: Και θεωρώ ότι είμαστε και πάρα πάρα πολύ τυχεροί που μία εξαιρετική συγγραφέας, η οποία χειρίζεται με σεβασμό και ευγένεια την ελληνική γλώσσα, είναι μαζί μας. Και να πω ότι θα ήταν ευχή σε έργο. Οποτεδήποτε χρησιμοποιούμε μηνύματα στο messenger, σε nail, καλό θα είναι να αποφεύγουμε τα γκρίκλις και να δίνουμε στη γλώσσα μας την αξία που της πρέπει. Καλησπέρα σας και από μένα. Δεν ξέρω ακούγομαι καλά, κάπως κάνει ταυτί μου κάτι περίεργα σήμερα. Εδώ και πάλι δεν ξέρω πόσοι από εσάς ήσασταν στην περασμένη φορά, την περασμένη Δευτέρα. Βλέπω γνώριμα πρόσωπα, βλέπω γνώριμο κόσμο. Για εσάς που δεν παρακολουθήσατε την πρώτη δόση ελληνικής ιστορίας, να το πω έτσι, δεν είναι ακριβώς, αλλά ο όρος ιστορία τα περιλαμβάνει όλα, ήθελα να σας πω αυτό ακριβώς, για τι ιστορία, να αρχίσω από εκεί. Έλεγα λοιπόν την περασμένη φορά ότι είμαι η Φιλομήλα Λαπατά, είμαι Ελληνίδα από γένα, από προγόνους και από πεποίθηση. Είμαι συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων από τα οκτώ που κυκλοφορούν στην αγορά, που κυκλοφορούν στις καρδιές, να πω, των αναγνωστών. Τα εφτά είναι ιστορικά και το ένα μόνο είναι σύγχρονο. Γιατί ιστορία, γιατί ολόκληρη η ζωή μας είναι και μας κατευθύνει στην ιστορία. Γιατί όλοι εμείς, ο καθένας χωριστά και όλοι εμείς, είμαστε η ίδια η ιστορία, είμαστε κομμάτι της ιστορίας. Και γιατί η ιστορία είναι το στίγμα μας και ο κωδικός μας, ο κώδικας μας, ο δικός μας κώδικας. Και γιατί απ' ό,τι έχει συμβεί πριν από μένα, σε όπουδήποτε πανκοσμίως, εγώ φέρω τα ύχνη. Σκεφτείτε λοιπόν πόσα ύχνη των δικών μου προγόνων φέρω εγώ αυτή τη στιγμή επάνω μου. Και γιατί κουβαλάω τον πόνο των περασμένων γενεών, κατάλυπα της ζωής των προγόνων μου, πράξεις. Επιλογές και συνέπειες προπαντός, αν αναλογιστεί κανείς ότι η ζωή μας όλη είναι επιλογές και συνέπειες. Και γιατί η κάθε γενιά διαιωνίζεται στις επόμενες γενιές με κάποιο πολύ περίεργο τρόπο, με μυστικούς κώδικες. Σκεφτείτε λοιπόν, βγάλτε το από εκεί που το λέω εγώ αυτή τη στιγμή από την ιστορία μας γενικότερο. Και βάλτε το μέσα στις δικές σας οικογένειες. Να δείτε πόσα πράγματα, πόσες χαρές, πόνο, επιλογές, συνέπειες, κουβαλάτε εσείς στις δικές σας οικογένειες. Πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνετε, αλλά που βγαίνουν και ξεπετάγονται κατά τη διάρκεια της ζωής σας. Πόσες λανθασμένες συμπεριφορές του παρελθόντος συνεχίζουμε μέσα στην οικογένειά μας να επαναλαμβάνουμε. Σκεφτείτε το, είναι να πω το μάθημα για την επόμενη εβδομάδα, κάπως έτσι. Όλο αυτό λοιπόν, όλο αυτό το παρελθόν είναι καταγεγραμμένο στη μυστική αρχιτεκτονική των ωστών μας. Τα κόκαλά μας φέρουν τα ύχνη του παρελθόντος μας. Έχω ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο μυθιστόριμα που θα δούμε σήμερα στο διχασμό. Την περασμένη φορά κάναμε το πρώτο βιβλίο, η επιστροφή, από μία σειρά που αποφάσισα κάποια στιγμή, πριν μερικά χρόνια να γράψω, σκεπτόμενοι το σημείο στο οποίο βρίσκεται το φρικτό σημείο που βρίσκεται η χώρα μας αυτή τη στιγμή. Ο ελληνισμός είναι πολιτισμός. Το γεγονός ότι η χώρα μου βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση σήμερα, για μένα είναι τραγικό. Δεν ξέρω πώς μπορώ να σας το εξηγήσω αυτό το πράγμα. Το λέω και συγκινούμαι πραγματικά. Ξεκινώντας λοιπόν απ' αυτό το κομμάτι, αποφάσισα να κάνω μία έρευνα για τα τελευταία 200 χρόνια της ελληνικής ιστορίας μας. Ονόμασα λοιπόν αυτή την έρευνα, οι κόρες της Ελλάδας είναι τα τελευταία 200 χρόνια της ιστορίας μας, γιατί απ' αυτά τα 200 χρόνια της ιστορίας μας, μπόρεσα εγώ να καταλάβω πώς φτάσαμε στο σημείο που φτάσαμε και που βρισκόμαστε σήμερα. Έπιασα λοιπόν και χώρισα αυτά τα 200 χρόνια σε κομμάτια. Είπα λοιπόν το πρώτο κομμάτι χρονικά 1790-1838. Προεπαναστατική περίοδος, πολύ δύσκολη για την Ελλάδα εκείνα τα χρόνια, οθωμανική κατοχή, όλα τα ξέρουμε, τα μάθαμε στο σχολείο, όχι όμως έτσι εμπεριστατομένα όπως θα έπρεπε να τα μάθουμε, με πολλές ημερομηνίες, εγώ δεν τα είχα και πολύ καλά με την ιστορία, ήταν το μόνο μάθημα που είχα και μικρό βαθμό κιόλας. Τι βαριόμουνα. Κάποια στιγμή λοιπόν είπα ότι πρέπει να δω από πού ξεκινήσαμε, γιατί πάντα στη ζωή υπάρχει ένα πρωταρχικό τραύμα από που ξεκινούνε όλα τα δυνά μας. Ένα πρωταρχικό τραύμα. Αυτό λοιπόν αρχίζουμε 1790, οι Έλληνες, η Αθήνα μέχρι το 1838. Με μία πάρα πολύ μεγάλη έρευνα ιστορική, όπως καταλαβαίνετε, για να μπορέσω να τα αποδώσω όλα όσο μπορώ, τα γεγονότα όσο μπορώ αντικειμενικά και όχι υποκειμενικά, να μην μπαίνει το υποκειμενικό στοιχείο. Και επειδή δεν την είδα την ιστορία επιστημονικά και γιατί επιστημονικά μπορείτε να διαβάσετε όσα βιβλία θέλετε, ιστορικά και εξάλλου έχω και μία βιβλιογραφία στο τέλος των βιβλίων μου, είπα ότι πρέπει να ψάξω και κάπου αλλού. Και αυτό το κάπου αλλού ήτανε συμβολογραφικά αρχεία εκείνης της εποχής, ήτανε αρχεία εφημερίδων για να βρω το λαογραφικό κομμάτι της Ελλάδας μας. Το λαογραφικό και να μπορέσω να καταγράψω όλη αυτή την περίοδο τα 200 χρόνια με έναν τρόπο που δεν θα ήτανε διδακτικός, αλλά θα ήτανε περισσότερο κινηματογραφικός χρόνος και κινηματογραφικός τρόπος. Έτσι λοιπόν, όπως μου τυχαίνουνε τα πράγματα όταν αρχίζω και γράφω και μπαίνω σε περίοδο συγγραφής, μού χάρισανε μια πολύ παλιά οικογένεια αθηναϊκή, μου χάρισε την ιστορία της οικογένειάς της, την ιστορία των προγόνων της. Με αρχεία και λοιπά, έκανα συνεντεύξεις, έκανα στα μέρη που περιγράφω πήγα η ίδια και έκανα αυτοψία σε αυτά τα μέρη όσο μπορούσα, για να μπορέσω να αποδώσω με τον καλύτερο τρόπο την Αθήνα εκείνης της εποχής. Και βέβαια επειδή κανένας Έλληνας δεν έχει περιγράψει το πώς ήταν η Αθήνα από περιοχή εκείνα τα χρόνια, μπήκα στα ημερολόγια των ταξιδευτών από το 1700 και μετά, έχουμε ταξιδευτές, πάντα είχαμε, περισσότερο αρχίσανε από το 1700 και μετά και κατέγραψαν την Αθήνα όπως θα τη δείτε να την περιγράφω μέσα στα βιβλία μου. Το πρώτο κομμάτι λοιπόν, η επιστροφή 1790-1838 και σταματάει με το γάμο του Όθωνα με την Αμαλία. Και βέβαια συνεχίζω με τι, συνεχίζω με το διχασμό. Η λέξη διχασμός την αντίκρισα και την βρήκα σε όλη την επόμενη περίοδο που καταγράφω στο βιβλίο μου διχασμός. 1840 με 1875 και είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτά τα 35 χρόνια της Αθήνας γιατί είναι η Ελλάδα όπως την ξέρουμε σήμερα. Δεν έχει αλλάξει καθόλου. Έτσι λοιπόν σήμερα θα κάνουμε ένα ταξιδάκι αναψυχής με ένα κρυμμένο τραύμα γιατί κάθε ταξιδάκι αναψυχής κρύβει στο βάθος του και ένα τραύμα. Γι' αυτό και λέγεται ταξιδάκι αναψυχής. Το μυθιστόρημα που παρουσιάζω σήμερα και την Αθήνα εκείνης της περίοδου είναι μια μελέτη πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, στα πάθη και στις αυταπάτες. Το ευρύτερο τοπίο της Αθήνας της περίοδου 1840 με 1875 είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου. Αυτή τη φορά και την περασμένη φορά σας έδειξα κάποιες φωτογραφίες, αλλά ήταν φωτογραφίες από πίνακες που μπόρεσα να βρω από τη Βουλή των Ελλήνων. Αυτή τη φορά όμως, επειδή μιλάμε για μεταγενέστερη περίοδο, έχω πραγματικές φωτογραφίες της Αθήνας εκείνης της εποχής. Ξέρουμε όλοι, η φωτογραφία ξεκίνησε από το Παρίσι, από το 1830 και μετά. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε η φωτογραφία βέβαια, όπως καταλαβαίνετε, αλλά κάποιος, όχι επαγγελματίας, κάποιος ο οποίος έκανε ταξιδάκια εκείνη την εποχή στο Παρίσι, έφερε στην Ελλάδα την πρώτη φωτογραφική μηχανή. Και μιλάμε, όπως καταλαβαίνετε, μηχανή η οποία, όχι όπως την ξέρουμε σήμερα, εκείνης της εποχής, πρωτόγωνα πράγματα και τις πρώτες φωτογραφίες που έβγαλε ο Έλληνας αυτός στην Αθήνα, τις έλεγαν, χρησιμοποίησε, τις έβγαλε με μία τεχνική που την ονόμασαν Αλμπουμίνα. Γιατί? Γιατί πάνω σε ένα χαρτόνι, η τεχνική ήταν η εξής, έβγαζαν τις φωτογραφίες χρησιμοποιώντας το ασπράδι του αυγού, γι' αυτό και την έλεγαν Αλμπουμίνα. Το 1830 και μετά στο Παρίσι έχουμε τις δάγκαιροτυπίες, ασφαλώς θα το έχετε ακούσει τον όρο. Έρχεται ως Αλμπουμίνα η πρώτη φωτογραφία στην Αθήνα. Δεν έχουμε μαρτυρίες για εκείνη την εποχή. Υπήρχε ένας φωτογράφος στην Αθήνα που έκανε αυτή την τεχνική και ονομαζότανε Ξενοφών Βάθης. Αυτόν θα το βρείτε στο βιβλίο μου και πάλι, όχι διδακτικά, οι δικοί μου ήρωες βγάζουνε μία φωτογραφία στο φωτογραφείο του, του κ. Αυτού. Κατόπιν, ανοίξανε κι άλλα δύο φωτογραφία. Δεν ήταν τόσο σημαντικά όσο του Βάθη εκείνη την εποχή. Και το 1875 έρχονται δύο αδέλφια από το Παρίσι, τα οποία αδέλφια σπούδασαν την τέχνη της φωτογραφίας στο Παρίσι, οι αδελφοί Ρωμαίδοι. Φεωρούνται οι πρώτοι φωτογράφοι στην Αθήνα, οι πρώτοι επίσηνοι φωτογράφοι, εθνικοί φωτογράφοι. Ήταν οι φωτογράφοι του Σλήμαν και τον ακολούθησαν και σε όλες τις ανασκαφές που έκανε και από αυτούς τους φωτογράφους έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες για την Αθήνα. Και ότου θαύματος, και το λέω και σας το