Διάλεξη 12: Στα προηγούμενα μαθήματα κάναμε μία, θα λέγαμε, εξενάγηση ή μία διερεύνηση το πώς παρουσιάζεται η Ανάσταση μέσα στα Ευαγγέλια μας. Και φυσικά πέραν τούτου είδαμε και πώς παρουσιάζεται η Ανάσταση στην υπόλοιπη γραμματεία της Καινής Διαθήκης, στα υπόλοιπα κοινία της Καινής Διαθήκης προσπαθώντας βέβαια πάντοτε να καταλήξουμε σε κάποιες υπεράσματα για το πρωτοφυσιανικό κύριο της Ανάστασης αλλά και για το πώς όπως αυτό καταρχάς αποτυπώνεται μέσα από τις αφηγήσεις από τις άλλες Ευαγγελίες και καταδεύτερον όπως αυτό στη συνέχεια ή και νωρίτερα πλέον από τα Ευαγγέλια στην περίπτωση του Παύλου αποτυπώνεται στο κύριο το οποίο έχουμε μέσα στις επιστολές. Επομένως κάναμε μία τα λέγαμε αναβρομή, μία σύγκριση, μία συζήτηση των επιμέρους του ευρωαγικών στοιχείων και στο σημερινό μάθημα προσπαθήσουμε να κάνουμε μία σύνθεση. Δηλαδή να δούμε ποια είναι τα σημαντικά στοιχεία τα οποία εντοπίζουμε μέσα στις ιστορίες μας επίσης να δούμε ποια μπορεί να είναι η ιστορία, η εξέλιξη της ιστορίας της Ανάστασης πώς ξεκινάει όλο αυτό το κήρυγμα, πώς εξελίσσεται μέσα στην όλη τη διδασκαλία της Αρχαίας Εκκλησίας. Δηλαδή θα λέγαμε κάτι σαν μία συνόψη ή προτού προχωρήσουμε στο τελευταίο μάθημα στο οποίο θα δούμε στη συνέχεια συγκριτικά το πώς περιγράφεται η Ανάσταση σε κείμενα έξω από τον κανόνα σε κείμενα που τελικά τα χαρακτηρίζουμε γενικά ως απόκληφα κείμενα. Αυτό που παρατηρεί κανείς μελετώντας τα κείμενα τα οποία αναφέρονται στην Ανάσταση και γενικά παρατηρούντας τα κείμενα της Κανής Διαθήκης είναι ότι πραγματικά μέχρι το σημείο που φτάνουμε στην περιγραφή της Ανάστασης οι Ευαγγελιστές λίγο πολύ συμφωνούν συγγενικές ζαμές σε διάφορα σημεία. Έχουμε με κάποιες διαφορές οι οποίες φυσικά ως του στόν και από τα μαθήματα της Αγωγής στην Κανή Διαθήκη προσπαθούν να επιλύσουν με διάφορους τρόπους. Πάντοτε όμως μπορούμε να πούμε ότι τουλάχιστον στις γενικές ζαμές υπάρχει μια κοινή αφηγηματική γραμμή την οποία την ακολουθούν με κάθε μεγαλύτερη γενικότερη σημεία. Όμως στάνουμε στην αφήγηση για την Ανάσταση, τα πράγματα αλλάζουν πάρα πολύ. Εκεί πλέον βλέπουμε ότι υπάρχουν βέβαια κάποια κοινά στοιχεία όπως έχουμε και πολλές φορές, όμως από εκεί και πέρα η αφήγηση στον κάθε Ευαγγελιστή ακολουθεί διαφορετικούς δρόμους. Υπάρχουν διαφορετικά στοιχεία τα οποία τονίζονται από τον ένα Ευαγγελιστή από τον άλλο και αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και φυσικό είναι να προκαλεί και έχει προκαλέσει την Έλληνα πάνω σε αυτήν την έκπληξη τα λέγαμε την αφηγηματική την οποία παρατηρούμε στα διάφορα μας κείμενα. Αυτή είναι που μας οδηγησε και στο συγκεκριμένο μάθημα, να συγκρίνουμε τις ευαγγελικές αφηγήσεις της Ανάστασης και να προσπαθήσουμε να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει με αυτές. Έχουν γραφτεί πάρα πολλά όσον αφορά τη σχέση των αφηγήσεων των τεσσάρων Ευαγγελίων πάρουν πάρα πολλές μελέτες, διατριβές για το τέλος του κάθεκη Ευαγγελίου ή για την περιογραφή Ζανάστες του κάθε Ευαγγελίου ή συγκριτικά μεταξύ των τεσσάρων και αυτό που προκύπτει στο τέλος τέλους της έρευνας είναι ότι οι αφηγήσεις είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ώστε να είναι πάρα πολύ δύσκολο σήμερα να ανεχνεύσουν την όποια σχέση μπορεί να είχαν μεταξύ τους. Δηλαδή βλέπουμε και αυτό είναι κάτι το οποίο κανείς το παρατηρεί γενικά. Για παράδειγμα θα πω ένα παράδειγμα τώρα για να το κάνω πιο σαφές αυτόν. Αν δούμε για παράδειγμα το Λουκά και το Μάρπο. Γενικά ξέρουμε από τη συζήτηση περίπτωσης αυτού του προβλήματος ότι ο Λουκάς ακολουθεί πιστά το Μάρπο και θα πρέπει να κάνεις ότι το ίδιο θα ίσχυγε για την περίπτωση της περικοπής για την Ανάσταση. Ο Λουκάς χρησιμοποιεί ελάχιστες λέξεις από το λεξιλόγιο του Μάρπο και ελάχιστες πληροφορίες. Δεν χρησιμοποιεί όλες τις πληροφορίες. Αντίθετα κάνει προσπάθεια να διευρύνει την αρχική ιστορία του Μάρπο. Και ακριβώς επειδή έχουμε αυτές τις προστίκες στην αρχική ιστορία του Μάρπο, αυτό μας προκαλεί, όπως είπα, το ερώτημα ποιος μπορεί να βρίσκεται από πίσω, τι σχέση μπορεί να έχουν τα Ευαγγέλια μεταξύ τους. Όμως εκεί που καταλήγει σήμερα η έρευνα είναι ότι είναι δύσκολο να βρεθεί, να νιχνευτεί η όποια σχέση υπάρχει μεταξύ αυτόν τον Ευαγγέλιο. Και θα ξεκινήσω με το παράδειγμα του Μάρπο και του Λουκά. Είπα ότι γενικά ο Λουκάς θεωρείται εκείνος ο Ευαγγελιστής από τους δύο συμβουλτικούς που ακολουθεί πιστότερα το Μάρπο όταν ακολουθεί το Μάρπο. Νωστό βέβαια από την Ελληνία, από την ιστορία των παραδόσων και της σύνταξης που θα κάνουν οι Παγκελίοι, ότι έχουμε τρεις βασικές πυλές. Έχουμε το Λουκά, το ιδιαίτερο υλικό του Λουκά που είναι μια πηγή εντός που δεν είναι κοινή, δεν τη μοιράζεται ούτε με τον Μάρπο ούτε με τον Λουκά. Έχουμε τον Μάρπο τον οποίο χρησιμοποιεί ο Λουκάς, όπως σας είπε και ο Ματθαίος βέλαμε με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετική έκταση και ένταση και έχουμε και ένα κοινό υλικό μεταξύ Ματθαίου και Λουκά το οποίο το ονομάζουμε πηγή του Λουκά. Βλέποντας λοιπόν την ιστορία όπως την αφηγεί το Μάρπος και όπως την αφηγεί το Λουκάς θα δούμε πραγματικά ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Και οι διαφορές ξεκινάνε ήδη από την αρχή, από τον αριθμό των αγγέλων, των νεαλιών που είναι στον τάφο, από τα ονόματα των γυναικών και στη συνέχεια συνεχίζουν με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία τα οποία δεν απαντούν στον Μάρπο. Επομένως το ερώτημα μας εδώ είναι ότι πώς εδώ ο Λουκάς ο οποίος γενικά αξιοποιεί το υλικό του Μάρπο και τον ακολουθεί εδώ να μην τον ακολουθεί με τόση ευθυρότητα. Μήπως εδώ ο Λουκάς έχει κάποιο διπλέον πηγή, δηλαδή κάτι το οποίο να τον βοηθάει να συμπληρώσει εδώ την ιστορία και ποια είναι αυτή η πηγή. Είδαμε ότι υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία ανάμεσα στον Λουκά και στον Ιωάννη. Δεν είναι τόσο έντονη αυτή η σχέση μεταξύ τους, ώστε να πούμε του έναν σύμπηγε του άλλον μια απόλυτη δημοτικότητα. Επομένως υπάρχει ένα ερώτημα εδώ για την πηγή, τις πηγές του κατα Λουκάν Ευαγγέλιο. Αυτό που προκύπτει σήμερα στην έρωμα του κατα Λουκάν είναι ότι γενικά ο Λουκάς δεν έχει την τάση να φτιάχνει εντελώς δικές του ιστορίες. Δηλαδή ο Λουκάς έχει μία τάση πάντοτε να ρίχνει στην παράδοση και από την παράδοση να γίνει λοιπόν. Επομένως δεν θα ήταν θυμητό με μεγάλη ευκολία να πούμε ότι εδώ ο Λουκάς προφανώς αντλεί το υλικό του από κάποιον, μάλλον το επινοεί το υλικό του, έτσι ώστε να μπορέσει να δώσει αυτό που θέλει να δώσει στους αναγνώστες του. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο μας ερώτημα, σχέση Ματθαίου και Λουκά. Εκεί που ίσως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μία λίγο μεγαλύτερη σχέση είναι ανάμεσα στο Μάρκου και στο Ματθαίου. Γιατί βλέπουμε ότι ο Ματθαίος βρίσκεται πιο κοντά στην αρχική αφήγηση του Μάρκου και στον ατθλμό των Αγγέλων και γενικά στο πώς συστημένει όλη η ιστορία. Έχει όμως μία τάση την οποία συζητήσαμε επαγγελειμμένα όταν αναφερθήκαμε στην απεργαφή της Ανάστασης στο κατά Μαρκου Ευαγγέλιο. Ο Ματθαίος έχει την τάση, θα λέγαμε, να διορθώνει και να συμβιώνει το Μάρκου. Ο Ματθαίος προφανώς γράφοντας αργότερα έρχεται να λύσει το πρόβλημα του τέλους του κατά Μαρκου Ευαγγέλιο. Ξέρωμε ότι το κατά Μαρκου Ευαγγέλιο συζητήσαμε εκτιμώς για το απότομο και ανοιχτό του τέλους και έχουμε λυπεί στην έρευνα ότι υπάρχουν διάφορες τάσεις σήμερα. Άλλοι που δέχονται ότι έχει χαθεί το τέλος, άλλοι πάλι που δέχονται ότι το τέλος δεν έχει χαθεί, αλλά εισχυμένα ο συγγραφέας καταλήγει με τον δρόμο που καταλήγει το Ευαγγέλιό του. Αυτό βέβαια είναι η ηλικιά μας σήμερινη εκτίμηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και η δική μας παρατήρηση για πρώτη φορά, δηλαδή ότι είμαστε οι πρώτοι οι οποίοι εντοπίζουμε αυτή τη δυσκολία του πεναντίας. Ήδη μέσα στα Ευαγγέλια βλέπουμε μια τάση να συμπληρωθεί η ανοιχτή ιστορία του Μαρκου και να δοθεί ένα τέλος στο οποίο να κλείνει όσο δυνατόν περισσότερο τα ανοιχτά ερωτήματα, να απαντά και να δίνει επομένως μια καλύτερη θα λέγαμε απάντηση στους αναγνώστες από αυτή που προφανώς αισθάνονταν ότι έδωσε ο Μαρκος. Βλέπουμε για παράδειγμα ότι στο Μαρκο οι γυναίκες πηγαίνουν στον τάφο και απορούν ποιος θα τους κυλήσει το Μαρκο. Μιλήθω ένα ερώτημα το οποίο για τον αναγνώστη προκαλεί έκπληξη αφού ο ίδιος μιλήσει ότι οι ίδιοι γνώριζαν πολύ καλά ότι ο τάφος είναι σφραγγεσμένος απλώς γιατί να απορούν και γιατί να αντιμετωπίσουν και να ανησυχούν και να προβληματίζονται και να μην τα εγκουφροντίσουν. Νωρίτερα γι' αυτό αντίθετα στον Μαρκ Θεό θα δούμε ότι δεν υπάρχει αυτή η συζήτηση. Επίσης, όταν φτάνουν οι γυναίκες στον τάφο, στον καταματώνε τα κέντρα, βρίσκουν τον Μιλήθω να είναι κυλισμένος και να είναι δίπλα στον τάφο. Κάτι το οποίο προφανώς σε κάποιον προσεκτικό ανενώση θα προκαλούσε τα απορία. Τη απορία που θα του δημιουργούν θα είναι και ποιος τελικά κύλισσε τον Μιλήθω. Και έρχεται εδώ ο Μαρθέρος να συμπληρώσει την ιστορία του Μάρκου και να εξηγήσει ουσιαστικά άγγελος από τον ουρανό είναι αυτός ο οποίος σκυλά τον Μιλήθω και ανοίγει ουσιαστικά το μνημείο. Επίσης, ο Ματθαίος έχει δημιουργήσει να συμπληρώνει τον Μάρκου. Αυτό είναι προφανές, τόσο με την ιστορία των φουλών. Μου είναι μια ιστορία που μόνο από τον Ματθαίο τη μορφωζούμε. Ανοίγει μέσα του ιδιαίτερου επικόντου όπου οι φουροί αναλαμβάνουν να κρατήσουν, να τηρήσουν φουρά μπροστά από τον τάφο του Ιησού. Αλλά τελικά ο Ιησούς αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί από αυτούς να φυλακισθεί και ήδη όταν ο τάφος ανοίγει ο Ιησούς δεν κλεί. Και οι φουροί μετά στη συνέχεια λένε, τυρώνονται, χρηματίζονται για να πούμε ψέματα ότι ο Ιησούς δεν έχει αναστείθει. Αυτό δεν είπαμε και τότε όταν κάναμε το κατά Ματθαίον Ευαγγέννη. Έχει μια καθαρά πολυετική χρήα η ιστορία εδώ. Ωστόσο είναι ενδιαφέρον ότι ουσιαστικά έρχεται να συμπληρώσει τα κενά που μας αφήνει ο Μάρκος. Διότι ξέρουμε και από τον Μάρκο ότι ο Πιλάτος την εντολεί σε φουρούς να φυλάξουν το μυμήμα και λογικό είναι κανείς να πει πως οι γυναίκες δεν συνάντησαν στους φουρούς που πήγαν στον τάφο ή τι σημαίνουν με αυτούς τους φουρούς. Έρχεται λοιπόν το κατά Ματθαίον Ευαγγέννη να δώσει την απάντηση. Ο Μάρκος λέει ότι οι γυναίκες δεν είπαν τίποτε γιατί φοβήθηκαν. Ο Ματθαίος διορθώνει και συμπληρώνει εδώ τον Μάρκο όταν λέει ότι οι γυναίκες τελικά μίλησαν και είπαν ότι έπρεπε να πούν και μετέφεραν το μυμήμα και επομένως κατά κάποιον τρόπο θα λέγαν κλείνει το ανοιχτό τέλος του Μάρκου. Αυτό που μπορούμε να πούμε τελικά είναι ότι το ανοιχτό τέλος του Μάρκου αφήνει αρκετά περιθώρια ώστε να μπορούμε σήμερα να πούμε, να μπορεί να πούμε κατά κάποιον τρόπο, να υπάρχουν ήδη στην αρχαιότητα συμπληρώσεις σε αυτό ανοιχτό τέλος. Κάτι που είναι προφανές. Είναι προφανές το γεγονός ότι αυτή τη μία έχουμε τέσσερις διαφορετικές εκδοχές και το τι ακριβώς συνέβη όσον αφορά στην εξελίθεια είναι ότι βέβαια να εισακολουθεί και μία εντελώς δική του παράδοση σε αυτό το θέμα. Έχει δηλαδή μία εντελώς δικιά του τακτική όσον αφορά το τι συνέβη με το ομινείο. Όμως, σε κάθε περίπτωση, ήδη οι πρώτοι προσπάθειες συμπληρώσεις του Μάρκου υπάρχουν μέσα στη νύχτα και νύχτα δεδομένα στα Ευαγγέλια. Και γίνεται μία προσπάθεια από το ανοιχτό τέλος του Μάρκου να συμπληρωθεί με κάθε τρόπο. Από την άλλη, και στη χειρόγραφη παράδοση αργότερα, βλέπουμε ότι υπάρχει ακριβώς η ίδια τάση με το λεγόμενο εκτενές τέλος του Μάρκου ή με το ενδιάμεσο τέλος του Μάρκου, όπου εκεί πάλι έχουν αυτήν την τάση της παράδοσης, της χειρόγραφης παράδοσης, να συμπληρώσει το κενό που αφήνει ακριβώς ο Μάρκος και να απαντήσει στα πολλά ερωτηματικά τα οποία τελικά δημιουργεί το κείμενο της. Όπως είπα και πριν, ο Ιωάννης βέβαια ακολουθεί τη δική του παράδοση, και είναι προφανές σε αυτό, και γιατί διασώζει εντελώς διαφορετικές από όλους τους άλλους οδαγγελιστές αφηγήσεις και γιατί σε όλα τα στοιχεία είναι προφανής η Ιωάννια επίτραση. Τα θέματα της Ιωάννιας θεολογίας μπορούν να εντοπιστούν μέσα στα κείμενα του. Αυτό όμως