Διάλεξη 1: Υπόσχεσαι, κύριέ μου, στον Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στους ευρωπαϊκού κοινοβουλίους και στους ευρωπαϊκού κοινοβουλίους. Ευχαριστούμε, κυρίες και φίλοι. Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στα πλαίσια του μαθήματος του μεταπτυχιακού των θεσμών Ευρωπαϊκό λαών, 10 του 21ου αιώνα, επιλέγουμε και θα ασχοληθούμε με μια γενική θεματική, η οποία έχει τον τίτλο Δίκαιο των Κογκορδάτων και των Εκκλησιαστικών Συμβάσεων. Οι νομικές βάσεις του Δικαίου των Κογκορδάτων και των Εκκλησιαστικών Συμβάσεων, στην αρχή, θα αναλυθούν στην παρούσα πρώτη διάλεξη στα πλαίσια της γενικής θεματικής αυτού του μεταπτυχιακού μαθήματος. Ως γνωστόν, οι σχέσεις μεταξύ του κράτους και των θρησκευμάτων, στρίζονται αφενός μεν, από το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στο Σύνταγμα, δηλαδή στα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία αναγνωρίζονται από το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και από το Σύνταγμα της αντίστοιχης χώρας. Από τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα, στο επίκεντρο βρίσκεται η θρησκευτική ελευθερία, η θρησκευτική ελευθερία ως γνωστό είναι ένα σύνολο δικαιωμάτων, δεν είναι ένα δικαίωμα, είναι ένα σύνολο δικαιωμάτων, το οποίο υποδιορείται σε δύο υποσύνολα δικαιωμάτων. Το πρώτο υποσύνολο έχει το όνομα ελευθερία συνείδησης ή ελευθερία θρησκευτικών πεποιθήσεων. Το δεύτερο υποσύνολο δικαιωμάτων έχει το τίτλο ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας ή κοσμοθεωρίας. Στο γενικό αυτό δικαίωμα, δηλαδή στο σύνολο των δικαιωμάτων που ονομάζονται θρησκευτική ελευθερία και ειδικότερα στα δύο υποσύνολα δικαιωμάτων που ονομάζονται αφενός με ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης ή θρησκευτικών πεποιθήσεων και αφετέρου ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας ή κοσμοθεωρίας, στηρίζεται το σύστημα σχέσεων κράτους θρησκευμάτων. Βέβαια το σύστημα σχέσεων κράτους θρησκευμάτων σε κάθε χώρα δεν προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το προβλέπεται συνήθως από το σύνταγμα της χώρας. Βέβαια υπάρχει πιθανότητα και το σύνταγμα να μην προβλέπει το ειδικότερο σύστημα σχέσεων κράτους θρησκευμάτων, αλλά αυτό να προκύπτει είτε από την κοινή νομοθεσία είτε από την πολιτική πράξη των κυβερνήσεων της συγκεκριμένης χώρας για την οποία ο λόγος. Όσον αφορά το σύνταγμα της κάθε χώρας, τα συντάγματα αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και μεταξύ αυτών και τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα. Εντωμεταξύ οι χώρες έχουν υπογράψει και τις διεθνείς συμβάσεις ανθρωπινων δικαιωμάτων μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίες συμβάσεις δημιουργούν διεθνείς υποκραώσεις για τη χώρα. Δηλαδή το συνταγματικό και εν γέννη το εθνικό δίκαιο θα πρέπει να εμπνεύεται σύμφωνα με τις διεθνείς υποκραώσεις της χώρας που έχουν υπογράψει επίσης και διεθνείς διακηρύξεις στα πλαίσια των διεθνών οργανισμών, είτε του ΟΥΕ είτε περιφερειακών οργανισμών, όπως είναι το Συμβούλιο της Ευρώπης για την Ευρώπη ή ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και της Δεκρασίας στην Ευρώπη και εξ αυτού του λόγου έχουν