τονίζω αυτό, επειδή έτσι μου συμβαίνουν τα πράγματα όταν βρίσκομαι στη σύγγραφή, αυτά τα δύο αδέλφια είναι οι πρόγονοι μιας πολύ στενής φίλης μου, της τένης της Βαλεριανού, που είναι κεραμίστρια στην Ελλάδα, είναι από τις μεγαλύτερες κεραμίστριες που έχουμε. Αυτοί λοιπόν, οι δύο είναι η πρό-προ-πάπη της και πήρα και μου έδωσε το αρχείο από το οποίο αρχείο θα δείτε πολλές φωτογραφίες σήμερη νεαές. Η Αθήνα. Πώς ήταν η Αθήνα εκείνη την εποχή να δούμε την πρώτη φωτογραφία. Για δείτε λοιπόν την Αθήνα. Εδώ μιλάμε για την Αθήνα του 1880. Μαρτυρία για όλη την Αθήνα δεν υπάρχει μέχρι τώρα. Από το 1880 και μετά ανέβηκαν οι αδελφοί Ρωμαΐδοι στον Λικαβητό γιατί η φωτογραφία είναι από εκεί παρμένη και πήραν την πρώτη φωτογραφία. Η Αθήνα. Ο σχεδιασμός της έγινε από έναν αρχιτέκτονα που ονομαζόταν Γκέρτνερ. Ο σχεδιασμός της Αθήνας. Αυτός τι έκανε. Σχεδίασε καταρχήν την πλατεία των Αναχτόρων και χάραξε τις δύο πολύ βασικές οδούς που έχουμε. Την οδό Αμαλίας που την ονομάζουμε και την οδό Αθηνών Κυφισιάς. Είναι η σημερινή βασιλής της Σοφίας. Λέμε Κυφισίας. Είναι λάθος το Κυφισίας. Έχει μείνει από εκείνα τα χρόνια. Δεν λέμε η γιαγιά της Γιαγίας όταν το κλείνουμε. Λέμε η γιαγιά της γιαγιάς. Είναι η Κυφισιά της Κυφισιάς. Έμεινε όμως από εκείνα τα χρόνια. Οι Έλληνες θέλουν να το κάνουν πολύ καλύτερο και πολύ πιο σοβαρό. Έβγαλαν τον τόνο, τον βάλανε μία θέση πιο μπροστά και έγινε Κυφισίας. Μιλάμε για τη βασιλής της Σοφίας. Η Αθήνα όπως βλέπετε βρίσκεται γύρω από την Ακρόπολη. Έχουν προχωρήσει τα χρόνια αλλά η πρώτη γειτονιά της Αθήνας που ξέρουμε, η πρώτη επίσημη γειτονιά ήταν η γειτονιά της Βλασαρούς. Την εποχή που αναφέρομαι στο βιβλίο είχε 66 σπίτια και 350 ψυχές. Η πλάκα ήταν η γειτονιά της Βλασαρούς. Δεν υπάρχει πια. Έχει κατεδαφιστεί παντελώς διότι έδωσε τη θέση της. Θυσιάστηκε στην αρχαιολογική σκαπάνη και έδωσε τη θέση της στην αρχαία αγορά σήμερα. Τι βλέπουμε λοιπόν εδώ την Ακρόπολη, γύρω γύρω κάποια σπίτια στην πλάκα, βλέπουμε εδώ το ανάκτορο, τα ανάκτορα, 90 δωμάτια και θα πούμε και γι' αυτά. Βλέπουμε ήδη την οδό Αθηνών και Φυσιάς εδώ και τα πρώτα μεγάλα σπίτια, τα οποία μεγαλειώδη σπίτια, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Αυτά δεν έχουν κατεδαφιστεί μέχρι σήμερα και αυτά τα σπίτια έκανα εγώ πήγα και μπόρεσα, μπήκα μέσα, έκανα αυτοψία και μπόρεσα να τα περιγράψω στο βιβλίο μου. Όλα αυτά βλέπετε άδεια, εδώ υπήρχαν δασάκια που οι ερωτευμένοι έκαναν τα ραντεβουδάκια τους. Βλέπετε τα πρώτα σπίτια του Κολονακίου, εκείνη την εποχή δεν λεγόταν Κολονακί, εκείνη την εποχή λεγόταν Κατσικάδικα, γιατί υπήρχανε όλα τα μαντρεία της Αθήνας σε αυτήν εδώ ακριβώς την περιοχή. Μιλάμε για Κατσικάδικα. Αργότερα έγινε Κολονακί, πολύ αργότερο ονομάστηκε Κολονακί. Γιατί όμως ονομάστηκε Κολονακί, γιατί οι Αθηναίοι ήταν προληπτικοί και τι κάνανε. Όταν έπεφτε καμία μεγάλη σύμφορα, όπως καμιά πανούκλα ή χολέρα, έπρεπε να ξορκίσουν το κακό. Και πώς το ξόρκιζαν, έκαναν διάφορες μαγκανίες και διάφορα πέτρες, χορταράκια, καίγανε, εν πάση περίπτωση δεν υπήρξε εκείνη την εποχή, δεν έζησα και δεν ξέρω να σας πω με λεπτομέρειες ποιες ήταν οι μαγκανίες των Αθηναίων. Ξέρω όμως ότι το προϊόν αυτό το τύλιγαν σε ένα τουλπάνι και το έθαβαν στην περιοχή που ήταν οι θάνατοι, οι πανούκλα, οι αρρώστια, οι πηρετοί που βασάνιζαν και βέβαια τα εντερικά εκείνη την εποχή, βασάνιζαν τους Αθηναίους εντερικά πολλά. Και γιατί, γιατί υπήρχαν λιμνάζοντα ύδατα θα σας δείξω πού σε ποιες περιοχές. Εκεί λοιπόν τι έγινε, το θάβανε και για να ξέρουν πού το έχουν θαμμένο έβαζαν και ένα κολωνάκι από πάνω, εξού και κολωνάκι. Υπήρχαν παντού και υπάρχουν και σ' άλλες συνεικείες, μόνο που το δικό μας το κολωνάκι έμεινε στην ιστορία και κράτησε το όνομά του και το ονομάσαμε κολωνάκι και το ξέρουμε ως κολωνάκι σήμερα. Εδώ βλέπουμε επίσης όλη αυτή την περιοχή, προσέξτε που είναι η Καλληρόη, που είναι ο Ηλισσός, που κατεβαίνει κάτω ο Αγιος Σώστης, όλα αυτά δεν υπήρχαν, υπήρχαν τα τέλματα με νερά λιμνάζοντα, με πολλά κουνούπια τα οποία και δημιουργούσαν τους πυρετούς και τα εντερικά με τα βρώμικα νερά στους Αθηναίους. Εδώ υπήρχε ο Ηλισσός και μέχρι σε αυτό το σημείο που είναι η στήλη του Ολυμπίου Διός, ο Ηλισσός ήταν καθαρός και εκεί οι πλακιώτισες κατέβαιναν και έπλεναν τα εσόρουχά τους τα οποία ονόμαζαν παλάγια εκείνη την εποχή. Βλέπετε λοιπόν μια Αθήνα, βλέπετε όμως και τη Μεγάλη Βρετανία εδώ, βλέπετε την πλατεία των Ανακτόρων η οποία έχει γίνει πλατεία μουσών, γιατί έχουν βάλει δέντρα για να την καλοπίσουν εκείνη την εποχή. Και βέβαια βλέπετε και τα Ανακτόρα, και εδώ γι' αυτά τα Ανακτόρα με τα ενενήντα δωμάτια, που χτίστηκαν με πολύ μεγάλο κόπο και πολύ μεγάλο διχασμό και είναι και ο πρώτος διχασμός τον οποίον έχουμε επίσημο. Γιατί? Οι Έλληνες, οι Αθηναίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Μια ομάδα έλεγε και όταν λέμε ομάδες εννοούμε, δεν εννοούμε πέντε-ξι άτομα, εννοούμε πολλά περισσότερα. Οι μισοί Αθηναίοι λοιπόν έλεγαν στα Ανακτόρα, δεν μπορούμε να βάλουμε τουαλέτες. Απαγορεύονται οι καμπινέδες στα Ανακτόρα. Οι απόπατοι δηλαδή να σας το πω έτσι, ωραία, να το καταλάβετε. Διότι είναι ένας χώρος, ένα μίασμα και μέσα στα Ανακτόρα, με όλη αυτή τη σπουδαιότητα, δεν μπορούμε να έχουμε απόπατους. Και γι' αυτό το λόγο οι μισοί Αθηναίοι έλεγαν όχι και οι άλλοι μισοί Αθηναίοι έλεγαν, μα δεν είναι δυνατό να μην βάλουμε απόπατους, πού θα κάνουμε, πού θα κάνουνε οι επίσημοι την ανάγκη τους. Βρήκανε μία μέση λύση. Βάλανε τους απόπατους ακριβώς από πίσω από τα Ανακτόρα. Αυτό δηλαδή από πίσω είναι η σημερινή Βουλή, σκεφτείτε τώρα. Πίσω ακριβώς από τη Βουλή χτίστηκαν τρεις-τέσσερις απόπατοι. Και ο αρχιτέκτονας κρυφά έβαλε και έναν μέσα στα Ανακτόρα. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα γινότανε εάν υπήρχε ανάγκη να χρησιμοποιηθούν οι απόπατοι για όλες αυτές τις τα εντερικά, που ανέφερα προηγουμένως, τα εντερικά με τα συνεπακόλουθά τους. Το ξέρετε. Έχουμε λοιπόν εδώ την Ανακτόρα. Από πίσω, όπως βλέπετε, η στήλη του Ολυμπίου 2. Κατεβαίνει μέχρι κάτω, άδεια, μέχρι τα Φάλληρα. Να δούμε και την επόμενη φωτογραφία. Εδώ σας έχω το αστεροσκοπείο. Είναι η πρώτη φωτογραφία που τραβήχτηκε στο αστεροσκοπείο. Είναι στην περιοχή Αέριδες. Πιάνει όλη την περιοχή. Ακριβώς μετά σε αυτή την πλευρά υπάρχει το ρολόι του Ανδρόνικου Κυρίστου. Και κατά τη λαϊκή παράδοση, εκεί στους αρχαίους χρόνους, γι' αυτό και σας την έβαλα αυτή τη φωτογραφία, υπήρχε ο πύργος των ανέμων, ο οποίος και σήμερα σώζεται, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένα όλα τα μυστήρια και τα πνεύματα του μυστικού κόσμου, τα οποία φέρουν τις ονομασίες μετεωρολογία και αστρολογία από τα αρχαία χρόνια. Εγώ λοιπόν είχα στα χέρια μου όλες αυτές τις πληροφορίες, έπρεπε να φτιάξω τους χώρους μέσα στους οποίους κινούνται οι ήρωές μου. Και γι' αυτό πήρα τα ημερολόγια των ταξιδευτών και έκανα και κάποια αυτοψία στα αρχοντικά της Αθήνας, τα οποία σώζονται σήμερα και δυστυχώς είναι πολύ λίγα. Να δούμε την επόμενη φωτογραφία. Εδώ είναι τα Ανακτόρα, φωτογραφημένα, αλλά ζωγραφισμένα, μπογιατισμένα από πάνω, χρωματισμένα. Εδώ λοιπόν ήταν η Πλατεία των Ανακτόρων, από κάτω είναι η Πλατεία Συντάγματος που λέμε σήμερα. Έγινε το 1843, ονομάστηκε Συντάγματος και θα δούμε γιατί. Αλλά ονομαζόταν η Πλατεία των Μουσών αυτή, έτσι ακριβώς όπως τη βλέπετε. Μήπως μπορούμε να δούμε και την επόμενη φωτογραφία. Είναι πολύ σημαντική για μένα αυτή η φωτογραφία. Αφενός γιατί εδώ είναι τα δύο μοναδικά κτίρια τα οποία σώζονται και σήμερα μεγάλα κτίρια. Είναι ακριβώς απέναντι από τα Ανακτόρα και αυτή που βλέπετε είναι η Οδός Βασιλής Ισοφίας που είπαμε Αθηνών και Φυσιάς. Δεν είναι ασφαλτοστρομένη, είναι χωμάτινος δρόμος. Βλέπετε εδώ υπάρχουν οι λάμπες γκαζιού και ό,τι έχει αρχίσει εκείνη την εποχή ο ηλεκτροφωτισμός και έχουν μπει οι πρώτες κολόνες. Πήρα λοιπόν τι έχουμε εδώ μέσα στο βιβλίο μου, στο μυθιστό ρημά μου. Έχουμε ένα μνημιώδες μέγαρο, ένα αρχοντικό ακριβώς απέναντι από τα Ανακτόρα. Με τα σημερινά δεδομένα λέμε μεταξύ του Τετραγώνου Πανεπιστημίου και Ακαδημίας. Καμία σχέση με την Βασιλή Ισοφίας όπως την ξέρουμε σήμερα. Εδώ ακριβώς θα γίνει αργότερα, πολύ αργότερα η Οδός Πανεπιστημίου. Εκείνη την εποχή μιλάμε για 1840. Δεν υπάρχει τίποτα, ένας χωματόδρομος η Πανεπιστημίου. Δεν υπάρχει Πανεπιστημίου ακόμα, υπάρχει το πρώτο κτίριο, το πρώτο σπίτι της περιοχής της οικογένειας Λιδωρίκη. Η οικογένεια Λιδωρίκη ήταν λόγι, ο ένας από τους Λιδωρικαίους ήταν και ο διευθυντής του εθνικού θεάτρου. Υπάρχει ένα πάρα πολύ μεγάλο, ένας πλούτος λεπτομεριών, ένας πλούτος μαρτύριων για αυτό το σπίτι, γιατί η οικογένεια ήταν από τις πιο παλιές της Αθήνας. Εδώ λοιπόν εγώ έβαλα το δικό μου το σπίτι. Μιλάμε, όσοι έχουν διαβάσει την επιστροφή το πρώτο