: Σε όλη την Ευρώπη, όπως ξέρετε, και σε όλον τον κόσμο, γίνοντας αυτή τη στιγμή πλήθος εκδηλώσεων για αυτό το γεγονός. Εκδηλώσεων, όπως είπατε, για την Ευρώπη, για την Ευρώπη, για την Ευρώπη, για την Ευρώπη, για την Ευρώπη, για την Ευρώπη, για την Ευρώπη, για την Ευρώπη, για την Ευρώπη, για την Ευρώπη. Σε όλη την Ευρώπη, όπως ξέρετε, και σε όλον τον κόσμο, γίνοντας αυτή τη στιγμή πλήθος εκδηλώσεων για αυτό το γεγονός. Εκδηλώσεως οργανώνουν οι εκκλησίες, τα πανεπιστήμια, διάφοροι φορείς. Και στην Ελλάδα, για να μην παρακολουθούμε, έχουν γίνει κανένα δυο-τρία πράγματα μέχρι τώρα. Και είπαμε και εμείς ότι πρέπει να μιλήσουμε λίγο για αυτό το γεγονός. Ένα γεγονός που ξεκίνησε πολύ απλά με αυτή την Θεοκόρη στο 95. Θέσουγεν για να χαρέσει μια θεολογική συσήτηση, γι' αυτό άρχισε και ο Λούθουρς στα Λατινικά, απευθυνόμενος στους φοιτητές θεολογίας. Και από αυτό το γεγονός άλλαξε ο κόσμος όλους. Στην Ελλάδα δεν έχουμε μελετήσει και κατανοήσει ουσιαστικά το Λούθουρ και το κοτοστατισμό. Θα λέγα ότι σχεδόν η λέξη κοτοσταντις δεν βρει μόνο στα θεολογικά περιβάλλοντα, είναι κάτι σαν βρυσιά στον τόπο μας. Και πιστεύουμε ότι πρέπει να μιλήσουμε, να συζητήσουμε και να κατανοήσουμε το μεγάλο γεγονός της μεταρρύθμισης, γιατί ο κόσμος τον οποίο δημιουργήσε είναι ο κόσμος ο δικός μας. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε σήμερα εμείς. Θα μας μιλήσουν λοιπόν δύο άνθρωποι. Ο Γιώργος Καταλτζής, που είναι δίπλα μου, είναι πάστωρα στη Πρώτη Ψαραγγελική Εκκλησία, εδώ στην Αθήνα. Και ο Γεράσιμος Μακρύς, δίπλα, που είναι καθηγητής της κοινωνικής ανθρωπολογίας στο Καντιοκανεπιστημίου. Το αντικείμενό του είναι το Ισλάμ, και είμαστε του Σουδανικού Ισλάμ, αλλά είναι εγκρατής και των πραγμάτων που αφορούν την μεταρρύθμιση. Κείμενα θα διαβάζει ο ηθοποιός Ιελάνος Καλιτσάνος. Επί της προηγούμενες μέρες, λόγω ενδεχομένως της φυλιαρίας μας όσων είμαστε ανησυχητές, εξαμπλήθηκε ο χρόνος και δεν έμεινε περιθώρο για συζήτηση. Σας πώς εγώ θα τυρίσω με αυστηρότητα να κάθε κοντά μου συντονιστεί και θα μείνει χρόνος για συζήτηση. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Σε μας έτυχε δηλαδή. Θα ήθελα με τη σειρά μου να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον κ. Ζουβουλάκη, αλλά και την Εθνική Βουλωτή για την πρωτοβουλή αυτή. Αυτό που θα κάνουμε, απλά να σας εξηγήσω τη διαδικασία στον πρώτο μεγάλο μέρος της σημερινής μας παρουσίασης, θα πούνται κάποια εισαγωγικά σχόλια από εμένα που θα προλογίζουν και στη συνέχεια θα σχολιάζουν κείμενα που θα διαβάζει ο κ. Γερόνινες. Πολύ πλησιαστικό έτσι. Οπότε αυτή θα είναι η ροή των πραγμάτων. Θα πούμε πέντε κείμενα και στη συνέχεια, αφού θα ολοκληρωθεί αυτό το πείμμα, ελπίζω, στην ώρα του θα έχουμε ένα στοχασμό από τον κ. Μακρύ. Ξεκινούμε την ιστορία με τον Πάπα, τον Λέοντα τον 10ο, ο οποίος χρειάζεται χρήματα. Τελικά είναι ενδιαφέρον όσα σπουδαία πράγματα στη Σουρή, ξεκινάει από τόσο κοινές και απλές εμπειρίες. Χρειάζεται χρήματα γιατί θέλει να αποπερατώσει τον Αγιο Πέτρο στην Ρώμη, καθώς και άλλα κοινοφελή καταστήματα και γι' αυτό πουλά εκκλησιαστικά αξιώματα. Ένας φιλόδοξος, επίδοξος πρίκυπας θέλει να γίνει αρχιεπίσκοπος τριών επισκοκών διαδοχικά και για να τις αποκτήσει δανείζεται από τους τραπεζίτες της εποχής του Σφούκε μεγάλα ποσά για να τα πληρώσει στη Ρώμη. Για να ξεχρώσει τους Φούκερ, ο αρμόδιος Καρτινάλιους υποσχέθηκε ότι ο Πάπας θα εκδώσει ένα γενικό λησίπινο, που είναι ο πιο δόκιμος όρος για τα συγχωροχάρτια στα ελληνικά, από το οποίο θα πληρωθούν οι Φούκερ, κοιτάξτε πόσο έξυπνος ο Πάπας, και τμήμα των εισπράξεων θα έπαιρνε κατευθείαν η Ρώμη, δηλαδή θα έπαιρνε και τα λεφτά που του όφειλε αλλά θα έπαιρνε και έξτρα λεφτά. Το marketing αυτής της διαδικασίας το κάνει ο Γιωχάννης Τέτσελ, ο οποίος γυρνάει από μέρος σε μέρους και ένα από τα πράγματα που φέρεται να λέει είναι ότι μόλις τα νομίσματα που δουνήσουν στο χρηματοκυβό του οι ψυχές πηδούν έξω από το καθαρτήριο. Προσέξτε στην φωτογραφία αυτός εδώ πέρα τον τύπο, ο οποίος είναι εκπρόσωπος του οίκου Φούκερ, φυσικά είναι ένας πίνακας ο οποίος κάνει τις εισπράξεις. Ο Λούθηρος πληροφορείται για όλα αυτά, δεν γίνεται στην περιοχή που είναι ο Λούθηρος γιατί ο Φρυδερίκος της Αξιωνίας το απογορεύει αλλά πληροφορείται γι' αυτά. Γράφει ένα γράμμα στον Αλβέρτο και το συνοδεύει με τις 95 θέσεις που της θυροκολλεί στη θύρα του ναού. Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα εδώ γιατί πέλησαν πεντακόσια χρόνια από το 1517 που λαμβάνει χώρα αυτό το συμβάν. Ένα συμβάν που εκ των ιστέρων βλέπουμε ότι έχει κονβική σημασία αλλά πρέπει να πούμε ότι αυτή η ζωγραφιά εδώ πέρα δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα δηλαδή δεν ξέρω αν βλέπετε κάτι τύπος που επιφημούν και γίνεται μεγάλη φασαρία. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν συνέβη, μάλλον πιο πιστή είναι αυτή η φωτογραφία που ταινία του Λούθηρου. Κι ακριβώς βάζει στην πόρτα της εκκλησίας του κάστου της Βιτεμβέρκης που λειτουργεί σαν ένα σπίνακας ανακοινώσεων του Παρεπιστημίου τις 95 θέσεις του, μη στην πραγματικότητα γνωρίζοντας τι ακριβώς πρόκειται να συμβεί. Προσκαλεί σε μια συζήτηση αρκετά ακαδημαϊκή. Πριν ακούσουμε κάποιες από τις 95 θέσεις να πω ότι αν κανείς ψάχνει κάτι πραγματικά θεαματικό και συναρπαστικό σε ό,τι αφορά το ξεκίνημα ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος πρέπει να πάει το 1522 στη Ζυρίχη όπου έχουμε την περίφημη υπόθεση των Λουκάνικων, όπου ο Σβίγκλιος, ένας ο ελβετός μεταρρυθμιστής συμμετέχει σε ένα δημόσιο γεύμα που μέσα στη μέση της αρακοστής της νηστείας τρώνε Λουκάνικα και γίνεται σάλρος στην πόλη και μετά κηρύττει ένα περίφημο κήρυγμα στην κεντρική εκκλησία με τίτλο με την επιλογή και η ελευθερία των φαγητών. Βέβαια, τα Λουκάνικα ξεχάστηκαν αλλά οι 95 θέσεις συνεχίζουν και έχουν την αξία τους και μελετούνται και στη συνέχεια θα ακούσουμε κάποιες από αυτές. Καλησπέρα σας. Οι 95 θέσεις του Μαρτίνελου Θηλού θα ακούσουν κάποιες από αυτές. Από αγάπη για την αλήθεια και από την επιθυμία να την αποσαφηνήσει, ο εδαισιμότατος Μαρτίνος Λούθηρος, μάγιστος των τεχνών και της ιεράς θεολογίας και τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιτενδέργης, ρωτήθεται να υπερασπιστεί τις ακόλουφες θέσεις και να τις συζητήσει επιτόκου. Συνεπώς, ζητά από εκείνες που δεν μπορούν να παρίστανται και να συζητήσουν μαζί του, να το κράψουν γραπτός. Εν ονόματι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν. Θέση 1. Όταν ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε «μετανοείτε», ήθελε ολόκληρη η ζωή των πιστών να είναι μια ζωή μετάνοιας. 2. Η φράση αυτή δεν μπορεί να κατανοηθεί σαν να αναφέρεται στο μυστήριο της μετάνοιας, δηλαδή στην εξομολόγηση και την ικανοποίηση όπως παρέχονται από τον πλήρο. 3. Ωστόσο, δεν σημαίνει απλώς και μόνο εσωτερική μετάνοια. Η τελευταία δεν έχει αξία παρά μόνο αν παράγει διάφορες μορφές εξωτερικής ταπείνωσης της σάρκας. Θέση 10. Οι ιερείς δρούμε άγνοια και κακία, στην περίπτωση των αποθυμισκόντων, όταν επιφυλάσσουν για αυτούς εκκλησιαστικές τιμωρίες για το καθαρτήριο. 11. Τα ασυζάνια της μετατροπής της εκκλησιαστικής ποινής σε ποινή του καθαρτήριου προφανώς πάρθηκαν ενώ οι επίσκοποι κοιμόνταν. Άρα, θέση 21, αυτοί οι ιεροκύρικες των συγχωρογατιών σφάλουν όταν λένε πως ένας άνθρωπος έχει συγχωρεθεί για κάθε ποινή και έχει σοφθεί μέσω των παππικών συγχωρογατιών. Θέση 27, κυρίσουν μόνο ανθρώπινες διδασκαλίες όσοι λένε πως μόλις τα νομίζουν να τα κουβουνήσουν στο κλιματοκυβώτιο, η ψυχή φεύγει από το καθαρτήριο. 28, είναι βέβαιο πως μόλις τα νομίζουν να τα κουβουνήσουν στο κλιματοκυβώτιο, ίσως αυξηθεί το κέρδος και η κλεονεξία, αλλά όταν παρεμβαίνει η εκκλησία το αποτέλεσμα βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στα χέρια του Θεού. Θέση 41, τα παππικά συγχωροχάρτια πρέπει να προβάλλονται με προσοχή μήπως και οι άνθρωποι σκεφτούν εσφαλμένα ότι τα χαρτιά αυτά πρέπει να προτιμηθούν έναντι άλλον καλών έργων αγάπης. Θέση 43, οι χριστιανοί πρέπει να μάθουν ότι όποιος δίνει στους φτωχούς ή δανείζει στους έρχοντες ανάγκη, κάνει καλύτερη πράξη από αυτούν που αγοράζει συγχωροχάρτια. Επειδή η αγάπη, θέση 44, επειδή η αγάπη αυξάνεται με έργα αγάπης, ο άνθρωπος γίνεται με αυτά καλύτερος, όμως δεν γίνεται καλύτερος με τα συγχωροχάρτια, αλλά απλώς εν μέρη απελευθερώνεται από κοινές. Θέση 45, οι χριστιανοί πρέπει να διδαχθούν ότι όποιος βλέπει κάποιον που έχει ανάγκη να τον προσπερνά, αλλά ωστόσο δίνει χρήματα για την αγορά συγχωροχάρτια, δεν εξαγοράζει την παππική άθεση αλλά την ολύγη του Θεού. Θέση 49, οι χριστιανοί πρέπει να διδαχθούν ότι τα παππικά συγχωροχάρτια είναι χρήσιμα μόνο αν δεν βασίζουν την πίστη τους αυτά, αλλά πολύ επιβλαβεί αν εξαιτίας τους οι χριστιανοί χάσουν τον φόβο ενώπιον του Θεού. Θέση 50, οι χριστιανοί πρέπει να διδαχθούν ότι αν ο Πάπας γνώριζε την εξανακριστική απόσπαση χρημάτων την οποία επιβάλλουν οι ερωκήρικες που κολλούνται συγχωροχάρτια, μάλλον θα προτιμούσε να καεί η βασιλική του Αγίου Πέτρου παρά να οικοδομηθεί πάνω στο δέρμα, στη σάρκα και στα οστά του ποιμνιού του. Θέση 51, οι χριστιανοί πρέπει να διδαχθούν ότι ο Πάπας θα επιθυμούσε και θα έπρεπε να επιθυμεί να δώσει από τα δικά του χρήματα ακόμα και αν έπρεπε να απολύσει τη βασιλική του Αγίου Πέτρου σε πολλούς από τους οποίους κάποιοι γυρολόγοι αποσπούν χρήματα από όλον τα συγχωροχάρτια. Θέση 53, αυτοί είναι οι εχθροί του Χριστού και του Πάπα, όσοι απαγορεύουν το κήρυγμα του λόγου του Θεού σε ορισμένες εκκλησίες προκειμένου σε κάποιες άλλες να κηρυχθούν τα συγχωροχάρτια. Θέση 54, ο λόγος του Θεού κληγώνεται όταν στο ίδιο κήρυγμα αφιερώνεται ίσως ή περισσότερος χρόνος