσσές. Το θαύμα όμως που παρέμεινε μέσα στην εορτολογική παράδοση της Εκκλησίας στις 6 Σεπτεμβρίου όπως επίσης η σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ που είναι ο Αρχάγγελος ο οποίος πρωτοστατή θα μπορούσαμε να πούμε στην μετάδοση των εντολών του Θεού και των Θεών μηνυμάτων στα γεγονότα της Θείας Εικονομίας στην Καινή Διαθήκη. Είναι λοιπόν ο κομιστής της επαγγελίας της συλλήψεως της παρθένου Θεοτόκου και της γεννήσεως της κοιωφορίας του Μεσσία και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο όπως είναι ευρέως παραδεδομένο στην εορτολογική παράδοση της Εκκλησίας μετά από τα κύρια αυτά γεγονότα του δεσποτικού κύκλου, εορτολογικού κύκλου έχουμε την επόμενη μέρα την σύναξη των προσώπων εκείνων που σχετίζονται με τα γεγονότα αυτά τα σημαντικά αυτά γεγονότα της Θείας Εικονομίας γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και τίθεται και η σύναξη αυτή του αρχαγγέλου Γαβρίλη στις 26 Μαρτίου δηλαδή αμέσως μετά την εορτή του Ευαγγελισμού. Έχουμε και άλλες εορτές που θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχετίζονται με τοπικές παραδόσεις όπως είναι η σύναξη για τη διήγηση του αρχαγγελικού ύμνου τον Λάκο του Άδην στο Άγιον Όρος που αποτέλεσε μια επίσης σημαντική οδήγηση στη δημιουργία μιας σημαντικής ορτωλογικής παραδόσειας σε τοπικό επίπεδο μέσα στην αγιωρητική παράδοση γύρω από το Άξιον Εστή, από την μετάδοση δηλαδή από τον αρχαγγελό Γαβρίλη του αρχαγγελικού αυτού ύμνου του Άξιον Εστή, ο Σαλιφρός Μακαρίζη σε τον Θεοτόχον και η δίγηση αυτή η παράδοση αυτή καταγράφηκε ορτωλογικά στις 11 Ιουνίου ή επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όπως έχουμε την τρίτη ημέρα της εβδομάδας όπως είπαμε αφιερωμένη στο πρόσωπο του τιμίου προδρόμου έτσι έχουμε την δευτέρα ημέρα της εβδομάδας επίσης την έχουμε αφιερωμένη στην τιμή των αγγέλων ο επόμενος χορός η επόμενη ομάδα είναι αυτός κατά την ιστορική πορεία της εκκλησίας είναι αυτός των Αποστόλων οι Απόστολοι είπαμε ότι προβάλλονται ως οι αυτόπτες και αυτοί οι μάρτυρες και τα πρόσωπα αυτά που χαρακτηρίζονται από τον ίδιο τον Χριστό ως αδελφοί του Κυρίου και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο προβλήθηκε ιδιαίτερα η τιμή των Αποστόλων των μαθητών του Κυρίου από τον στενό κύκλο των 12 μαθητών ή από τον ευρύτερο κύκλο των 70 μαθητών από τους οποίους προήλθαν τα πρόσωπα εκείνα που μετέδωσαν το μήνυμα για την έλευση του Μεσσία σε όλη την τότε γνωστή οικουμένη και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο αποτελούσε για τις εκκλησίες που ιδρύθηκαν στο πλαίσιο αυτής της μεταδόσεως του Ευαγγελικού Μηνήματος αποτελούσε ιδιαίτερο προνόμιο η ίδρυση των τοπικών αυτών εκκλησιών από κάποιον Απόστολο η ίδρυση λοιπόν μιας Αποστολικής Εκκλησίας και η υιοθέτηση της διδασκαλίας αυτών των Αποστόλων αποτελούσε συνιστούσε ιδιαίτερο προνόμιο για τις τοπικές εκκλησίες στο πλαίσιο αυτό τονίζεται και το γεγονός ότι οι διάδοχοι των Αποστόλων στις τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες είχαν αυτό το προνόμιο της Αποστολικής διαδοχής ένα στοιχείο το οποίο δεν έχει να κάνει μόνο με μία νοερή και απότερη σχέση των επισκόπων των τοπικών εκκλησιαστικών κοινωντήτων που είχαν ιδρυθεί από τους Αποστόλους με τους ιδρυτές αυτών των κοινωντήτων αλλά κυρίως σχετίζεται με τη σύνδεση της διδασκαλίας των Αποστόλων με τους διαδόχους τους μέσα από την