Διάλεξη 6: Στο σημερινό μάθημα θα συζητήσουμε για ένα, θα πούμε πλέον ξεκάθαρα σε κείμενα της Καινής Διαθήκης, τα οποία έχουν αποκαλυπτικό περιεχόμενο ή έχουν κάποια αποκαλυπτικά χαρακτηριστικά και τα οποία θα δούμε ότι είναι σημαντικά για το σημερινό μάθημα. Έτσι λοιπόν το πρώτο κείμενο το οποίο θα εξετάσουμε είναι το 13ο κεφάλαιο από το Καταμάρκον Ευαγγέλιο, το οποίο πολλές φορές θα χαρακτηρίζεται και ως η μικρή αποκάλυψη. Ειδικότερα το 13, τον Μάρκος 13, έχει γίνει πολλές φορές αντικείμενο συζήτηση στην έργο της Ακουνθίνα ασχολεί τους ερευνητές εξαιτίας τόσο του περιεχομένου όσο και της σημαντικής θέσης την οποία κατέχει μέσα στο Καταμάρκον Ευαγγέλιο. Αν δούμε τη συνάφεια θα δούμε ότι το κείμενο αυτό βρίσκεται λίγο πριν από το Πάθος, σημαντικά είναι στην αρχή τον όσον θα πει ο Μάρκος στη συνέχεια για το Πάθος του Ιησού και δένει με όσοι στη συνέχεια περιγράφονται στο Πάθος αλλά ταυτόχρονα έχει πάρα πολλές αναφορές προηγούμενα. Περιστατικά η λόγια του Ιησού επομένως δηλαδή αποτελεί ένα κείμενο το οποίο λίγο πολύ είναι ταγμένο πολύ έτσι οργανικά μέσα στην αφήγηση, στο αφηματικό πλαίσιο του Καταμάρκον Ευαγγέλιου. Όπως είπα και πριν, πολύ συχνά έχει χαρακτηριστεί ως η μικρή αποκάλυψη ή από άλλους ως ο ισχατολογικός λόγος εξαιτίας του περιεχομένου, ή επίσης έχει ονομαστεί λόγος στο όρος των ελεών ακριβώς γιατί ο Ιησούς αυτόν τον λόγο παρουσιάζει να τον κάνει στο όρος των ελεών. Είπα και πιο πριν, ωστόσο, ότι το κείμενο αυτό, το οποίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα κείμενα της χριστιανικής γραμματείας και εξαιρετικά θα λέγαμε χαρακτηριστικό της πρώην της χριστιανικής ασφατολογίας, το κείμενο αυτό, ωστόσο, δεν είναι απλό. Έχει προκαλέσει πάρα πολλές συζητήσεις στην έρευνα, έχει και, όπως είπα, ακόμα συζητιέται, αποτελεί πάρα πολλές τακτικά θέματα διαδικτυβών, μονογραφιών, χωρίς να πούμε ποτέ ότι ουσιαστικά έχει κλείσει ως θέμα, διότι πάρα πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάλλητα όσον αφορά αυτό το κείμενο. Και ειδικότερα, ένα από τα ερωτήματα τα οποία προκύπτουν όταν κανείς μιλετά αυτό το κείμενο, είναι πρώτα πρώτα ποια είναι η σχέση του με την υπόλοιπη αποκαλυπτική γραμματεία. Είναι αποκαλυπτικό κείμενο, μπορούμε να το χαρακτήσουμε ως αποκάλυψη. Δεν είναι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, πολύ συχνά στην έρευνα αυτός ο αποκαλυπτικός χαρακτήρας, με τον οποίο θα μιλήσουμε σήμερα, έχει αφηγητηθεί. Ένα δεύτερο ερώτημα, πολύ σημαντικό επίσης, είναι εάν πρόκειται στην περίπτωση του Μάργος 13, πρόκειται για ένα κείμενο, το οποίο ουσιαστικά ανάγιεται στον ιστορικό Ιησού, στον Ιησού δηλαδή, της ιστορίας. Αν δηλαδή με απλά λόγια, όσα αναφέρονται μέσα στο αυτό το κείμενο, είναι λόγια που πραγματικά κάποια στιγμή είπε ο Ιησούς, κάτι με πήγε από τη δράση, ή αποτελούν κείμενα τα οποία στη συνέχεια κατασκεύασε ο Μάργος, και τελώς από μόνος, δηλαδή χρησιμοποιώντας κάποιες παλαιοδιεθνικές αναφορές, προφητείες, ή έχοντας υπόψετου διάφορα άλλα κείμενα ή προφορικές παραδόσεις για τον Ιησού. Και τέλος, το τρίτο ερώτημα, το οποίο είναι σημαντικό επίσης, είναι ποιος είναι ο ρόλος του αθωπικεφαλαίου, όχι μόνο μέσα στον κατά Μάργο 13, περισσότερο στην αρχαία εκκλησία. Τα δύο επίτραση άσκησε αυτό το κείμενο στην διαμόρφωση της προημής χριστιανικής εσκατολογίας. Αυτά λοιπόν τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά στην έρευνα και με αυτά ουσιαστικά θα ασχοληθούμε στο σημείο μάθημα. Προσπαθήσουμε δηλαδή να δούμε τι έχει υποφεί ως τώρα στην έρευνα, τι στοιχεία μας δίνει το κείμενο, και τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε που να έχουν σχέση και με αυτά τα ερωτήματα τα οποία τέθτησαν, αλλά και με το γενικότερο πλαίσιο του μαθήματός μας που είναι ακριβώς η αποκαλυπτική μέσα στην Καινή Διαθήκη. Αυτό που προκύπτει πολύ συχνά, μελετώντας ακριβώς όχι το κατά Μάργο Λευαγγέλε και δικά του Μάργο 13, αλλά μελετώντας γενικότερα τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, είναι το ρεύμα κατά πόσο όταν έχουμε κείμενα καινοδιαθλητικά, μπορούμε ασφάλεια να τα χαρακτηρίζουμε κάποια από αυτά ως αποκαλυπτικά ή ως αποκαλύψεις. Είπα βεβαίως ότι το Μάργος 13 χαρακτηρίζεται μικρή αποκάλυψη. Το θέμα όμως είναι μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιο βάση του ορισμού τον οποίο έδωσαν οι νεότεροι ερευνητές, όσον αφορά το φιλολογικό είδος της αποκάλυψης. Η συζήτηση συνεχίζεται σε αυτό το θέμα, δεν έχει κλείσει στην έρευνα. Θα αναφέρω όμως εδώ τη συμμονή ενός πολύ σημαντικού βαθανού καινοδιαθικολόγου, του James Tan, ο οποίος υποστήριξε ότι όταν μιλάμε για αποκαλυπτικά κείμενα και ειδικά για αποκαλυπτικά κείμενα μέσα στην Καινή Διαθήκη, δεν θα πρέπει τόσο να αναζητούμε τα στοιχεία της μοφής αυτού του κειμένου, αλλά να ανατρέχουμε επίσης και στα βασικά θεολογικά θέματα και μοτήρια, τα οποία μπορεί να έχει τον αποκαλυπτικό κείμενο, τα οποία μπορεί να συναντήσουμε μέσα και στα καινοδιαθεικικά κείμενα. Και ειδικότερα ο James Tan εντόπισε ορισμένα θεολογικά θέματα, τα οποία βρίσκουμε στα αποκαλυπτικά κείμενα και τα οποία στη συνέχεια αναζήτησε μέσα σε κείμενα της Καινής Διαθήκης. Ένα από αυτά τα θεολογικά θέματα είναι η ιδέα για τις δύο αποφέρεις. Τους δύο κόσμους είναι η εποχή που ζούμε τώρα οι άνθρωποι και είναι η νέα εποχή που θα έρθει στα έσχατα, ο νέος κόσμος που θα έρθει μετά την καταστροφή του παρόντος κόσμου. Ένα δεύτερο θεολογικό θέμα που αποτελεί και ανάδειπολο ουσιαστικά μέσα στα αποκαλυπτικά κείμενα είναι από τη μία μεριά η απελπισία, η απεσυρρούξια, η οποία φαίνεται να διακατέχει, και τόσο όπως αναγνώστες όσο το γίνεται προς συγγραφέα, απεσυρρούσιασαν αφορά τον παρόντα κόσμο και τα του παρόντος κόσμο και από την άλλη μεριά η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο μετά τη θεϊκή παρέλυση. Και αφού φυσικά περάσουν οι δύο κόσμους αυτός όλα τα στάδια των επιλήψεων, της καταστροφής και της δημιουργίας ενός και ενός κόσμου. Τρίτο θεολογικό χαρακτηριστικό είναι μια αισχατολογική κλιμάκωση, μια αποβία δηλαδή της ιστορίας η οποία κλιμακωτά οδηγεί στα αίσχατα. Ένα επόμενο στοιχείο είναι η εγκύτητα του τέλους, κάτι που έχουμε δει και στα αποκαλευτικά κείμενα πολύ έντονα, είναι η ιδέα ότι το τέλος πλησιάζει, ότι είναι κοντά. Και τέλος, ένα άλλο θεολογικό θέμα που βρίσκουμε στα αποκαλευτικά