ανλάβει και διεθνείς διεσμεύσεις λόγω της υπογραφής των διεθνών διακηρύξεων που είναι κείμενα ηθικοπολιτικώς διεσμευτικά τα οποία όμως αποτελούν ερμηνευτικά κριτήρια, ερμηνευτικά μέσα που διευκολύνουν την ερμηνεία των διεθνών συμβάσεων οι οποίες κατά κυριολεκσία παράγουν διεθνείς υποχρεώσεις για τη χώρα. Επομένως το σύστημα σχέσεων κράτους διεσκευμάτων σε κάθε χώρα στηρίζει σταφενώς μεν στα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία αναγνωρίζονται από το Ευθυνές Δίκαιοι Αθροπίνων Δικαιωμάτων και από το Σύνταγμα της Αθήνης Χώρας και τετέρου δε το ίδιο σύστημα σχέσεων κράτους διεσκευμάτων στηρίζεται συνήθως στο Σύνταγμα της Αιγίας Χώρας ή αν δεν κατοχυρώνει στο Σύνταγμα που είναι φαινόμενο σπανιότερο τότε κατοχυρώνεται στην κοινή νομοθεσία ή ακόμα προκύπτει και από τη νομική και πολιτική πράξη. Το σύστημα θέσεων κράτους διεσκευμάτων που επικρατεί στις χώρες της Ευρώπης είναι το σύστημα του χωρισμού με εκταταμένη συνεργασία του κράτους με ορισμένα θρησκεύματα. Εκταταμένη συνεργασία σημαίνει παροχή προνομίων, δηλαδή θρησκευτικών δικαιωμάτων πέρα των θρησκευτικών δικαιωμάτων τα οποία αναγνωρίζονται από το διεθνές και από το συνταγματικό δίκαιο των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η χωρίγηση αυτών των προνομίων πραγματοποιείται είτε μονομερός από το κράτος μέσω της νομοθεσίας του προς τα θρησκεύματα με τα οποία συνεργάζεται, δηλαδή τα οποία αναγνωρίζει. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα υπόλοιπα θρησκεύματα επειδή δεν περιλαμβάνονται στον στενό αυτοκύκλο θρησκευμάτων των αναγνωρισμένων από το κράτος, δεν απολαμβάνουν των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βεβαίως και απολαμβάνουν τα υπόλοιπα θρησκεύματα τα μη αναγνωρισμένα των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όσον αφορά τώρα τα θρησκεύματα τα οποία ανήκουν στο στενό κύκλο των θρησκευμάτων με τα οποία το κράτος συνεργάζει, δηλαδή προς τα οποία παρέχει προνόμια, η παροχή αυτών των προνομίων όπως έχουμε πει πραγματοποιείται είτε με βάση τον νόμο της αντίστοιχης χώρας είτε αφού προηγηθούν συμφωνίες μεταξύ του κράτους με ορισμένα θρησκεύματα, δηλαδή τα θρησκεύματα τα οποία το κράτος αναγνωρίζει. Αυτές οι συμφωνίες τις οποίες υπογράφει το κράτος από τη μία πλευρά και τα αναγνωρισμένα από αυτό θρησκεύματα εφόσον το σύστημα σχέσεων κράτων και θρησκευμάτων προβλέπει τη δυνατότητα συνάψεων συμβάσεων για τη χορήγηση προνομίων προς τα αναγνωρισμένα θρησκεύματα. Οι συμβάσεις λοιπόν αυτές που υπογράφονται μεταξύ του κράτους και των αναγνωρισμένων θρησκευμάτων μπορεί να είναι είτε διεθνούς δικαίου είτε εσωτερικού δικαίου. Διεθνούς δικαίου είναι μόνο οι συμφωνίες οι οποίες υπογράφονται για την Καθολική Εκκλησία από πλευράς Αγίας Έδρας. Διότι ως γνωστόν η Αγία Έδρα έχει νομική προσωπικότητα δημοσίου διεθνούς δικαίου όπως και το κράτος του Βατικανού και αυτό έχει νομική προσωπικότητα δημοσίου διεθνούς δικαίου. Αλλά άλλο πράγμα είναι η Αγία Έδρα που είναι κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας και άλλο πράγμα είναι το κράτος του Βατικανού που τελεί έναν πολύ μικρό σε έκταση κράτος. Και ο σκοπός αυτού του κράτους είναι να διασφαλίζει την