Αυθεντία την Αποστολική Αυθεντία αυτή που καταγράφεται ως Αποστολική Ορθοδοξία στις πρώην πηγές και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο η Αποστολικότητα αποτελεί συνιστά και αργότερα ένα στοιχείο που κατατάσσει σε πολύ υψηλό επίπεδο τις εκκλησίες εκείνες που ιδρύθηκαν από τους Αποστόλους ή από τους μαθητές των Αποστόλων Η Αποστολική ιδιότητα αποτελούσε, θα μπορούσαμε να πούμε, να εμφανίζεται ως ένα προταρχικό χάρισμα στην Αρχαία Εκκλησία και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο τονίζεται με ιδιαίτερο τρόπο από τον Απόστολο Παύλο και γι' αυτούς τους οποίους ο Θεός έθετο πρώτον Αποστόλους, δεύτερον Προφήτας ή διδασκάλους κτλ. Το πρώτο λοιπόν χάρισμα μεταξύ των χαρισμάτων που κατίχαν οι χαρισματούχοι των πρώτων εκκλησιστικών κοινοτήτων είναι το Αποστολικό χάρισμα και βέβαια στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε ένας ευρύτερος κύκλος των εορτών που αφιερώθηκαν στους Αποστόλους και της γενικής εορτής της συνάξεως των Αποστόλων, των 12 Αποστόλων και του κύκλου των πρώτων Αποστόλων στην 30 Ιουνίου αλλά πολύ πρόημες εορτές έχουμε επίσης για διακυκριμένα πρόσωπα όπως είναι η εορτή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις 29 Ιουνίου που αποτελεί ίσως την πιο πρόημη εορτή που σχετίζεται με τον κύκλο αυτό, με τον χορό αυτό των Αγίων Αποστόλων και βέβαια γνωρίζουμε ότι μέσα στο εκκλησιαστικό εορτολόγιο βρίσκονται διάσπαρτες εορτές που αφορούν και στα άλλα πρόσωπα από τον κύκλο των μαθητών του Χριστού και στους υπόλοιπους Αποστόλους ή στους συνεργούς των Αποστόλων που επετέλεσαν επίσης Αποστολικό έργο οι συνεργοί τους που καταγράφονται ήδη και στις πηγές των Αποστολικών Διηγήσεων ή και των επιστολών των Αποστόλων. Θα πρέπει επίσης να πούμε ότι για τα πρόσωπα αυτά ασφαλώς έχουμε πολύ σημαντικές πληροφορίες μέσα και στην περίπτωση αυτή μέσα από την Απόκριθη Χριστιανική Γραμματεία. Οι πράξεις οι λεγόμενες των διαφόρων Αποστόλων, οι πράξεις Παύλου, οι πράξεις Πέτρου, οι πράξεις Φιλίπου, οι πράξεις Τιμοθέου και ούτω καθεξής είναι κείμενα που ανήκουν μέσα στην Απόκριθη Χριστιανική Γραμματεία και που χρησιμοποιήθηκαν ακριβώς για να συμπληρώσουν αυτό το εορτολογικό πλαίσιο. Και βέβαια μέσα στον ευρύτερο αυτόν τον κύκλο, στον χωρό αυτών των Αποστόλων εντάσσονται και οι μεταγενέστεροι μοιμητές των Αποστόλων, δηλαδή τα πρόσωπα αυτά που σημειώνονται στις πηγές ως εισαπόστολοι συνήθως, μαθητές του Χριστού ή συνεργάτες των Αποστόλων όπως η Μαρία Μαγδαλινή που χαρακτηρίζεται στις αγιολογικές πηγές ως εισαπόστολος ή η Αγία Φωτεινή ή η Αγία Θέκλα η πρώτη μαθητρία του Αποστόλου Παύλου. Και αλλά και σε μεταγενέστερους χρόνους καταγράφονται και εντάσσονται μέσα στον κύκλο των Αποστόλων και άλλοι εισαπόστολοι που επετέλεσαν πολύ σημαντικό έργο για τη διάδοση του Ευαγγελίου και την εδραίωση της εκκλησίας όπως είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος με την μητέρα του την Αγία Ελένη, οι εισαπόστολοι ή ο Άγιος Βλαδίμηρος και η Αγία Όλγα στην ρωσική ορθόδοξη παράδοση και βέβαια μέσα στη Βυζαντινή παράδοση ως εισαπόστολοι χαρακτηρίζονται τα πρόσωπα εκείνα που με ρίμνησαν για τη διάδοση του χριστιανισμού στους λαούς εκείνους τους όμορους προς το Βυζάντιο οι οποίοι δεν κατείχαν τη χριστιανική πίστη και είναι χαρακτηριστική η αναφορά ως με τον όρο εισαποστόλων με τον όρο εισαπόστολοι για τους Αγίους Κύριλο