βιβλίο, η Λέγκο Βαρβαρέσου, η κύρια πρωταγωνίστρια να την πω έτσι του βιβλίου, αγοράζει το 1835 πέντε χιλιάδες πήχεις προς δυόμισι δραχμές τον πήχη. Τα νούμερα είναι όλα αληθινά και παρμένα από τα συμβολεογραφικά αρχεία που σας είπα πριν. Και το μέγαρο που έχτισε για τις επόμενες γενιές κόστισε τετρακόσια χιλιάδες δραχμές με τους σταύλους και τα μαξοστάσια εκείνη την εποχή. Επιπλέον πλήρωσε τις εσωτερικές διακοσμήσεις. Και ποιος έκανε τις εσωτερικές διακοσμήσεις? Εκείνη την εποχή στην Αθήνα έφερναν ξένους τεχνίτες, ζωγράφους, παρατήστες από την Ιταλία, συγκεκριμένα από την Άπολη και έκαναν τις οροφογραφίες και τις τυχογραφίες που βρίσκουμε στα σημερινά σπίτια. Αυτά τα δύο εδώ τα κτίρια είναι καταπληκτικά. Σας λέω έχω κάνει μαζί με το ίδρυμα Θεοχαράκη που είναι και αυτό ένα από τα παλαιά κτίρια της Αθήνας. Έχουν καταπληκτική αρχιτεκτονική και πάρα πολύ ωραίες διακοσμήσεις μέσα. Αν σκεφτούμε λοιπόν ότι το σπίτι αυτό στήχισε 400.000, ο προϋπολογισμός για τα ανάκτορα ήταν 500.000 δραχμές εκείνη την εποχή. Οι Έλληνες δεν είχαν αυτά τα χρήματα. Σκεφτόταν πώς θα χτίσουμε τα ανάκτορα χωρίς να έχουμε χρήματα και τότε έτρεξε ένας άλλος φιλέλληνας ο πατέρας του Όθωνα, το είπα νομίζω και την περασμένη φορά, ο οποίος έβγαλε από το βαβαρικό ταμείο και χάρισε στην Ελλάδα 100.000 χρυσές λίρες. Όταν έγινε η Ένωση της Γερμανίας αργότερα, ο Μπισμαρκ άνοιξε τα κοιτάπια, παρετήθηκε ο Λουδοβίκος, ο πατέρας του Όθωνα άνοιξε τα κοιτάπια του Γερμανικού κράτους και είδε ότι υπήρχαν 100.000 λίρες χρυσές δοσμένες στην Ελλάδα. Της θεώρησε δάνειο και η Ελλάδα το αποπλήρωσε, απέτησε την αποπλήρωσή του όπερ και γένετο. Έτσι για να ξέρουμε για τα δάνεια, γιατί μην ξεχνάμε ότι το πρώτο δάνειο 1824 για όπλα για να πολεμηθούνε οι Τούρκοι και να φύγουν από την Ελλάδα. Δεύτερο δάνειο 1826 για τον ίδιο λόγο. Το επόμενο δάνειο 1834 δόθηκε 60 εκατομμύρια λίρες, δοθήκανε για να αναγεννηθεί η Ελλάδα. Δεν αναγεννήθηκε κατά έναν τρόπο. Τα υπόλοιπα μπήκανε στις τσέπες των Κουτζαμπάσιδων. Για τα δάνεια μιλάμε, από πού ξεκινήσαμε, για το πρωταρχικό τραύμα μιλάμε σήμερα. Έτσι λοιπόν, θα ήθελα, αν μπορούμε να ανάψουμε τα φώτα, διότι θα ήθελα να σας διαβάσω ένα πολύ μικρό κομμάτι πώς ήταν εκείνο το σπίτι. Πώς περιγράφει η συγγραφέας, από αυτοψία δικιά της, εκείνο το σπίτι των ονειρών του βιβλίου μου του Διχασμού. Στο δικό μας σπίτι όλα είχαν σχεδιαστεί με σκοπιμότητα. Τίποτα δεν έλειπε, τίποτα δεν περίσεβε. Το κάθε ετύ ήταν προσεγμένο στη λεπτομέρειά του. Ειδίως η αίθουσα υποδοχής και η ιδιαίτερη αίθουσα όπλων και τροπέων από χρόνους πανπάλεους. Αυτή η συγκεκριμένη ήταν το καμάρι της μητέρας μου. Σε εκείνη την αίθουσα, από την οροφή της οποίας έσταζαν φωτιά και αίμα των γενέων οι θάνατοι, όπως ακριβώς τους είχε επικονίσει ο Ναπολιτάνος Αρχιμάστορας, η τύχη ήταν στολισμένη με τα όπλα τα χρησιμοποιηθέντα από τους παππούδες μου στα χρόνια της επανάστασης του 1921. Αργυροπίκυλτες πιστόλες, σπάθες, παλάσκες με την ημισέλληνο χαραγμένη, γιαταγάνια, μπαρουτόβεριες, περίτεχνα με δουλάρια. Όλα εκείνα τα όπλα που είχαν προστατευτεί από τη φθορά του χρόνου, πλήρως λειτουργικά, ακόμα και με φρέσκια τη μυρωδιά μπαρουτιού πάνω τους, ήταν σύμβολα αγώνων, κύρους και κοινωνικής καταξίωσης της οικογένειάς μας. Η μητέρα μου τα λάτρευε σαν ιερά λείψανα. Οι δηλητηριώδεις γλώσσες των ρουφιάνων της Αθήνας έβρισκαν το σπίτι μας μελαγχολικό και απόμακρο. Άκριοι θεού έλεγαν με απαξίωση, παρότι στην περιοχή, είχαν ήδη αρχίσει να κτίζονται πολλά από τα μετέπειτα εμβληματικά κτίρια της Αθήνας, τα οποία στο μέλλον θα σημάδευαν την πρωτεύουσα και το νέο ελληνικό ρυθμό τους. Απόμακροι και υπεροπτικοί χαρακτήριζαν και τη μητέρα μου κάποιοι Αθηναίοι, ενώ στην ουσία ήταν μια εξαιρετικά εκλεπτισμένη γυναίκα. Τόνιζε με την ωραία παρουσία της την αισθητική του χώρου. Οποιουδήποτε χώρο, βέβαια, κάτι το ξενικό το είχε, μαζί με μια περίεργη αφταρέσκεια, δίχως ύχνος επίδειξης όμως, η οποία μάλλον προερχόταν από το ότι είχε ζήσει 20 χρόνια εκτός Ελλάδας και είχε συναναστραφεί κόσμο ξένο, κόσμο από την Ευρώπη. Δεν την είχε πτωήσει ο εκπατρισμός, την είχε περισσότερο ωφελήσει, θα έλεγα. Σε όσους κακόβουλους Αθηναίους τη ρωτούσαν ειρωνικά, γιατί δεν παρέμεινε στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη, αφού τόσο της άρεσε, εκείνη απαντούσε πως στην Ελλάδα βρίσκονταν όλα όσα είχε αγαπήσει και ακόμα αγαπούσε, τους αποστόμωνε. Έ μοιάζε πρόσωπο από την ελληνική μυθολογία η μητέρα μου. Ελληνίδα ήταν εξάλλου, από γένα, από προγόνους, από πεποίθηση. Πίστευε πως όποιος γεννηθεί Έλληνας, μένει πάντα Έλληνας. Όπου κι αν ζήσει, όπου κι αν βρεθεί, ακόμα και στα πέρατα της οικουμένης. Την Ελλάδα την έφερε μέσα της ως αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς της. Ευχαριστώ. Να δούμε λοιπόν 2-3 μάλλον από τους ήρωες του βιβλίου μου. Γιατί σας είπα το βιβλίο έχει το καθαρά ιστορικό επίπεδο, αλλά έχει και την ιστορία των ηρώων μου, που είναι κι αυτή αληθινή. Γιατί μιλάω για μια πολύ σπουδαία οικογένεια Αθηναϊκή. Εδώ λοιπόν μια ωραία πρωία μιας άνοιξης Αθηναϊκής. Τρεις νέοι βγαίνουν από αυτό το σπίτι και κατευθύνονται προς τον κήπο της Αμαλίας. Δεν είχε γίνει ακόμα βασιλικός κήπος και πολύ αργότερα βέβαια έγινε ο εθνικός μας κήπος. Εκείνη τη χρονιά, εκείνη την εποχή ονομαζόταν ο κήπος της Αμαλίας. Γιατί η Αμαλία ήταν εκείνη η οποία θέλησε να φτιάξει έναν ωραίο κήπο τον Ανακτόρο. Να δούμε λοιπόν την επόμενη φωτογραφία για να δούμε τι βλέπανε εκείνοι οι τρεις οι δικοί μου ήρωες, οι οποίοι θέλουν να κάνουν μια βόλτα μέσα σε αυτό το κήπο. Είναι η πρώτη φωτογραφία που έχουμε του εθνικού κήπου. Τρεις κυρίες κάθονται ανέμελες και απολαμβάνουν την άνοιξη. Δείτε τα κουστούμια, δείτε πώς ήταν εκείνη την εποχή ο κήπος που τον ξέρουμε σήμερα. Οι δικοί μου λοιπόν οι ήρωες μπαίνουν μέσα στον κήπο, τον διασχίζουν και βγαίνουν από την πόρτα της Αμαλίας. Η πόρτα που είναι στη λεωφόρα Αμαλίας με τα σημερινά δεδομένα λεγόταν η πόρτα της Αμαλίας. Και ήταν αυτή η οποία οδηγούσε κατευθείαν στην πλάκα. Και θέλω εδώ να δούμε ένα ακόμα μικρό κείμενο, πώς αντιλαμβανότανε η κεντρική μου ηρωίδα αυτή τη βόλτα και πώς αντιλαμβάνεται την Αθήνα και την Ελλάδα γενικότερα η ηρωίδα μου Ελισάβετ Δούκα. Καθώς κατηφόρηζαν στις περιπημένες αλέες του κήπου, μιλάμε για αυτούς τους τρεις, είναι δυο αδελφές και ένας αδελφός, κουβέντιαζαν ανέμελα, σαν τίποτα και κανένας να μην μπορούσε να τους βουβάνει εκείνη τη μέρα. Περισσότερο η Ελισάβετ εξηγούσε στον ετεροθαλή αδελφό της με το συνηθισμένο πνεύμα της, ελαφρά ειρωνικό αλλά καλόβουλο, αναπάντεχα γοητευτικό για όποιον την πρωτογνώριζε, για την Αθήνα, τους Αθηναίους και την πολιτική κατάσταση της πρωτεύουσας. Πήραν την ωραία οδό Αδριανού. Στο βάθος, στα αριστερά τους, υψωνόταν το αθάνατο μνημείο της Ακρόπολης. Ο ασλάνογλου σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Η Ελισάβετ τον τράβηξε μαλακά να προχωρήσουν. Όχι, δεν θα τον πήγαινε τον αδελφό της εκεί σήμερα, γιατί η Ακρόπολη δεν βλεπότανε σε μια ώρα. Η Ακρόπολη ήταν σημείο ιερό, τόπος αγιασμένος. Η Ακρόπολη ήθελε μέρες να την επισκέπτεται για να την κατανοήσει και πάλι δεν θα τα κατάφερνε εντελώς. Κάντα θα έμενα είναι κάτι που θα έπρεπε να ξαναδείς. Αλλά να μη βιάζετε, γιατί τις επόμενες μέρες είχαν στο πρόγραμμα να επισκεφτούν και την αρχαία αγορά. Επειδή εκεί ως όλον είχε διατυπώσει τον πρώτο νόμο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Εκεί αργότερα με τον Κλιστέν είχαν εγκαθιδρήσει τη δημοκρατία. Θα τον πήγαινε να τα δει όλα εκείνα τα μνημεία της ανθρωπότητας. Εκεί στην Αθήνα την κητήδα του πολιτισμού. Γιατί ο ελληνισμός είναι πολιτισμός και γιατί πολιτισμός είναι ήθος, είναι ήφος, είναι στάσης ζωής. Και όλα αυτά τα θαυμαστά και άξια φαντάσου είχαν συμβεί σε εκείνο το σημείο που βρίσκονταν σήμερα και οι τρεις. Σε εκείνη την Αθήνα της αρχαιότητας. Και ας είχαν ξεπέσει κάποιες αξίες στους αιώνες που ακολούθησαν, η ουσία παρέμενε. Διότι η Ελλάδα, ας μην το ξεχνούσαν, είχε περάσει και 400 χρόνια τουρκικού ζηγού. Μα τι του έλεγε τώρα. Εξάλλου μόλις προχθές είχε φτάσει στην Αθήνα. Είχαν καιρό μπροστά τους. Και έξινα είχε αδελφός της και θα φρόντιζε η ίδια να του τα δείξει όλα. Γιατί στην Αθήνα ήταν οι ρίζες του, κατά κάποιον τρόπο. Μα τι καλά που είχε έρθει και πόσες ξεναγήσεις, πόσες βόλτες είχαν να κάνουν και οι τρεις τους. Θα μπορούσε να του τα επιβεβαιώσει και η Οδύσσια. Να γνωρίσει τη δεύτερη πατρίδα του. Πρέπει, γιατί η πατρίδα του ήταν και η Ελλάδα. Αλλά τι κρίμα που δεν είχε φέρει μαζί του και την οικογένειά του να τους γνωρίσει όλους. Στο επόμενο ταξίδι του ίσως θα χαιρότανε πολύ και η μητέρα τους. Διάστηκε η Ελισάβετ να προλάβει να ταραδιάσει όλα μαζί και με έξαρση πατριωτικής φέρμης μάλιστα, μη τυχόν και λυσμονήσει