κείμενα είναι το θέμα της θείας κυριότητας από τις ανθρώπινες του κόσμου των ανθρώπων, του αυτού του κόσμου αλλά και της ιστορίας. Ο Θεός είναι κύριος του εξουσιαστής, του ανθρώπου, του κόσμου, της δημιουργίας ολόκληρης αλλά και της ίδιες της ιστορίας, την οποία την απευθύνει σε ένα τέλος που τελικά θα είναι έσιμος για τους δικούς του ανθρώπους. Αυτά λοιπόν είναι τα θεολογικά θεμάτα που σήμερα απαντώμε σε αποκαλευτικά κείμενα. Ζήφσαν λοιπόν υποστήριξε ότι θα πρέπει να μην μείνουμε μόνο στη μοφή, σε μοτίβα όπως είπαμε ή σε άλλα χαρακτηστικά στα οποία ήδη αναφερθήκαμε στα πρώτα μαθήματα όταν μιλούσαμε για το φιλολογικό είδος της αποκάλυψης, αλλά θα πρέπει να εμβαθύνουμε και να ζητήσουμε υποστήριξε τα θεολογικά θέματα που ακριβώς είναι συνειδησμένα στα αποκαλευτικά κείμενα. Έτσι λοιπόν αυτός και πολλοί άλλοι επιστήμονες υποστήριξαν ότι μπορούμε πολλές φορές μέσα στα κείμενα να μην βρίσκουμε αυτό και αυτό το φιλολογικό είδος της αποκάλυψης, αλλά μπορούμε να βρούμε πολύ συχνά θεολογικά θέματα αποκαλυπτικά, τα οποία ακριβώς προσδίδουν ένα αποκαλυπτικό χρώμα και ένα αποκαλυπτικό περιεχόμενο στα κενιδιατικικά κείμενα που είναι υποέρευνα. Όσο καθ' αυτή η αποκάλυψη θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ουσιαστικά το βιβλίο της αποκαλύψεως, το οποίο όντως όπως θα δούμε σε κάποιες τα επόμενα μας μαθήματα είναι ένα βιβλίο το οποίο έχει πάρα πολλά, με πολύ ευκολία θα μπορούσαμε να το εντάξουμε ή τουλάχιστον να μέρουμε από αυτό στο είδρος της αποκάλυψης. Ένα ερώτημα το οποίο συνδέεται άμεσα με όσα είπα πιο πριν όσον αφορά τα αποκαλυπτικά κείμενα και την Καινή Διαθήκη, είναι κατά πόσο βέβαια αυτά τα κείμενα μπορούν να αποδοθούν στον ίδιο τον Ιησού ή αποτελούν ανάγνωσης εκ νέου της διδασκαλίας του εκ μέρους της εκκλησίας. Ή για να το πω αλλιώς, κατά πόσο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Ιησού της ιστορίας ως έναν αποκαλυπτικό προφήτη. Εδώ η έρευνα παρουσιάζει διάφορες τάσεις, αλλά θα την ξεκινήσω λίγο νωρίς από τα τέλη του 19ου αιώνα, όπου εκεί πλέον έχουμε μια τάση ο Ιησούς να παρουσιάζεται στην έρευνα ως ο φωτισμένος δάσκαλος, ο ηθικός μεταρρυθμιστής, ο σοφός ραβήλους. Έτσι, για παράδειγμα, ο Βίλχελν Χέρμαν και ο άντροφος Χάρναν υποστήριξαν ότι το κήρυμμα για τη βασιλεία του Θεού ουσιαστικά αφορούσε τις καρδιές των ανθρώπων. Είχε να κάνει με μια ηθική μεταμόρφωση των ανθρώπων και σ' αυτό ακριβώς αποσκοπούσε. Λίγο αργότερα ο πολύ γνωστός Άλδερ Ρίτσιν υποστήριξε ότι το κήρυμμα του Ιησού αφορούσε κυρίως σε μια κοινωνική αναμόρφωση και σε μια ιδανική κοινωνία πάνω σε αυτή τη γη. Στο τέλος του 19ου αιώνα, τελευταίο στη σειρά, εφανίζεται ο Ιωάννης Βάης, ο οποίος επαναφέρει το θέμα του αποκανεπτικού περιεχομένου του κηρύμματος του Ιησού και υποστηρίζει ότι ο Ιησούς είναι ένας αποκανεπτικός προφήτης. Μαζί του συντάσσεται και ο Άλδερ Τσβάιτσε, ο πολύ γνωστός Άλδερ Τσβάιτσε, ο οποίος υπήρξε επίσης ένας πολύ ικανός θεολόγος και οφείλουμε ένα πολύ σημαντικό έργο, την ανασκόπηση όλων των βιογραφιών της ιστορίας του Ιησού μέχρι την εποχή του. Ο Άλδερ Τσβάιτσε λοιπόν μελετώντας όλες τις προβλήμενες απόπειρες των επιστημόνων να κατανοήσουν και να περιγράψουν τον Ιησού, και παρατήρησε ότι, αστικά, όλοι οι προηγούμενοι είχαν επέσει κατά κάποιον τρόπο θύματα μιας προβολής των προσωπικών αγωνιών, αζητήσεων, προϋποθέσεων και προτιμήσεων επάνω στο πρόσωπο του Ιησού. Και υποστήριξε τον Ιησού, φυσικά, για τίποτα από όλα όσα έλεγαν οι προηγούμενοι, αλλά ήταν ένας αποκαλυπτικός προφήτης, ο οποίος μάλιστα πέθανε προσπαθώντας να επιβάλλει αυτή τη βασιλεία την οποία είχε οραματιστεί. Πέθανε δηλαδή μέσα στον αγώνα για την επιβολή και την επικράτηση της βασιλείας του, όντως το πρώτο θύμα αυτής της βασιλείας. Στην ανταγωνιδεμική περίοδο, η οποία είναι πάρα πολύ σημαντική, διότι ακριβώς με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανθρωπότητα και κυρίως η Ευρώπη, εξέρχεται από μια πάρα πολύ τραυματική εμπειρία, η οποία τη δοκίμασε στα όρια των πεπιθύσεων, δηλαδή ήταν μια σοβαρή κρίση και πολιτισμική κρίση η Ευρώπη. Υπάρχει μια εγκατάνυψη αυτού του αποκαλυπτικού μοντέλου και οι ειδικοί ερευνητές είναι πολύ κριτικοί απέναντι στη θέση του Βάης και του Σφάιτσερ, ενώ από την άλλη μεριά, ίσως και ως ένα αντιστάθμισμα προς το ροκάφτουμα, προσπαθούν και αναζητούν τις Ιουδαϊκές καταβολές και ρίζες στο Ιουδαϊκό υπόβαθρο του Ιησού και της δασκαλίας. Δηλαδή αυτό που τονίζεται κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η Ιουδαϊκότητα του Ιησού και ο Ιησούς παρουσιάζεται λοιπόν ως ένα σοφός ραβήνος, χωρίς όμως αποκαλυπτικά προφητικά χαρακτηριστικά. Αυτά απομακρύνονται και αυτή η τάση επικρατεί σε όλη τη δεκαετία του 80, αλλά και στη συνέχεια στη λεγόμενη τρίτη φάση της αναζήτησης του Ιησού και στο λεγόμενο Ιησού Σέμπνερ στην Αμερική. Σήμερα, αν θέλαμε να πούμε πώς είναι τα πράγματα, μπορούμε να πούμε ότι οι δύο τάσεις επικρατούνται στην έρευνα. Η μία τάση θέλει τον Ιησού να είναι ένας αποκαλυπτικός προφήτης, συνεχίζοντας ακριβώς τη σκέψη και το έργο του Σουάιτ Σακεφάης. Και η άλλη θέση τονίζει περισσότερο την Ιουδαϊκότητα του Ιησού και υποστηρίζει ότι ήταν ένας λιουδαίος ραβήνος, του οποίου η δασκαλία έχει τις ρίζες της στη Σοφιολογική Γραμματεία του Ιουδαϊσμού. Και σε αυτήν την ομάδα ουσιαστικά υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι κυρίως προέρχονται από το Λεγό Λούντιστο Σέμιναρ, αλλά και όχι μόνο από εκεί. Αυτό που μπορούμε τώρα να πούμε, σταματώντας και εξετάζοντας όλη αυτήν την πορεία της έρευνας, αλλά και ανατρέφοντας και στο ίδιο το κείμενο της Καινής Διαθήκης, είναι ότι πραγματικά το κείμενο του Ιησού, το κείρυμμα του Ιησού, έχει αποκαλυπτικό περιεχόμενο πολύ συχνά. Και πάρα πολύ συχνά επίσης διατυπώνεται με τη μορφή της προφητείας. Είναι δηλαδή αποκαλυπτικό ως προς το περιεχόμενο, αλλά ως προς το περιέχομενο, ως προς τη μορφή του, ουσιαστικά το κείμενο αυτό ομοιάζει περισσότερο με τα προφητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό θέλαμε, θα μπορούσαμε να δούμε, και δεν θα πω η καλαστορπίνα, μπορούμε να δούμε ποια είναι οι διαφορές ανάμεσα στην προφητεία και στην αποκαλυπτική. Οι διαφορές μπορεί να φαίνονται, μάλλον μπορεί να φαίνονται αυτά τα δύο να μοιάζουν ενταξύ τους, τα οποία όμως έχουν διαφορές. Έτσι, για παράδειγμα, η