και Μεθώδιο, τους θεσσαλονικείς φωτιστές των σλάβων, την Αγία Νίνα την εισαπόστολο που μετέφερε το Ευαγγέλιο στην Εκκλησία της Γεωργίας ή πολύ αργότερα στο 18ο αιώνα ο ίδιος χαρακτηρισμός αποδίδεται ασφαλώς και στον Άγιο Κοσμά τον Ετολό λόγω ακριβώς αυτού του πολύ σημαντικού αποστολικού έργου του έργου Ευαγγελισμού που πραγματοποιήσε. Η επόμενη ομάδα είναι η ομάδα των προφητών και των δικαίων και των πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο κύκλος των προσώπων αυτών που σχετίζονται με τη μετάδοση και την προσδοκία αυτής του μηνύματος και της ελεύσεως του Μεσσία μέσα στην ανθρώπινη ιστορία του σωτήρα δηλαδή των ανθρώπων. Ήτανε ότι ο Δαμασκηνός ακριβώς τους συμπεριλαμβάνει μέσα στον κύκλο αυτών των χωρών των διαφόρων χωρών των Αγίων γιατί αυτοί προκατήγγυλαν όπως σημειώνει ο Δαμασκηνός την του Κυρίου παρουσία. Και βέβαια η αποστολική πίστη είναι μια πίστη που εδράζεται σε αυτό το οποίο είδαν όχι αυτό μόνο για το οποίο μίλησαν αλλά αυτό το οποίο είδαν δηλαδή βίωσαν οι ίδιοι οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση και μέσα στην ορθόδοξη θεολογία δεν έχουμε την αφετηρία της μαρτυρίας για το πρόσωπο του Σωτήρος για το πρόσωπο του Μεσσία του Σωτήρος Ιησού Χριστού στα πρόσωπα στην διδασκαλία των Αποστόλων αλλά η αφετηρία αυτή εκπηγάζει από την ίδια την εμπειρία των προφητών και για αυτόν ακριβώς τον λόγο πολύ αργότερα οι πατέρες της εκπλησίας και μάλιστα οι πατέρες των οικουμενικών συνόδων τονίζουν ακριβώς αυτό το στοιχείο επισημαίνοντας με τη χαρακτηριστική φράση οι προφήτε ως είδων οι Απόστολοι ως εδίδαξαν και ως εδογμάτισαν οι πατέρες ως εδογμάτισαν ακριβώς τονίζουν αυτήν την διαχρονικότητα της εμπειρίας της χριστιανικής αλήθειας που ξεκινάει που έχει την αφετηρία της στους ίδιους. Τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης είναι ένας χαρακτηρισμός που το συναντούμε στα πρακτικά των συνόδων και στο περίφημο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Γνωρίζουμε ότι από πάρα πολύ νωρίς αποδόθηκε λειτουργική τιμή στους προφήτες μέσα στην εκκλησία Ήδη. Έχουμε καταγραφές τέτοιες στον 4ο αιώνα και μάλιστα στις σχετικές πηγές και στις λειτουργικές πηγές που αφορούν στην Παλαιστίνη όπου σώζονταν οι τάφοι των προφητών τους οποίους τιμούσαν ιδιαίτερα ασφαλώς οι Ισραηλίτες και οι Ιουδαίοι. Η παράδοση αυτή λοιπόν εδραιώνεται στην εκκλησία της Παλαιστίνης και διαχέεται σε όλη τη Βυζαντινή εκκλησιαστική παράδοση. Και βέβαια ήδη μέσα από τις πηγές από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είπαμε ότι προβάλλεται ακριβώς αυτή η μαρτυρία των προφητών αφού την μαρτυρία των προφητών επικαλούνται οι ίδιοι οι Ευαγγελιστές, οι Απόστολοι για να τεκμηριώσουν και να κατοχυρώσουν την αλήθεια της παρουσίας και την αλήθεια του μηνύματος του Σωτήρου Χριστού. Στην εποχή τους έτσι λοιπόν τονίζεται χαρακτηριστικά και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη ότι στο 22ο κεφάλαιο ότι ο Θεός αποτελεί Θεό των πνευμάτων των προφητών. Είναι ο Θεός ο οποίος όπως είπαμε προκαταγγέλλεται από τα πνεύματα των ίδιων των προφητών, οι οποίοι βέβαια προφήτες δεν μίλησαν μόνον, δεν δίδαξαν και δεν εξέφεραν μόνον τις προφητείες που είναι γνωστές από τα σχετικά προφητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά υπήξαν και μάρτυρες του ονόματος του Θεού και της αλήθειας του Θεού