που παρατηρούμε επίσης στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, το οποίο έκανα πολύ συγκλουνία νωρίτερα, είναι η συγγένεια που έχει με το καταλουκάν Ευαγγέλιο. Είπαμε κιόλας ότι εκτός ότι υπάρχει αυτή η συγγένεια όσον αφορά με τους αγγέλους που είναι στον τάφο και ούτω καθεξής, εκτός από αυτό το βασικό στοιχείο νομίζω που ήταν στο 21ο κεφάλαιο, όπου και έχουμε ένα θαύμα, το οποίο θαύμα είπαμε για να το κατανοήσουμε στον καταλουκάν Ευαγγέλιο, πρέπει να γνωρίζουμε το αντίστοιχο θαύμα που υπάρχει στον καταλουκάν Ευαγγέλιο, μάλλον που εκεί δεν υπάρχει. Είναι το θαύμα στο τέλος θα λέγαμε της επίγειας ζωής του Ιησού και δράσεις, δηλαδή κοιμάζεται μετά την Ενάσταση, αλλά το αποφύγει νωρίτερα στην αρχή της επίγειας δράσης του Ιησού. Όμως υπάρχει μια συγγένεια, μια συγγένεια για την οποία μιλήσαμε αρκετά στο οικείο μάθημα και είπαμε εκεί ότι πραγματικά αυτή η συγγένεια μπορεί να οφείλεται είτε σε μια κινήτεξα μενή παραδόσια, από την οποία αγγλούν και οι δύο συγγραφείς, είτε στο ότι οι αναγνώστες και η κοινότητα που βρίσκεται πίσω από τον καταλουκάν Ευαγγέλιο γνωρίζουν το καταλουκάν Ευαγγέλιο και ότι εδώ στον καταλουκάν Ευαγγέλιο έχουν μια δευτερογενή πρόσληψη της αρχικής ιστορίας του Λουκά. Το όμως είπαμε και τότε και θα πρέπει να το παραλάβουμε και τώρα είναι μια υπόθεση εργασίας δύσκολο να αποδειχτεί καθώς μας λείπουν αρκετά στοιχεία από την υπόλοιπη παράδοση για τον Ιησού και την άσταση. Κατανοίγοντας όσον αφορά το θέμα της ιστορίας των παραδόσων μπορούμε να πούμε ότι για τους συνοπτικούς είναι προφανές ότι εκτός από τις γραφτές πηγές τους και κατεξοχήν η πηγή γραφτή είναι μάγος τους λοιπόν από αυτές τις πηγές ή και τις εξαρτήσεις που έχουμε καταξελθούς, διότι εις και αυταίες τους στο μέτρο που μπορούν να ειχνευθούν είναι παρούσες, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι οι συγγραφείς των επαγγελίων έχουν στη διάθεση τους και μια σειρά αυγουρφωρικές παραδόσεις που έχουν να κάνουν με τον Ιησού και την άσταση. Και επομένως αυτό που βλέπουμε ως ιδιαίτερο υλικό μπορεί να προέρχεται ακριβώς από την υπροφορική παράδοση η οποία φυσικά μπορεί να είναι υπροφορική παράδοση της κοινότητας, μπορεί να είναι υπροφορική παράδοση η οποία γενικά υπροφορεί στην αρχαία έκκληση. Σε κάθε περίπτωση πάντως αυτό που μπορούμε να πούμε και εδώ ακριβώς είναι και το αδιέξοδο της έρευνας, διότι δεν υπάρχει δυνατότητα σήμερα με απόλυτη ασφάλεια κυβερνότητα να διακρίνουμε το πώς σχετίζονται τα κίνημα μεταξύ τους, ποιο προηγείται ποιον, ποια μπορεί να είναι η επίδραση του ενός του άλλου αν έχουμε τη μία ή την άλλη παράδοση ή αν αυτές οι παραδόσεις που έχουμε προέρχονται από μία ή την άλλη πηγή. Γι' αυτό είναι η πρώτη μεγάλη δυσκολία που έχουμε όσον αφορά τις ιστορίες της Ανάστασης στο συγγνώμη στα Ευαγγελικά μας σχήματα. Περίμενου μας πάρα λίγο στη μορφοειστορία θα πρέπει να ρωτήσουμε σε ποια μορφή ανήκουν οι ιστορίες της Ανάστασης. Όσον στέλνει μορφοειστορία αναζητά μέσα στα κείμενα τα επιμέρους φιλολογικά τίδη μορφές τα οποία βέβαια συνδέουν με συγκεκριμένου ζήτηση δηλαδή, με συγκεκριμένες δηλαδή ιστορικο-κοινωνικές και πολιτισμικές καταστάσεις οι οποίες ακριβώς αντικατοκτύζονται και απηκούνται μέσα στα κοινά τα οποία έχουμε στη διάθεση μας. Σε απλά λόγια να το πω, ένας ύμνος για παράδειγμα που μπορεί να εντάσσεται μέσα σε ένα κείμενο μας μπορεί να αντικατοκτύζει μία λατρευτική συνάφεια, ένα κείμενο προφανώς την διαρρευγωστορική συνάφεια ή τη συνάφεια της κατήχησης για να δω πάρα πολλά παραδείγματα. Μελετώντας όμως τις ιστορίες για την Ανάσταση μέσα στην Καινή Διαθήκη, αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να διακρίνουμε και να ορίσουμε με ακρίβεια σε ποιας μορφές, σε ποια φιλολογικά ίδια ανήκουν αυτές οι ιστορίες. Αυτό δεν πάει πολύ ενδιαφέρον γιατί ακριβώς παρατηρούμε ότι κάθε μία από αυτές, αλλά και όλες μαζί, αποτελούν ένα παράδοξο μείγμα στοιχείων από διάφορα φιλολογικά ίδια. Δηλαδή είναι πάρα πολύ δύσκολο σήμερα να μιλήσουμε για το φιλολογικό είδος και τα φιλολογικά ίδια τα οποία περιέχονται μέσα στις ιστορίες της Ανάστασης. Ούτε μπορούμε με πολύ μεγάλη ευκολία να πούμε ότι όλα ανήκουν στο ίδιο φιλολογικό είδος. Και δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό, γιατί ακριβώς βλέπουμε ότι άλλα στοιχεία υπάρχουν σε μία αφήγηση, άλλα στοιχεία υπάρχουν σε μία άλλη αφήγηση. Προσθέτως όλα έχουμε δραματικές ιστορίες, αλλά έχουμε επίσης σκεφτάμοντες σε κάποιες περιτώσεις. Υπάρχουν στοιχεία θεοφάνειας και ούτω καθεξής. Συνήθως βέβαια από ορισμένους ερευνητές γίνεται μία προσπάθεια να συνδεθούν η μορφή, ας πούμε, των κειμένων μας με μία συγκεκριμένη ακόμα αφήγηση μέσα στην Κερή Αιθήκη, που δεν είναι άλλη από τη μεταμόρφωση. Στη μεταμόρφωση, πραγματικά βλέπουμε στοιχεία τα οποία μας θυμίζουν πάρα πολύ την Ανάσταση, της ιστορίας της Ανάστασης, αλλά το ερώτημα που τίθει εδώ είναι κατά πόσο μπορούμε να ταυτίσουμε τις αφηγήσεις της Ανάστασης, να ταυτίσουμε, συγγνώμη, με την ιστορία της μεταμόρφωσης. Υπάρχουν κοινά σημεία, και αυτό κανείς δεν μπορεί να τα αφήσει. Υπάρχουν σημεία τα οποία φαίνεται ότι κάπου οι ιστορίες μας αναγιώνουν, υπάρχουν και πάρα πολλά στοιχεία τα οποία κατά καιρούς έχουν εντοπιστεί και τα οποία, οπωσδήποτε, διακρίνουν και απομακρύνουν τη μία ιστορία από την άλλη. Άλλωστε, δεν μπορούμε να είμαστε με πιβερότητα σίγουροι ότι πρόκειται για ακριβώς το ίδιο φιλονοϊκό είδος ή δεν πρόκειται για μια εσκεμένη, θα λέγαμε, επεξεργασία του νοικού με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχουν κάποια σημεία επαφής έτσι ώστε ο αναγνώστες να μπορεί εύκολα να κάνει ακριβώς αυτήν την ταύτιση ή τη σύνδεση, ας πούμε έτσι, και αυτό το σημειμό μεταξύ της ιστορίας της μεταμόρφωσης και της ιστορίας της ανάστησης. Και θα δούμε στη συνέχεια ότι αυτή η θέση περί συγγένειας μας, όσον αφορά το φιλονοϊκό είδος με την ιστορία της μεταμόρφωσης, είναι απόλυτα επιτυχίες, γιατί ακριβώς πολλά από τα στοιχεία που έχουμε δεν είναι κοινά, δεν τα λειράζονται κατά κακό τρόπο οι ιδίες τους μας. Το δεύτερο ερώτημα τώρα είναι αν έχουμε αναθεώρηση ή αν έχουμε μια εξαρχής σύνδεξη της ιστορίας σε κάθε περίπτωση. Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί ακριβώς με βάζει στην καρδιά του προβλήματος. Και καρδιά του προβλήματος είναι, όπως είπα και πριν, ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο σήμερα να ξεχωρίσουμε ποιος και τι κρύφεται πίσω και κάτω από τις ιστορίες που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας. Το πρώτο ερώτημα που πάω να ασχολεί είναι αν πραγματικά εδώ υπάρχουν παρεμβάσεις ανθρώπων με τα γεδέστερα της αφήγησης ή αν υπάρχουν προσθήκες είτε του ίδιου του εμπεγγλιστή σε κάποια προηγούμενη προφορική παράδοση ή όχι. Δηλαδή, ότι πάθει ταινό δηλαδή αυτές οι προφορικές παραδόσεις για την ανάσταση όπως έχουμε σήμερα και απλά ο συγγραφέας ή ο υπεξεργαστής του κειμένου συνέχεια προσπαθεί κάπως να παρέβει και στο κείμενο και να το δουλέψει περισσότερο. Ούτε αυτό είναι πάρα πολύ εύκολο να το απαντήσουμε σήμερα. Σήμερα η έρευνα έχει γίνει αρκετά προσεκτική σε αυτά τα ζητήματα, γιατί ακριβώς δεν μπορούμε πότε να πούμε τι συμβαίνει, τι συμβαίνει και πέχει ποιος σημείωμα έχουμε παρεμπάσει ή όχι. Ένα πολύ χαρακτικό παράδομα που είδα είναι το κατηγάν Ευαγγέλιο, όπου σέστηκαν το Ευαγγέλιο δύο φορές, μια φορά στο 20ο κεφάλαιο και μια φορά στο 21ο. Και βλέπουμε ότι εκεί υπάρχουν αρκετές παρεμπάσεις. Βλέπουμε να εμφανίζονται διάφορα αφηγηματικά, διάφορα αφηγητές, ειδικά στο τελευταίο στίχος του πρώτου κεφαλαίου, όπου εκεί βλέπουμε ότι ξεκινάμε με το τρίτο ειδικό πρόσωπο, για να περάσουμε στο πρώτο πιεθυκό της κοινότητας, η οποία μαρτυρεί την αλήθεια και την πιστότητα της μαρτυρίας του, η οποία γίνεται λόγος όλου του προηγούμενου Ευαγγέλιου. Και τέλος έχουμε το είμαι, το εγώ νομίζω, στο πρώτο πρόσωπενικό, το οποίο είναι πάλι κάποιος ο οποίος αφηγείται ή παρεμβαίνει στην ιστορία. Βλέπουμε ότι εδώ υπάρχουν στοιχεία που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σε κάποιους περιπτώσεις έχουμε ένα θεώρηση, είτε της αρχικής ιστορίας... Ήταν το που έχουμε, ένα θεώρηση της αρχικής ιστορίας ο απογράφητος του Ευαγγέλιου, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο σήμερα να καταλήξουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Από την άλλη μεριά υπάρχει το ερώτημα αν ουσιαστικά οι αφηγήσεις έτσι όπως καταγράφονται είναι απευθείας σύνταξη, απευθείας σύνθεση, επιμέρους διαφορετικών στοιχείων τα οποία βρίσκει ο Ευαγγέλιστής στην περίεργο σαγμός. Έχει μια προσπάθεια ιδιαίτερα από τη θρησκευτική ιστορία να αναζητηθούν μέσα στις αφηγήσεις μας όλα και τα στοιχεία τα οποία πιθανόν παραπέμπουν στο εθνικό ή λογικό περιβάλλον. Και είναι πολύ πιθανό βέβαια κανείς και δεν θα ήταν και ατυχές να εντοπίσει μέσα στα εκείνη τα κάποια στοιχεία πραγματικά παραπέμπουν σε παράμοιες ιδέες. Όμως, ένα από τα βασικά μεονεκτήματα αυτής της ιστορικής προσέγγισης είναι ακριβώς ότι πολλές φορές προσπαθεί να διαβάσει πολύ περισσότερα πράγματα πάνω στο κείμενο από αυτά που ίσως υπάρχουν. Και βέβαιος, είμαστε και γι' αυτό εξαιρετικά επιφυλακτικοί και πάρα πολύ δύσκολα πλέον καταλήγουμε στο συμπέρασμα. Και μπορούμε να μιλήσουμε είτε για την ορφή, είτε για την ιστορία της επεξεργασίας και της σύμπρεξης του κειμένου. Σήμερα, μία προσέγγιση η οποία μπορεί να διευκολύνει το ζήτημα είναι να δούμε εάν εδώ είναι η λεγόμενη συγχρονική μάτια. Το ανθέζουμε δηλαδή το ερώτημα, όχι τόσο ποια είναι η πορεία της εξέλιξης, της δημιουργίας μιας ιστορικής παράδοσης, αλλά αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να δεχτούμε το κείμενο μας ως έχει και έχοντας δεχθεί το κείμενο ως έχει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα να αναθέσουμε τα ερωτήματα στο γιατί η ιστορία μας έχει αυτή τη μορφή, γιατί βρίσκεται στη τέση που βρίσκεται, γιατί ο συγγραφέας της ιδερίας πάλι, ποιο ρόλο παίζει μέσα στο γενικότερο αφηγηματικό κλίσιο του κειμένου και μέσα στο πρόγραμμα συγνώμη του ρετίνιστικου. Οπομένως η συγχρονική ματιά αφήνει προς τη μήν στην άκρη όλα αυτά τα ερωτήματα τα οποία έφεσαν πριν και αστιάζει κυρίως του προσοχή της στο τελικό αποτέλεσμα που είναι το κείμενο το οποίο έχουμε στα χέρια μας. Αυτό είναι μια σημαντική παρατήρηση η οποία μπορεί να μας διευκολύνει πολλές φορές χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η συγχρονία μπορεί να αγνοεί ή να διαφορεί ή να ακυρώνει εντελώς την διαχρονική ανάλυση του κειμένου. Διαχρονική ανάλυση εννοούμε ακριβώς αυτό που θέσαμε νουρίτερα, τη μορφή, την ιστορία της σύνταξης, την ιστορία των παραδόσων πριν από κάθε ιστορία που έχουμε στα χέρια μας και ούτω καθεξής. Δεν την ακυρώνει, τη γνωρίζει, σαφώς διαλέγεται να ζήσει, θεωρεί όμως ότι δεν μπορεί κανείς να σταματήσει εκεί, μελετώντας ακριβώς τις ιστορίες της ανάστασης. Και όχι μόνο τις ιστορίες της ανάστασης. Σήμερα η συγχρονία κυρίως επικράτησε στο χώρο της μελέτης του Κατριβάνη Μετροπείου, αλλά σιγά σιγά έχει αρχίσει να επεκτείνεται και στη μελέτη των υπόλοιπων τριών βαγγελιών των συνοπικών, ακριβώς γιατί είναι ένα χρήσιμο πρίσμα μέσα από το οποίο μπορούμε να δούμε αυτό το οποίο έχουμε σημαίνει στην διάθεσή μας πόσο καλοκαίρι. Αν δούμε τώρα λίγο, τον τρόπο που λειτουργούν οι ιστορίες μας μέσα στην φύγεση είναι, θα λέγαμε, εξαιρετικά από την γεφαλή. Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί τις γράφουμε αυτές τις ιστορίες οι Ευαγγελιστές. Είπαμε πια παρά με ιστορία των φουρών, είναι μία ιστορία που φαίνεται να έχει μέσα της κάποια στοιχεία απολεγητικής. Ο συγγραφέας δεν αποδείξει ότι ακριβώς ο Ιησούς εναστήθηκε και φέρνει παράδειγμα αυτά που λέει εκεί για τους φουρών. Προσπαθώντας προφανώς να ακυρώσει και να ανταπαλτήσει σε κάποια κατηγορία την οποία έχει υπόψη του ότι οι νατιτές έκρυψαν το σώμα του Ιησού. Άρα, λοιπόν, είναι προφανές εκεί ότι ο συγγραφέας έχει μια σκοπιμότητα πέρα ίσως από την απλή ιστοριαγραφική καταγραφή ενός γεωγραφός. Δηλαδή θα λέγαμε κάπου που πάει πιο πέρα ο συγγραφέας μας. Αυτό που προκύπτει από την ανάρνουση των περικοπών μας είναι ότι οι ιστορίες της Ανάστησης συνήθως λειτουργούν σε αδικμό επίπεδο. Τα πνεωγεία λειτουργούν στο καθαρά αφηγηματικό επίπεδο, στο επίπεδο της ίδιος αφηγησης και τον προσώχνουν τα οποία το χαρακτύρουν στο κομμάτι της ιστορίας, το χρησιμοποιούν ως αφηγηματολογίας, που δουν μέσα σε αυτές οι ιστορίες. Και θα πω μερικά παραδείγματα στη συνέχεια. Στη συνέχεια όμως φαίνεται ότι η αφήγηση λειτουργεί και σε ένα άλλο επίπεδο. Λειτουργεί στο επίπεδο της κοινότητας. Αυτό είναι δηλαδή που διαβάζουν και εκείνοι. Ένα χαρακτηστικό παράδειγμα που είδαμε ήταν η πορεία προς αιμάους και η εμφάνιση του Ιησού εκεί. Εκεί οπωσδήποτε παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας και την αφηγηματική υπλοκή και βλέπουμε ακριβώς πώς λειτουργεί η ιστορία της πορείας προς αιμάους μέσα στο αφηγηματικό πλαίσιο. Είπαμε και την πρώην φορά ότι η ιστορία αυτή θα ουσιαστικά λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στα όσα λέγατε στην αρχή περί της εμφάνισης του Ιησού στις γυναίκες. Στον τάφο δηλαδή και στη συνέχεια της εμφάνισης του Ιησού στους μαθητές του υπολογικού. Οι άλλοι δύο μαθητές οι οποίοι περιγράφονται και παρουσιάζονται την ιστορία προς αιμάους είναι αυτοί που πηγαίνουν προς τη γόντια αιμάους και αυτοί που επιστρέφουν στη συνέχεια για να μεταφέρουν ότι ήταν οι ίδιοι τον κύριο. Εγώ έως εδώ έχουμε μία θα λέγαμε πώς λειτουργεί αφηγηματικοριτικά η ιστορία της πορείας προς αιμάους και να συνδέσει δύο άλλες ιστορίες ουσιαστικά και το ενδιαφέρον είναι ακριβώς για να διατηρήσει και είπαμε τη συμμαχή ως ιαρθέας φοντίζει και οι μαθητές πηγαίνουν στην αιμάους και επιστρέφουν έτσι ώστε πάλι το σημείο να φεγγάς να είναι η Ευρουσαλήν και όχι κάποια άλλη πόλη γιατί είπαμε στο μήνου ΚΑ η Ευρουσαλήν κατέχει σημανική θέση έτσι έχει κεντρική σημασία μέσα στο θεολογικό του πρόγραμμα. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο, πώς λειτουργεί μια ιστορία σε ένα επίπεδο αφηγηματικό. Η ίδια ιστορία τώρα στην πορεία του σημαίου έχει μία αναφορά και στο επίπεδο της κοινότητας η οποία διαβάζει ή ακούει την ιστορία πρέπει να καταλάβουμε ότι οι ιστορίες δεν είναι απλώς ιστορίες αλλά λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο της λατρείας, της κατήχησης, της διαπήμασης των καινοτήτων και επομένως ακούγοντας την ιστορία το μέλλος της κοινότητας ουσιαστικά παίρνει θέση επάνω στα γεγονάτα, συμμετέχει σε αυτά και ουσιαστικά κι αυτός ή αυτοί προσπαθούν να δουν πως αυτή η ιστορία και αυτό γίνεται πολλές φορές ανεπέστητα και ασυνέστητα συμβολή πως, λοιπόν, αυτή η ιστορία μπορεί να εφαρμοστεί στη δικιά τους πραγματικότητα. Βλέποντας την πορεία που είχαμε πει τότε ότι είναι μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία γιατί σε αυτοί γεγονότητες της κοινότητας η ιστορία αυτή λίγο πολύ έχει να κάνει μία εμπειρία σε τακτή βάση μέσα στην κοινότητα που δεν είναι άλλη από την εμπειρία της ευχαριστίας. Εκεί είπαμε ότι το γεγονός ότι Ιησούς περπατάει με τους μάθητές στον δρόμο και τους εξηγεί το οποίο αφηγηματικά εξαιτηρετεί στην εξέλιξη της βλοκής όμως δεύτερο επίπεδο στο επίπεδο της κοινότητας ουσιαστικά μπορεί να συνδέεται και με το κύριμα του μόβου στο πλαίσιο της κοινότητας. Η πορεία αυτή λοιπόν και η εξήγηση των γραφών καταλήγει σε ένα δείπνο. Ένα δείπνο ως το οποίο ο συγγραφές συσχοποιεί τέτοιο λεξιλόγιο ώστε να παρατέμει στην ιστορία για το μυστικό δείπνο αλλά και σε θαύματα όπως είδαμε με το χορτασμό του πλήθους και όχι μόνο το χορτασμό του πλήθους αλλά και για το μυστικό δείπνο. Κι επομένως με αυτόν τον τρόπο θα λέγαμε ότι η ιστορία όταν τη διαβάζει ο αναγνώστης ή την ακροή ανατρέχει καταχάς σε αυτά που ξέρει για τον επίπεδο Ιησού για τα δείπνα και για το μυστικό δείπνο ειδικότερα και συνέχεια όμως το δικό του λειτουργικό και εκκλησιαστικό παρόν αυτή η ιστορία λειτουργεί προτυπικά για αυτό που ζει μέσα στην κοινά κάτω όπου ο ίδιος συμμετέχει στο δείπνο, το κοινό, το κυριακό δείπνο δηλαδή στη Θεία Εφαριστία και έτσι εκεί είναι σε να βρίσκεται παρόν ο αναστημένος Ιησούς χωρίς ωστόσο να έχει αυτό που λέμε τη φυσική παρουσία αλλά να είναι με τέρα μοφή, εντελώς διαφορετικός αλλά όντως παρόμοιος ο ίδιος και κάτι παρόμοιο φαίνεται να υπενίστηται εκεί στο Ιεπούς εμμόνος. Ένα άλλο παράδειγμα για αυτό το διπλό νόημα είναι για παράδειγμα το κεφάλαιο του Σιέλλου στον κατά Ιωάννιο Δακένη όπου εκεί βλέπουμε ότι ο τρόπος που γίνεται η αφημίσση ουσιαστικά αρχίζει ένα πρώτο επίπεδο, έχει σε σκοπό την αποκατάσταση του πέτρου έχει σε σκοπό επίσης τη διατήρηση της σημανικής θέσης του αγαπημένου μαθητήτήτος του πέτρου. Από την άλλη βοσμιδιά έχει και ένα δεύτερο επικοινωνισμός και το δεύτερο επικοινωνισμός είναι εκεί όπου η κοινότητα πλέον βλέπει τον εαυτό της σχέση με τους δύο μαθητές και βρίσκει την θέση της και αυτή μέσα στη λογική σπουδιά. Ή φυσικά το πιο χαρακτηστικό παράδειγμα είναι το παράδειγμα του Μάρκου και του ανοιχτού τέλους όπου εκεί ξεκάθαρα σε ένα θρηματικό πλαίσιο το κείμενο φαίνεται να μας αφήνει σε μία εκκλημότητα από την άλλη βοσμιδιά αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι το ανοιχτό τέλος είναι αυτό που οδηγεί την κοινότητα να πάρει θέση. Έτσι να προσπαθήσει να λύσει το μεγάλο μυστήρι και της φάζω κεφαλιά που πω καλή αχνικώς ή θα λέγαμε τελώς αφαιρετική και τελώς φισηλή μαρτυρία του Μάρκου. Αυτό όμως, το ότι βλέπουμε και το δεύτερο επίπεδο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καταργήσει την πραγματικότητα του γεγονότου διότι όπως είπαμε και άλλη φορά για την αρχαία εκκλησία η ιστορικότητα της Ανάστασης είναι ένα αντιεφισβήτητο γεγονός. Δεν αφιεσβητεί κανείς ότι αυτά είναι ακριβώς την διάσταση. Από την άλλη μοσμεριά αυτό δεν εμποδίζει να αναγνωστούν οι ιστορίες και σε ένα συμβουλικό επίπεδο και όπως είπα και πριν να καλέσουν τους αναγνώστες να ταυτιστούν με τα διάφορα πρόσωπα και να πάρουν θέση και στην ιστορία. Παράδειγμα είπαμε στο