Διάλεξη 3 / Διάλεξη 3 / σύντομη περιγραφή

σύντομη περιγραφή: Αφήστε μας, λοιπόν, πίσω μας τους αρχαίους Έλληνες φυσικούς φιλοσόφους. Κάναμε μια αναφορά γενικότερη σε όλους τους Έλληνες φιλοσόφους που είχαν κάποια συμμετοχή και κάποια πιέτρα στη διαμόρφωση της φιλικής φιλοσοφίας. Θα αφήσουμε τώρα πίσω μας τους μέσους χρόνους, γιατί η μέση χρ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Ακριβός Περικλής (Αναπληρωτής Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Χημείας / Ιστορία και επιστημιολογία θετικών επιστημών
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=92456fd7
Απομαγνητοφώνηση
σύντομη περιγραφή: Αφήστε μας, λοιπόν, πίσω μας τους αρχαίους Έλληνες φυσικούς φιλοσόφους. Κάναμε μια αναφορά γενικότερη σε όλους τους Έλληνες φιλοσόφους που είχαν κάποια συμμετοχή και κάποια πιέτρα στη διαμόρφωση της φιλικής φιλοσοφίας. Θα αφήσουμε τώρα πίσω μας τους μέσους χρόνους, γιατί η μέση χρόνη αφήνει να μην είναι πάντα σύμβαση. Δεν θα πρέπει να το πούμε τώρα, γιατί είναι μια περίοδος για την οποία δεν υπάρχουν πάρα πολλές πληροφορίες. Υπάρχει μια, ας το πούμε, στασιμότητα, όσον αφορά τη φιλοσοφία και όσον αφορά την επιστήμη. Βάνδα λίγο, ο Θιούνη και λοιπά και λοιπά καταλείων την Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ζει για λίγο ακόμα, οργανώνεται, επεκτείνεται λίγο, μετά συμμαζεύεται και από εκεί, από τον 6ο-7ο αιώνα που αρχίζει και συμμαζεύεται και γίνεται περισσότερο ελληνική, αλλάζει και εικόνα και νοοτροπία. Και αρχόμαστε τώρα στο σημείο εκείνο που οι περισσότεροι θεωρούν ότι ξεκίνησαν οι επιστήμες. Ξαναθυμίζω ότι κι εγώ και αρκετοί οι άλλοι συναδελφοί μας θεωρούμε ότι η επιστήμη ενιαία και συνεχής ξεκίνησε με την φιλοσοφία στην Ιωνία τον 6ο αιώνα π.Χ. και συνεχίζει ακόμα να είναι η φιλοσοφία μέχρι ότι κάποια στιγμή οι φυσικές επιστήμες θα ξεκόψουν από τον κορμό τους και θα δημιουργήσουν τον κλάδο των φυσικών επιστήμων. Κάποια στιγμή αργότερα θα δούμε πώς από αυτόν τον κορμό, από αυτόν τον κλαδί, ας το πούμε, ξέκοψε και δημιουργήθηκε και το κλαδί της επιστήμης της χημίας. Τι γίνεται λοιπόν τώρα στη σύγχρονη φιλοσοφία και πώς αυτή αντιμετωπίζει την ύλη που είναι φτιαγμένος ο κόσμος και πώς κατανοεί αυτή την ύλη. Η σύγχρονη φιλοσοφία λοιπόν και η σύγχρονη επιστήμη ξεκινάει με την αναγέννηση. Βλέπετε λοιπόν, η ίδια η έκκριση, αναγέννηση, δείχνει πως κάτι έγινε ξανά. Εκείνο που έγινε ξανά είναι ότι ανακαλύφτηκαν κάποια πράγματα και αυτά τα πράγματα που ανακαλύφτηκαν δεν ήτανε ούτε παρακαταθήκες των Τουρμέκων, των Τορτέκων, των Σλάβων, των Τούρκων, κανένας τέτοιου τύπου. Ήτανε επανά ανακάλυψη κάποιων αρχαίων ελληνικών κειμένων. Μα τα αρχαία ελληνικά κείμενα βρισκότανε εκεί πέρα και χρησιμοποιούταν όλο αυτόν τον καιρό, όπως το είπαμε και την προηγούμενη φορά, κυρίως από την Παππική Εξουσία, αλλά και από άλλους, όσοι ήτανε σχετικά μορφωμένοι, όσοι είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν κάποιο εβλίο, από κάποιον που θα είχε τον χρόνο και τη διάθεση να καθίσει να αντιγράψει κάποιο εβλίο, φυσικά ο οποίος αυτός διάλεγε να αντιγράψει. Τα αρχαία ελληνικά κείμενα δεν ήταν μόνο τα βιβλία του Αριστοτέγη, ούτε μόνο τα βιβλία του Πλάτωνα, ούτε μόνο τα βιβλία του Γαλλινού, όσον αφορά την ιατρική, αλλά ήταν και κάποια άλλα. Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, το κύριο φιλοσοφικό ρεύμα, αν μπορούμε να το πούμε κάπως έτσι, γιατί δεν μας παρέδωσε κάτι ιδιαίτερο, ήταν ο σχολαστικισμός. Τώρα θα μου πείτε, σχολαστικισμός με την έννοια αυτή είναι περίπου αυτό που κάνω κι εγώ τώρα. Δηλαδή, σας παραθέτω τις γνώσεις που είναι αυτή τη στιγμή κατανοητές και αποδεκτές και τις περιγράφω. Αυτό το πράγμα κάνω. Αυτό το πράγμα, λοιπόν, κάναν και οι σχολαστικιστές. Δηλαδή, περιγράφανε αυτά τα κείμενα τα οποία άφησε, ας πούμε, ο Αριστοτέλης, ο Γαλλινός, ο ένας, ο άλλος, εκείνο που έκανε ήταν παραέθατα κάποια σχόλια, ούτως ώστε να είναι κάπως πιο χρήσιμα για τους μαθητές τους. Οι σημειώσεις των μαθημάτων, που λέμε, κάτι τέτοιο. Ξέρω πως είναι αυτό εδώ πέρα το κείμενο του Αριστοτέλη, αυτό θα σας πω εγώ, αυτό θα σας διαβάσω, αυτό θα σας εντάξω και θα σας κάνω και κάποια σχόλια πάνω σε αυτό. Συντήρηση, λοιπόν, της γνώσης, η οποία υπήρχε, όποιας γνώσης ήταν αποδεκτή, ας πούμε, παρακολουθώντας. Συνεπώς, από τη στιγμή που ανακαλύπτονται κάποια άλλα κείμενα, ακόμα και θράβσματα του ίδιου του Αριστοτέλη και του Γαλλινού, αλλά αποσδίποτε κάποια άλλα κείμενα κάποιων φιλοσόφων που είναι άλλα πράγματα, του Δημόκριτου, για παράδειγμα, εντάξει, κάποιων άλλων μαθηματικών εκτός από τον Γκλάβ ή από τον Λεμαίο, όπως θα πούμε στη συνέχεια, τότε εκείνα εκεί πέρα γίνονται, κατά τη λεκή έκφραση, ανάρπαστα. Εκείνα γίνονται αντικείμενο μελέτης και έρευνας, πέφτουν όλοι απάνω τους, να τα δουν, να τα καταλάβουν, να τα εντρυφήσουν, βλέπουν ότι αυτοί οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν οι εξής δυο, Αριστοτέλης και Γαλλινός, που τους βάλουμε εδώ πέρα σε επανέθεση, ήταν και ένα σωρό άλλοι, που είπαν διάφορα άλλα παράγματα, τα οποία μπορεί να είναι χρήσημα, μπορεί να είναι ενδιαφέροντα και, βεβαίως, κατ' αρχήν, επειδή είναι αντίθετα σε αυτάς τα οποία εμείς θέλουμε να αντιταχθούμε, είναι παράγματα τα οποία αισθανιζόμαστε. Ο εχθρός του εχθρό μου είναι φίλος μου κλπ κλπ. Εκείνο το οποίο συμβαίνει σε κάποιες τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι συνήθως αυτοί που χρησιμοποιούν αυτές τις πηγές, στη συνέχεια ξεχνούν να αναφέρουν ότι τις χρησιμοποιήσαμε. Δηλαδή, είμαι εγώ ο ένας, έτυχε να διαβάσω το κείμενο κάποιου που αναφέρεται στους Ελεάτες, λέω, «Α, τι ωραία που τα λένε οι Ελεάτας αυτό εδώ πέρα το σημείο», και εμφάνιζομαι εκεί. Ο Τάδε που κάθισα και σκέθηκα και λέω αυτό το πράγμα, το οποίο αυτό το πράγμα το ξεσήκωσα από εκείνο εκεί που λέγαν οι Ελεάτες. Είναι λοιπόν παραδομένα στην βιβλιογραφία κάποια τέτοιου τέτοιου πράγματο που έχουμε ακριβώς περιγραφεί των πραγμάτων όπως ήταν στην αρχαία ελληνική γραμματεία, χωρίς όμως να υπάρχει αναφορά ότι αυτό το πράγμα βλέθηκε εκεί και έχουμε τη γνώση ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν σε θέση να έχει έρθει σε επαφή με αυτό το πέρα το κείμενο. Όπως είπαμε και κάποια στιγμή παλιότερα, αρκεί κάποιος να κάνει μια διατύπωση για κάτι, να θέσει μια αρχή, μια βάση, για να βρεθούν αμέσως κάποιοι οι οποίοι να αντιταχθούν σε αυτό και να δημιουργήσουν μια άλλη αρχή και μια άλλη βάση. Έτσι λοιπόν, σχεδόν εξ αρχής δημιουργήθηκαν δύο ρέθματα τα οποία ενδιαφερόταν όχι πλέον για την γνώση του φυσικού κόσμου, όχι πλέον για την ήλιη από την οποία αυτός ο φυσικός κόσμος δημιουργήθηκε, όχι για τις δυνάμεις εκείνες οι οποίες ενεργούν έτσι ώστε να υπάρχουν αυτές οι μεταβολές στον φυσικό κόσμο, αλλά για το πώς μπορώ εγώ να κατανοήσω αυτόν τον φυσικό κόσμο. Ξαναθυμίζω, όπως το είχαμε πει και κάποια στιγμή παλιότερα, η φιλοσοφία έχει και αυτή μια ιστορική εξέλιξη. Καταρχήν υπήρξε αυτή η φυσική φιλοσοφία, η ανάγκη του ανθρώπου να δει τι είναι ο κόσμος γύρω του, κατά δεύτερον εμφανίστηκε η θηκή φιλοσοφία με τον Σοκράτη, γι' αυτό άλλωστε και οι προηγούμενοι φυσικοί φιλόσοφοι συνήθως όλοι μαζί τσουβαλιάζονται με έναν όρο και λέγονται προ-Σοκρατικοί, ακόμα κι αν ήταν σύγχρονοι και λίγο με τα γενέστερα του Σοκράτη. Έτσι έχουμε λοιπόν την ηθική φιλοσοφία, το ποιος είμαι εγώ και πώς συμπεριφέρουμε στους άλλους ανθρώπους και το τρίτο στάδιο εξέλιξης της φιλοσοφίας ήταν αυτοίτοις η κριτική φιλοσοφία. Εντάξει, εγώ καταλαβαίνω τον κόσμο, πώς τον καταλαβαίνω, γιατί τον καταλαβαίνω, αυτή η γνώση μου πώς προέρχεται, με ποια διαδικασία. Λοιπόν, δύο είναι οι ακραίες αστοπομαρχικές θέσεις που διατυπώθηκαν, οι οποίες στη συνέχεια λίγο πολύ μετατράπηκαν και στο τέλος έχουμε φτάσει σε κάποιο σημείο να έχουμε τώρα πια κάποια ρεύματα φιλοσοφικά, τα οποία απλώς δίνουν περισσότερη βαρύτητα στο ένα ή στο άλλο παράγοντα. Εδώ λοιπόν έχουμε τις δύο ονομασίας, θετικισμός, πόζιτιβισμ και εμπειρισμός. Αρχικά λοιπόν υποθέτουμε ότι έχουμε δύο ακραίες τοποθετήσεις στο τι είναι ο θετικισμός και τι είναι ο εμπειρισμός. Είναι δύο διακριτές διαδικασίες μέσα από τις οποίες αποκτώ γνώση για τον κόσμο γύρω μου και σε συνέχεια θα δούμε πόσο σιγά σιγά τούτο πέρα έχουνε συγκλίνει. Τώρα, θετικισμός και εμπειρισμός. Να δώσουμε μερικά ονόματα φιλοσόφων οι οποίοι ανήκουν στο ένα ή στο άλλο από αυτά τα ρεύματα. Ο Rene Descartes, γνωστότερος έτσι με το εκλατηνισμένο Καρτέσιους, ο Gottfried Leibniz. Αυτοί λοιπόν είναι θετικιστές. Αυτοί πιστεύουν, αυτό που λέει και το όνομα της αντίληψής τους, ότι θα πρέπει να κάνω κάποιες νοητικές διαδικασίες και αυτές είναι που μου δίνουν μια θετική γνώση για τον κόσμο γύρω μου. Ποιοι είναι τώρα οι εκπρόσωποι του εμπειρισμού. Δέστε, ο John Locke, ο George Berkeley και ο David Hume. Ένα έτσι χοντρό και εντυπωσιακό σημείο διαφοροποίησης αυτών των δύο ομάδων. Ο Descartes και ο Leibniz είναι άνθρωποι που ζήσαν και μεγαλώσαν και δράσαν στην επειλωτική Ευρώπη. Οι άλλοι τρεις στα βρατανικά νησιά. Επίσης ο Locke είναι ο πρώτος που διέπαρξε κάποιες διαδικασίες στην περιοχή της φιλοσοφίας και ήταν από αυτό που θα λέγαμε αγγλοσαξονικής καταγωγής. Δεν υπάρχει περίπτωση σε κείμενα και σε αντιλήψεις και σε πραγματίες σύγχρονων Αμερικανών να μην γίνεται αναφορά στο Locke. Ο Locke είπε, ο Locke έκανε, ο Locke γράφει σαν να δεν υπήρξε τίποτα πριν από τον Locke. Λοιπόν, έχουμε εδώ πέρα τους εμπειριστές στα βρατανικά νησιά, οι οποίοι μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι εμφανίστηκαν εκεί ακριβώς σαν αντίδραση στους υπηρωτικούς Ευρωπαίους οι οποίοι είναι θετικιστές. Για να ξεκινήσουμε από το Rene Descartes. Ο Rene Descartes λοιπόν, έτσι με ξεχνάται 1590-1650, βρισκόμαστε σε εκείνες τις χρονικές περιόδους. Ο Rene Descartes λοιπόν, βρίσκεται μέσα στο κέντρο της Παππικής Εξουσίας, δεν θέλει να καταλήξει στη φωτιά το 1600, στάρθηκε στη φωτιά κάποιος, για κάποιες τέτοιου είδους αντιλήψεις, ατομιστικές κατά βάση, οι οποίες θεωρήθηκαν αιρετικές. Λοιπόν, ο Descartes καταρχήν απορρίπτει οτιδήποτε δεν έχει αναμφίβολη ερμηνεία. Ά, λοιπόν, υπάρχει και κάποια μικρή αμφιβολία στο τι είναι αυτό το πράγμα, το ξεχνάω και δεν ασχολούμαι με αυτό, θέλω ξεκάθαρα πράγματα, ξεκάθαρες θέσεις, δεν θέλω να καταλήξω στη φωτιά, εντάξει. Συνεπώς, το πράγμα που μπορεί να αντιληφθεί πρώτο και καλύτερο ο Descartes είναι ότι υπάρχει. Υπάρχω εγώ, με βλέπω, συζητάω, σκέφτομαι, σκέφτομαι άρα υπάρχω, κατά συνέπεια υπάρχω. Ωραία, το δεύτερο πράγμα που καταλαβαίνει αμέσως αμέσως ο Descartes, δεν μπορεί να με το καταλάβει, είναι ότι υπάρχει ο Θεός. Γιατί αν δεν υπήρχε ο Θεός, δεν θα μπορούσε να υπάρχω εγώ. Γιατί αν ο Descartes κάνει πως ξεχνάει την ύπαρξη του Θεού, θα ξεχάσει και η Ιερά Εξέταση την ύπαρξη του Descartes και όλα τα σχετικά. Ο Τσορντάν ο Μπρουνόν την είχε ξεχάσει και το Φθινόπολο του 1600 καίκε στη φωτιά. Λοιπόν, ο Descartes προσπάθησε να δημιουργήσει ένα μηχανιστικό μοντέλο για να θεμελιώσει τις βασικές αρχές και ταξιώματα που δεί από τα αφαιρόμενα. Που στηρίζεται αυτό σε αυτά που είχε διατυπώσει παλιότερο ο Άγιος ο Τέλης. Κάθε τι έχει μια αιτία και κάθε αποτέλεσμα φύλλεται σε κάποια αιτία. Κάθε τι έχει έναν τελικό σκοπό, κατά συνέπεια δεν μπορεί να μην υπάρχει κάτι τέτοιο. Συνεπώς, λέει ο Descartes, αν μπορέσω να βρω ένα μηχανικό σύστημα με το οποίο σε κάθε αίτιο να αποδείδω και ένα αποτέλεσμα, τι ωραία πάντα πράγματα. Ο κόσμος είναι αυστηρός, είναι αρχημένος, αυτό το αίτιο θα δώσει αυτό το αποτέλεσμα, τελείωσε. Δεν έχω να σκεφτώ και πολλά πράγματα. Βεβαίως, πώς μπορείς να επεξεργαστείς τα διάφορα δεδομένα που έχεις. Με κάτι, όπως το λέει, το οποίο έχει αναμφίβουλη ερμηνεία. Ποιος είναι εκείνος που έχει αναμφίβουλη ερμηνεία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το μόνο εργαλείο το οποίο ήταν αναντήρητα αποδεκτό ήταν οι γεωμετρικές αποδείξεις. Δεν υπάρχει τρόπος να κάνεις μια γεωμετρική αποδείξη. Εννοείται σύμφωνα με τους κανόνες και τα θεωρήματα και τα κσώματα της γεωμετρίας, έτσι της ευκλήδειας, εννοείται. Δεν υπάρχει τρόπος να κάνεις μια αποδείξη γεωμετρική και να έρθει κάποιος μετά και να σου πει, μα ξέρεις δεν είναι ακριβώς έτσι. Όχι, έτσι ακριβώς είναι, διότι έτσι συμβαίνει, δεν γίνεται αλλιώς. Κάποιος από εδώ μια γραμμή προς εκεί και έχει αυτήν την ιδιότητα και μετρήσεις, ότι είναι τρυπλάση από μια άλλη, είναι τρυπλάση από μια άλλη και τελείωσε, δεν μπορεί κανένας να λέει ναι αλλά θα μπορούσε και να μην είναι. Κατά συνέπεια, η γεωμετρία είναι το όπλο του Ντεκάρτ για να κάνει τη δουλειά του και, φυσικά, δουλεύει με τη γεωμετρία. Μισό και έναν αιώνα αργότερα από τον Ντεκάρτ, κυρίως γεωμετρικού τύπου ήταν οι αποδείξεις οι οποίες διατυπωρόταν, γι' αυτό είναι ακριβώς το λόγο, ήταν κάτι στο οποίο δεν χωρούσε αμφισβήτηση, έκανα τη σωστή γεωμετρική ενέργεια, έκανα τη σωστή γεωμετρική πράξη, χρησιμοποίησα τα σωστά θεωρήματα του Πιθαγόρα, του Θαλίτου, του Ανστολονού και λοδοσκηντικά, δεν έχει σημασία και των μεταγενέστων, άρα είναι αναντίρετο, άρα, πώς το λέγ είναι έτσι, έτσι είναι και τελείωσε, είναι ήσυχος λοιπόν ο Ντεκάρτ όταν χρησιμοποιεί τη γεωμετρία ως εργαλείο, εκείνο το οποίο έκανε ο Ντεκάρτ και τον ευχαριστούμε γι' αυτό, είναι ότι την διεύρυνε εισάγοντας αλγευρικές μορφές σε αυτή τη γεωμετρία, η άλγευρα ήταν λίγο δύσκολη στους αρχαίους Έλληνες για τον λόγο ότι οι απτικότητες των αριθμών γινόταν με γράμματα, το έγινε με τους Λατίνους, με εκείνους τους περίοδους εμβουλισμ ένα δικό σύστημα και με την αρρύθμιση την οποίαν κακώς λέμε αραβική, είναι ινδική κατά βάση στην προελευσίδηση, είναι κάτι σχετικά απλό Τι ξέρουμε εμείς από τον Ντεκάρτ, τι θυμόμαστε? Το θυμόμαστε όχι με τον Ντεκάρτ αλλά με το εκλατινισμένο όνομά του, Καρτέσιους και έχουμε υπόψη μας στο Καρτεσιανό σύστημα σενταγμένων είναι ακριβώς αυτό που λέμε μια αλγευρική διατύπωση κάπου γεωμετρικών διαδικασιών το Καρτεσιανό σύστημα, οι μονάδες και κάποιο σημείο δηλαδή μια ευθεία που έχω εδώ πέρα που ενώνει αυτό το σήμα με την αρχή των αξώνων που αποδίδεται με βάση αριθμητικές σχέσεις τρεις μονάδες σε αυτή την κατεύθυνση, δύο σε αυτήν, ένα σε αυτήν Αυτή λοιπόν είναι η εισαγωγή των αλγευρικών μορφών μέσα στην γεωμετρία που μας βοήθησε πάρα πολύ στη συνέχεια Λέιπνιτς, ο Λέιπνιτς είναι μια μεγάλη μορφή Έγραψε πάρα πολλά πράγματα, κάτι συγκεκριμένο δεν έγραψε Η δυσκολία αυτών που διαβάζουν τα κείμενα του Λέιπνιτς είναι ότι είναι σκόρπια Δεν μας έχει δώσει μια πραγματεία, δεν μας έχει δώσει μερικά βιβλία, δεν μας έχει δώσει κάτι Εκείνο που υπάρχει είναι ένα τέλειο κατεβατό από επιστολές που αντάλλασε με κόσμο είναι ένα τέλειο κατεβατό από γράμματα όπου έχει μέσα μαθηματικές συνδυαττήπωσεις ιδέες για το φυσικό κόσμο, θεωρίας, αντιλήψεις κλπ και μέσα από αυτά πρέπει να γίνει μια εκκλησία πληροφορίας Πάρα πολλοί λοιπόν έχουν δυσκολία να διερευνήσουν το έργο του Λέιπνιτς και βεβαίως το ζήτημα είναι ότι αρκετά από τα γράμματα που έχει στείλει ανακαλύφθηκαν αρκετόν καιρό αργότερα, καταχωνιασμένα κάπως σε κάποια αρχαία κατά συνέπεια το αρχείο, ας το πούμε έτσι αν υπάρχει με τα έργα του Λέιπνιτς δεν νομίζει κανένας ότι έχει τελειώσει οποιαδήποτε στιγμή ο Λέιπνιτς θεωρούσε κάτι που θα το λέγαμε σήμερα πανψυχισμό δηλαδή υπάρχει μια παγκόσμια ψυχή και η δική μου ψυχή είναι μέλος αυτής της παγκόσμιας ψυχής κάτι μου θυμίζει αυτό, κάτι μου θυμίζει, δεν θυμάμαι τι ακριβώς αλλά και πιθαγόριο μπορεί να είναι και πολλά άλλα πράγματα μπορεί να είναι μάλιστα Υπάρχουν λέει ο Λέιπνιτς μονάδες, όχι τα άτομα του δημοκρίτου ακριβώς, αλλά μονάδες μια μονάδα είναι αυτόνομη, αυτεξούσια, αυθύπρακτη, εγώ είμαι μία μονάδα ο Λέιπνιτς ήταν μία άλλη μονάδα και ο καθένας από εμάς είναι μία μονάδα αυτό λίγο πολύ έχει περάσει και στη σύγχρονη ορολογία, τι άτομο είναι αυτός και αναφερόμαστε σε έναν άνθρωπο, τι μονάδα είναι αυτός και πώς γίνεται τώρα μόλις σε αυτές τις μονάδες, πώς αυτές δραστηριοποιούνται και συμμετέχουν σε πράξεις και ενέργειες και πώς αλληλεπιδρονούν μία με την άλλη, υπάρχει και μία κεντρική μονάδα, κεντρικός επεξεργαστής θα λέγαμε στη σύγχρονη ορολογία, ποιος μπορεί να είναι αυτή η κεντρική μονάδα, ο Θεός διότι άμα ξεχάσεις τον Θεό σε ξεχράνε και πολλοί άλλοι και σε βρίσκουν έτσι κάτι τυχαία δυστυχήματα τα οποία δεν θα σου αρέσουν καθόλου, αυτός λοιπόν ο Θεός, αυτή η κεντρική μονάδα είναι που δημιουργεί τις άλλες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των άλλων μονάδων και η ύπαρξη αυτής της μονάδας που φαίνεται Πιθαγόρας, Πιθαγόρας, φαίνεται στην αρμονία της φύσης γύρω μας και όπου δεν υπάρχει αρμονία εκεί πέρα έχει επέμβει ο άνθρωπος και οι κακές μονάδες και πρέπει να τους βάλουμε στη θέση τους. Λοιπόν, ένα τρελό πράγμα το οποίο έχει οπωσδήποτε γράψει και έχει συμφωνήσει ο λαϊντ της αυτής είναι το εξής Αυτόν, η αλήθεια μιας πρότασης, προσέξτε τώρα που εμπλέκεται αυτό, εμπλέκεται στο ότι η γνώση είναι ακριβώς ο κοινός τόπος ανάμεσα στις αλήθειες και στις δοξασίες. Οι δοξασίες οι δικές μου, οι αλήθειες οι αντικειμενικές. Ο κοινός τόπος τους είναι αυτό το κομμάτι για το οποίο έχω γνώσει. Λοιπόν λέει ο Λαϊπνιτς, η πρόταση ότι ο Λαϊπνιτς θα πεθάνει το 1716 είναι αληθνή ακόμα και αν εγώ την πω το 1700. Γιατί τελικά το 1716 πέθανε. Αυτό βεβαίως δημιουργεί ορισμένα προθήσετρα καταλαβαίνει. Δεν μπορεί να πει κάποιος ότι εγώ είχα γνώσει το 1700 του γεγονότος ότι ο Λαϊπνιτς θα πεθάνει το 1716. Βεβαίως εκτός αν έκανα κανένα χωλόνο ταξίδι και γύρισα πίσω, έτσι, το 1716 το Λαϊπνιτς το 1716 δεν θα υπάρχει. Συνεπώς τέτοιου είδους διατυπώσεις του Λαϊπνιτς είναι λίγο ξεκάρποντες και πρέπει να ψάξει κανείς όλο αυτό το ατέλειο το συνοθήλαβμα από υλικό που έχει γράψει η αδοκή για να δούμε πώς θα μπορούσε κάπως να συγκεντρωθούν σε ένα θεωρητικό επόμεθο και να δημιουργήσουν μια κοσμοθεωρία. Υπάρχουν αντιθέτως αρκετά πιο συγκροτημένα υλικά για αυτούς οι οποίοι ήταν οι εμπειριστές και βρισκόταν στα Βαλτανικά νησιά. Νάτος λοιπόν ο Λοκ, ο Τζόν Λοκ, η βάση της σκέψης όλων των Αγγλωσσαξώνων. Οτιδήποτε είπε ο Λοκ είναι καλό, είναι θετικό, είναι σωστό, άσχετα να το έχει ξεσουκώσει από κάποιος παλιότερος. Ο Λοκ λοιπόν αρνείται την αφυρημένη και αδογματική σκέψη. Αυτά που είπαν προηγουμένως ο Δεκάρτης Κολάγης γι' αυτόν είναι αφυρημένα και αδογματικά. Εγώ λέει ο Λοκ έχω ένα νου ο οποίος είναι άγραφη πλάκα. Σημειώνω εδώ πέρα ότι την αναφορά για άγραφη πλάκα την έγρακαν πρώτα ο Αριστοτέλης και την ανέφεραν στη συνέχεια και κάποια άλλη από τους Άραβες επιστήμονες, ο Ιμπτσίνα συγκεκριμένα και κάποια άλλη στη συνέχεια. Άρα δεν είναι κάτι που το σκέφτηκε ο Λοκ για πρώτη φορά. Οι εμπειρίες λέει καταγράφονται συνεχώς σε αυτή την άγραφη πλάκα και γεμίζει σιγά σιγά και αυτές είναι οι γνώσεις μου. Συνεπώς οι εμπειρίες είναι αυτές οι οποίες έρχονται και μου δίνουν τη δυνατότητα να αντιληθώ τον κόσμο γύρω μου. Τώρα η σκέψη που κάνω εγώ προκύπτει καθώς εγώ προσπαθώ να οργανώσω και να ταξινομήσω αυτές τις γνώσεις που έχουν συγκεκριμένει από τις εμπειρίες. Βλέπετε λοιπόν εδώ πέρα ο Λοκ μας λέει έχω τις εμπειρίες, η εμπειρία έρχεται σε μένα, μπαίνει μέσα σε αυτή την άγραφη πλάκα και αρχίζει και οικοδομείται η δική μου γνώση. Λέει λοιπόν ο Λοκ για κάποιες ουσίες εγώ δεν γνωρίζω τίποτα παρά μόνο κάποιες από τις ιδιωτητές τους. Βλέπω λοιπόν αυτές οι ιδιωτητές τους μέσα από τις αισθήσεις μου, η γη είναι ξηρή και θερμή. Κατά συνέπεια βλέποντας το ξηρή και το θερμή καταλαβαίνω ότι αυτό το πράγμα είναι γη. Τώρα λέει ο Λοκ, οι λέξεις τις οποίες χρησιμοποιώ είναι απεικονίσεις, μάλλον δεν είναι απεικονίσεις των πραγμάτων αλλά είναι κάποια αθαίρετη τρόπη συμβολισμού των ενιών. Δηλαδή εδώ πέρα έρχεται σε κάποια αντίθεση με τους ελεάτες, δεν ψάχνει να βρει το νόημα μέσα στις λίξες αλλά λέει ξέρετε χρησιμοποιείς εγώ μία λέξη μία έκφραση. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτό αποδίδεται σε εκείνο και το πράγμα και τέλειωσε το χρησιμοποιώ σαν ένα είδος αιτικέτας ας το πούμε. Βεβαίως αυτό έχει έννοια αν πρόκειται να αναφερθούμε σε κάτι εντελώς καινούργιο. Δηλαδή για παράδειγμα αυτό εδώ πέρα το πράγμα είναι κόκκινο, γιατί το λέμε κόκκινο, κατά σύμβαση το λέμε κόκκινο. Αποφασίσαμε κάποια στιγμή κάπου κάποτε να το πούμε κόκκινο. Κι όταν πήγαμε να το σειώνουμε σε αυτό το πράγμα θα μπορούσαμε να το είχε πει πράσινο. Τότε λοιπόν όλοι θα λέγαμε τα κόκκινα πράγματα πράσινα και τα συνονούσαμε. Για μας αυτά που είναι κόκκινα τότε στην γλώσσα μας θα ήταν πράσινα. Με αυτή την έννοια λοιπόν έχει κάποιο δίκιο ο Locke αλλά δεν μπορεί να το επεκτείνουμε αυτό παντού σε όλα τα πάντα. Τέτοια πράγματα λοιπόν έλεγε ο Locke και γι' αυτό ο Μπάρκλι, ο οποίος θεωρεί ότι είναι ένας από τους συνεχιστές και ομοϊδάτης του, κυριολεκτικώς αρρώστησε. Δεν μπορεί λοιπόν να έχουμε τέτοιο τέτοιο να κρεφτεί ηλισμό, λέει ο Μπάρκλι. Και γιατί τον πήραξε ο ηλισμός τον Μπάρκλι, γιατί είναι επίσκοπος. Όταν λοιπόν ένας επίσκοπος μπλέκει με τον ηλισμό τόσο πολύ τα πράγματα δεν πάνε καλά. Φυσικά ένας επίσκοπος μπορεί να μπλέκει με το να εξαγοράζει τα αμαρτήματα διαφόρων ενάντι κανού χρυσίου. Αυτό δεν είναι ηλισμός, είναι ότι προσθέτω κάποια ψυχή την οποία να σώσω και προσθέτω και μερικά χρυσά νομίσματα στην περιουσία της εκκλησίας ή τη δικιά μου την προσωπική. Άλλο θέμα είναι αυτό. Ήταν επίσκοπος λοιπόν αυτός ο Μπάρκλι, αρρώστησε από τον ηλισμό του Locke, όμως δεν απορρίπτει τον εμπειρισμό. Είναι εμπειριστής κι αυτός, λέει όμως ότι κοιτάξτε έρχονται οι εμπειρίες αλλά αν δεν υπάρχει ο νους μου να τις καταγράψει, να τις καταχωρήσει και να τις σχητίσει δεν γίνεται. Κάτι τέτοιο λέει κι ο Locke. Έρχονται οι εμπειρίες, καταγράφονται και έρχεται ο νους και τις οργανώνει. Εδώ λοιπόν αυτό που φαίνεται είναι ότι δίνει ο Μπάρκλι μια ποιοτική διαφορά. Έχει μεγαλύτερη βαρύτητα η νοητική επεξεργασία παρά το αποτέλεσμα της αίσθησης αυτής καθέ αυτής. Και βεβαίως η υπέρτατη όλων των εμπειριών είναι η ύπαρξη του Θεού. Λέει ο Μπάρκλι, κοιτάξτε να δείτε, εγώ βλέπω εδώ πέρα ένα δέντρο. Εντάξει, τι μου λέει η εμπειρία μου ότι βλέπω ένα δέντρο. Εντάξει, σε αυτή τη διαδικασία μπλέκεται το δέντρο και εγώ. Το δέντρο είναι εκεί, εγώ είμαι εδώ, βλέπω το δέντρο, έχω αυτή την εμπειρία, τελείωσε. Και ο Θεός μου μπλέκεται σε όλη η διαδικασία. Λέει ο Λοκ, ο Θεός έφτιαξε το δέντρο. Και αφού το έφτιαξε είναι εκεί και εγώ το βλέπω. Λέει ο Μπάρκλι, ο Θεός έδωσε σε εμένα τη δυνατότητα να αντιληφθώ την ύπαρξη του δέντρου. Τι είναι η διαφορά μεταξύ των δύο. Ο Λοκ λέει, ο Θεός έφτιαξε το δέντρο. Ο Μπάρκλι λέει, ο Θεός μου έδωσε τη δυνατότητα να αντιληφθώ ότι το δέντρο είναι εκεί. Συνεπώς μπορεί να μη μου έχει δώσει αυτή τη δυνατότητα και το δέντρο να υπάρχει και εγώ να μην το βλέπω και να προχωρώ εις και μπροστά και να πέσω απάνω του και να σπάσω τα μούτρα μου και να μην καταλάβω ότι υπήρχε ποτέ δέντρο εκεί πέρα. Εντεχομένως. Έτσι λοιπόν βλέπετε ότι ο Λοκ από τα φαινόμενα συμπερένει την ύπαρξη της αντικειμενικότητας της Ήλης. Ενώ ο Μπάρκλι από τα φαινόμενα συμπερένει την αντικειμενικότητα της ύπαρξης του ανθρώπινου πνεύματος το οποίο εξετάζει και ερμηνεύει τούτα τα φαινόμενα. Και ερχόμαστε σε έναν κάπως πιο ακραίο ο Χιούμ. Ο Χιούμ ξαναπήγε να φύγει από πίσω. Όχι λέει και ο νους που έχει αντικειμενικότητα, οι εμπειρίες έχουν αντικειμενικότητα. Συνεπώς λέει ο Χιούμ, έχουμε μια ακολουθία διαδικασιών. Έχουμε κάποια αντίληψη, κάποιο πράγματος. Έρχεται δηλαδή η εικόνα του δέντρου μέσα στο μυαλό μου, υπάρχει η εικόνα του δέντρου μέσα στο μυαλό μου, το μυαλό μου ενεργοποιείται, βλέπει ότι αυτό εδώ είναι ένα δέντρο και τότε έχω κάνει τη σκέψη, α αυτό το πράγμα είναι ένα δέντρο και τελείωσε. Έτσι λέει λοιπόν τώρα, αυτό που λέτε η αρχή της αιτιότητας, υπάρχει αυτό το άρα δημιουργείται εκείνο, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια τεκμηριωμένη πεποίθηση, τι μας θυμίζει αυτό, ένα από τα σχήματα τα οποία αντιπροσωπεύουν την διαδικασία απόκτησης της γνώσης, έτσι. Υπάρχει κάτι, εγώ έχω μια τεκμηριωμένη πεποίθηση σε αυτό το κάτι, άρα έχω γνώση και σε αυτό το κάτι. Έτσι λοιπόν λέει ο Χιούμ, η αιτιότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ενστικτόδηση πεποίθηση, ότι αυτό το πράγμα συμβαίνει και όχι ένα θεμιλόδες αξίωμα, ο ήλιος κάθε μέρα ανατέλλει από την Ανατολή, τίλειωσε, αυτό είναι λοιπόν μια ενστικτόδηση πεποίθηση ότι θα συμβεί και αύριο και μεθαύριο και του χρόνου και όποτε θα χρειαστεί. Συνεπώς ορισμένες συνήθειες, ορισμένες διαδικασίες που επαναλαμβάνονται συχνά, είναι αυτές που μας δημιουργούν την ιδέα πως αυτό το πράγμα για το οποίο μιλάμε είναι ένα αξίωμα, είναι κάτι το οποίο θα συμβεί, ο ήλιος και αύριο θα ανατείλει από την Ανατολή. Βλέπετε λοιπόν, αυτό το οποίο έτσι χαρίτολο χώροντας το έχουν περιγράψει κάποιοι, πάρε κάποιους φιλοσόφους του ίδιου φιλοσοφικού ρεύματος, βάλτε τους σε ένα δωμάτιο και άμα δεν σκοτωθούν θα είσαι ευτυχής. Άν λοιπόν βάλετε κάτω και γράψετε αυτά που λέει ο Λοκ, ο Μπάρκελι και ο Χιόμνη, οι οποίοι συγκεντρωτικά όλοι μαζί αναφέρονται ως εμπειριστές, δεν υπάρχει περίπτωση να μείνουν ζωντανοί, αν τους κλείσουμε σε ένα δωμάτιο και τους αφήσουν εκεί πέρα να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση μεταξύ τους. Όμως, ο εμπειρισμός σαν μια ιδέα υπάρχει, ο θητικισμός σαν μια άλλη ιδέα υπάρχει και φυσικά, φυσικότατα, δεν μπορούσε στο σύγχρονο κόσμο, στο κόσμο δηλαδή του 19ου και του 20ου αιώνα, με όλη αυτή την ανάπτυξη γύρω από τις επιστήμες, να συνεχίσουμε και να υπάρχουμε ως κλασικοί εμπειριστές και κλασικοί θητικιστές. Έπρεπε λοιπόν κάποιοι να κάνουν κάτι στη ζωή τους και αυτό το κάτι ήταν να δημιουργήσουν ένα νέο θητικισμό και ένα νέο εμπειρισμό. Και ακριβώς αυτό εδώ το πράγμα κάνανε. Εδώ λοιπόν έχουμε μερικούς σύγχρονους εμπειριστές. Ο John Stuart Mill βλέπετε είναι στο 19ο αιώνα και ο Herbert Spencer αυτός μπήκε και λίγο στον 20ο αιώνα. Έχουμε λοιπόν τους νέους εμπειριστές. Και τι μας συγούνται αυτοί οι νέοι εμπειριστές. Συγούνται να ανατρέψουμε τον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης βέβαιος είναι ογκόριθος δεν ανατρέπεται εύκολα. Μπορεί όμως να παρακαμφεί. Τι έκανε ο Αριστοτέλης δημιούργησε τη λογική. Και η λογική λογική έμεινε περίπου σαν εξήλειξη εκεί που την άφησε ο Αριστοτέλης. Είχε εξετάσει εξοντοτικά τη λογική και τα συμπεράσματα και τα σχέδια και τους τρόπους και τα σχήματα της λογικής και τους τρόπους του να αποδείξουν και τα συγκεκτικά. Όμως, μας λέει ο Μίλκ και ο Σπένσερ, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εμείς τη μαθηματική λογική. Έρχομαστε λοιπόν στα μαθηματικά και στη μαθηματική λογική. Αυτά λοιπόν, λέει, είναι οι απότατες γενικέψεις της εμπειρίας και περιέχουν τους νόμους της πραγματικότητας και της λογικής σκέψης σαν αφηρημένες και συμβολικές μορφές. Έτσι λοιπόν, η μαθηματική λογική περιέχει μέσα της τους φυσικούς νόμους. Και όταν εγώ λοιπόν ψάχνω να βρω τον φυσικό νόμο αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα επαγωγικό συμπέρασμα χρησιμοποιώντας τη μαθηματική λογική. Όλα λοιπόν είναι κρυμμένα μέσα εκεί, χρησιμοποιώντας τη μαθηματική λογική σαν εργαλείο μπορώ να ανακαλύψω όλους τους φυσικούς νόμους που είναι κρυμμένοι μέσα εκεί. Μάλιστα. Προφανώς δεν μπορούσε να μην υπάρχει και ο αντίλογος πάνω σε αυτό. Και ο αντίλογος πάνω σε αυτό είναι πως έχουμε εδώ πέρα τον νεό εμπειρισμό, έχουμε και τον νεό θετικισμό. Έτσι λοιπόν δεν έχουμε πλέον εμπειριστές και θετικιστές, έχουμε τους σύγχρονους εμπειριστές και τους σύγχρονους θετικιστές. Λοιπόν, οι σύγχρονοι θετικιστές αναπτύχθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα και είναι γνωστή, η αρχική τουλάχιστον, ως κύκλος της Βιέννης. Γιατί αναπτύχθηκαν γύρω από τον Μορίσι Σλίκ, ο οποίος δούλευε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. 1882-1936. Το 1936 λοιπόν ήταν μια περίοδος που ήταν σχετικά εύκολο να βρεις κάποιον νεολαίο που να ανήκει ή να νομίζει ότι ανήκει στη ναζιστική νεολαία, να τον πείσεις ότι αυτά τα πράγματα που λέει αυτός ο περίεργος Μορίσι Σλίκ είναι όχι μόνο περίεργα αλλά και επικίνδυνα και να τον πείσεις να πάει να τον σκοτώσει και αυτό ακριβώς έκανε. Ανεβαίνοντας μια μέρα τα σκαλιά προς το Πανεπιστήμιο, ο Σλίκ βρέθηκε αντιμετωπώς με κάποιον από τη ναζιστική νεολαία, ο οποίος τον σκότωσε. Ευτυχώς για μας, ζήσανε και διέπρευσαν για αρκετά χρόνια μετά από αυτόν, οι υπόλοιποι του κύκλου της Βιέννης. Βλέπετε εδώ πέρα, για παράδειγμα, τον Λούτδορφ Κάρναπ ως το 70, τον Χάνς Ράχιμπαχ ως το 53, ο Οθονόια ως το 45. Αυτοί λοιπόν κυρίως αποτελούσαν τον κύκλο της Βιέννης, επειδή ακριβώς έτσι ζούσαν και δρούσαν στην Βιέννη και είναι γνωστοί ως νεοθετικιστές. Για να ζουν και να δουν στη Βιέννη, βλέπετε και τα όνοματά τους, σημαίνει ότι είναι μάλλον γερμανόφωνοι. Η γερμανική γλώσσα μετά από την αρχαία ελληνική, έτσι, έχει το ωραίο προνόμιο να είναι πάρα πάρα πολύ ακριβή στις διατυπώσεις της. Η γερμανική γλώσσα επίσης έχει πάει και ένα βήμα παραπέρα από την ελληνική, μπορεί να φτιάχνει προ-προ-προ υπαρασύνθετες λέξεις, όπου μέσα να περικλείονται επακριβή επακριβές τατανοήματα. Μάλιστα. Και τι θα πει αυτό. Αυτό θα πει ότι μπορείς στη γερμανική γλώσσα να έχεις μια σύνταξη αυστηρή, να έχεις κάποιες λέξεις που τα σύνθετά τους το καθένα να δείχνει κάτι συγκεκριμένο και αυστηρό, και μια αρκετά σύνθετη λέξη να παριστάνει κάτι το οποίο είναι προσδιορισμένο επακριβώς σύμφωνα με αυτό το οποίο έχεις γράψει. Είναι πολύ ελαττικό αυτό, αρκετά, κατά τη δική μου άποψη. Λοιπόν, λένε τώρα είναι οθοτικιστές. Όλα τα μαθηματικά μπορούν να θεμελιωθούν στη λογική. Και όλα τα λογικά αξιώματα είναι κοινά σ' όλες τις επιστήμες. Όμως, η διαφορά τώρα είναι η εξής. Τα μαθηματικά και η μαθηματική λογική δεν περιέχουν, όπως λένε οι εμπειριστές, όλους τους φυσικούς νόμους μέσα τους. Όχι. Είναι κάποια αυστηρά μεν αλλά ιδεατά μοντέλα ανάπτυξης της σκέψης. Χρησιμοποιώ, λοιπόν, τη μαθηματική λογική και τα μαθηματικά σαν τρόπο σκέψης και, εύκολα και ευολικά, θα προκύψουν ως αξιώματα οι φυσικοί νόμοι από αυτό. Βεβαίως, το να αποφύγω να έχω προβλήματα σε αυτή τη διαδικασία, το πετυχαίνω χρησιμοποιώντας τις λέξεις με μια ακριβή διατύπωση και με μια πάρα πάρα πολύ μεγάλη ακρίβεια. Συνεπώς, υπήρχε μια αυστηρότητα, μια ιεράρχηση αριστοτηλική του τρόπου με τον οποίο γίνεται η διατύπωση πάνω σε οτιδήποτε και έτσι αποφεύγεται η οποιαδήποτε πιθανότητα να γίνει κάποιο σφάλμα, κάποια παρανόηση. Έτσι, λοιπόν, έχουμε τον νεοθετικισμό και τον σύγχρονο εμπειρισμό. Τώρα, σύμφωνα με τον νεοθετικισμό, η επιστήμη αποτελείται από ένα σύνολο από ιεραρχημένες επιστημονικές θεωρίες και κάθε επιστημονική θεωρία είναι ένα σύστημα αξιωματικό που επιδέχεται μόνο μερική ερμηνεία και επίσης αποτελείται από λογικά αξιώματα, κάποιες σταθερές, κάποιους θεωρητικούς όρους και σχέσεις και κάποιους περιγραφικούς όρους που δεν είναι λογική. Και επιπλέον, από κάποιους κανόνες αντιστοίχησης που συνδέουν κάποιους περιγραφικούς όρους με παρατηρήσεις. Αυτό είναι, λοιπόν, η επιστήμη σύμφωνα με τον νεοθετικισμό. Μάλιστα, είναι σχετικά εύκολο να προτείνεις κάτι τέτοιο αν είσαι Γερμανός, τον 19ο και τον 20ο αιώνα, έχεις το εργαλείο, τη γλώσσα, για να τα διατυπώσεις και να τους δώσεις υπόσταση σε όλα αυτά τα πράγματα. Βεβαίως. Όμως, είναι τόσο ασφυκτικό αυτό το πέρατο πλαίσιο που δεν υπάρχει περίπτωση ο κόσμος να μην αρρωστήσει και να ανταποκριθεί και αρνητικά. Λοιπόν, η επιστήμη σύμφωνα με την άποψη των θεωτικιστών έχει την εξής ιστορία, σαν πορεία. Καταρχήν οι πρώτες επιστημονικές διατυπώσεις, όπως αυτές των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, ήταν παρά εμπειρικές γενικεύσεις που στυριζόταν στην αισθητηριακή αντίληψη. Βλέπω το νερό, βλέπω τον αέρα, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να πίνω χωρίς να αναπνέω, βλέπω την κίνηση του αέρα και του νερού κλπ κλπ κλπ. Η γλώσσα, λοιπόν, υποχρησιμοποιούσα, ήταν μια καθαρά παρετηρησιακή γλώσσα. Η γνώση, λοιπόν, επάγεται από την εμπειρία με τρόπο που περιέγραψε κάποια στιγμή παλαιότερα, μέχρι τον 17ο αιώνα ο Μπέικον, και η επιστήμη, σύμφωνα με τους νεοθετικιστές, αναπτύσσεται με την εγκαθίδρυση κάποιων επαλειθευμένων επιστημονικών θεωριών, ή επικυρωμένων. Τώρα, η μετάβαση από μια επικυρωμένη θεωρία σε μια άλλη γίνεται με τη διαδικασία της αναγωγής, δηλαδή ανάγο της αντιλήψης και της περιγραφής της μίας θεωρίας σε μια άλλη. Η αλλιότερη θεωρία, λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο ενσωματώνεται στην καινούρια, της οποίας αποτελεί ειδική περίπτωση. Αν θυμάστε, είχαμε αναφέρει τη θεωρία του Αρένιους για τα οξέ και τις βάσεις, που αναγκαστικά υποθέτει την ύπαρξη νερού σαν διαλύτη. Μέσα στο νερό διαλύεται το οξύ η βάση, διίσταται και από την διάσταση του προκύπτουν, είτε κατειώνοντα υδρογόνου, είτε ανιώνοντα υδροξυλείο, που είναι η φορείς του όξινου ή του βασικό χαρακτήρα. Η θεωρία του Λιούις, που είναι η γενικότερη, δεν χρειάζεται καν την ύπαρξη κάποιου διαλύτη, μπορεί να αναμόρει από μόνο του, ας το πούμε στην αίρια φάση, να εμφανίζει όξινο ή βασικό χαρακτήρα, χωρίς να χρειάζεται να υπάρχει νερό. Τώρα, σύμφωνα με τους νοοθετικιστές, η αναγωγή από τη μία επικυρωμένη επιστήμη στην επόμενη, που είναι η γενικότερη και είναι αυτή που θα την αντικαταστήσει, μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Η αναγωγή μπορεί να είναι ομογενής ή ετερογενής. Θα μου πείτε, ναι σιγά, υπάρχει μια διάκριση στο τι θα πει ομογενής και τι θα πει ετερογενής. Μην ξεχνάτε, αυτά που είπαμε προηγουμένως, την αυστηρότητα της γλώσσας και το ακριβές περιοχόμενο των λέξων. Τι θα πει, λοιπόν, ομογενής αναγωγή. Θα πει ότι οι δύο θεωρίες, η παλιότερη και η καινούργια, είναι θεωρίες αντίστοιες, χρησιμοποιούν δηλαδή αντίστοιχο λεξιλόγιο, χρησιμοποιούν αντίστοιχο ολολογία, χρησιμοποιούν αντίστοιχες παρατηρήσεις, αντίστοιχους μηχανισμούς συσχέτισης, αντίστοιχα φαινόμενα, αντίστοιχα μεγέθη. Άρα, σχετικά εύκολα γίνεται η μετάβαση από τη μία στην άλλη. Ένα παράδειγμα για αυτό εδώ πέρα αποτελεί η ενσωμάτωση των μετρήσεων και των αντιλήψεων του Γαλινταίου στη μηχανική του Νίουτον. Τι έκανε ο Γαλινταίος? Ένα μεγάλο μέλος της δραστηριότητάς του ήταν η μελέτη της κίνησης σε ένα κεκλυμμένο επίπεδο. Έφτιαχνε λοιπόν διάφορα κεκλυμμένα επίπεδα σε διαφορετικές γωνίες, ξύλινες κατασκευές. Έσκαβε αυλάκια σε αυτά και έβαζε μπύλες μικρότερες ή μεγαλύτερες από ένα ή άλλο υλικό να κυλούν σε αυτά τα αυλάκια. Και παρατήρουσε το χρόνο που χρειαζόταν ούτως στην μπύλια να φτάσει από ένα συγκεκριμένο σημείο που την είχε βάλει κάτω στο επίπεδο του εδάφους. Αυτό λοιπόν είναι κάτι που περιγράφει το φαινόμενο κίνησης στο κεκλυμμένο επίπεδο. Επειδή λοιπόν εκεί πέρα χρησιμοποιούσε τη μάζα, χρησιμοποιούσε τη γωνία, χρησιμοποιούσε δυνάμεις, ας το πούμε έτσι, οι οποίες δούλουσαν πάνω στην μπύλια, πολύ εύκολα μπόρεσε να ενσωματωθεί αυτό το περιορισμένο αντικείμενο που πραγματευόταν ο Γαλιλαίος στην θεωρία του Νιούτον όπου τον κύριο ρόλο τον παίζουν οι δυνάμεις ανάμεσα στις σώματα. Ανάμεσα λοιπόν στην μπύλια και στο έδαφος που είναι έτσι η άκρη του σώματος της Γης ασκεί την έλξη, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι συμβαίνει, μπορούμε εύκολα να εξηγήσουμε αυτά που παρατηρούσε ο Γαλιλαίος με βάση τους όρους της μηχανικής του Νιούτον. Αυτό το πράγματος που λέμε κλασική μηχανική. Υπάρχει και η ετερογενής διαδικασία αναγωγής. Πώς δηλαδή μια θεωρία ανάγεται σε μια άλλη θεωρία όταν είναι ετερογενής. Τι θα πει ετερογενής, ετερογενής θα πει ακριβώς αυτό που λέει η λέξη. Δηλαδή οι δύο θεωρίες έχουν διαφορετικό σύστημα αξιών, διαφορετικό σύστημα αναφοράς, αναφέρονται σε διαφορετικά φαινόμενα, σε διαφορετικά μεγέθη και πρέπει λοιπόν, αναγκαστικά έχουν και διαφορετική ορολογία, πρέπει λοιπόν οι όροι της μίας να μεταφραστούν στους όρους της Άγης προκειμένου να μπορέσει να γίνει αυτή η αναγωγή. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ετερογενούς αναγωγής είναι ακριβώς αυτό μεταξύ της κινητικής θεωρίας των αέρειων και της τρομοδυναμικής. Τι μας λέει η κινητική θεωρία των αέρειων, έχω σε ένα περιορισμένο χώρο μια ποσότητα ενός αέρειου, το αίριο αυτό αποτελείται από στοιχειώδη σωματίδια, άτομα μόρια δεν μας ενδιαφέρει σε αυτήν την στιγμή, και αυτά κινούνται με μια ορισμένη ταχύτητα. Χτυπούν λοιπόν τα μόρια αυτά στα τυχόματα και αυτό το χτύπημα στα τυχόματα είναι η πίεση του αερίου την οποία εγώ μπορώ να μετρήσω. Τι μου λέει η θερμοδυναμική. Έχω μια ποσότητα αερίου μέσα σε ένα δοχείο και αυτό βρίσκεται σε μια ενεργειακή κατάσταση. Ποια είναι αυτή η ενεργειακή κατάσταση θα ψάξω να την βρω. Λοιπόν, πώς μπορούμε την κινητική θεωρία των αερίων να την περιλάβω μέσα στη θερμοδυναμική. Η θερμοδυναμική μου μιλάει για μια κατάσταση στην οποία δεν ενδιαφέρεται αν τα μόρια ή τα άτομα, μάς το περίπτωση τα στοιχειώδη σωματίδια του αερίου κινούνται και πώς και πού, ενώ η κινητική θεωρία του αερίου ακριβώς αναφέρεται στην κινήση. Λοιπόν, τι θα πει θερμοκρασία για την κινητική θεωρία των αεριών. Τι θα πει θερμοκρασία για τη θερμοδυναμική. Στη θερμοδυναμική, λοιπόν, η θερμοκρασία περιλαμβάνεται σαν θερμοκρασία. Στην κινητική περιλαμβάνεται ως κινητική ενέργεια. Όσο μεγαλύτερη είναι η θερμοκρασία στην οποία βρίσκεται ένα αέριο, τόσο μεγαλύτερη είναι η μέση ταχύτητα των στοιχειωδών σωματιδιών του. Κατά συνέπεια, αν κάνω τέτοιου είδους αναγωγή, δεν είναι πάντα τόσο εύκολη, αλλά επάσης είναι αυτό ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μπορώ, μιλώντας για την ενέργεια των στοιχειωδών σωματιδίων ενός αερίου, να αναφέρω είτε στη μέση τιμή της ενέργειάς του σε ορισμένη θερμοκρασία, ή στη μέση τιμή της ταχύτητας κίνησης τους σε μια ορισμένη θερμοκρασία. Και έτσι ο όρος θερμοκρασία μεταφέρεται ανάμεσα σε αυτές τις δύο θεωρίες. Αυτός, λοιπόν, ο νεοθετικισμός ήταν τόσο ασφυκτικός, τόσο αυστηρός, τόσο απαιτητικός, που ένας ολόκοσμος, ακόμα και οι Γερμανοί οι ίδιοι, αντέδρασαν σε αυτό. Και παρόλο που για αρκετό καιρό ήταν ένα από τα κύρια επιστημολογικά ρεύματα, υπήρξε και το αντίθετο ρεύμα από αυτό. Το αντίθετο ρεύμα, πάλι, είχε διάφορους εκπροσώπους, υπήρξε κατ' αρχήν κάποιος, στη συνέχεια κάποιοι ακολουθήτου. Αυτή τη στιγμή αναφερόμαστε σε αυτούς με τον όρο, οι επικοδομητιστές. Αυτοί λοιπόν, στους οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια, αντιτάκτηκαν στο νεοθετικισμό, εξαιτίας της αυστηρότητας της γλώσσας και της ολογλυγίας και όλα τα σχετικά, και εισηγούνται γενικά όλοι κάποιες διαδικασίες επιστημονικής πρόοδου. Υπάρχει λοιπόν η επιστημονική πρόοδος, η οποία πραγματοποιείται με όρους επικοδομητισμού, όπως λέμε, και όλοι αυτοί εδώ πέρα είναι οι επικοδομητιστές. Πρώτος και καλύτερος, ο Κάρλ Ραϊμόν Πόπερ, ακολούθησε ο Τόμας Κούν, ο Ήμρε Λάκατος και ο Λάρι Λονδάν, σύμφωνα με τελευταίες πληροφορίες, μόνο ο τελευταίος από αυτούς είναι ακόμα μαζί μας. Οι παλιότεροι, βλέπετε, είναι αρκετά παλιότεροι, βέβαια όλοι μέσα στον 20ο αιώνα, αλλά μέχρι κάποιο σημείο ήταν μαζί μας, όχι πάρα πολύ πρόσφατα. Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε από τον παλιότερο από αυτούς, ο Πόπερ, είναι ο πρώτος εδώ αριστερά. Ο Πόπερ, λοιπόν, μας λέει ότι για να προχωρήσει η επιστήμη, χρειάζεται να ακολουθήσει μια παραγωγική διαδικασία. Η επιστημονική θεωρία, όποια είναι αυτή, καταρχήν προτείνεται, στη συνέχεια ελέγχεται μέσω των πειραμάτων και, λέει ο Πόπερ, για να θεωρώ ένα πράγμα επιστήμη, θα πρέπει αυτή η θεωρία να μου δίνει τη δυνατότητα να την ελέγξω και αν μπορώ μέσα από κάποιες πειραματικές διαδικασίες να αποδείξω ότι δεν αριθεύει. Γιατί μια λεγόμενη επιστήμη, η οποία είναι τόσο αυστηρή, που μου λέει «έτσι είναι τα πράγματα» και τελείωσε, είναι δογματική. Και όταν μιλάω για δόγμα, αυτό το πράγμα δεν είναι επιστήμη. Συνεπώς, αυτό που έχει περάσει σε όλους μας, και άλλη φορά κάναμε αναφορά σε αυτό το πράγμα, επιστήμη δεν μπορεί να είναι κάτι το οποίο σου λέει «τα πράγματα είναι έτσι και τελείωσε, αυτό είναι δόγμα». Αυτό το έχει περάσει στην λογική των περισσότερων από εμάς. Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα της εμπειρικής διαψευσιμότητας. Και ξαναθυμίζω σε αυτό το σημείο, όχι εμπειρικής μόνο με την έννοια των εμπειριών των ανθρώπινων με τις αισθήσεις που έχω, αλλά και των εμπειριών που μπορώ να συγκεντρώσω χρησιμοποιώντας κάποια κατάλληλα κατασκευασμένα όργανα για να μπορούν να βλέπουν στο υπέρεθρο, στο υπεριόδες, να μετρούν κάποιες τιμές ενέργειας σε κλίμακες που δεν μπορώ να φτάσω, έτσι, με το ανθρώπινο σώμα, δεν μπορώ να κουμπήσω κάτι το οποίο έχει 10.000 βαθμούς κελσίου, αλλά μπορώ να έχω ένα όργανο που να μετρήσει με κάποιο τρόπο αυτή τη θερμοκρασία. Λοιπόν, λέει ο Πόπερ ότι κάθε επιστήμη που διαψεύθεται σταματάει να είναι πια επιστήμη. Πρέπει λοιπόν να προτείνω μια καινούργια θεωρία. Θα προτείνω λοιπόν μια καινούργια θεωρία. Τι πρέπει να κάνω τώρα για τη καινούργια θεωρία, εφαρμόσου πάλι το ίδιο σχέδιο. Να προσπαθήσω να την διαψεύσω με όποιους τρόπους μου δίνει, διότι αλλιώς δεν τη θεωρώ θεωρία. Αν μεν η θεωρία διαψευστεί τότε θα προχωρήσω σε μια καινούργια θεωρία, συνεχώς έχω λέει μια αρχική θέση 1, υπάρχει μια μεταβατική κατάσταση 1, υπάρχει ο ένεχος των θεωριών στο στάδιο 1 και υπάρχει μια καινούργια κατάσταση 2. Και ξαναμονά. Αυτό παίρνει λοιπόν ένας κύκλος ο οποίος συνεχίζει. Αυτή τη στιγμή λοιπόν έχουμε κάποια θεωρία η οποία ισχύει και μπορεί αυτή η θεωρία στο μέλλον να καταρριφθεί. Μέχρι τώρα όμως η θεωρία δουλεύει, υπάρχει. Τι λέει ο Πόπερ, προσέξτε, δεν είναι αυτή η τελική θεωρία, είναι μια προσέγγιση της αλήθειας. Και αν την απορρίψω και προχωρήσω σε μια καινούργια θεωρία, ε, εκείνη είναι μια ακόμα καλύτερη προσέγγιση της αλήθειας. Πότε θα φτάσω τελικά να ολοκληρώσω τη γνώση μου γύρω από τη φύση να έχω την πλήρη αλήθεια μπροστά μου, ποτέ, λέει ο Πόπερ. Απλώς θα κάνω βήματα σταδιακά, όπου το καθένα θα είναι καλύτερο από πριν. Κάθε καινούργια θεωρία θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Δηλαδή θα το λέγαμε έτσι με σύγχρονο σόλος, η γνώση μας θα τύνει ασημπτωτικά προς εκείνον το σημείο που θα είναι η απόλυτη γνώση. Έτσι, αν είναι το 1 θα τύνει ασημπτωτικά προς το 1, δεν θα το φτάσει όμως ποτέ. Κάθε καινούργιο βήμα όμως θα είναι και καλύτερο. Με την έννοια αυτή, επίσης, όπως το λέει ο Πόπερ, το ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει αυτή η θεωρία και ισχύει και δεν απορρίπτεται, δεν σημαίνει ότι αυτή είναι και τελείωσε. Απλώς, η θεωρία αυτή δεν έχει διαψευστεί ακόμη. Θα μπορούσε να διαψευστεί στο μέλλον. Βεβαίως, μου δίνει τη δυνατότητα ο Πόπερ, εγώ, να παλουσιάζω και να διδάσκω αυτή τη θεωρία και να την προωθώ, με την έννοια ότι είναι η επικρατούσα θεωρία αυτή τη στιγμή. Δεν σημαίνει όμως, σίγουρα με αυτό, ότι αυτή είναι η τελική θεωρία. Μπορεί να υπάρξει κάτι στο μέλλον που θα την διαψευστεί. Όχι ακόμα αυτή τη στιγμή. Άρα, ποτέ δεν μπορώ να πω, ισχύει αυτό. Θα το πω βέβαια στους μαθητές μου, αλλά με την αίρεση ότι κοιτάξετε, αυτή τη στιγμή ισχύει. Μπορεί στο μέλλον να διαψευστεί. Και τότε θα ισχύει κάτι καινούργιο, κάτι άλλο. Έτσι, λοιπόν, μια επιστημονική θεωρία απλώς δεν διαψευδεται. Αν διαψευστεί, αντικαθίστεται από μια κοινούργια η οποία πάλι, έτσι, μπαίνει στη διαδικασία να ελεγχθεί με στόχο ενδεχομένους και να διαψευστεί. Τώρα, σύμφωνα με τον Πόπερ, η γνώση είναι αντικειμενική. Πρώτα απ' όλα, επειδή είναι αγγητική και δεύτερον, γιατί σύμφωνα με αυτό, έχει οντολογική υπόσταση, ανεξάρτητα από το αν εγώ μπορώ ή δεν μπορώ να την καταλάβω. Τώρα, η γνώση, η οποία κατέχει ένα σύνολο από ανθρώπους, είναι μια συνολική γνώση. Η γνώση, την οποία κατέχει ένα μέλος από αυτήν την κοινότητα, είναι μια δική του γνώση. Και, φυσικά, η γνώση που έχω εγώ σαν άτομο, οφείλεται στην αποκόμηση εμπειριών από το σύνολο, μέσα από τη βιβλιογραφία, μέσα από τη διδασκαλία, μέσα από την επιστήμη και όλα τα σχετικά. Και έτσι κάπως προχωράει η γνώση του καθένας ατόμου μέσα στην συνολική γνώση της κοινότητας στην οποία είναι υπάρχει. Ο Thomas Cohn τώρα είναι ο επόμενος, ο οποίος το πήγε λίγο πιο πέρα και άδωσε και πάρα πάρα πολλούς ορισμούς και πάρα πάρα πολλά καινούργια στοιχεία γύρω από την διαδικασία της εξέλιξης των επιστημών. Ο Thomas Cohn λοιπόν πιστεύει ότι η επιστήμη προχωράει, όχι γραμμικά, προχωράει με μια διαδικασία η οποία είναι ασυνεχής. Έρχεται να το δω σε πολύ καλή παραλίγηση με την κυβαντική θεωρία. Τι έχουμε στην κυβαντική θεωρία? Την κατάργεση της αντίληψης ότι η ενέργεια είναι μια ποσότητα συνεχής. Εδώ πέρα λοιπόν η γνώση η επιστημονική δεν είναι μια ποσότητα συνεχής. Είναι κάτι το οποίο υπάρχει, είναι σταθερό σε ένα σημείο, μετά λοιπόν πραγματοποιείται μια επανάσταση, μια δραστική μεταβολή και στη συνέχεια έχω ένα καινούργιο στάδιο της γνώσης της επιστήμης. Συνεχώς μας λέει υπάρχουν επιστημονικές επανάστασεις και στην διάρκεια αυτών των επιστημονικών επανάστασεων τα πράγματα έρχονται πάνω κάτω και δημιουργούνται καινούργιες επιστημονικές θεωρίες. Συνεχώς η τρέχουσα κατάσταση, η τρέχουσα θεωρία ονομάζεται από τον Κουν επιστημονικό παράδειγμα. Έτσι προσέχουμε σε αυτό το πέρα το σημείο. Η ορολογία την οποία χρησιμοποιούν οι επιστήμονες και εδώ πέρα οι επιστημολόγοι είναι αυστηρή και είναι συνεπής. Άλλο είναι το παράδειγμα στο οποίο αναφερόμαστε εμείς στην καθημερινή μας ζωή, άλλο επίσης είναι το παράδειγμα στο οποίο αναφερόμαστε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για μια επιστημονική θεωρία. Όταν εγώ μιλώ στο εργαστήριο και λέω για αυτό το είδους την αντίδραση θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Αυτό το παράδειγμα είναι θα πάρω αυτό το οξύ και αυτή τη βάση και θα κάνω αυτή την αντίδραση για να σας δείξω την αντίδραση εξοδεδέρωσης. Για τον Κουν το επιστημονικό παράδειγμα είναι ένας όρος ακριβής ο οποίος περιγράφει κάτι και αυτό το κάτι είναι η τρέχουσα επιστημονική θεωρία. Εντάξει το ξαναθυμίζω αυτό είναι η ακρίβεια της έκφρασης την οποίαν πρέπει να έχουν βλέπετε ακόμα και αυτοί που δεν είναι νεοθετικιστές πρέπει να δώσουν ένα ακριβές περιεχόμενο στον όρο τον οποίο χρησιμοποιούν. Υπάρχει επιστημονική ακριβολογία. Έτσι θυμίζω σε αυτό το σημείο κάποια αστεία παραδείγματα με την καθημερινή έννοια του όρου. Εντάξει η εφαρμογή σε αυτό το πράγματος αν την έχετε δει βέβαια στην ταινία με τα κίτρινα γάντια είναι μια πολύ ωραία αστεία σκηνή με τον Χαζούλη εκεί πέρα σε ένα περιφερειακό καφενείο κάπου σε εθνική οδό. Ο Κιονάκης ήταν ο Χαζούλης. Έρχεται λοιπόν και ο πρωταγωνιστής ταινίας βλέπει εκεί πέρα σε ένα τραπέζι δύο πορτοκαλάδες, βλέπει και τα κίτρινα γάντια της γυναίκας του και θορυβείται και τον φωνάζει τον Χαζούλη. Ποιοι καθόταν σε αυτό το τραπέζι, σε αυτό το τραπέζι, ναι λοιπόν ποιοι καθόταν εδώ, κανένας. Κάθονται οι άνθρωποι σε τραπέζια, στις καρέκλες κάθονται. Ο Χαζούλης λοιπόν εκεί πέρα είναι ακριβολόγος, έτσι, δεν χρησιμοποιεί την έκφραση με την καθημερινή έννοια ακόμα και τώρα. Έτσι, εμείς συζητάμε, βρισκόμαστε κάπου και λέμε, βλέπω εκεί πέρα ένα τραπέζι, πάμε να καθίσουμε, εννοούμε στις καρέκλες που είναι δίπλα στο ελεύθερο τραπέζι, εντάξει, κανένας όμως δεν το λέει με αυτή την έννοια, πάμε να καθίσουμε στο τραπέζι. Έτσι λοιπόν, ο Χαζούλης εκεί πέρα χρησιμοποιεί την κυριολεξία, δεν κάθονται οι άνθρωποι σε τραπέζια, στις καρέκλες κάθονται. Και εδώ λοιπόν ο Κούν χρησιμοποιεί την έκφραση αυτή με ακριβιολογία, δηλαδή αυτό που λέει επιστημονικό παράδειγμα στη θεωρία του, δεν είναι το παράδειγμα ενός οξείως και μιας βάσης που αντιδρούν, είναι η τρέχωσα, η επιστημονική θεωρία. Αυτός λοιπόν διαλέγει να τροματίσει έτσι, το δηλώνει και λέει από εδώ πέρα θα χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση με αυτό εδώ το περιεχόμενο. Προσοχή λοιπόν όταν αναφερόμαστε στο επιστημονικό παράδειγμα, αναφερόμαστε στην αντίληψη του Κούν περί της εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών και η εξέλιξη αυτή προχωράει λέει ο Κούν μέσα από κάποια στάδια παραστατικά. Τι γίνεται λοιπόν τώρα συχνά με τον Κούν, η επιστήμη είναι σε κάποιο στάδιο στατική, δηλαδή είναι αυτό που το λέει αυτός κανονική επιστήμη. Αν λοιπόν εγώ πάω αυτή τη στιγμή στην αίθουσα του μαθήματος και πάω να διδάξω τη θεωρία των μωριακών τροχιακών για παράδειγμα, είμαι ένας επιστήμονας που κάνω κανονική επιστήμη. Αυτή τη στιγμή τρέχουν τα θεωρία είναι των μωριακών τροχιακών και αυτό θα πάω να διδάξω τους θεωρητές μου. Τι γίνεται λοιπόν εδώ πέρα, οι παρατηρήσεις που συγκεντρώνονται από τις διάφορες πειραματικές διαδικασίες, συνήθως ενισχύουν τη θέση του παραδείγματος και αν τύχει να κάνω εγώ κάποια παρατήρηση η οποία δεν συμβαδίζει με το παράδειγμα, δηλαδή με τη θεωρία των μωριακών τροχιακών στην περίπτωσή μας, τότε ή απλώς το αναφέρω, τι λέω, ξέρετε έγινε και αυτή η παρατήρηση που δεν περιγράφεται ή άμα είμαι λίγο πιο έξυπνος, λίγο προγνωριρός, λίγο πιο επάση περιπτώση, όπως θέλετε πείτε το, το πνίγω το παράδειγμα και δεν το εμφανίζω ποτέ. Το παράδειγμα με την κοινή έννοια του, εντάξει. Κατά συνέπεια, λέει ο Kohn, υπάρχει η κανονική περίοδος της επιστήμης όπου τα πράγματα είναι έτσι, είναι ομαλά, στατικό της, δεν γίνεται τίποτα. Όλα τα πειραματικά δεδομένα στηρίζουν το επιστημονικό παράδειγμα. Τώρα, λέει, μόλις μπούμε στην επαναστατική περίοδο, εκείνο που συμβαίνει είναι ότι έχει μαζευτεί ένας όγκος από πειραματικά δεδομένα, όχι ένα που βρήκα εγώ, αλλά πεντακόσια ένα που βρήκαν και άλλοι πεντακόσια. Έχει μαζευτεί, λοιπόν, ένας όγκος από αποτελέσματα που δεν συμβαδίζουν με εντυπωσιακό παράδειγμα. Και αρχίζουμε και σκεφτόμαστε. Τι λέτε, ρε παιδιά, μπορεί να ισχύει αυτή η θεωρία όταν υπάρχουν τόσα πειραματικά δεδομένα ενάντια σε αυτήν. Κατά συνέπεια, λέει, αμέσως σχηματοποιείται ένα νέο επιστημονικό παράδειγμα, το οποίο εγκαθιδριεται, έτσι είναι μια επικυρωμένη επιστήμη πλέον, φυσικά αυτό που υποθέτει, έτσι, ότι θα διατυπωθούν σχέσεις, εκφράσεις, νόμοι κλπ. κλπ. και όλα τα σχετικά, έτσι ώστε να περιγράφονται αυτά τα κ θα κάνει έναν κύκλο, όπως υποβόπωπε προηγουμένως, αρχική θέση, διερεύνηση, εξέταση, έτσι, και ξανά έρχομαι στην αρχή, έτσι λοιπόν και εδώ πέρα, θα έχω έναν καινούργιο επιστημονικό παράδειγμα, το οποίο και πάλι θα μπει στη διαδικασία να ελεγχθεί, θα είναι μια καινούργια κανονική επιστήμη και πάει λέγοντας, άρα έχουμε σκαλοπατάκια, κανονική επιστήμη επανάσταση, κανονική επιστήμη επανάσταση, δεν μας λέει βεβαιοκούν και δεν υπάρχει κάτι τέτοιο που μπορεί να μετρ κανονικής κατάστασης της επιστήμης και ενός άλματος μιας επιστυμονικής περίοδο, τώρα ο Κούν λέει ότι μπορεί για κάποιο διάστημα να υπάρχουν παράλληλα περισσότερα από ένα επιστημονικά παραδείγματα, δηλαδή να συμ υπάρχουν τουλάχιστον δυο θεωρίες, έτσι και βεβαίως το ποια θεωρία θα διαλέξει ο καθένας από τους επιστήμονες είναι δικό του θέμα, είναι και τυχαίο, είναι και θέμα αντιλήψεων, είναι και θέμα του πώς καταλαβαίνει ο καθένας τα πράγματα, άρα μου δίνει εμένα τη δυνατότητα να εξακολουθήσω να χρησιμοποιώ το παλιό παράδειγμα και όχι το καινούριο, εντάξει, όμως λέει για να υπάρξει ένα καινούριο ικανοποιητικό παράδειγμα, δεν αρκεί να το προτείνω εγώ, ποιος είμαι εγώ άλλωστε που θα κάνω αυτό πέρα του για το συμπρόταση, βάζει κάποια κριτήρια ο Κούν, για να υπάρξει λοιπόν μια καινούρια επιστυμονική θεωρία, ένα καινούριο επιστημονικό παράδειγμα, πρέπει αυτό να πληρεί κάποιες προϋποθέσεις, ποι δηλαδή πρέπει να είναι εμπειρικός ικανοποιητικό που να έχει και πειραματικές διαδικασίες και παρατηρήσεις και αποδείξεις κλπ πρέπει να είναι συνεπές, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά δηλαδή μπορεί να χρησιμοποιεί ένα άλλο σύστημα συνταγμένων, ένα άλλο σύστημα αναφοράς, ένα άλλο σύστημα μεγεθών και να έχει όρους οι οποίοι δεν υπάρχουν σε καμιά άλλη θεωρία, θα πρέπει να υπάρξει ένα είδος αναγωγή, ουτομογενής ή τετρογενής όσο μπορεί αυτό να γίνει, πρέπει να είναι ευρύ, αυτό θα συμβεί μια θεωρία για τα οξέα και τις βάσεις, η οποία να περιγράφει μόνο τις ενώσεις του Βορειού, οι ενώσεις του Βορειού είναι οξέα ή βάσεις σύμφωνα με αυτή τη θεωρία που θα σας πω εγώ τώρα, αυτό είναι εντελώς χαζό, σύμφωνα λοιπόν με τον Κούνα αυτό το πράγμα δεν αποτελεί επιστημονικό παράδειγμα, δεν αποτελεί μια καινούργια θεωρία, αποτελεί μια δική μου ιδιαίτερη αντίληψη των πράγματων, πρέπει να είναι ευρύ το αντικείμενο του υποστημονικού παράδειγματος από αυτή την τροπία που κάλυπται