: Μουσική Γεια σας, καλησπέρα. Ευχαριστώ κ. Κωστάλα, ευχαριστώ τους διοργανωτές. Η παρουσία μου εδώ θα λειτουργήσει μάλλον αντιστοιχτικά, γιατί όλοι οι προηγούμενοι ομιλητές μίλησαν για ομαδικές προσπάθειες, για κοινές δράσεις, και ο κ. Ρουσσόπουλος και ο Σπύρος και ο Άντζελο και ο Ανδρέας. Εγώ, μάλλον, είμαι με τη μεριά του Jason, του Μάγου. Η δουλειά του συγγραφέα, όπως ξέρετε, είναι πολύ μοναχική. Θα θέλα να μιλήσω και για τη δουλειά του συγγραφέα, αλλά κυρίως για τη δουλειά του αναγνώστη. Και θα θέλα να ξεκινήσω, διαβάζω σε ένα πολύ σύντομο κείμενο, ενός μεγάλου Αμερικανού ποιητή που έχω μεταφράσει, του E. E. Cummings. Ίσως πολλοί από εσάς δεν τον ξέρετε, αλλά θα έχετε δει μάλλον την ταινία του Woody Allen, η Χάνα και οι αδελφές της. Και στην ταινία αυτή ο Michael Caine κατορθώνει και ρίχνει μία από τις αδελφές, πηγαίνοντας σε ένα βιβλιοπωλείο και χαρίζοντας τα άποντα του E. E. Cummings. Άρα καμιά φορά η ποιήση λειτουργεί και έτσι. Γράφει λοιπόν ο Cummings το εξής, βέβαια το κείμενο έχει τίτλο συμβουλή σε νεότερους ποιητές, αλλά θα μπορούσε να είναι συμβουλή σε οποιονδήποτε. Ποιητής είναι κάποιος που αισθάνεται και που εκφράζει τα αισθήματά του με λέξεις. Αυτό μπορεί να ακούγεται εύκολο, δεν είναι. Πολλοί νομίζουν ή πιστεύουν ή ξέρουν ότι αισθάνονται, αλλά αυτό είναι νομίζω ή πιστεύω ή ξέρω, όχι αισθάνομαι. Και η ποιήση είναι αισθάνομαι, όχι ξέρω ή πιστεύω ή νομίζω. Σχεδόν οποιοςδήποτε μπορεί να μάθει να νομίζει ή να πιστεύει ή να ξέρει, αλλά ούτε ένας δεν μπορεί να μάθει να αισθάνεται. Γιατί? Επειδή όποτε νομίζεις ή πιστεύεις ή ξέρεις, είσαι κάποιος άλλος, αλλά τη στιγμή που αισθάνεσαι δεν είσαι παρά μόνο εαυτό σου. Το να μην είσαι παρά μόνο εαυτό σου σε έναν κόσμο που πασχίζει μέρα-νύχτα να σε κάνει τον οποιοδήποτε άλλο, σημαίνει να δώσεις τη σκληρότερη μάχη που ένας άνθρωπος μπορεί να δώσει και να μην σταματήσει ποτέ να τη δίνει. Το να μην εκφράζεις άλλοστε παρά μόνο τον εαυτό σου με λέξεις, σημαίνει να προσπαθείς λίγο περισσότερο από όσο κάποιος που δεν είναι ποιητής μπορεί να φανταστεί. Γιατί? Επειδή δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο από το να χρησιμοποιήσεις λέξεις σαν να είσαι κάποιος άλλος. Όλοι μας κάνουμε ακριβώς αυτό σχεδόν κάθε στιγμή και όποτε το κάνουμε δεν είμαστε ποιητές. Αν στο τέλος των πρώτων 10-15 χρόνων που πάλεψες, προσπάθησες και αισθάνθηκες, ανακαλύψεις πως έχεις γράψει ένα στίχο ενός πήματος, να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ τυχερό. Γι' αυτό λοιπόν η συμβουλή μου σε όλους τους νέους που επιθυμούν να γίνουν ποιητές είναι κάτι εύκολο, με αυτό για παράδειγμα πως να τυνάζετε τον κόσμο στον αέρα, εκτός και αν δεν είστε μόνο πρόθυμοι αλλά θα σας έδινε και χαρά να αισθάνεστε και να προσπαθείτε και να μάχεστε ως το τέλος. Ακούγεται θλιβερό, δεν είναι. Είναι