Καταϊβάνια ταγγέλιο τα πρόσωπα τα οποία συναντώνουν του Αναστημένου Ιησού και υπομοντικοί λειτουργούν ως χαρακτήρες με τους οποίους καλείται ο κάθε ο εκάστοτες αναγνώστες να ταυτιστεί ή να μην ταυτιστεί. Ο Οθωμάς ο οποίος αφηγηματικά στο αφηγηματικό επίπεδο δεν είναι μία ακόμα εφάνιση του Αναστημένου Ιησού αλλά ο Οθωμάς εκεί λειτουργεί και ως ένα πρότυπο και ως ένα παράδειγμα και για όλους όλους που θα έρθουν ο Ιησούς λέει μακάρι μη δώδες και πιστέψαμε μιλώντας μ' αυτόν τον τρόπο την ιστορία του Οθωμά μέσα στο μέλλον και βίδοντας απ' το πόσο η ιστορία αυτή μπορεί να έχει σημασία και μπορεί να έχει φαρμογή και στις επόμενες γενιάς. Επομένως είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ ότι οι ιστορίες να στέχανε βέβαια τον ιστορικό τους πυρήνα έχουν όμως και ένα συμβουλικό περιεχόμενο και διαβάζονται πλέον μέσα στο παρόν και μέσα στην εκκλησιολογική συνάχεια της εκάστρου κοινότητας. Μαλόχι από την άλλη σε συνέχεια αυτού του προγράμματος και ακριβώς επειδή η αρχαία κοινότητα κατανοεί την ιστορικότητα τη σημασία της ιστορικότητας του ιστορικού τους πιστεύουμε ότι η ίδια δεν καταφέρνει ποτέ σε αλληγορική ερμηνεία της Ανάστασης. Αυτό δηλαδή το οποίο θα βρούμε αργότερα στους βοστικούς τους όπου θα μιλήσουμε στο επόμενο μάθημα κάποια γενικότητα να αφορά για τα πόδια τους. Αυτό που βρίσκουμε εκεί να γίνεται λόγος για μια πνευματική, για μια συμβουλική Ανάσταση και να υπάρχει μια διάθεση αλληγορικής ερμηνείας της Ανάστασης αυτό το βρίσκουμε μέσα στα Ευαγγέλια. Άμως απέναντίες εξετάφεραν στα Ευαγγέλια μας ότι δεν πρόκειται για ένα αλληγορικά ερμηνευμένο γεγονός αλλά πρόκειται για γεγονότα που συνδέονται με τη σεφανή στα οποία έχουν ένα παθύτερο συμβουλικό νόημο. Πρέπει να δούμε λίγο τα χαρακτηριστικά τα οποία μπορεί να είναι κοινά μεταξύ των περιοχών μας. Το πρώτο που προκαλεί τη μεγάλη ανητύχωση είναι η απουσία οποιαδήποτε γεγονικών αναφορών. Δηλαδή, αν διαβάσουμε τους Ευαγγελιστές θα δούμε ότι όλοι με τον ή τον άλλο τρόπο κάνουν αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη και αυτό μας βοηθάει ιδιαίτερα από τα τελευταία χρόνια το εργαλείο αυτό που λέγεται διακειμενική ανάγνωση η σύνδεση δηλαδή και η ανίχνευση εκείνων των στοιχείων τα οποία παραπέμπουν στην Παλαιά Εθνική. Ενώ λοιπόν, με τον ή τον άλλο τρόπο, ο κάθε Ευαγγελιστής έχει τέτοιες βιβλιακές αναφορές. Ο καθένας όχι με την ίδια ένταση ούτε με την ίδια αμεσότητα. Για παράδειγμα, ο Ματθαίος είναι περισσότερος σαφής, έχει πάρα πολλά καταλέξει τα καθέματα. Ο Λουκάς δεν έχει τόσα πολλά καταλέξει παραθέματα. Και επίσης ο Ρουάννης δεν έχει πολλά καταλέξει παραθέματα. Προς τόσο όλοι και οι τρεις με τον τρόπο που χρησιμοποιούσε διάφορα περιεστατικά, το λεξιλόι που χρησιμοποιούσε διάφορα περιεστατικά ή τα μουτίβα τα οποία χρησιμοποιούσε διάφορα περιεστατικά παραπέμπουν ακριβώς στην Παλαιά Διαθήκη. Ενώ λοιπόν έχουμε τέτοια περιεστατικά, ενώ έχουμε αυτή την αναφορά, τη συντοχή θα έλεγα να φορά στην Παλαιά Διαθήκη γενικά στις Αγαδηλικές Αθλητήσεις, να φτάνουμε στην ιστορία της Ανάστασης, εκεί απουσιάζουν τέτοια στοιχεία. Και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Μπορεί βέβαια νωρίτερα ο Ιησούς να μιλάει για το σημείο του Ιωνα, μπορεί να λέει ακριβώς, να αφήνει να εννοηθεί ακριβώς αυτό ότι θα αναστηθεί, όμως όταν φτάνουμε να περιγραφεί αυτό το γεγονός, εκεί βλέπουμε ότι πραγματικά δεν γίνεται μία προσπάθεια να υπάρξουν τέτοιες διακοινωνικές συνδεδέσεις. Όμως δεν υπάρχουν κάποια στοιχεία που μπορεί να παραπέμουν στην Παλαιά Διαθήκη, είχαμε πει για τους ανθρώπινους με λευκά ρούχα ότι παραπέμουν στα θερφάνια στην Παλαιά Διαθήκη, όμως είναι πολύ ελάχιστα αυτά τα ευρήματα για να μιλήσουμε, σε σύγκριση μάλλον με τον τρόπο που ξεπούνται τα πολιτικά κείμεντά, τα παραδοσιακά κοινά στην Παλαιά Διαθήκη. Αυτό είναι ένα ιδιαίτερο στοιχείο και έχει ίσως και την ιδιαίτερη αξία του, γιατί ακριβώς είναι μία ένδειξη, θα λέγαμε, της έκπληξης και του συμπλονισμού που προκαλεί το γεγονός της Ανάστασης, το οποίο βρίσκεται εκτός των ομοσθών κατηγοριών και των ομοσθών τρόπων των Ευαγγελίων. Από την άλλη μεριά έχουμε ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον, ότι απολυσσιάζοντα προσωπικά στοιχεία και η λογική μιας προσωποποίησης της ελπίδας όσον αφορά στην Ανάσταση, δεν θα μπορούμε μέσα στις αφηλήσεις της Ανάστασης μία εξατομικευμένη προσέγγιση αυτού του γεγονότος. Δεν θα γίνει λόγος για προσωπική Ανάσταση, δεν θα γίνει λόγος για γενετική Ανάσταση, όταν έχουμε τις Ανάστασες με σαν φιλίσσα, αλλά αντίθετα. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι υπάρχει μία ιστορία η οποία διατηρεί ένα ανοιχτό τέλος. Με το δέν τον άλλο τρόπο και προκαλεί αυτό το ανοιχτό τέλος τον κάθε αναγνώστη να ταυτιστεί με κάποια πρόσωπα της ιστορίας και να πάρει θέση μέσα στην ιστορία. Να βρει δηλαδή και αυτός, τον ρόλο του, μέσα στο αφηγούμενο γεγονός. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, διότι θα δούμε βέβαια ότι αυτή η ιστορία, η Ευαγγενική ιστορία, στην παράδοση του κηρύγματος της Εκκλησίας στη Συνέχεια, αλλά και νωρίτερα στον Παύλο, αποκτά αυτό το προσωπικό χαρακτήρα, αποκτά αυτή θα λέγαμε την προσωπική διάσταση, καθώς εκεί βλέπουμε ότι πραγματικά και ο Παύλος κάνει λόγο για την άσταση των μικρών, κάνει λόγο για τις προεκτάσεις που έχει το γεγονός της αγνάστασης, τη ζωή του κάθε μέλος της Εκκλησίας, την ευθύνη του, τη στάση του απέναντον τα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησίας, ενώ καταλαβαίνουμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πολύ ενδιαφέρουσα τάση της αφήγησης, η οποία βέβαια, ενώ στο Ευαγγέλη, βέβαια δεν επηρεάζει άλλες πτυχές της παράδοσης. Εδώ θα λέγαμε όμως καθαρά ότι στιάζεται η προσοχή του αφηγητή και η προσοχή του αναγνώστη κατεπέκτεση πάνω στο πρόσωπο του Ιησού. Και εδώ έρχεται το επόμενο. Αυτό προκαλεί αιτύπωση, είναι το τρόπος περιγράφειο του Ιησού μέσα όσον αφορά στην Ανάσταση. Αποσιάζουνε τα εξαιρετικά και εξαιρετικές λεπτομέρειες όσον αφορά την εμφάνιση και την εξωτερική του Ιησού, όσον αφορά τη στάση του κ.