και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο στην χριστιανική γραμματεία χαρακτηρίζονται ως οι προχριστού μάρτυρες ή οι διαχριστών πάσχοντες όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Μελήτων Σάρδεων ένας από τους πρώτους χριστιανούς συγγραφείς των πρώτων αιών. Αυτό το οποίο δεν τονίζεται ιδιαίτερα για τους προφήτες είναι ότι αυτό που βίωναν οι ίδιοι ήταν μια πραγματικότητα εν Πνεύματι. Τις προφήτες μόνοις εν Πνεύματι προωρώμενα υπήρξαν τα δόγματα της εκκλησίας. Οι αλήθειες της χριστιανικής πίστεως υπήρξαν ορατές μόνο μέσα από τα πνεύματα των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Και βέβαια ήταν επόμενο η εκκλησία να τιμήσει και να εντάξει μέσα στον εορτολογικό της κύκλο τις μνήμες των προφητών και έτσι λοιπόν έχουμε αρκετές αναφορές ιδίως στους μεγάλους προφήτες αλλά και στους ελάσσονες προφήτες, εορτολογικές μνήμες στην περίπτωση μάλιστα αρκετών από τους μεγάλους προφήτες γνωρίζουμε ότι είχαν δημιουργηθεί και σημαντικά προσκυνήματα είτε στην Παλαιστίνη είτε με τη μεταφορά των λειψάνων των προφητών στην Κωνσταντινόπολη ή στην ίδια την Κωνσταντινόπολη όπως έχουμε για τον προφήτη Δανιήλ ή για τον προφήτη Ισαία που μάλιστα δημιούργησαν και μια παράδοση εορτολογική αλλά και μια παράδοση θαυμάτων με τη δημιουργία ειδικών συλλογών θαυμάτων που επιτελούνταν από τα λειψάνα των προφητών στην Κωνσταντινόπολη και γνωρίζουμε ασφαλώς ότι αυτή η ιδιαίτερη τιμή που απέδειδε η εκκλησία προς τους προφήτες οδήγησε τα μέλη της εκκλησίας και τους ποιμένες της εκκλησίας σε μία παραγωγή σχετικών κειμένων την καταγραφή καταλόγων με τα ονόματα των προφητών και κυρίως με το που βρίσκονταν τα λειψάνα των προφητών όπως είναι το γνωστό έργο του Ψευδοεπιφανείου ίσως του μοναχού Επιφανείου της Μονής Καλιστράτου στην Κωνσταντινόπολη που γνωρίζουμε ότι ομαδοποιεί αυτή την προγενέστερη βιβλική παράδοση Έτσι λοιπόν στο έργο του Ψευδοεπιφανείου περί των προφητών, πώς εκκινήθησαν και πού κίνδε, έχουμε την αφετηρία αυτής της συγκεντρώσεως των σχετικών πληροφοριών και των σχετικών ιδίσεων Είπαμε ότι η μεταφορά των λειψάνων των προφητών οδήγησε στην δημιουργία νέων εορτολογικών παραδόσσεων μέσα και από τα θαύματα τα οποία επιτελούνταν Όπως αναφέραμε την χαρακτηριστική περίπτωση των θαυμάτων του προφήτη Ισαία αυτής της τόσο σημαντικής προφητικής μορφής, ο πέμπτος Ευαγγελιστής όπως μνημονεύεται στην Χριστιανική Γραμματεία Είναι ένα από των πολλών προφητιών που περιλαμβάνονται μέσα στο προφητικό βιβλίο του Ισαία για τα γεγονότα της θείας οικονομίας Γνωρίζουμε λοιπόν ότι είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, είχαν μεταφερθεί τα λειψανά του, καταγράφονται αυτές οι αναφορές και στο κωνσταντινουπολιτικό συναξάριο στο τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας Είχαν αποτεθεί στο ναό του Αγίου Λαβρεντίου κοντά στις Βλαχέρνες, κοντά στην Παναγία των Βλαχερνών και τιμώνταν ιδιαίτερα κατά την 9η Μαΐου με αρκετά λειψανά, με αρκετά θαύματα τα οποία επιτελούνταν από τα λειψανά του προφήτη Ισαία και δημιούργησαν μια τέτοια σημαντική συλλογή θαυμάτων στην Κωνσταντινούπολη Σε σχέση με τους προφήτες ασφαλώς είναι και οι δίκαιοι της Εκκλησίας με τον όρο ακριβώς τον θεολογικό που νοηματοδοτείται στα βιβλικά κείμενα η δικαιοσύνη δηλαδή η πίστη προς τον Θεό και η ίδια η ταύτιση του όρου δικαιοσύνη με τον όρο της Εκκλησίας Οι δίκαιοι λοιπόν εμφανίζονται ως οι