η πιο υπέροχη ζωή στη γη επάνω. Ή τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι. Η παρουσία μου είναι λίγο κάπως θα λειτουργήσει αντιστοιχτικά γιατί όλες οι ομιλίες που άκουσα όπως είπα μιλάνε για ομαδικές προσπάθειες. Το να γράφει κανείς είναι μια πολύ μοναχική υπόθεση. Ασφαλώς και υπάρχει καινοτομία στην συγγραφή και φυσικά η καινοτομία δεν είναι στις σκέψεις που έχει ένας συγγραφέας ή στις αισθήματα που έχει, αλλά στον τρόπο που τα ομορφωποιεί. Και ένας ποιητής που γράφει σήμερα, ένας συγγραφέας που γράφει σήμερα, προφανώς δεν μπορεί να γράφει όπως έγραφε ο Καβάφης και ο Σεφέρης στους οποίους αναφέρθηκε ο κ. Κωνστάλλας. Επομένως η μάχη που δίνει ένας συγγραφέας είναι να μπορεί να βρει τρόπους, γι' αυτό είπα ότι είμαι πιο κοντά στον μαγικό κόσμο του Μπέντρομεν, πρέπει να βρίσκει τρόπους να μπορεί να μορφωποιεί το υλικό του με ένα τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αγγίζει τον καινούργιο αναγνώστη, τον νέο αναγνώστη. Τώρα, το θέμα της ανάγνωσης είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Για τη συγγραφή έχουμε, και μάλιστα τα τελευταία χρόνια βγαίνουν πολλά βιβλία, ειδικά στην Αμερική και στην Αγγλία, με τίτλους όπως The death of literature, the death of art, the death of poetry κτλ. Έχουμε διάφορους επικίδιους που συνέχεια γράφονται. Δεν νομίζω ότι η ανάγκη να εκφραστεί κανείς θα πεθάνει ποτέ. Νομίζω οι άνθρωποι πάντα θα ειδημιουργούνε. Αλλά μπορεί κανείς ίσως να βιώνει στην εποχή μας το τέλος της ανάγνωσης. Κυρίες Κούμπο να φέρθηκε στις καινείες τεχνολογίες, όλοι έχουμε παιδιά, ξέρουμε πόσο εύκολο είναι τα παιδιά να ασχολούνται όλη μέρα με τις νέες τεχνολογίες, είτε με τα iPad, είτε με τα iPhone κτλ. Αυτό φυσικά βοηθάει στην κοινωνική δικτύωση, αλλά δεν βοηθάει σε αυτό που λέει ο Cummings, να είσαι ο εαυτός σου. Και πιστεύω ότι η ανάγνωση είναι ένας τρόπος να είναι κανείς ο εαυτός του. Αυτό λοιπόν που με θλίψει διαπιστώνω, και το διαπιστώνω γιατί έχω πάει και έχω μιλήσει σε πάρα πολλά σχολεία, για παιδιά δευτέρας και τρίτης ηλικίου συνήθως, είναι πόσο αποκομμένη είναι από τη λογοτεχνία. Και μάλιστα περισσότερο αποκομμένη από την ποιησία. Παρ' όλο που καμαρώνουμε και λέμε ότι είμαστε έθνος ποιητών και έχουμε τον Σεφέρη, τον Ελίτη, τον Ρίτσο, τον Καβάφ και τα λοιπά, ελάχιστοι άνθρωποι διαβάζουν ποιηση. Δεν θα χρειάζεται να ρωτήσω πόσοι από εσάς σήμερα που μιλάμε έχουν στο κωμοδίνο τους ένα ποιητικό βιβλίο, πόσοι από εσάς έχετε ανατρέξει στους δύο ποιητές που ανέφερε ο κ. Κωνστάλλας τον τελευταίο μήνα, πόσοι από εσάς μπορεί να μου αναφέρετε ένα ζωντανό ποιητή που είναι κάτω των 45 ετών, παρόλο που υπάρχουν πολύ νέοι άνθρωποι εδώ. Το λέω αυτό γιατί πριν από τρία χρόνια είχα πάει σε μια μεγάλη ημερίδα ενός συμφιλολόγων Αττικής στο Βυσαντινό Μουσείο και τους έκανα την ίδια