ο.κ. Υπάρχουν μερικές πολύ έρνησες αναφορές, αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο. Ούτε στον Ματθαίο, ούτε στον Μάρκο, ούτε στον Ιωάννη, αλλά ούτε και στον Λουκά, υπάρχει κάποιος υπερημμός ή υπάρχει κάποια έστω και απλή και σύντομη αναφορά στον τρόπο που εμφανίζει το Ιησούς. Ενώ τον δούμε, για παράδειγμα, σε διάφορα απόκρυφα κείματα και θα τον δούμε αυτό στο επόμενο μάθημα, να εμφανίζεται με μία μορφή ένδοξου ανθρώπους, όπου είναι συνεκτριμένος το φως, φοράει λευκά εντύματα, έχει μια απαστράπτουσα εμφάνιση, προκαλεί τον φόβο ή τον φονασμό και τη λατρεία των ανθρώπων. Αυτό δεν ισχύει για τις αποφυγήσεις των γαλλονικών Ευαγγέλιων. Στα γαλλονικά Ευαγγέλια δεν γίνεται καμία προσπάθεια να συζητηθεί η εξωτερική εμφάνιση. Πάρουμε, βέβαια, κάποια υπέροχη, η οποία μπορεί να μας οδηγήσουν σε σωσμένα συνεργάσματα. Αυτό δημιουργεί ότι στην ιστορία του Θωμά ο Θωμάς καλείται να αγγίξει τους τύπους των ήλων, να αγγίξει τις πληγές, κάτι που σημαίνει ότι και το αναστημένο σώμα του Ιησού διατηρεί τα χαρακτηριστικά του σώματος πριν από το θάνατο του Ιησού. Και εδώ έχουμε και το εξής ενδιαφέρον στοιχείο, με αφορμή αυτό που λέω, ότι τόσο στο Λουπά όσο και στον Ιωάννη τον ίσχει ιδιαίτερα η σωματικότητα του αναστημένου Ιησού. Στον Ιησού θα δούμε ότι ο ίδιος έρχεται και ζητάει να του δώσουν κάτι να φάει. Και δούμε ότι αυτό εδώ έχει μια απολογική χρειάδη, ότι ακριβώς εδώ ο Ευαγγελιστής θέλει να τονίσει ότι δεν είναι φάντασμα ο Ιησούς, αλλά είναι ένα πραγματικό πρόσωπο, πραγματικά ανεστημένος. Αλλά και στον Ιωάννη αυτή η σωματικότητα του Ιησού τονίσει ιδιαίτερα. Όταν βλέπουμε τον Ιησού για παράδειγμα να έχει πληγές, να διατηρεί εξωτοσόνατα τις πληγές που είχε πριν από τον θάνατο, να τον αναγνωρίζουν οι διάφοροι μαθητές, να τον ακουμπούν, είναι του σαχωβά. Επιπλουμένως εδώ έχουμε μεγαλύτερη έμφαση στην σωματικότητα, υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση, δηλαδή εδώ έχουμε μια απάντηση σε δοκιτικές τάσεις που ενδεχομένως να της είχε υπόξει του ο εικάστους συγγραφές και να προσπαθεί να τις προνομήσει. Δεν είναι τόσο εντονή αυτή η τάση, θα λέγαμε, ότι δεν υπάρχει οπωσδήποτε ο τονισμός σωματικότητας του Ιησού, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι πάλι είναι σαφής, θα λέγαμε, συζήτηση για το δοκιτισμό. Ούτε πάλι μπορούμε να πούμε ότι τα Ευαγγέλια μας εδώ ουσιαστικά έρχονται να συζητήσουν τα κείμενα του Παύλου. Ξέρω και εγώ γιατί ο Παύλος μιλάει για τη σωματική ανάσταση και μάλιστα η σωματικότητα της ανάστασης του Ιησού, το αστυμμένο σωματικότητας του Ιησού, αποτελεί και την προελπόθεση του Παύλου για τη σωματική ανάσταση και τον νεκρό. Γιατί ο Παύλος είναι από αυτούς που είναι συγγραφείς καινείς Διαθήκες, που με μεγάλη σαφήνια δηλώνει ότι ο Ιησούς, επειδή ακριβώς αναστήθηκε με το σώμα του, αυτό αποτελεί και την προελπόθεση για τη σωματική ανάσταση και τον πιστού. Επομένως ούτε αυτό μπορούμε να μη βαίνουμε το πρωί, γιατί δεν γνωρίζουμε, όπως είπαμε και πριν, τι διαδρομίσεις ο οποίος ακολούθησε η παράδοση και τι κρύβεται πίσω από την λάθε παράδοση, την οποία ενδεχομένως να διαδρομίσουμε στο κάθε κίνημα. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ο Ιησούς, που παρουσιάστηκε ξεδικά απλά, με τον τρόπος που παρουσιάστηκε και στην προπασχάλια κορίου, αυτό είναι ακόμα στοιχείο σύνδεσης προς πασχάλιας με τα πασχάλια κορίου, δεν γίνεται καμία προσπάθεια να παθούν λεπτομέρειες για το πρόσωπο του Ιησού, ενώ για την εμφάνιση του Ιησού, αυτό με προκαλεί εντύπωση, αν σκεφτεί κανείς, ότι οι βαγγελιστές ουσιαστικά περιγράφουν ένα εξαιρετικό γεγονός και μια εμφάνιση του Ιησού, που ανήθιναν πραγματικά να της δώσουν μεγαλύτερη έγκληση ή να προκαλήσουν μεγαλύτερη εντύπωση, όπως αφρόντιζαν να περιγράψουν τον Ιησού, όμως δεν το κάνουν, αλλά ακολουθούν την ίδια πορεία που ακολούθησαν και στην υπόλοιπη αφήγησή τους, απλά αναφέροντας τον Ιησού και απλά αφήντας κάποιους υπογεγούς και κάνοντας κάποιες έμμεσες αναφερές στην εξωτερική του εμφάνιση. Ένα άλλο εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο είναι η παρουσία του γυναικών στον τάφο. Αυτό έχει προκαλεί αισθήμωση, γιατί όταν συζητήσαμε καιόλας νωρίτερα στα προβλήμα μαθήματα και συγκρίναμε κάθε φορά την κάθε περιπτωπή με τις προβλημμένες, αυτό που διεκριστώνουμε είναι ότι και στα τέσσερα ευαγγένειά, οι γυναίκες παίζουν ρόλο. Οι γυναίκες να τρέσουν με κάποιο σκαλό, οι γυναίκες να κρατούν και στον τάφο, οι γυναίκες θα γίνουν οι πρώτοι μάρτυρες της ανάστασης. Εδημοίως είναι δεδομένη η παρουσία των γυναικών και στις τέσσερις ιστορίας, κάτι που καταρχήν μας οδηγεί στο συμπέραμα ότι εδώ πρόκειται για μία αρχαιότητα την παράδοση. Αυτή είναι η παράδοση, η οποία βρίσκεται πίσω από τα κοινωνά μας και η οποία συνεχίζεται, παραμένει σταθερή και στα τέσσερα κοινών. Αυτό είναι το πρώτο σημαντικό στοιχείο. Το δεύτερο είναι αυτό που θέσαμε όταν αναφερθήκαμε στην αφήγηση του Μάρτ, γιατί εκεί για πρώτη φορά, λογικά, συναντούμε τις γυναίκες. Και είπαμε εκεί ότι η εμφάνιση του Ιησού, μάλλον το μήνυμα στις γυναίκες, η εντολή να μεταφέρουν το μήνυμα στις γυναίκες, έχει κάτι το αντιειρωϊκό μέσα της, καθώς οι ίδιοι στις γυναίκες, στο αρχαίο κόσμο, δεν θεωρούν ταξιόπιστη μάτια. Κανεί, λοιπόν, εντύπωση πώς τα Ευαγγέλια μέσα εδώ, και καταρχήν ο Μάρτ, όπου είπαμε πως ένα κομμάτι, όπου ακολουθούν οι άλλοι δύο συνεχτικοί, αλλά και ο Ιμάνης, ο οποίος ακολουθεί τη δικιά του παράδοση, αποτελεί, λοιπόν, ένα ζητούμενο πως όλοι διατηρούν ακριβώς τις γυναίκες. Διαφέρουμε τα ονόματα. Σε όλα όμως τα ονόματα αυτά, το είπαμε και πριν και πριν, ένα πρόσωπο κυριαρχεί. Είναι αυτό το οποίο βρίσκουμε και στις τέσσερις αμφιγίσεις της Ανάστασης, και αυτό είναι η Μαρία. Αυτό το πράγμα, το γεγονός δηλαδή ότι έχουμε μία παράδοση, την οποία τη βρίσκουμε συνεχώς και τη βρίσκουμε σε διαφορετικές πηγές, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει την αρχαία