προφητεία τονίζει την εγκόσμια αισχατολογία, κατανοεί δηλαδή το τέμος του κόσμου, αλλά και τον αμόρφωσε αυτοί του ίδιου κόσμου. Βλέπει δηλαδή ότι όλα τα γεγονότα θα λάβουν χώρα μέσα σε αυτόν τον κόσμο στο οποίο ήδη οι άνθρωποι υπάρχουν. Αντίθετα, η αποκαλυπτική τονίζει μια υπερβατική αισχατολογία, με την έννοια ότι περιμένει ότι αυτός ο κόσμος θα τελειώσει, θα υπάρξει ένας καινούργιος κόσμος και ειπωμένως μεταφέρει τη λύση και την ελπίδα σε μια υπερβατική πραγματικότητα. Ένα δεύτερο στοιχείο στην προφητεία είναι η ανοιχτή προσδοκία για τα αίσχατα. Όλα είναι δυνατά, έτσι που, και όλα εξατώνται από την θέληση και από την απόφαση των ανθρώπων. Αυτοί αποφασίζουν πως στο τέλος θα καταλήξει η ιστορία, ποια έκβαση θα έχουν τα γεγονότα. Γι' αυτό και οι πολεμοφίδες πολιτακτικά καλούν συμμετάνοια και καλούν εμπίση στο λαό του Ισραήλ να επιστρέψουν στον όνομα του Θεού. Αντίθετα, στα αποκαλυπτικά κοιμένα παρατηρούμε έναν δετερμινισμό. Όλα είναι καθορισμένα εξ αρχής, δεν υπάρχουν δυνατότητες επιλογής, έτσι σαν σεμού, είναι μετρημένα. Πολλοί πολεμοφίδες έχουμε ακριβώς και πόσα χρόνια ή πόσες μέρες θα γίνει κάτι, θα χρειαστεί να γίνει κάτι από αυτά που περιγράφονται όσοι ονομάζονται του Ισχάτου. Υπάρχει δηλαδή ακριβώς θα λέγαμε μια νομοτελειακή λογική, ένας δετερμινιστική αντίληψης της ιστορίας. Και το τρίτο στοιχείο είναι ότι στην προφητεία, η προφητεία σε αποδίδωσε επώνυμους προφίτες οι οποίοι έδρασαν στο παρελθόν του Ισραήλ και σε μια ομάδα με πλητών τους, οι οποίοι υιοθετούν το όνομα του παρελθού, οι προφίτεοι και ουσιαστικά παρουσιάζουν τα κείμενα ως κείμενα των προφίτες. Από την άλλη μεριά, όπως είχαμε πει και παλαιότερα, η αποκαλευτική χαρακτηρίζεται από την ψευδομημία. Δηλαδή τα κείμενα αποδίδονται σε προσωπικότητες της αρχαίγονης ιστορίας της ανθρωπότητας, όπως για παράδειγμα η Λενόχ ή ο Αδάμ, ή και σε προσωπικότητες του παρελθόντος του Ισραήλ, όπως είναι για παράδειγμα ο Μωυσής ή ο Ηλίας. Σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν μπορούν αυτά τα κείμενα να συμβεθούν με αυτά τα πρόσωπα, ούτε και με κάποιο κύκλο σύγχρονο ή μαθητών αυτού των ανθρώπων. Είναι μια χαρακτηστική περίπτωση υποσυνδελμίας στην περίπτωση του αποκαλευτικού κειμένου. Αυτό που τώρα μπορούμε να πούμε, επιστρέφοντας στο λίγο τον Ιησού και στο κείρυγμα Του, για το οποίο είπαμε ότι ουσιαστικά το περιεχόμενο κείρυγμα Του είναι συχνά αποκαλευτικό αλλά τυμένο με το ένδημα της προφητείας, είναι και ένα άλλο στοιχείο το οποίο τον γάνει ουσιαστικά να κινείται ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο άλσονες, χωρίς να μπορούμε με απόλυτη βεβαιότητα να τον χαρακτηρίσουμε ως καθαυτό αποκαλευτικό δάσκαλ. Και το στοιχείο αυτό είναι αυτό που εντόπισε ο καθηγητής Μάιερ, ο οποίος επανεμμένα τόνισε ακριβώς την Ιουδαϊκότητα του Ιησού αλλά και τον προφητικό χαρακτηριστικό κειρύγμα Του. Ο Μάιερ λοιπόν λέει ότι ο Ιησούς είναι ο μόνος προς εμάς Ιουδαίος, που όχι μόνο κηρύττει ότι βρισκόμαστε κοντά στα έσκατα, αλλά επίσης κηρύττει ότι η νέα εποχή της σωτηρίας έχει ήδη αρχίσει. Και εδώ είναι η διαφορά με τον αποκαλευτικό συγγραφέα. Δηλαδή, εδώ δεν έχουμε ότι κάτι θα συμβεί αργότερα, αλλά ήδη στο κίνημα του Ιησού τονίζεται με πάρα πολύ καθαρό τρόπο ότι αυτή η νέα εποχή της σωτηρίας έχει ήδη αρχίσει με τον ερχομό του στη γη και το κήρυγμά του και όλα όσα συμβαίνουν, το κήρυγμα, θεραπείες, που κάνουν τα θάματα, πολλακίωση, εξοπτισμοί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά συμπτώματα και στη σημεία αυτής της νέας εποχής του. Και αυτό φαίνεται πάρα πολύ καθαρά μέσα από συγκεκριμένα λόγια του Ιησού. Είναι λόγια κυρίως εκπείρουσης, όπου εκειτονίζεται ακριβώς ότι ο ερχομός του ή όσα κάνει αποτελούν εκπείρουση των προφητιών της Παλαιάς Διαθήκης. Άρα, δηλαδή, ουσιαστικά ο Ιησούς, βλέπω, τον επαρουσιάζει το έργο και τη βασιλεία του ως τη συνέχεια των προφητικών κειμένων και των προφητικών οραμάτων. Το δεύτερο είναι λόγια για τον πόλεμο μεταξύ των δυνάμων του Παλαιού και του νέου κόσμου. Πολύ συχνά, όχι μόνο με τα λόγια, αλλά πολλές φορές και κυρίως όπως είπαμε τους εξοπτισμούς, τονίζεται αυτό το στοιχείο, ότι εδώ οι δύο κόσμοι αντιμάχονται μεταξύ τους. Η έκβαση ακόμα, ο πόλεμος δεν έχει λήξει, αλλά είναι, ήδη από όσα γίνονται, προτυπώνεται και προειδεάζεται, προτυπώνονται μάλλον και προετοιμάζεται αυτό που θα έρθει, που είναι η τελική νίκη του Ιησού του Θεού πάνω στις αντίθεες δυνάμεις και η έλευση, η δυναμική έλευση του νέου κόσμου. Και τέλος, υπάρχουν λόγια τα οποία τονίζουν ακριβώς αυτή την αρχή του νέου κόσμου. Είναι και η βασίλειά του Θεού, έχει έρθει, έχει αρχίσει, αυτό που φαίνεται πάρα πολύ χαρακτηστικά σε πολλά κείμενα, σε λόγια του Ιησού, ένα πολύ χαρακτηστικό παράδειγμα είναι για παράδειγμα το κήρυμα του Ιησού στην Αζαρέτ, σύμφωνα με την αφήνισή του Καταλουκάνε Παγκινίου, το οποίο ο κήρυμα έχει έναν προγραμματικό χαρακτηρά που ο Ιησούς ουσιαστικά αναφέρεται στις προφητείες του Ιησαγία για τη Μεσσιανική εποχή και λέει ότι αυτά τώρα έχουν εκπληρωθεί, έχουν δημιουργήσει λόγια εκπλήρωσης και ουσιαστικά έχει έρθει αυτός ο νέος κόσμος, έχει αρχίσει να χαράζει το λέγαμε αυτή η νέα εποχή. Ανατρέχοντας στα ίδια τα λόγια του Ιησού και σε συνέχεια αυτό που είπα πριν, μπορούμε να δούμε ότι όντως σε αυτά τα λόγια πολύ συχνά εντοπίζουμε αποκαλυπτικά στοιχεία. Για παράδειγμα, και ο Ιησούς συχνά υιοθετεί αυτή τη γλώσσα των δύο εποχών, όπως για παράδειγμα στον Καταμάρκον Ευαγγέλιο, στον Τρίτο Κεφάλαιο, στον Στίχο 29 και ταυτόχρονα η ίδια ιδέα της Βασιλείας του Θεού είναι μια αποκαλυπτική εικόνα. Μένως, αυτό είναι ένα πρώτο σημαντικό στοιχείο. Το δεύτερο είναι ότι και ο Ιησούς στη δρασκαλία του υιοθετεί αυτή την παράσταση των δύο αντιθετικών καταστάσεων. Ότι υπάρχει το φως και υπάρχει το σκοτάδι. Και την ιδέα ότι ο παρόν εών, η παρούσα εποχή που είναι χαρακτηρίζεται από μία αντίθεη πάση, συχνά με τα σκαλία και την περιγραφή των Ευαγγελίων, ουσιαστικά είναι τη μάχη με τον Ιησού. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι από τον Μάρκος 1, 23, 27, αλλά προφανώς η πιο σούδια κομμάς θυμόμαστε τον Καταγιωάννη και πόσο συχνά εκεί μιλάει για το σκότο στο οποίο δεν μπορείς να βεθεί το λόγο του Ιησού, γιατί ακριβώς δεν αγάπησαν οι άνθρωποι αυτού του κόσμου το φως, όπως λέει χαρακτηριστικά το Καταγιωάννη Ευαγγέλιο. Συχνά επίσης βρίσκουμε μέσα στα Ευαγγέλια διδασκαλίες του Ιησού για τις δοκιμασίες κατά εσκατά, για κοσμικές καταστροφές αλλά και για την Ανάσταση. Και εδώ ένα πολύ χαρακτηριστικό κομμάτι είναι αυτό που είχαμε λεπτήσουμε σήμερα, τον Μάρκος 13. Και τέλος υπάρχουν κείμενα, μάλλον λόγια του Ιησού και διδασκαλίες του, στις οποίες τονίζεται ιδιαίτερα η κυριότητα του Θεού επί του κόσμου και της ιστορίας. Και επίσης εδώ μπορούμε να αναφέρουμε ως χαρακτηριστικά παράδειγματα αυτής της κυριότητας του Θεού και της δύναμης του Θεού, η οποία οξυστικά υποσωπείται από τον Ιησού, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τους εξογκυσμούς που εκεί πραγματικά έχουν, τη μάχη του Ιησού με τις αντίθερες δυνάμεις, τις δυνάμεις που συστικά καλεπονούν αυτόν τον κόσμο, τη νίκη, τη σαφή νίκη ενάντια αυτόν τον δυναμό και όπως γνωρίζουν όσοι έχουν ελετήσει τέτοιους εξογκυσμούς, δηλαδή περιγραφές εξογκυσμών, δηλαδή θεραπιών ενδίουξης δαιμονίων στον κοινή διαδίκτυα συνοπτικά, η μάχη αυτή είναι σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο είναι ανάμεσα, ουσιαστικά στο ανώτερο επίπεδο είναι ανάμεσα στον θεό και τον δαίμονα και σ' ένα δεύτερο επίπεδο και ο εξογκυστής αντιμάχεται τους εκπροσώπους των δυναμών που είναι τα δαιμόνια, αυτή είναι η παράσταση των συνοπτικών μου συναφορά για τη δύο εξοδαιμόνια και τελικά ουσιαστικά και εξεκάθαρα νικάει ο θεός. Βλέπουμε ότι μέσα στην ίδια τη διδασκαλία του Ιησού πολύ συχνά θα βρουν αποκαλυπτικά στοιχεία. Θα μπορούσαμε λοιπόν με ασφάλεια να πούμε ότι ως ένα σημείο θα μπορούσε ο Ιησούς να χαρακτηριστεί ως ένας αποκαλυπτικός διδάσκαλος και ως ένας αποκαλυπτικός προφήτης. Και ένα χαρακτηριστικό κείμενο, ιδιαίτερα με πολύ έντονα αποκαλυπτικά στοιχεία, είναι το 18ο κεφάλαιο στον Καταμάκων Ευαγγέλιο. Βέβαια, το κεφάλαιο αυτό έχει προκαλέσει πολλές συσκέψεις, γιατί το ερώτημα που έχει τεθεί στην έρευνα απαντημμένα είναι κατά πόσο θα πρέπει αυτό το κείμενο να το θεωρήσουμε αποκαλυπτικό. Είναι πραγματικά αποκαλυπτικό ή όχι. Γιατί πραγματικά το κείμενο έχει στοιχεία που θυμίζουν αποκαλυπτικά κείμενα, από την άλλη μοσμολιά έχει και στοιχεία τα οποία απομακρύνουν από την αποκαλυπτική παράδοση. Έτσι λοιπόν, για παράδειγμα, ένα στοιχείο που απουσιάζει είναι ότι στις φιλανταϊκές αποκαλύψεις έχουμε έναν διαμεσολαβητή, ο οποίος αποκαλύπτει κάτι σε έναν άνθρωπο, του μοσυγγραφέ, ως ο χρόνος, και ο οποίος το παραβείτε στη συνέχεια μέσα στο κείμενο του, στους αναγνώστες του. Αυτό απουσιάζει. Εδώ απουσιάζεται ο ίδιος ο Ιησούς στην εξουσία, να μιλάει για τα έσκαφα, και εμφανίζεται ταυτόχρονα μέσα στο κείμενο μας, το 13 Αποστολήμι, στη συνέχεια, τόσο ως ένας διδάσκαλος, όσο και ως ένας προφήτης. Αυτό είναι η μία πλευρά. Η άλλη πλευρά είναι ότι, αν διαβάσουμε το συσκεκτικά του κείμενο, θα δούμε ότι περιέχει πολλά αποκαλυπτικά στοιχεία. Ιδέες, σύμβολα, αισχατολογία, τα οποία συνήθως βρίσκουμε σε αποκαλυπτικά κείμενα, και τα οποία αφορούν στον ουράνιο κόσμου και στον ουρανό. Λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι και οι δύο πλευρές, και εκείνοι οι οποίοι αδέχεται ότι το κείμενα του 13 δεν είναι αποκαλυπτικό, και εκείνοι που κατανοεί το 13 ως μία αποκάλυψη, έχουν στοιχεία μέσα στο κείμενο για να στηρίχνουν. Έχουν επιχειρήματα και οι δύο πλευρές. Θα δούμε λίγο τη συζήτηση που υπάρχει όσον αφορά το φιλογικό είδος του Μάρκου 13. Μία άποψη, η οποία κυρίως υποστρίχθηκε από τον Γλούνμαν και τον Κλόστερμαν, είναι ότι πρόκειται για έναν ημιδαϊκό αποχαιρετιστήριο λόγο, ξανατοσπορίσουμε για παράδειγμα στο κείμενο της Λενέσεως, που είναι ένας πατριάρχης λίγο πριν πεθάνει, μαζεύει τους απογόνους του γύρω από το κρεβάτι του, τους αποκαιρετά, τους δίνει οδηγίες, συμβουλές για το μέλλον, τους προφητεύει κάτι που θα γίνει στο μέλλον και το κανέξιζε. Το κείμενό μας όμως, ο Μάρκος 13, δεν έχει στοιχεία τα οποία θα μας βοηθούσαν να το εντάξουν σε αυτή την κατηγορία κειμένων. Δηλαδή, αδασικό στοιχείο που αποκουσιάζει είναι ότι εδώ δεν έχουμε καμία επισκόπηση του παρελθόντος, όπως αυτοί που βρίσκονται στα κείμενα αυτούς τους αποχαιρετιστήριους λόγους. Και επίσης δεν είναι ίδιο το πλαίσιο. Δηλαδή, εδώ δεν έχουμε το ίδιο πλαίσιο ενός πατριάρχης που πεθαίνει και που δίνει οδηγίες τους διαδόχους του. Εδώ ουσιαστικά ο Ιησούς απαντά σε ένα ερώτημα που του δίδεται στην αρχή του κεφαλαίου. Την ερώτουν κάποιοι μαθητές και ο Ιησούς συνέχεια απαντά. Δηλαδή, είναι πολύ διαφορετικό το πλαίσιο και το τρίτο στοιχείο διαφοροποιήσεις είναι ότι το συγκεκριμένο κείμενο δεν έχει την ίδια θεματική με τους αποχαιρετιστήριους λόγους. Δηλαδή, στο Μάρκος 13 το θέμα δεν είναι τι θα δώσει ο Ιησούς στους μαθητές του και τι θα αφήσει ο Ιησούς παρακαταθύ και πληγμανιά όπως βρίσκομαι σε όπου είχα τις τελείως λόγους ότι η ευλογία που θα δώσει στους μαθητές του. Αλλά εδώ το θέμα είναι ο ερκωμός του λιού του ανθρώπου. Πότε και πώς θα γίνει αυτός ο ερκωμός. Μια άλλη εκδοχή, επομένως θα πρέπει να καταλήψουμε την ιδέα, να συνδέσουμε δηλαδή το κείμενο του 12ο κεφάλαιο με τους συνδεδαιικούς αποχαιρετιστήριους λόγους. Μια άλλη ιδέα, η οποία υποστήθηκε τον David Olley, είναι ότι πρόκειται για έναν περπατητικό διάλογο, δηλαδή έναν φιλοσοφικό διάλογο κατά το ανάλογο πρότυπο των περπατητικών διαλόγων του ινδρυματικού κόσμου, έναν πολύ σχημισμένο φιλολογικό δίδος, σε κείμενα της ίδιας εποχής του εθνικού κόσμου. Όμως, αν προσέξουμε καλά, το Μαρκος 13 δεν είναι διάλογος, αλλά ουσιαστικά είναι ένας λόγος που είναι η απάντηση σε ένα ερώτημα. Βέβαια, θυμίζει σωσμένα σημεία αυτή η ερώτηση των αυτονδυσσύν, έχει απάντηση, ίσως θυμίζει ανάλογες εικόνες από φιλοσοφικά κείμενα, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι ουσιαστικά έχει τα ίδια χαρακτηριστικά. Επίσης, το κείμενο έχει παρενητικό χαρακτήρα και όχι διδακτικό. Σκοπό έχει να προηγείται η προοριοποίηση, να προφυλάξει και να διδάξει, να δείξει μάλλον, ποια είναι η σωστή τρακτική, ο σωστός τρόπος ζωής, τον οποίο πρέπει να ακολουθήσουν τα μέλη της κοινότητας ή μαθητές, στην περίπτωση αυτή. Αντίθετα στα φιλοσοφικά και εμένα αυτά, τους περιπτρακτικούς διαλόγους, υπάρχει μια δημιουργική διάθεση, η οποία απουσιάζει δηλαδή στο Μάρκο 13. Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι το 10 το κεφάλαιο του Μάρκου έχει ασχατωλικό περιπτώμα. Κάντε φυσικά ότι δεν το βρίσκουμε στους περιπτρακτικούς διαλόγους. Και τέλος, και μια μικρή λεπτομέρεια, απουσιάζει το σχηνικό των περιπτρακτικών διαλόγων, όπου ο φιλόσφος περπατά με τους μαθητές του και περπατώντας συζητά μαζί τους κάποιο θέμα και διαλέγεται. Εδώ έχουμε τον Ιησού με διστοστοίκο τελεία, στον οποίο δίθεται το ερώτημα και ο Ιησούς κάθεται και αρχίζει να μιλάνε. Και λέει όσα λέει στη συνέχεια και τα οποία υπάρχουν στο 10 το κεφάλαιο του Μάρκου. Αυτό που μπορούμε να ρωτήσουμε, βέβαια τώρα, αφού έχουμε αποκλείσει όλα τα υπόλοιπα πιθανά σενάρια, είναι αν τελικά πρόκειται όντως για μια χριστιανική αποκάλυψη ένα κείμενο χριστιανικό, το οποίο όμως άνοιχτα θα μπορούσε να κάνει παρέα με τα υπόλοιπα υβδαϊκά αποκαλυπτικά κείμενα, τα οποία ονομάσαμε αποκαλύψεις τα προηγούμενα μαθημάτια. Είναι γεγονός ότι, όπως είπαμε και νωρίτερα, μέσα στο κείμενο υπάρχουν στοιχεία αποκαλυπτικά, τα οποία τα βρίσκουν επίσης και στις υβδαϊκές αποκαλύψεις. Όπως για παράδειγμα, η ιδέα αυτή της απομάκρυνσης και της εχθρότητας με την κολένια στο στίχο 12, ή οι θλίψεις και οι γεγονίοι, οι οποίοι περιλάβονται στο στίχο 13, η προσδοκία για την κρίση και για μια τελική έκταση των πραγμάτων στο στίχο 19, τα ουράνια σώματα και ο τρόπος που συμμετέχουν σ' αυτά τα έσχατα στους στίχους 23 και 24, οι άγγελοι, οι οποίοι θα συγκεντρώσουν τους εκπλεκτούς και θα τους προστατέρει, θα τους οριγήσουν τον Θεό στο στίχο 27, και η έλευση του Υιού του ανθρώπου στους στίχους 26 και 29. Από την άλλη μοσμεριά υπάρχουν και πάρα πολλά στοιχεία μέσα στο μάγος 13, τα οποία δεν είναι αποκαλυπτικά. Δηλαδή ο Ιησούς παρουσιάζεται ως ένα σημείο, κατά κάποιο τρόπο ως ένας ραβήλος, που απαντά στα ερωτήματα των ανθρώπων, αποσυνάζει επίσης όπως είπαμε νωρίτερα ο οποιοσδήποτε ουράνιος διαμεσολαβητής ο οποίος μεταφέρει ένα αποκαλυπτικό μήνυμα στο Μορώντα και αυτός με τη σειρά του το καταγράφει για να το μεταδόσει στην κοινότητα, δεν υπάρχει καμία επισκόπηση της ανθρώπινης ιστορίας ούτε ο τονισμός της ανθρώπινης αμαρτίας στο παρελθόν, ούτε καμία αναφορά στο παρελθόν του Ισραήλ. Δεν γίνεται επίσης καμία αναφορά σε μάχες κοσμικών διαστάσεων, αντίθετα οι μάχες που θα δούμε να περιγράφουν είναι μάχες που συμφωνούν εγκόσμια βασίλεια και επίσης δεν υπάρχει καμία περιγραφή του μεσιανικού βασιλίου. Καμία απολύτως αυτό που συμβαίνουμε βρίσκουμε ως την επίδα στο τέλος των νιουδαϊκών αποκαλυπτικών κοινών. Άρα λοιπόν θα μπορούσαμε με άλλο προσοχή να πούμε ότι το Μάρκος 13 είναι ένας αισχατολογικός λόγος με αποκαλυπτικά στοιχεία στο οποίο όμως μέσα ενδεριέχονται άλλα μικρότερα φιλολογικά είδη τα οποία εδώ συνδυάζονται μεταξύ τους αρισποτεχνικά και έχουμε αυτό το αποτέλεσμα που έχουμε. Αν λοιπόν δούμε λίγο τη δομή του Μάρκος 13 θα δούμε ότι υπάρχουν τα εξής επιμένους φιλολογικά είδη μέσα στις επιμένες στιγμές του κειμένου. Έτσι, οι πρώτοι δύο στίχοι είναι μια χρεία όπως λέμε, δηλαδή ένα λόγιο του Ιησού το οποίο όμως εντάσταται μέσα σε συγκεκριμένο αφηγηματικό πλαίσιο. Το δεύτερο είναι ότι οι στίχοι 13-37 ουσιαστικά προτείνουν έναν διάλογο ο οποίος έχει πραγματικά καιρισμένα στοιχεία που θυμίζουν να διαλόγουν τον φιλοσόφωνο με τις μαθητές του. Και όπως σημάγιστα λέει η Αντέλα Γυαλόπολης, η οποία ασχολήθηκε ως τεκό μημά της στο Καταβάρκον Ευαγγέλιο με το συγκεκριμένο κεφάλαιο εδώ πρόκειται ουσιαστικά για μια εσωτερικισμού, εσωτερικιστική, τα λέγαμε διδασκαλία η οποία όμως έχει και προφητικό και αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Και ειδικότερα από το στίχο 3-4 έχουμε την εισαγωγή στο λόγο, δηλαδή αυτό που ο Ιησούς μας εισάγησε με ένα ερώτημα, το οποίο θέτουν κάποιοι μαθητές και έχουμε έναν διάλογο στην αρχή, αλλά συνέχεια ουσιαστικά έχουμε ένα μονόλογο. Ένα μονόλογο του Ιησού, στον οποίο δεν κάνει τίποτε άλλο, απλώς να απαντά ουσιαστικά στο αρχικό ερώτημα του. Ένα σημαντικό πρόβλημα που μας απασχολεί όσον αφορά τον Μάρκος 13 είναι ποιες είναι οι πηγές του συμβαφέ, τις οποίες ουσιαστικά συμπερίζεται για να γράψει αυτό το κίνο. Μία τάση στην έρευνα είναι ότι ουσιαστικά πίσω από το 13 έχουμε μία ελληνιαία γραπτή πηγή, υπάρχει δηλαδή ένα γραπτό κείμενο, το οποίο κυκλοφορεί στις αρχαίγονες, στις εγγενικές κοινότητες και το οποίο το παίρνει στα χέλη από ο συμβαφέας του Καταμάτου Μαρκελού και με πολύ μικρές ειδεξεργασίες, ουσιαστικά το εντάσσει μέσα στο κείμενο του όπως είναι. Μάλιστα γι' αυτό που υποστηρίζουν, γι' αυτό θεωρούν ότι υπάρχει μια συνέχεια στην αφήγηση του Καταμάτου Ευαγγελίου και μάλιστα ουσιαστικά λένε ότι αναφερέσουν από τον Μάρκος 13. Η ξέληξη της ιστορίας μπορεί πάρα πολύ καλά να συνεχιστεί, όπως να υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα, καμία διαταραχή στην αφήγηση. Αντίθετα αυτό το κεφάλαιο, το Μάρκος 13 εμφανίζεται ως μία σφήνα μέσα στην ουλιαφία. Αυτοί λοιπόν υποστηρίζουν αυτοί οι ελεγκτές, ανάμεσα από τους αυθεναφέρον τον Ρούτρο Φπές, τον Έγγουν Μπραδενμπούλιο και τον Κέπ ΤαΕΣΕΝ. Υποστηρίζουν λοιπόν ότι ουσιαστικά ο συγγραφέας του Καταμάτου Ευαγγελίου έχει στη διάθεση μία γραπτή πηγή. Μία δεύτερη υπόθεση είναι ότι ουσιαστικά ο συγγραφέας, ο Μάρκος, συνδυάζει εδώ διάφορες κυροφορικές και γραπτές πηγές. Ο χαρακτηριστικός τους υπρόσωπος αυτής της θέσης είναι ο Βίσλιν Γουρέι. Δηλαδή ο Μάρκος έχει στη διάθεση του διάφορα είδη κυροφοριών, έχει κάποιες γραπτές πηγές, έχει και την κυροφορική παράδοση και τη συνδυάζει με τέτοιο τρόπο μεταξύ τους, με διάφορα λόγια, λόγια του Ιησού τα οποία ουσιαστικά τεχνικά αταδένει μεταξύ τους για να αποτελέσουν όλο μαζί ένα λόγο με αυτό το συγκεφριμένο σκοτωρικό και αποκαλυπτικό περιβάλλον. Και τέλος η τρίτη θέση είναι ουσιαστικά ο Μάρκος αξιοποίησε κάποια ανεξάρτα μεταξύ τους λόγια του Ιησού τα οποία τα συνδύεσαν με παλαιοδιαδικικά χωρία και άλλες πηγές. Δηλαδή ουσιαστικά ότι αυτό που έχουμε σήμερα είναι ένα εντελώς καινούργιο έργο, εντελώς επικενούργιο κείμενο, το οποίο ποτέ δεν είπε ο ιστορικός Ιησού. Και ένα στοιχείο το οποίο μας έχει πολύ ταλαιπωρήσει στην έρευνα και το οποίο συνδέεται με τα προηγούμενα είναι η φράση που υπάρχει στο Μάρκος 13-14, όπως σταματάξει αρχικά ο λόγος, υπάρχει μια παραιθητική πρόταση εκεί, η οποία λέει ο αναγνώστης ας καταλάβει. Το οποίο είναι προφανές ότι δεν προέρχεται από τον ίδιο τον Ιησού ο οποίος μιλάει και μην γνωρίζει, γιατί φυσικά δεν έχει αρκάνει αντί το αναγνώστης αλλά έχει τους υποδοτές τους οδότες, αλλά εδώ πρόκειται για μια παρέμβαση είτε του ίδιου του Μάρκου είτε της πηγής από την οποία πήρε αυτό το ιδρικό. Ακ μάλιστα για αυτό το λόγο όσοι υποστηρίζουν ότι ο Μάρκος έχει στα διάθεση και ένα ενιαίο κείμενο, θεωρούν ότι ακριβώς αυτό αποτελεί την πιο δυνατή απόδειξη. Λοιπόν, ως ακριβώς ότι υπήρχε ένα κείμενο, το οποίο ήταν γραφτό και επομένως θα δυνατώ να υπάρχει εκεί μέσα ο όρος ο οποίος, η φράση ο αναγνώστης ας καταλάβει. Και ποιος την πρέπει να καταλάβει ο αναγνώστης. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ίσως εδώ υπάρχει μια αναφορά με τον Γαλλία, τον οποίο ξέρουμε πάρα πολύ καλά από τα πρώτα μαθήματα, τη Λόγο Διοδραμάτηση στην Αρχαία Επιτυσία. Ή κατά άλλους, με κύριο εκπρόσωπο τον Κέρ Τάισεν, ο οποίος υποστήριξε ότι υπήρχε ένα κείμενο αναμηνυφέστο αποκαλυπτικό, το οποίο κυκλοφορούσε στην Παραστίνια γύρω στο 70 μ.Χ. ο συγγραφέας εδώ παραπέμει εγώ σε αυτό το κείμενο. Αυτή η θέση σήμερα αντιμετωπίζεται με μεγάλη επιφύλαξη γιατί ακριβώς δεν υπάρχουν στοιχεία μέσα στο κείμενο, τα οποία να μας αποδεικνύουν ότι όντως εδώ έχουμε ένα κείμενο το οποίο εξ αρχής αυτούσιο ήταν έτσι και το πήρε ο συγγραφέας του Μάρκος που το ενέταξε μέσα στο κείμενο. Και κατά δεύτερο λόγο, γιατί δεν μπορούμε βέβαια να εντοπίσουμε έναν τέτοιο κείμενο όπως αυτό που υποθέτει η Κάζιο-Κεπτάισιν το οποίο δεν εκπληκοφορούσε στην Παραστίνη, το οποίο δεν είχε αποκαλυπμένα μια αποκάλυψη και το οποίο είχε ο ουσιαστικά εδώ εντάσσει, έχω πάνω σε αυτό το παραπέμει με κάποιον τρόπο ο συγγραφέας. Αυτό που σήμερα υποστηρίζει η έρευνα είναι ότι εδώ πρόκειται για μία προτροπή η οποία είναι έναν οκοτεχνικό μέσο συχνό στα αποκαλυπτικά κείμενα, τα επαγγελτικά κείμενα της εποχής και είναι μία προτροπή προς τον αναγνώστη του Ευαγγελίου. Ποιος είναι όμως αυτός ο αναγνώστης? Γιατί σήμερα γνωρίζουν πάρα πολύ καλά ότι τα επαγγελτικά κείμενα δεν διαβάζονταν, αλλά τα ακούγανε τα μέρη της κοινότητας από τον αναγνώστη. Κάποιος διάβαζε και οι υπόλοιποι παραπληθούσαν, ήταν κροατές ουσιαστικά των Ευαγγελίων. Και έτσι λοιπόν η Έλληνα σήμερα υποστηρίζει ότι εδώ πρόκειται για μία προτροπή προς αυτόν που διάβαζε φωναχτά το κείμενο στη γνωρινότητα γιατί αυτό που υπάρχουν σήμερα είναι ταυτόχρονα μαζί με την ανάγνωση του κειμένου, υπήρθηκε η επεξήγηση και το κείμενο. Δηλαδή προφανώς εδώ υπάρχει ο συγγραφέας φιστά την προσοχή στον αναγνώστη, δημιουργώντας ότι εδώ θα πρέπει να κάνει κάποια αναφορά, θα πρέπει να κάνει κάποια ελληνευτική προσοχή ή επεξήγηση. Επομένως σήμερα εκεί που λίγο πολύ καταλήγουμε είναι ότι ουσιαστικά στο καταμάρκον Ευαγγέλιο έχουμε λίγο ή πολύ διαφορετικές παραδόσεις γιατί αντέλετε διαφορετικά κομμάτια της παράδοσης για τον Ιησού, τα οποία ανάβονται προφανώς συνδέοντα από την αρχαία παράδοση για τον Ιησού, και τα οποία ο Μάρκος βασιλευτικοτεχνικά τα συνδέει μεταξύ τους προσπαθώντας μέσα από αυτά να αντιμετωπίσουμε το δικό του παρόν και επομένως αυτά τα κείμενα έχουν ένα ιγέτορε ενδιαφέρον. Ένα ερώτημα που μας απασχολεί επίσης είναι κατά πόσο το Μάρκος 13, και αυτό έχει να κάνει με το Ευαγγέλιο Παρχικά θέσανη για την επίδραση που είχε το Μάρκος 13 στην αρχαία γωνοχριστιανική κοινότητα, τώρα θα μας δείτε λοιπόν ποια είναι η σχέση του Μάρκος 13 με την αλφαθεσσαλονική 4, κεφάλαιο στοιχείς 13-18, όπου ο Παύλος απαντώνται σε ρόντιες θεσσαλονικαίων, περιγράφει πώς θα είναι τα έσχαπα. Θα μας κάνει την ευκαιρία να μιλήσουν σε επόμενο Μάρκο. Εκεί λοιπόν στο αλφαθεσσαλονική ο Παύλος στο στιγμό 14-15 του κεφαλαίου κάνει λόγο για τον λόγο κυρίου, λέει του όσα σας λέω, ή με βάση τον λόγο κυρίου. Και αυτό προκάλεσε την... με κάποιο λόγο κυρίου. Και αυτό προκάλεσε την έρευνα, το ερώτημα στην έρευνα, σε ποιον λόγο του κυρίου μπορεί να αναφέρεται ο Παύλος και συγκεκριμένα το οποίο γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια σε κάποια πρωτοβουλική παράδοση. Και ως πιθανός υποψήφιλος, φυσικά, δίθηκε το Μάρκος 13. Πραγματικά υπάρχουν στοιχεία μέσα στο κείμενο, τα οποία παραπέμπουν στο Μάρκος 13. Όπως για παράδειγμα, ο όρος αρπαγισόμεθα, η παράσταση ότι όλοι οι ζωντανοί ουσιαστικά θα αναλυθούν σύννεφα στον ουρανό και θα συναντήσουν εκεί τον κύριο, μια πολύ καθαρή αποκαλυπτική εικόνα που υπάρχει στο 17 στη κεφαλαιοξάφη της Αλονικής. Μπορεί να πούμε ότι είναι μια παραλλαγή της εικόνας που έχει στο Μάρκο, στο 27 και στοίχο, όπου λέει εκεί ότι θα επισυναχθούν οι εκπληκτοί, θα μαζευτούν οι εκπληκτοί μπροστά στον κύριο. Και ένα άλλο στοιχείο είναι οι νεφαίρες, οι οποίες είναι στοιχείο αποκαλυπτικό και σε άλλα κειμένα έξω από την Διαφήκη και που απαντούν και στην Άνθρωπη της Αλονικής στο στιγμό 17 του 4ου κεφαλαιού, αλλά και στο 16ο, στο 26ο στιγμό του 14ου κεφαλαιού του Μάρκου. Βέβαια, αυτό που θα μπορούσε κανείς να πει είναι ότι δεν είναι δημοκρατικό εδώ, όμως που κυρύγουν αναφέρεται χαρακτηριστικά και μόνο στο Μάρκος 13. Υπάρχουν και άλλα κείμενα μέσα στα Ευαγγέλια, τα οποία πάρα πολύ εύκολα θα μπορούσαν να συνδεχθούν με το πρόσωπο με σύμφωνο με την παράσταση αυτή που υπάρχει στην Άρθρη της Αλονικής. Και ένα άλλο για παράδειγμα κείμενο είναι η παραβολή της τελικής κρίσης προκαταμαθεών Ευαγγέλια, στην οποία πάλι έχουμε κάποια στοιχεία που ομοιάζουν. Έτσι λοιπόν αυτός το που σήμερα καταλήγουμε στην έρευνα είναι ότι και στα δύο κείμενα μας, βέβαια και έστω στο 12ο κεφάλαιο του Μάρκου αλλά και στο 4ο κεφάλαιο της Άρθρης της Αλονικής, έχουμε αποχρηστανομένες μέσα στο κείμενο διαφορετικές εκδοχές μιας κοινής παράδοσης για την παρουσία, αυτό που λέμε σήμερα Δευτέρα Παρουσία. Όπου τι γίνεται, ο συγγραφέας οικιοποιείται αυτή την παράδοση, η λοιπόθεση είναι στην έρευνα προηγούμενη προηγούμενη παραδοση, ακριβώς γιατί υπάρχει αυτή η χαλαρότητα με την οποία διασώζονται οι διάφορες εκδοχές, προσαμμόζεται αυτή η παράσταση μέσα σε νέες καταστάσεις, μέσα στην εκάστοτε κατάσταση και ουσιαστικά καταγράφεται εκ νέου, μια ανάγνωση εκ νέου της παράδοσης και καταγραφή της μέσα στα κείμενα. Επομένως δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Παύλος έχει υπόψη του το ίδιο κείμενο που έχει και τον Μάρκος 13, ή ότι γνωρίζει ο ένας τον άλλον, άλλωστε ο Παύλος γράφει πολύ νωρίτερα τον Μάρκος, αλλά εδώ έχουμε σαφώς μία κοινή υποφορική παράδοση