κάτι από όσα είχε χαϊβάλει στο μυαλό της, να του πει και να του δείξει από την ημέρα της άφιξής του. Και σταμάτησε ξαφνικά. Απροστάτευτη και ευθραυστή. Στο τέλος γέλασε με ένα γέλιο αμύχανο και παράξενο, λίγο βραχνό, ίσως λίγο φάλτσο, σαν το γέλιο αυτού που γελούν σπάνια ή αυτού που έχουν ξεχάσει να γελούν. Συνεχίζουμε. Μπαίνουν λοιπόν στην πλάκα. Και εδώ να δούμε και την επόμενη φωτογραφία. Έχουμε την πλάκα. Είναι και αυτή η πρώτη φωτογραφία της πλάκας. Και πού ο Άγιος Νικόλας οραγκαβάς. Και γιατί σας την έφερα αυτή τη φωτογραφία. Γιατί. Αφενός είναι από τις πρώτες φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από τους αδελφούς Ρωμαΐδη της πλάκας. Αφετέρου γιατί αυτή η εκκλησία έχει και το χαρακτηριστικό ότι η πρώτη καμπάνα που ήρθε στην Αθήνα και στην Ελλάδα γενικότερα μπήκε σε αυτή την εκκλησία στον Άγιο Νικόλα το ραγκαβά. Και ο Άγιος Νικόλας οραγκαβάς και η καμπάνα του ήταν αυτή που καθόριζε τη ζωή των Αθηναίων. Χτυπούσε τις ώρες, τις πρωινές, χτυπούσε τις μεσημεριανές, όταν έπρεπε να ανακοινωθεί κάτι σοβαρό που γινόταν εκείνα τα χρόνια, τι κάνανε, χτυπούσανε την καμπάνα του Άγιου Νικόλα του ραγκαβά. Και μην νομίζετε ότι ήταν η πλάκα κι η Αθήνα όπως την ξέρουμε σήμερα. Μια πολύχνη ήταν. Παρόλο που είχε έρθει ο Όθωνας, ήδη είχε παντρευτεί, είχαν ανοίξει προξενία, είχαν γίνει υπουργία εκείνη τη χρονιά, εκείνη την περίοδο. Και βέβαια έχουμε και τον πρώτο πολύ μεγάλο διχασμό στην ιστορία τη δικιά μας. Είναι ο διχασμός των αυτόχθονων και των ετερόχθονων. Ποιοι είναι οι αυτόχθονες? Οι κουμπούρες. Οι Έλληνες οι οποίοι είχαν πολεμήσει τους Τούρκους με τα κουμπούρια, κουμπούρια τα όπλα. Α όταν θέλουμε να πούμε κάποιος που δεν είναι καλός στα μαθήματα λέμε αυτός είναι κουμπούρας. Δεν έχει να κάνει τίποτα με αυτά που ξέρει, δεν ξέρει. Οι άνθρωποι πολεμούσαν με τα όπλα τους. Τα όπλα τα έλεγαν, τα ονόμαζαν κουμπούρια. Εξού και ήταν οι αυτόχθονες οι κουμπούρες, οι φουστανελάδες. Εκείνη λοιπόν την εποχή που ανοίξανε τα σύνορα και η Ελλάδα άρχισε να γίνεται κράτος και να ανήκει στην Ευρώπη, ακόμα και από εκείνη την εποχή άρχισαν να έρχονται και οι ετερόχθονες Έλληνες του εξωτερικού. Αυτοί λοιπόν ήταν οι λεγόμενοι καλαμαράδες, γιατί ήταν μορφωμένοι και γιατί ήξεραν γράμματα. Όταν λοιπόν ήρθε ο Όθωνας και άνοιξε και έφτιαξε υπουργία, δημόσιας υπηρεσίας δηλαδή, ποιους θα έβαζε μέσα, τους αγράμματους ή τους εγγράμματους ετερόχθονες Αθηναίους. Ήταν, ασφαλώς καταλαβαίνετε ότι τις θέσεις αυτές, του δημοσίου, τις πήραν οι μορφωμένοι ετερόχθονες. Και έγινε ένας μεγάλος διχασμός, ήρθανε αυτοί ξένοι να μας πάρουνε τις θέσεις τις δικές μας, λέγανε οι Έλληνες, οι Αθηναίοι οι αυτόχθονες. Όχι, από αυτούς τους ετερόχθονες ήταν και οι καταπληκτικοί εθνικοί ευεργέτες μας αργότερα. Και όλα αυτά τα μεγάλα και σπουδαία έγιναν στην Αθήνα από τους ευεργέτες. Εκείνη την εποχή όμως, ο Έλληνας ο οποίος είχε πολεμήσει τους Τούρκους, δεν μπορούσε να το δει πέρα από το πολύ δικό του οικοπεδάκι και πολύ δικό τους συμφέρον. Και δεν ξέρω αν έχετε αναρωτηθεί ποτέ, ακόμα και τώρα, πώς οι Έλληνες που βρίσκονται στο εξωτερικό έχουν τέτοια καταπληκτική πορεία. Διάβαζα στην καθημερινή πριν από μερικές εβδομάδες, 1,5-2 μήνες, αλλά και προχθές νομίζω έπεσε το μάτι μου. Πόσοι από τους Έλληνες οι οποίοι έχουν φύγει τα τελευταία χρόνια, 280.000 Έλληνες έχουν φύγει από την πατρίδα τους τα τελευταία 4 χρόνια, πώς αυτοί οι Έλληνες ευδοκοιμούνται όταν φτάνουν στο εξωτερικό και δουλεύουν εκεί. Και βλέπετε ότι είναι καθηγητές πανεπιστημίων, το MIT έχει δεν ξέρω πόσους Έλληνες στην Αμερική, πόσους Έλληνες τις ορβώνει το ίδιο, Έλληνες καθηγητές. Γιατί, γιατί ζούνε και εργάζονται σε πιθαρχημένα περιβάλλοντα. Και η λέξη πιθαρχία για τους Έλληνες είναι λέξη απαγορευμένη, είναι λέξη κακή. Αν σκεφτούμε όμως πόσο πιθαρχημένοι είμαστε από τα γενοφάσκια μας, πόσο πιθαρχημένο είναι το σύμπαν στο οποίο ζούμε, πόσο πιθαρχημένοι είμαστε που σηκωνόμαστε κάθε πρωί να πάμε στη δουλειά μας και δεν λέμε, δεν πάμε σήμερα που ταΐζουμε τα παιδιά μας, που φροντίζουμε τις οικογένειές μας, είναι θέμα πιθαρχίας. Αλλά η λέξη πιθαρχία για τον Έλληνα είναι ταμπού, εγώ θα πιθαρχήσω. Έτσι λοιπόν και εκείνη την εποχή αρχίσαμε τους πετροπόλεμους. Πετροπόλεμο, αιθήματα, μαχαιρώματα. Και βέβαια χωρίστηκαν οι Έλληνες, μία ομάδα με αρχηγό τον Κολέτη και ήταν του υψηλού πύλου, δηλαδή των ψηλών καπέλων η ομάδα και η άλλη ομάδα των φουστανελάδων, γιατί ήταν οι Έλληνες οι αυτοχθόνες, οι οποίοι ήταν εντυμένοι με φουστανέλες. Ήρθανε τα ψηλά καπέλα, τυγκώτες και ο κόσμος εντυμένος διαφορετικά και έχουμε τον πρώτο και το μεγαλύτερο από τους επόμενους διχασμούς που συνέχισαν να ταλανίζουν την Αθήνα και την Ελλάδα γενικότερα. Να δούμε λοιπόν και μία παρακάτω, έχω έναν παπά, ο οποίος εμφανίζεται και στο πρώτο βιβλίο αλλά και στο δεύτερο. Δεν είναι αυτός ο παπάς μου, εδώ είναι η Άγια Σώματι, στην πλατεία Ψηρή εκείνη την εποχή. Δεν είναι ο παπάς οδικός μου, ο Βαρνάβας Καψοκόλης, απλώς μου άρεσε η φωτογραφία γιατί κάπου μου τον θύμισε και γι' αυτό σας την έφερα να τη δείτε. Είναι από τις πρώτες φωτογραφίες της πλατείας του Ψηρή. Να δούμε και την επόμενη. Εδώ σας έφερα το Πανεπιστήμιο. Γιατί? Αυτή είναι η φωτογραφία του Πανεπιστήμιου εκείνης της εποχής. Εδώ είναι γραβούρες του Πανεπιστήμιου. Γιατί κάποια από τις ηρωίδες μου βρίσκει ένα σπίτι πανός και θρασιβούλου, πάρα πολύ κοντά. Το Πανεπιστήμιο βρίσκεται στην Οδό Θόλου. Θεωρείται εκείνη την εποχή το σπουδαιότερο πανεπιστήμιο των Βαλκανίων, 60 φοιτητές εκ των οποίων η μισή ήταν από τα Βαλκάνια. Κι ήταν το Πανεπιστήμιο του Όθωνα, αλλά το ονόμαζαν το Πανεπιστήμιο των Βαλκανίων. Γι' αυτό το λόγο ήταν πολύ σημαντικό. Η δική μου η ηρωίδα, η οποία είναι μια γερόδουλη της πλάκας, έχει ένα σπίτι στη γωνία θρασιβούλου και πανός, που είναι λίγο πιο κάτω από το Πανεπιστήμιο. Και για τους λόγους που θα διαβάσετε μέσα στο βιβλίο, σας έφερα να δείτε και τη φωτογραφία όπως την τραβήξανε οι αδελφοί Ρωμαίδοι. Να δούμε και την επόμενη. Εδώ δεν έχει σχέση με το δικό μου το κείμενο. Δεν περιγράφω το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού, απλώς σας το φέρνω. Είναι η πρώτη φωτογραφία που βγήκε του θεάτρου. Και δείτε ότι μιλάμε για ερήπια. Αργότερα το αναπαλέωσαν και το αναστήλωσαν το θέατρο. Εκείνη την εποχή και για πάρα πολλά χρόνια αργότερα, το θέατρο ήταν αυτό. Και όπως βλέπετε πίσω από το θέατρο δεν υπάρχει τίποτα. Είναι του Μακριγιάννη πέρα. Μπορεί να διακρίνεται το σπίτι του Μακριγιάννη. Προχωρώ λοιπόν να δούμε και την επόμενη. Πάλι κομμάτια της Αθήνας. Εδώ είναι η οδός Φιλελίνων. Η γωνία είναι ο Hotel des Etrangers. Ήταν ένα από τα παλαιότερα ξενοδοχεία της περιοχής. Στο βάθος διακρίνεται ο τρούλος της Ρωσικής Εκκλησίας. Και στη γωνία, δηλαδή να σκεφτείτε ότι εδώ είναι η Όθωνος που λέμε, που κατεβαίνει κάτω και γίνεται Μητροπόλεως μετά. Στη γωνία λοιπόν ακριβώς έγινε λίγο αργότερα η πρώτη πινακοθήκη της Αθήνας. Και σε αυτήν εδώ την πινακοθήκη βλέπετε τώρα είναι τα ταξί της Αθήνας. Απ' έξω που είναι οι άμαξες. Αλλά εκείνη την εποχή έφτιαξαν και βάψανε το οικοδόμημα αυτό. Και έγινε η πρώτη πινακοθήκη της Αθήνας. Μόνο που εύζωνη φύλαγαν απ' έξω επί 24 ώρου βάσεως. Διότι οι Αθηναίοι έμπαιναν μέσα και έπαιρναν τα προεκθέματα. Διότι πίστευαν ότι ήταν κάτι άσχημο, κάτι πάρα πολύ κακό. Σας είπα οι Αθηναίοι να μην μπορούν οι Έλληνες. Αν και οι Έλληνες όλοι μας έχουμε κάποιες παραξενιές. Έπαιρναν λοιπόν μέσα και τα έπαιρναν και τα κατέστρεφαν. Και έτσι καταστράφηκαν πάρα πολλά. Βρήκα μέσα σε αρχεία πάρα πολλά εξαιρετικά πίνακες. Γλυπτά τα οποία είχαν αναπαλαιώσει και είχαν βάλει μέσα σε αυτό το κτίριο. Να δούμε και την επόμενη. Εδώ σας έβαλα, είναι μια φωτογραφία του 1890. Δεν είναι της εποχής της δικής μου που αναφέρομαι στο βιβλίο. Σας το έβαλα όμως διότι θέλω να δείτε αυτό το σπίτι εδώ. Θα σας πω τι είναι αυτό το σπίτι. Η βασιλής η Σοφίας η σημερινή. Που βλέπετε έχει ήδη γίνει βασιλής η Σοφίας ο δρόμος. Έχει ήδη έρθει ο Γεώργιος ο πρώτος. Και είναι και η ροδό του. Ο λικαβητός και το δασάκι του λικαβητού. Έχει και αυτό πολύ μεγάλη σημασία μέσα στο δικό μου το βιβλίο. Να δούμε και την επόμενη. Εδώ είναι στον κεραμικό. Έγιναν κάποιες ανασκαφές και βρέθηκαν οι τάφοι. Κάποιοι τάφοι κάποιο νεκροταφείο εκείνη την εποχή. Υπάρχει ακόμα και σήμερα σώζονται κάποια κομμάτια από αυτό το αρχαίο που βλέπετε. Σας το έφερα και αυτό γιατί είναι μια φωτογραφία του 1865 και μετά. Το 1865 αποκαλύφθηκε αυτό το νεκροταφείο στον κεραμικό. Συνεχίζουμε. Εδώ είναι η Ακρόπολη από του Φιλοπάπου. Μπορείτε να δείτε και το θέατρο του Ηρώδου. Και εδώ είναι μια ημέρα ανοιξιάτικη, καλοκαιρινή. Δεν τη δείτε πώς φαίνονται. Όλα περίεργα, παρατημένα, δεν έχουν αναστυλωθεί. Δεν έχουν καλοποιηστεί όπως τα