πολιτική ανεξαρτησία του αρχηγού της Καθολικής Εκκλησίας από τις πολιτικές εξουσίες. Βεβαίως εκτός από τις πολιτικές εξουσίες υπάρχουν και άλλες μορφές εξουσίες όπως οικονομικές εξουσίες, αλλά εν προκειμένου η προστασία της ανεξαρτησίας του αρχηγού της Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή του Πάπα, αποβλέπει στην παρεμπόδιση της ανάμιξης στην διοίκηση της Καθολικής Εκκλησίας μόνον των πολιτικών εξουσιών, διότι το σύστημα των διεθνών και οικονομικών σχέσεων είναι διαφορετικό και λειτουργεί με άλλους κανόνες. Όλες οι υπόλοιπες συμβάσεις, οι οποίες συνάπτουν μεταξύ ενός θρησκεύματος, είτε είναι το καθολικό, είτε είναι άλλα θρησκεύματα και του κράτους, εάν οι συμβάσεις απ' πλευράς Καθολικής Εκκλησίας υπογράφονται από άλλες αρχές κατώτερες της Αγίας Έδρας, είναι εσωτερικού δικαίου. Δηλαδή δεν είναι διεθνούς δικαίου, διότι μόνο η Αγία Έδρα έχει νομική προσωπικότητα δημοσίου διεθνούς δικαίου και μπορεί να συνάπτει διεθνή συμβάση με τα κράτη, έχει την ίδια νομική προσωπικότητα με τα κράτη, νομική προσωπικότητα δημοσίου διεθνούς δικαίου. Οπότε, σε αυτή την περίπτωση, όταν είναι μία διεθνής σύμβαση, η οποία συνάπτει μεταξύ της Αγίας Έδρας και του αντίστοιχου κράτους, σε αυτή την περίπτωση ακολουθεί και η διαδικασία προβλέπεται από το Σύνταγμα της αντίστοιχης χώρας για την νομοθετική κύρωση μιας διεθνούς σύμβασης. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ναι μεν, η ύπαρξη του Κογκορδάτων και των εκκλησιαστικών συμβάσεων έχει σκοπό την διμερή ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ του κράτους και του αντίστοιχου δρισκεύματος με σκοπό ιδίως την παροχή προνομίων. Πλεινόμως με συμβάσεις αυτές επαναλαμβάνεται και η αναγνώριση των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του οικείου θρησκεύματος, αν και αυτό δεν θα ήταν απαραίτητο διότι υπάρχει το Σύνταγμα και υπάρχει το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και μεταξύ αυτών τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα. Η Καθολική Εκκλησία διασφαλίζει την προνομιακή ρύθμιση των σχέσεών της με τα κράτη μέσω διεθνών συμβάσεων που υπογράφονται με την Αγία Έδρα, όχι μόνο με κράτη τα οποία έχουν πληθυσμιακή σύνθεση κατά πλειονότητα καθολική, αλλά και με κράτη τα οποία έχουν πληθυσμιακές συνθέσεις στις οποίες οι καθολικοί αποτελούν μοιοψηφίες. Δηλαδή υπογράφει συμβάσεις και με κράτη τόσο στην Ευρώπη όσο και εκτός Ευρώπης, δηλαδή στην Ασία, στη Λατινική Αμερική και έχει συνάψει ακόμη και με το κράτος του Ισραήλ. Και θα δούμε στη συνέχεια όλες αυτές τις διεθνείς συμβάσεις καθολικοί εκκλησίες στις οποίες συναφερόμαστε. Όταν υπογράφεται μια σύμβαση διεθνής μεταξύ της Αγίας Έδρας από την άλλη πλευρά, συμβαλόμενο είναι ένα κράτος, λόγω τότε η νομική προσωπικότητα της Αγίας Έδρας είναι εκείνη του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου. Όταν υπογράφεται μια σύμβαση μεταξύ άλλης αρχής της Καθολικής Εκκλησίας, κατώτερης της Αγίας Έδρας, τότε η άλλη πλευρά θα είναι η αντίστοιχη κρατική αρχή. Για παράδειγμα, αν υπογράφεται μια σύμβαση μεταξύ της επισκοπικής συνδιάσκεψης της Ιταλίας, η αντίστοιχη κρατική αρχή δεν θα είναι το Ιταλικό κράτος, αλλά θα είναι η