ερώτηση στους φιλολόγους και δεν υπήρχε ούτε ένας φιλόλογος που θα μπορούσε να μου πει έναν συγγραφέα, έναν ποιητή κάτω των 45 χρονών. Αλλά διδάσκουν στα παιδιά πράγματα που είναι νεκρά και όχι ζωντανά. Και φυσικά χρειαζόμαστε τους νεκρούς συγγραφείς, είναι η ιστορία μας, δεν μπορούμε να την αποποιηθούμε. Για μένα ο Σεφέρης είναι ο παππούς μου και οι νεότεροι ποιητές είναι οι γονείς μου. Αλλά το να διδάσκεις παιδιά λογοτεχνία, όταν τα παιδιά βγαίνουν και βλέπουν τις νέες ταινίες, ακούνε τις νέες μουσικές, πάνε και βλέπουν καινούργια performances και δεν ξέρουν ποια είναι η νέα λογοτεχνία, αυτό νομίζω είναι ένα πάρα πολύ κακό σημάδι. Βέβαια, ζούμε σε έναν κόσμο που ο χρόνος τρέχει και δεν ξέρω πόσοι έχουν την πολυτέλεια να αφεθούν στον αργό χρόνο της ανάγνωσης. Η ανάγνωση, είπα εξ αρχής ότι είναι κάτι μοναχικό, πόσοι από εμάς μπορούν να αφεθούν στον αργό χρόνο που προϋποθέτει η ανάγνωση. Αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Σα σχολεία κάτι γίνεται και ας πούμε, όχι ακριβώς, δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τη λέξη λιδωρήτη, η πίηση, αλλά υπονομεύεται πολύ με τον τρόπο που διδάσκεται και συνήθως αυτό που συμβαίνει και με μεγάλους ανθρώπους είναι το εξής, άμα τους πεις διαβάζεις τη πίηση, η απάντηση βέβαια είναι 99%, όχι. Και αν ρωτήσω και εσάς, αν μου πείτε όχι περισσότεροι, αν ρωτήσω μετά γιατί δεν διαβάζει κανείς πίηση, ενώ όπως είπα ξέρουμε ότι έχουμε όλους αυτούς τους μεγάλους ποιητές πίσω μας, η απάντηση είναι ότι η σημερινή πίηση είναι δύσκολη, δύσκολη, σκοτεινή, ακατανόητη κλπ. Όταν μετά τους πεις πέστε μου ποιο είναι το τελευταίο ακατανόητο πίημα που διαβάσατε, δεν έχουν καμία απάντηση, δεν έχουν διαβάσει τίποτα, επικαλούνται μια δυσκολία την οποία μου δεν ποτέ έχουν να τη μετωπίσει. Και όταν πάω στα σχολεία και τους διαβάζω ας πούμε ένα ερωτικό πίημα του Cummings, είχα πάει τελευταία φορά στη Βαρβάκειο, μου λέει ένας μαθητής τρεις λυκείου, μου λέει ωραία λέει αυτό μπορεί να το στείλω στην κοπέλα μου σε SMS. Λέω ασφαλώς και μπορείς και άμα το στο στείλεις μπορεί και όπως και στην ταινία με την Άννα και αδελφέ σας κάτι να πετύχεις. Αλλά η δυσκολία ενός πράγματος έχει να κάνει με τον τρόπο που έχουμε μάθει να διαβάζουμε κείμενα. Δεν είναι μια εγγενής ιδιότητα των κειμένων και αυτό είναι ένα λάθος που γίνεται ή μάλλον ένα άλλο θέμα που χρησιμοποιούμε για να μην διαβάζουμε. Απ' την άλλη όμως, ακόμη και αν κάτι είναι δύσκολο, γιατί η ζωή δεν είναι εύκολη, γιατί πρέπει η λογοτεχνία να είναι εύκολη. Η ζωή είναι πάρα πολύ δύσκολη και όλοι αντιμετωπίζουμε καθημερινά πολλά προβλήματα. Αυτό που πάλι με κάνει και έτσι θυμώνω καμιά φορά είναι ότι επικαλούνται τη δυσκολία στην λογοτεχνία, ενώ σε άλλα παιδεία της ζωής τους αυτή η δυσκολία τους είναι τριγγάρη. Για παράδειγμα ένα παιδί που παίζει ένα βίντεο γκέιμ δεν θέλει να είναι εύκολο, δεν θέλει να μπορεί να βρει το θεσσαυρό εύκολα. Ή όταν παίζει ένα παιχνίδι που έχει διάφορες πίστες θέλει να πάει στην τελευταία πίστα. Γιατί η συλλογοτεχνία αυτού του πράγματος αποτελεί εμπόδιο. Αυτό είναι κάτι το οποίο πραγματικά με σαναχωρεί, όταν βλέπω νέους ανθρώπους που δεν θέλουν να διαβάσουν. Το αισιόδοξο κομμάτι είναι επειδή βγάζω το περιοδικό ποιητική, που είναι ένα βήμα για νέους ποιητές, βλέπω ότι πάρα πολλοί άνθρωποι επιλέγουν, εκφραστούν μέσα από τις λέξεις. Να κάνουν δηλαδή αυτό που λέει ο Κάμιγκς, να χρησιμοποιούν τις λέξεις σαν να είναι ιδιαίτεροι. Γιατί παρόλα αυτά επειδή μιλάμε για ιδέες και μιλάμε για ομαδικές δράσεις, τελικά όλες αυτές οι δράσεις, όπως κατάλαβα από αυτά που άκουσα, είναι ότι ξεκινάνε και από ατομικές πρωτοβουλίες, δηλαδή ένας άνθρωπος αισθάνεται ιδιαίτερος και ξαφνικά αυτός ο άνθρωπος ως μαγνύτης, ελκύει άλλους ανθρώπους που και αυτοί έχουν αυτή την ανάγκη και έτσι δημιουργείται ένα δίκτυο που ξεκινάει να κάνει κάτι, δηλαδή μια ιδέα να την κάνει πράξη. Θεωρώ ότι αυτό το οποίο, και μάλιστα πολλές φορές όταν πάω στα σχολεία και δυσκολεύομαι πώς να μιλήσω στις παιδιά που είναι μέσα στο full της εφηβείας και έχουν άλλα θέματα, συνήθως τελευταία φορά τους έφερα το ευχρήσεις παράδειγμα, τους μίλησα γιατί κάποιος μάλιστα ποιος ήταν που έδειξε το Matrix την ταινία, κάποιος έδειξε το Matrix, ναι, και τους λέω έχετε δει το Matrix, ναι μου λένε το έχουμε δει, έχετε δει το Truman Show, το έχουμε δει. Λέω έρχεται το Hollywood το ίδιο και με έναν απόλυτο κινισμό και στις δύο αυτές ταινίες, σωμαίνει Matrix σου λέει ότι είμαστε μια κοινωνία από ρέπλικες, είναι όλοι σμίθς, εντάξει κρατάμε αυτό Κιάνο Ρίβις, θέλουν πάντα έναν ήρωα να το σκάει βέβαια, στο The Truman Show ακόμη χειρότερα είναι όλα σκηνοθετημένα, μπορεί δηλαδή να υπάρχει ένας ήρωας στο τέλος που ανοίγει την πόρτα και φεύγει, αλλά όλη η ζωή είναι σκηνοθετημένη. Και έρχεται το Hollywood την ώρα που εμείς καθόμαστε και τρώμε ένα κουβά ποπκόρν και πίνουμε μια Coca-Cola και σου λέει, μπροστά σου έτσι κατάφασε, σου λέει η ζωή είναι σκηνοθετημένη, την έχουμε φτιάξει για σένα. Επιστρέφοντας λοιπόν στο λόγο τεχνία, επειδή είναι όπως είπα μια μοναχική υπόθεση, νομίζω ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο κανείς να είναι ιδιαίτερος και να μην είναι ένας απλός καταναλωτής πραγματικότητας, αλλά να είναι ένας δημιουργός της πραγματικότητας, γιατί είναι πάρα πολύ εύκολο, και το λέει και ο Κάμιξ ο κείμενος που σας διάβασα, κάθε μέρα να είμαστε κάποιος άλλος, είναι πάρα πολύ δύσκολο να είμαστε εαυτός μας. Και ο εαυτός μας δεν είμαστε μόνο όταν γράφουμε, οι συγγραφίες είναι αυτό που είναι, αλλά είμαστε εαυτός μας και όταν είμαστε αναγνώστες, γιατί πάλι υπάρχουν επαφετικοί αναγνώσεις που