βλέπουμε σήμερα. Να συνεχίσουμε. Εδώ είναι πάλι μια άποψη από τη βασιλέως Παύλου. Εδώ δεξιά θα γίνει αργότερα η πλατεία με το ζάπιο. Και βλέπουμε τους στήλους του Ολυμπίου διός. Το πρώτο ποδήλατο, που ήρθε μετά από το 1867. Κάποιοι κύριοι, οι γυναίκες δεν υπάρχουν πουθενά. Δεν τις βλέπαμε εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Οι γυναίκες ήταν περισσότερο κλεισμένες στα σπίτια. Και συνεχίζουμε λίγο. Εδώ σας το έφερα για τον εξής λόγο. Εδώ είναι μια πολύ παλιά φωτογραφία εκείνης της εποχής. Και μια φωτογραφία του τι έγινε μερικά χρόνια αργότερα. Ο δήμαρχος Αθηναίων, αυτός είναι ένας τείχος πάρα πολύ παλιός από την αρχαιότητα. Καλύφτηκε, όπως βλέπετε, με κάποια πράσινα και κάποιους θάμνους. Ο δήμαρχος των Αθηναίων, πριν από αρκετά χρόνια, σκέφτηκε και έκανε και πάρα πολύ καλά, ότι δεν μπορεί ένας τέτοιος τείχος παλιός και αρχαίος να καλύπτεται από πράσινο, όσο και ανωμορφένει το μάτι μας το πράσινο. Και γι' αυτό έβαλε και ξυλώθηκαν όλα. Και αναπαλέωσε και αυτόν τον τείχο. Και όταν ανεβαίνετε λοιπόν τηλεοφόρο Συγκρού, κάνετε λίγο αριστερά και μετά δεξιά για να πιάσετε, βλέπετε εδώ, είναι η πύλη του Αδριανού, να βλέπετε αυτόν τον τείχο και να τον θυμάστε. Αλλά δεν σας το έβαλα τόσο γι' αυτό μέσα στο βιβλίο μου. Εκείνη την εποχή, μέσα στους στήλους του Ολυμπίου Διώση, υπήρχε ένα μικρό καφενεδάκι. Μια παράγγα ακριβώς μέσα στους στήλους. Και κάποιοι είπαν εκείνη την εποχή πήγαιναν ποιητές, ζωγράφοι, ζωγράφη, ζανταρχία κλπ. Κάποιος με πολύ δυνατή γάλη συνείδηση των Αρχαίων, είπε δεν είναι δυνατό να έχουμε ένα καφενεδάκι μπαράκα μέσα στα Αρχαία. Και γι' αυτό το πήρανε, το ξύλωσαν από εκεί και το βάλανε εδώ. Για δείτε αυτό, αυτό είναι το καφενεδάκι που βρισκόταν ακριβώς μέσα στους στήλους. Μία λοιπόν η δική μου η ροήδα κάποια στιγμή βγαίνει και περπατάει μέσα σ' αυτό το αρχαίο κάλος και πίνει έναν καφέ σ' αυτό το μικρό το καφενεδάκι, το οποίον δεν ήτανε, ήτανε εδώ μέσα. Μετά το βγάλανε εκεί και βέβαια κάποια στιγμή, μετά από δύο-τρία χρόνια, το εξαφάνισαν γιατί είχε ήδη αρχίσει η συνείδηση των Ελλήνων να ανεβαίνει, ότι έχουμε αρχαία τα οποία θα πρέπει να προστατέψουμε και θα πρέπει να περιφρουρήσουμε τον πολιτισμό μας. Να συνεχίσουμε λοιπόν το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας. Και γιατί σας το έβαλα θα σταθώ εδώ για να συνεχίσω κάπως αλλιώς. Είναι η πρώτη φωτογραφία του ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτή είναι η Οδός Πανεπιστημίου και εδώ συνεχίζει κάτω αριστερά το Σύνταγμα, η πλατεία Συντάγματος και ευθεία κάτω είναι η Καραγιόργη Σερβίας που λέμε σήμερα. Εδώ παλιά έγινε το King George και αμέσως μετά το παλιό Μπεριντιέν, το σημερινό, πλάζα το ξενοδοχείο και αμέσως μετά δεξιά η Οδός Ταδίου. Εκείνη την εποχή όμως, γιατί στην οποία να αναφέρομαι εγώ, υπήρχε το ξενοδοχείο, αλλά ήταν αύτιαχτος ακόμα ο δρόμος η Οδός Πανεπιστημίου. Μέσα λοιπόν, ξέχασα να σας πω ότι η Πλακιώτισσα εκείνη την εποχή επειδή μιλάμε για Αθήνα, το κέντρο της Αθήνας ήταν η Πλάκα, η Πλακιώτισσα ήταν η επιτωμή της Ελληνίδας, η επιτωμή της Αθηναίας. Και εκείνο το τραγούδι που λέει είναι κάτι Πλακιώτισσες που λέζε Ροδόσταμο της Πώτισσες, αν θυμάστε ένα παλιό τραγούδι. Αυτά τα λόγια τα έχουν πάρει από κάποιο ημερολόγιο, ημερολόγια των ταξιδευτών, οι οποίοι εκείνη την εποχή όλοι είχαν χαρακτηρίσει τις Πλακιώτισσες ως την επιτωμή της Αθηναίας και την επιτωμή της Ελληνίδας. Ήτανε οι εξαιρετικές νοικοκυρές εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν, μέσα στο μυθιστό ρημά μου, κάνουν την εμφάνιση τους πάρα πολλά πρόσωπα εκείνης της εποχής. Ο Βαρνάβας Καψοκόλης, ο παπάς, είναι όλα με αλλαγμένα ονόματα, παρόλο που τα ονόματα τα έχω πάρει μέσα από τα συμβολεογραφικά αρχεία εκείνης της εποχής. Τα έχω διασταυρώσει τα ονόματα για να προφυλάξω τα προσωπικά δεδομένα ακόμα και εκείνων των παλαιών Αθηναίων. Έχω λοιπόν κάποια πολύ χαρακτηριστικά πρόσωπα για να δώσω το λαογραφικό στίγμα της Αθήνας εκείνης της εποχής. Έχω έναν που λέγεται ευτυχηφλώρο και είναι ορνηθοφονιάς. Γιατί όχι όλες οι οικογένειες και όχι όλες οι νοικοκυρές μπορούσαν να σφάζουν τις κότες τους εκείνη την εποχή. Υπήρχαν λοιπόν κάποιοι γυρολόγοι, οι οποίοι γύρναγαν και έσφαζαν τις κότες και πληρώνονταν σε είδος δηλαδή στα αυγά των θυμάτων τους. Ένας λοιπόν από αυτούς για να δώσω και εκεί το στίγμα το λαογραφικό λέγεται ευτυχηφλώρος, αληθινό το όνομα και περιδιαβένει μέσα στην πλάκα και φωνάζει όρνυθες, όρνυθες, σφάζω όρνυθες και είχε λέει έναν τρόπο δικό του να τις σφάζει όχι με το μαχαίρι, τους έστριβε το λαιμό και εκείνες έφευγαν ευτυχισμένες στον άλλο κόσμο και μαλακές στην κατσαρόλα διότι δεν είχαν υποφέρει το φρικτό σφάξιμο του μαχαιριού των άλλων ορνυθοφωνιάδων. Έχω λοιπόν μαμέ στη μόρφω λαρδοξίστη και βλέπετε ότι υπάρχει ένα όνομα πολύ περίεργο λαρδοξίστη. Κείνη την εποχή όταν γεννιόνταν παιδιά τα οποία δεν είχαν πατέρα ο πατέρας δεν τα αναγνώριζε έπαιρναν το όνομα το επίθετο της περιοχής στην οποία γεννιόνταν. Δηλαδή η μόρφω δεν είχε πατέρα, δεν την αναγνώρισε κανένας. Η μητέρα της τη γέννησε στην περιοχή λαρδοξίστη του Ελεώνα. Πήρε λοιπόν το επίθετο λαρδοξίστη. Ποιος ήταν ο λαρδοξίστης? Ένας προύχοντας της περιοχής ο οποίος είχε ένα τσιφλίκι. Εκείνη την εποχή γεννήθηκε στην περιοχή του η μόρφω και έγινε, πήρε το επίθετο λαρδοξίστη. Έχω επίσης τη Ζινοβία Σπίνου την ιερόδουλη η οποία έχει και μια πολύ μεγάλη και πολύ σημαντική θέση μέσα στο μυθιστό ρημά μου. Για να γράψω για τις ιερόδουλες της Αθήνας εκείνης της εποχής έκανα μια πολύ μεγάλη έρευνα για το καθεστώς των ιερόδουλων. Πολλές, πάρα πολλές ιερόδουλες. Αφενός στο αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου. Αφετέρου με το που άνοιξαν τα σύνορα πλακώσαν οι ιερόδουλες από όλα τα μέρη τα γύρω γύρω από την Ελλάδα. Εγιπτιώτισσες οι ιερόδουλες και από τα Βαλκάνια, Βουλγάρες, Ρουμάνες. Έλα να δεις, το έλα να δεις. Κάποιες που, δεν ξέρω αν αυτό σας θυμίζει τίποτα εκεί τη δεκαετία του 90. Γιατί σας λέω η Αθήνα του 1840 με 1875 είναι η Αθήνα όπως την ξέρουμε σήμερα. Τα τελευταία χρόνια. Τι να σας πω. Αν έχετε καμία ιδέα από το 90 και μετά τι έγινε και με εκείνα τα πακέτα de l'or που πήγαν στον θεσσαλικό κάμπο και ο θεσσαλικός κάμπος έγινε ξαφνικά. Έφυγε το αγροτικό του κάμπου και χτίστηκαν σπίτια και υπήρχαν κάτι αυτοκίνητα απ' έξω. Και όχι μόνο αλλά γίνανε και κάτι κέντρα, κάτι κλάμπ και έρχοντανε οι Βουλγάρες από τη Βουλγαρία. Φέρναν τις Βουλγάρες και λοιπά και λοιπά και λοιπά. Δεν χρειάζεται να σας τα πω. Έτσι σας τα θυμίζω λίγο. Εκείνη την εποχή ακριβώς το ίδιο. Ανοίξανε τα σύνορα, άρχισε να έρχεται ο κόσμος. Η Αθήνα έγινε πλέον πόκετή και πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Πλακώσανε όλες οι καλές κυρίες από τις γύροπεριοχές. Και βέβαια εγώ έπρεπε να βρω το καθεστώς για να το γράψω γιατί έτσι λειτουργώ. Ό,τι διαβάζετε είναι όλο αληθινό, αλλά ήθελα να πάρω συνέντευξη και από μία ιερόδουλη, όχι σημερινή, της παλιάς κοπής ιερόδουλη, για να βρω την περιραίουσα συναισθηματική ατμόσφαιρα του επαγγέλματος. Τι να σας πω. Υπάρχουνε δεδομένα προσωπικά τα οποία η αστυνομία βέβαια δεν δίνει. Εγώ έκανα μια βόλτα στη Συγκρού, αλλά συνάντησα μόνο τραβεστή εκεί και δεν μπόρεσα να βρω μία ιερόδουλη, αλλά οι διασυνδέσεις μου με πήγανε, με πήγανε, με πήγανε σε μια κύρια, η οποία ήταν 80 ετών, όταν της έκανα εγώ, της πήρα αυτή τη συνέχεια. Έβγαλε λοιπόν από την τσάντα της, συναντηθήκαμε στην Αθήνα σε ένα καφενείο να πιούμε έναν καφέ. Ήτανε μία κυρία καθώς πρέπει, δεν φαινόταν το παρελθόν της καθόλου. Έβγαλε μία εικόνα μέσα από την τσάντα της και μου είπε να της ορκισθώ, να βάλω το χέρι μου και να της ορκισθώ, ότι δεν θα βάλω το όνομά της παντού δημοσίως και ούτε θα την πάω στην τηλεόραση. Όλες αυτές φοβούνται ακριβώς αυτόν τον διασυρμό και τις καταλαβαίνω απόλυτα. Δεν χρειαζόταν να ορκισθώ γιατί ο λόγος ο δικός μου είναι συμβόλαιο γενικός. Οπότε μου εμπιστεύτηκε τη ζωή της μία κυρία η οποία μεγάλωσε ένα γιο χωρίς ο γιος να ξέρει ότι αυτή ήταν, έκανε αυτό το επάγγελμα, τον σπούδασε, ο γιος πήρε και ντοκτορά στο εξωτερικό και είναι και ένας από τους... ένα διευθυντικός τέλεχος μιας τράπεζας σήμερα. Αυτή λοιπόν η κυρία μου εμπιστεύτηκε τη ζωή της την ευγνωμονό γιατί από αυτή τη ζωή και τη συναισθηματική περιραίουσα ατμόσφαιρα του επαγγελματός της, έγραψα εγώ μία από τις ωραιότερες ηρωίδες των βιβλίων μου τη Ζινοβία Σπίνου. Εκείνη την εποχή έχω έναν άλλον τυπικό, έναν άλλον τύπο Αθηναϊκό, έναν Σουδανό Μπουρνού. Και γιατί Μπουρνού? Δεν ξέρω αν σαφώς και το ξέρετε, εκείνο που λέμε δεν καταλαβαίνω τι λέει αυτός, γιατί αυτός είναι σαν να μιλάει αλαμπορνέζικα. Αυτή η έκφραση έχει την πηγή της σε πολύ παλιά χρόνια, δηλαδή όταν ήρθε ο Ιμπραήμ στην Ελλάδα και αργότερα ο Κιουταχής το 1827 