στα συγχωροχάρτια από ό,τι στον λόγο. Θέση 69, οι επίσκοποι και οι εφημέριοι είναι υποχρεωμένοι να υποδεχθούν τους απεσταλμένους με τα παππικά συγχωροχάρτια με κάθε σεβασμό. Θέση 70, όμως ακόμη πιο υποχρεωμένη είναι να ανοίξουν τα μάτια και τα αυτιά τους. Μήπως και οι άνθρωποι αυτοί κηρύσουν τα δικά τους όνειρα αντί εκείνων που τους ανέθεσε ο Πάπας. Θέση 79, τώρα λέει κάποιος ότι ο σταυρός διακοσμημένος με τον καπικό θηραίο και στιμμένος από τους πολιτές των συγχωροχαρτιών είναι ίσης αξίας με τον σταυρό του Χριστού, αποτελεί βλασφημία. Θέση 81, αυτό το αχαλήνωτο κύριαγμα υπέρ των συγχωροχαρτιών καθιστά δύσκολο ακόμη και για τους μαφωμένους να διασώσουν τον Πάπα από το διασυρμό ή τις δαιμόνιες ερωτήσεις των απλών ανθρώπων. Θέση 82, όπως είναι η εξής. Γιατί ο Πάπας δεν αδιάζει το καθατήριο χάρη της ιεράς αγάπης και της τρομερής κατάστασης των εκεί ευρισκόμενων ψυχών, αφού απελευθερώνει άπειρο αριθμό από ψυχές χάρη των άθλων χρημάτων με τα οποία θέλει να φτιάξει μια εκκλησία. Ο πρώτος λόγος ήταν πολύ δικαίος, ενώ ο δεύτερος είναι πολύ ασήμαντος. Θέση 86, επίσης, γιατί ο Πάπας, του οποίου ο πλούτος είναι σήμερα μεγαλύτερος από εκείνον του κλουσιότητα του κρίσου, δεν κατασκευάζει αυτή τη βασιλική του Αγίου Πέτρου με τα δικά του χρήματα και όχι με τα χρήματα των φτωχοπιστών. Θέση 90, η βίαιη κατάπληξη αυτών των πολύ καυτών ερωτήσεων που ακούει λαού και όχι η απάντησή τους με λογικά επιχειρήματα, εκθέτει την εκκλησία και γερειοποιεί τον Πάπας στα μάτια των εχθρών τους και καθιστά δυστυχής τους χριστιανούς. Θέλοντας να σχολιάσουμε λιγάκι τις 95 τέσσες που ακούσαμε, όχι όλες, πολύ γρήγορα δυο-τρία πράγματα. Πρώτος, καταλαβαίνουμε ότι ο Λούφερς έχει μια ελπίδα ότι αν ο Πάπας θα αντιληφθεί όλα αυτά που λέει θα πράξει ανάλογα. Με άλλα λόγια δεν ξεκινάει μια επανάσταση αλλά έχει την ελπίδα ότι θα ξεκινήσει μια σωτερική αναμόρφωση. Το δεύτερο είναι ότι, αν και εκ πρώτης όψεως μοιάζει να καταπολεμά και να στοχεύει ενάντια στη αφθορά που υπάρχει μες στην εκκλησία, αν προσέξουμε με μεγαλύτερη σοβαρότητα θα δούμε ότι αυτό που ενοχλεί τον Λούφερ εκεί που βλέπει ότι υπάρχει ο Θανάσημος κίνδυνος είναι το να προτιμηθεί μια μηχανιστική εξωτερική μορφή πνευματικότητας ή θρησκευτικότητας σε αντίθεση με μια εσωτερική βιωματική και αυθεντική. Ξεκινάει μιλώντας για την μετάνοια, δεν είναι τυχαία, γιατί πιστεύει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με τα συγχωροχάρτια είναι ότι, αν μπορείς να δώσεις κάποια χρήματα και με αυτόν τον τρόπο να συγχωρευτείς, τότε πώς και για ποιο λόγο θα μπει στην διαδικασία την εσωτερική της μετάνοιας. Αυτό λοιπόν είναι το μεγάλο του ζήτημα. Και μάλιστα, ήδη εδώ, αν και αδρά βλέπουμε, τον Λούθινων αρχίζει όχι απλά να αμφισβητεί την αξία ή την ωφέλεια της εκκλησίας ως διαμεσολαβητικού μηχανισμού για την έκφραση και το βίωμα της θρησκευτικότητας, αλλά αντίθετα να βλέπει ως επιζύμια την παρουσία της εκκλησίας. Θα ήθελα να σας δείξω έναν ζωγραφικό πίνακα, καθώς πηγαίνουμε προς το δεύτερο κείμενό μας. Είναι ένας πίνακας από τον Κράναχ που ήταν ένας φίλος, κουμπάρος και πολλά άλλα πράγματα για τον Λούθιρο και ένας ζωγράφος εκεί στην Βιτεβέργη, γνωστός. Κοιτάξτε μία λεπτομέρη σε αυτόν τον πίνακα. Είναι ο Εσταυρωμένος, πάνω πολλά πράγματα μπορούμε να πούμε. Αλλά δείτε, εδώ είναι ο ζωγράφος, ο Ιάννης ο βαπτιστής και εδώ είναι ο Λούθιρος. Τώρα, αν προσέξετε ότι το αίμα από τον Εσταυρωμένο πηγαίνει κατευθείαν επάνω στο μέτωπο του Λουθίρου, δηλαδή είναι ακριβώς αυτή η ιδέα ότι η σχέση μου με τον Χριστό βιώνεται χωρίς κάποια διαμεσολάβηση, γιατί όταν υπάρχει διαμεσολάβηση εκεί αυτό κλέβει κάτι από την αυθεντικότητα. Και υπάρχει αυτή η σύγκρουση μεταξύ του μέσα και του έξω, του έσω και του έξω. Είδαμε, καθώς ακούσαμε τις 95 θέσεις, αυτή τη διαλεκτική του έσω και έξω την αναπτύσσει ο Λούθιρος σε ένα άλλο του έργο, που είναι το επόμενο από το οποίο θα ακούσουμε. Δεν είναι δύσκολο να επιλέξουμε τα πάρα πολλά έργα του Λουθίρου και τα χιλιάδες κηρύγματά του. Πιαλέξαμε αυτά που πιστεύω ότι είναι κομφικά για την εξέλιξη της θεολογίας του. Το δεύτερο έργο, λοιπόν, είναι η Ελευθερία του Χριστιανού. Υπάρχουν θέσεις, ελάτε μπροστά αν θέλετε, μην κάθεστε όλοι, υπάρχουν θέσεις. Υπάρχουν εδώ και μία εδώ. Λοιπόν, το 1520, είπαμε, οι 95 θέσεις είναι του 1517. Το 1520 ήδη αρχίζει να υπάρχει αντιπαράθεση, υπάρχουν προβλήματα, υπάρχει παππική βούλα, ακόμα δεν υπάρχει η απόλυτη ρήξη. Δηλαδή στο τέλος του 1520 είναι εκεί που ο Λούθηρος καίει δημόσια την παππική βούλα και υπάρχει πια αυτή η ανοιχτή αντιπαράθεση και ανοιχτή η ρήξη του. Το 1520, λοιπόν, γράφει τρία σημαντικά, ευτυχώς μιλάω γρήγορα. Λοιπόν, γράφει τρία βασικά έργα ο Λούθηρος. Γράφει την Βαβλώνια Εχμαλωσία, γράφει την επιστολή του προς τους Γερμανούς Ευγενής, δύο έργα τα οποία για καλούς λόγους εξοργίζουν την Ρώμη και γράφει ένα τρίτο βιβλίο το οποίο είναι αρκετά ειρηνικό, δηλαδή με έναν θετικό τρόπο προσπαθεί να περιγράψει αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή έχει αιτηλειφθεί ότι είναι ο πυρήνας της θεολογικής σου σκέψης και της θεολογικής του πρόθεσης. Και αυτό το βιβλίο έχει τον τίπλο «Η Ελευθερία του Χριστιανού». Θα ακούσουμε, λοιπόν, κάποια αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο τώρα. Η Ελευθερία του Χριστιανού Για να κάνω τα πράγματα απλούστερα για τον μέσο ή τον κοινό αναγνώστη, επειδή μόνο αυτό είναι κυρετό, θα προτείνω δύο θέματα που σχετίζονται με την Ελευθερία ή τη δουλεία του Πνεύματος. Ο Χριστιανός είναι κύριος των πάντων, απόλυτα ελεύθερος απ' όλα. Ο Χριστιανός είναι ένας υπηρέτης, απόλυτα επιμελής στις ανάγκες όλων. Οι δύο αυτές οι ισχυρισμοί θένονται ότι συγκρούνονται μεταξύ τους. Ωστόσο, αν βρεθεί ότι συμφωνούν, αυτό θα εξυπηρετήσει τους κομπούς μας. Και οι δύο είναι δηλώσεις του Αποστόλου Παύλου, λέει στην πρώτη επιστολή στους Κορυνθίους, «Είμαι ελεύθερος χωρίς εξάρτηση από κανέναν μου. Πιο όμως, έκανα τον εαυτό μου σκλάβο ολονόν, ενώ στην επιστολή στους Ρωμαίους, δηλώνει, μην αφήνετε κανένα χρέος σε κανένα, εκτός βέβαια από την αγάπη που οφείλεται πάντα ο ένας τον άλλο. Είναι στην ίδια φύση της αγάπης να είναι επιμελής προς τους άλλους και να υπηρετεί αυτόν που αγαπά. Αυτό ισχύει και με τον Χριστό. Παρότι ήταν ο Κύριος των πάντων και γεννήθηκε από μια γυναίκα και υποτάχθηκε στο νόμο, ήταν ταυτόχρονα ένας ελεύθερος άνθρωπος και ένας υπηρέτης εν μορφή Θεού, αλλά και εν μορφή δούλου». Μια διπλή τιμή. Διαιρατείο και Βασιλεία. Πρώτα αναφορικά με την Βασιλεία. Κάθε χριστιανός διαπίστεως ανυψώνεται πάνω από όλα, εξαιτίας αυτής της πνευματικής δύναμης που παρέχεται από την πίστη. Ο χριστιανός είναι κύριος όλων των πραγμάτων και τίποτα δεν μπορεί να τον βλάψει. Μπορεί ακόμα να λεξεί ότι τα πάντα υπόκειται σ' αυτόν και αναγκάζονται να υπηρετούν τη σωτηρία του. Όπως το λέει ο Πάγκος στην επιστολή προς δρομαίους, «Κάθε απάκανι στο Θεό, ο Θεός κάνει τα πάντα να σε τελούν στο καλό του». Λέει επίσης στην πρώτη επιστολή προς Κορινθίους, «Όλα είναι δικά σας, και η ζωή και ο θάνατος και το παρόν και το μέλλον. Όλα σε σας ανήκουν, εσείς όμως ανήκητε στον Χριστό». Τώρα αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε χριστιανός τοποθετείται πάνω από όλα τα πράγματα και του δίνεται πραγματική φυσική δύναμη πάνω τους. Αυτό είναι μια κρέλα που έχει καταλάβει εκκλησιαστικούς άντρες των ημερών μας. Το σύστημα είναι ότι αυτό το είδος της δύναμης ανήκει στους βασιλείς, τους πνίκυπες και άλλους πάνω τη γη. Γνωρίζουμε από την καθημερινή μας ζωή ότι η εμπειρία μας είναι όμοια με αυτήν τον άλλον ανθρώπου. Υποφέρουμε πολλά πράγματα και ακόμα πεθαίνουμε. Πραγματικά, όσο περισσότερο χριστιανός είναι ένας άνθρωπος, όσο περισσότερο θα πρέπει να υποφέρει το κακό, τα παθήματα και το θάνατο, όπως το βλέπουμε από το παράδειγμα του ίδιου του Χριστού, του Πρωτότοκου, καθώς επίσης στις ζωές των ακολουθών του, των Αγίων. Γίνεται λοιπόν σε κάθαρο στο σημείο αυτό ότι μιλούμε για μια πνευματική δύναμη. Κυβερνά, ενώ είναι περιστοιχισμένη από εχθρούς και είναι ισχυρή στο μέσο της καταπίεσης, αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παραδύναμη που φανερώνεται στην πυρότητά της μέσα από αυτή την αδυναμία. Είναι θεμελιακό της πίστεως μας ότι στα πάντα ο Θεός εργάζεται για τη σωτηρία μας. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο σταυρός και ο θάνατος είναι υποχρεωμένα να με υπηρετούν και να συνεργάζονται για τη σωτηρία μου. Αυτό το σπουδαίο προνόμιο που είναι δύσκολο να εννοηθεί είναι στην πραγματικότητα μια παντοδυναμία, μια εξουσία στην οποία δεν υπάρχει οτιδήποτε τόσο καλό και οτιδήποτε τόσο κονηρό που να μην μπορεί παρανεργαστεί για το καλό μου. Εκω την προϋπόθεση ότι εμπιστεύομαι τις υποσχέσεις του Θεού. Στο πνευματικό πεδίο αυτό μόνο πίστη χρειάζεται και τα έργα δεν έχουν καμία σημασία για μένα. Το μόνο που χρειάζομαι είναι να αφήνω την πίστη σε όλη την ελευθερία να ασκεί τη δύναμη και την αιτουσία της. Πραγματικά αυτή είναι η ανεκτοίμητη δύναμη και ελευθερία του χριστιανού. Όχι μόνο είμαστε οι πλέον ελεύθεροι των βασιλέων, αλλά είμαστε επίσης ιερείς για πάντα. Αυτό είναι κάτι πολύ καλύτερο από το να είμαστε βασιλείς. Επειδή ως ιερείς είμαστε ικανοί να εμφανιζόμαστε ενώπιον του Θεού, να προσευχόμαστε και τους άλλους και να διδάσκουμε ο ένας τον άλλο θεία πράγματα. Αυτά είναι καθήκοντα των ιερέων και δεν μπορούν να απογοφούν σε οποιονδήποτε που δεν πιστεύει. Έτσι, ο Χριστός κατέστησε τη δυνατόνια μας, υπό την προϋπόθεση ότι τον υποστεγόμαστε, να είμαστε όχι μόνο αδερφοί, κληρονόμοι και συγκυβερνήδες του ασιλείου του, αλλά επίσης ιερείς μαζί του. Κατά συνέπεια, μπορούμε να εμφανιζόμαστε ενώπιον του Θεού με θάρρος, με πνεύμα ύστεος και να κράζουμε αφά από πατήρ, να προσευχόμαστε ο ένας και τον άλλο και να εκτελούμε τα πάντα που ανοίγνουν στα καθήκοντα και τα φανερά έργα των ιερέων. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να κατανοήσει την υψηλή αξιοπρέπεια του χριστιανού όσα αποτέλεσμα αυτής της βασιλικής ισχύος είναι ικανός να διοικεί τα πάντα, θάνατο, ζωή και αμαρτία. Αυτό είναι ένα σύντομο εβιβλίο αλλά έχει πάρα πολλά στοιχεία μέσα του που είναι πολύ ενδιαφέροντα. Ένα κομμάτι μεγάλο που παραλείψαμε είναι όταν ο Ολούθυρος εξηγεί το νόημα της πίστης. Θα επαναφέρω γιατί έτσι θα καταλάβουμε τι εννοεί όταν μιλάει για αυτή την ελευθερία και χρησιμοποιεί την εικόνα τη μεταφορά του γάμου. Όπως έναν γάμο ενώνονται δύο και αυτό που είναι του ενός γίνεται του άλλου και εκείνο που είναι του άλλου γίνεται επιστρέφηση των άλλων. Αυτό συμβαίνει μέσα στην εμπειρία της πίστης, δηλαδή και αναρωτιέται ο Ολούθυρος τι είναι δικό μου, τι είναι του ανθρώπου. Η αμαρτία, το σκοτάδι, η κρίση, όλα αυτά μέσω της πίστης γίνονται του Χριστού. Και τι είναι του Χριστού, είναι η δικαιοσύνη, είναι η ομορφιά, είναι η αγάπη, όλα αυτά, η αγιότητα, γίνονται αδικά μου, γίνεται αυτή η ευτυχής ανταλλαγή. Έτσι λοιπόν μέσα σε αυτή την αγάπη νιώθω ελεύθερος. Το λέω πολύ συχνά όταν κάνω στην εκκλησία μας γάμους, ότι υπάρχει αυτό το τραγούδι που λέει «σ' αγαπώ γιατί είσαι ωραία». Και λέω φαντάσου πόσο ταλέπορη πρέπει να νιώθει αυτή η γυναίκα, αν κάποια στιγμή πάψει να είναι ωραία, έτσι. Δηλαδή αν η αγάπη είναι με όρους, αυτός σου δίνει τρομερό άγγος, δεν σου δίνει ελευθερία. Αλλά η δικαίωση εκπίστωσης για την οποία μιλάει ο Λούθιρος εδώ πέρα είναι ακριβώς αυτό ότι ο Χριστός με αγαπάει, με κάνει νύφη του, ενώ ξέρει ότι δεν είμαι ωραίος, δεν είμαι ωραία, με αγαπάει παρόλα αυτά. Και αυτή η απροϋπόθετη αγάπη και αποδοχή μου δίνει μια μοναδική ελευθερία, μια μοναδική αξιοπρέπεια, μια μοναδική πεποίθηση. Ο άνθρωπος λοιπόν δικαιωμένος εκπίστωσης γίνεται ένα ελεύθερο υποκείμενο που μπαίνει μέσα στον κόσμο με μια πρωτόγνωρη παρησία. Υπάρχει ένας ύμνος που έγραψε τα λόγια του Λούθιρου στο 1527, όλοι οι Ευαγγελικοί τον ξέρουμε, τον ψάλλουμε, είναι ο θούριος της μεταρρύθμισης όπως τον λέμε. Διαβάζω μια στροφή του σε κάπως πιο ελεύθερη απόδοση, η οποία μεταφράζει ακριβώς το γερμανικό. Κι αν ο κόσμος ήταν γεμάτος με διαόλους, έτοιμους να μας κατασπαράξουν, δεν θα νησυχούσαμε καθόλου. Η σκοπή μας θα εκπληρώνοταν. Ο άρχον αυτού του κόσμου πόσο μανιασμένο ενεργεί και όμως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα, που σημαίνει ότι έχει κριθεί ένας μόνο απλός λόγος θα τον συντρίψει. Ο άνθρωπος λοιπόν μπαίνει μέσα στον κόσμο ξαφνικά ή για πρώτη φορά ως ένα ελεύθερο υποκείμενο που μπαίνει με αξιοκρέτα και με παρησία και με θάρρος. Όμως, και εδώ είναι το συναλπαστικό, αν και είναι κύριος των πάντων, όπως ακούσαμε σε αυτήν την παραδοξολογία με την οποία ξεκινάει το έργο αυτό, ταυτόχρονα είναι υπηρέτης όλων. Επειδή επιλέγει, όχι ως κατοίκων, ούτως κατά αναγκασμό, ενώ είναι κύριος των πάντων, επιλέγει ελεύθερα να γίνει υπηρέτης όλων. Και έτσι υπηρετεί των πλησίων του, όχι για να, αλλά επειδή. Με άλλα λόγια, εάν υπηρετεί των πλησίων του αυτά, διαβάσαμε, γιατί είναι το καθήκον που του έχει αναθέσει ο Θεός, επειδή ελπίζει ότι θα λάβει κάποιον μισθό. Στην πραγματικότητα δεν αγαπάει τον άλλον, αγαπάει τον εαυτό του, αλλά ένας άνθρωπος ο οποίος είναι ελεύθερος μέσα στην αποδοχή της αγάπης του Θεού είναι πια ελεύθερος να αγαπήσει με ανιδιωτέλη και να αγαπήσει για χάρη του άλλου του. Αυτή η διαλακτική ξανά της εσωτερικότητας, των κινήτρων, της ποιότητας του βάθους, δηλαδή όχι μόνο το τι κάνω, αλλά γιατί το κάνω, είναι ένα από τα πολύ βασικά θέματα που μπορούμε να διαβάσουμε στον πρόλογο του Λουθείρου που γράφει για την προσδρομή ως επιστολή. Ένα από τα πολύ σημαντικά στοιχεία της ζωής και της συνεσφοράς του Λουθείρου είναι ότι καθώς βρίσκεται εκεί, είναι κρυμμένος, είναι ο κάστρος του Βάρμπρουκ, εκεί πέρα είναι εξόριστος, χρησιμοποιεί ψευγόνιμο, έχει αφήσει γένια για να μην τον αναγνωρίζουν και μεταφράζει την αδιαγραφή, ξεκινάει μεταφράζει την Καινή Διαθήκη στην καθομιλουμένη γερμανική συμπαραγματικότητα. Δεν είμαι ειδικός γλωστολόγος, αλλά πολλοί πιστεύουν ότι είναι η βάση για την γερμανική γλώσσα, θέτει την βάση για την γερμανική γλώσσα. Γίνεται ένα best-seller η πρώτη έκδοση, γύρω στα 200.000 αντίτυπα, μέσα εκεί υπάρχει ο πρόλογος στην προς Ρωμαίος Επιστολή. Τώρα, αυτός ο τύπος δεν έχει καμία σχέση με τον Λούθερο, είναι ο Ιωάννης Βουέστελε, μια άλλη πολύ σημαντική μορφή μέσα στην πρωτιστατική ιστορία, είναι ο πατέρας του Μεθοδισμού, ο οποίος είναι αγγλικανός ιερέας, ο οποίος παλεύει με την απιστία, δεν έχει βεδότητα για την ύπαρξη του Θεού και παλεύει με όλα αυτά τα πράγματα και λέει ότι κάποια στιγμή μπαίνει σε έναν χώρο που συμβαίνει να διαβάζουν τον πρόλογο της προς Ρωμαίος Επιστολής που έχει γράψει ο Λούθερος. Και εκεί μας λέει ότι καθώς ακούει τον Λούθερο να εξηγεί το πώς η καρδιά αλλάζει διά της πίστος, ένιωσα λέει με τα λόγια του, η καρδιά μου να θερμαίνεται με έναν παράξενο τρόπο, παράξενα πράγματα λοιπόν καμιά φορά συμβαίνουν με τα κείμενα, ας ακούσουμε μερικά αποσπάσματα από τον πρόλογο αυτό. Πρόλογος του Λουθήρου στην επιστολή προς Ρωμαίους 1522 όπως αναθεωρήθηκε το 1546. Πριν αρχίσουμε θα πρέπει να κατανοήσουμε τη γλώσσα της προς Ρωμαίους και να μάθουμε τι εννοούσε ο Απόστολος Πάπλος όταν χρησιμοποιούσε τους όρους νόμος, αμαρτία, χάρη, πίστη, δικαιοσύνη, σάρκα, πνεύμα κτλ. Διαφορετικά καμία ανάγνωση του βιβλίου δεν θα έχει την παραμικρή αξία. Η δησία δηλαδή της νόμος δεν πρέπει να κατανοηθεί με την ανθρώπινη έννοια δηλαδή με όρους του τι πρέπει να κάνουμε και τι όχι. Αυτό συνδέει με τους ανθρώπινους νόμους. Ο Θεός όμως κρίνει σύμφωνα με το τι υπάρχει στα βάθη της καρδιάς μας. Γι' αυτό λόγο και ο νόμος του Θεού αποβλέπει στον βάθος της καρδιάς. Δεν ικανοποιείται με πράξεις, τις θεωρεί υποκριτικές και κύρδυλες αν δεν πηγάζουν από τα βάθη της καρδιάς. Γι' αυτό και όλοι οι άνθρωποι ονομάζονται ψεύτες στη βίβλο. Πας άνθρωπος ψεύτης, ψεύτης αισθή. Κι' αυτό γιατί κανένα δεν τυρύει ή δεν μπορεί να τυρίσει τον νόμο του Θεού με όλη του την καρδιά. Είναι όλοι υποκριτές. Επειδή όλη η βαθιά μέσα τους δεν ευχαριστιούνται στο καλό και ευχαριστιούνται στο κακό. Αν τώρα οι άνθρωποι δεν βρίσκουν βαθιά μέσα τους ευχαρίστηση από το καλό, τότε η καρδιά τους δεν είναι ευθυγραμμισμένη με τον νόμο του Θεού και τότε επίσης υπάρχει σίγουρα αμαρτία και επισύρει την οργή του Θεού. Έστω κι αν εξωτερικά οι άλλοι βλέπουν πολλά καλά έργα και γενικά μια έντυμη ζωή. Ακόμη κι αν εξωτερικά τυρίσεις με έργα τον νόμο επειδή φοβάσαι την τιμωρία ή αποβλέπεις κάποια ανταπόδοση, παρά ταυτά τα κάνεις όλα χωρίς να σε νοιάζει δίχως να ευχαριστήσεις ή να αγαπάς τον νόμο του Θεού, τα κάνεις απρόθυμα ή ξανακαστικά. Αν δεν υπήρχε ο νόμος, θα προτιμούσες να ενεργήσεις διαφορετικά. Το συμπέρασμα είναι ότι βαθιά μέσα σου μισείς τον νόμο. Τότε τι νόημα έχει να διδάσεις τους άλλους να μην κλέβουν αν βαθιά μέσα σου είσαι κλέφτης και αν είχες την τόλμη να κλέψεις θα το έκανες με ευχαρίστηση. Αν και για να λέμε τα σωστά, αυτή είναι και η εξωτερική συμπεριφορά των υποκλητών. Διδάσχεις, λοιπόν, τους άλλους, αλλά όχι τον εαυτό σου. Ούτε εσύ ο ίδιος δεν ξέρεις τι διδάσχεις. Ποτέ σου δεν κατάλαβες τον νόμο σωστά. Επίσης, ο νόμος επαυξάνει την αμαρτία, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος στο κεφάλαιο 5 παράγραφος 20, επειδή όσο περισσότερα απαιτεί ο νόμος από τους ανθρώπους, τόσο αυτοί πίσουν τον νόμο. Πρέπει, λοιπόν, να συνηθίσουμε αυτή τη γλώσσα, ότι δηλαδή άλλο λέει να πράττουμε τα έργα του νόμου και άλλο εντελώς διαφορετικό να εκπληρώνουμε τον νόμο. Τα έργα του νόμου είναι οτιδήποτε κάνει κάποιος ή μπορεί να κάνει προκειμένου να τηρήσει τον νόμο με τη δική του ελεύθερη θέληση ή δύναμη. Αν όμως παρόλα αυτά τα έργα η καρδιά του παραμένει απαξιοτική ως προς τον νόμο και ενεργεί εξανακαστικά, τότε όλα τα έργα πάνε χαμένα και δεν έχουν καμία αξία. Αυτό ακριβώς είναι που εννοεί ο Παύλος όταν λέει «με τα έργα που επιβάλλει ο νόμος κανένας δεν μπορεί να δικαιωθεί». Βλέπει κανείς εδώ ότι οι αντιρυσίες και οι σοφιστές εξαπατούν τον κόσμο όταν τους λένε ότι πρέπει να προτιμαστούν με καλά έργα για να λάβουν τη χάρη. Πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να προτιμαστεί με καλά έργα, αφού τα έργα τα κάνει απρόθυμα. Και μόνο αποστροφή για τον όνοχο έχει στην καρδιά του. Πώς μπορεί μια καλή πράξη να ευχαριστήσει τον Θεό αν προέρχεται από μια καρδιά απρόθυμη και παναστατημένη. Εκπλήρωση του νόμου, ωστόσο, είναι να επιτελείς τα έργα που σου παραγγέλει με ευχαρίστηση και αγάπη. Η ζωή σου να είναι με ευσέβεια και αγαθότητα προέρεσης, χωρίς τον εξαναγκασμό του νόμου. Η αγαθή αφή προδιάθεση και η αγάπη για τον νόμο έρχονται στην καρδιά για το Αγίου Πνεύματος, όπως λέει ο Ακώστολος Πάπλος στο κεφάλαιο 5, παράγραφος 5. Το Άγιο Πνεύμα, όμως, δεν χωρηγείται παρά μόνο με την πίστη και δια της πίστεως των Ιησού Χριστού, όπως λέει ο Ακώστολος στο προήμιο της Επιστολής. Επιπλέον, η πίστη έρχεται μόνο δια λόγου του Θεού ή του Ευαγγελίου, που διακήρυντει τον Χριστό. Στα κεφάλαια 3, 4 και 10 λέει γι' αυτόν ότι είναι Υιός του Θεού και άνθρωπος ότι πέθανε και αναστήθηκε για τη δικαιοσύνη μας. Έτσι, λοιπόν, μόνο η πίστη δικαιώνει κάποιον και εκπληρώνει τον νόμο. Αποτέλεσμα του ελέγου του Θεού είναι ότι έρχεται στον άνθρωπο το Πνεύμα. Και το Πνεύμα φέρνει στην καρδιά ευτυχία και ελευθερία, κάτι που ισχυρίζει τον νόμο σε ό,τι τα δίνει. Τα καλά έργα, λοιπόν, προέρχονται από την