για την παρουσία, η οποία είναι πάρα πολύ σημαντική, θα μας οδηγήσει αυτό και σε πολύ ενδιαφέροντα συγκράσματα για τις εσκατομυρικές και αποκαλυπτικές στάσεις μέσα στην αρχαία μορφωστανισμού και η οποία, όπως είπαμε παράδοση, ουσιαστικά βρίσκει διαφορετική έκφραση σε δύο διαφορετικά κείμενα. Ένα άλλο ερώτημα που μας απασχολεί είναι αν οι δύο πρώτοι στίχοι, όπου γίνεται ο λόγος για την καταστροφή του ναού, έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα, όπως λέμε, βατική μου μεξιλέμ. Αυτό είναι ένα ερώτημα το οποίο συνδέεται άμεσα και με το θέμα της ανολόγησης του κατά Μάρκων Ευαγγέλιο, γιατί ως μεσόν στην έρευνα, η έρευνα η Κάζιο, το κατά Μάρκων Ευαγγέλιο, γράφτηκε ήδη το 1969 και με το 1970 και ένα καταλητικό επιχείρημα υπέροχης της μίας ή της άλλης άποψης είναι το πώς θα εκτιμήσουμε τον Μάρκος 13. Αν το θεωρούσουμε, δηλαδή, ως ένα βατικίνου εξευγέντρος, μια προφητεία για κάτι που έχει ήδη γίνει, ή αν το θεωρούσουμε και όντως είναι μια προφητεία εξ αρχής και προηγείται ακριβώς στις καταστροφές του Ναού. Δηλαδή το ερώτημα μας είναι, με απλά λόγια, εάν πραγματικά ο Ιησούς προφήτευσε την καταστροφή του Ναού, ή είναι κάτι το οποίο στη συνέχεια ο Μάρκος και η κοινότητά του το τοποθετήσουν στο στόμα του Ιησού προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα γεγονότα που συνέβη με την καταστροφή του Ναού και της Ιεροσαλήμου και την εκδήλωξη της χριστιανικής κοινότητας από το Ευρώσοδημα γύρω στα δεκαετιαντή. Υπάρχει, δηλαδή, αυτή μεγάλη συζήτηση. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά εδώ, στο 13, που ο Ιησούς προφητεύει ή προλέγει πράγματα τα οποία θα συμβούλουν. Ή, σε όλο αυτό το δεύτερο μέρος του Ευαγγελίου, έχουν συχνές προλύσεις του Ιησού, για παράδειγμα στο 10ο κεφάλαιο, εκεί που μιλάει για την παραβολή του Αμπελώνους, ο Ιησούς προλέγει την κατάληψη και την καταστροφή όλου του θρησκευτικού κατηστημένου του Ισραήλ. Ή στο 14ο κεφάλαιο, στο στίχο 9, που μιλάει για την πράξη της γυναίκας εκείνης που του άνοιψε τα πόδια με μύρο και λέει ότι αυτό που έκανες θα το θυμούνται και θα το διηγούνται για νέες γεμιών στη συνέχεια, εδώ έχουμε πάλι μια πρόληση, ή την πρόληση για την προδοσία στο 14ο κεφάλαιο, ή και την άρνηση των μαθητών πάλι στο 2ο κεφάλαιο, ή ακόμα αν θέλετε και την πρόληση του πάθους και της ανάστασης, την οποία την βλέπουμε αυτή την πρόληση τακτικά να εμφανίζεται μέσα σε όλο το Ευαγγέλιο. Άρα λοιπόν δεν είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να μας ξενήσει ώστε να μας υποψιάσει ότι εδώ πρόκειται καθαρά για μια μεταφασχάλια παρέμβαση συντακτική είτε της κοινότητας, η οποία διασώσει την προφορική παράδεισο ή τη δημιουργία. Και πλέον δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση ότι ο Ιησούς κολλέγει το τέλος του ναού. Το τέλος του ναού είναι και η καταστροφή του και αυτού και της πόλης Ιουσαλήν. Είναι μια ιδέα η οποία πλανάται και καταγράφεται σε πολλά κείμενα αυτής της περιόδου έξω της Θεοκάρα. Νομίζουμε από τον Ιούσικο για παράδειγμα τέτοιες μαρτυρίες, μόνος δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει να ξενιίζει ως κάτι θα λέγαμε έξω από την εποχή του. Άρα θα μπορούσαμε ασφάλεια να πούμε ότι όντως αυτές οι προλύσεις που έρχονται από το στόμα του Ιησού οπωσδήποτε δέχονται κάποια επεξεργασία ή συνδυάζονται με ανθρώπους έτσι ως τονμάχος και κοινώντας να ερμηνεύσουν τα γεγονότα τα οποία έχει διώσει η κοινωνική ηλιοκλησία γύρω στο εποχή του. Και φυσικά ως ασυλείο αντικατοπτήσουν και την κατάσταση που επικρατεί στην Παλαιστίνη αυτή την περιόδου. Περνώντας τώρα στο ίδιο το κείμενο θα δούμε εις συντομία τις εβδιαίρους ενόρτες και θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε και τα στοιχεία τα οποία έχουν χαρακτηριστικό αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Οι πρώτοι λοιπόν εκτός από τους δύο πρώτους τύκους του Ιησού Χριστόμιου γιατί θα στροφεί του Ναού. Στη συνέχεια από το 3 ως το 13 όπου έχουμε πλέον αποκολλήσει στο λόγο του Ιησού ο Ιησούς μιλά για τους διωγμούς και τις τλήψεις τους οποίες θα αντιμετωπίσουν όλοι οι άνθρωποι. Και ειδικότερα στους πρώτους τύκους του Ιησού Χριστόμιου έχουμε το ερώτημα που θέλετε. Από τον 4 έως τον 8 ο Ιησούς υπάρχει μια προειδοποίηση για τους ψευδοκνασίες και από τον 9 έως το 13 έχουμε την πρόθεση για τις τλήψεις και τους διωγμούς. Ήταν μια διάχυτη στα αποκαλυπτικά κείμενα ιδέα ότι πριν την έλευση της νέας εποχής θα υπάξει μια περίοδος της σκεφτικής αποστασίας, σηθηικής παρακουμής και κοινωνικής αποδόμης. Είναι δηλαδή κάτι πολύ συνηθισμένο ως ιδέα μέσα στα αποκαλυπτικά κείμενα και ίσως θα λέγαμε είναι και μία από τις αφορμές, ή αν θέλετε να από τα κίνητρα τα οποία θα επισπεύσουν την έλευση του Νασκάτου. Επιπλέον στο κείμενό μας μπορούμε να δούμε και άλλα αποκαλυπτικά στοιχεία εξαιρετικά ενδιαφέροντα όπως η πόλευμα που παρουσιάστηκε και οι μάχες μεταξύ των βασιλείων. Ιδιαίτερα συνηθισμένο θέμα, μορτίβο στα αποκαλυπτικά κείμενα. Οι σεισμοί που πολύ συχνά και στα προφητικά κείμενα και κυρίως αυτά που συνδέονται με την ημέρα κυρίου αλλά και στα αποκαλυπτικά κείμενα απαντούν ως ένα ιδιαίτερο χαρακτηστικό των Εσχάτων. Ο λόγος που γίνεται στο κείμενο για τους λοιμούς στην Πίνα την Μεγάλη πάλι θερακτηριστικό των αποκαλυπτικών κειμένων, οι οδύνες, δηλαδή οι πόνοι του τοκετού όπου αυτό όπως είπαμε και παλαιότερα σε μάθημα αποτελεί ένα από τις πολύ σημαντικά αποκαλυπτικά στοιχεία όπου η οδύνη για να γεννήσει αυτόν τον καινούργιο κόσμο και τέλος η δημιουργή των δικαίων πάλι και αυτό στοιχείο που υπάρχει και στα αποκαλυπτικά κειμένα. Στο επόμενο μέρος που έχουμε στους τοίχους 14 έως 23 ουσιαστικά γίνεται λόγος για τη μεγάλη τοκιμασία στα λίγο πριν την έλευση του Θεού, του Κυρίου. Στους τοίχους 14 έως 20 γίνεται λόγος για το θέλημα της ερημόσωσης. Είναι πάρα πολύ σημαντική φράση με το οποία θα μιλήσουμε σε λίγο. Και από τους εις τοίχους 21 έως 23 ο λόγος είναι πάλι για τους ψεδοχριστούς, ψεδομεσείες, δηλαδή και ψεδοκοπίτες. Εδώ, ο τρόπος που περιγράφονται τα γεγονότα φαίνεται να αντικατοτρίζει σε πάρα πολλά σημεία τα ιστορικά γεγονότα που γνωρίζουμε ότι έλαβε ακόρα στην Παλαιστίνη στη τελεόδο 68 με 70 δηλαδή στα χρόνια της πρώτης Ιουδαϊκής Επανάστασης. Γι' αυτό, λοιπόν, εικάζουμε εδώ ότι όλος αυτό το κνήμα του κεφαλαίου έχει ήχνοι, θα λέγαμε, της συντακτικής παρέμβασης του Ευαγγελιστή. Από την άλλη μας μεριά είναι επίσης ενδιαφέροντα η σύνδεση που γίνεται εδώ με γνωστά μας αποκαλυπτικά κείμενα όπως είναι το Δανείδι 11 ή το Δανείδι 12, όπου εκεί και πάλι γίνεται λόγος για το βδέγμα της Εδημόσιας. Το πιο βδέγμα της Εδημόσιας σήμερα στην έρευνα γνωρίζουμε ότι συνδέεται με τον αντίοχο τον τέταρτο τον επιφανή, ο οποίος προσπάθησε να βεβηλώσει για το ναό τοποθετώντας έναν δημοκρατικό βομό. Μάλιστα σήμερα έχουμε πολλοί ερευνητές που ασφαλίζουν ότι το βδέγμα της Εδημόσιας είναι τέτοιος δημοκρατικός βομός και γνωρίζουμε ότι αυτά τα γεγονότα ουσιαστικά προκάλεσαν και την Αγαβαϊκή Επανάσταση. Εδώ ουσιαστικά τι κάνει ο συγγραφέας και χρησιμοποιεί κάτι που κάνει πολύ σημανή και η αποκαλυπτική συγγραφή ουσιαστικά ανατρέχει στο παρελθόν, αξιοποιεί ο Ιησούς στην προκειμένη περίπτωση, αξιοποιεί μια παράσταση, ιδιαίτερα γνωστός του σοκοματός του, την οποία ο ομούστος χρησιμοποιεί εδώ για να ερμηνεύσει αυτά που θα έχουν στο μέλλον. Επομένως εδώ αυτό το κομμάτι μπορούμε να πούμε ότι είναι ιδιαίτερα φορτισμένο με αποκαλυπτικές παραστάσεις και ιδέες και έχει ακριβώς και αυτές τις πολύ ενδιαφέρουσες συνδέσεις με την Γαλλιά Διαθήκη αλλά και με διάφορα αποκαλυπτικά κειμένα της ίδιας εποχής. Οι στίχοι 24-27 περιγράφουν τον ερχομό του Ιου του ανθρώπου. Βλέπουμε αφού στούν το 24-25 τα φυσικά φαινόμενα μετά τη δοκιμασία συμμετέχουν, λοιπόν, όλα τα στοιχεία της φύσης σε αυτήν την περίοδο, σε αυτήν την φάση της ιστορίας. Στο 26 στίχο εμφανίζεται ο Υιός του ανθρώπου και στο 27 έχουμε πλέον τη σύναξη των εκλεκτών. Πρόκειται για μια περιγροπή με έντονα αποκαλυπτικά στοιχεία και επιρροές την προφητική παράλωση από κείμενα του Ζαχαρία, για παράδειγμα, όπου σε αυτά τα κείμενα περιγράφεται η ημέρα του Κυρίου. Και εκεί έχουμε αυτή τη συνεκοχή των φυσικών στοιχείων, σχεδόν της φύσης, και την εμφάνιση του Κυρίου, του Υιου του ανθρώπου. Ακολουθεί στους κείμενους 28, δηλαδή, μια παραβολή. Το παράδειγμα της ηγιάσης, το οποίο αποτελεί ένα κρούξεντο πρέτου, όπως λέμε, ένα πάρα πολύ δύσκολο κείμενο, ειδικά ο Σθήκος 30, όπου εκεί ο Ιησούς λέει ότι δεν θα περάσει αυτή η γενιά, μάλλον η λόγιμη δεν θα περάσει αυτή η γενιά, έως όταν εκπληρωθεί η λόγιμη, δηλαδή θεωρεί, φαίνεται να λέει αυτό το φορείο, ότι όλα όσα περιγράφει το κείμενο, θα γίνουν ήδη στην γενιά του Ιησού. Ζηκά, αυτό υποκαλέσει πάρα πολλές ερετήσεις στην έρευνα και απ' ό,τι φαίνεται είναι ένα θέμα το οποίο απασχόησε και την αρχαία εκκλησία. Αν κρύβουμε από τον τρόπο που εμπνεύθηκε για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη, που εμπνεύθηκε ακριβώς ότι όσα λέει εδώ ο Ιησούς, ουσιαστικά αναφέρονται στο τέλος του κόσμου και επομένως οι Χριστιανοί της Θεσσαλονίκης με τους πρώτους θανάτους που ήρθαν, άσε να ανησυχούν, γιατί ακριβώς δεν είχε έρθει το τέλος του κόσμου και ο Πάβος αναγκάζεται να τους απαντήσει στην άρχη του Θεσσαλονίκης περιγράφοντας τα έσκατα. Για να κατανοήσουμε αυτό το δύσκολο στίχο, θα πρέπει σαφώς να το εντάξουμε μέσα στο πρόσφυγιο γενικότερης εσκατολογικής δασκαλίας του Ιησού και να ακούμε βέβαια ότι ταιριάζει πάρα πολύ, εντάστηται εκεί πάρα πολύ καλά μέσα στο γενικότερο εσκατολογικό πρόγραμμα του Καταμάρτων Ευαγγελίου, όπως στον Καταμάρτων Ευαγγελίου των Μυστών, έχουν μια πάρα πολύ έντονη εσκατολογία και τη βεβαιότητα βλέπουν της Αρχαίας Εκκλησίας ο τέλος είναι πάρα πολύ κοντά και επομένως οι χριστιανοί πρέπει να είναι έτοιμοι γι' αυτό το τέλος. Και φυσικά μπορούμε να καταλάβουμε εδώ, όπως είπατε πριν, την επίδραση που είχε αυτό το χωρίο στην πορεία του Αρχαίου Ομοσθενισμού, τουλάχιστον στον 2ο αιώνα και στις αρχές του 2ο αιώνα και μπορεί να εξηγήσει επίσης και τη στροφή που παρατηρούμε και τις μεγάλες αλλαγές που παρατηρούμε από το τέλος του 2ο αιώνα όταν τελικά η παρουσία δεν ήρθε και αυτό το λόγιο έπρεπε να επανερμηνευθεί και να καταναηθεί εκ νέου μέσα σε ένα διαφορετικό πλέον πλαίσιο. Στους τύμους 33 έως 37 έχουμε έναν παραννητικό λόγο. Ο παραννησίπων είναι χαρακτηριστικός στα αποκαλευτικά κείμενα και ο παραννητικός λόγος του Ιησού για ειδρύγωση συνδυάζεται με μία παραβολή και αυτή η παραβολή πάλι αυτό το θέμα έχει, την ειδρύγωση. Και ουσιαστικά αυτή η στήχη 33 έως 37 δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τελική απάντηση του Ιησού στο αρχικό ερώτημα του Ιησού, όλα όσα προηγήθηκαν δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ανάπτυξη η οποία τελικά θα καταλήξει, θα οδηγήσει σε αυτό το τελευταίο στήχος του λόγου η οποία είναι η καθαυτή απάντηση σε όσα λένε οι μαθητές. Πλύνοντας το σημερινό μάθημα στα συμπεράζοντα θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατ' αρχάς το Καταμάρκο στο Μάρκος 13 είναι ένα κείμενο το οποίο πατέχει μία κεντρική θέση μέσα στο αφηγηματικό πλαίσιο του Ευαγγελίου αλλά έχει και μία κεντρική θέση μέσα στη θεωρική σκέψη του Ευαγγελίου καθώς είπαμε ότι ατοικατορίζει πάρα πολύ καλά τις ισχατολικές προσδοκίες του Ευαγγελιστή και της κοινών τ άστρων και οι οποίες φυσικά μαρτυρούνται και σε διάφορα άλλα σημεία του Ευαγγελίου. Το δεύτερο που πρέπει να πούμε είναι ότι εδράχουμε ένα κείμενο το οποίο σαφώς πρέπει να το συνδέσουμε στο ισχορικό Ιησού αλλά δεν πρόκειται για ένα κείμενο αυτούσιο ή αν θέλετε ένα λόγο αυτούσιο του Ιησού αλλά πρόκειται για συνδυασμό από διαφορετικές προφορικές και ίσως και εγγρατές φυγές οι οποίες διασώζουν διαφορετικά λόγια του Ιησού και τα οποία δέχονται μία θεωρογική επεξεγρασία κατά πάση αφιθανότητα από τον ίδιο τον Μάρκο και σε αυτή την επεξεγρασία ουσιαστικά ο Μάρκος θα λέγαμε χρησιμοποιεί ως πρίσμα ανάγνωσούς τους αυτολογίου και πραγματικά ερμηνείας τους διάφορα προφορτικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης αλλά και από διάφορες ανσιλουδιακές φυγές είναι προφανές ότι το κειφάλαιο αυτό έχει ιδιαίτερα αποκαλυπτικά στοιχεία έχει ένα αποκαλυπτικό περιεκόμενο και τέλος έχει και μία λειτουργία μέσα στο βαγγέλο εκτός ότι ουσιαστικά προαναγγέλλει τα όσα στη συνέχεια θα ακολουθήσουν που είναι το πάθος του Ιησού ουσιαστικά αυτό το κεφάλαιο έχει σκοπό να στηρίξει την κοινότητα, να την ενδυναμώσει και να την βοηθήσει να ερμηνεύσει το ιστορικό της παρόν παρουσιάζοντάς της τα γεγονότα και τα εργαμμένα μέσα από μία διαφορετική ενδυνόσοπτική και κανονώντας τη κοινότητα σε γρήγοση. |