προηγουμένως το προηγούμενο επιστημονικό παράδειγμα, πρέπει επίσης να είναι αυτό το επιστημονικό παράδειγμα απλό, τι θα πει αυτό το πράγμα, θα πει ότι θα πρέπει οι τύποι, οι σχέσεις, οι εξισώσεις, οι αναλογίες που υπάρχουν να μην είναι τόσο πολύπλοκες που να χρειάζονται καινούργους ορισμούς και καινούργια φαινόμενα. Υπάρχει λοιπόν εδώ πέρα η έκφραση που λέγεται το ξεγράφι του όκαμ, θα δούμε τώρα τι είναι αυτό. Υπάρχουν πολλές περιγραφές, έτσι θα σας δώσω μια σχετικά απλή για να γίνει κατανοητή. Ο όκαμ ήταν ένας από εκείνους τους μοναχούς των μέσων χρόνων, ο οποίος καθώς βρισκόταν στο μοναστήρι του, είχε κάποια εργασία να κάνει και είχε και αρκετό χρόνο ελεύθερο. Το ελεύθερο χρόνο του πήγαινε στη βιβλιοθήκη του μοναστήριου και διάβαζε και μορφωνότανε. Σχετικά άλλωστε, έτσι, η μόνη εγγράμματη εκείνο το εκείνο ήταν κάποιοι από τους χορηδάρχες και όλοι όσοι βρισκότανε στα μοναστήρια. Λοιπόν, το ζητημένο είναι ότι ο όκαμ παρατήρησε κάποια πράγματα, διάβασε κάποια πράγματα και δημιούργησε στο μυαλό του μια εικόνα. Λέει λοιπόν ο όκαμ, θέλω, δίνει δηλαδή κι αυτός ένα παράδειγμα, έτσι, όχι επιστημονικό παράδειγμα, σχετικά με τον Κούν, κάτι τύχερο πιεστό για να μπορέσουμε να συζητήσουμε πάνω σε αυτό. Λέει λοιπόν ο όκαμ, έχω εκεί πέρα ένα δέντρο και πρέπει να πάω να το κόψω και να πάρω τα ξύλα να τα βάλω στο τζάκι μου. Έχω λοιπόν εγώ μαζί μου εδώ πέρα ένα ξυράφι και ένα τσεκούρι. Τα παίρνω και πηγαίνω εκεί στο δέντρο. Τι θα χρησιμοποιήσω για να κόψω το δέντρο. Λέει λοιπόν ο όκαμ, βεβαίως μπορώ να πάρω το τσεκούρι. Το τσεκούρι έχει μια χοντρή ακμή. Θα δώσω 10, 20 ή 30 πόσες τσεκούριες θα χρειαστεί στο δέντρο. Θα το κάνω σχετικά σε κάποιο λογικό σύγκριμμια τομή. Θα το λήξω κάτω και τελείωσε. Αν πάρω το ξυράφι και αρχίσω να κόβω το δέντρο, θα κάνω λεπτές, λεπτές τομές στο δέντρο. Μικρές λεπτές τομές. Στο τέλος, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, θα έχω κάνει μια τόσο μεγάλη τομή στο δέντρο που δεν θα μπορεί πια να στρεφθεί και θα πέσει και θα έχω το ίδιο αποτέλεσμα. Αν γυρίσω τώρα στο σπίτι και θέλω να κόψω ένα κομμάτι χαρτί, να το διπλώσω, να το κόψω σε δύο για να κάνω κάποια δουλειά. Να γράψω ένα σημείο μας στο ένα από αυτά τα κομμάτια. Έχω πάει μαζί μου το ξυράφι και το τσεκούρι. Αν πάω το τσεκούρι και προσπαθήσω να κοπανίσω το χαρτί, μπορώ να κάνω ένα σώρο ζημιά, να κάνω αυτό που θέλω, δεν θα μπορέσω. Αν όμως πάρω το ξυράφι, που έχει μια λεπτή ακμή, να δεις τι ωραία μπορώ να κόψω το χαρτί μου σε δύο κομμάτια και να χρησιμοποιήσω αυτό που θέλω και όλα σχετικά. Αυτό λοιπόν ήταν ένα χειροκριστό παράδειγμα με βάση το οποίο προχώρησε τη συζήτησή του στην γνώση και στη λογική εξήγηση του κόσμου. Λέει λοιπόν να εξηγήσω ένα φαινόμενο, όποιο και να είναι αυτό. Για αυτό το φαινόμενο έχω δύο τρόπους να το εξηγήσω φυσικά. Έτσι και σε περισσότερο σαν πιστάλαιο έχω δυο. Ο ένας είναι μια χοντρή προσέγγιση, το τσεκούρι έτσι που έχει μια χοντρή ακμή, ο άλλος είναι μια λεπτή προσέγγιση του ξυράφι. Τι θα χρησιμοποιήσω για να αγγίσω το πρόβλημά μου, για να περιγράψω το φαινόμενο αυτό. Θα χρησιμοποιήσω εκείνο που είναι πιο απλό και πιο πολυκό. Έχω ένα δέντρο μεγάλο, αν του κάνω μια χοντρή τομή με το τσεκούρι, γκουπ γκουπ, σχετικά εύκολα θα το ρίξω κάτω και τελείωσε. Έχω ένα χαρτί, πρέπει να κάνω μια λεπτή τομή για να το κόψω σε δύο κομμάτια. Θα χρησιμοποιήσω λοιπόν το ξυράφι που έχει μια λεπτή ακμή. Πρέπει λοιπόν σε κάθε πρόβλημα να χρησιμοποιήσω εκείνη την προσέγγιση, εκείνον τον τρόπο αντιμετωπισής του που μου δίνει πιο εύκολα τη λύση. Γι' αυτό λοιπόν αυτή η νοητική διαδικασία ονομάστηκε ξυράφι του όκαμ. Πώς η προσέγγιση θα κάνω στο φαινόμενο το οποίο με ενδιαφέρει τόσοι που είναι εύκολοι και να μου δώσει τα αποτέλεσμα που θέλω. Τόσο χοντρό είναι το φαινόμενο το οποίο θέλω. Ή, ας το μεταφέρουμε στην καθημερινότητά μας, θα κάνω εκείνη την προσέγγιση που θα έχει τον λιγότερο κόπο για να μου δώσει τα αποτέλεσμα. Θα χρειαστεί τις λιγότερες παραμέτρους, τις λιγότερες υποθέσεις, τις λιγότερες πράξεις, τις λιγότερες νοητικές διαδικασίες. Για παράδειγμα, έχουμε τα οξεία και τις βάσεις. Να μη απ' το είχαμε μπήκει προηγουμένως. Έχω εγώ εδώ πέρα ένα υδρατικό διάλειμμα, ηλεκτρονικού οξέως. Πώς να περιγράψω ότι εδώ πέρα μέσα υπάρχει ένα οξύ. Αν αρχίσω, τη θεωρία του Λιούις πρέπει να γράψω την ηλεκτρονική διαμόρφωση για το χλώριο, να υποθέσω ότι υπάρχει το μόριο, να κάνω την κατανομή των ηλεκτρονίων σε τροχιακά, να ψάξω να βρω που υπάρχουν και που δεν υπάρχουν κενά, που υπάρχουν ή που δεν υπάρχουν ζευγάρια από ηλεκτρόνια για να δοθούν. Γιατί σύμφωνα έτσι με τη θεωρία του Λιούις, οξύ και βάση σημαίνει δέκτης, ιδότης, ζευγαρικού ηλεκτρονίων. Έχω αυτό το σύστημά μου δέκτης, ιδότης, ζευγαρικού ηλεκτρονίων, για να το περιγράψω αντίστοιχα σαν οξύ και σαν βάση. Στη συνέχεια, και αφού δεν είναι μόνο υδροχλώριο αλλά είναι υδροχλώριο μέσα σε ιδρυτικό διάλειμμα, πρέπει να υποθέσω ότι σε αλληλεπιράσεις με το μόριο του νερού, πρέπει να κάνω το ίδιο πράγμα εκεί πέρα και πάει λέγοντας. Σύμφωνα με τη θεωρία του αρένιους, έχω υδροχλώριο, μόριο υδροχλώριο ως υποθέσουμε. Τα έριξα στον αερό, διαστάθηκαν, αφού διαστάθηκαν θα μου δώσουν κατιών υδρογόνου, ανιώνων χλωρίου. Έχω κατιών υδρογόνου, ναι, είναι οξύ και τελείωσε. Που έχω κάνει τις λιγότερες υποθέσεις, που έχω κάνει την λιγότερη νοητική διαδικασία, στη θεωρία του αρένιους. Έχω λοιπόν υδρατικό περιβάλλον, δεν χρειάζεται να πάω παραπέρα, η θεωρία του αρένιους, παρόλο που είναι πιο χοντρική, πιο μερική, πιο συγκεκριμένη, με καλύπτει. Μπαίνω λοιπόν εγώ στο εργαστήριο των πρωτοετών φοιτητών, χρησιμοποιούν υδρατικά διαλέμματα και τους λέω ακούστε, θα μιλήσω από τώρα για τα οξύ και τις βάσεις. Να εδώ το ποτήρι που έχει διάλειμμα ιδροχρονικού οξέως, αυτό είναι οξύ, γιατί είστε και μου δίνει κάτι όντα ιδρογόνο. Και τελείωσε. Έχω καλύψει αυτό που θέλω. Έχω χρησιμοποιήσει το ξεράφι, το όκαμ, δεν χρειάζεται να τους βάλω στη διαδικασία, να ψάξω να βρουν την ηλεκτρονική διαμόρφωση, να βάλουν τα ηλεκτρόνια σε πρωθιακά, να βρουν αν υπάρχει κενό, να βρουν αν υπάρχει ζευγάρη ηλεκτρονία δραθέσιμο, να πάει από εδώ, να πάει από εκεί, να πάει έχω πάνω, μπορώ να έχω μια εξίσωση που περιγράφει το φαινόμενο, καλά, αν δεν μπορώ μπορώ να έχω δύο, αν έρθει κάποιος που με τις εξής 15ξlichen zł Polymorphs μπορείς να περιγράψεις αυτό το φαινόμενο είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να απορρίψω. Θα μείνω στη μία εξίσωση με τη μία παράμετρο, αν μπορώ να το κάνω. Έτσι, λοιπόν, απλό πρέπει να είναι το νέο επιστειμονικό παράδειγμα Λιο-C これで α edible μπορείς να περιγράψεις αυτό το φαινόμενο, είναι κάτι το οποίο πρέπει να απορρίψω. Θα μείνω στη μία εξίσουση με τη μία παράμετρο, αν μπορώ να το κάνω. Έτσι, λοιπόν, απλό πρέπει να είναι το νέο επιστημονικό παράδειγμα, λέει ο Κούν, για να μπορέσει να έχει θέση επιστημονικού παράδειγματος. Όσο πιο μπλεγμένο είναι, τόσο πιο δύσκολα θα γίνει αποδεκτό. Και, βεβαίως, θα πρέπει να είναι αποθετικό. Δεν μπορεί μια καινούργια θεωρία να εξηγεί λιγότερα πράγματα από την προηγούμενη. Εντάξει, δηλαδή, η θεωρία του Λιούζ να μην εξηγεί, γιατί το υγροχλώριο και στην αέρια φάση είναι οξύ. Γιατί και η αμμονία στην αέρια φάση είναι οξύ. Ε, είναι βάση, συγγνώμη. Και δεν χρειάζεται το νερό για να διαλύθει, για να μου δώσει τον όξινο ή τον βασικό χαρακτήρα. Βέβαια, το ζήτημα είναι ότι και ο ίδιος ο Κούν διατύπωσε το εξής πράγμα, ξέρετε, αυτά που σας λέω εγώ εδώ πέρα είναι ένα σύνολο από κανόνους που εγώ νομίζω σωστούς. Μπορείτε εσείς να βρείτε και κάποιους άλλους. Να προσθέσετε και κάποιους άλλους και να ενδιαφεροποιήσετε και εγώ αυτά τα καριτήρια. Πάντως, εμένα, λέει ο Κούν, αυτού τα εδώ με καλύπτουν. Και εμένα με καλύπτουν. Και τους υπεροσούτρους από εμάς καλύπτουν. Έτσι λοιπόν, αυτές εδώ είναι οι απαιτήσεις, το νέο επιστημονικό παράδειγμα θα πρέπει να είναι ακριβές, συνεπές, ευρύ, απλό και αποδοτικό. Να μπορεί να εφαρμοστεί και κάπου παράδειγμα και σαν γεπνιονικό φαινόμενο και σαν γεπνιονικό φαινόμενο να είναι δυνατόν σε όλα τα φαινόμενα. Για να δούμε λοιπόν την εξέλιξη με τον Ήμρε Λάκατος. Είναι ο επόμενος από τους επιστημολόγους που εισηγούνται αυτόν τον επικοδομητισμό. Λοιπόν, ο Ήμρε Λάκατος είναι τώρα μεταγενέστρος από τον Πόπερ και από τον Κούν και έχει δανειστεί στοιχεία και από τον έναν και από τον άλλον. Ο ίδιος φαίνεται ότι θεωρεί ότι είναι συνεχιστής του Πόπερ, διότι λέει εγώ προσπαθώ να βελτιώσω αυτό που ο Πόπερ είπε έτσι γενικά, ξέρεις για να είναι κάτι επιστήμη θα πρέπει να μου δίνει τη δυνατότητα εμπειρικά να την διαψεύσω αν γίνεται. Αν αυτό δεν ισχύει, τότε είναι δόγμα, δεν είναι επιστήμη. Εδώ λοιπόν τώρα, συμφωνεί με τον Πόπερ όσον αφορά την επιστήμη και την μη επιστήμη, συμφωνεί όμως επίσης με τον Κούν ως προς το ότι υπάρχουν οι περίοδοι της στασημότητας και οι περίοδοι της επανάστασης της επιστήμης. Συνεπώς συγκεντρώνονται, λέει, ο Λάκατος δεδομένα και από τη στιγμή που συγκεντρώνονται δεδομένα που μπορούν να διαψεύσουν μία επιστήμη, αρχίζει και η διαδικασία να τη διαψεύσουμε και πώς γίνεται αυτή η διαδικασία. Δεν γίνεται αυτομάτως, τίποτα δεν γίνεται αυτομάτως και έτσι και αλλιώς. Λέει λοιπόν τώρα ο Λάκατος, εγώ θα ονομάσω τη σύγχρονη, την τρέχουσα επιστημονική θεωρία, ερευνητικό πρόγραμμα. Βλέπετε έτσι, μία διαφοροποίηση στην ολογία ερευνητικό πρόγραμμα. Όχι το ερευνητικό πρόγραμμα που εγώ διεκδίκησα και πήρα έτσι από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να δείξω ετούτο, να κάνω εκείνο να φτιάξω το άλλο. Το ερευνητικό πρόγραμμα σύμφωνα με το Λάκατος είναι η τρέχουσα επιστημονική θεωρία. Λοιπόν λέει έχω ένα ερευνητικό πρόγραμμα, ποιο είναι αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα, όποιο είναι αυτή τη στιγμή. Εντάξει, αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα έχει λέει δύο χέρια, είναι δηλαδή σαν τους μποξέρ λίγο σκεφτείτε το. Το ένα είναι η αρνητική ευρετική μέθοδος και το άλλο είναι η θετική ευρετική μέθοδος. Το ένα είναι το χέρι που κρατάει πίσω δίπλα στο κεφάλι του και στο σώμα του και το άλλο είναι αυτό που έχει ελεύθερο και προσπαθεί να χτυπήσει τον αντίπαλο, ο μποξέρ. Καλή παράσταση, καλή αναφορά βεβαίως. Έχουμε λοιπόν σε κάθε ερευνητικό πρόγραμμα την αρνητική ευρετική μέθοδο και τη θετική ευρετική μέθοδο. Τι θα πει η αρνητική. Αρνητική είναι εκείνη η διαδικασία με την οποία προσπαθείς να αναιρέσεις κάτι. Τι να αναιρέσεις. Τις επιθέσεις των αντιπάλων σε σένα. Η αντίπαλη επιστημονική θεωρία, το άλλο ερευνητικό πρόγραμμα τι θα κάνει. Θα προσπαθήσει να επιτεθεί στη θεωρία σου και να δείξει ότι δεν στέκε. Πρέπει λοιπόν να έχεις έναν τρόπο, μια διαδικασία μέσα από την οποία να αναιρέσεις αυτήν την επίθεση. Συνεπώς, δημιουργείς μια προστατευτική ζώνη γύρω από τον κύριο κορμό της θεωρίας σου και αυτή η προστατευτική ζώνη βασίζεται σε κάποιες υποθέσεις, σε κάποιες σχέσεις, σε κάποια αξιόματα. Τα επικαλείς λοιπόν αυτά και οργανώνεις κάποια αναχώματα γύρω απ' τα οποία υπάρχει η αρνητική ευρευτική σου μέθοδο. Αρνητική μέθοδο είναι ότι δεν κερδίζεις κάτι απλώς. Δεν αφήνεις τους άλλους να σου επιτεθούν και να σου δείξουν ότι το ερευνητικό σου πρόγραμμα δεν είναι σωστό. Και βεβαίως αν υπάρχουν κάποιες ανομαγίες προσπαθείς να τις εξομαγίνεις, προσπαθείς να τις ενσωματώσεις στο ερευνητικό σου πρόγραμμα μέσω της θετικής ερευνητικής μεθόδου. Η θετική ερευνητική μέθοδος λοιπόν προχωράει στο να αναπτύξει την δική σου θεωρία και ενδεχομένως να επιτεθεί σε κάποιες αντίστοιχες θεωρίες, σε κάποια αντίστοιχα ερευνητικά προγράμματα. Τώρα ο Ίμρα Λάκατος προτείνει και κάποιους άλλους ορισμούς, όπως έχουμε λοιπόν το ερευνητικό πρόγραμμα που έχει αριγεντική και θετική ευρετική μέθοδο. Αντίστοιχα το πρόγραμμα αυτό μπορεί να θεωρηθεί είτε προοδευτικό είτε εκφυλισμένο. Εδώ λοιπόν και μόνο να διαβάσουμε τους όρους μπορούμε να φανταστούμε τι συμβαίνει. Προοδευτικό είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα το οποίο είναι ζωντανό, υπάρχει, προχωράει και η θετική ερευνητική του μέθοδος το αναπτύσσει παραπάνω ενώ αντισταίκεται πολύ καλά και η αριγεντική ευρετική του μέθοδος. Συνεπώς δεν έχει σοβαρά προβλήματα από αντίστοιχες παράλληλες θεωρίες ενώ το ίδιο προχωράει καλά. Ένα εκφυλισμένο ερευνητικό πρόγραμμα τι είναι? Είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα το οποίο δεν προχωράει. Πλέον δεν απαντάει στα καινούργια προβλήματα, δεν επεκτείνεται, δεν συνεχίζει. Είναι κάτι το οποίο τίθεται υπό ανθρωποσυγγέτηση. Μπορεί δηλαδή σε λίγο να βρεθούμε στην ανάγκη να το εγκαταλείψουμε ως ερευνητικό πρόγραμμα. Τώρα, η επιστημονική επανάσταση που εισηγήθηκε ο Κουν σύμφωνα με τον Λάκατος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διαδοχή ενός ερευνητικού πρόγραμματος από ένα άλλο ερευνητικό πρόγραμμα. Το ζήτημα τώρα είναι πώς γίνεται αυτό. Το ζήτημα είναι πώς γίνεται μέσα σε μια χρονική διάρκεια, δεν είναι κάτι που γίνεται αυτόματα. Κατά συνέπεια, και ο Λάκατος μου δίνει εμένα, του επιστήμονα, ας πούμε, τη δυνατότητα να παρακολουθήσω ένα ερευνητικό πρόγραμμα από τα διαθέσιμα, όποιο θέλω, μέχρι το σημείο εκείνο όπου αναντίρετα πλέον θα πρέπει αυτό να αντικατασταθεί από το άλλο ερευνητικό πρόγραμμα. Συνεπώς, μπορώ να επιμείνω στην παλιά ιδέα να μην ενστερνήσω την καινούρια μέχρι όμως το σημείο εκείνο όπου πια θα έχει εγκατατερθεί ως το νέο ερευνητικό πρόγραμμα. Έτσι, για ένα χρονικό διάστημα μπορούν να συμ υπάρχουν αντιλήψεις. Συνεπώς, η διαδικασία αυτή, όπως την προτείνει ο Λάκατος, της ορθολογικής πρόοδου, το δικό μου ερευνητικό πρόγραμμα αντιστέκεται στις επιθέσεις των άλλων, η δική μου θετική ευρετική μέθοδος προχωράει και αναπτύσσει και επίσης επιτίθεται αποτελεσματικά στις θέσεις των άλλων ερευνητικών προγραμμάτων, με φέρνει στο σημείο εκείνο που να είμαι ένα προοδευτικό και όχι ένα εκφυλισμένο ερευνητικό πρόγραμμα. Άρα, ο τελευταίος από αυτούς οι οποίοι μας πρότεναν αυτήν την διαδικασία του επικοδομητισμού όσον αφορά την λήψη και την καταγραφή της γνώσης στην περιοχή της επιστήμης. Ο Λάρι Λοντάν δημιουργεί μια θεωρία για την επιστημονική πρόοδο και την ορθολογιστικότητα, πιστεύοντας ότι η επιστήμη είναι μια δραστηριότητα μέσα από την οποία προσπαθούμε εμείς να λύσουμε κάποια προβλήματα. Λοιπόν, αυτός μας δίνει έναν κυριολογιορισμό. Δεν είναι πλέον το ερευνητικό πρόγραμμα, δεν είναι το επιστημονικό παράδειγμα, είναι η ερευνητική παράδοση. Τι είναι λοιπόν η ερευνητική παράδοση. Είναι ένα πλήθος από ειδικές θεωρίες που αποτελούν τα παραδείγματά της και συγκρουτούν τα μέρη της και βεβαίως κάποιες από αυτές τις θεωρίες είναι η σύγχρονη συτρέχουσης. Βεβαίως μπορεί να υπάρχουν και κάποιες παλιότερες και κάποιες που αντικατέστησαν κάποιες προηγούμενες θεωρίες. Υπάρχουν ορισμένες δεσμεύσεις που κάποια ερευνητική παράδοση εξατομικεύεται σε μένα στον πάνω στον παράδειγμα. Και βεβαίως οι θεωρίες τις οποίες χρησιμοποιώ για να κάνω τη δουλειά μου είναι σχετικά αυραχίβιες, όμως οι ερευνητικές παραδόσεις τραβούν πολύ σε μάκρος, μπορεί να είναι διαχρονικές. Τώρα τι γίνεται. Ο Κων και ο Λάκατος μας λένε ότι η επανάσταση μπορεί να συμβεί μια φορά και τελείωσε. Έχω δηλαδή μια επικρατούσα κατάσταση σε αυτή τη στιγμή, μια θεωρία που ισχύει αυτή τη στιγμή. Δημιουργείται η επιστημονική επανάσταση, όπως λέει ο Κων, ή δημιουργείται η διαδικασία διάψευσης της παλιάς θεωρίας και της εγκαθήτησης της καινούργιας, όπως λέει ο Λάκατος, και τελείωσε. Ο Λοντάν πάει ένα βήμα παραπέρα, μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε ταλαντώσεις. Μας λέει ότι βεβαίως οι ερευνητικές παραδόσεις μπορεί να συμπάρκουν. Θυμηθείτε, στη διαδικασία που προτείνει ο Κων συμβαίνει αυτή η μεταβολή, συμβαίνει η επιστημονική επανάσταση και τελείωσε. Βρισκόμαστε πια ένα σκαλί πιο πέρα, δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν περιγράφει επίσης την διαδικασία σαν διαδικασία, πόσο χρόνο θα πάρει ο Λάκατος, μπορεί να συμπάρκουν οι δύο αντίπαλες θεωρίας για κάποιο χρονικό διάστημα. Ο Λοντάνα μας λέει ακριβώς αυτό. Οι ερευνητικές παραδόσεις μπορεί να συμπάρκουν και για αρκετά μεγαλοχρονικό διάστημα. Ποιος είναι υπεύθυνος να ακολουθήσει μία από αυτές? Ο καθένας από τους επιστήμονες. Εγώ λοιπόν διαλέγω ετούτη ή διαλέγω την άλλη επιστημονική παράδοση, βεβαίως. Η ορθολογική σύγκριση ανάμεσα σε αυτές θα δείξει ότι αυτή τη στιγμή η α ερευνητική παράδοση είναι η σωστή, είναι η πιο οργανωμένη, είναι το παραγωγικό μοντέλο όπως έλεγε ο Λάκατος προηγουμένως. Όμως, λέει ο Λοντάνα, κανένας δεν απαγορεύει στο μέλλον σιγά σιγά να αρχίζουν να ξανά συγκεντρώνονται στοιχεία που να βελτιώνουν τη θέση εκείνης της ερευνητικής παράδοσης που κατ' αρχή έχει απορριφθεί. Δηλαδή μπορεί εγώ να ακολουθώ την κλασική μηχανική των νιούτων, ενώ κάποιοι άλλοι να ακολουθούν την θεωρία της σχετικότητας. Για ένα διάστημα, λοιπόν, θα υπάρχουν και οι δυο. Εγώ θεωρείται από τον Λάκατος ότι βρίσκομαι σε ένα εκφλησμένο μοντέλο, ενώ το παραγωγικό είναι η θεωρία της σχετικότητας. Μου επιτρέπει όμως ο Λοντάνα να παραμείνω εκεί, εφόσον το θέλω, έτσι, ελεύθερη βούληση είναι αυτή, γιατί μπορεί στο μέλλον να αρχίσουν να συγκρίνονται στοιχεία, τα οποία να αποδεικνύουν ότι η θεωρία της σχετικότητας δεν είναι και τόσο παραγωγικό μοντέλο όσο θα περίμενε κανένας. Μπορεί, λοιπόν, να περιμένω ότι στο μέλλον η κατάσταση θα αλλάξει και θα ξαναγυρίσουμε στη μηχανική του Νιούντον. Μου δίνει, δηλαδή, αυτή την ευκαιρία, μου δίνει τη δυνατότητα να πάω και αντίθετα προς την ορθολογική διαμόρφωση των νέων θεωριών, επειδή ακριβώς το μέλλον είναι αόριστον, άγροστον και απροσδιώριστον. Έτσι, λοιπόν, έχουμε μια ομάδα από επιστήμονες, από επιστημολόγους, οι οποίοι μας δίνουν τη δυνατότητα να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι θεωρίες. Καταρχήν ο Πόπερ μας είπε ότι οι θεωρίες γράφουν κάποιους κύκλους, υπάρχει μια κατάσταση η οποία είναι σταθερή, στη συνέχεια η θεωρία αυτή ελέγχεται, υπάρχει κάποια μετατατική κατάσταση, υπάρχουν κάποιες ενδυνάμοι θεωρίες που θα την αντικαταστήσουν, ανεχόμενος μια από αυτές να είναι και η ίδια, να διατηρηθεί δηλαδή, στη συνέχεια θα επιλεγεί μια από αυτές, η οποία θα πάρει τη θέση της καινούριας επιστήμες και η διαδικασία αρχίζει απ' την αρχή. Ο Κούν πήγε να πει με πιο πέρα, μας λέει ότι η γνώση στην επιστήμη αποκτάται σε στάδια. Βεβαίως αυτό έχει μια βάση, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, υπήρξε μια μεγάλη περίοδος στο Μεσέανο όπου δεν έγινε σχεδόν τίποτα, όσον αφορά τις επιστήμες. Ήταν ένα στάδιο που είχαμε το σχολαστικισμό, διατηρώ την προηγούμενη γνώση, την μεταδίδω και τίποτα άλλο, δεν ελέγχω κάτι, δεν κάνω κάτι, δεν συγκεντρώνω στοιχεία, δεν προχωρώ πολλά πέρα. Ήχε μια ιστορική βάση σε προηγούμενο, η θεωρία του Kuhn, υπάρχει η επανάσταση, μόνο που και εκεί πέρα τα πράγματα είναι μόνο σήματα, δηλαδή έγινε η επανάσταση, ανέβηκα ένα σκαλί πήγα πιο πάνω, δεν γυρίζω πίσω. Η επιστήμη προχωράει, βρίσκομαι τώρα σε μια καινούργια κατάσταση, από εδώ και πέρα αν θα γίνει μια μελλοντική επανάσταση θα γίνει πάνω σε αυτήν εδώ την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, το παράδειγμα, και θα δημιουργηθεί ένα παράδειγμα το οποίο δεν μπορεί να είναι προηγούμενο, θα είναι ένα καινούργιο. Η γνώση θα προχωρήσει πιο πέρα, θα τίνει ασυμπτωτικά προς την πλήρη γνώση, αλλά δεν θα φτάσει ποτέ, όπως είπε και ο Πόπερ. Έρχεται στη συνέχεια ο Λάκατος και λέει ότι ναι, βεβαίως, μπορεί να υπάρχουν για κάποιο χρονικό διάστημα, αυτός είναι ο πρώτος που λέει χρονικό διάστημα, η επιστημονική επανάσταση μπορεί να υπάρχει ένα διάστημα στο οποίο μπορούν να συνηπάχουν διάφορες θεωρίες. Ο καθένας από τους επιστήμονες μπορεί να διαλέξει αυτήν που θέλει, στο τέλος όμως θα επικρατήσει εκείνη η οποία είναι πιο σωστή. Θα επικρατήσει καθώς η θετική ευρετική της μέθοδος θα προχωράει, η αρνητική ευρετική της μέθοδος θα αντιστέκεται, δεν πρόκειται να μπορούν οι αντίπαλοι να την καταρρίψουν, αυτή θα μπορεί να εξηγεί όλο και περισσότερα φαινόμενα και κατά σέπια θα είναι αυτή η οποία θα αποτελέσει το επόμενο στάδιο εξέλιξης. Συνεπώς υπάρχει, όχι ένα απότομο σκαλί, αλλά μια σχετικά ομαλή μετάβαση σε ένα χρονικό διάστημα. Εδώ πέρα λοιπόν ο Λοντάν πάει να δείχνει παραπέρα και μας λέει ότι μπορεί ακόμα και να γυρίσουμε πίσω. Δηλαδή να θεωρήσουμε κάποια στιγμή στο μέλλον ότι μία θεωρία, μία ερευνητική παράδοση, όχι ερευνητικό πρόγραμμα, όχι παράδειγμα, όπως λέγαν οι προηγούμενοι, μία ερευνητική παράδοση λοιπόν η οποία κάποια στιγμή εγκατελήφτηκε διότι θεωρήσαμε ότι δεν ήταν αρκετή, κάποια στιγμή με τα καινούργια δεδομένα που θα παρουσιαστούν να ξαναπάρει τη θέση της σαν την ερευνητική παράδοση που είναι η πιο σταθερή και η πιο χρησιμοί. Λοιπόν αυτή η δύο τελευταία μου δίνουν τη δυνατότητα να επιλέξω κάτι που θεωρητικά ο μεγαλύτερος οικομός των επιστυμόνων δεν θεωρεί σωστό, μου δίνουν τη δυνατότητα να ζήσω όντας ένας επιστήμονας