: Καλημέρα και από εμένα. Να πω ότι είναι μεγάλη χαρά να προεδρεύω μαζί με την μεγαλύτερη Τσένι Βελένη σε αυτή την επόμενη συνεδρία, σε χαρά και τιμή. Να συγχαρώ και εγώ με τη ζηρά μου τους οργανωτέες, την παλιότερη και την ενδιεύθυνση του Μουσείου και όλη την ομάδα και την οργανωτική και την επιστημονική επιτροφή και για την έκθεση αυτή, αλλά και για όλες τις παράλληλες εκδηλώσεις και δραστηριότητες και μια πολύ σημαντική βέβαια είναι αυτό το συνέδριο. Όμως να μην τρώμε το χρόνο, να ξεκινήσουμε με την πρώτη ανακοίνωση, αλλά πριν το πω αυτό θα ήθελα να παρακαλέσω όλους τους ομιλητές να κρατήσουν τον χρόνο ή έχουν μια αγκή κατηστέρηση για να μην τραβήξει πάρα πολύ η πρώτη συνεδρία σου και να καλέσουν στο βήμα τον Καρυτή Νίκο Επιστρατίου, ο οποίος θα μιλήσει με θέμα πολεμώντας σαν εμμόμυλους, αντιμετωπίζοντας τα νεοεκτικά ειδόλια. Παρακαλώ κύριε Στρατίδη. Γεια σας, καλημέρα σε όλους. Να πω και εγώ με τη σειρά μου πόσο ενδιαφέρον θα παρουσιάσει η συνάντηση αυτή για πάρα πολλούς λόγους. Ξεκινώντας και από τον τίτλο της δικιάς μου ανακοίνωσης, ο οποίος προέκυψε ενθερμό, ακριβώς εκφράζοντας όλο το φάσμα, το συναισθημάσμα που κανείς νιώθει μέσα στα ειδόλια από απόγνωση σε σχέση με την αιμονία τους μέχρι το θαυμασμό για την αντίληψη των προστορικών και για τα προστορικά ειδόλια, βέβαια, αυτών των αντιτυμένων. Το πολεμώντας ενεμόδιους είναι η μετάφραση θερινικά, δεν ξέρω πώς το δοκίμει, είναι το Tilting at Windmills, ο ανοικός τίτλος του Don Quixote, του Θερβάντες. Ποια σχέση έχει ο τίτλος με τα ειδόλια, ελπίζω να γίνει σαφές στην πορεία. Υπάρχουν κατηγορίες αρχαιολογικού υλικού που συνησθούν διαχρονικά ένα δύσκολο, αλλά και ταυτόχρονα ενδιαφέρον σύνολο αντικειμένων του παρελθόντος. Κάθε είδους προέλευσης, επιφανειακό, ανασκαθικό, διαταραγμένο ή ασθοματογράφικο. Προσφέρεται για μια εντυπωσιακά πλουραλιστική αντιμετώπιση. Είναι άλλο στο γνωστό ότι οι προϋστορίες ως πλαίσιο πολιτισμικής προέλευσης και αναφοράς και ανεξάρκετα από τα κριτήρια και τις περιορισμούς που κάθε φορά την οριοθετούν χρονικά, πολιτισμικά ή αρχαιολογικά, πριν οδοτεί δραματικά, θα έλεγα, τον ερμηνευτικό πλουραλισμό συγκεκριμένων κατηγοριών αρχαιολογικού υλικού, οι οποίες αποκτούν νόημα από τη στιγμή που εντάσσονται με ουσιαστικό τρόπο σε πλαίσια κοινωνικής, οικονομικής, ιδεολογικής ή άλλης ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τέτοιου είδους απαιτητικές αναζητήσεις, αφού ουσιαστικά αναφερόμαστε στις απόπειρες ένταξης υλικών αδικημένων ευρυμάτων σε συγκεκριμένα κοινωνικά φαινόμενα του παρελθόντος, ενώ εκπληρώνονται και ολογημένα από τη μεριά των αρχαιολόγων ως γνήσιες ερμηνευτικές αγωνίες για τη γνώση του παρελθόντος, καταλήγουν συχνά σε ιχειρά αδιέξοδα. Συχνά η ολοκλήρωση τέτοιων ερμηνευτικών προσπαθειών λόγω ακριβώς των ιδιαίτεροτήτων τους, όπως θα δούμε πιο κάτω, είτε μετατύχεται στις καλένδες, όλοι θα έχουν ακούσει σε ισαγωγικά κάποιον νέο αρχαιολογικό δεδομένο που θα αποκαλύπτουν στο μέλλον τα κοινωνικά φαινόμενα τα οποία προσπαθούμε να καταλάβουμε και στα οποία εντάσσονται και δημιουργούν συγκεκριμένες κατηγορίες υλικών. Επίσης, μια νέα θεωρητική προσέγγιση η οποία θα έρθει να μας πείσει ότι μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να διαβάσει κανείς το παρελθόν ή ακόμα πιο απεσιόδοξα, αν θέλετε μια