ίδια την πίστη. Δείτε και εννοεί ο Παύλος στο κεφάλαιο της επιστολής. Αφού έχει απορρίψει τα έργα του νόμου, μοιάζει σαν να θέλει να αγνοήσει τον νόμο για της πίστεως. Οτέτε πράγμα. Αντίθετα, δίνουμε στο νόμο την πραγματική του θέση. Με άλλα λόγια, εκπληρώνουμε τον νόμο με την πίστη. Η πίστη ωστόσο είναι ένα θείο έργο μέσα μας που μας αλλάζει και μας φέρνει τη νέα γέννηση. Θανατώνει τον παλαιό Αδάμ και μας κάνει εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους ως προς την καρδιά, τη νοοτροπία, το νου και τη δύναμη. Και με αυτή την αλλαγή φέρνει το Άγιο Πνεύμα. Α, αυτή η πίστη είναι μια ζωντανή, παραγωγική, ενεργός, μεγαλειώδης πραγματικότητα. Είναι αδύνατον να μην παράγει διαρκώς καλά έργα. Δεν αναρωτιέται αν πρέπει να κάνει καλά έργα. Αλλά πρωτού, καν τεθεί το ερώτημα, τα έχει ήδη πραγματοποιήσει και τα παράγει ακατάπαυστα. Όποιος όμως δεν παράγει τέτοια έργα είναι άπιστος. Ψηλαφεί στο σκοτάδι και αναζητεί την πίστη και τα καλά έργα, αλλά δεν ξέρει ούτε τι είναι πίστη ούτε τι είναι καλά έργα. Όλο μιλάει και ξαναμιλάει φυαρώντας για την πίστη και τα έργα. Πίστη είναι η ζωντανή, τολμηρή εμπιστοσύνη στη χάρη του Θεού. Είναι τόσο σίγουρη και αταλάντευτη που ο πιστός θα μπορούσε να στοιχηματίσει σε αυτήν χιλιάδες φορές τη ζωή του. Αυτή η γνώση και η εμπιστοσύνη στη χάρη του Θεού μας κάνει χαρούμενους, τολμηρούς και ευτυχισμένους, καθώς πλησιάζουμε τον Θεό και συναναστρεφόμαστε όλα τα δημιουργήματά του. Αυτό είναι το έργο που το Άγιο Πνεύμα επιτελεί δια της πίστεως. Από αυτής της πίστεως οι Χριστιανοί είναι έτοιμοι, χωρίς κανέναν καταναγκασμό, να κάνουν καλό σε όλους τους άλλους, με χαρά, να υπηρετήσουν τους άλλους, να υποφέρουν τα πάντα από αγάπη και με πνεύμα δοξεργίας του Θεού που τους έχει δείξει αυτή την χάρη. Είναι αδύνατον λοιπόν να διαχωρήσουμε τα έργα από την πίστη όπως ακριβώς είναι αδύνατον να διαχωρήσουμε το φως και τη θερμότητα από τη φωτιά. Προσέξτε λοιπόν τις εσφαλμένες αντιλήψεις σας και φυλαχτείτε από τους μάταιους συζητητές που φαντάζονται πως είναι σοφοί, έτσι που να μπορούν να αποφαίνονται για την πίστη και τα καλά έργα, πιο όμως είναι οι μεγαλύτεροι μπλάκες. Προσευχηθείτε στο Θεό να κάνει έργο πίστεως μέσα σας, διαφορετικά σίγουρα θα μείνετε για πάντα χωρίς πίστη, ανεξάρτητα από τι πιστεύετε ή πράβετε. Η δικαιοσύνη λοιπόν μια τέτοια πίστη είναι, ονομάζεται δικαιοσύνη Θεού επειδή δίνεται από το Θεό, λογίζεται σαν δικαίωση ενώπιον του χάρις τον μεσίτη μας, τον Χριστό. Και μας ικανώνει από την αμαρτία και μας ικανώνει να ακυρώνουμε τις υποχρεώσεις μας προς όλους. Δια της πίστεως ο άνθρωπος αλευθερώνεται από την αμαρτία και φτάνει στο σημείο να ευχαριστείτε στην εκπλήρωση των εντολών του Θεού, αποδίδοντας τον Θεό την τιμή που του πρέπει και αποδίδοντάς του ότι ανήκει σε αυτόν. Κατά τον ίδιο τρόπο υπηρετούμε τον συνάνθρωπό μας με όλη μας την καρδιά με οποιοδήποτε μέσον μπορούμε και έτσι σε κανέναν δεν οθείλουμε τίποτα. Η φύση μας, η θέλησή μας και οι δικές μας δυνάμεις δεν μπορούν να δημιουργήσουν αυτή την δικαιοσύνη. Κανένας δεν μπορεί να δώσει σε κάποιον πίστη και κανένας δεν μπορεί να πάρει από κάποιον την αμυστία του. Πώς λοιπόν θα πάρει από κάποιον μια αμαρτία, ακόμα και την πιο μικρή. Επομένως, ό,τι γίνεται έξω από την πίστη ή μέσα στην αμυστία είναι λάθος, είναι υποκρισία και αμαρτία όσο καλή ενδίκωση κι αν κάνεις τους άλλους. Έτσι, σε αυτή την επιστολή, βρίσκουμε σε μεγάλη αφθονία όσα θα πρέπει να γνωρίζει ένας χριστιανός, δηλαδή τι είναι νόμος, Ευαγγέλιο, αμαρτία, τιμωρία, χάρη, πίστη, δικαιοσύνη, ποιος είναι ο Χριστός, ο Θεός, τι είναι καλά έργα, αγάπη, ελπίδα και ο Σταυρός. Επίσης, πώς να συμπεριφερόμαστε προς τους άλλους, είτε αυτοί είναι δίκαιοι, είτε αμαρτωλοί, δυνατοί ή αδύναμοι, φίλοι ή εχθροί, ακόμα και προς τον ίδιο τον εαυτό μας. Όλα αυτά υποστηρίζονται επ' ακόσα τις γραφές και αποδεικνύονται από το παράδειγμα ζωής του ίδιου του Αποστόλου Παύλου και των Προφητών. Δεν υπάρχει άλλο να ζητήσει κανείς. Επομένως φαίνεται πως ο Παύλος ήθελε σε αυτή τη μία επιστολή του να συνοψήσει όλο το χριστιανικό και επαγγελικό δόγμα και να προετοιμάσει μια εισαγωγή σε ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη, γιατί αναμφίβολα όποιος έχει αυτή την επιστολή στην καρδιά του έχει το φως και τη δύναμη της Παλαιάς Διαθήκης. Παλαιά Διαθήκης, όπως είπαμε ήδη αυτός ήταν ο πρόλογος και ίσως η καλύτερη εφαρμογή είναι να ξαναδιαβάσει κάποιος την προσδρομιώση στην επιστολή, να τη διαβάσει για πρώτη φορά αν δεν την έχει διαβάσει. Έχω τον πειρασμό να το αφήσω στα σχολεία στο αν και ο Μάκης δίπλα μου εδώ πέρα ο κ. Μακρύς μου είπε ότι πρέπει να τα εξηγήσουμε. Να εξηγήσω από τη λέξη βλάκας που είπε στο προσέξαδο. Είχε πει πολύ χειρότερα ολόκληρος πρέπει να σας πω. Με άλλα λόγια καταλάβουν ότι η θεολογία είναι ζήτημα ζωής και θανάτου και ίσως εκεί πέρα το θέμα δεν είναι σε πολιτικά ορθώς και να τα λες με τρόπο κομψό και θα αφήσω όντως τα σχολεία στο αυτό το κείμενο γιατί έχουμε να τα συναντήσουμε αυτά στην συνέχεια. Ένα κλασικό κείμενο στο οποίο ο Λούθηρος είναι τελώς θυμωμένος είναι το επόμενο που θα προσεγγίσουμε που έχει τίτλο «Η δουλεία της θέλησης». Ευτυχώς κόψαμε το πρώτο μέρος γιατί είναι έτσι πολύ δύσκολο. Είναι μια συζήτηση στην οποία μπαίνει με τον Έρασμος. Έρασμος είναι ένας άνθρωπος ουμανιστής, άνθρωπος των γραμμάτων ο Λούθηρος και όλοι στην εποχή του οφείλουν πολλά σ' αυτόν. Δηλαδή η κοινή διαδίκη από την οποία μεταφράζεται προς Ρωμαίους είναι το κείμενο το οποίο ο Έρασμος παρίγαγε και εξέδροσε. Άρα του χρωστούν μεγάλη ευγνωμοσύνη και σίγουρα οι μεταρκτημιστές τον θέλουν με το μέρος τους. Και ελπίζουν ότι είναι με το μέρος τους. Και ίσως στην αρχή ο Έρασμος μοιάζει να συγκινείται με το μεταρκτημιστικό καυτό πρόγραμμα. Υπάρχει αυτή η φράση που αποδίδευσε τον Έρασμο όταν τον ρώτησε ο Φρυδερίκος το σοφός τι νομίζει για τον Λούθηρο. Είπε κοίταξε κάτι καλό σύναλλα και είναι έναν θανάσιμο λάθος. Θα έβαλε με το στέμμα του Πάπα και με την κοιλιά των καλογύρων και δεν θα έχει καλά ξεμπερδέματα. Αυτόν πάνω διέρευσε και ο Έρασμος ένιωσε κάποια στιγμή την ανάγκη ότι πρέπει θυμώσει ανε κάποιον τρόπο να συζητήσει και να αντιπαρατεθεί προς την μεταρρύθμιση. Και διάλεξε αυτό το θέμα που το θεούσε κομβικό και έχει να κάνει με την βούληση. Γιατί ήδη νομίζω καταλάβατε αυτό που έχει τεράστια αξία του Λούθηρου που είναι η εσωτερικότητα. Δηλαδή η θρησκευτικότητα δεν είναι κάτι που κάνω και μηχανιστικά το παράγω. Είναι έναν μαγικό τρόπο τελος πάντων. Τυρώ κάποια πράγματα ή ακολουθώ μια τελετουργία και πράγματα συμβαίνουν. Όλα αυτά πρέπει να ξεκινούν από μέσα μου, από την καρδιά μου, από τη βούληση, από το θέλημά μου. Πρέπει να είναι παράγωγα μιας εσωτερικής στάσης και προδιάθεσης. Αλλά που ακριβώς την βρίσκω αυτήν. Έγραψε λοιπόν ο Έρας μου σε ένα βιβλίο για την ελευθερία της θέλησης. Πήρε το βιβλίο αυτό, πρώτα το διάβησε ο Μελάχθον, όταν έφτασε στη Βιουτεβέρκη, ο οποίος για κάποιο λόγο το θεώρησε ότι είναι ένα θετικό βιβλίο. Της συντάσσεται με τον μεταρρυσμισμικό πρόγραμμα. Τον το πήρε στα χέρια ο Λούθηρος. Λέει ότι μου ήρθε πολλές φορές να το πετάξω κάτω. Έκανε μεγάλη υπομονή λοιπόν να καλμάρει μάλλον πριν απαντήσει. Αλλά τελώς πάντως του συνέβησαν και άλλα πράγματα. Παντρεύτηκε εκείνη την περίοδο και άλλα ωραία πράγματα του συνέβησαν και έγραψε ως απάντηση το έργο, το οποίο θα ακούσουμε. Το οποίο είναι από τα πιο δύσπεπτα ίσως του Λουθήρου. Είχα έναν καθηγητή στο θεολογικό σεμινάριο. Πριν καιρό είχα μιλήσει σε μια συνάντηση που είχαμε σε μια εμμερίδα στο Πάντειο Πανεπιστήμου. Και ανέφερα έναν καθηγητή που όταν του έπαιρναν συνέντευξη για να το προσλάβουν στην Αμερική το ρώτησαν με ποιον θα ήθελες να πας διακοπές σε ένα νησί με τον Καλβίνο με τον Λούθυρο. Και είπε με τον Καλβίνο θα έκαναν καλές συζητήσεις και δεν ήταν ακριβής αλλά με τον Λούθυρο θα περνούσα ωραία. Θυμάμαι λοιπόν έναν καθηγητή μου που έλεγε ότι αν ήταν να επιλέξει ένα βιβλίο να πάρει μαζί του ξέρετε Ευαγγελική θα πούμε εκτός από τη γραφή γιατί αυτό είναι δεδομένος ήταν το ένα βιβλίο. Το δεύτερο βιβλίο ήταν η δουλειά της βούλησης που στην πραγματικότητα και ο Λούθυρος ο ίδιος έλεγε ότι αν τρία έργα του αξίζει να διαμείνουν είναι η δουλειά της βούλησης και οι δύο κατηχήσεις μικροί και μεγάλοι που έγραψε. Πωτε ας ακούσουμε κάποια προσπάσματα και απ' το έργο αυτό. Μια παρουσίαση των επιχειρημάτων απ' τη πλευρά του Λούθυρου. Έχουμε φτάσει στο τελευταίο τμήμα του βιβλίου αυτού, στο οποίο όπως υποσχεθήκαμε θα πρέπει να παρουσιάσουμε τα επιχειρήματά μας κατά της ελεύθερης εκλογής. Αλλά δεν θα τα παρουσιάσουμε όλα επειδή ποιος μπορεί να το κάνει αυτό σε ένα μικρό βιβλίο όταν το σύνολο των γραφών, κάθε κεραία και τίτλος αυτόν είναι με το πλευρό μας. Ούτε είναι απαραίτητο να γίνει επειδή η ελεύθερη εκλογή είναι ήδη νικημένη και πεσμένη από μια διπλή κατάκτηση. Κατά πρώτου λόγου, στο σημείο αυτό όπου αποδεικνύουμε ότι τα πάντα στη διατριβή που θεωρούνταν ότι είναι υπέρ της και είναι στην πραγματικότητα εναντίον της και κατά δεύτερο, στο σημείο εκείνο που καρουσιάζουμε ότι τα επιχειρήματα που προσπάθησε να ανασκευάσει στέκονται ακόμα ακατανίκητα. Από την άλλη πλευρά, ακόμα και αν η ελεύθερη εκλογή δεν ήταν ήδη νικημένη, δεν θα χρειαζόταν παρά ένα-δυο βλήματα για να τη ρίξουν κάτω και αυτό θα ήταν αρκετό. Επειδή ποια ανάγκη υπάρχει όταν ο εχθρός έχει σκοπωθεί από μια σφαίρα, θα τον κάνουμε κόσκινο με περισσότερες. Τώρα λοιπόν, θα είμαστε τόσο σύντομοι όσο το θέμα μας επιτρέπει. Από τους πολυάριθμους στρατούς μας, θα φέρουμε στο προσκήνιο δύο μεγάλους διοικητές με λίγα παντάγματά τους ονομαστικά, τον Παύλο και τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Τώρα, ας δούμε πώς σκέφτεται ο Παύλος για την προσπάθεια και τη δύναμη της ελεύθερης εκλογής σ' αυτούς που αποκαλεί σαρκικούς. Και πάλι, διότι το φρόνιμα της σαρκός έχθρα εις θεών. Επίσης, αφού δεν υποτάσσεται στο θεϊκό νόμο, αλλά και ούτε μπορεί να υποταχθεί. Στο σημείο αυτό, αυτός που υποστηρίζει την ελεύθερη εκλογή, ας μου πει, πώς είναι δυνατόν κάτι που είναι θάνατος, που δυσαρεσκεί το θεό, που είναι έχθρακος το θεό, ανυπάκουος το θεό και ανήκανο να υποταχθεί, να μπορεί να προσπαθεί πουστο αγαθώ. Επειδή ο Παύλος δεν επέλεξε να πει απλώς ότι το φρόνιμα της σαρκός είναι νεκρό ή εχθρικό, όπως το θεό, αλλά ο θάνατος ο ίδιος, η έχθρα ίδια, κάτι που θέλει να δυνατόν να υποταχθεί στο νόμο του θεού, είναι να ευαρεστήσει το θεό, ακριβώς όπως παραπάνω είχε πει, ο νόμος, όπως ξέρουμε, ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί εξαιτίας της ανθρώπινης αδυναμίας. Γι' αυτό ο Θεός έστειλε στον κόσμο τον Υιό του. Δείτε τώρα καλό για τον Χριστού, στο Ιωάννης, κεφάλαιο 6, 44. Κανένας δεν μπορεί να έρθει κοντά μου, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας που με έστειλε. Τι απομένει αυτό στην Ελεύθερη Επλογή? Λέει ότι καθένας χρειάζεται να ακούσει και να μάθει από τον ίδιο τον Πατέρα και ότι όλοι θα πρέπει να διδαχθούν από τον Θεό. Διδάσκει καθαρά εδώ ότι όχι μόνο τα έργα και οι προσπάθειες της Ελεύθερης Επλογής είναι ατελέσκωρα, αλλά ακόμα και το ίδιο το μήνυμα του Ευαγγελίου, κάτι για το οποίο μιλάει το απόστασμα αυτό, θα ακουστεί μάταιο εκτός κι αν ο ίδιος ο Πατέρας μιλήσει, διδάξει και ελκύσει εσωτερικά. Κανένας δεν μπορεί να έρθει, δηλώνει κατηγορηματικά. Κανένας. Έτσι, η ικανότητα αυτή με την οποία ο άνθρωπος είναι δυνατό να κάνει μια προσπάθεια προς το Χριστό, είναι άλλα λόγια, προς την κατεύθυνση των καρμάτων σχετικών με τη σωτηρία, επιβεβαιώνεται ότι δεν είναι καθόλου ικανότητα. Αγαπητέ μου έρασμε, σε παρακαλώ τώρα για τη χάρη του Χριστού να κάνεις επιτέλους αυτό που υποσχέθηκες. Επειδή υποσχέθηκες ότι πρόθυμα θα υποχωρήσεις οποιοντίποτε σου διδάξει καλύτερα, το έχεις κάνει ως ανθρώπους. Αναγνωρίζω ότι είσαι ένας μεγάλος άντρας, πλούσια, βρυκισμένος, με τα ευγενέστερα δώρα του Θεού, με τάλαντο και μάθηση, με ευλοτεία που αγκίζει το θαυμαστό, για να μην αναφερθώ και σε άλλα. Αλλά εγώ δεν έχω και δεν είμαι τίποτα, εκτός και αν τολμήσω να καφηθώ ότι είμαι χριστιανός. Επιπλέον, σε επενώ και σε συγχαίρω πολύ για κάτι ακόμα. Επειδή διαφορετικά από όλους τους άλλους, μόνο εσύ επιτέθηκες στο πραγματικό ζήτημα, στην ουσία του ζητήματος της αντιλογίας και δεν με κούρασες με ασχετοσύνα σχετικά με τον παπισμό, το καθαρτήριο, τα συγχωροχάτια, και παρόμοια σήματα, επειδή είναι σήματα παρά βασικά ζητήματα, με τα οποία σχεδόν όλοι τώρα με κυνηγούν δίχως επιτυχία. Εσύ και μόνο εσύ έχεις δει το ζήτημα, από το οποίο εξαρτώνται τα πάντα και στόχευσες το ζωτικό σημείο, γι' αυτό σε ευχαριστώ ειλικρινά, επειδή χαίρομαι να αφιερώνω αυτό το ζήτημα όσοι προσυχή μου επιτρέπουν ο χρόνος και η άνεσή μου. Εάν όλοι αυτοί που με επιτέθηκαν μέχρι τώρα είχαν κάνει το ίδιο, κι αν αυτοί που μέχρι τώρα καφώνται για νέα πνεύματα και νέες ακοκαλύψεις θα θελήσουν να το κάνουν έστω και τώρα, θα είχαμε λιγότερες αντασίες και σέκτες και περισσότερη ειρήνη και ομώνια. Αλλά ο Θεός με τον τρόπο αυτό, μέσω του Σατανά, τιμώρησε την αγνόμοσύνη μας. Και δεν είναι δύσκολο να οικοφέσει κάποιος πως εσύ, επειδή είσαι άνθρωπος, μπορεί να μην κατανόησες ασθά, ή να μην παρατήρησες με τη δέουσα προσοχή τις γραφές, η τα λεγόμενα των πατέρων, κάτω από την οδηγία των οποίων νομίζεις ότι επιτυχαίνεις το σκοκό σου. Και γι' αυτό υπάρχουν περισσότερα από μια νήξη στη δηλωσή σου για το ότι δεν οικοστηρίζεις κάτι παρά μόνον ότι συζητάς. Εγώ από μέρους μου, στο βιβλίο αυτό, δεν συζήτησα, αλλά οικοστήριξα και οικοστηρίζω και δεν είμαι διεθετημένος να οικοβάλλω το ζήτημα στην κρίση ο οποιοδήποτε, αλλά συνισθώ σε όλους να το αποδεχθούν. Όμως ήρθε ο Κύριος, του οποίου υπόθεση είναι αυτό, να σε φωτίσει και να σε κάνει ένας σκέβος τιμής και δόξας. Αμήν. Αυτό το θέμα είναι από τα πιο δύσκολα, ιδιαίτερα καθώς κάποιος το στοχάζεται και το συζητάει μέσα στο πλαίσιο της ορθόπαιξης πίστης. Η ιδέα μιας βούλησης, η οποία είναι δεδουλωμένη. Μια βούληση, η οποία δεν μπορεί να ανταποκριθεί, έτσι όπως ακούσαμε. Αξίζει βέβαια κάθε τι να το εντάξει κάποιος μέσα στο πλαίσιο του. Δηλαδή μέσα στο ευρύτερο ηθολογικό του πρόγραμμα, τι συμβαίνει με τον Λουδρού, έχει μια μίζερη ετσι μισθανθρωπία, τι είναι αυτό το πράγμα, είναι τόσο απογοητευμένος από τους ανθρώπους, για ποιον λόγο μιλάει με αυτόν τον απόλυτο τρόπο για τον άνθρωπο μέσα στην τραγικότητα και στην ρυζικότητα της αμαρτωλότητας του, η οποία δεν είναι πέξε γέλασε, δεν είναι ένα προβληματάκι που έχει, είναι κάτι που αγκίζει τον πυρήνα της ύπαρξής του και γι' αυτόν τον λόγο είναι θούλος μέσα στην αμαρτία. Για ποιον λόγο όλη αυτή η έμφαση. Πολλά πράγματα που θα μπορούσαμε να πούμε, αλλά πιστεύω αν το δούμε μέσα στο ευρύτερο ηθολογικό πρόγραμμα του Λουθήρου, είναι επειδή ο Λούθηλος θέλει να δώσει όλη την έμφαση και όλη την δόξα στην χάρη του Θεού, ότι η σωτηρία είναι ένας καρπός αποκλεισικά της χάρης του Θεού. Θα σας διαβάσω διάφορες σπάσματα από δυο επιστολές του. Σε μια επιστολή που γράφει στον Σπαλάτιν, που κλεγόταν αναλογιζόμενος τις αμαρτίες του, του λέει «ο Χριστός δεν είναι ο σωτήρας των καταφαντασίας αμαρτωλών ή των ολύγων αμαρτωλών, αλλά γνήσιων αμαρτωλών. Μπορεί να είσαι γυαλαντζή αμαρτωλός και να έχεις τον Χριστός έναν…» Όχι, δηλαδή μεταφτάζω αυτό που λέει ο Ολούθυρος με αυτόν τον τρόπο, αλλά μάλλον κάπως έτσι είναι ο τρόπος, έτσι. «…και να έχεις τον Χριστός έναν καταφαντασία σωτήρα. Αντίθετα, θα πρέπει να συνηθίσεις στο γεγονός ότι ο Χριστός είναι ένας γνήσιος σωτήρας και εσύ ένας πραγματικός αμαρτώλος». Για να καταλάβουμε ότι ο Χριστός είναι ένας σωτήρας, γνήσιος, πρέπει να αρθούμε να αντιμέτουμε την πραγματικότητα μιας ολοκληρωτικής αμαρτωλότητας. Αυτό είναι το θέμα του Ολουθύρου εδώ πέρα. Και ακούστε και μια άλλη επισολή που την γράφει στον φίλο του τον Μελάγκθωνα. «Εάν είσαι κήρικας του ελέους, μην κηρύτης ένα έλεος που είναι από κύμα φαντασίας, αλλά το αληθινό. Και για να είναι το έλεος αληθινό, τότε θα πρέπει να αποδεχθείς την αμαρτία ως κάτι το πραγματικό και όχι πλασματικό. Ο Θεός δεν σώζει αυτούς που είναι ο λίγων αμαρτωλή. Να είσαι αμαρτωλός με θάρρος και ασύν οι αμαρτίες σου γεννές». Αυτό έχει παρεξηγηθεί πολύ γιατί ακούγεται σαν μια προστακτική, να αμαρτάνεις με τόλμη. Ελπίζω να καταλαβαίνετε αυτό που θέλει να πει εδώ πέρα ο Λούθιρος. Είναι ότι, κοίταξε, τώρα μπορούμε να συζητούμε περισσότερια. Είμαι κάπως αμαρτωλός, είμαι λίγο αμαρτωλός. Αλλά, τέλος πάντων, αυτό έλεγαν ιδέτερα το Δία Μοντένα στην εποχή του, για αυτόν ο οποίος κάνει ό,τι μπορεί. Ο Θεός δεν του αρνεί τη χάρη του, τέλος πάντων, δεν είμαστε και τους το χάλια. Ο Λούθιρος λέει, εντάξει, αλλά ο τρόπος τον οποίον εγώ θέλω να μιλήσω για τη σωτηρία, για να αναδείξω τη χάρη του Θεού, είναι όχι με λίγο αμαρτωλό, ή τέλος πάντων λιγάκι από εδώ, λίγο από εκεί, αλλά κοίταξε κάτι, να παραδειχτείς με γενότητα ότι, ξέρεις κάτι, είμαι αμαρτώλος. Τελεία. Και εκεί πέρα θα μπορέσεις να βιώσεις την έννοια της χάρης ως ένα δώρο που δίνεται από τον Θεό. Ο ρεαλισμός της αμαρτωλότητάς μας, με άλλα λόγια, γεννάδια του Χριστού, μια απρόσμενη και ατράντακτη βεβότητα. Δηλαδή αλίμονα, το γράφει αλλού, αν εξαρτιόταν από τη δική μου τη θέληση. Πάω χαμένος. Μου δίνει λοιπόν μια απρόσμενη και ατράντακτη βεβότητα και επιπτήτη σωτηρίας και αποδοχής από τον Θεό. Τι σημαίνει όμως ότι ο Χριστός είναι ένας γνήσιος σωτήρας που σώσει γνήσους αμαρτωλούς. Ερχόμαστε στο τελευταίο κείμενό μας, που είναι το σχόλιο του Λουθήρου στην περικοπή Γαλάτας 313. Θα ξεκινήσω το κείμενο με την περικοπή. Αυτή εδώ πέρα είναι η γυναίκα του Λουθήρου, η Καταρίνα Φονμπόρα, η οποία έκανε πολύ καλή μπύρα. Τότε όλοι μπύνανε μπύρα. Η βέβαια στην Πιτρυπέργη λέει, υπήρχαν μερικές ημέρες που απαγορευόταν να πετάς τις ακαθαρσίσεις στο ποτάμι, γιατί μάζευαν εκείνες μέσα στο νερό, γιατί έπρεπε να το κάνεις μπύρα, γιατί λίωσα τα πάταρες από γασταντερικά. Λοιπόν, γιατί την βάζω εδώ πάνω, γιατί ο Λουθήρος έλεγε την υψηλή προς Γαλάτας η Κάτιμ, την αποκαλούσουμε το χαϊδευτικό της συζύγου, ήταν η αγαπημένη του επιστολή. Αυτό που έχουμε είναι οι σημειώσεις που κράτησαν οι φοιτητές του από διαλέξει. Έχει κάνει δύο κύκλους διαλέξων, νωρίς στην καριέρα του και μεταγενέστερα. Αυτό είναι από τις διαλέξεις που δώστηκαν του 1531 και υπδόθηκαν του 1535. Ας ακούσουμε λοιπόν αυτό το απόσπασμα και με αυτό ολοκληρώνουμε το κομμάτι της ανάγνωσης με ένα πολύ συδομονικό μου σχόλιο και μετά θα ακούσουμε τον κ. Μακρύκη. Σχόλια του Λουθήρου στην επιστολή προς Γαλάτας. Ο Χριστός εξηγόρασε εμάς εκ της κατάρας του νόμου γεννόμενος κατάρας υπέρ ημών, διότι είναι και γραμμένον, επί κατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου, για να έλθει στα έθνη η ευλογία του αυραάμδια του Ιησού Χριστού ώστε να λάβουμε την επαγγελία του Πνεύματος δια της πίστεως. Σε αυτό το σημείο ο ιερόνυμος και οι σοφιστές σοβαδίτου νιώθουν απογοητευμένοι και κυριολεκτικά κατακρεουργούν το κείμενο που όμως ξεχειλίζει από καρηγοριά και ελπίδα επειδή παλεύουν εναγωνίως, με ζήλο που εκείνοι χαρακτηρίζουν ως ζήλο θεού, προκειμένου να μην επιτρέψουν να γίνει προσβολή κατά του Χριστού με τον ανομαστή επί κατάρατος. Οπότε αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν η φράση αυτή να έχει εφαρμογή στον Χριστό, να είναι δηλαδή επικατάρατος από Θεό και να κριμαστεί στον Σταυρό, αφού δεν είναι ούτε