Ιταλική κυβέρνηση. Διότι η επισκοπική συνδιάσκεψη της Ιταλίας θα αποτελείται από όλους τους καθολικούς επισκόπους της Ιταλίας σε εθνικό επίπεδο και επομένως αντισυμβαλόμενη θα είναι η κυβέρνηση της Ιταλίας. Όταν μία περιφέρεια της Ιταλίας υπογράφει μία σύμβαση για τη ρύθμιση σχέσεων του κράτους με την καθολική εκκλησία, τότε το μέρος το αντισυμβαλόμενο από πλευράς καθολικής εκκλησίας θα είναι οι επίσκοποι, οι οποίοι έχουν εδαφική δικαιοδοσία στα πλαίσια της περιφέρειας της Ιταλικής Δημοκρατίας, η αρχή της οποίας, η αρχή της περιφέρειας, υπογράφει τη σύμβαση μεταξύ κράτους και καθολικής εκκλησίας. Εάν ένας δήμαρχος μιας Ιταλικής πόλεως υπογράφει μία συμφωνία για τη ρύθμιση σχέσεων του κράτους με την καθολική εκκλησία, τότε από πλευράς καθολικής εκκλησίας η αντίστοιχη αρχή είναι ο τοπικός καθολικός επίσκοπος, ο οποίος έχει εδαφική δικαιοδοσία, συγκεκριμένη πόλη στην οποία είναι και η έδρα του δημάρχου, ο οποίος υπογράφει από πλευράς κράτους τη συμφωνία μεταξύ Αγίας Έδρας και Καθολικής Εκκλησίας. Αυτή είναι μία πυραμίδα εκκλησιαστικών συμβάσεων, αυτή που προανέφερα, είναι μία πυραμίδα εκκλησιαστικών συμβάσεων μεταξύ καθολικής εκκλησίας και ενός κράτους. Η Ιταλία, όπως και άλλες χώρες, δεν έχουν εκκλησιαστικές συμβάσεις, συμβάσεις δηλαδή με θρησκεύματα, μόνο με την καθολική εκκλησία. Η Ιταλία έχει συνάψει συμφωνίες και με άλλα θρησκεύματα, λεγόμενες συμφωνίες ακόρντι με ορισμένα θρησκεύματα διαφορετικά από την καθολική εκκλησία. Το ίδιο έχει παράξει και η Ισπανία, η οποία εκτός από τις τέσσερις επιμέρους διεθνείς διμερείς συμφωνίες, τις οποίες έχει υπογράψει με την Αγία Εδρα, έχει υπογράψει και τρεις συμφωνίες με άλλα θρησκεύματα και συγκεκριμένα με ομοσπονδίες θρησκευμάτων. Δεν έχουν υπογράψει εκκλησιαστικές συμβάσεις, δηλαδή συμβάσεις με θρησκεύματα. Μόνο κράτη του καθολικού πολιτιστικού χώρου της Ευρώπης ή του μικτού πολιτιστικού χώρου της Ευρώπης, δηλαδή καθολικού προθεσταντικού, όπως είναι η Γερμανία, αλλά και άλλες χώρες έχουν υπογράψει τέτοιες συμβάσεις είτε με τη καθολική εκκλησία είτε και με άλλα θρησκεύματα. Παραδείγματος χάρη, η Ροσκή Ομοσπονδία και συγκεκριμένα η Υπουργία, κατά τομής αρμοδιότητος, έχουν υπογράψει συμβάσεις με συνοδικά τμήματα του Πατριαρχείου Μόσχασο για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ Ροσκής Ομοσπονδίας και Πατριαρχείου Μόσχασο σε συγκεκριμένους τομείς. Η Γεωργία έχει υπογράψει μία αυξημένη στην επική συσχείως σύμβαση με το Πατριαρχείο Γεωργίας, η οποία ονομάζεται συνταγματική συνθήκη, δηλαδή ισχύει συνταγματική. Όπως λοιπόν είναι κατανοητό, όχι μόνο χώρες της Δυτικής Ευρώπης στην Ευρώπη, αλλά και χώρες του Ορθόδοξου πολιτιστικού χώρου από την Ανατολική Ευρώπη, έχουν και εκείνες υπογράψει συμφωνίες με θρησκεύματα. Η υπογραφή των συμφωνιών του κράτους με θρησκεύματα, είτε μπορεί να προβλέπεται από το Σύνταγμα, είτε μπορεί να προβλέπεται από έναν ειδικό νόμο για τα θρησκεύματα, είτε μπορεί απλώς να εφαρμόζεται στην πράξη. Αυτό εξετάζεται κατά περίπτωση, κατά συγκεκριμένο κράτος. Οι συμφωνίες λοιπόν μεταξύ του κράτους και των θρησκευμάτων συναντώνται στις χώρες που έχουν το σύστημα του χωρισμού. Δεν συναντώνται στις χώρες που έχουν το σύστημα της κρατηγής εκκλησίας. Το σύστημα του χωρισμού προέρχεται από την καθολική παράδοση. Το σύστημα της κρατηγής εκκλησίας προέρχεται από την πρωδεσταντική παράδοση. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την καθολική παράδοση, η οποία βρίσκεται στη βάση του συστήματος του χωρισμού μεταξύ κράτους και θρησκευμάτων, το κράτος είναι ένας οργανισμός διαφορετικός από την καθολική εκκλησία, διαφορετικός και από τα υπόλοιπα θρησκεύματα. Κάθε οργανισμός, είτε είναι το κράτος είτε είναι τα θρησκεύματα, έχουν τις δικές τους αρχές, τις δικές τους εξουσίες. Αν να δούμε τις σχέσεις κράτους, θρησκευμάτων, ποιες ήταν στον Ορθόδοξο χώρο από πλευράς ιστορίας, τότε στο Βυζάντιο θα δούμε, δηλαδή στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία από τα νέα αιώνα περιορίστηκε στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ονομάστηκε από τους δυτικούς ιστορικούς σαν Βυζάντιο. Η αντίληψη των σχέσεων μεταξύ κράτους-εκκλησίας ήταν ότι υπάρχει ένας μόνος οργανισμός, δεν υπάρχουν δύο οργανισμοί. Υπάρχουν όμως δύο εξουσίες μέσα στον ίδιο οργανισμό. Είναι η πολιτική εξουσία, η κρατική εξουσία και είναι η εκκλησιαστική εξουσία. Αυτό βέβαια αποτέλεσε μια αντίληψη, η οποία δεν επικράτησε λόγω ακριβώς της πτώσης του Βυζαντίου. Επικράτησε το σύστημα του χωρισμού ιδίως στην Ευρώπη και από την Ευρώπη μεταφτιεύτηκε και σε άλλες Επίρους. Και δευτερευόντος υπάρχει και το σύστημα της κρατικής εκκλησίας σε ορισμένες πρωτεσταντικές χώρες σήμερα. Στη Γερμανία αυτό το σύστημα της κρατικής εκκλησίας υπήρχε μέχρι το Σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1919. Οπότε από τότε το Γερμανικό Σύνταγμα καθιέρωσε το σύστημα του χωρισμού με συνταγματικό δικαίωμα στην αυτονομία των εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοδοίτων, δηλαδή να ρυθμίζουν τις ιστορικές υποθέσεις μόνα τους στα θρησκεύματα. Στη Γερμανία υπάρχει ένα εκτεταμένο σύστημα συμβατικής ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ του κράτους με την καθολική και την Ευαγγελική Προδεστατική Εκκλησία, οι οποίες και οι δύο αποτελούν τις κύριες εκκλησίες Γερμανίας, οι οποίες έχουν περίπου από 35% του πληθυσμού. Έτσι, λοιπόν, είτε η Ομοσπονδία, είτε τα Ομοσπονδακράτ 16 των αριθμών έχουν συνάψει διεθνείς δημερείς συμφωνίες με την Αγία Έδρα και επίσης έχουν συνάψει και εκκλησιαστικές συμβάσεις με την άλλη κύρια εκκλησία της Γερμανίας, δηλαδή την Ευαγγελική Προδεστατική Εκκλησία. Σε ορισμένα ομοσπονδοκράτη έχουν υπογραφεί επίσης και συμφωνίες μεταξύ του αντίστοιχου ομοσπονδουκράτους και ενός θεσκέματος, εφόσον βέβαιος έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, sui generis, αφού έχει εκπληρώσει εννοείται προηγουμένως προϋποθέσεις ο οποίες απαιτούνται για τα θρησκεύματα από το γερμανικό δίκαιο προκειμένου να περάσουν από το βασικό επίπεδο μεταχείρισης των θεσκευμάτων, δηλαδή εκείνο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, νομικού προσώπου με συγχωρείτε ιδιωτικού δικαίου sui generis, στο ανώτερο επίπεδο μεταχείρισης που είναι εκείνο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου sui generis. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |