Διάλεξη 8: Συνεχίζουμε σήμερα τις παραδόσεις σχετικά με το συνοπτικό πρόβλημα. Οπωσδήποτε αυτό που γίνεται σε αυτές τις παραδόσεις δεν είναι να δοθεί, πάρα πολλές φορές, μια τελειωτική λύση στο ζήτημα της σχέσης μεταξύ των τριών πρώτων Ευαγγελίων του Κανόνου της Κοινής Διαθήκης, άλλωστε μιλάμε για ένα ζήτημα, μάλλον το συνοπτικό, το οποίο αποτελεί εξαιρετικά καθόλου εζήτημα. Κάθε χρόνο εκδίδονται καινούργιες μελέτες, οι οποίοι σκοπό έχουν, με κάποιο τρόπο, να φωτίσουν πτυχές του ζητήματος, χωρίς ωστόσο να μπορεί κανείς να πει με βιώτητα ότι όντως έχει δοθεί η καταλυτική λύση και έχει δοθεί η τελική απάντηση στο μεγάλο αυτό ερώτημα. Και αυτοί που ουσιαστικά κανείς μπορεί να διαπιστώσει και πώς θα συμβιδίσουμε ως τώρα, αλλά και θα συζητήσουμε στα επόμενα μαθήματα, είναι ουσιαστικά ότι δίνονται βέβαια κάποιοι απ' απαντήσεις με τις θεωρίες οι οποίες προτείνονται από την άλλη μοσμιλιά ταυτόχρονα, παραμένουν και πάρα πολλά ζητήματα εξαιρετικά αδέβαια, εξαιρετικά θα λέγαμε προβληματικά, ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά και αυτό ακριβώς είναι το πιο σημαντικό που θα έπρεπε κανείς να έχει υπόψου σε αυτήν την περίπτωση, ότι καμία από τις θεωρίες οι οποίες συζητάμε και προτείνουμε, καμία από αυτές ουσιαστικά δεν μπορεί να έχει μία απάντηση για όλα τα ζητήματα. Πάντα θα υπάρχει κάτι το οποίο είναι νυχτό, πάντα θα υπάρχουν διπλές και τριπλές ερμηνείες στο ίδιο ζήτημα στα ίδια ζητήματα, επομένως κανείς πρέπει να έχει αυτά υπόψη του και με μεγάλη θα λέγαμε σύνδεση να μιλά για τα συγκεκριμένα ζητήματα χωρίς φυσικά να προσπαθεί να καταφύγεις σε λύσεις τις οποίες θα πρέπει να τις επιβάλλεις ως υπόλοιπους, ως τις απόλυτες αλήθειες και τις μοναδικές απαντήσεις στα ζητήματα που συζητά. Στα προηγούμενα μαθήματα μιλήσαμε διεξοδικά και για τις θεωρίες, μιλήσαμε και για την πηγή των λογίων, είδαμε τη πιθανή σχέση με τον Θωμά και το ρόλο που μπορεί να παίζει το Ευαγγέλιο του Θωμά στην ιστορία αυτή που ονομάζουμε Συνοπτικά Ευαγγέλια, Συνοπτική Παράδοση. Θεωρώ ότι ουσιαστικά πολλά ζητήματα παραμένουν ανοιχτά όσον αφορά τόσο το ίδιο το Ευαγγέλιο του Θωμά όσο και τη σχέση του με τα υπόλοιπα τρία κανονικά τώρα Ευαγγέλια και θα περάσουμε σήμερα σε ένα ζήτημα το οποίο ως μουστό αποτελεί θα λέγαμε ακρογωνιαίο λύθο της θεωρίας των δύο πηγών. Έχουμε και συμπλεονόμενες συναντήσεις ότι η θεωρία των δύο πηγών σήμερα είναι την θεωρία επικρατέρας τελείω, θεωρία όσον αφορά το ζήτημα της σχέσης των Συνοπτικών Ευαγγέλιων και φυσικά είναι μια θεωρία η οποία κινείται σε πλήρδο λογοτεχνικών και φυλλολογικών εξαρτήσεων. Δεν είναι φυσικά απόλυτα αποδεχτή. Υπάρχει μερήδα ερευνητών οι οποίοι υιοθετούν άλλες λύσεις. Όμως, σε κάθε περίπτωση αυτή τη στιγμή είναι η λύση η οποία είναι η λιγότερο προβληματική, τουλάχιστον κατιγενική εκτιμήση της ακαδημαϊκής κοινότητας. Και μια βασική αρχή αυτής της θεωρίας των δύο πηγών είναι φυσικά η προτεραιότητα του μαρτ. Γιατί το θέμα της σχέσης των Ευαγγελίων και της χρονικής σειράς έχει αποσχολήσει εδώ και πάρα πολλά. Έχει αποσχολήσει από την αρχαιότητα, ήδη από τα αρχαία χρόνια και οι πατέρες συζητούν αυτή τη σχέση. Ξέρουμε ότι για πάρα πολλά χρόνια μέσα στην έρευνα και γενικότερα στη συζήτηση των Ευαγγελίων, είχε επικρατήσει η θέση μάλλον του Αγουστίνου ότι προηγείται ο Ματθαίος, έπεται ο Λουκάσκης, τελικά είναι ο Μάρκος, ο οποίος σαστικά αποτελεί μία επιτομή των δύο προηγουμένων. Και γι' αυτό ακριβώς το λόγο, επειδή ο Μάρκος θεωρήθηκε με πολύ συχνά στην αρχαιότητα ως επιτομή των δύο προηγουμένων Ευαγγελίων, δεν έτυχε, θα λέγαμε, της ίδιος μεταχείρισης, όπως και τα δύο άλλα Ευαγγέλια τουλάχιστον πρώτος αιώνας, αφού τα άλλα δύο Ευαγγέλια υπομνηματίστηκαν και διασώζονται σήμερα υπομνήματα από την πατερική περίοδο, αντίθετα τα υπομνήματα στον κατά Μάρκον είναι σχετικά λιγότερα. Και αυτό έχει, όπως είπα, νωρίτερα να κάνει ακριβώς με αυτό το γεγονός της αντίληψης, είχε να κάνει με την αντίληψη και την αντιμετώπιση του Μάρκου ως επιτομής των άλλων δύο συνοπτικών Ευαγγελίων. Σήμερα, ωστόσο, η θεωρία των δύο ποιών ανέτρεψε αυτήν την σειρά προκρίνοντας το Ευαγγέλιο του Μάρκου και θέτοντάς το ως, θα λέγαμε, ως μία από τις δύο βασικές πηγές των άλλων δύο συνοπτικών. Το βασικό ερώτημα είναι, που μπορεί κανείς να θέσει, είναι κατά πόσο, αν τοποθετήσουμε το Μάρκο πρώτο, στη σειρά ουσιαστικά λύνουμε προβλήματα ή δημιουργούμε περισσότερα. Δηλαδή το ερώτημα πάντα είναι μία λύση που προτείνεται διευκολύνει τη συζήτηση ή ουσιαστικά την δυσκολεύει. Και αυτό το ερώτημα έχει να κάνει κυρίως με ένα δεύτερο, θα λέγαμε, προβληματισμό. Εντάξει, μπορούμε να πούμε ότι τα στοιχεία τα οποία είναι κοινά με τον Λουκά και τον Ματθέο, είτε εκείνος αντιγράφει από εκείνους, είτε οι δύο Ματθέος και Λουκάς αντιγράφουν από το Μάρκο. Το ερώτημα όμως είναι, τι γίνεται με τα ιδιαίτερα στοιχεία του Μάρκου, γιατί όντως υπάρχουν στοιχεία στο Μάρκο τα οποία δεν απαντούν στο Ματθέο και στο Λουκά. Και υπάρχει λοιπόν η συζήτηση, ωραία, αφού είναι έτσι τα πράγματα, γιατί αφού ο Λουκάς υποτίθεται και ο Ματθέος αντιγράφουν από τον Μάρκο, γιατί τελικά δεν υιοθετούν και αυτά τα στοιχεία, αφού βλέπουμε ότι όλα τα υπόλοιπα, τα υιοθετοπεύαια είναι πολύ λίγα, 60 στοιχεία αυτή που είναι το ιδιαίτερο, θα λέγαμε, υλικό του Μάρκου, σε κάθε περίπτωση όμως και αυτό είναι ένα ερώτημα. Βέβαια καταλαβαίνει κανείς ότι σε αυτήν την περίπτωση, αν επιλέξουμε την προτεραιότητα του Μάρκου, τα προβλήματα είναι πολύ λιγότερα από ότι αν είχαμε βάλει κάποιον άλλο από τους συνοπτικούς ως πρώτο. Και υπάρχει και ένα άλλο ερώτημα, πάρα πολύ δύσκολο ερώτημα, δεν έχει ληθεί και δεν νομίζω ότι θα μπορέσει να ληθεί, τουλάχιστον με βάζει τα δεδομένα που έχουμε αυτήν τη στιγμή. Ποιες είναι τελικά οι πηγές του κατά Μάρκου του Ευαγγελίου, αν τον τοποθετήσουμε πρώτο στη σειρά των Ευαγγελίων, το ερώτημα είναι εκείνος από πού αγγλεί τις πληροφορίες του, ποιες είναι οι πηγές του, είναι γραφτά κείμενα, είναι προφορικά, συνδέονται με κάποιες συγκεκριμένα πρόσωπα, τι συμβαίνει με αυτό. Και φυσικά το επόμενο βήμα είναι ποιες είναι τα στάδια της σύνταξης. Αυτό το κείμενο που έχουμε σήμερα στα χέρια μας είναι το αρχικό κείμενο του Μάρκου, πέρασε διάφορες επεξεργασίες ή όχι. Ποιες είναι τελικά οι διαργασίες οι οποίες έλαβαν χώρα, αν έλαβαν, ώστε να έχουμε στα χέρια μας αυτό το κείμενο. Και θα ξεκινήσω ακριβώς ότι η Αρχαία Εκκλησία ήθελε ο Μάρκος να είναι, θα λέγαμε, ο μνηματογράφος, ο κερμηνευτής του Αποστόλου Πέτρου. Αυτό τουλάχιστον λεγόταν και αυτό διασώζει και ο Παπίας, του οποίου το ερώτημα βέβαια σήμερα έχει χαθεί, αλλά από σπάσματά του σώζει ο Ευσέβης Θεσσαρίας, ο οποίος παραθέτηκε ένα σχετικό απόσπασμα από τον Παπία, στο οποίο ο Παπίας αναφέρει ότι ο Μάρκος ήταν ερμηνευτής του Πέτρου και ότι κατέγραψε στη Ρώμη όλα αυτά όσα θυμόταν από τον Πέτρου και από τον κ. Μάτου, χωρίς οστόσο να διατηρήσει την ακριβή σειρά. Βέβαια υπάρχει μια ωραία συζήτηση που έχει γίνει στην έρευνα, όταν λέει ακριβή σειρά ο συγγραφέας εννοεί την ακρίβεια του περιοχωμένου, εννοεί την χρονολογική τοποθέτηση των γεγονότων. Σήμερα συγκλίνουμε μάλλον προς τη δεύτερη λύση ότι πιθανόν είναι ο Παπίας, εννοεί δηλαδή ότι ο Μάρκος μη γνωρίζοντας ουσιαστικά και μη γνωρίζοντας ο ίδιος αυτό από της Μάρτυρας και από της Πουλησσού, ουσιαστικά δεν γνωρίζει πάντοτε την ακριβή διαδοχή των γεγονότων και επομένως τα απόσοτυμάτια από τις αφηγήσεις και τα κηρύγματα του Πέτρου τα τοποθετεί μέσα στην δικιά του σειρά. Καταλαβαίνετε βέβαια ότι αυτή η μαρτυρία του Παπία είναι πολύ σημαντική λόγω της αρχαιότητάς της, απνάει μεριά όμως, έχει αφηγηθεί από την έρευνα αρκετά και κυρίως γιατί ο Παπίας πολλές φορές παραθέτει στοιχεία τα οποία εκ των Ισθαίνων αποδεικνύονται εξαιρετικά προβληματικά και εξαιρετικά ανασφαλή όσον αφορά την αξιοπιστία τους. Παραμένει επομένως δηλαδή θα έλεγα με απλά λόγια ανοιχτό το ερώτημα, τι γίνεται με τις πηγές του Καταμάρκου Λεβαγγελίου. Αυτά λοιπόν λίγο πολύ θα τα συζητήσουμε στο σημερινό μάθημα. Επανελαμβάν και πάλι ουσιαστικά θα φίξουμε τα ζητήματα χωρίς να μπορούμε να μπούμε απόλυτα βαθιά μέσα στις διάφορες συζητήσεις. Τώρα, όσον αφορά τις διάφορες θεωρίες, οι οποίες έχουν προταθεί, οπωσδήποτε, το είπαμε πολλές φορές, το συνοπτικό πρόβλημα ξεκινάει από τη λογική ότι υπάρχει μια λογοτεχνική εξάρτηση μεταξύ των τριών συνοπτικών. Δηλαδή υπάρχει κάποιος ο οποίος έγραψε αρχικά και ότι οι άλλοι τον αντέγραψαν. Τώρα, εκεί το ποιος αντέγραψε ποιον είναι μια μεγάλη ιστορία και όπως είπαμε ήδη από την αρχαία φιλομαθήματος, ήδη από την αρχαιότητα της Εκκλησίας, με αρχαία εκκλησία υπάρχει αυτή η συζήτηση. Ποιος μπορεί να είναι ο πρώτος από αυτούς. Όπως είπαμε ότι και γενικότερα η πατερική γραμματεία δέχεται ως πρώτο το Μακθαίο και να ακολουθεί ο Λουκάς και να καταλήγουμε στον Μάρο. Σίγουρα, ο ένας αντέγραψε από τον άλλον, ή σίγουρα, αν δεν είναι ακριβώς ο ένας αντέγραψε από τον άλλον, σίγουρα υπάρχει μια λογοτεχνική εξάρτηση και είναι το έργο προημένου στο βιβλικό ερευνητή, να αποφασίσει το μέγεθος αυτής της εξάρτησης και το είδος αυτής της εξάρτησης. Αυτή η εξάρτηση διαπιστώνεται πρώτα από το κοινό λεξιλόγιο, γιατί βλέπουμε ότι πάρα πολύ συχνά χρησιμοποιείται το ίδιο λεξιλόγιο, κάτι που πολλές φορές αποδόθηκε και σε μια κοινή προφορική παράδοση. Υπάρχει επίσης ένας κοινός τρόπος αντιμετώπισης των διαφόρων χαρακτήρων μέσα στην αφήγηση, ή αλλιώς αν θέλετε κοινός χαρακτηρισμός των προσώπων. Και αυτό είναι ενδιαφέρον και η εκτίμηση των ερευνητών είναι ότι εδώ δεν μπορούμε να μιλήσουμε απλά για μία απομνήμης παράθεση των προσώπων, αλλά εδώ πρόκειται μάλλον για εξάρτηση ο ένας από το άλλο. Και το ακόμα πιο σημαντικό είναι ουσιαστικά στην αφήγηση έχουμε την ίδια σειρά, δηλαδή τα γεγονότα, τα αφηγή του συγγραφέας, ούτε ο ένας αναγκυβιστής, ούτε ο άλλος, με τον ίδιο τρόπο. Λέμε χαρακτηριστικά, θα δώσω ένα παράδειγμα, στο Μαθαίος 14, 3-12. Στο Μαθαίος 14, 3-12 έχουμε ουσιαστικά τη συζήτηση εκεί για τη συνομοσία για τη θαμάτουση του Ιησού Χριστού, έχουμε τη μοιρά λείψη στη Βυστανία και στη συνέχεια έχουμε και την απόφαση του Ιούδα να προδόσει τον Λασκαλό του. Αν πάει κανείς στο Μάρκος 14, έχουμε την ιστορία του θαμάτου του Ιωάννη του Βαπτιστή και όλη την περιγραφή του πως γίνεται το περιστατικό και αν πάμε και στο Μαρκο στο 6, 17 έως 19 και εκεί θα δούμε ότι έχουμε πάλι την ίδια ιστορία και με παρόμοια σειρά. Βλέπουμε δηλαδή ότι ο τρόπος που αφηγεί το κάθε συγγραφέα στην ιστορία του είναι σαν να αντιγράφει τον άνθρωπο στη διαδοχή του γεγονότον και αυτό είναι ένα στοιχείο εκτιμάται μιας λογοτεχνικής εξάρτησης. Θα πω πάλι ότι υπάρχουν πολλοί οι οποίοι αφηγητούν αυτή τη λογοτεχνική εξάρτηση και προσθέτουν ότι εδώ υπάρχουν κάποιες ιστορίες που είναι δεδοκομένες με συγκεκριμένο τρόπο ώστε να μπορεί κανείς να τις θυμάται και έτσι κανείς τις παραθέτει. Τώρα, είπαμε και στα προηγούμενα μαθήματα ότι υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το ποιος προηγείται και ποια είναι η σχέση των, μεταξύ των τριών Ευαγγέλιων. Ξέρουμε, είναι η θεωρία των δύο πηγών για την οποία ήδη μιλήσαμε έκτα νέστατα. Είναι η θεωρία του Τρίσπα, η οποία σήμερα έχει και κάποιους αρκετούς, θα έλεγα, οπαδούς ότι προηγεί το Ματθαίος ακολουθεί ο Λουκάς και έπεται ο Μάρκος. Ουσιαστικά είναι η Αγουστίνια αντίληψη για τη σχέση των Ευαγγελίων. Έχουμε τη θεωρία του Φάρερ, όπου ο Μάρκος προηγείται ακολουθεί ο Ματθαίος και έπεται ο Λουκάς. Έχουμε τη θεωρία του Μπάτλερ, όπου ο Ματθαίος αντιγράφεται από τον Μάρκο και στη συνέχεια ο Μάρκος και ο Ματθαίος ταυτόχρονα αποτελούν την πηγή του Λουκά. Και τέλος, μια πολύ γνωστή θεωρία παλαιά, είχαμε μιλήσει για αυτή και στα πρώτα μας μαθήματα, είναι ότι υπάρχει ένα πρωτευαγγέλιο. Υπάρχει δηλαδή ένα αρχικό κείμενο και αυτό ουσιαστικά αποτελεί την πηγή των τριών άλλων, ο Λύντης και πολλοί άλλοι στα πιο πρόσωπα χρόνια επανήλθαν σε αυτή τη θεωρία. Θα πρέπει να πω ότι αυτή η θεωρία σήμερα δεν συζητιέται πλέον, γιατί γενικά η γραμμή που έχουμε στην έρευνα είναι να αποφεύγουμε όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα σε ένα υποθετικό σχήμα και σε μια θεωρία να εισάγουμε πάρα πολλές υποθετικές πηγές. Ήδη έχουμε εντοπίσει το πρόβλημα το οποίο υπάρχει όσον αφορά την πηγή των λογίων, γιατί είναι μια πηγή η οποία ουσιαστικά μπορούμε μόνο να την υποψιαστούν, να την υποθέσουμε ακριβώς από τη σύγκριση του Ματθαίου με τον Λουκά και το κοινό υλικό μας κατευθύνει προς πηγήση μιας κοινής δικής τους πηγής, την οποία βέβαια μια πολύ μεγάλη μερίδα την ερευνητώνει όσο μεγαλύτερη θα έχετε την εγγραφή. Όμως έχουμε πρώτο Ευαγγέλιο για αυτούς οι οποίοι δεν δέχονται τον Μάρκο ως πρώτο ή καλύτερα αν θέλετε δεν δέχονται τη λύση της πηγής των λογίων, αλλά αυτό ακριβώς είναι και το αδύνατο σημείο γιατί πρόκειται ακριβώς για μια πηγή η οποία ούτε καν και μέσα από τη σύγκριση μπορεί με ασφάλεια να αποδειχθεί. Στον πηγήτο λόγιο τα πράγματα ίσως είναι λίγο καλύτερα με την έννοια ότι όντως έχουμε κοινό υλικό και όντως έχουμε ταύτιση σε πάρα πολλά πράγματα, έχουμε και διαφοροποίησης αλλά δεν μπορούμε να πούμε όμως ότι δεν είναι κατά κάποιον τρόπο πιο εμφανές ότι εδώ πρόκειται για μια κοινή πηγή. Αντίθετα στη νύση του Πρωτευαγγελίου δεν είναι με τα προβλήματα μας, απλά εισάγουμε ένα ακόμα πρόβλημα και αυτό λέγεται το υποθετικό κείμενο ενός Ευαγγελίου πριν από τα υπόλοιπα Ευαγγέλια. Τώρα ας δούμε λίγο γιατί η προτεραιότητα του Μάρτου έναντι των υπολίπων μάλλον είναι μια καλή λύση. Πρώτα απ' όλα είναι ευκολότερο να εξηγηθεί η επέκταση ενός υπάκτοπος υλικού του Μάρτου από τους άλλους δύο συνοκτικούς. Δηλαδή είναι πολύ πιο λογικό ο Μάρτος όντως να είναι πρώτος γιατί έγραψε πολύ πιο συνοκτικά και πολύ πιο πυκνά και οι άλλοι δύο αισθανόμενοι την ανάγκη ακριβώς να εξηγήσουν αυτή τη συντομία και να ερμηνεύσουν και κάποιες φορές και να απαντήσουν και στα ραθματικά που δημιουργεί αυτή η συντολιοδομία. Έρχονται και πεκτείνουν το υλικό προσθέδοντας επιπλέον υλικό ή τα προσωτική τους παράδοση είτε από παραδόσεις, είτε από την πηγή των λογίων και ούτω παθήξεις, αυτά όμως θα μιλήσουν και στη συνέχεια. Αν συνέβαινε το αντίστροφο τώρα, αν λέγαμε δηλαδή ότι προηγούνται οι δύο συνοκτικοί Μαρθέος και ο Μάρκος και ακολουθεί ο Μάρκος, το ερώτημα είναι τότε γιατί ο Μάρκος τελικά να αφήνει απέξω από το υλικό του, από την αφήγησή του, είναι πολύ σημαντικά στοιχεία που βρίσκουμε στη Δαφείο Αλευαγγέλια, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την επί του όρους ομιλία ή την κυριακή προσευχή που ξέρουμε ότι είναι ένα κείμενο το οποίο έπαιξε ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο και συνεχίζει ακούμα να παίζει στη λειτουργική ζωή τις εκκλησίες και στην προκειμένη περίπου στις αρχαίες εκκλησιασμένους είναι λίγο παράδοξο να υποθέσουμε ότι προηγείται, ότι ο Ματθαίος τα γνωρίζει όλα αυτά γιατί έχει διαβάσει τον Μαρκό και τον Ματθαίο και τον Λουκάτης ο οποίος χρησιμοποιείς και δεν τα αξιοποιεί. Ή ας πούμε το κείρυμα του βαπτιστή που ξέρουμε ότι ο βαπτιστής μέσα στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο παίζει ένα σημαντικό ρόλο. Το ρόλο είναι γιατί να μην το συμπεριλαμβάνει ο Μάρκος. Επίσης, ο τρόπος που οργανώνουν το υλικό του Μάρκου οι άλλοι δύο Ευαγγελιστές, δείχνει ότι αυτοί γνωρίζουν τον Μάρκο και όχι αντίστροφα. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι αν παρακολουθήσει κανείς το κατά Μαθαίον Ευαγγέλιο, θα δει ότι μέχρι το 15ο κεφάλαιο ο συγγραφέας έχει μία τάση να οργανώνει το υλικό τους υπριάδες. Γενικά πρέπει να πούμε ότι ο Μαχθαίος είναι πάρα πολύ τακτικός στον τρόπο που οργανώνει το υλικό του και αφηγεί. Οι εφήγησοί είναι εξαιρετικά τακτοποιημένοι. Έτσι λοιπόν, έως το Μαχθαίος 14.1 έχουμε μία οργάνωση τρίαδες. Από κει και πέρα όμως ο Μαχθαίος εγκαταλείπει αυτόν τον τρόπο οργάνωσης. Γιατί? Γιατί ουσιαστικά από κει και πέρα ακολουθεί το Μάρκο. Και ακριβώς επειδή ακολουθεί το Μάρκο δεσμεύεται θα λέγαμε κατά κάποιον τρόπο από τη δική του αφήγηση με αποτέλεσμα να μην ακολουθεί το προηγούμενο του σχήμα, το σχήμα των τριπλών αφηγήσεων, των τριάδων από παραπολές και το καθεξής. Η αντίθετη εκδοχή, δηλαδή να είναι ο Μάρκος αυτός που είναι πρώτος, δεύτερος και γνωρίζει τον Μαχθαίος γιατί τελικά δεν συμπεριλαμβάνει μέσα στο υλικό του και κάποια από αυτά τα στοιχεία που βρίσκουμε στον Μαχθαίο μέχρι το 14 κεφάλαιο. Μία άλλη πολύ χαρακτηριστική τάση είναι ότι τόσο ο Μάρκος όσο και ο Λουκάς έχουν την διάθεση ή την τάση να αφαιρούν ή να απαλύνουν αυτό που λέμε δύσκολες περικοπές του Μάρκου. Τα λέω δύσκολες περικοπές, ενώ περικοπές που είτε έχουν μια ασάφια, κάτι πάρα πολύ συνηθισμένο στον Μάρκο ή ας πούμε περικοπές οι οποίες έχουν απανταλήψεις ή περικοπές που αφήνουν ερωτηματικά ή προφανώς δημιουργούν και μια φαινομενική αντίφαση. Όλα αυτά, οι άλλοι δύο συγγραφείς επιθυμώντας ακριβώς να επιλύσουν αυτό το ζήτημα και να εξομαλύνουν αυτές τις δυσκολίες, βλέπουμε ότι τα αποσύο που τα αφαιρούν αυτά δείχνουν ότι έρχονται επόμενοι, γιατί δεν έχει καμία λογική να έχουμε ένα συγγραφέα ο οποίος να γράφει εκ των ειστερών και να επιλέγει εκεί που η προηγούμενη ήταν εξεκάθαρη και σαφής, εκείνος να συντομεύει το κείμενο με τέτοιο τρόπο στον οποίο το καθιστά εξαιρετικά ασαφές. Ένα παράδειγμα ας πούμε είναι το 4.26.29 που είναι ακριβώς η ιστορία του σπόρου που πέφτει στη γη όπου βλέπουμε ακριβώς μια εξαιρετικά σύντομη διατύπωση, η οποία λέει στην Βασιλεία του Θεού πως αν άνθρωπο βάρει τον σχόρν επί της γης και καθεύδει και γύρεται νύχτα και ημέρα και ο σχόρ βλαστάνει και μη κίνηται όσο κύβει αυτός αυτομάτικα ρίγει η καρκοφορή πρωτοχόρτου, την καστάχη, τα πιερισί, το εντοστάχη, όταν δεν παραδόει ο καρπός ευθέως αποστέλει το δρέμμα να του παρέσει την αθερισμός. Ή ξέρω εγώ, στο τρίτο κεφάλαιο, στον είπωση στίχο και έξις, που έχουμε ρίφτει την ιστορία για τον Δενζεβούλ και έχουμε και τον τρόπο που παρουσιάζεται εδώ παρουσιάζονται οι... παρουσιάζονται οι δικοί του, πώς αντιδρούν οι ίδιοι, έχει εκείνο το πολύ δύσκολο ότι και ακούσαντε συμπαραυτού εξήλθον κρατή σε αυτόν. Έλεγε ο Γάρος ότι εξέστη, δηλαδή έχει κρατή εκτός εαυτού, είναι ένα αρκετά θα λέγαμε άβολο κείμενο εδώ, μια άβολη διατήπωση. Όπως δηλαδή έχει τη λογική της και τη θέση της μέσα στη θεολογία του Μάρκου, εδώ όμως είναι ακείμενο το οποίο προκαλούσε προφανώς προβλήματα, αποδείξει τελικά ούτε ο Ματθέος ούτε ο Μάρκος, ούτε ο Λουκάς, περισσότερο συμπεριλαμβάνουμε αυτόν τον τρόπο, παρουσιάζονται πολύ διαφορετικά τους τυκούς, τους ηκιακούς του ίσου, πηγαίνουν να το βρουν και ούτε καθεξής. Και όπως βλέπετε έχω κι άλλα παραδείγματα εκεί στο 1525, στο 724, όλες αυτές είναι περιπτώσεις, που είτε το κείμενο έχει προβλήματα στον τρόπο που ουσιάζεται τα πράγματα, είτε η δημιουργία σάφιες, είτε έχει επαναλήψεις και ούτε καθεξής. Μάλιστα, στην περίπτωση του Ματθέου, μερικές φορές οι παρεμβάσεις του δημιουργούν προβλήματα στη δουλειά της αφήνυσης. Και έχω ένα παράδειγμα, αν διαβάσουμε στο Μάρκος 10, 17 έως 18, εκεί, έχουμε την ιστορία του Ιησού, ο οποίος συναβιέται με έναν νέαρο άνδρα και λέει, «Και εκπορευμένο αυτού εις οδόν, προς δραμούν εις και γονιπετίσας αυτον επειρώτα αυτον, διδάσκα λαγαθέ τί ποι εις οδόν, εινα ζωήν αιώνιον κληρονομίσον, οδέ εις ουσί, είπε αυτον τι με λέγεις αγαθός. Ου δεις αγαθός εις ο Θεός, τας εντολάς είδας, μη μιχεύσεις, μη φωνεύσεις» κτλ. Αν πάμε στο Ματθαίο, ο Ματθαίος δεν έχει και αυτό στην ίδια ιστορία, στο κεφάλαιο 19 και στο στίχο 17. Εδώ ο Ματθαίος έχει παρέμβει στην ιστορία του Μάρκου και έχει προσπαθήσει κάπως να την εξομαλύνει. Λέει χαρακτηριστικά στο 19-17. Ο Ματθαίος δημιουργήθηκε στον κεφάλαιο του Ματθαίου και είπε αυτον τι με λέγεις αγαθός, ου δεις αγαθός εις ο Θεός. Και στη συνέχεια λέει ότι είδε θέλησης ευθύνης στη ζωή, τύρισοντας εντολάς. Εδώ βλέπουμε, έχουμε πιο μαλακά τη διατύπωση στον Μάρκο. Και επομένως βλέπουμε ακριβώς ότι υπάρχει αυτή η διάθεση να κάνει ο Ματθαίος με κάποιο τρόπο, ωστόσο μερικές φορές φαίνεται ότι υπάρχει αυτή η επίδραση. Ή ας πούμε σε άλλα χωρίες με ένα άλλο τρόπο. Σε κάθε περίπτωση ο Ματθαίος πολλές φορές προσπαθώντας να αφηγηθεί ξανά και με έναν τρόπο απαλειμμένο τις αφηγήσεις του Μάρκου φαίνεται ακριβώς την παρέβασή του. Επίσης ένα άλλο στοιχείο είναι οι λεγόμενες διπλές αφηγήσεις. Δηλαδή πολλές φορές και ο Ματθαίος και ο Λουκάς έχουν δύο διαφορετικές μορφές του ίδιου κορίου και φαίνεται εδώ ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς συνδυάζουν δύο διαφορετικές πηγές, το Μάρκο και την πηγή των λογιών. Είτε μπορεί να έχουν και οι τρεις, δηλαδή να είναι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και να έχουν αυτήν την παράδοση και μια νεβάσια την παράδοση με βάση Q ή να είναι ας πούμε ένας επεγγενιστής και ο Μάρκος και ο ίδιος επεγγενιστής μετά να μοιράζεται με τον Ματθαίο από την Q την τέχνη περίπουση. Θα πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αν κοιτάξει κανείς στο Μάρκος 834, στο Μάρκος 834 λέγεται χαρακτηριστικά και προσκαλεσάμενος στον Όχλος ή τις μαθητές αυτού, είπε να αυτοίς, ως της τέλειο πίσω μου ακολουθεί, απαρνησάσθαι εαυτόν και εράτω σταυρόν αυτού και ακολουθείτον. Αν πάμε στο Ματθαίο τώρα στο 1624, εκεί θα δούμε ότι λέει, ή τις τέλειο πίσω μου αρθεί πάλι, το λέει στους μαθητές λέει, απαρνησάσθαι εαυτόν και εράτω σταυρόν αυτού και ακολουθεί. Και στον Ουκά ανάλογα, αντίστοιχα πάλι θα δούμε στο 923 το ίδιο ακριβώς φαινόμενο. Λέει εκεί και πάλι, είπε δεν προς πάντες, ή τις τέλειο πίσω μου αρθεί, απαρνησάσθαι εαυτόν και εράτω σταυρόν αυτού και ακολουθεί. Αυτό είναι η μία περίπτωση που έχουμε αυτό το λόγιο για την άρθεια του σταυρού. Και αν πάμε όμως τώρα ξανά στο Ματθαίος 10 δεδοτό, θα ξαναδούμε το ίδιο λόγιο σε άλλη μου συνάχη αυτή τη φορά, δηλαδή δεν είναι το ίδιο με το προηγούμενο, για να μην γίνει η παρανόληση, όπου πάλι εκεί ο Ιησούς θα πει, κιος ου λαμβάνει το σταυρόν αυτού και ακολουθεί ο πίσω μου ουκ έστι μου άξιος. Και το ίδιο θα βρουν και στο Λουκά στο 1427. Και ο Ιησούς βαστάζει τον σταυρόν αυτού και έρχεται πίσω μου ου δυνατή είναι μου μαθητής κτλ κτλ εγώ τώρα έχουμε δύο, έχουμε μία διπλή παράδοση για το ίδιο λόγιο της άρθειας του σταυρού. Τη μία φορά οσοιαστικά προέρχεται από τον Μάρκο και τη δεύτερη φορά προέρχεται από την Κιού. Θα δούμε βέβαια αυτό τι μπορεί να σημαίνει όσον αφορά τη σχέση του Μάρκου με την Κιού. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα το οποίο θα το δούμε στη συνέχεια. Και από την άλλη μεριά όμως το ίδιο λόγιο το βλέπουμε ακριβώς να υπάρχει και δεύτερη φορά. Και προφανώς οι Ευαγγελιστές εδώ διατηρούν και τις δύο περιπτώσεις γιατί ακριβώς έχουν διαφορετικές πηγές από τις οποίες αγγλούν αυτά τα δύο το ίδιο περίπου λόγιο. Ένα ακόμα επιχείρημα που δείχνει ακριβώς ότι πρέπει να δεχθούμε την προτεραιότητα του Μάρκου είναι ότι τόσο ο Μάρκ Θεός όσο και ο Λουκάσ Παρτσού, που είναι έναντιωμένο λεξιλόγιο σε σχέση με τον Μάρκο, είναι γεγονός ότι ο Μάρκος γενικά χρησιμοποιεί ένα λεξιλόγιο αρκετά άπλο και πολλές φορές και άκοξο, ενώ αντίθετα τόσο ο Λουκάς όσο και ο Ματέως καταβάνουν κάθε προσπάθεια να δώσουν ένα καλύτερο λεξιλόγιο, που σημαίνει ακριβώς ότι υπάρχει μία καλλιέργεια και μία επεξεργασία του προηγούμενικού, κάτι που αν υποθέσουμε ότι ο Μάρκος ακολουθεί τον Λουκά και τον Ματέως, δεν φαίνεται να ταιριάζει στην εικόνα, είναι δηλαδή σχετικά παράδοξο ο συγγραφέας να επιλέγει να επιστρέψει σε λιγότερο δόκεμις και λόγιες λέξεις, όταν έχει μπροστά του ένα εξαιρετικά λόγιο κείμενο να αντιγράψει. Και τέλος, ένας σημαντικός επιχείρημα είναι οι χρηστολογικές τάσεις που διαπιστώνουμε στα Δρύα Ευαγγέλια. Αναφυσβήθητα ο Ματθαίος, στον τρόπο που παρουσιάζει τον Ιησού, βελτιώνει κατά πολύ την εικόνα που έχουμε από τον Μάρκο. Ο Μάρκος δηλαδή είναι περισσότερο, καλά έχουμε γίνει μια χαμηλή χρηστολογία, ωστόσο στο Ματθαίου έχουμε μια προσπάθεια, θα λέγαμε πιο αναπτυμένης χρηστολογικής διατύπωσης, το ίδιο φυσικά και στο Λουκά, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Μάρκος είναι εκείνος που έρχεται πρώτος. Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο πολύ ενδιαφέρον που έχει να κάνει ακριβώς με τον Μάρκο και τη σχέση του με τα υπόλοιπα Ευαγγέλια και αυτό είναι οι λάσσονες ή μικρότερες συμφωνίες. Και όταν λέμε μικρότερες συμφωνίες, minor agreements όπως λέγεται συνήθως στην έρευνα, είναι οι περιπτώσεις εκείνες όπου ο Ματθαίος και ο Λουκάς εγκαταλείπουν τον Μάρκο και συμφωνούν μεταξύ τους χωρίς να ακολουθούν την Q. Δηλαδή αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο. Δεν φαίνεται να αντιγράφουν την Q, φαίνεται να είναι κοντά στον Μάρκο, όμως δεν ακολουθούν τον Μάρκο. Πολύ χαρακτηστικό παράδειγμα είναι η περιγραφή της βάπτισης όπου εδώ δεν θεωρούμε ότι υπάρχει Q, φυσικά ουσιαστικά και οι τρεις Ευαγγελιστές αφηγούνται το γεγονός της βαπτίσεως, όμως θα δούμε ότι και ο Ματθαίος και ο Λουκάς όταν μιλάνε για τους ουρανούς λένε ότι οι ουρανοί είναι όχθησαν, σε αντίθεση προς τον Μάρκο, ο οποίος χρησιμοποιεί τη λέξη σχιζωμένους, σχίστησαν δηλαδή οι ουρανοί, χρησιμοποιεί μια εντελώς διαφορετική παράσταση. Στο Μάρκος 4.11 βλέπουμε ότι, έχουμε το εξής χωρίο, στο 4.11 ότι όταν δεν γίνεται ο καταμόνας, η περιαυτόνση της 12 την παραβολή, έχουμε την εξήγηση της παραβολής του σπουραίου, αν πάει κανείς στο 13.11 θα δει ότι εκεί λέει ο δε αποκλειθείς είπε αυτοίς ότι έχει λύπη να περισταθεί κάτι το οποίο το έχει ο Μάρκος και δεν το έχουν οι άλλοι δύο. Δηλαδή ουσιαστικά, μάλλον τις ηθήκες κάτω της οποίας έγινε το ερώτημα στο νήσο ή αν πάμε στο Μάρκος 16.6, 65. Ας ξεκινήσουμε από το Ματθαίο, αν πάμε στο 26.68 του Ματθαίου. Εκεί είναι η σκηνή όπου ο Ιησούς δέχεται τους προπυλακισμούς και τις επιθέσεις των δεσμοτών του και οι δεσμότες του του λένε προφίτεσον είναι οι μηχριστές της αισθήνωπές σας. Αν πάμε στο Μάρκο στο 14.65 τότε εκεί λέγεται αυτό προφίτευσον σχεδόν, έχει προφίτευσον τις αισθήνωπές. Και στο Λουκά θα δούμε πάλι ο Λουκάς ακολουθεί τον Ματθαίος σε αυτό το σημείο και όχι τον Μάρκο. Υπάρχουν τέτοια σημεία που ενώ ουσιαστικά είναι την ίδια η ιστορία, ξαφνικά ο Λουκάς και ο Ματθαίος διαφοροποιούνται, συμφωνούν στη διαφοροποίηση και αποκλείνουν από την αφήγηση του Μάρκου. Είναι πολύ λίγες αυτές οι μικρότερες συμφωνίες, είναι όμως ένα από τα δύσκολα σημεία της θεωρίας των δύο πηγών, γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση του λογική ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς ουσιαστικά αντιγράφουν τον Μάρκο. Βέβαια η πρόταση που έχει δοθεί, η απάντηση που έχει δοθεί είναι ότι είναι προφανώς εδώ μια συντακτική παρέμβαση των δύο συνοπτικών, του Ματθαίου και του Λουκά, αλλά και πάλι δημιουργείται το ερώτημα σε αυτή την περίπτωση, γιατί συμφωνούν και οι δύο και ακριβώς κάνουν την ίδια παρέμβαση. Γι' αυτό ορισμένοι άλλοι εδώ σε αυτό το σημείο θεωρούν ότι έχουμε μια απόδειξη ότι υπάρχει μια προφορική πηγή, η οποία, ή έστω έχουμε το φαινόμενο της Δευτερογενής Προφορικότητας, που η ιστορία του Μάρκου παρό που έχει γραφτεί να την αφιούνται και επομένως από αυτήν ουσιαστικά αντιγράφουν οι δύο Ευαγγελιστές ή ο ένας από τους δύο. Και φυσικά υπάρχει και μία άλλη εκδοχή, εδώ να έχουμε μία εντελώς διαφορετική εκδοχή του Μάρκου, την οποία δεν την έχουν πια στα χέρια μας, όσο και από αυτήν ουσιαστικά αντιγράφουν ο Ματθέος του Λουκάς, αλλά εμείς σήμερα δεν την έχουμε, έχουμε μία άλλη εκδοχή του Λουκά, γι' αυτό έχει γίνει και ολόκληρη συζήτηση για πρωτομάρκου και δευτερομάρκου, πρωτομάρκος με την έννοια ότι υπήρχε ένα κείμενο, απρωταρχικά το οποίο προφανώς εκείνο γνωρίζουν οι άλλοι δύο συνοπτικοί, ή δευτερομάρκος με την έννοια ότι το κείμενο το καλλινικό που έχουμε σήμερα στα χέρια μας έχει δεχτεί επεξεργασία σε ένα δεύτερο πίπεδο και ουσιαστικά οι Ευαγγελιστές από εκεί αντιγράφουν, αυτό όμως πλέον έχει χαθεί και ότι αυτό τελος πάντων το κείμενο του δευτερομάρκου ήταν η βελτιωμένη θα λέγαμε εκδοση του Μάρκου. Βέβαια εδώ αυτό που έχουμε μάθει και αν έχουμε μάθει κάτι από τη χειρόγραφη παράδοση των κειμένων, τουσιαστικά αυτό που παραμένει μέσα στο χώρο και δεν χάνεται είναι η βελτιωμένη εκδοχή και όχι η προηγούμενη, δηλαδή είναι πολύ πιο λογικό να είχε επιβιώσει ο δευτερομάρκος παρά ο πρωτομάρκος. Θα δούμε όμως τώρα, έτσι, σε αυτό το κομμάτι της, να δούμε ακριβώς πόσο γοητευτικό μπορεί να είναι και περιπετειώδης θα λέγαμε όλη αυτή η συζήτηση για τα συνεργατικά, πόσο και από την άλλη μεριά όμως είναι εξαιρετικά δύσκολη και την οδηγεί πάντοτε σε ασφαλείς συμπεράσματα. Η θεωρία του πρωτομάρκου, τουλάχιστον σε μία από τις μορφές που θα εξηγήσουμε τώρα, είναι η συνεργατική συγκεκριτή του Χαρβάκ μαθητής του Μπούλπλου. Ο Κέστερ λοιπόν λέει ότι υπήρχε μία πρώτη μορφή, ότι μάλλον οι πηγές του Μάρκου είναι προφορικές παραδόσεις και αυτές οι προφορικές παραδόσεις είναι που τελικά οδηγούν στη διαταγραφή και στη διαμόρφωση του αρχικού κατά Μάρκου. Έχουμε δηλαδή αρχικά ένα κύμα με το Μάρκο, το δούμε και συνέχεια στο σχήμα, στο οποίο περιλαμβάνονταν η ιστορία του πάθου, κάποιες ιστορίες θαρμάτων και συλλογή παραβολών και κάποια άλλα περιστατικά. Αυτό που είναι σίγουρο για τον Κέστερ είναι ότι σε αυτή την πρώτη φάση δεν περιέχεται το κομμάτι 645 έως 826 γιατί αυτό παραλείπεται από τον Λουκά. Αν δηλαδή Λουκάς ακολουθεί το Μάρκο, έρχεται μετά το Μάρκο δηλαδή και τον αντιγράφει, δεν έχει εξήγηση γιατί απουσιάζει κατά τον Κέστερ, δεν υπάρχει εξήγηση, γιατί απουσιάζει ακριβώς αυτό το σχημμένο κομμάτι από το Ευαγγέλιο. Αυτό λοιπόν το πρώτο Ευαγγέλιο, ο πρώτο Μάρκος, έτσι η πρώτη φάση του Μάρκου, φαίνεται ότι αποτελεί την πηγή για τον Λουκά σύμφωνα με τον Κέστερ. Στη συνέχεια σε ένα δεύτερο στάδιο της ιστορίας της σύνταξης, πάντα σύμφωνο με τον ίδιο γερμανο-αμερικανό ρεμινευτή, προστείδεται αυτό το 645 έως 826. Και αυτό αποτελεί τη βάση του λεγόμενου Μυστικού Καταμάρκου, και θα εξηγήσω τώρα τι είναι αυτό, το οποίο μάλλον γράφτηκε στις αρχές του δευτέρου αιώνα στην Αλεξάνδρια και το οποίο είχε, έτσι θα λέγαμε, μυστικιστικές και εσωτερικιστικές τάσεις. Και αυτές κάποια στιγμή πέρασαν ορισμένες από αυτές και αργότερα στο κείμενο, όπως θα δούμε. Και επηρεάζει το κείμενο πάρα πολύ αυτή η τάση μυστικιστική, και από αυτό ουσιαστικά ατλούν και ο Ματθαίος και ο Λουκάς. Μάλλον επηρεάζει το Μάρκο μετά την αντιγραφή από τον Ματθαίο και τον Λουκά. Και ήδη εδώ, μετά την προσθήκη του 1645 και έως 1826, έχει έρθει και ο Μαρκ Ματθαίος προφανώς, ο οποίος αντιγράφει έντοιο και στο Εβέντουλη αυτό με μεγάλη έντοιση σαφήνα. Τώρα τι είναι αυτό το μυστικό κατά Μάρκο? Το μυστικό κατά Μάρκο είναι εκείνο το οποίο είδε σε ένα μοναστήρι, στη σκήτη του Αγίου Σάββα στην Παλαιστίνη, ο Μάρκτον Σμίθ. Είναι μόνος που το είδε, το μόνο που πόρασε να προσκομίσει στην ακαδημική κοινότητα, ήταν τους μέτρους φωτογραφής και τους μέτρους απόγραφου του χειρογράφου. Το ίδιο το χειρογράφο όμως δεν μπορούσε ποτέ να το παρουσιάσει. Πρόκειται για ένα αντίγραφο, στο πίσω μέρος ενός βιβλίου, ενός αποσπάσματος από μία επιστολή του κλήμεντος του Αλεξανδρέως, όπου ο κλήμης συζητά για τους Καρποκρατιανούς. Και λέει ότι αυτοί έχουνε ουσιαστικά αλλιώσει το κείμενο, το Ευαγγέλιο του Καταμάρκου, αλλά το Ευαγγέλιο του Καταμάρκου στην ειδοχή που υπήρχε στην Αλεξάνδρια, και η οποία ήταν εκτενέστη από κένει της Ρώμης, και απευθυνόταν αυτή η ειδοχή κατά τη μαρτυρία αφυφημένου, που βρήκε ο Μάρκτον Σμίθ, απευθυνόταν στους μιημένους και θα λέγαμε στα μέρη της επικοινότητας, το άλλο το οποίο γράφτηκε στη Ρώμη και είναι σύντομό το πως αυτοί είχαν να βρουν ένα νοσκό κοινό. Σε αυτό το κείμενο, στο μυστικό Καταμάρκον, υπάρχουν τρεις προσθήκες, τις οποίες τις αναφέρει ο Κλειμής. Η μία είναι ένα θαύμα ενάστασης ενός νεαρού άντρα, το οποίο τοποθετεί μια εκτενής αναφέροντα περιγραφή, η οποία υπήρχε μάλλον μετά το 1374. Το δεύτερο ενδιαφέρον είναι εκείνο της φυγής του νεαρού άντρα, στο Μάρκος 14.51-52. Και τρίτον υπάρχει ένα σύντομο κείμενο μετά το 1046α, όπου Ιησούς στην ηλικία αρνείται να δεχθεί σε ακροάση την αδερφή του νεαρού και τη μητέρα του, καλώς και τη σαλόν. Η προσθήκη μπαίνει μέσα στον μυστικό Καταμάρκο, στο κείμενο δηλαδή που έχουν στην Αλεξάνδρια κατά τον δεύτερο αιώνα μετά Χριστό. Στη συνέχεια, πάλι σύμφωνο με το σενάριο του Κέστερ, ένας ορθόδοξος συγγραφέας αφαιρεί από το Καταμάρκο, όλες αυτές τις προσθήκες, βέβαια, υπάρχουν ήδη οι επιρροές μυστικές και ισχυριστικές στο κείμενο μας, αλλά αφαιρεί όλες τις προσθήκες εκτός, για κάποιο λόγο που εμείς δεν γνωρίζουμε, αφαιρεί το 1451α, που είναι εκεί ο νεαρός άντρας, τη σύλληψη του Ιησού, που είναι τελειωμένος να σεντώνει και φεύγει τελικά γυμνός γιατί κάποιος προσπαθεί να τον πιάσει και αυτός αφήντως σεντώνει στα χέρια του διόκτιτου και εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα. Αυτό τώρα, το κείμενο, σύμφωνα με την αντίληψη πάλι της του Κέστερ, είναι ένα κείμενο το οποίο, αυτή η αλλαγή δηλαδή και αφαίρεση όμαθων των στοιχείων, γίνεται κάπου στα μέσα του δευτέρου αιώνα. Και οπωσδήποτε η λύση του Κέστερ είναι ιδιοφιλής, είναι μια πάρα πολύ εξαιρετική λύση, η οποία μας δίνει αρκετές... μας διευκολύνει για να κατανοήσουμε γιατί υπάρχουν αυτές οι διαφορές, μικρές διαφορές που είπαμε, οι πρώτες διαφορές μας στα σημαντικά επαγγένεια και κυρίως μας διευκολύνει να καταλάβουμε και ένα το πάρα πολύ ενεργματικό παρουσιαστικό με το νεαρό μέσα στη νύχτα που φέρνει γυμνός, αφήντας πίσω το σεντώνει με το πλούτο τελειωμένο στο 1451-52. Όμως, από την άλλη μεριά δεν εξηγεί, γιατί τελικά έμεινε αυτή η περιοχή, διότι μοναδικά, αυτό ότι κανείς είναι ένα πάρα πολύ ενεργματικό κείμενο. Είναι στη μέση του, θα λέγαμε, του πουθενά και μέσα στη σκηνή της σύλληψης του Ιησού, αλλά δεν είναι ένα πρόσωπο που το έχουμε δει πιο νωρίς, δεν το γνωρίζουμε, είναι εντελώς, θα λέγαμε, παράδοξο το περιστατικό. Και, επομένως, το ερώτημα, λοιπόν, που κανείς θα τον πει, αφού αφαίρες όλα τα άλλα, αυτός ο συντάκτης, ο θεωρητής του Μάρκου, γιατί τελικά το αφήνει αυτό και δημιουργεί πάρα πολλά προβλήματα. Και, επομένως, δεν μπορεί η λύση του Κέστερ ακριβώς, όπως είπα και πριν, να μας δώσει μια απάντηση σε όλα μας τα ερωτήματα. Και, φυσικά, υπάρχει και ο αντίλογος ότι ο Μάρκος, ο Λουκάς, εγώ δεν γνωρίζει μια συντομότερη εκδοχή του Μάρκου χωρίς το 1865 έως 1826. Αλλά, ίσως, ο Λουκάς θα αποφεύγει, γιατί πολλά από αυτά τα περιστατικά θα τα πει και ο ίδιος στη συνέχεια, για να αποφύγει ακριβώς τις επαναλήψεις. Και φαίνεται λίγο παράδοξο να μην υπήρχε στο αρχικό κείμενο του Μάρκου, αφού αυτό το κομμάτι, από το 6 έως το 8, θα λέγαμε, είναι μάλλον στην καρδιά του κοινένου, του Ευαγγέλιου. Φυσικά, υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο, το οποίο φιστά αυτή τη θεωρία εξαιρετικά αδύναμη, και είναι το ίδιο το πρόβλημα του μυστικού πεταμάρκων. Αυτό το κειμένα, το οποίο, όπως είπαμε, έχει σήμερα χαθεί, ο Μάρκος δεν μπορέσε να το προσκομίσει. Με αποτέλεσμα, σήμερα η έρευνα να έχει ιδιχαστεί, όσον αφορά την αυθεντικότητα της μαρτυρίας του Μάρκου, δηλαδή και των φωτογραφιών και των αφων που έδειξε, εξακολούθηκε να προσκομίσει την έρευνα, γιατί καταλαβαίνει ότι αν, όντως, είναι ένα αυθεντικό κείμενο, τότε έχουμε μια διαφορετική προοπτική, στο ζήτημα, μάλλον, του συστατικού και σε συζήτηση γύρω από αυτό. Στο σχήμα που βλέπετε τώρα, μπορείτε να δείτε ακριβώς αυτά που σας περιέγραψα νωρίτερα. Έχουμε τις παραδόσεις λοιπόν, αυτές οι προφορικές, έχουμε από την κεπέρα ένα αρχικό κατά Μάρκο, χωρίς το 1685 έως 1826, έχουμε μετά την προσθήκη του και από αυτό επηρεάζεται ο Ματθαίος, ενώ ο Λουκάς έχει πειραστεί από το προηγούμενο. Στα συνέχεια ακολουθούμε με το μυστικό Μάρκο, που προσθήται πολλά μυστητιστικά στοιχεία και προσθήκονται και αυτές οι γνωστές στην καρποκρατιανή εκδοχή, προσθήθενται πολλές αυτές οι τρεις, αυτά τα τρία χωριά περιστατικά για τον νεαρό άντρα και ταυτόχρονα αφαιρούνται αυτά, μάλλον λίγο αργότερα αυτά αφαιρούνται και από αυτό το μυστικό Μάρκο προέρχεται το κανονικό κατά Μάρκο, που έχουμε σήμερα στην διάθεση. Ο Κρουσάν, ο οποίος διαπιστώνει ακριβώς αυτές τις σχολείες, οι οποίες εντοπίσανε πριν στη θεωρία του Κέστερ, αλλάζει λίγο την διατύπωση και λέει ότι το αρχικό κείμενο ήταν αυτό το λεγόμενο μυστικό κατά Μάρκο Ευαγγέλιο και ότι από αυτό ουσιαστικά προέρχεται το καρποκρατιανό, αυτό με τις προσθήκες που είπαμε και κυρίως αυτή την προσθήκη που έχει να κάνει, που αφήνει να εννοηθεί, να υπενίστε μάλλον ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ του Ιησού και αυτού του νεαρού άντρα, κάτι που φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ η Εκκλησία, η Αρχαία Εκκλησία να αντεθεί και ότι από το μυστικό Μάρκο μετά προέρχεται το κανονικό κατά Μάρκο από το οποίο επηρεάζονται ο Μαρθέος και ο Βασίλ. Είναι πιο απλό το σχήμα του Κροσάνς, κατά γενική όμως εκτίμηση, το σχήμα του αν θυλήσουμε να αντεχθούμε κάποιο αποπαδείο, τότε το σχήμα του Κέστερ είναι το πιο πιστικό γιατί ακριβώς μπορεί να λύσει περισσότερα προβλήματα και να δώσει αφαντήσεις σε περισσότερα ζητήματα από ό,τι εκείνο του Κροσάν. Και πιστεύω στο τέλος της σημερινής παρουσίας να πούμε λίγο δύο κουβέντες για τη σχέση του Μάρκου με την Κιου. Είπαμε βέβαια ότι στη θεωρία των δύο πηγών ο Μάρκος και η Κιου είναι δύο ενεξάρτητες πηγές και ότι προφανώς ο Μάρκος δεν έχει καμία σχέση με την Κιου, τουλάχιστον δεν είχε συζητηθεί από την αρχή όταν συζητήθηκε το ζήτημα των δύο πηγών. Ωστόσο παρατηρούμε αρκετά σημεία σύγκλισης του Μάρκου και της Κιου. Για παράδειγμα αν προσέξουμε στο Μάρκος 4.30-32 έχουμε τα εξής, θα διαβάσω λίγο το κείμενο και θα δούμε εδώ κοσμοματικά φαίνεται να μην είναι... Εδώ λέει και έλεγε πως ομοιώσουμε τη Βασιλεία του Θεού ή εν τύνη παραβολή παραβάλλουμε αυτή ως κόκκου συνάπτου ως ανσπαρή επί της γης μικρότερος πάνω το σφερμά του νηστήτων επί της γης και όταν σπαρή αναβαίνει και γίνεται μίζο αναπάντων των λαχάνων και ποιοι κλάδους μεγάλους ώστε δύναστα υποδυσκέανα αυτά τα πετινά του ουρανού κατασκυνούν. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία με τον κόκκου συνάπτου. Στην ίδια ιστορία βρίσκουμε και στο Ματθαίο και στο Λουκά αλλά εδώ παρουσιάζει ο Ματθαίος και ο Λουκάς μεγαλύτερα σωμία της μεταξύ τους και απόκλειση από τον Μάρκο κάτι που αφήνει να εννοηθεί ότι εδώ υπάρχει το ερωτηματικό μήπως τελικά εδώ ο Μάρκος γνωρίζει και αυτό στην Κιου. Και αυτό είναι και το ερώτημα έτσι το οποίο έχει τεθεί πολλές φορές στην έρευνα. Βέβαια όσοι είναι ερευνητές έχουν ήδη απαντήσει καταφατικά σε αυτό το ερώτημα πως είναι ο Λάμπρο, ο Κάτσπορ που δέχονται ότι πιθανόν υποδικάζουν να δει ότι υπάρχει αυτή η σχέση και αυτή η γνώση. Αλλά σε αυτή την περίπτωση το μεγάλο ερώτημα είναι πάλι γιατί ο Μάρκος τότε αποφέρνει να συμπεριλάβει ορισμένα πολύ σημαντικά κείμενα από την πηγή των λογίων τα οποία βρίσκονται σ' άλλους δύο συνοπτικούς. Και φυσικά το πρόβλημα το μεγαλύτερο είναι γιατί ο Μάρκος φαίνεται να επιλέγει να παραθέτει αυτά τα χωρεία που προφανώς έβαλαν από την πηγή των λογίων σε μια περισσότερο θα λέγαμε ακατέργαστη μορφή απ' ό,τι κάνουν ο Μαθέος και ο Λουκάς. Δηλαδή αν όντως το λογικό είναι ότι αν αντλεί από τη γειού θα έπρεπε προφανώς να το μορφωποιεί με τέτοιο τρόπο, θα είναι ευκολότερο μέσα στη δικιά του συνάθεστη του λόγους κάτι που δεν το κάνει, διότι θα το κάνει πολύ ο Μαθέος και ο Λουκάς. Και επομένως αυτό αφήνει ένα ερωτηματικό το οποίο προφανώς θα μην είναι αναπάντητο όπως αναπάντητο θα μείνει και το εξής ερώτημα. Αν γνωρίζει τελικά ο Μάρκος λόγια που συμπεριλήθηκαν και στη γειού αλλά σε διαφορετική μορφία από εκείνη. Οι τελευταία λύσεις σε αυτό το πρόβλημα είναι μήπως ο Μάρκος έχει υπόψη του κάποια λόγια τα οποία στην εποχή που τα γνωρίζει δεν ανήκουν στη γειού αλλά αργότερα σε κάποια άλλη τους μορφή εντάσσονται τελικά μέσα στη γειού. Κλείνοντας και συνοψίζοντας το σήμερα να μάθουμε βλέπουμε πραγματικά ότι οπωσδήποτε είναι ευκολότερο, εκεί λύνει πολύ περισσότερα προβλήματα να διχθούμε την προτεραιότητα του Μάρκου, είναι πραγματικά μια αρκετά βολική και αρκετά θα λέγαμε ικανοποιητική απάντηση. Δεν σημαίνει βέβαια ότι λύνει όλα μας τα προβλήματα αφού αφήνει αρκετά ερωτηματικά όσον αφορά τις μικρότερες συμφωνίες μεταξύ Μάρκου και Μαθαίου και Λουκά όπως αφήνει ανοιχτό και το ερώτημα τι γίνεται με την πηγή των λογίων και αν η πηγή των λογίων είναι μία από τις πηγές που ονομιρίζει ο Μάρκος. Οπωσδήποτε, ίσως η ελπίδα είναι στο μέλλον θεωρίες πιο σύνθετες λογοτεχνικής εξάρτησης ή ακόμα και κάποια κείμενα, η ενέβριση κάποιου κείμενου θα μπορούσε να δικαιώσει ακριβώς τη μία ή την άλλη θέση ή θα μπορούσαν να βοηθήσει σε πιο ικανοποιητικές απάντησεις και σε αυτά τα ερωτήματα τα οποία φέραμε. |