απεσιόδοξη εκδοχή, να βεβαιώσει, όπως συμβαίνει για πολλούς, ότι είναι μάταιο να προσπαθούμε να μάθουμε τελικά πώς ήταν αυτό το παρελθόν. Έχει, νομίζω, ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι πέρα από τους ερευνητικούς δρόμους που η κάθε θεωρία χαράζει, αυτή η διαδικασία αφήνει πάντα χώρο ή θα έλεγα ακόμα ότι πρημοδοτεί προσωπικές εκτιμήσεις και επιλογές, συχνά ενδιαφέροντες και προτυγικές που φιλοδοξούν να εξειδικεύσουν ουσιαστικά ζητήματα οργάνωσης των κοινωνιών από το παρελθόντος. Χωρίς να θεωρώ αυτό το τελευταίο μερτό, θεωρώ απαραίτητες συνθήκες ότι τέτοιες προσωπικές ερμίες θα αποδέχονταν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και δεν θα είναι το αποτέλεσμα κάποιου είδους επιστημολογικού ή κριτικού σχετικισμού. Ο comment πρώτος στέλνει την γνώση να είναι σχετική, επειδή ορίζεται πάντα χρονικά και πολιτισμικά και ο δεύτερος ως αποτέλεσμα του πρώτου να θεωρεί ότι όλες οι μορφές γνώσης ότι έχουν ή δεν έχουν την ίδια αξία. Γεγονός που θα κατέληγε να περιγράφει τελικά μια απόλυτα υποκοιμενική και ενδεχόμενα αυθαίρετη προσέγγιση της πραγματικότητας η πρώτη επαφή με τον Θαγκιχώτη. Θα θέλα ακόμα να διακρινίσω και ακόμα μέχρι τώρα στην παρουσιασία μου δεν αναφέρουμε σε μια συγκεκριμένη κατηγορία αρχαιολογικών δεδομένων, στην περίπτωση μας τα ιδόλια, αλλά σε ένα μεγάλο αριθμό αρχαιολογικών κατηγοριών και πλήτους αντικειμένων που εντάσσονται ή οφείλουν να εντάσσονται κατά τη νόμου σε κοινωνικά φαινόμενα του παρεθόντος. Και επειδή θα χρησιμοποιώ συχνά την έννοια του κοινωνικού φαινόμενου θα το περιέγραφα πολύ σύντομα και για χάριν της σύντομης αυτής εισήγησης ως τη βασική μονάδα φραγματικότητας κάθε εποχής. Πρόκειται καμιά αναφορά στις σχέσεις, διαδικασίες και συμπεριφορές μελών κοινωνικών ομάδων που αν και εξατώνται από τις επιθυμίες τους, τις προσωτικές τους επιθυμίες, τις επιλογές και τη συνείδησή τους ως άτομα είναι ακριβώς το γεγονός ότι είναι μέλη κοινωνικών ομάδων αυτό που καθορίζει και τη συμπεριφορά τους. Είναι ίσως επίσης ενδιαφέρον σε η διαπίστοση ότι όσο και αν ένας τέτοιος ορισμός είχε ως σχεδόν αυτονόητος, η σημασία του πολύ συχνά υποβαθμίζεται στα πλαίσια ερμηνευτικών προσεγγίσεων που διαπιπώνονται. Τα παραδείγματα που ακολουθούν ίσως είναι χαρακτηριστικά για όσα αναφέρω. Έτσι τα αρχαιολογικά κατάληπα που μας έρχονται από το παρελθόν ωραία και σχετίζονται είτε λογικά ή με την κεραμική παραγωγή μιας ομάδας, την τεχνολογική της παράδοσης και την οικονομία της ή τις σταδικές πρακτικές της, για να σας αρχιολογήσω κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές κατηγορίες του αρχαιολογικού αρχαίου, πιστεύω ότι δεν μπορούν να ερμηνεθούν παρά μόνο στα πλαίσια της κοινωνικής πραγματικότητας η οποία συνδύεται από κοινωνικά φαινόμενα, δηλαδή κοινωνικές σχέσεις, που αν και βρίσκονται υποδιαρκή διαμόρφωση καθορίζουν αυτή την πραγματικότητα. Για να χρησιμοποιήσω ενδεικτικά το είδος των αρχαιολογικών δεδομένων που επικαλέστηκα πιο πάνω, η ερμηνεία της οργάνωσης του χώρου ενός προστορικού οικισμού μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο ως αποτέλεσμα κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας που την απαρτίζουν και στα πλαίσια των κοινωνικών φαινομένων που αναδίονται, επιμένουν, χάνονται ή ξαναφανίζονται κάθε εποχή δυναμικά. Αυτό σημαίνει