προχριστού Άγιοι αυτοί οι οποίοι έζησαν με την ελπίδα και την προσδοκία του Μεσσία και ακριβώς έτσι προβάλλονται και μέσα από τους ψαμούς και μέσα από τα ημνογραφικά κείμενα Εφραίνεσθαι δίκαιοι, ουρανία γαλιάσθαι ή ο ιόβ ο νοα σημαντικοί δίκαιοι της παλαιάς Δεθήκης ακριβώς χαρακτηρίζονται ως άμεμπτοι και δίκαιοι ως άνθρωποι δίκαιοι και ούτω καθεξής με αυτή την έννοια της θείας δικαιοσύνης και όχι ασφαλώς της αποδώσεως της ανθρωπίνης δικαιοσύνης και βέβαια και μέσα στην διήγηση, στις Ευαγγελικές διηγήσεις επανέρχεται η αναφορά αυτής του δικαίου, τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν την βασιλεία του πατρός αυτόν, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην δασκαλία του Χριστού στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο Η επόμενη σημαντική ομάδα είναι η ομάδα των μαρτύρων και βέβαια είπαμε ότι η ομάδα αυτή εκτείνεται από την εποχή της Αρχίας Εκκλησίας ως και στην νεότερη περίοδο, στην περίοδο της τουγκοκρατίας με τους νέους μάρτυρες, τους νεομάρτυρες Οι μάρτυρες της Αρχίας Εκκλησίας όπως είπαμε είναι αυτοί οι οποίοι κατήγγυλαν με το μαρτύριό τους την αλήθεια της πίστεως και ακολούθησαν τον αρχημάρτυρα και πρωτομάρτυρα της πίστεως που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Χριστό και τονίζεται σε πάρα πολλά κείμενα αυτή η σχέση, η συσχέτιση του μαρτυρίου των χριστιανών μαρτύρων με το μαρτύριο, το σωτηριώδες μαρτύριο, το μαρτυρικό θάνατο του ίδιου του Χριστού Μήμηση λοιπόν του μαρτυρίου του Χριστού αποτέλεσε το μαρτύριο των μαρτύρων της Αρχίας Εκκλησίας και αργότερα και των νεότερων μαρτύρων και γι' αυτό ακριβώς τονίζεται σε πολύ πρόημα κείμενα, μάλιστα από πρόσωπο που γνωρίζουμε ότι εν συνεχή αμαρτύρησαν ακριβώς αυτή η συσχέτιση και η μήμηση του μαρτυρίου του Χριστού και σημειώνει χαρακτηριστικά ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους οδεύοντας προς την Ρώμη για να αμαρτυρήσει τους παρακαλεί να του επιτρέψουν μη με τι είναι του πάθους του Θεού μου να υπάρξει μη με τις του πάθους του Χριστού. Ή ο Κλίμισος Αλεξανδρεύς στον τρίτο αιώνα τονίζει ιδιαίτερα για το μαρτύριο ότι το μαρτύριο αποτελεί τέλειων έργων αγάπης και γνωρίζουμε ότι τόσο ο Κλίμισος Αλεξανδρεύς όσο και στη συνέχεια ο Οριγένης τόνισαν ιδιαίτερα το μαρτύριο ως μια έκφραση της τελειότητας της εν Χριστώ αγάπης και στους τροματίς ο μαρτύρας προβάλλεται από τον Κλίμι τον Αλεξανδρέα ως ο καταχριστών τέλειος άνθρωπος αλλά και στο έργο του Οριγένους αργότερα ενός εκκλησιαστικού συγγραφέα που προερχόταν από μία μαρτυρική οικογένεια αφού γνωρίζουμε ότι ο πατέρας του είχε μαρτυρήσει συγκαταλεγόταν μεταξύ των χριστιανών μαρτύρων γνωρίζουμε λοιπόν ότι και ο Οριγένης ιδιαίτερα επέμεινε στο στοιχείο του χριστιανικού μαρτυρίου και στη θεολογία του χριστιανικού μαρτυρίου όπως ακριβώς προβάλλεται ιδιαίτερα μέσα από το έργο του προτρεπτικός εις μαρτύριο και βέβαια κατά την περίπτωση των διωγμών οι μάρτυρες θα μπορούσαμε να πούμε ότι επισκιάζει ο χορός των μαρτύρων όλους τους άλλους χορούς αφού οι μάρτυρες αποτελούν τους εφόλεις της οικουμένης διαλάμψαντες και μεγαλοπρεπής του Χριστού μάρτυρες αποτελούν τα πρόσωπα εκείνα που προβάλλεται ιδιαίτερα η τιμή τους όπως θα δούμε και στο επόμενο μάθημα μας θα θα μιλήσουμε για την τιμή των αγίων των μαρτύρων και των αγίων της Εκκλησίας. Η τιμή αυτή εκφραζόταν κατά την ημέρα του μαρτυρικού του σθανάτου όπως γνωρίζουμε μέσα από την γενέθλειο σημέρα της μνήμης των μαρτύρων όπως καταγράφεται στο μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου και σε άλλα κείμενα και οδήγησε σταδιακά στην καθιέρωση των συνάξεων αυτής της γενεθλίου ημέρας των μαρτύρων και των σχετικών πανηχίδων όπως τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος Μίσης ο οποίος αναφέρει ότι «Πανηχίδος ούσις εν κήπο ένθα και τα λείψανα των αγίων ετύχανε ψαλμοδίες τιμόμενα». Τιμόνταν λοιπόν σε πανηχίδες δηλαδή σε νυκτερινές ακολουθίες ακριβώς για να αποφύγουν την προσοχή των διοκτών τους. Οι χριστενοί γνωρίζουμε ότι κατά την περίοδο των διοκτών συγκεντρώνονταν κατά τη διάρκεια της νύκτας και στο πλαίσιο αυτών των πανηχίδων τελούνταν η θεία ευχαριστία ή ασφαλώς και δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο λειτουργικό για το οποίο θα μιλήσουμε και στο επόμενο μας μάθημα. Η επόμενη ομάδα είναι η ομάδα των ομολογητών που σχετίζεται με αυτήν των μαρτύρων. Είναι τα πρόσωπα εκείνα δηλαδή τα οποία ομολόγησαν με την ιδιότητά τους ότι είναι μαθητές του Χριστού, ότι είναι ακόλουθοι του Χριστού, ότι είναι χριστιανοί και έτσι ακολούθησαν την εντολή και εφίρμοσαν την εντολή του Χριστού. Αυτήν που καταγράφεται στο Καταματθέων Ευαγγέλιο στο δέκατο κεφάλαιο όπου τονίζει ο Χριστός ακριβώς την αναγκαιότητα και την σπουδαιότητα της ομολογίας του ονόματος του. Πας, ως της ομολογήσει εν εμί εμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγό εν αυτό εμπροσθεν του πατρός μου του εν ορανείς. Αυτό λοιπόν το στοιχείο της ομολογίας, όπως προβλήθηκε μέσα από τους χριστιανούς οι οποίοι συνελήφθησαν κατά την εποχή των διωγμών και ομολόγησαν την χριστιανική τους ιδιότητα, αλλά λόγω διαφόρων συγκυριών τελικά δεν οδηγήθηκαν στο μαρτύριο, εξήψωσε αυτά τα πρόσωπα σε μια ιδιαίτερη κατηγορία και τους προσέδωσε μια ιδιαίτερα τιμητική θέση μέσα στην αρχαία εκκλησία. Όπου μάλιστα γνωρίζουμε ότι στην αρχαία εκκλησία οι ομολογητές αυτοί της πίστεως χαρακτηρίζονταν ως ναοί του θεού, έτσι τους αποκαλεί ο Άγιος Κυπριανός Καρχιδόνος. Και μάλιστα θεωρούνταν ότι κατείχαν μια ιδιακριτή θέση που τους παρήχε και το προνόμιο να είναι αυτοί οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να λύσουν τα επιτίμια των λεγόμενων λάψη, δηλαδή των πεπτοκότων, των χριστιανών εκείνων οι οποίοι τελικά υπέκυπταν κατά τα βασανιστήρια και ανούντα την χριστιανική τους ιδιότητα και την πίστη τους στον Χριστό. Έτσι λοιπόν προβάλλονται ως αυτοί οι οποίοι έλειαν είχαν το προνόμιο να λύουν τα επιτίμια των πεπτοκότων χριστιανών. Στην μεταγενέστερη περίοδο γνωρίζουμε ότι η ομολογία της πίστος προβλήθηκε ιδιαίτερα και ως ένα κριτήριο, ως ένα τεκμήριο αγιότητας. Και αυτό το διαπιστώνουμε από το γεγονός ότι αποδίδεται η προσονιμία ομολογητής σε αρκετούς γνωστούς αγίους της εκκλησίας, μάλιστα και σε αγιούς που χαρακτηρίζουν μια ολόκληρη περίοδο. Ο πρώτος τον οποίον μπορούμε να επικαλεστούμε είναι ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής που γνωρίζουμε ότι υπήρξε ένας από τους σημαντικούς προασφιστές της δογματικής ακρίβειας σε μια πολύ ταραγμένη περίοδο, την περίοδο της μονοθελητικής αιρέσεως. Και βεβαίως ο Άγιος Μάξιμος σε όλες τις μεταγενέστερες πηγές προβάλλεται ακριβώς λόγω της ομολογίας όχι απλά της χριστιανικής του ιδιότητας αλλά της ορθής πίστεως, της ορθής διδασκαλίας της εκκλησίας. Και με αυτήν ακριβώς την νοηματοδότηση του όρου ομολογητής χρησιμοποιήθηκε ο όρος ομολογητής για να δηλώσει και άλλους Αγίους στη μεταγενέστερη περίοδο που επίσης υπεραμείθηκαν ακριβώς αυτού του στοιχείου της ορθής της προασφίσεως της ορθής πίστεως της εκκλησίας και δεν είναι άλλοι από τους ομολογητές της οικονομαχικής περιόδου. Και γνωρίζουμε βέβαια ότι καθόλου την περίοδο αυτή τα πρόσωπα τα οποία προέρχονταν είτε από τον χώρο των ποιμένων της εκκλησίας, πατριάρχες ή επίσκοποι της εκκλησίας, είτε από τον χώρο του μοναχισμού και προέβαλαν ακριβώς την ορθή πίστη της εκκλησίας για την τιμή των ιερών εικόνων. Μάλιστα πολλά από αυτά οδηγήθηκαν σε διώξεις, σε διωγμούς, σε εξωρίες. Γνωρίζουμε ότι τιμήθηκαν εν συνεχεία από την εκκλησία και τους αποδόθηκε ο προσδιορισμός του ομολογητή. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ο ομολογητής, ο Άγιος Ιωσήφ ο αδερφός του ο Στουδίτης ο ομολογητής, ο Νικηφόρος ο ομολογητής, ο Μεθώδιος ο πατριάρχης ο ομολογητής, ο πατριάρχης Ταράσιος ο ομολογητής και ούτω καθεξής. Όλα τα πρόσωπα αυτού του κύκλου τους προσδίδεται ο χαρακτηρισμός του ομολογητή και μάλιστα γνωρίζουμε ότι ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ιδιαίτερα επιμένει στο ζήτημα αυτό ως ένα ύψιστο στοιχείο αγιότητας. Και είναι χαρακτηριστική η αναφορά του σε μία επιστολή του όπου ακριβώς σημειώνει στον αποδέκτη της επιστολής του τον θείο του πλάτωνα τον ηγούμενο της Μονής Σακουβίου, ενατένιζε τας αγιοπορίας δηλαδή τους χορούς των αγίων, βλέπε τους χορούς των αγίων, είδε επιθρόνου υψηλού και επιρμένου τον κριτίν του κόσμου ως σε ανακηρύξη πιστών δούλων και των εντορών αυτού τη ρητίν και το μίζον το σημαντικότερο δηλαδή θα σε ανακηρύξει ομολογητίν. Αυτό λοιπόν το στοιχείο ακριβώς συνδέει αγιολογικά, προσδίδει αυτήν την αγιολογική χρεία του ομολογητή σε όλα εκείνα τα πρόσωπα τα οποία επέμειναν στην προβολή της δογματικής αλήθειας για το ζήτημα της τιμής των ιερών εικόνων και των ιερών λειψάνων των αγίων. Η επόμενη ομάδα που ακολουθεί αυτήν την χρονική συνέχεια είναι η ομάδα των Οσίων και ο όρος Όσιος. Είπαμε ότι είναι ένας όρος που εμφανίζεται ως συνεκδοχικά ως ένα συγγενής όρος με τον όρο Άγιος, αλλά ιδιαίτερα στην αγιολογική ορολογία θα πρέπει να πούμε ότι με τον όρο αυτόν ο όρος αυτός προσιδιάζει στα πρόσωπα εκείνα που τιμήθηκαν από την εκκλησία και προέρχονται από τις τάξεις των μοναχών και των ασκητών. Οι μάρτυρες στη Βουλήση όπως σημειώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκινός ή πολύ νωρίτερα από αυτόν οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας είναι πολύ χαρακτηριστικοί. Η προτροπή που δίνει ο Μέγας Βασίλειος ένας από τους πατέρες εκείνους της εκκλησίας που έζησε και ως ασκητής για μια μεγάλη περίοδο του βιού του αλλά και έθεσε τις βάσεις για τον κοινοδιακό μοναχισμό τονίζει χαρακτηριστικά ότι απευθυνόμενος στους χριστιανούς ότι θα πρέπει να γίνονται μάρτυρες στη Βουλήση άνευ διωγμών, άνευ μαστίγων και θα έχουν και τους διαβεβαιώνει ότι θα έχουν την ίδια τιμή και αξία όπως και οι μάρτυρες της αρχαίας εκκλησίας. Ή ο Άγιος Ιάννης ο Χρυσόστομος ο οποίος αναφέρεται στους μοναχούς και στους ασκητές ως στους καταπρόθεσιν μάρτυρες διότι τονίζει ο Χρυσόστομος ότι τον μάρτυρα δεν τον δημιουργεί ο θάνατος μόνο αλλά και η πρόθεσης. Η πρόθεση λοιπόν είναι αυτή που οδηγεί στο μαρτυρικό φρόνημα το οποίο διακρίνει