και τότε σκοτώθηκε και ο Καραϊσκάκης στην μάχη που έγινε στα Φάλληρα. Και αυτοί λοιπόν, το ασκέρι το δικό τους, ήταν από την Αφρική, από τη Σουδανή περισσότερη, από μία φυλή Μπουρνού. Γιατί, προσέξτε, ήταν ψηλή ο Στεώδης, ήταν άτομα τα οποία είχαν πολύ μεγάλη δύναμη, τρώγανε λίγο. Για σκεφτείτε, ήταν πολύ σπουδαίο να τρώσει λίγο εκείνη την εποχή. Και είχαν πάρα πολύ μεγάλη δύναμη. Αυτοί ήταν από τη φυλή Μπουρνού, μιλούσανε μία δική τους γλώσσα. Όταν ήρθανε στην Αθήνα, παρέμειναν στην Αθήνα πολλοί από αυτούς. Έκαναν μία δική τους κοινότητα μέσα στην Αθήνα. Δεν μίλησαν ποτέ την ελληνική γλώσσα. Δεν εντάχτηκαν στο ελληνικό σύνολο. Στο σύνολο τίποτα. Μένανε κάπου που είναι το Λησικράτου στο μνημείο, αν έχετε υπόψη σας, στην Πλάκα, από πίσω. Εκεί που είναι τα αναφιώτικα. Πριν τα αναφιώτικα έκαναν οικογένειες. Δεν εντάχτηκαν στην κοινωνία την ελληνική και μιλούσανε τα Μπουρνέζικα. Όταν λοιπόν οι Έλληνες θέλαναν να πούν ότι δεν καταλαβαίνουν κάποιον πώς μιλάει, λέγανε αυτός μιλάει αλλά Μπουρνέζικα. Η έκφραση αυτή έμεινε μέχρι και σήμερα. Έχω λοιπόν έναν Σουδανό Μπουρνού. Αφενός για να αναφέρω τα άλλα Μπουρνέζικα. Αφεντέρωχη κι αυτός ένα πάρα πολύ αστείο ρόλο μέσα στο βιβλίο μου. Και βέβαια έχω όλο το σύστημα των ταχυδρόμων. Κι εκείνη την εποχή υπήρχαν ταχυδρόμοι κούριερς, οι σημερινοί κούριερς, ήταν ιδιωτικοί ταχυδρόμοι. Είχε το σύστημα κάπως καλυτερεύσει, το είπα στο πρώτο μου βιβλίο, πόσο πρωτόγονο ήταν το σύστημα, το ταχυδρομικό στην Αθήνα. Αλλά αυτή την εποχή για την οποία μιλάμε, ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα, με τους ιδιωτικούς ταχυδρόμους, τους οποίους πλήρωναν. Έχω τις ξεματιάστρες, οι οποίες ξεματιάστρες έκαναν, έφταναν στο σπίτι μετά το γιατρό, όταν ο γιατρός δεν μπορούσε να θεραπεύσει μία αρρώστια, πλάκωναν οι ξεματιάστρες και ξεμάτιαζαν. Και βέβαια οι ξεματιάστρες είχαν το ρόλο του ψυχολόγου εκείνης της εποχής. Ξέραν τα πάντα για τους Αθηναίους και όπως καταλαβαίνετε, από κάποια κείμενα και κάποια κομμάτια, έφτασα να βγάλω και εγώ τη δική μου την ξεματιάστρα, την Ανθιμίτσα Βάκχου. Τα ονόματα όλα αληθινά, παρμένα από εκείνη την εποχή που μιλάμε. Έχω παρημίες, έχω τραγούδια γάμου, φαγητά εποχής, εφημερίδες εκείνης της εποχής, έχω τιμές ζαχαροπλαστείου. Και εδώ, όπως σας είπα πριν, να θυμηθείτε στην ηροδό του ένα σπίτι που σας έδειξα, όταν έγραφα το βιβλίο, οι τρεις νεαροί αυτοί που κάνουν τη βόλτα στην Αθήνα και παραθέτω τα στοιχεία πώς ήταν η Αθήνα εκείνη την εποχή, σταματούν στο ζαχαροπλαστείο του Ζαβορίτη. Ήταν Ερμού, που είναι τώρα Ερμού και Πλατεία Συντάγματος, εκεί. Εκεί λοιπόν κάθονται να φάνε μια πάστα και να πιούνε καφέ. Παραθέτω όλες τις τιμές εκείνης της εποχής. Και ο Ζαβορίτης είχε μόλις κάνει μια ανακέννηση στο παλιό μαγαζί αθηναϊκό και είχε φέρει κάποιες καρέκλες θονέ από το εξωτερικό. Εγώ ακούω το θονέ μου, έρχεται και πολύ ωραία σταφτιά, λέω αυτό θα το βάλω στο βιβλίο μου οπωσδήποτε μέσα. Έλα όμως που έχω έναν πάρα πολύ αυστηρό επιμελητή, ο οποίος αν δεν τα άδεια σταυρώσει από τρεις και τέσσερις πλευρές, αυτά που γράφω δεν με αφήνει να τα γράψω στο βιβλίο και μου τα βγάζει. Έτσι λοιπόν, μου λέει η φιλομήλα, ναι μεν οι θονέ είναι στο ίντερνετ και μπορείς να δεις ήταν ένας ξυλουργός Αυστριακός, τον έλεγαν θονέ, έφτιαξε κάτι καρέκλες όπως είναι οι Βιενέζικες. Μου λέει ναι μεν υπήρχαν, υπήρχε ο θονέ εκεί οι καρέκλες τους, αλλά δεν είμαστε σίγουροι ότι αυτές οι καρέκλες ήταν εκείνη την εποχή, τις είχε ο Ζαβροίτης και δεν μπορούμε να τις βάλουμε, γιατί δεν μπορώ να το διασταυρώσω από καμία άλλη πηγή. Εντάξει λέω τι να κάνω, τώρα και για μια καρέκλα μη σκοτωθούμε κιόλας, καρέκλα είναι αυτή. Και μετά από λίγο καιρό με καλή μέσον της ξαδέλφης μου πάω σε ένα σπίτι για να δω μία λέσχη ανάγνωσης κάποιες αρσακιάδες κυρίες, οι οποίες σε αυτό το σπίτι ήταν στην ηρωδό του. Μπαίνω λοιπόν μέσα και όπως έβλεπα ένα παλιό αρχοντικό, ένα πολύ ωραίο σπίτι, ένα ωραίο διαμέρισμα, βλέπω και σε μια γωνιά κάτι καρεκλίτσες που είχαν και μία κορδέλα για να μην καθίσει κανένας, κάτι ερήπια. Λέω τι ωραίες καρέκλες είναι αυτές, λέω θα είναι παλιές, ρωτώ την Νικοδέσπινα. Και μου λέει αυτές οι καρέκλες είναι θονέ. Και τις πήρε ο προπάπους μου από τον πληστηριασμό που έκανε ο Ζαβορίτης όταν έκλεισε το ζαχαροβλαστείο. Λέω λοιπόν ευχαριστώ ζωή, τίποτε άλλο, σας λέω πώς λειτουργούν τα πράγματα. Και έτσι μπήκανε και η θονέ οι καρέκλες στο δικό μου το βιβλίο και θα τις βρείτε κάπου εκεί μέσα. Έτσι λοιπόν έχουμε τις στιμές, είπα, του ζαχαροπλαστείου. Κοσμηματοπολία εκείνη την εποχή βέβαια και κοσμηματοπολία. Έχουμε και κάποιο ιδιωτικό δενδροκομείο των αδελφών Μποτάρω. Σαφώς και υπήρχανε δενδροκομεία, δεν υπήρχανε ανθοπολία εκείνη την εποχή. Πηγαίνασταν σε αυτό το δενδροκομείο των αδελφών Μποτάρω και από εκεί έπαιρναν κάποια λουλούδια ή έστελναν οι Αθηναίοι ένα μπουκέτο με άμφι. Έχουμε παραστάσεις Καραγκιόζη, Τελάληδες, δεν υπήρχε ραδιόφωνο, δεν υπήρχε τηλεόραση εκείνη την εποχή. Έχουμε τα ατμόπλια που αναφέρω, ήταν τα ατμόπλια της εποχής και κάνανε ακριβώς τα δρομολόγια τα οποία αναφέρω. Και βέβαια έχω δυστυχώς και το λέω δυστυχώς την ιστορία των Κερατιάτικων. Ξέρουμε τι είναι τα Κερατιάτικα. Είναι αυτά που λέμε εμείς θα πληρώσω. Τα Κερατιάτικα, τι ήταν λοιπόν? Αυτό το βρήκα στο πρώτο μου βιβλίο, το αναφέρω. Ήταν επί της εποχής της Τουρκοκρατίας, όταν ένας Αθηναίος έπιανε τη γυναίκα του να τον απατά. Τι της έκανε? Μπορούσε να τη σκοτώσει, την κούρευε συνήθως, γιατί το να τη σκοτώσει, να τελειώσει η ζωή της έτσι στα γρήγορα δεν έλεγε. Τίποτα, την κούρευε, τη διαπόμπευε, την έβαζε πάνω σε ένα γάιδαρο ανάποδα, την περιέφερε σε όλη την Αθήνα, όταν λέμε Αθήνα εόλου, ερμού, αυτή ήταν η περιοχή και Αθηνας και βέβαια ο καθένας Αθηναίος μπορούσε να πάρει μια πέτρα και να την πετάξει πάνω σε αυτή την κυρία. Αυτή ήταν η διαπόμπευση. Αν όμως κάποιος κύριος ήθελε να κρατήσει τη Μιχαλίδα, γιατί την αγαπούσε ή για τους λόγους τους δικούς του, έπρεπε να δηλώσει επισήμως ότι είναι κερατάς. Πήγαινε λοιπόν στον Καδί και του έλεγε, πληρώνε δύο ή τρία πιάστρα της εποχής στο νόμισμα και δήλωνε τα λεγόμενα κερατιάτικα και δήλωνε κερατάς. Και τι γινότανε με αυτό. Έπρεπε να πάρει την κυρία του δημοσίως, να την πάρει στο νόμο, καβάλα, δηλαδή αυτός ο Γάιδαρος, προσέξτε, η συνυρμή, να τη γυρίσει γύρω γύρω στην Αθήνα, αλλά δεν είχε δικαίωμα κανένας Αθηναίος να μιλήσει, να πετάξει πέτρα ή να τον αποκαλέσει κερατά. Τελείωνε εκεί. Αυτό λοιπόν το κακό το έθιμο, γιατί το βρίσκω φρικτό για τη Μιχαλίδα, δυστυχώς, και γι' αυτό το αναφέρω και στο δεύτερο βιβλίο μου, δεν το βρήκα μόνο στο πρώτο, που μιλάμε για μία εποχή 1790, τουρκοκρατή ακόμα μέχρι το 1838, εδώ βρήκα τρεις περιπτώσεις και το 1840. Γι' αυτό το λόγο και το αναφέρω στο βιβλίο μου. Εδώ λοιπόν σε αυτό το βιβλίο, καλύπτω τρία γεγονότα πολύ σημαντικά και τρία γεγονότα 100% γεγονότα διχασμού. Πρώτα απ' όλα, 1843, οι Αθηναίοι συγκεντρώνανται στην πρώτη και μοναδική ειρηνική επανάσταση έξω από το Ατανάκτορ και ζητούνε σύνταγμα. Σύνταγμα, σύνταγμα, σύνταγμα. Όλη η Αθήνα ζητάει σύνταγμα. Ανάθεμα, αν ξέρανε τι σημαίνει σύνταγμα, δεν έχει σημασία, θέλανε σύνταγμα όπερ και γένεται όμως. 1843. Οι Έλληνες αποκτούνε σύνταγμα, συνταγματική μοναρχία και ομώνυμη πλατεία. Από το 1843 η πλατεία συντάγματος. Και είναι βέβαια, σε αυτό που σας είπα πριν, ότι η Ελλάδα όπως την ξέρουμε σήμερα. Και όλο το μυθιστό ρημά μου το διέπει ο διχασμός. Πρώτα απ' όλα, ένας διχασμός με αυτόχθονες και ετερόχθονες, όπως σας είπα. Εκείνη την εποχή υπάρχει και ένας άλλος διχασμός. Πέφτουν ακρίδες στην Αθήνα. Γεμίζει η Αθήνα και τα περίχωρα ακρίδες. Τόσες πολλές που αρχίζουν να καταστρέφουν τις καλλιέργειες. Λέει ο δήμαρχος, επειδή δεν προλαβαίνουμε εμείς να τις μαζέψουμε όλες, θα βγουν οι Αθηναίοι με μπαλιά και θα πληρώσω 20 λεπτά την οκά. Βγήκαν οι Αθηναίοι, μαζέψαν 40.000 οκάδες ακρίδες. Και ο δήμαρχος τους πλήρωσε την οκά. Συγκεντρώθηκαν στην πλαθή Τία Κλαθμόνος που έγινε αργότερα. Αλλά εκείνη την περιοχή. Και ο δήμαρχος τους πλήρωσε 20 λεπτά την οκά. Αλλά λίγο καιρό αργότερα ήρθαν άλλες ακρίδες. Και μαζέψαν οι Αθηναίοι νομίζοντας ότι θα πληρωθούν 6.000 οκάδες. Αλλά αυτά χωρίς αποζημίωση. Γιατί το ταμείο του δημάρχου δεν είχε λεφτά να πληρώσει. Τότε έγινε ένας άλλος διχασμός και ένας άλλος ωραίος πετροπόλεμος στην Αθήνα. Δεύτερο γεγονός που περιλαμβάνει νο στο βιβλίο. Την εκθρόνηση και την έξωση του Όθωνο το 1862. Και τότε έχουμε έναν ακόμα διχασμό γιατί με το που έφυγε ο Όθωνας επεκράτησε αναρχία. Κόμματα φέρανε τους λίσταρχους των ωραίων για μπράβους. Πετροπόλεμοι, θάνατοι, δεν ξέρω πόσες χιλιάδες εκείνη την εποχή Αθηναίοι έχασαν τη ζωή τους. Και βέβαια εκείνη την εποχή μπορείτε πολύ καλά να φανταστείτε πώς θα ήταν εκείνη η εποχή. Οι μισοί Έλληνες έλεγαν καλά κάναμε και διώξαμε τη βασιλεία. Οι άλλοι μισοί έλεγαν μήπως κάναμε λάθος. Γιατί εμείς περιμέναμε κάτι καλύτερο και πέσαμε σε χειρότερα με τέτοια αναρχία. Ήρθανε τότε οι μεγάλες δυνάμεις τρεις. Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία. Και είπανε stop, ή σταματάτε τον πόλεμο μεταξύ σας, ή κόβουμε το παραδάκι με το οποίο σας ζούμε τόσα χρόνια. Και βέβαια σταμάτησε αμέσως όλη η φασαρία και όλη η επανάσταση εκείνα τα χρόνια. Το τρίτο γεγονός, και κρατήστε αυτό το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, έρχεται ο Γουλιέλμος Γεώργιος ο πρίγκιπς της Δανίας. Αργότερα Γεώργιος ο πρώτος βασιλεύς των Ελλήνων και όχι της Ελλάδας όπως ήθελε να λέγεται ο ίδιος. Και βέβαια επειδή έρχεται με την αρωγή των Άγγλων, φέρνει και τα επτάνησα δώρο στην Αθήνα, στην Ελλάδα. Τα επτάνησα, μιλάμε για 1863. Και γιατί σας το έχω δω, γιατί ακριβώς εκείνη την εποχή, οι αντιπρόσωποι των επτανήσων με τον ποιητή... Όχι, όχι, όχι, θα το θυμηθώ. Μη συγχωρείτε πολύ, είναι πάρα πολλές λεπτομέρειες. Θα το θυμηθώ και σας πω. Μένουν στη Μεγάλη Βρετανία στο ξενοδοχείο για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι να υπογραφούν τα συμφωνητικά και να περάσουν τα επτάνησα στην Αθήνα. Και για να δούμε την επόμενη φωτογραφία του ξενοδοχείου, βλέπετε αμέσως αργότερα από εκεί, βλέπετε και τον κήπο των Ιμφών, βλέπετε ένα άλλο κομμάτι της Μεγάλης Βρετανίας. Νομίζω να δούμε και το επόμενο. Μια άλλη άποψη της Αθήνας εκείνη την εποχή έχει ήδη αρχίσει να κτίζεται. Γιατί, προσέξτε, μιλάμε για τις εθνικές γιές. Όταν έφυγαν οι Τούρκοι, άφησαν τις ιδιοκτησίες τους. Στο ελληνικό κράτος, το ελληνικό κράτος τα έκανε κόπεδα και άρχισε να πουλάει όχι μόνο στους αυτόχθονες, αλλά και στους ετερόχθονες που ήρθαν από το εξωτερικό με τα χρήματά τους. Βλέπουμε, λοιπόν, εδώ τη Μεγάλη Βρετανία σε πρωτόγωνη μορφή. Βλέπουμε τα ανάκτορα, την πλατεία συντάγματος και βλέπουμε εδώ το σπίτι, το οποίο περιγράφω μέσα στο βιβλίο μου. Και είναι το σπίτι της οικογένειας, εγώ που αναφέρομαι, της οικογένειας Δούκα, εκεί όπου λαμβάνουνε χώρα όλα τα περίεργα και οι περιπέτειες που θα διαβάσετε μέσα στο βιβλίο μου. Εδώ κάπου πρέπει να είναι το ζαχαροπλαστείο του Ζαβορίτη. Οι ίδιοι έχουν αρχίσει να χτίζονται, όπως βλέπετε, σε διάφορα κτίρια στην οδό Πανεπιστημίου. Ο λικαβητός εντελώς ξερός, διότι γίνονται οικόπεδα. Και εδώ βλέπετε θα αρχίσει να γίνεται το κολωνάκι το σημερινό. Να δούμε και την επόμενη. Και η επόμενη είναι η τελευταία μου φωτογραφία. Είναι μια άλλη άποψη της Αθήνας λίγο αργότερα, γιατί βλέπετε έχει ήδη φτιαχτεί και αναπαλαιωθεί το στάδιο. Όπως βλέπετε σε λίγο θα γίνουνε, όχι μερικά, αρκετά χρόνια αργότερα, οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες της Αθήνας. Αλλά βλέπετε μια άλλη ιδέα. Όλα αυτά βέβαια τώρα μπορείτε να φανταστείτε. Είναι του Ζωγράφου, Ηλίτσια, όλη αυτή εδώ η περιοχή. Αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει τίποτα. Να έχω φως λίγο σας παρακαλώ, ευχαριστώ πολύ. Όπως σας είπα και πριν, ο διχασμός αποτελεί, είναι αυτοτελέσμητο ιστορίμα, όπως και και η επιστροφή. Παίρνω μια οικογένεια από το 1790 και τη συνεχίζω σε αυτά τα 200 χρόνια, αλλά κάθε βιβλίο χρονικά διαφορετικό και είναι η ιστορία των απογόνων της πρώτης οικογένειας. Πρώτη οικογένεια, Λέγγο Βαρβαρέσου, σπουδαία κυρία. Το δεύτερο βιβλίο, Ελισάβετ Δούκα, η απόγονός της, η κόρη της. Το τρίτο βιβλίο που θα έρθει, η Σκαρλάτη Βοιατζόγλου, η κόρη της Ελισάβετ Δούκα. Και είναι αυτοτελέστατα τα βιβλία, μπορείτε να διαβάσετε, να αρχίσετε από που θέλετε, αλλά παρακολουθείτε και χρονικά την ιστορία αυτής της οικογένειας και μέσα από εκεί είναι όλη η ιστορία της Ελλάδας με τα συν και τα πλήν. Σκοπός μου ήταν και είναι, σε αυτή τη σειρά, η καταγραφή του ηθογραφικού, πολιτιακού και κοινωνικού στοιχείου της πόλης και της Ελλάδας γενικότερα μέσα από την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Αθήνας, καθημερινότητα των Αθηναίων, συμπεριφορές, συνοτροπίες, έθιμα, συνήθειες, ιερωμένοι, ιερόδουλες, μαμές, ξεματιάστρες, ορνηθοφωνιάδες, περιηγητές, ποιητές, αστή, πέροκα ματιάριδες, ελαττωματικοί καλοί και χαρισματικοί κακοί. Όλοι μέσα στο διχασμό, χωρέσανε όλοι τελικά. Όπως αντιλαμβάνεστε έχω κάνει μια πάρα πολύ μεγάλη έρευνα και βιβλιογραφία δίνω για αυτούς που θέλουν να εμβαθύνουν λίγο στην εποχή, δίνω στο τέλος του βιβλίου. Τα περισσότερα στοιχεία όμως που με ενδιαφέρανε τα πήρα από συμβολιογραφικά αρχεία, τα πήρα από εφημερίδες της εποχής, γιατί υπήρχαν πάρα πολλές εφημερίδες. Οι Έλληνες διάβαζαν εκείνη την εποχή και μάλιστα διάβαζαν μυθιστορίματα σε συνέχειες μέσα στις εφημερίδες. Και είναι συγκλονιστικό. Προσπάθησα εγώ να ανασυνθέσω με το δικό μου τρόπο την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής, της ιστορίας μας και με επιμέρους ιστορίες που δένουνε με την κεντρική ιστορία και όλα αυτά μέσα από τις ζωές Ελληνίδων, γι' αυτό και οι κόρες της Ελλάδας. Και γι' αυτές τις Ελληνίδες, γι' αυτές τις γυναίκες του διχασμού, για τις πλακιώτισσες, για τις ψυριώτισσες, για τις γυναίκες της βλασαρούς, για τις μεραιοκαματιάρισσες και τις αστές, τις μικροαστές, τις χαρισματικές, τις ελαττωματικές, για όλες αυτές έγραψα αυτή τη σειρά οι κόρες της Ελλάδας. Ο διχαζόμος όμως δεν είναι ένας ύμνος στην Αθήνα, όπως και η επιστροφή δεν είναι μόνο ένας ύμνος στην Αθήνα. Είναι πολλά περισσότερα. Γιατί, όπως λέω κάποια στιγμή στο βιβλίο, υπάρχουν κάτι στιγμές αισχατές στη ζωή μας, που την αλλάζουν εξ ολοκλήρου. Και όχι μόνο τη δική σου τη ζωή, αλλά και όσων βρίσκονται γύρω σου. Και υπέτειος είσαι εσύ και κατόπιν τίποτα δεν μπορεί να είναι το ίδιο ξανά. Επειδή πιστεύουμε, αυτό κατάλαβα τουλάχιστον από όλες αυτές τις έρευνες που έκανα, ο Έλληνας ήταν ο ίδιος του 1790, ο ίδιος του 2019, του 2018. Πιστεύουμε, λοιπόν, πως ό,τι συμβαίνει γύρω μας και στο ευρύτερο τοπίο, στην πολιτική αρένα δηλαδή, δεν πηγάζει από εμάς. Σαν να μας έπεσε από τον ουρανό, σαν η πολιτική μας, και το λέω γιατί εκεί το βλέπουμε, να μην είναι το αποτέλεσμα των δικών μας επιλογών, σαν να μην ανήκουν σε εμάς. Και γιατί ό,τι συμβαίνει στην οικογένειά μας καθρεφτίζεται έξω. Αυτό δηλαδή που βλέπουμε και μας ταλανίζει και μας συγχίζει έξω, ξεκινάει πάντοτε από το εσωτερικό μας, το δικό μας εσωτερικό. Βγαίνει στην οικογένειά μας, από την οικογένειά μας στο κοινωνικό πεδίο και από το κοινωνικό στο πολιτικό. Σκεφτείτε το αυτό. Και πιστεύω ότι αυτό που ζούμε σήμερα είναι η κρίση του ανθρώπου με τον εαυτό του. Την ίδια κρίση περνούσε ο Έλληνας της περίοδου 1840 με 1875 στο διχασμό. Για αυτή την κρίση λοιπόν και με πρόθεση κοινωνικής ακτίνοσκόπησης, έγραψα το διχασμό, αυτό το μυθιστό ρημα πάνω στο διχασμό. Και εδώ μιλάω για εσωτερικό, κοινωνικό, πολιτικό και ερωτικό διχασμό. Έγραψα για τους υπαρξιακούς προβληματισμούς, τα ηθικά δηλήματα και την αιώνια πάλη του καλού με το κακό. Θα τη βρείτε μέσα στο βιβλίο μου. Έγραψα για όλα αυτά πώς διαμορφώνονται γύρω από τις έννοιες της ταυτότητας, της πατρίδας και της οικογένειας. Γι' αυτό η σειρά, οι κόρες της Ελλάδος, γι' αυτό και ο διχασμός. Εσείς οι αναγνώστες, είτε το διαβάσετε αλλά και εσείς που παρακολουθήσατε απόψε αυτήν την παρουσίαση, αυτήν την εκδήλωση, να το πω. Ίσως ξανασυναντήσετε κάποιους από τους ήρωες τους παλιούς. Ίσως τους ξανασυναντήσετε στα καινούρια, στο καινούριο βιβλίο. Και εσείς θα επιλέξετε για ποιους λόγους θα τους συμπαθήσετε ή όχι. Όλα τα μυθιστορυματά μου διέπονται από μια κεντρική ιδέα, από ένα μότο που λέμε. Το μότο γι' αυτό το βιβλίο είναι ο ελληνισμός, το είπα και πριν, διάβασα το κομμάτι. Είναι πολιτισμός και πολιτισμός, είναι ήθος, ήφος, είναι τρόπο ζωής, είναι στάσης ζωής. Και μέσα από τις 380 σελίδες του διχασμού, οι ήρωές μου αντιλαμβάνονται πως το να υπάρχεις είναι αυτό. Μια ξαφνική χαρά, έτσι, για το τίποτα. Πως η πραγματική ζωή δεν βρίσκεται στα γεγονότα, αλλά στο πως τα βιώνουμε τα γεγονότα αυτά. Και πως όπως στη ζωή έτσι και στον έρωτα, γιατί έχω έναν μεγάλο έρωτα και σε αυτό το βιβλίο, όλα αλλάζουν συνεχώς, καθώς περνάει ο χρόνος, κάθε ερωτική ιστορία είναι ένα αναγκαίο να επαναπροσδιορίζεται. Και όχι μόνο οι ερωτικές μας ιστορίες, αλλά ιστορίες οικογενειακές, οι ιστορίες που έχουμε, οι σχέσεις που έχουμε με την οικογένειά μας, με τα παιδιά μας, με τους γονιούς μας, με τους συγγενείς μας, πρέπει να επαναπροσδιορίζονται, μεγαλώνουμε. Δεν είμαι η ίδια, δεν είμαι η ίδια πριν από 25 χρόνια που συνήντησα τον άντρα μου, με τον οποίον βρίσκομαι σήμερα. Άρα πρέπει να επαναπροσδιορίσω τη σχέση, γιατί πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Πρώτα πρώτα εγώ έχω αλλάξει, έχω μεγαλώσει, αλλά σκέψου και εκείνος πόσο έχει αλλάξει. Έχουμε παιδιά, έχουν μεγαλώσει τα παιδιά μας, έχει αλλάξει