εγκληματίας ούτε κλέφτης αλλά δίκαιος και Άγιος. Αυτό ίσως μπορεί να εντυπωσιάσει τους άπειλους επειδή υποθέτουν, όπως οι σοφιστές δεν μιλούν απλά με πολύ αξιεστημένο ύφος αλλά με πολύ μεγάλο φόβο Θεού, υποστηρίζοντας την τιμή του Χριστού και προτρέποντας όλους τους χριστιανούς να μην υποθέτουν ότι ο Χριστός ήταν επικατάρατος. Κατά συνέπεια είναι απαραίτητο να προσβιορίσουμε ποια ήταν η πρόθεση του Παύλου όταν έλεγε αυτά και τι εννοούσαμε αυτό που έλεγε. Ο Παύλος δεν είπε ότι ο Χριστός σταυρώθηκε χάρη των δικών του πράξεων αλλά υπέρ ημών, για τις δικές μας πράξεις, για χάρη μας. Η έμφαση λοιπόν είναι στο υπέρ ημών, διότι όσον αφορά τον εαυτό του ο Χριστός είναι ανθόρος οπότε δεν θα έπρεπε να έχει σταυρωθεί. Επειδή όμως σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή ο κάθε κλέφτης έπρεπε να σταυρωθεί άρα και ο Χριστός έπρεπε να σταυρωθεί διότι κρατούσε στους όμους του την αμαρτία του αμαρτωλού και του κλέφτη και μάλιστα όχι ενός αλλά πολλών. Διότι όλοι εμείς είμαστε αμαρτωλίκοι κλέφτες και συνεχώς άξιοι θανατικής ποινής και αιώνιας καταδίκης. Γι' αυτό ήταν σωστό και πρέπον για εκείνο να γίνει κλέφτης για χάρη μας, όπως λέει ο Ισαΐας στην προφητεία του, με τα ανώμων ενογίστη. Επίσης, όλοι οι προφήτες είχαν πει το ίδιο πράγμα, ότι δηλαδή ο Χριστός θα γινόταν ο μεγαλύτερος κλέφτης, ποδοφόνος, μηχός, ληστής, βέβυλος, βλάστημος κτλ που ποτέ έχει υπάρξει στον κόσμο. Και τώρα δεν θα επενεργούσε πια για τον εαυτό του, δεν θα ήταν γιος του Θεού που γεννήθηκε από την Παρθένο αλλά ένας αμαρτωλός ο οποίος παίρνει πάνω την αμαρτία όλων. Του Παύλου του προεγβλάστημου διώχθηκε επιθετικό ανθρώπου, του Πέτρου που αρνήθηκε τον Χριστό, του Θαβίδου που ήταν μηχός και ποδοφόνος και που εξαιτίας του το όνομα του Θεού δλαστημήθηκε μεταξύ των εθνικών. Συνεπώς είναι εκείνος που φέρνει πάνω στο σώμα του όλες τις αμαρτίες της ανθρωπότητας. Όχι με την έννοια ότι Αυτός τις έχει διαπράξει αλλά με την έννοια ότι Αυτός ανέλαβε τις αμαρτίες που έχουμε κάνει εμείς προκειμένου να πληρώσει γευθές με το αίμα του. Ο Χριστός όχι μόνο βρέθηκε μεταξύ αμαρτωλών αλλά και με τη δική του θέληση και κατά το θέλημα του Πατέρα επέλεξε να γίνει κοινωνός της αμαρτίας των ανθρώπων αφού μπήθηκε το σώμα και το αίμα των αμαρτωλών και των ληστών και εκείνων που ήταν πουτυγμένοι σε όλων των εθνών της αμαρτίες. Οπότε, όταν ο νόμος τον βρήκε μεταξύ των ληστών, τον καταδίκασε και τον εκτέλεσε σαν να ήταν ληστής. Αυτή τη γνώση για τον Χριστό και τη γλυκιά παρηγοριά, ότι δηλαδή έγινε ο ίδιος κατάρα για χάρη μας προκειμένου να μας ελευθερώσει από την καταδίκη του νόμου, οι σοφιστές μας τυνστερούν όταν χωρίζουν τον Χριστό από την αμαρτία και τους αμαρτωλούς κάνοντάς τον απλά ένα παράδειγμα προσμήμηση. Μα αυτό όμως, κάνουν τον Χριστό όχι μόνο άχρηστο για μας, αλλά και δικαστή και τύρανο που είναι οργισμένος εναντίον μας εξαιτίας των αμαρτιών μας και καταδικάζει τους αμαρτωλούς. Αλλά όπως ακριβώς ο Χριστός περιβλήθηκε την σάρκα και το αίμα μας, το ίδιο και εμείς πρέπει να τον δούμε περιεπημένο με τις αμαρτίες μας. Τη καταδίκη μας, το φάνατο μας και κάθε τίποτα δεν είναι αγαθό. Με το ίδιο πνεύμα, ο Ιωάννης ο βαπτιστής αποκάλεσε τον Ιησού αμνό του Θεού. Ο Χριστός βέβαια ήταν αθώος επειδή είναι ο αμνός του Θεού ο οποίος είναι άμμομος και ακυλίδωτος. Αφού όμως κρατάει στους όμους του τις αμαρτίες του κόσμου, η αθωότητά του έχει πάει κάτω κάτω, πιεσμένη από τις αμαρτίες και την ενοχή όλου του κόσμου. Ό,τι αμαρτίες εγώ, εσείς και όλοι μας έχουμε κάνει ή μπορούμε να κάνουμε στο μέλλον είναι και του Χριστού, δηλαδή σαν να τις είχε κάνει ο ίδιος ο Ιησούς. Μάλλα λόγια, είναι απαραίτητο η τική μας αμαρτία να είναι και αμαρτία του Χριστού. Ιθάλλως η θέση μας θα ήταν στην αιώνια ακόλια. Οι καλοφελιτές οφιστές έχουν αμαυρώσει αυτήν την αληθινή γνώση περί του Χριστού, την οποία ο Παύλος και οι προφήτες έχουν περάσει σε εμάς διαμέσου των αιώνων, διότι ο Θεός δεν έβαλε την αμαρτία μας επάνω στους δικούς μας όμους, αλλά πάνω στους όμους του Χριστού, του Υιού Του. Και αν Εκείνος είναι και εξαλείφει τις αμαρτίες μας, δεν θα μπορούσα να είμαστε εμείς. Όλες οι γραφές αυτό λένε, αλλά και εμείς οι ίδιοι αυτό ομολογούμε στο σύμβολο της πίστης «Σεύω εις έναν Θεόν και εις έναν Κύριο Ιησού Χριστούν τον Υιόν του Θεού, τον διημά στους ανθρώπους και δια την ημετέρα σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρχοθέντα στα προθέντατε οι περημόν, και παθόντα και ταθέντα και αναστάντα την τρίτη ημέρα κατά τα γραφάς». Αυτό είναι το πιο χαροποιό από όλα τα δόγματα και εκείνο που κλείνει μέσα του τη μεγαλύτερη παρηγοριά. Διδάσκει ότι απολαμβάνουμε το απερίγραπτο και αενεκτοίμητο έλεος και την αγάπη του Θεού. Όταν ο ελεήμων ουράνιος πατέρας είδε ότι καταπιεζόμαστε από τον νόμο, εξακολουθούμε να είμαστε υπόδικοι και με τίποτα δεν θα μπορέσουμε να ελευθερωθούμε από αυτόν, έστειλε τον γιο του στον κόσμο, συσσόρευσε όλες τις αγαρτίες των ανθρώπων πάνω του και είπε «Γίνε ο Πέτρος ο αρνητής, ο Παύλος ο διόκτης, ο επιθετικός και βλάστημος, ο Δαβίδο ο μηχός, ο αμαρτωλός που έφραγε το μήλο στην Εδέν, ο ληστής πάνω στο σταυρό. Με λίγα λόγια, γίνε ο κάθε άνθρωπος με την αμαρτία του, γίνε εκείνος που διέπραξε όλες τις αμαρτίες και κοίτα να πληρώσεις εσύ και αυτές ώστε να ικανοποιήσεις τον νόμο». Τότε ο νόμος έρχεται και λέει «τον θεωρώ αμαρτωλό αφού πήρε πάνω του τις αμαρτίες όλο του κόσμου, δεν βλέπω πια άλλες αμαρτίες εκτός από εκείνες που έχει ο Χριστός επάνω του. Γι' αυτό τον αφήνω να πεθάνει πάνω στο σταυρό, τότε το επιτίθεται και τον σκοτώνει. Με αυτό τον τρόπο, όλος ο κόσμος καθαρίζεται και ελευθερώνεται από κάθε αμαρτία. Αλλά όταν η αμαρτία και ο θάνατος καταρακούνται με τη μεσολάβηση αυτού του ενός ανθρώπου, ο Θεός δεν θέλει να βλέπει τίποτα άλλο πια στο ολόκληρο τον κόσμο, ιδίως τον κόσμο της πίστης, από το τέλειο καθάρισμα από την αμαρτία και από κάθε κακό. Και αν ίσως κάποια τυχόν υπόλοιπα αμαρτίες έχουν παραμείνει και πάλι για χάρη του Χριστού, ο Θεός δεν θα τα πρόσεχε». Συνεπώς, όπως συχνά τονίζω, το δόγμα της δικαίωσης πρέπει να το μελετάμε πολύ προσεκτικά, γιατί μέσα σε αυτό κλείνονται όλα τα άλλα δόγματα της πίστης μας. Αν αυτό είναι υγιές και ορθοτομημένο, τότε έτσι είναι και τα άλλα. Άρα, όταν διδάσκουμε ότι οι άνθρωποι δικαιώνονται δια μέσω του Χριστού και ότι ο Χριστός είναι ο νικητής κατά της αμαρτίας, του θανάτου και της αιώνιας κατάρας, δηλώνουμε συγχρόνως ότι Εκείνος είναι από τη φύση του Θεός. Μέσα από αυτή την ευτυχή ανταλλαγή ταυτότητων, Εκείνος πήρε πάνω από τη δική μας αμαρτωλή ύπαρξη και μας χάρισε τη δική Του, Αθώα και Νικήτρια. Τώρα εμείς, τιμένι με αυτή Του την ταυτότητα, έχουμε απελευθερωθεί από την καταδίκη του νόμου, γιατί ο ίδιος ο Χριστός έγινε κατάρα για εμάς και είπε «εγώ, στο πρόσωπό μου το θείο και το ανθρώπινο, είμαι ευλογημένος και δεν χρειάζομαι απολύτως τίποτα, αλλά θα κενώσω με αυτό μου και θα αντιθώ τη δική σας υπάρξη. Θα βάλω το δικό σας περίπλημα με το οποίο και θα πορευτώ και θα εικομείνω θάνατο προκειμένου να ελευθερώσω εσάς από την αμαρτία». Πολλοί, θα το διαβάσω, αυτό είναι δύο παράγραφη και ολοκληρώνουμε αυτό το μέρος, πολλοί κατηγορούν τον Λούθηρο ότι αναδεικνύοντας το δόγμα της δικαίωσης, όπως το ακούσαμε, ως θεολογικό κέντρο στο πρόγραμμά του, γέννησε μια δικανική εκδοχή του χριστιανισμού. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάλιστα πολύ πρόσφατο, είναι το τελευταίο βιβλίο του κ. Χρήσου Γιαναρά με τίτλο «Τόση κρίση κόλαση ή η δικανική υπονόμευση της οντολογίας». Είναι όντως ο δός του Λουθείου όμως, ακούγοντας ένα απόσπασμα από τα ίδια του τα χέρια χείλη, είναι ένας ψυχός δικαστής, παγιδευμένος μέσα σε νομικές διατάξεις. Σας θυμίζω τη συνελευθερία του Χριστιανού, τώρα που είδαμε νωρίτερα, ο Λούθειρος έβαλε την εμπειρία της οντιρίας μέσα στον μεταφορικό σύμπαν του γάμου, της αγαπητικής σχέσης, στην οποία οι δύο γίνονται σαρκαμία, αλλά και εδώ, στο απόσπασμα που διαβάσαμε. Αν και μας βάζει μέσα στην μεταφορά της θυσίας, η βασική λογική είναι η ίδια, η τάφτιση, οι δύο που γίνονται ένα. Ο Χριστός που γίνεται ο Αδάμ, ο Δαβίδ, ο Παύλος, ο Πέτρος, ο Αμαρτωλός. Τόσο και έτσι, που ό,τι είναι δικό τους, γίνεται δικό του. Και ότι είναι δικό του, γίνεται δικό τους. Μιλώντας λοιπόν για τη δικαιοσύνη του Θεού ο Λούθειρος, δεν είναι κλωβισμένος σε ένα κλειστό ψυχρό νομικό δικαστικό κοσμοίδωλο ανταποδοτικότητας. Μιλά για μια παράδοξη αγάπη, που μπορεί να κρίνει και να συγχωρεί, που μπορεί να παίρνει στα σοβαρά την εντολή, τον νόμο, αλλά και να είναι απλόχερα γεννόδορη. Μια αγάπη που να είναι αυστηρή και πανάγατη, που απαιτεί και δίνει, που βλέπει τον άνθρωπο τραγικά αμαρτωλό και απόλυτα δίκιο. Αυτό είναι το μυστήριο του σταυρού. Ο σταυρός, όπως γράφει ένας γνωστός θεολόγος, με όλη την απίστευτη πραότητα και καρτερία και αυσπλαχνία του, δεν είναι απλά μια πράξη παθητικού και εξορραϊσμένου ηρωισμού, αλλά η πιο δραστική και επιθυτική ενέργεια που γνώρισε ποτέ ο ουρανός και η γη είναι η επίθεση της θεϊκής άγιας αγάπης ενάντης την απαθροπία του ανθρώπου και στην τυραννία του κακού, ενάντια σε όλη την συσσερευμένη αντίφαση της αμαρτίας. Γι' αυτό και ο Λούθηρος, και ολοκληρώνοντας την παρουσίαση κάποιων κομματιών του έργου του, διαλέγω να το τελειώσω με αυτήν την φράση και με, όχι αυτήν, και με αυτήν την εικόνα, γι' αυτό λοιπόν και ο Λούθηρος διακηρύττει «ο σταυρός μόνο είναι η θεολογία μας». Αυτό που βλέπετε, αυτός ο πίνακας, είναι από ένα τρίπτυχο που υπάρχει στην τράπεζα στον ναό του χωριού της Βιτεμβέργης, στο οποίο βλέπουμε και αυτό το έργο του Κράναχ, βλέπουμε τον Λούθηρο στη μία πλευρά να κηρύττει, από την άλλη πλευρά είναι το εκκλησίασμα, η γυναίκα του, παιδιά του και το εκκλησίασμα στο μέσον εσταυρωμένος Χριστός. Τώρα μπορείτε να δείτε ότι ο Λούθηρος αυτό που κάνει στην πραγματικότητα και πιστεύω πως όλο αυτό το οποίο θέλει να αναδείξει μέσα από όλο το έργο του είναι η αξία και η σημασία αυτού του παράδοξου, της παράδοξης αγάπης όπως φανερώνεται μέσα από έναν θεό ο οποίος μοιάζει να είναι κρυμμένος την στιγμή του σταυρού, ο σταυρός είναι η θεολογία μας. Και τον ιερόνιμο Καλλιτσάνο που διάβασε τα κείμενα. Και μετά από αυτήν την πυκνή παρουσίαση ουσιαστικά της θεολογίας του Λουθήρου και της Μεταίδευσης θα μας μιλήσει τώρα ο κ. Γεράσιμος Μακρύς, καθηγητής, προσήμβατης κοινωνικής ενθροκολογίας στην πάντια επανευσύνη. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσει κάποιος για οποιαδήποτε θρησκεία, οποιαδήποτε δόγμα, λες και είναι κάτι ολοκληρωμένο, κάτι μονοληθικό, που σε όλη του την ιστορία και στις ποικίλες εκδηλώσεις του στον κόσμο είναι ίδιο, δεν είναι. Ας έχουμε λοιπόν στο μυαλό μας ότι αυτά που θα προσπαθήσω να πω για τον Λούθυρο και για τη μεταρρύθμιση, για αυτό που ονομάζουμε προτεσταντισμό, έχουν από πίσω τους μια μεγάλη αλήθεια ότι υπάρχουν, ας το πούμε, πολλοί προτεσταντισμοί. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές αντιλήψεις κάποιου ευρύτατου πράγματος που έχει μια πολύ μακρά ιστορία πεντακοσίου χρόνων. Θα δώσω έξι σημεία τα οποία δείχνουν γιατί ίσως χρειάζεται σήμερα στην εποχή μας να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε λίγο βαθύτερα αυτό που ήθελε να κάνει ο Λούθυρος. Δεν είμαι θεολόγος, είμαι ανθρωπολόγος της θρησκείας, οπότε από αυτή την πλευρά θα προσπαθήσω να μιλήσω. Το πρώτο, ας σκεφτούμε τις φαινομενικά αντίθετες έννοιες πίστη και βεβαιότητα. Ξέρετε, διαβάζοντας ένα κείμενο του Πίτερ Μπέργκερ, ενός πολύ μεγάλου κοινωνιολόγου, ας πούμε, της θρησκείας, αναλατσιέμαι μαζί τον αναπροτεσταντισμός που εξ ορισμού στηρίζεται στην διαπίστεως βεβαιότητα της σωτηρίας. Είμαι βέβαιος ότι έχω σωθεί. Πώς είσαι βέβαιος, το πιστεύω. Μπορεί να μας βοηθήσει λοιπόν αυτό η πίστη και, σε αντίθεση με τη βεβαιότητα ή σε συνάρθρωση με τη βεβαιότητα, να στοχαστούμε επάνω στην ρυζική αβεβαιότητα της εποχής μας. Είναι μια εποχή κρίσης, μια εποχή μεγάλης αβεβαιότητας σε όλα τα επίπεδα. Καλέτε, ο όρος πίστης στην βίβλο δεν είναι αυτό που λέμε κάποια φορά. Πιστεύω ότι θα βρέξει αύριο, γιατί κάποιος μου είπε. Ο όρος πίστη υποδηλώνει την εμπιστοσύνη προς το Θεό. Δηλαδή, αναφέρεται στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, είναι μια σχέση ευάλωτη στις διακοιμάνσεις της ανθρώπινης κατάστασης και μια σχέση που απαιτεί εκ μέρους του ανθρώπου μία ανάληψη ευθύνης. Όταν μπαίνεις σε μία σχέση, μπαίνεις και την ευθύνη να λειτουργήσεις κάπως μέσα σε αυτή τη σχέση. Για τον Λούθηρο, λοιπόν, η πίστη απαιτεί πλήρη αλλά όχι τυφλή υπακοή στο Θεό. Αν συνεπολογίσουμε σε αυτό, πόσο σημαντικό είναι και τον Λούθηρο και τους μεταρρυθμιστές να μελετούμε κριτικά τις γραφές, μπορούμε να ανοιχνεύσουμε εδώ ίσως μία απάντηση στο φωταμεταλισμό και σε κάθε μορφή παραδοσιοκρατίας. Οι φωταμεταλιστές είναι απόλυτα σίγουροι για τα πάντα, γνωρίζουν την αλήθεια. Αυτό είναι διαφορετικό, αν μπορείτε να καταλάβετε, από αυτό που μας λέει ο Λούθηρος. Δεύτερο, η μεταρρύθμιση μας καλεί να στοχαστούμε επάνω στην αένια της αμαρτίας. Η έννοια αυτή είναι σαφώς παρεξηγημένη από τους φιλελεύθερους χριστιανούς, οι οποίοι δεν αισθάνονται άνετα όταν την αναφέρουν, αλλά και από τους σκληροπυρηνικούς, οι οποίοι μειώνουν τη σημασία αυτής της έννοιας, σχετίζοντάς την με την ποταπότητα των μικρών προσωπικών ακολασιών του καθενός. Οι χειρότεροι, μάλιστα, είναι όταν οι χριστιανοί, οι όποιοι χριστιανοί, εκτοξεύουν την κατηγορία της αμαρτίας, κατηγορούν κάποιους αμαρτωτός, στοχεύοντας ευσεβιστικά επάνω σε ανθρώπινες αδυναμίες, αμαρτωτότητες, ψέματα είσαι αμαρτωτότητας, αμαρτωτότητας εκείνο, αντί να ασκούν κριτική στα κατά κόσμο δυνατά σημεία του οποίου στόχου τους, που συνήθως θα μπορούσε να είναι η ιδεολογική αφταρέσκεια, ο εγωισμός. Γιατί δεν το κάνουν, διότι πολλές φορές οι πιστοί και οι άπιστοι μοιάζουν σε αυτά. Ένας λοιπόν μη ενοχικός πρωτεσταντισμός, που ομολογεί όπως ακούσαμε, την εξαχρίωση του ανθρώπου, την ατέλεια του ανθρώπου, μας καλεί να στοχαστούμε τη δική μας, του καθενός μας, συμμέτωχη στην δομική αμαρτία, δηλαδή τη συστημική αμαρτία, δηλαδή τη συνθήκη εκείνη που συσκοτίζει την ευθύνη μας απέναντι στον άλλον. Και συχνά θέτει τον εαυτό μας, στην καλύτερη περίπτωση, αν το πάρουν τότε χαβάρι, σε καταστάσεις, όπως έλεγε ο Ακώστρος Πάβος, που λέει, πράτως το αντίθετο από αυτό που θέλω. Τρίτο, η μεταρρύθμιση συρρικνώνει ρυζικά την τελετουργία. Ξέρετε, κατά κάποιο τρόπο η τελετουργία, που συχνά κατανοείτο, αλλά και κατανοείται σήμερα, με ένα μαγικό τρόπο, προφύλασε και προφυλάσσει τον πιστό από το κατευθείαν βλέμμα του Θεού. Πώς? Δημιουργεί ενδιαμέσως άγιους ιερείς, λεκτικά και μουσικά σχήματα, σοβατικές έξις στάσεις. Και ως ηκέτη εντάσσει τον πιστό σε μια μακραίωνη παράδοση, που προσφέρει σιγουριά, υπόσχετα αποτελέσματα σε ένα δούνελα βίν διαμεσολαβημένο από ιεραρχίες. Λάψουμε ένα κερί, κάνουμε προσευχή, μια καλή πράξη, μια εξομολόγηση, άφυση αμαρτιών και μετά έχουμε κάποιο θαυματουργικό τρόπο, θα ενσωματούσουμε τον ίδιο το Θεό, το έμμα, το σώμα, με τη θεία ευχαριστία, με τις μακραίωνες λεπτότελετουργίες της, τα μυστήρια και την μαγική αποτελεσματικότητα. Η εκκλησία αποτελούσε μία αρχαίωνη κοινότητα. Εκεί ο Χριστός έπαβε να είναι κυρίως άτομο, διηθείτο στο εκκλησιαστικό σώμα και πολλές φορές, όχι πάντα, αναπαβόταν νοχελικά στην παράδοση. Σε αντίθεση με όλο αυτό, ο προτελαντισμός ορθώνει τον πιστό υπαρξιακά γυμνό μπροστά στο βλέμμα του Θεού. Η εκκλησιαστική κοινότητα συνεχίζει να υπάρχει, χάνει όμως το τελετουργικό μεγαλείο της, το σχεδόν μαγικό συμβολισμό της. Τώρα ο προβολέας της ιστορίας φωτίζει το κάθε πιστό ξεχωριστά. Η έμφαση αυτή λοιπόν στην προσωπική ευθύνη προάγει την ατομικότητα του υποκειμένου. Ατομικότητα απέναντι στον εαυτό του. Δηλαδή πρέπει να πάρω, εν πάση περιπτώσει, τη ζωή μου στα χέρια μου, να ξέρω τι κάνω, ποιος είμαι. Απέναντι στην ιστορία, τι λέω, πώς περπατάω μέσα στην κοινωνία, τις κοινωνικές μου, τις πολιτικές μου πεπληφήσεις, την οικογένειά μου, τους φίλους μου, και βέβαια απέναντι στο Θεό, όταν πιστεύω στο Θεό. Εδώ μιλούμε για τον λούθυρο ή τον άνθρωπο που πιστεύουν στο Θεό από αυτή την πλευρά. Αποτελεί με λίγα λόγια κατάφαση αυτού του είδους η ατήληψη της μεταρρύθμισης, στην ενηλικίωση του ανθρώπου. Όμως, μπορούμε να το δούμε και λίγο πιο βάρβαρα, αποτελεί και μία ομίπαραδοχή του αναπόθεθκτου χαρακτήρα της. Η κόρη μου, 14 χρονών, ο κοδές μου έλεγε, δεν ήταν το πιο καλό όταν ήμουν πιο μικρή. Δεν είχε τίπε δίπλα. Ε, γιατί, εντάξει, δεν είχα διαβάλλει, δεν είχα καρβουκώδη τρόπους, να κάνω εκεί, να κάνω το άλλο, να κάνω το παράλλον, δεν είχα… Αλλά είναι, λοιπόν, η ενηλικίωση, είναι ωραίο πράγμα, αλλά έχουμε και μία ομίπαραδοχή των δυσκολιών της. Η ενηλικίωση είναι κάτι, αδιαφευθύτητα, θετικό, παρόλο που ενμέρι και αυτό που λέει η μεταρρύθμιση, λοιπόν, είναι θετικό. Παρόλο που, δυστυχώς, η μεταρρύθμιση, σε μεγάλο βαθμό, όπως θα εικοστηρίξω, υποτάχθηκε στις αναγκαιότητες του αναδιώμενου καπιταλισμού. Στην υποεξέταση, όμως, συνθήκη, δηλαδή, σχέση θεού και ανθρώπου, αυτή η έμφαση στην προσωπική ευθύνη, απογυμνωμένη από τις τρετουργίες και από τίδήποτε μαγικό, σαν φιλοσυκής, ας πούμε, έτσι, είναι παράλληλα κάτι τρομακτικό και δυνητικά μία πηγή τρομερού υπαρξιακού άγχους. Αυτό το άγχος μπορεί να σε φάει, το έχει πει, που θέλεις, εάν δεν συνοδεύεται από τη βαθιά απεποίθηση της σωτήριες χάριτος του Θεού, που εκπηγάζει από την απόλυτη αγάπη του προς τον άνθρωπο. Θα μπορούσαμε λοιπόν παραδόξως να υποστηρίξουμε από αυτή τη σκοπιά ότι η μεταρρύθμιση προσφέρει μια λιγότερο μαγική και τελετουργική και περισσότερο ορθολογική, σε εισαγωγικά αν με εννοείται, προσέγγιση της θρησκείας που απευθύνεται σε ενήλικες. Το διαδεδομένο έχει ο Θεός και η εικόνα του Ιησού ως Χριστούλη, που αγαπάει όλο τον κόσμο και κάνει θαύματα, θα ξεχάσουν. Και γι' αυτούς τους λόγους, βέβαια και αρκετούς άλλους, η μεταρρύθμιση πολλές φορές μοιάζει αυστηρή και κρύα. Τα τρία λοιπόν αυτά σημεία, η πίστη και βεβαιότητα, η έμφαση στην αμαρτία, η συρρήκνος της τελετουργίας, αρθρώνουν, όπως ακούσαμε, μια καθόλου κολακευτική θέση του ανθρώπου, του αυτού μας, ξαχρυωμένος, παραδομένος στον εγωισμό του, που βρίσκεται στη ρίζα κάθε κακής αλλά και κάθε καλής πράξεις και σκέψεις. Στην ανθρωπολογία λέμε, there is no free gift, δεν υπάρχει ένα δώρο που δίνεται ελεύθερα. Πάντα έχεις κάτι από πίσω που σκέφτεσαι. Υπό αυτή την ενιακή ψυχανάλυση έχει περιγράψει τις σκοτεινές περιγραφές του εγώ, η τέχνη το έχει κάνει, το ταντάζουρα, το τσουριαλισμός, λίγοι εξημών νομίζω πλέον πιστεύουμε στην ανέφελη τεχνολογική πρόοδο. Θυμόμαστε όλοι τι να πούμε τώρα, τα χαρακόματα του Πρωτοκοσμίου Πολέμου, το Άωσεβιτς στον πλειχό πόλεμο, την περιβαλλοντική καταστροφή, την τρομοκρατία, τη λεγόμενη τρομοκρατία, αλλά και οι κριτικές προσεκτήσεις, αυτό που ονομάζουμε οι πολιτικές της υποψίας, το suspicion politics, το άγχος μπροστά του στην ρευστή νεοτερικότητα, ο μετανεοτερικός σχετικισμός, η αποδόμηση του υποκειμένου, για την οποία ακούγονται σήμερα, τη διδάσκουμε στα πανεπιστήμια, όλα αυτά αποτελούν από την ισκοπιά του λούθυρου μέρη της εξαχρίωσης του ανθρώπου. Αυτό λοιπόν που κάνει διαφορά σε σχέση με κάθε κοσμική προσπάθεια κατανόησης αυτής της κατάστασης, είναι το ρυζικό που προτείνει ο λούθυρος και βέβαια η μεταρρύθμιση με τον άλφα ή τον δικατρόπο. Λέει στον άνθρωπο, δεν