παράδοση, και ότι πραγματικά θα πρέπει να θεωρήσουμε, σε ένα ιστορικό επίκουργο, ότι πραγματικά υπάρχει κάτι στην πληφορική παράδοση, μια ισχυρία η οποία αναφυγείται ακριβώς αυτή η επίσκεψη των γυναικών στον τάφο. Και επομένως εδώ μιλάμε για ένα στοιχείο το οποίο είναι βασικό, προφανό στοιχείο της παράδοσης για την Ανάσταση. Υπάρχει ακόμα ένα στοιχείο, το οποίο και για τη Μαρία τη Μαρταλή προκύπτει το ίδιο, διότι η Μαρία Μαγδαρινή, υπό τίποτα σταθερό θα λέγαμε σημείο αναφοράς μέσα στις γυναίκες, είπαμε και όλες μιλώντας τα τελευταία μαθήματα, ουσιαστικά η Μαρία Μαγδαρινή είναι ένας προφανώς φορέας μέσα στην αρχαιόκλησία της παράδοσης, είναι δηλαδή ένα πρόσωπο σημαντικό, ένα πρόσωπο αναγνωρίσιμο και γι' αυτό ακριβώς βλέπουμε ότι δεν χάνει το όνομά της, δεν περνάει στην ανονιμία να χαθεί, αλλά δεν τα διασώζεται σε όλες τις παραδόσεις, είναι ακριβώς έτσι την ιδιαίτερη βαρύτητα που αξίζει στο συγκεκριμένο πρόσωπο. Και ένα άλλο στοιχείο το οποίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ο Άγιος Τάφος. Σε όλες τις αφημίσεις ο Άγιος Τάφος είναι εκείνος από τα κοινά, μιλήσαμε και άλλη φορά για τον Κενατάφου και είπαμε ότι αυτό μπορεί σε ένα απολογητικό επίπεδο να δηλώνει, να αφήνει να δηλώσει ακριβώς ότι δεν υπήρξε κανένας άλλος ο οποίος να μπήκε μέσα στον τάφο έτσι ώστε να υπάρξει παραμόηση και να θεωρηθεί ότι ο Ρησούς δεν ήταν αυτός ο κόσμος. Στην αφορά αυτή του κενού με έψυλο του Άγιου Τάφου, στον κενό με ΑΙ αυτή η λογική ότι είναι ένας τάφος ολοκένωνος και στη συνέχεια στον κενό με έψυλο τάφο ο Άγιος Τάφος, ουσιαστικά εκεί έχουμε για τους μάρτυρες μια βασική και τρανταχτή απόδειξη του Ιησούς που λένε ότι δεν είναι εκεί και φυσικά για την πίστη της Εκκλησίας αυτό σημαίνει ότι ο Ιησούς έχει αναστηθεί. Κοινός λοιπόν τάφους, κοινός και στα τέσσερα Ευαγγέλια, κοινό στοιχείο οι γυναίκες, κοινό στοιχείο η Μαρία η Μαθαιρίνα και από εκεί πέρα διάφορα επίσης μοτίβα είναι αυτά τα οποία βρίσκουμε να λειτουργούν μέσα στις τέσσερες ιστορίες με ένα χαρακτηστικό κοινό μοτίβο την εντολή για την κήρυξη του Ευαγγελίου με μία έξερεση στο καταμάχον Ευαγγέλιο εκεί έχουμε την εντολή σε όλους, για να το πω καλύτερα, της κήρυξης του μηνύματος της Αναστάσεως και κατεπέκταση του κηρύματος του Ευαγγελίου και πάλι εδώ θα πούμε ότι υπάρχει με διαβάθμιση λιγότερο εντολή αυτό και αρκετά αμφίσουμε και προβληματικό έργο στο Μάρκο περισσότερο εμφανές στους υπόλοιπους ευαγγελιστές και κυρίως θα έλεγα στο Μαθαίο και στο Λουκά αλλά και στον Ιωάννη Βλέπουμε λοιπόν, κλείνοντας σιγά σιγά από το μάθημά μας, ότι εδώ κάνοντας αυτή την αναδρομή και τη σύγκριση και τη συζήτηση, την πιο ολιστική θα λέγα προσέγγιση στις αφηγήσεις που έχουμε για την Ανάσταση μέσα στην Καινή Διαθήκη βλέπουμε ότι πραγματικά εδώ έχουμε μία ποικιλία παραδόσεων που έρχονται προφανώς από την προφορική παράδοση, βλέπουμε ωστόσο αυτό που είπα στην αρχή την αφηγηματική έκρεξη που διαπιστώνουμε στο τέλος της αμφίγησης των ευαγγελίων μας με αφωνή την Ανάσταση βλέπουμε σε κάποια σημεία την εντελώς αμφίσυνη και αντιειρονική θα λέγαμε παρουσίαση και του Ιησού αλλά και του ίδιου του γεγονότος της Ανάστασης, πράγματα δηλαδή τα οποία μας οδηγούν σε διαφορετικές συντεράσματα όσον αφορά την αρχαιότητα συγκεκριμένων στοιχειών και κυρίως κοινών στοιχειών μέσα στη Μαράκο και στις παραδόσεις που έχουν και στις ατυλίσεις που έχουν για την Ανάσταση και δεύτερο πέρα θα λέγαμε από αυτή την αρχαιότητα των στοιχείων είναι ακριβώς το γεγονός ότι έχουμε αυτές τις διαφορές, το γεγονός ότι έχουμε και αυτή την δύσκολη πολλές φορές περιγραφή του γεγονότος, την πολύ προβληματική, την γεμάτη κενά αυτό δηγεί όντως στο συμπέρασμό ότι πρέπει πραγματικά κάτι συντρακτικό, κάτι συμβιονιστικό να συμμετεί του μία του Σαββάτων όταν οι γυναίκες έφτασαν μπροστά στον άδειο του, στον τάφο μάλλον και τον έναν άδειο και αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν μπορούμε να βαλτιθούμε στην παράδοση. Που είναι συνέχεια και λόγος γιατί να υπάρχουν τόσο μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα σεβαγγελικές αφηγήσεις και πως τελικά αυτό είναι μία απόδειξη ότι εδώ έχει φαλκιδευτεί και έχει θα λέγαμε κατασκευαστεί το χαρούμενο, το happy end της ζωής του Ιησού Βέβαια το έχουμε πει πολλές φορές είναι αδύνατο να αποδείξουμε την ιστορικότητα με την έννοια τουλάχιστον που χρησιμοποιούμε την ιστορικότητα σύναρα και την πραγματικότητα του γεγονότος της Ανάστασης. Το ότι όμως είναι μία αληθινή εμπειρία, αυτό δεν μπορεί να χωρέσει καμία αφηγωρία αν πείτε κανείς ακριβώς τον τρόπο τον οποίο λειτουργεί στη συνέχεια του γεγονός της Ανάστασης ή αφήγησης της Ανάστασης σε όλη τη ζωή της Εκκλησίας, σε έναν τρόπο που κατανοεί η κοινότητα το πρόσωπο του Ιησού. Επομένως αναφυσβήτητα πρόκειται για ένα συμβουληστικό γεγονός προς τίποτα το να αποφασίσει κανείς αν δεν πρόκειται να πιστέψει αν θέλει την Ανάσταση, για αυτό δεν μπορεί να προκύψει με ευκολία μέσα από μία απολογιτική ανάπτυξη τώρα επιχειρημάτου, αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο είναι αποτέλεσμα πίστης και θεωρώ ότι ακριβώς τόσο το ανοιχτό τέλος του Μάρκου, όσο και γενικότερα η αφησιμία που υπάρχει σε πολλά σημεία των αφηγήσεων ή ακόμα και αν θέλετε η ανοιχτή πρόσκληση να τα φτιστούν με πρόσωπα και χαρακτήρες μέσα στις αφησιμίες, όλα αυτά λοιπόν είναι μια αδελέγα με παρότιση, μια πρόκληση, κανείς να πάρει θέση απέναντι στο γεγονός της Ανάστασης. Στο τελευταίο μας μάθημα θα δούμε στη συνέχεια όσο όλα αυτά τα στοιχεία που είδαμε μέσα στις αφηγήσεις των κανονικών αντακτυλίων, ποιά κυρίως το ανοιχτό τέλος το οποίο αφήνει ο Μάρκος αλλά και η ανοιχτή, το πρόβλημα του Μηλώνιου Μερός, ο οποίος ο Ιησούς δεν είναι πάνω στη γη αλλά είναι νεκρός, πώς αυτά στη συνέχεια θα τα επεξεργαστούν διαφορετικές παραμόρσεις, απόγρυφες πλέον, εξωκαναντικές, δίνοντας ένα διαφορετικό τέλος στην ιστορία του Ιησούς, με ένα διαφορετικό τρόπο εκπληρώνοντας και εκείνη τη σειρά τους μια διαφορετική θεολογική σκοπινή. |