και η κοινωνία μας γύρω γύρω. Άλλοι φίλοι μας έχουν χαθεί, συγγενείς μας έχουν πεθάνει, δεν υπάρχουν πια. Μπαίνει μέσα στη ζωή μας ο θάνατος και το τι γίνεται μετά το θάνατο. Βλέπουμε δηλαδή τη δική μας θνητότητα μέσα σε αυτά που μας συμβαίνουνε καθημερινά. Άρα η σχέση μας και όλες μας οι σχέσεις πρέπει να επαναπροσδιορίζονται. Αυτή είναι και η ιδέα και η έννοια του βιβλίου μου Ο Διχασμός. Και επίσης καταλαβαίνουν οι ηρωές μου πως είναι αδύνατο να ελέγχουμε τον εαυτό μας κάθε δευτερόλεπτο. Γιατί έρχονται στιγμές στη ζωή που ο φόβος, ο έρωτας, η ανάγκη για επαφή, η τρέλα καμιά φορά, παίρνουν το πάνω χέρι και πάντα η ζωή, το αντιλαμβάνονται και αυτό, ξανά και ξανά μας φέρνει αντιμέτωπους με τα προβλήματα που δεν έχουμε κατορθώσει να λύσουμε. Πως επαναλαμβάνονται, τι να σας πω. Είμαι το ζωντανό παράδειγμα πως τα προβλήματα που κουκούλωσα στη ζωή μου, τύνουν να επαναλαμβάνονται στο δυναικές και να μου χτυπάνε την πόρτα κάθε μέρα και να μου λένε εδώ είμαστε μη μας ξεχνάς και να πρέπει να τα λύσω για να μπορέσω να προχωρήσω και να πάω μπροστά. Το βιβλίο έχει μια πολύ μεγάλη επίγνωση μέσα και από αυτή την επίγνωση θέλω να σας διαβάσω το τελευταίο κομμάτι και να κλείσω την απόψινη βραδιά για την Αθήνα, για τους Αθηναίους της και για όλους εμάς. Όχι μόνο τις κόρες της Ελλάδας αλλά και τους γιους της Ελλάδας γιατί πολλοί με ρωτάνε και μου λένε, κυρία Λαπατά εντάξει οι κόρες, ε μα για αυτούς τους γιους δεν θα γράψετε τίποτα, θα γράψω και για τους γιους, οπωσδήποτε. Για αυτή λοιπόν την επίγνωση είναι και το επόμενο και τελευταίο απόσπασμα. Σκεφτείτε ότι είναι 1875, η ροήδα μου μεγάλη πια, έχοντας ζήσει κάποιες τραγικές καταστάσεις στη ζωή της αλλά πάντα με μία ελπίδα ότι έχει μάθει ότι η ζωή είναι μία μάθηση. Γράφεις το ημερολόγιο της. Είναι δια χειρός Ελισάβετ Δούκα γιατί γράφεις το ημερολόγιο της και δια επίγνώσεως Φιλομίλα Λαπατά το τελευταίο κομμάτι. Ένας δρόμος εν ηλικίωσης ήταν και συνεχίζει να είναι ο δικός μου ορίμανσης, ανάπτυξης και διαρκούς εξέλιξης, συνειδητοποίησης και αυτογνωσίας. Δεν είναι όλα τέλεια στο γάμο μου, υπάρχει άραγε τελειότητα. Ζήσαμε εμπόλεμοι οι δυό μας τρία χρόνια στο ίδιο σπίτι, στην ίδια ζωή, στην ίδια αγάπη. Στερηθήκαμε πολλά και χάσαμε αλλά τόσα. Λόγια, όρκους, βλέμματα, χάδια και όταν τα βρήκαμε ακόμα και τότε δεν μας δόθηκαν με πληθώρα. Τα φτιάχνουμε με κόπο. Πολλά μας χωρίζουν και πολλά μας ενώνουν. Δεν γίνονται θαύματα από τη μια στιγμή στην άλλη. Η ζωή δεν είναι μόνο μια ευθεία γραμμή. Είναι ουτοπία το και ζήσανε αυτοί καλά. Γιατί πότε η πραγματική ζωή είναι έτσι. Αλλά ζω. Αγωνίζομαι καθημερινά για το καλύτερο μέσα στις δυνατότητές μου. Προσπαθώ να μη βλάψω τον εαυτό μου. Φροντίζω για το καλό παράδειγμα και την πνευματική συναισθηματική και ηθική κληρονομιά που θα αφήσω στα παιδιά μου και στα παιδιά των παιδιών μου. Μια πλήρης αποδοχή της ζωής, των εντάσεών της, των δυσκολιών της, των δυσάρεστων εκπληξεών της με συμφιλιώνει με τον εαυτό μου. Και έχω πάντα την αίσθηση του θαύματος ότι είναι απλώς η επίγνωση που δημιουργεί την ομορφία της ζωής. Λέω λοιπόν. Ευτυχής όποιος μπορεί να δει αυτό που δεν φαίνεται. Ευτυχής όποιος μπορεί να ενώσει αυτό που δεν ενώνεται. Ευτυχής όποιος το εμφανές μπορεί να δει το μυστήριο του κόσμου και τους μυστικούς δεσμούς των πραγμάτων. Ευτυχής όποιος μπορεί να ενώσει ότι είναι χωρισμένο. Ευτυχής ο διχασμένος που μπορεί να ξαναγίνει ολόκληρος. Αγαπητοί μου, η διαδικασία της συγγραφής είναι συνήθως μεταμορφωτική διαδικασία. Και για τον συγγραφέα αλλά και για τον αναγνώστη. Αυτή τη στιγμή όμως σας μιλάω από τη θέση του συγγραφέα και σας λέω ότι είναι πραγματικά μεταμορφωτική. Είναι σαν το έξω μου να γυρίζεις στο μέσα, να γίνεται μια στροφή εκεί που δεν είμαι γυναίκα, ελληνίδα, παντρεμένη με Ιταλό που έχω ένα γιο. Είναι κάτι τελείως μαγικό η συγγραφή. Και αυτό μιλάω για τους επίδοξους συγγραφείς που κάποια φορά μπορεί και εσείς να θελήσετε να βάλετε την ιστορία της οικογένειά σας με λέξεις πάνω σε χαρτί. Και είναι μεταμορφωτική διαδικασία γιατί θα σας γυρίσει πίσω στο παρελθόν. Θα σας φέρει αντιμέτωπους με ιστορίες της οικογένειάς σας που δεν φαντάζεστε πώς θα αρχίσουν να ξεπετιούνται από τα βάθη των δεκαετιών που έχουν φύγει. Εγώ στα μυθιστορήματά μου δεν προσπαθώ να εξηγήσω τον κόσμο. Εγώ παραθέτω μόνο τα καθέκαστα της ζωής. Τον έρωτα, την μοναξιά, το θάνατο, τη χαρά, την απώλεια. Εσείς οι ίδιοι και ο καθένας χωριστά θα δώσει την ερμηνεία που τον βολεύει και την ερμηνεία που θέλει. Αυτό κάνουνε τα βιβλία σε τελική ανάλυση. Μας κάνουνε να βλέπουμε τη δική μας ζωή πάνω στους ήρωές μας και να λέμε εγώ τι θα έκανα στην προκειμένη περίπτωση. Ή μου έχει συμβεί αυτό στη δική μου ζωή κάποια στιγμή. Ναι, μου έχει συμβεί τότε και τι έκανα, πως το αντιμετώπισα και έτσι λιθαράκι, λιθαράκι. Αναγενιόμαστε. Αυτό κάνουν τα βιβλία εκτός το ότι μας διασκεδάζουν, εκτός το ότι μας μαθαίνουνε πράγματα τα οποία δεν ξέρουμε ή δεν θυμόμαστε. Μας επαναπροσδιορίζουνε τα βιβλία. Οι λέξεις που επέλεξα να χρησιμοποιήσω, ειδικά στο διχασμό, δεν είναι τυχαίες. Ξεστομίζονται και έρχονται όλες με βιογραφικά. Έχουν δηλαδή αποτυπώματα σχέσεων και αισθημάτων δικών μου. Αισθημάτων ανθρώπων που μου ανοίξανε τα αρχεία τους και μου δώσανε τις ιστορίες των οικογενειών τους. Δεν ήταν εύκολο να γράψω αυτό το βιβλίο. Και από την επιστροφή, το προηγούμενο βιβλίο της σειράς, αυτό ήταν το πιο δύσκολο. Αφενός γιατί μιλάει για διχασμό. Και εκεί άγγιζε τους δικούς μου τους διχασμούς, τους προσωπικούς. Και όπως σας είπα και πριν, το να βλέπεις το πρόβλημά σου απέναντι κάτι κάνει. Είναι δύσκολο. Είναι πολύ δύσκολο. Και βέβαια δεν ήταν εύκολο να διηγηθώ αυτή την ιστορία. Σε όποιον δεν γνωρίζει καταρχήν την Αθήνα. Σε όποιον δεν γνωρίζει το παρελθόν της, τα τερτύπια της και έχει πολλά. Και δεν ήταν εύκολα να τη διηγηθώ σε όποιον δεν έχει συμπονέσει, όχι μόνον αυτή την πόλη, όποιος δεν έχει συμπονέσει την Ελλάδα γενικότερα για τα λάθη της και δεν έχει χάρη και δεν έχει νιώσει περήφανος με τους θριάμβους της. Για την Ελλάδα σας μιλάω. Για την Ελλάδα μιλάει ο διχασμός, τη μάγισσα, τη γη μου, τη γη των προγόνων μου. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που είσαστε απόψε μαζί μου. Σε αυτό το ταξίδι, πίσω στις ρίζες μας, χρειάζεται να το κάνουμε, όχι μόνο στις ρίζες τις ελληνικές μας, αλλά και στις ρίζες της οικογένειάς μας. Χρειάζεται αυτό το ταξίδι να το κάνουμε που και πού. Ελπίζω να μην πήρα το χρόνο σας. Ναι, λίγο περισσότερο από την άλλη φορά, αλλά το ζητούσε ο διχασμός. Εάν έχετε βιβλία να σας υπογράψω, θέλω να σας ανακοινώσω ότι στην επόμενη και τελευταία συνάντηση, θα ξεφύγουμε από την Ελλάδα, θα πάμε σε έναν κόσμο τελείως, μα τελείως διαφορετικό που δεν μπορείτε να το φανταστείτε. Θα μιλήσουμε για τους Έλληνες της Διασποράς μέσα από τρία βιβλία. Τις κόρες του νερού, για Βραήλα, Γαλάτσι, Κωνσταντινούπολη, Βιέννη, Αμβέρσα, Βελγίου. Είναι η οικογένειά μου η προσωπική, από το δικό μου το αρχείο το προσωπικό. Θα μιλήσουμε για Σαρδινία και Σικελία με τη Λάκρη Μακρίστη, το δάκρυ του Χριστού. Που ούτε μπορείτε να φανταστείτε το πλούτο της ιστορίας μας. Και το τρίτο, στο όνομα της Μητρώς, είναι η ζωή των Ελλήνων στην Άπολη από το 1800 π.Χ., αλλά θα μιλήσουμε από το 1500 και μετά. Μέσα από αυτά τα τρία μυθιστορήματα, καινούργια ιδέες, καινούργιες λεπτομέρειες, ζωής και πάντα για τους Έλληνες της Ελλάδας και του εξωτερικού. Επίσης, στις 24 ημέρα Σάββατο, είναι πριν 24 Απριλίου λέμε, του Λαζάρου, θα κάνουμε τον περίπατο του διχασμού σε μερικά μέρη τα οποία αναφέρω μέσα στο βιβλίο, στην Πλάκα, στο κέντρο της Αθήνας, θα επισκεφτούμε το Μουσείο του Τζισταράκη, το τζαμί, θα επισκεφτούμε το Μουσείο της οικογένειας Βενιζέλων και το χαμάμ του Εμπίτ Εφέντη στην Πλάκα, γιατί και αυτό τον αναφέρω στο βιβλίο και εκεί έχω και τις προσωπικές μου εμπειρίες, διότι η κοριτσάκι 7 και 8 ετών με έπαιρνε η γιαγιά μου που ερχόταν στη Θεσσαλονίκη από τη μεριά της μαμάς μου και με πήγαινε, εκείνη να καθαρίσει την ψυχή της και το σώμα της στο χαμάμ, μιλάμε 1960 το χαμάμ λειτουργούσε κανονικά, το ίδιο χαμάμ που θα πάμε να δούμε ως Μουσείο στον περίπατο. Σε αυτό λοιπόν πήγαινα κοριτσάκι και έχω τις δικές μου τις εμπειρίες και μπορώ να σας πω πολλά. Θα χαρώ πάρα πολύ να σας δω, αν έχουμε μεγάλη συμμετοχή θα το κόψουμε σε δύο κομμάτια, το περίπατο. Εάν σας ενδιαφέρουν οι Έλληνες στο εξωτερικό, οι Έλληνες θα σας περιμένω την επόμενη Δευτέρα για να κλείσουμε αυτές τις τρεις συναντήσεις μας. Ευχαριστώ το Δήμο Αλήμου και το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο επειδή υπάρχουν αυτά ακόμα η Ελλάδα, αυτές οι πρωτοβουλίες, ακόμα η Ελλάδα στέκεται στα πόδια σας. Ευχαριστώ πολύ και την κυρία σκλάβου για την οργάνωση και για όλα. |