ιδιαίτερα μέσα στο χώρο της εκκλησίας, διέκρινε και διακρίνει τους ασκητές και τους μοναχούς. Προβάλλεται λοιπόν σε όλη την ασκητική γραμματεία από τον 4ο αιώνα και μετά ακριβώς αυτό το μαρτύριο της συνειδήσεως. Προβάλλεται ακόμη και ως ανώτερο από το μαρτύριο του αίματος σε μερικές περιτώσεις. Και γνωρίζουμε βέβαια ότι από την εποχή αυτή και μετά επικράτησε η λειτουργική τιμή των αγίων που είχαν μοναστική προέλευση στα λειτουργικά τυπικά και στις ορτολογικές συλλογές. Ιδιαίτερα στις συλλογές εκείνες που καταρτίστηκαν μέσα στο πλαίσιο της συγκροτήσεως των μεγάλων συλλογών στα μεγάλα μοναστικά κέντρα του Βυζαντίου, όπως είναι για παράδειγμα το τυπικό της Μονής Ευεργέπηδος, στο βυτικό τυπικό ασφαλώς πριν τον 1ο αιώνα που εισαγάγουν σε μεγάλο αριθμό της μνήμες των οσίων, δηλαδή των αγίων που προέρχονται από τον χώρο της ασκήσιος. Και τέλος η τελευταία ομάδα είναι αυτή των ιεραρχών, των επισκόπων δηλαδή, αυτών των διαδόχων όπως είπαμε των Αποστόλων που είχαν το προνόμιο της Αποστολικής διαδοχής και τους οποίους επικαλούμαστε επειδή ακριβώς κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση μέσα στην ιστορία της υπλησίας λόγω της προασπίσεως του δόγματος. Είναι κυρίως πρόσωπα τα οποία συνετήχαν κατά τη σύγκληση των μεγάλων οικουμενικών συνόδων και σε άλλες τοπικές συνόδους και διαδραμάτησαν σημαντικό ρόλο για την προάσπιση του δόγματος και για τη διατύπωση της δογματικής διδασκαλίας της υπλησίας μέσα από τα δογματικά έργα τα οποία οι ίδιοι έγραψαν. Και με τον ακριβώς τον λόγο επικαλούνται οι χριστιανοί της πρεσβείες τους, οι εναγίοι των εναγίης πατέρων ημών επαναλαμβάνουμε στις διάφορες λειτουργικές συνάξεις της εκκλησίας των μεγάλων ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων. Οι ιεράρχες λοιπόν, αυτοί οι μεγάλοι ιεράρχες που κάποιοι εκ των οποίων όπως οι τρεις ιεράρχες κατέστησαν και οικουμενικοί διδάσκαλοι, δηλαδή διδάσκαλοι δηλαδή της κατά την οικουμένη εκκλησίας, είναι αυτοί τους οποίους επικαλείται διακόσ και διαχρονικά το πλήρωμα της εκκλησίας και αυτοί τους των οποίων την διδασκαλία ακολουθεί η εκκλησία, όπως ακριβώς τονίζεται μέσα από τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επόμενοι της Αγίας Παντράση» που χρησιμοποιείται στην αφετηρία των όρων της πίστεως, δηλαδή των δογματικών εκείνων κειμένων που διαμορφώθηκαν και επικυρώθηκαν συνοδικά από τις μεγάλες συνόδους. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο έχουμε τη διαμόρφωση ενός επίσης σημαντικού εορτωλογικού κύκλου με τις μνήμες αυτών των μεγάλων ιεραρχών, μάλιστα για κάποιους από τους μεγάλους πατέρες της εκκλησίας έχουμε περισσότερες, γνωρίζουμε ότι έχουμε περισσότερες της μίας εορτές, όπως είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόσθομος και άλλοι Άγιοι, ο Μέγας Αθανάσιος και ούτω καθεξής και βέβαια την καθιέρωση αυτών των μεγάλων θεολογικών εορτών, κατά τις οποίες έχουμε τη μνήμη των οικουμενικών συνόδων, κατά τις οποίες τιμούμε τους πατέρες που συμμετείχαν και συγκρότησαν αυτές τις συνόδους και έτσι μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια εκκλησιαστικοποίηση και μια διαρκή λειτουργική υπόμνηση της διδασκαλίας, της δογματικής διδασκαλίας αυτών των συνόδων μέσα στην εκκλησιαστική πράξη και μέσα στην ζωή της εκκλησίας στο πλαίσιο της επαναλήψεως αυτών των εορτών στον ενιαύσιο εορτολογικό κύκλο της εκκλησίας. |