ότι εάν η αρχαιολογική ερμηνεία θέλησε να πάει πέρα από τα φορμαλιστικά χαρακτηριστικά των δεδομένων στα πλαίσια της τρέχουσας αρχαιολογικής πρακτικής που αποτελούν μέρος της ανάλυσης, όπως λόγω χάρη περιγραφή των οικημάτων και να επισέχεται σε οποιαδήποτε μορφή σύνθεσης που δεν θα καταφέρει στην ερμηνευτική αναγωγή τους μέσω της ατονόμησής τους σε ενότητες νοηματοδοτημένων κατηγοριών όπως αρχιτεκτονική, οικονομική παράδοση κλπ τότε θα πρέπει η ερμηνεία αυτή να ζητήσει τη δυναμική των κοινωνικών φαινόμενων της εποχής μέσα στα οποία αυτά λειτουργούν. Με παρόμοιο τρόπο οφείλει πιστεύω κανείς να δει τα κερανικά προϊόντα των οποίων διφόρμα ο τρόπος και η επιλογή των υλικών κατασκευήσεων ή της διακόπνησής τους όπως επίσης και οι τοπικές και χρονολογικές διαφοροποιήσεις τους από το περιεχόμενο αποκλειστικά μέσα από δυναμικά κοινωνικά φαινόμενα στα οποία εντάσσονται και όχι σε ιδιότητες που στην πορεία του χρόνου αρχαιολογικά έχουν νοηματοδοτηθεί λιγότερο ή περισσότερο σωστά ή λαμθασμένα. Εδώ ο κίνδυνος αυτονόμησης συγκεκριμένων αρχαιολογικών κατηγοριών εν πολλής αποτέλεσμα περιοριστικών, φορμαλιστικών κατηγοριών περιγραφικής ανάγκης και ερμηνείας που έχουν συσσορευτεί στο πέρασμα του χρόνου, διότι αυτό είναι το οποίο θέλουμε να εστιάσουμε, που όμως δεν πρέπει να μας διαθέτει το γεγονός ότι λειτουργούν στα πλαίσια δυναμικών κοινωνικών φαινομένων της προσδορικής πραγματικότητας είναι υπακτός και έχει τελικά βαρύ κόστος στην κατανόηση του παρεθώνου. Ακόμα θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί ίσως σε πιο χαρακτηριστικές κατηγορίες αρχαιολογικού υλικού όπως αυτές των αρχαιοζωολογικών και αρχαιογοταλικών καταλήπων, που στο επίπεδο της αρχαιολογικής σύνθεσης σχεδόν μηχανιστικά μετατρέκονται από απλά και ενδεικτικά παραγωγικά δεδομένα σε οικονομικά μεγέθη, στα οποία όλοι εγνωρίζουν ότι εμπλέκονται πολλά περισσότερα κοινωνικά φαινόμενα, εάν θέλεις κανείς να τα ερμηνεύσει ολοκληρωμένα. Πρόκειται πιστεύω για μια ερμηνευκή υπέρβαση που σχεδόν μηχανιστικά αλλά ταυτόχρονα και επίμονα στερεί από μεγάλες κατηγορίες αρχαιολογικού υλικού τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά και συμφραζόμενα, το φυσικό χώρο λειτουργίας τους στα πλαίσια μιας κοινωνικής ομάδας. Και ταυτόχρονα στερεί από τους αρχαιολόγους την ευκαιρία να ασχοληθούν με αυτό που οι ιστορικοί ονομάσουν κοινωνική ιστορία, που βρίσκεται κάθε εποχή υπό κατασκευή και αναφέρεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες όπως αυτές εκδηλώνονται σε συγκεκριμένα πλαίσια ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά και οι οποίες κατηγορηοποιούνται άλλοτε ως καθημερινές πράκτητες και άλλοτε απλά ως καθημερινή ζωή. Το τελευταίο εισαγωγικό μου σχόλιο αφορά τον αρχικό συλλογισμό μου για όλα αυτά τα ελκυστικά, σε εισαγωγικά, τροτά της προϊστορίας. Αναρωτιέμαι συχνά σε ποιο βαθμό αυτά υπάρχουν ή δεν υπάρχουν, αναγνωρίζονται ή όχι, ως ζητήματα προβληματισμών και σε ιστορικές περιόδους. Όπου υποτίθεται ότι η ιστορική πληροφορία κάθε είδους ισχωρεί καταλυτικά αποκαλύπτοντας ή απλά σχολιάζοντας με ουσιαστικό και απελευθερωτικό τρόπο της παραπάνω σημαντικές παραμέτρους κατανόησης του παρευτόν προσωπικού. Το θέμα αυτό βέβαια ξεφεύγει από τα πλαίσια της ιστορικής μου εισηγήσης για την προϊστορία, αλλά σε κάθε περίπτωση πιστεύω ότι θα απασχολήσει την θεματολογία της συνάντησης. Μπορεί να σας κούρασα με τις εισαγωγικές μου αυτές σκέψεις, αλλά τις θεώρησης απαραίτητες πριν αναφερθώ στην κατηγορία του αρχαιολογικού υλικού που κατά τη γνώμη μου θα μπορούσε να εκφράζει με τον πιο ουσιαστικό τρόπο τους παραπάνω προβληματισμούς. Και που είναι φυσικά τα προϊστορικά και πιο συγκεκριμένα τα νεοειδικά ιδόλια κάθε μορφής, ανθρωπόμορφα και ζωώμορφα. Πρόκειται για ένα πλούσιο αρχαιολογικό υλικό που παραμένει τα τελευταία πολλά χρόνια ανασκαθικά ορφανό και ερμηνευτικά ανοιχτό σε κάθε είδους απόπειρα. Η όποια αναδρομή σε αυτή την ερμηνευτική περιπέτεια των ιδολίων είναι πλούσια, σε επικοιλία, επιμονή και τορμηρότητα αλλά και σχεδόν ενδεικτική της κυρίαρχης κάθε φορά αντίληψης, όχι απαραίτητα μόνο αρχαιολογικής και των ιδεολογικών ρευμάτων πρόσληψης της κοινωνικής πραγματικότητας. Αν ήθελε κανείς να σχολιάζει την εμπετηρία των προσοχής των αυτών για την ιδολοκλασική θα έλεγε ότι πάντα εμπεριέχουν ένα έντονο προσωπικό στοιχείο, η δεύτερη επαφή μας με τον Καγκιχώτη, στις προτεραιότητες, στην έμφαση ή στο κύνητρο της επιλογής των αρρυμνευτικών μοτίβων που κάθε φορά εμπλέκονται. Θυμάμαι πριν χρόνια, όταν αστευόμενος βρώτησα κάποια συνάδελφα που γνώριζε προσωπικά την Μαρία Κιμπούτας, τι ήταν αυτό που την έκανε να μιλάει με τόση ένταση και βεβαιότητα για τη μητέρα θεά της γονιμότητας ως ερμηνευτικό πρότυπο για τα βαλκανικά και όχι μόνο προ ιστορικά θηλικά ιδόλια. Η απάντησή της ήταν ότι ήταν η λιθουανή γιαγιά της που μέσα από τα παραμύθια και τις ιστορίες της την επηρέασε στις μυθολογικές αναζητήσεις της. Όσο υπερβολική και ακούγεται μια τέτοια δήλωση δείχνει κάτι κυρίαρχο που διαφαίνεται σχεδόν παντού πόσο επηρεασμένες από προσωπικές εκτιμήσεις και νόημα τοδοτήσεις ήταν και παραμένουν, όπως θα δούμε πιο κάτω, οι ερμηνευτικές αθετηρίες και συγγένειες αυτής της κατηγορίας υλικού. Αυτό που θα θέλαμε να εξημάνουμε εδώ είναι δύο πράγματα. Από τη μία το μη δεσμευτικό σχεδόν ελεύθερο από οποιαδήποτε άποψη αρχαιολογική ή ανασκαθική πρωτόκολλο και χαρακτήρα του ερμηνευτικού χώρου που μπορεί κανείς να κυνηθεί ένας ερευνητής που μελετά τα ιδόλια. Και από την άλλη η διαπίστωση ότι επειδή ακριβώς πρόκειται για αντικείμενα που κινούνται σε ένα ιδεολογικό επίπεδο οργάνωσης και έκφρασης της προϊστορικής κοινωνίας, επηρεάζονται ίσως πολύ πιο άμεσα από κάθε άλλη περίπτωση στο επίπεδο της πρόσληψης και ερμηνείας τους αποτρέχουσες κάθε φορά αντιλήψεις. Αντιλήψεις που κατά κανόνα επιφυλάσσουν χωρίς να το κρύβουν για την εποχή τους την σχεδόν απόλυτη ορθότητα των ερμηνευτικών εργαλείων τους. Επικρίνοντας ακραία και συχνά ακραυγαλέα με ακραυγαλέο επιδεικτικό τρόπο ενοχλητικά συχνά. Παλαιότερες προσεκτήσεις χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ταυτόχρονα ότι η κριτική που ασκείται για επίμονα ερμηνευτικά στερεότυπα και προκαταλήψεις του παρελθόντος δεν είναι σωστή και δεν πρέπει να γίνεται. Πολλές φορές βέβαια ρωτιέμαι αν μια τέτοια αντιμετώπιση του παλαιού από τον νέο δεν είναι ο κανόνας. Αφού σε τελευταία ανάλυση στην ιστορία των ιδεών το καινούργιο επιφυλάσσει για τον εαυτό του την απόλυτη ορθότητα, ερχόμενο με ορμήχια σχεδόν βία να ακυρώσει οτιδήποτε προϋπήρχε. Αλλά ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση θα είχε ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς τι τελικά θα μπορούσε να ακυρωθεί και τι όχι από μια πούρα καθαρή αρχαιολογική προσέγγιση εμνίας των προστορικών ειδωλίων, αν δεν μια τέτοια καθαρότητα μπορεί να υπάρξει. Ή τι σημαίνει δηλαδή και αν είναι τα όρια μιας προτυνόμενης επανεξέτασης των αρχαιολογικών δεδομένων υπό το πρίσμα της ή μιας νέας θεωρικής προσέγγισης. Γιατί πιστεύω ότι δεν πρέπει να μας διαφέρει η δέσμεψη ότι και τα όρια που μας επιβάλλουν καλώς ή κακώς τα εργαλεία της επιστήμης μας και του ερευνητικού μας κλάδου είναι εκεί και είναι υπαρτά. Όπως άλλωστε έχει σωστά επιστημαθή και συγχωρώ, η ερευνηνευτική ποικιλία στην αρχαιολογία γενικότερα έχει δύο όψεις. Μπορεί να είναι επικοδομητική και απελευθερωτική αλλά και ταυτόχρονα να οδηγεί σε αποσπασματικότητα, δυσκολία επικοινωνίας και κυρίως σε απουσία επιστημονικού ιρμού. Στην περίπτωση των Ινδολίων να επιλέξουμε να αποστασιωχοποιηθούμε από τη δέσμεψη του αρχαιολογικού ανασκαθικού πλαισίου τότε τόσο η διαδικασία της ερευνίας των Ινδολίων όσο και η αφήχηση που θα τη συνοδεύει θα έχουν αποκτήσει ίσως άλλο νόημα. Εξαιρετικά ενδιαφέρον ομολογό, προκλητικό επίσης προκλητικό αλλά και ταυτόχρονα έθθραστο. Θα θέλω στη συνέχεια της σύγκρισης μου να συμπληθώ ανάμεσα στους δύο ρεμινευτικούς πόλους της ιδεολογκραστικής που μόλις προανέφερα και τα σημερινά χαρακτηριστικά τους. Πρώτο, τη δέσμεψη του αρχαιολογικού πλαισίου, της αρχαιολογίας δηλαδή από τη μια και την ελευθερία της ερεμινευτικής αφήχησης από την άλλη. Ανατρέχοντας για τις ανάγκες της παρουσίασης το έργο αναφοράς του Γιώργου Κουμουζιάδη για τα ανθρωπόμορφα νεοδυτικά ειδόλια της Θεσσαλίας, διαπίστωσα ότι στην εργασία αυτή εξαντλούνται σε εντυπωσιακό βαθμό τα όρια της αρχαιολογικής ανασκεπτικής παρατήρησης του υλικού αυτού, τα οποία ενσωματώνονται με ευκρινία στο επίπεδο της ανάλυσης όπως η κατασκευή, η φόρμα, η τυπολογία, η χρήση αλλά και η ερμηνεία. Ο Κουμουζιάδης αναγκύνει με ασαφήνια και συζητά σε μάκρως τα γνωστά προβλήματα προέλευσης, διατήρησης, τυπολογίας, τη λεγόμενη ιδιοντολογία των χρονολογήσεων με βάση της στήλγωση, το χρώμα, το ψήσιμο και τα λοιπά, αλλά και το ενδεχόμενο πολλαπλό χρήσεων. Αλλά και ταυτόχρονα κάνει και ουσιαστικές αναφορές στις παλαιότερες απόπειρες όπως αυτή του Τσούντα και του Βουέισκε Τόντσον, αλλά και του Θεοχάρη ή του Βουζερβός που περιγράφουν το υλικό αυτό το οποίο ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα αποτελούσε αντικείμενο προβληματισμό. Ιδιαίτερη μνία και ευκαιολογημένα γίνεται στην ολοκληρωμένη μελέτη του Πιταράκο αλλά και άλλων σύγχρονων ερευνητών που από τη δεκαετία του 60' και στη συνέχεια επίσης ασχολήθηκαν με τα ιδόλια. Για να ακολουθήσουν στις δεκαετίες του 80' και 90' μελέτες ερμηνείας όπως της Μαραγγού, Ορφανίδη, τα άλλα λέει Κοκκινίδου, Νικολαίδου και πιο πρόσφατα Μηνά και Νανόγλου. Για να ξαναγυρίσω όμως στον Κουρμουζιάδη, διακυθώνει κανείς ότι το επίπεδο της ερμηνείας παραμένει φιδωλός. Μέχρι να κρύει τις ιδεολογικές καταβολές του στην αντιμετώπιση των ιδεολίων εμένει στην δήλωση ότι, και μεταφέρω, η βασική μας, η βασική του προσπάθεια θα είναι να μην απομονώσουμε τα ιδόλια από το φυσικό τους χώρο, το νεοελυτικό οικισμό και τα βασικά χαρακτηριστικά. Χωρίς να καταλήγει τελικά σε οποιοδήποτε συμπέρασμα, εκτός από τη γενική εκτίμηση ότι πρόκειται, μεταφέρω, για μια προσπάθεια επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων του νεοελυτικού οικισμού. Τα τελευταία χρόνια το πολυπηθέσιδικο των ιδεολίων αντιμετωπίζεται ή τουλάχιστον η έρευνα διατείνεται ό,τι το κάνει μέσα από έντονο ερευνηυτικό πλουραλισμό. Κύριο χαρακτητικό του οποίου είναι από τη μία μπεριά η αποποίηση τόσο οποιασδήποτε μάγικο θρησκευτικής λειτουργίας τους όσο και περιγραφής τους ως προϊόν των τέχνης. Αντίθετα, επιχειρείται η ανσωμάτωση τους στην κατηγορία των υλικών επικοιμένων παληθόντων με έντονο συμβολικό περιεχόμενο ένα συμβολισμό κάθε είδους φύλου, δυνάμεις, ελέγχου, εξουσίας. Που βέβαια αποβλέπει φιλόδοξα για άλλη μια φορά στην αποκρυπτογράφηση της κοινωνικής οργάνωσης των προϊστορικών κοινωνιών κάτι που όμως παραμένει το ζηλευτό ζητούμενο. Ερμηνευτικές αθετηρίες όπως μητριαρχία, ανδροκεντρισμός, γυναικοκεντρισμός αλλά κυρίως η ενιολογική τους κατάχρηση ως εργαλεία έδωσαν τη θέση τους στην αναζήτηση των πιθανών συμβολισμών που υπέκρυπταν τα ιδόλια ως εδικείμενα της προϊστορικής κοινωνίας. Αναμφίβολα, τέτοιες ερμηνίες της ιδεολοπλαστικής δημιούργησαν τις τελευταίες δεκαετίες μια νέα προβληματική και κυρίως την αισιοδοξία ότι τα ιδόλια δεν συνιστούν μια μονοσήμαντη κατηγορία αρχαιοδοϊκού υλικού αλλά αντίθεται μια δυναμική ομάδα αντικειμένων που δεν θα πρέπει να εγκλωβίζεται στην αισθητική και το στυλ που μπορεί και πρέπει να αποκρυπτογραφθεί ως πολιτισμικό προϊόν μιας της εποχής που λειτουργεί σε πολλά νοηματικά επίπεδα. Αρκεί και πάλι θα πρόσθετα ο ερευνητής να έχει πλήρη επίδειξη ότι ένα τέτοιο πολιτισμικό προϊόν βρίσκεται υποδιακή δημόρφωση από κοινωνικο-οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά και ιστορικά κάθε φορά χαρακτηριστικά. Θα λέγα στόσο ότι ειδικά η τελευταία διαπιστωσία αν και προφανώς είναι δύσκολο να αγνοηθεί υποβαθμίστηκε για χρόνια από έναν κυριαρχό λόγο για τον ρόλο και τη δυναμική του συμβολισμού που μόλις προανέφερα σε σχέση με θέματα κατασκευής κοινωνικών ταυτοτήτων ή θύλου ή σχέσεων εξουσίας λατρευτικών πρακτικών κάθε είδους ή προσώπων στη διαμόρφωση της λειτουργίας των κοινωνιών του παρελθόντος. Ακόμα πιο πρόσφατα οι θεωρείες περί υλικότητας στην αρθειολογία προσπαθούν να δώσουν έμφαση στο πολύ σημαντικό νόημα της σχέσης κάθε είδους ανάμεσα στα αντικείμενα και στους ανθρώπους. Σχέσεις υλικές, κοινωνικές, αναγκές, ανεξάρτητες, αλλιοξαρτώμενες δείχνοντας να μετακινούνται από έννοιες κυρίαρχης για χρόνια όπως το σημενόμενο του συμβολικό η πατυπροσώπευση. Αρκεί και πάλι βέβαια να έχει εξασφαλιστεί ένα αρχαιολογικό πλαίσιο το οποίο θα επιτρέπει την τεκμηρίωση ή τον αρχαιολογικό σχολιασμό όχι μόνο της σχετικότητας αλλά κυρίως της σχεσιακότητας των αντικειμένων μεταξύ τους που τελικά θεωρείται ότι στοιχειοθετεί την ουσία αυτής της υλικότητας. Το ρήμα που εμμένει και εδώ είναι εάν η έμφαση στην υλικότητα και σχεσιακότητα των αντικειμένων, στην περίπτωση μας των ειδωλίων, επιτείνουν στο επίπεδο της ερμηνείας τους έναν πλουραλισμό, δηλαδή μια επικοιλία απόξεων ή αντίθετα μια δεξτότητα. Δεν έχει η δεξτότητα καμία σχέση με τον πλουραλισμό, δηλαδή η δεξτότητα, η δυνατότητα να αλλάζει κανείς κάτι συνεχώς και αποειδοποιείται. Ταυτόχρονα ερμηνεί στον ειδωλίον ως μορφές οπτικής αναπαράστασης, visual