μπορείς μόνος σου να αλλάξεις τον κόσμο, ούτε καν τον εαυτό σου. Άσε το Θεό να το πράξει, μόνο αυτός μπορεί, αλλά σε αυτό που θα κάνει ο Θεός, εσύ θα βρεις δική σου γωνιά, τον δικό σου ρόλο, ο οποίος μπορεί να είναι πολύ μεγάλος ρόλος και μπορεί να καιρό να σκοπάς σου. Έτσι, ο Πρατεστατισμός, αφήνει μεν γυμνό το οικοκείμενο μπροστά στο Θεό, δεν φοβάται να αντικρίσει την αλήθεια, γιατί, γιατί στο βάθος του ορίζοντα, αχνοφέγγει ως απόλυτη απόδειξη της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, ο σταυρός για το Ευαγγέλιο της συγχώρεσης, αυτό που είπαμε, ότι κάποιος έχει σταυροθεί για τις αμαρτίες όλων των άλλων. Αυτά βέβαια ισχύουν για αυτούς που τα πιστεύουν. Καλούμαστε, λοιπόν, να κατανοήσουμε μαζί με τον Λούθηρο και τους Μεταρρυθμιστές, ότι το υλικό του χριστιανισμού, η καθηδερινή πιστή, δεν αποτελούν κατά κανόνα άτομα κοσμιωτά της διαγωγής, δεν αποτελούν υποδείγματα καλοσύνης, ούτε όμως και στοχοκροσιλωμένα αυτόματα ή φανατικούς ζηλωτές, ίσως μόνο κατά φαντασία τους. Στη βιωμένη πράξη της καθημερινότητας, άλλοτε μουντή, άλλοτε ευχάριστη, με χαρές, λύπες και τη γνώση βέβαια του αναπόφευκτου τέλους, οι χριστιανοί του προτεστατισμού πόρο απέχουν από τα αγάλματα του σωσιανιστικού ρεαλισμού, από τον υπεράνθρωπο του Νίτσε, από τον επαγγελματία που είναι επιτυχημένος, από το πλούσιο αστό, από το όμορφο μοντέλο, τον υγιή νέο, τον συνεπεί αγωνιστή, τον άντεκτο ιδεολόγο, τον λαϊκό ήρωα, δηλαδή απέχουν πάρα πολύ από τα πρότυπα και των συντηρητικών και των προοδευτικών ιδεολογιών. Από τη σκοπιά αυτή, ο Λούθιρους και η Μεταρρύθμιση καταδεικνύει ότι όποιος θεωρεί τον εαυτό του καλό δίκαιο ή ακόμα και ικανό να διορθώσει τα μεγαλύτερα ή μικρότερα ψεχάδια του μόνος του, με τη βοήθεια των φίλων, των συνεργατών, των στοιχοθεραπευτών, κουγρού, ιστρόχτωρων, δεν έχει θέση και δεν τον αφορά ο χριστιανισμός. Ο χριστιανισμός δεν αφορά καλούς και δίκαιους ανθρώπους. Ούτε καν εκείνους που αναρωτιούνται καλόπιστα περί θεού, πως είναι δεδρόμα υπάρχει θεός σε ένα τόσο κακό κόσμο. Δες και ο Θεός οφείλε να εξασφαλίσει πακόσμια ειρήνη ανεξαρτήτως της βούλησης του κάθε ανθρώπου. Αφορά εκείνους που ομολογούν τη δομικά προβληματική φύση τους, αυτό που ονομάζεται αμαρτωλή φύση, στο είναι ορολογιές, στο τζιάγκον, ας πούμε, και αναχνωρίζουν ότι μόνο ο Θεός μπορεί να τους αγαπήσει. Αυτόν τον νεκρό πνευματικά άνθρωπο, ο Θεός του Λουθήρου, αν και παντοδύναμος και απόλυτα Άγιος, τον καλούσε με το όνομά του. Δίνον ας του τη δυνατότητα να πάρει μια θέση ατομικής ευθύνης απέναν τη συγκατάστασή του, χωρίς να φοβάται την τιμωρία και την απόρριψη. Επιτρέπει ο προτεστατισμός στον κάθε πιστό να αντιλαμβάνεται την κάθε μέρα ως μια νέα αρχή, αφήναντας πίσω τα βάρη του παλελθόντος και αρνούμενος το άγχος του μέλλοντος. Ίσως ο Λούθιρος Παράδοξα παρουσιάζει ένα Θεό που, αν και απολύτως κύριος, δημιουργός, κριτής του σύμπαντος, την ίδια στιγμή καταφάσκει, λέει ναι, στην απόλυτη αδυναμία του δημιουργήματος, καλύπτοντάς την μέχρι θανάτου για το σταυρό του Χριστού. Για τους φίλους του, ίσως, κάποιος δεν μπορεί να θυσιαστεί, άμα και για τους άλλους, για τους άλλους, όμως, ποιος θα θυσιαστεί. Μπορεί όλα αυτά να μας φέρουν σκληρά, είτε σας αρέσουν, είτε σας αρέσουν, αυτή είναι η ουσία, νομίζω, της Λουθιρανής Επανάστασης. Με φόντο την προμηθεϊκή αντίληψη για τον νεοτερικό άνθρωπο και την τραγικότητα του ανθρώπου, σε έναν κόσμο κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων, αποθέωσης της αριστείας, θυμάστε την αριστεία, υπερπροσπάθειας, αδυσσόπιτου ανταγωνισμού πολιτικών συγκρούσεων, χρησιμοθυρικών πνευματικών εμπειριών, αγεφύρο των υπαρξιακών χασμάτων. Σε αυτόν τον κόσμο, η ανθρωπολογία και η χρηστολογία του Λουθείρου, οφείλουν, ίσως, να μας βάλουν σε κάποια σκέψη, να τείχουν τις δέου σας προσοχής. Άμα, βέβαια, ό,τι συμβαίνει, λίγοι αγκαλιάζουν αυτό το πραγματικά σκληρό, αλλά ελπιδοφόρο, μήνυμα της μεταρρύθμισης. Και εδώ πρέπει να δώσουμε και τις ιστορικές ευθύνες που αναλογούν, τις τεράστιες ιστορικές ευθύνες που αναλογούν και στις ίδιες τις Πρωτεσταντικές Εκκλησίες. Γιατί? Διότι παράλληλα με τον αναδιώμενο κοσμικό ανθρωπισμό, η μεταρρύθμιση προώθησε την εξατομίκευση του ανθρώπου και είπαμε ότι αυτό έχει κάποια χειραφεβητικά στοιχεία, πράγματι. Κρίνοντας όμως εκ των ιστέρων, είμαστε εδώ πεντακόσα χρόνια μετά, μπορούμε να εικοστηρίξουμε ότι οι συνθήκες, οι πολιτικοειδαιολογικές και οι κοινωνικές οικονομικές, οδήησαν αυτό που ονομάζουμε το νεοτερικό υποκείμενο, το μοντέρνο άθλο. Στην αγκαλιά του καπιταλισμού. Δηλαδή, στη θεσμικά κατοχυρωμένη μορφή της ανθρώπινης μοχθηρίας. Βέβαια, τον οδήγησαν και σε άλλες πολιτικές παραδόσεις, εξίσου βίαιες όπως αποδείχτηκαν, παρόδες τις καλές προθέσεις με τις οποίες ξεκίνησαν ίσως. Και στην πορεία αυτή πολλές προθεστατικές εκκλησίες, όχι όλες, όμως και άλλες εκκλησίες. Υποδροώθηκαν σε αντιδραστικές λογικές, πολιτικές ελληνικές με υπεριαλιστικές πρακτικές, στην επικοιοκρατία, τον εθνικισμό, τον λατσισμό, δικίλους κοινωνικούς αποκλεισμούς και ένας ζωφόδες μοντέλο ιδονιστικής υπερκατανάλωσης. Τα πουρωμένες πίσω από ευσεβισμούς και φονταμεταλισμούς, όλες προθεστατικές και μη προθεστατικές, για να τα λέμε όλα τάσεις, λυσμόλησαν την αγάπη του Χριστού που διακήρυταν, θερρώντας το μέγιστο επίτευμα του Χριστιανού, την υπαγωγή του σε μια δυτικού τύπου μεσαία τάξη. Τέτοια ζητήματα οφείλουν να μας απασχολούν όλους, λοιπόν, σήμερα. Πέμπτον. Ας μην ξεχνάμε ότι ο προθεστατισμός είναι μία ιεραρχικά ακέφαλη κηρυγματική παράδοση, δηλαδή δεν υπάρχει ούτε πάπας, ούτε πατριάρχης, δεν υπάρχει μία κεντρική ιεραρχία. Ο άγγωνας είναι ο κυρίαρχος στεσμός προώθησης ειφυβλικής ερμηνείας. Στη ποδαπλότητα των ερμηνιών θα ανακαλύψουμε αυτό που είπαμε, ότι υπάρχουν πολλοί προθεστατισμοί. Σε κάποιους, εκτός του προθεστατικού πλαισίου, αυτό μπορεί να φαίνεται λίγο προβληματικό, όμως αντανακλά το πολυδιάστατο της νεοτερικότητας. Έτσι γιατί να καυτηριάζουμε την ποικιλία, καλό θα είναι να επικεντρωθούμε στο τι κάνει κάποιες πρακτικές, κάποιες απόψεις, να θεωρούνται κάθε φορά ορθόδοξες, δηλαδή ορθές, και τι άλλες απόψεις της βάζει στην σοπεριχωριό. Μου φαίει στο χρόνο. Λοιπόν, έτσι ο τελευταίος ομιλητής πάντα έχει αυτό το πρόβλημα. Ναι, το έκτο, λοιπόν, και το τελευταίο. Η μεταρρύθμιση, πολεμά κάθε μορφή μαγικού τύπου θρησκευτικότητας. Ξέρετε, ο κόσμος μας συνεχίζει, παρόλο που λέμε ότι είναι απομαγεμένος, έλεγε ο Μέντερ, συνεχίζει να είναι θρησκευόμενος με τον αφηβεί τα τρόπο. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος του θρησκεύιν και η χορταξία του ιερού. Η έμφαση δίνεται τώρα στο φωταμετανισμό, το νιου έιτς. Νέα θρησκευτικά κινήματα, μορφές προσωπικής θρησκευτικότητας. Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει κάτι κάπου κάπως. Αλλά επίσης στο φετυχισμό του χρήματος, στο φετυχισμό της υγείας. Πάνω απ' όλα η υγεία. Και βέβαια στην ιδονολατρία, περισσότερο απ' όλα, της αυτάδες και της βεβαιότητας στον εαυτό και ότι η δική μου αντιληπτικός με είναι σωστή. Μιλούμε συνεπώς για μια επαναμάγευση του κόσμου. Υπάρχει μια ιδονολατρική αχλή σε αυτό. Αυτό που βέβαια ονόμαζε πολιθεισμός αξιών. Και αυτό συνδέεται πολλές φορές δομικά, με μορφές, επιθυμίες, φιλοδοξίες και στρατηγικές εξουσίες. Έτσι. Μην ξεχνάμε ότι ο νεοπαγανισμός σχετίζεται πολλές φορές με την άκρα δεξιά. Ο φετικισμός, η ιδοδοποίηση των προϊόντων, σχετίζεται με τον άκρα των καπιταλισμών, ο φιλελευθερισμός. Αλλά η ιδονολατρία του χρήματος που μιλάει ο Πάπας Φρανκίσκος. Η μαγεία, η πνευματρολίψια, οι χαρτορύχτες, βλέπετε στα περίπτερα και δείτε τα περισσότερα από αυτά που πουλιούνται τα περιοδικά, ότι είναι η αστεροσκοπία και η αστεροαστρολογία και διάφορα τέτοια. Αλλά η νεοτερικότητα είναι προδήλως μαγική αλλά και η μαγεία είναι προδήλως νεοτερική. Τι μπορεί λοιπόν να κάνει εδώ και πειλώνω όντως αυτήν την θεία παράγραφος. Τι μπορούμε να περιμένουμε από τον πρωτεστατισμό ας πούμε σε αυτό. Γιατί ο πρωτεστατισμός μπορεί να βοηθήσει σε αυτό. Μια προκαταρκτική απάντηση είναι η αικολουθία. Συλλογική του Εκκρέσια Σένταρ Ρεφορμάντα. Δηλαδή στο έτοιμα της συνεχώς μεταρρύθμισης της Εκκλησίας, ο πνεύμα της βίβλου, η εκ του πρωτεσταντικού άμβωνα άρθρωση ενός κυριγματικού και προφητικού λόγου συνεχίζει να καλεί σε μια αναμόρφωση συνεχή του πραγματικά υπαρκτού χριστιανισμού, δηλαδή του χριστιανισμού που έχει όποιος από σας λέει ότι είναι χριστιανός στην καθημερινότητά του. Και δεύτερον, ολόκληρης της κοινωνίας, έναν μόρφωση ολόκληρης της κοινωνίας ενάντια στον κολληθεισμό της καθημερινότητας, ενάντια στον είδος συνοδοδοτρία της υπερκατανάδοσης, στη μαγική αναζήτηση του καλύτερου, διότι δικαιωματικά αυτό μας αξίσει. Έχετε δει τις διαθυμίσεις, θα του πάρεις αυτό γιατί σου αξίσει. Και ποιο λόγο. Ενάντια στο κυνήγι της εξουσίας, με όλα τα μέσα και σε όλα τα επίπεδα. Μας καλεί λοιπόν η μεταρρύθμιση να κατανοήσουμε επιτέλους δύο πράγματα. Πρώτον, ο οποίος ο Θεός, αν είναι αυτό που ψάχνουμε, βρίσκεται στον άλλον μου. Δεν βρίσκεται μέσα μας. Έχω την ιδέα, αυτό το μιοιτζίστικο πράγμα. Και δεύτερον, ότι η σωτηρία, αν είναι αυτό που ψάχνουμε, πραγματώνεται στο πρόσωπο του άλλου. Πραγματώνεται για τον άλλον, για τον κόσμο ολόκληρο. Σε καμία περίπτωση, δεν αγοράζεται τα συγχωροχάρτια. Σε καμία περίπτωση, δεν αποτελεί προσωπικό επίτευμα και στόχος ζωής. Εγώ βγήκα για να σωθώ, ρε παιδί. Μες στην κοστασγοδό. Το ανάποδο, δηλαδή, λέει ο κρωτεστατισμός, από το μαγικό, νεοτερικό, ή μετα-νεοτερικό, πάρε, δώσε, με μία επικοιλία θεών, μύθων και ανθρώπων, που στο τέλος μας καταδικάζουν στη φτώχεια και στη καρδομυριά, τόσο σε υλικό επίπεδο, όσο και σε πνευματικό. Σας ευχαριστώ πολύ. |