της παλιάς αντίληψης και της παλιάς θεωρίας, ενώ και τον κούν αυτό δεν φαίνεται. Λέει ότι θα πρέπει όλοι αναγκαστικά να δεχτούμε το νέο επιστημονικό παράδειγμα, για τον Πόπερ επίσης όλοι θα βρεθούμε στη νέα κατάσταση, όλοι πρέπει να αντιληφθούμε αυτήν και να προχωρήσουμε έτσι. Συνεπώς έχουμε εδώ κάποια εξελίξεις που μας αφήνουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε κάποιες θεωρίες που δεν είναι τρέχουσες όπως μας επιτρέπουν ο Λάκατος και ο Ροντάν. Βεβαίως, ανάμεσα στα διάφορα γενικά φιλοσοφικά αρέγματα και στις μεθοδολογίες με τις οποίες μπορεί να αποκτηθεί η γνώση, μπορούν να υπάρξουν κάποιες αισχετίσεις. Οι ορισμένοι έχουν προσπαθεί να δώσουν τέτοιες αισχετίσεις. Είναι και εύκολο και δύσκολο να δώσεις τέτοιου είδους αντιστοιχίσεις, γιατί βεβαίως το θέμα είναι ότι σε τέτοιους περιπτώσεις, ειδικά σε φιλοσοφικές θεωρίες, κάποιος που βρίσκεται σε μία από αυτές μπορεί με κάποιο τρόπο να θεωρεί ότι κάποιος άλλος ανήκει σε μια άλλη φιλοσοφική θεωρία ή σε ένα άλλο φιλοσοφικό ρέμα. Ο άλλος όπως εκείνος να θεωρεί ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Μάλλον, υπάρχουν κάποιες γενικές ταξιδομήσεις οι οποίες χοντρικά μπορούν να καταλήξουν σε αυτά εδώ που σας δίνω σαν αντιστοιχίσεις. Ο θετικισμός, λοιπόν, πρέπει, όπως το καταλαβαίνουμε περισσότεροι, να χρησιμοποιεί την επαγωγική μέθοδο για να αποκτήσει και να διαχειριστεί τη γνώση του. Ο ρεαλισμός μπορεί να αντιστοιχιστεί με την παραγωγική μέθοδο και ο πραγματικισμός με τη συμβατική μέθοδο απόκτησης της γνώσης. Θα μιλήσω με κάποιες τίνοι αργότερα για τις διαδικασίες αυτές. Αλλά, μάλλον, αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα απλό σχήμα, το πιο κοινό και το πιο κατανοητό από αυτά που έχουν προταθεί. Έχουν προταθεί και άλλες λεπτομερέστερες κατανομές, αυτού του δεν είναι κάτι στο οποίο αρκετοί έχουν εσυγκλεί. Το δίνω ως τέτοιο, το παραδίδω ως τέτοιο, δεν είναι κάτι στο οποίο μπορούμε να μείνουμε και να ακολουθήσουμε, ας το έχουμε πάντως υπόψη μας. Και πάμε τώρα στις τρέχουσες ιππιστημονικές θεωρίες για τον κόσμο. Οι τρέχουσες ιππιστημονικές θεωρίες για τον κόσμο είναι πάρα πολύ λίγες. Έχουμε τον μακρόκοσμο και έχουμε τον μικρόκοσμο. Μακρόκοσμος, ο κόσμος γύρω μας, αυτό που ο Αναξύμων ούτως είχε πει, ο κόσμος, αυτό που κι ο Σαγκάνι το κόσμος, το διάστημα, δηλαδή εκεί που τα μεγέθη είναι πολύ μεγαλύτερα από το μέγεθος του ανθρώπου. Και ο μικρόκοσμος, ο κόσμος του ατόμου. Ευτυχώς ή δυστυχώς για μας, ο μακρόκοσμος και ο μικρόκοσμος είναι δύο διακριτές καταστάσεις ακόμη. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε μια κοινή θεωρία, που να περιγράφει και το μακρόκοσμο και το μικρόκοσμο. Λοιπόν, είναι δύο οι τρέχουσες θεωρίες, τα ιππιστημονικά παραδείγματα, οι ιππιστημονικές μέθοδοι κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ. Για τον μακρόκοσμο εκείνο που ισχύει είναι η θεωρέτη σχετικότητας. Για τον μικρόκοσμο εκείνο που ισχύει είναι η κυβαντική θεωρία. Και τα δύο έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες. Δηλαδή, για τον κόσμο στο μέγεθος του ανθρώπου, στο μέγεθος των πραγμάτων και των διαδικασιών που εκτελεί, και οι δύο αυτές θεωρίες φαίνονται κάπως παράξενας, περισσότερη κυβαντική θεωρία. Δηλαδή, μιλούν για πράγματα τα οποία δεν είναι άμεσα κατανοητά, δεν είναι άμεσα αντιληπτά. Δηλαδή, οι αισθήσεις-εσθήσεις, η δική μου η όραση, η δική μου η αφή, η δική μου αντίληψη των πραγμάτων με βάση αυτά που βλέπω, ότι βλέπω υπάρχει και ότι βλέπω δεν υπάρχει, να πω εκεί είμαι αφαντασίας, έτσι όπως λέγαν και οι ελεάθες, μου δίνουν κάποια πράγματα. Έρχεται η κυβαντική θεωρία και μου λέει ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Και οι δύο αυτές θεωρίες είναι λίγο περίεργες όσον αφορά την καθημερινότητά μας. Είναι δύσκολο να πιάσεις ένα μικρό παιδί και να του εξηγήσεις την κυβαντική θεωρία και να του πεις ότι έτσι είναι τα πράγματα. Είναι δύσκολο να το πιάσεις επίσης και να του εξηγήσεις τη θεωρία της σχετικότητας και να του πεις ότι έτσι είναι τα πράγματα. Και τα δύο αντιβαίνουν σε αυτά που λέμε κοινή λογική και εμπειρική γνώση. Όμως, έχουν γίνει μετρήσεις, έχουν γίνει παρατηρήσεις, έχει διαπιστωθεί πολλαπλώς η αλήθεια αυτών των θεωριών και γι' αυτό το λόγο θα πρέπει να περιγραφούν σε αυτό το σημείο. Συνεπώς βλέπετε ότι σιγά σιγά αφήνουμε την επιστημολογία. Θα πάμε τώρα να δούμε για λίγο τις σύγχρονες θεωρίες περί του κόσμου και περί το πώς είναι αυτός φτιαχμένος. Θα μιλήσουμε λίγο για την επιστημολογική προσέγγιση αυτών των αντιλήψων. Έτσι, αφού δεν είναι άμα σε κατ' όνοι το αυτό που περιγράφει η κυβαντική θεωρία και η θεωρία της σχετικότητας πώς γίνεται να μπουν μέσα στο γνωστικό μας υπόμετρο και στη συνέχεια θα εντοπίσουμε ότι ενδιαφέρον μας τη χημία και θα αρχίσουμε να εξαντάζουμε την ιστορία της χημίας. Λοιπόν, η κυβαντική θεωρία για τον μικρόκοσμο και η θεωρία της σχετικότητας για τον μακρόκοσμο. Βεβαίως, η αντίληψη πως αυτά που υπάρχουν γύρω μας έχουν αντανάκλαση και μέσα μας είναι αρχαία. Από τον Αναξαγόρα περίπου, μπορεί κάποιος να πει ότι υπάρχει μια τέτοιου σκέψη ότι αυτά τα πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο γύρω έχουν αντανάκλαση και σε εμένα. Εγώ είμαι μία μικρογραφία του κόσμου. Η ψυχή μου είναι ένα μέρος της συνολικής ψυχής του σύμπαντος. Είστε πως υπάρχει μια τέτοια αλληλεξάρτηση. Κάποια τέτοια αντίληψη υπήρχε και σε πολλούς από τους Έλληνες των ελληνιστικών χρόνων. Θα δούμε αργότερα στην ιστορία της χειμίας πως σε αντιστοιχία με τα τέσσερα βασικά ριζώματα που έλεγε ο Μποϊδοκλήσης και που εισηγήθηκε και θεμελιώσε ο Ρεσοτέλης, θεωρούσαν οι γιατροί ότι υπάρχουν και τέσσερα βασικά ζωτικά υγρά μέσα στον άνθρωπο. Πως υπήρχε αντιστοίχηση. Και κατά συνέπεια είναι αυτό μια παράδοση αρκετά μεγάλη, αρκετά μακριά και αρκετά διεδομένη. Όμως από τη φαίνεται μέχρι τώρα δεν υπάρχει μια θεωρία κοινή και για το μακρό κόσμο και για το μικρό κόσμο. Αλλά το ζήτημα είναι οι προηγούμενες θεωρίες ποιες ήταν. Για την περίπτωση του μακρό κόσμου είναι γνωστό και ξεκάθαρο η προηγούμενη θεωρία ήταν η μηχανική του Νεύθωνα ή αυτό που λέμε η κλασική μηχανική. Αυτή λοιπόν την κλασική μηχανική ήρθε να αντικαταστήσει η θεωρία της σχετικότητας. Τώρα λοιπόν η κλασική μηχανική είναι μια υποπερίπτωση της θεωρίας της σχετικότητας όπου μιλάμε για κάποιες καταστάσεις όπου οι ταχύτητες των σωμάτων που κινούνται δεν είναι τρομακτικές, δεν είναι ταράστιες, δεν προσυγγίσουν την ταχύτητα του φωτός. Για ταχύτητες λοιπόν της καθημερινής μας ζωής η θεωρία της σχετικότητας ισχύει αλλά οι εξισώσεις της είναι τόσο περίπλοκες που πρέπει να αποποιηθούν σε κάποιο στάδιο για να έρθουν να καταλήξουν να μας περιγράφουν τα φαινόμενα. Πολύ πιο εύκολα και πολύ πιο άμεσα γίνονται οι εξισώσεις του Νιούτον και κατά συνέπεια εφαρμόζουμε το ξηράφι του ΟΚΑΜ. Δεν πάμε στη θεωρία της σχετικότητας γιατί η καθημερινή νοητά μας όπου τα σώματα είναι τέτοιου μεγέθος που βλέπουμε και οι ταχύτητες που αναπτύσσουν είναι τέτοιου μεγέθος που επίσης βλέπουμε, η κλασική μηχανική του Νιούτον είναι πάρα πολύ καλή. Ακόμα δηλαδή και η ΝΑΣΑ και οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός στέλνει ένα όχημα διαστημικό και θέλει να το στείλει στο φεγγάρι, στον Άρη, στον Πλούτανα, στον δεν ξέρω εγώ πού, θα ξεκινήσει κάνοντας στους υπολογισμούς με βάση τη μηχανική του Νιούτον, είναι απλώς αυτός, ποτέ δεν πρόκειται να φτάσει ταχύτητες τέτοιες που να προσεγγίζουν την ταχύτητα του φωτός και κατά σέβη δεν θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τις πιο εξιζητημένες εξισώσεις της θεωρίας της σχετικότητας. Για το μικρόκοσμο τα πράγματα είναι λίγο πιο πλεγμένα, δεν υπάρχει μια αυστηρή, μια ξεκάτερη θεωρία την οποία πήγαινε να αντικαταστήσει η κρατική θεωρία. Το πώς δηλαδή λειτουργούν τα πράγματα στο μικρόκοσμο, στα υποατομικά σωματίδια, δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη και ακριβή θεωρία την οποία η κυβαντική θεωρία να θέλησε να ξεπεράσει και να αντικαταστήσει. Για αυτό το λόγο, σε εκείνο το σημείο, απλώς εγώ θα αναφέρω ότι υπήρχε, ακριβώς πριν την κυβαντική θεωρία, η θεωρία του παιδίου, του ηλεκτρομαγνητικού, την οποία ως έναν βαθμό η κυβαντική θεωρία αντικατέστησε. Δεν ήταν όμως η θεωρία του παιδίου αυτό το οποίο προσπαθούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να περιγράψουμε το μικρόκοσμό μας. Έτσι, λοιπόν, στις αρχές του 20ου αιώνα συντελέστηκε μία αλλαγή σημαντική. Οι προηγούμενες επιστημονικές θεωρίες λίγως πολύ καταλυγήθηκαν. Προτάθηκαν οι καινούργιες επιστημονικές θεωρίες. Αυτές οι καινούργιες επιστημονικές θεωρίες, οι παραδείγματα ή ούπωσδιποτε άλλο θέλει να τις διατυπώσει κάποιος, αυτή τη στιγμή είναι η θεωρία της σχετικότητας για τον μικρόκοσμο, η θεωρία ηκφαντική για τον μικρόκοσμο, αντικατέστησαν τη μηχανική του Νεύτωνα για τον μικρόκοσμο, αυτό είναι σαθές. Για τον μικρόκοσμο δεν είναι σίγουρο τι ακριβώς αντικατέστησε ηκφαντική θεωρία, γιατί υπήρχαν ένα σωρό σκόρπια φαινόμενα τα οποία ζητούσαν εξήγηση. Το πιο γενικό από τα μοντέλα που υπήρχε εκείνη τη στιγμή ήταν το μοντέλο του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου και γι' αυτό το λόγο στη συνέχεια κάποια στιγμή θα αναφερθούμε στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, θεωρία του Μάξονα κλπ. και αντικατέστησε τη θεωρία του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου δεν είναι ακριβώς έτσι. Βεβαίως η θεωρία του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου χρησιμοποιήθηκε στην αρχή της για να αντικαταστήσει τις περιγραφές των φαινόμενων του ηλεκτρισμού, του μαγνητισμού και κάποια άλλα καταστάσεις που θεωρούνταν ξέχωρες στην αρχή. Η θεωρία του Νιούτον χρησιμοποιήθηκε για να ενσωματώσει παρατηρήσεις του Γαλιλαίου και να καταργήσει κάποιες αντιλήψεις περί της μηχανικής του ηλιακού συστήματος κατ' αρχήν που είχαν διατυπωθεί από τους αρχαίους Έλληνες αστρονόμους. Στη συνέχεια λοιπόν και για κάποια μία ή δύο ακόμα συναντήσεις θα μιλήσουμε για τις τρέχους αισεπιστημονικές θεωρίες καθώς και για τις προηγούμενές τους και θα αναφερθούμε και στα επιστημολογικά ζητήματα που θέσαν αυτές οι επιστημονικές θεωρίες με την καταξίωσή τους. Η καταξίωσή τους ήρθε κάπου στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα. Είναι κάτι δηλαδή σχετικά κοντά σε εμάς. Μέχρι σχετικά πρόσφατα ζούσαν ακόμα οι άνθρωποι οι οποίοι εισηγήθηκαν αυτές τις μεταβούλες. Είναι η τρέχουσα ιστορία της εξέλιξης των επιστημών.