representation, επιτέλεσης, performance και έκφρασης παραστατικής τεχνικής στην νεολυφική εξακολουθεί να εμφανίζονται σήμερα με εντυπωσιακό ρυθμό. Έτσι, στυλιστικές αναλύσεις και αναπαραστάσεις ειδωλίων σχετίστηκαν τα τελευταία χρόνια με συγκεκριμένες επιτελέσεις που φαίνεται να αποκτούν διαφορετικά χαρακτηριστικά και σημασίες για την προϊστορική κοινότητα στον χρόνο και τον χώρο. Τέτοιες απότοιρες ερμηνείες των ειδωλίων εξακολουθούν να είναι πολυπληθείς και ενιαφέρουσες. Από την εκτίμηση ότι η φόρμα και η στάση των σωμάτων των ειδωλίων φορτίζονται και χειραγωγούνται ιδεολογικά με οντολογικές και κοσμολογικές αναγωγές για τις ανάγκες τεταφικών πρακτικών, το παράδειγμα της ίστερσης καλλιτεχνικής, της ιδεολικής που βλέπετε, μέχρι την καταγραφή συναισθημάτων που δημιουργούν ή μεταφέρουν στο μέσο σημερινό άνθρωπο τα ειδόλια μέσα από την απλή τους θέαση και τη βλώσα του σώματός τους. Είναι χαρακτηριστικό, βλέποντας αυτήν την διαφάνεια, ότι τα αισθήματα που δήλωσαν ότι τους προκάλεσε το γνωστό ιδόλιο της ανώτερης παλαιοληθηκής σε όσους κλήθηκαν να τα εκφράσουν, αυτά τα συναισθήματα, απήχαν πολύ από τη γνωστή αχειροϊκή ερμηνεία του ως σύμβολου γονιμότητας. Αντίθετα, η θέαση του δήλωσαν ότι τους προκάλεσε μάλλον αρνητικά συναισθήματα, θλίψεις, πόνου και εσωστρέφειες. Η μία άλλη ερμηνευτική σημασιοδότηση, πρόσφατη, που δίνει έμφραση σε γνωστά χαρακτηριστικά της προειδωρικής υπεροπλαστικής, όπως η παχυσαρκία, ως παθολογία ή εκθήλωση πολυπισμικής προτιμήσεις και επιλογής. Δύο επισημάσεις, ίσως, έχουν και ενδιαφέρον εδώ. Η πρώτη έχει να κάνει με την κοινήπια διαπίστοση ότι το αρνητολογικό πλαίσιο ανεύρεσης και αναφοράς των νεοδικών ιδεολίων προσφέρει πολύ μικρή ερμηνευτική βοήθεια ως προς τον ρόλο και την χρήση τους σε μια προειστορική κοινωνία. Και η όποια επίκλησή τους φοβάμαι παραμένει χωρίς ή με μικρό περιεχόμενο. Ακόμα και σε εξαιρετικές περιπτώσεις αρχαιολογικών χώρων όπως είναι το Τσατάρα Κουλιού, όπου χιλιάδες ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ιδόλια κατακλείζουν κάθε γωνιά αυτής της παραστατικής κοινωνίας, το περίφημο αρχαιολογικό κόντεξ είναι ανήμπορο να προσφέρει οποιαδήποτε πιστική ή τέλος πάντων συγκροτημένη σημασιοδότηση με την ερμηνεία που εδώ να εκφράζεται μέσα από εντοιχή και με την ερμηνεία εδώ να εκφράζεται τελικά μέσα από έντονα προσωπικές εκτιμήσεις. Και αυτό είναι το δεύτερο σημείο που θα θέλαμε να επισημάσουμε. Συχνά τα κείμενα ενός τέτοιου ερμηνευτικού προβληματισμού και θεωρίας περί ιδοροπλαστικής, θα αναφέρουμε βέβαια στην προσωπική, χαρακτηρίζονται είτε από μια υπερβολική αμφισυμία και περίπλοκη γραφή σε μια προσπάθεια ιδεολογικής, θα έλεγα, αποφυγής, υπεκφυγής της αναγνώρισης μιας έμμεσης προϊστορικής αδικημενικότητας, ή εκφράζουν την ειλικρινή, το δέχονται αυτό, αλλά ουδέτερη, ταυτόχρονα, θέση του ερευνητή πάνω σε επιστημολογικά θέματα που αυτονται της προϊστορικής ιδεολογίας. Αναφέραμε συγκεκριμένα στη γοητεία που εξακολουθεί να ασκεί σε εμάς, σε κάποιους από εμάς, η χρήση των ενιών, όπως αυτή της μεταβλητότητας του νοήματος, fluidity of meaning, ή των ενεργών ιδιωτήτων, active properties, σε σχέση με τον υλικό πολιτισμό. Τέτοιες ερευνευτικές επιλογές, που δεν περιορίζονται, θα πρέπει να πω ανακαστικά, στην κατηγορία των ιδεολίων, να έχουν αποκτήσει σήμερα τα χαριτιστικά μιας, σε εισαγωγή επιστημονικής κανονικότητας, μιας σχεδόν επαναλαμβανομένης νόρμας, η οποία θεωρείται ότι διατρέχει ειδικά τις προϊστορικές κοινωνίες και μάλιστα είναι κάτι που δεν πρέπει να το αφισβητεί κανείς. Θα μπορούσα να πολιτικοποιήσω την τελευταία παρατήρηση, αλλά δεν θα το κάνω, γιατί δεν υπάρχει χρόνος. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι μετά τη σύντομη αυτή αναδρομή, η προβληματική για την ερευνία των ιδεολίων, φαίνεται να επιστρέφει στο γνωστό τόπο του αρχαιολογικού εγκλήματος, το αρχαιολογικό πλαίσιο αναφοράς και τα όριά του. Αλλά ταυτόχρονα και στους δύο πόνους, από τους οποίους ξεκινήσα την εισηγησία μου. Πρώτον, την αναγκαιότητα ένταξης των υλικών αντικειμένων ευρημάτων σε συγκεκριμένα κοινωνικά φαινόμενα του παρεθόντος, ως κομμάτια της κοινωνικής ιστορίας των ομάδων που έζησαν άλλες εποχές, τα οποία βέβαια θα πρέπει να απασχολούν τουλάχιστον μεθοδολογικά, δηλαδή πώς μπορεί αυτό να αναγοριστεί. Και δεύτερον, στα όρια της συζήτησης για τις ενεργευτικές των ιδεολίων που εκδηλώνονται μέσα από προσωπικές προτιμήσεις και επιλογές στα πλαίσια ενός πλουραλισμού διατυπώσεων. Η φωτογραφία είναι του κ. Πανίκου, νομίζω αν δεν κάνει λάθος. Ίσως δεν τον έχει πάρει απόλυτα ο υπότιτλος, η Λεζάνδα, αλλά εγώ νομίζω ότι ήταν θεριαστή. Επιλογές λοιπόν στα πλαίσια ενός πλουραλισμού διατυπώσεων, ρητορικής και still γραψήματος, που ο ερευνητής απολαμβάνει στα πλαίσια ενός μεταμοντερνισμού, στην αφιεολογία, όπου καμιά αλήθεια δεν μπορεί να γνωριστεί. Σε ένα κόσμο που κυραχούν παιγνιώδεις και θολές πραγματικότητες και αντιουσιοκρατικές αφετηρίες, τα ημιά ενότητα πρέπει ή δεν πρέπει να έχεις συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για να ανοίγει κάπου. Και η άποψη ότι η γνώση ορίζεται κάθε φορά ιστορικά, ακουρθώντας βέβαια κυρίως τις λογικές ενός φουκοϊκού, του φουκοϊκού στρατοϊκού πεδίου, όπου η ελευθερία παράγεται και γίνεται ένα τακτικό στοιχειοάσκησης σχέσεων εξουσίας. Ανάμεσα σε αυτούς τους πόλους προβληματικής για την ιδορροπλαστική και κυρίως στην κατακράτος κυριαρχία σήμερα κάποιων μεταδομικών ενιών, όπως είναι η δύναμη και η γνώση και ενός ιστορικισμού της γνώσης, δικαιολογημένα θα μπορούσε να αναλογηθεί κανείς ένα τα ιδόλια ως κατηγορία οπτικοποιημένου υλικού και η αγωνία για την ερμημία τους δεν εκφράζει τίποτα άλλο από την κυρίαρχη ιδέα σήμερα ότι η όποια αλήθεια αφήνει σημαντικά περιθώρια δον κυχωτικής αμφισβήτησης. Κάθε πραγματικότητα είναι στη φαντασία μας, λέει κάπου ο Θερβάντες. Ή η πλαστή πραγματικότητα δον κυχώτη εμπλέγχεται τόσο πολύ με την αντιθυμμένη πραγματικότητα των υπολοίπων που η αλήθεια γίνεται δυσδιάκριτη. Θα λέγα λοιπόν ότι η πραγματικά ζητούμενο σήμερα παραμένει η σχέση του αρχαιολόγου με τη φαντασία, τη ρητορική, την αμφισυμία και τελικά την ακουσία, την ουσία συνοβητη διάρκους διανοητικής περιπέτειας. Και στην περίπτωση της ιδεοκλαστικής η άνοιξη και η αδιάκοπη μάχη για τον ορισμό ενός ερμηνευτικού πεδίου που δεν θα τα αφήνει όλα νύχτα αλλά ούτε θα προσπερνά το πρόβλημα της ερμηνείας του παρελθόντος μεταφέροντάς στον κυρίαρχη κάθε φορά αρχαιολογική πρακτική. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ πολύ τον κ. Στρατίου για όλους αυτούς τους ενδιαφέροντες και υλικόπιτρους προβληματισμούς σε σχέση με τα ιδόλια. |