διαβάζουν όπως λένε πολύ για να κοιμηθούν το βράδυ, και είναι αυτή η κλασική φράση που ακούω και τρελαίνομαι, δεν θέλω κάτι βαρύ γιατί θέλω να κοιμηθώ το βράδυ, ενώ προφανώς αν το βιβλίο είναι ωραίο αποκλείεται να κοιμηθείς, δηλαδή το βιβλίο θα πρέπει να μην κοιμάσαι, έτσι, ή αυτό που ακούω καμιά φορά που διαβάζω σε κριτικές βιβλίες, λέει κυλάει μονορούφι, το διάβασα μονορούφι, αυτό σημαίνει ότι είναι για πέταμα το βιβλίο, κανένα βιβλίο στις προκοπές δεν διαβάζεται μονορούφι, έτσι. Την ανάγνωση λοιπόν, τι είναι το βιβλίο, το βιβλίο, γιατί και εμείς οι συγγραφίες είναι αναγνώστες μας, περνάμε τα εννιά δέκατα του χρόνου μας διαβάζοντας άλλα βιβλία, το εν δέκατον είναι το πολύ ξεδεύουμε για να γράφουμε, το διάβασμα, που πολλοί το έχουν παρεξηγήσει, είναι ένας καθρέφτης, ο καθένας προβάλλει αυτό που θέλει, βλέπει τον εαυτό του με τις σελίδες του βιβλίου. Και εγώ επειδή αναφέρει ο κ. Κωνστάλλας στο τελευταίο μου βιβλίο, το έμα νερό, είχα την εξής, τώρα βέβαια θα ευλογήσω τα γένια μου λίγο, αλλά θέλω να σας πω γιατί, εγώ δεν έχω γράψει ποτέ παιζογραφία, δεν έχω γράψει ιστορήματα, γράφω ποιήματα, γράφω δοκίμια, μεταφράζω πίεση, αλλά έγραψα ένα βιβλίο πολύ προσωπικό, όταν πέθανε οι γονείς μου, ο τίτλος είναι το έμα νερό, οι Έλληνες το καταλαβαίνουν αυτό, γιατί έχει μεταφραστεί και στα αγγλικά και δεν βγάζει νόημα στα αγγλικά, βέβαια, αφού έχει μείνει μισή παρημία, καλύτερα να τη συμπληρώσει η αναγνώστης και πώς θα τη συμπληρώσει η αναγνώστης, αν γίνεται ή δεν γίνεται, δεν έχει να κάνει μόνο με το βιβλίο αυτό καθαυτό, όπως είπε πολύ σωστά ο Μπέντσον με για το εξώφυλλονός βιβλίου, έχουμε όλες εμπειρίες έχουμε, οπότε προβάλλουμε τις εμπειρίες μας πάνω στο βιβλίο. Αυτός που έχει μια καλή οικογενειακή ζωή, προφανώς θα το διαβάσει το έμα νερό, δεν γίνεται, ασχέτως του περιεχομένου του βιβλίου. Ένας που όμως έχει μια δραματική προσωπική ιστορία, προφανώς θα το διαβάσει θεωρητικά. Αυτό το βιβλίο λοιπόν, βλέπετε λέει Γ έκδοση, τώρα είναι στην 4η έκδοση, επειδή έγραψα από κάτω εγώ μυθιστόριμα 45 πράξεις, δεν είναι ακριβώς μυθιστόριμα, είναι 45 κομμάτια πολύ πυκνά, γιατί είναι γραμμένα από έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να πλατιάζει, εγώ είμαι ποιητής, δεν μπορώ να γράψω 300 σελίδες όπως γράφουν οι παιζογράφοι, παρ' όλα αυτά διαβάστηκε πάρα πολύ και τελικά έχει να κάνει με το τι εμπόδια και όρια βάζουμε εμείς εαυτούς μας. Εάν εγώ από κάτω δεν έβαζα μυθιστόριμα, αλλά έβαζα, ξέρω εγώ, ποιητική σύνθεση σε 45 πράξεις, θα το έχαν αγοράσει το 1 τρίτον των αναγνωστών, θα είχαν ήδη σταματήσει να το διαβάζουν. Βάζει έναν άνθρωπο που δεν έχουν διαβάσει ποτέ ποιήσει ή που αρχίσει να διαβάζει ποιήσεις μετά ή που το θεωρούσαν πάρα πολύ δύσκολο, αλλά τους άρεσε η δυσκολία. Επομένως θέλω να πω ότι πολλά από τα εμπόδια που βάζουμε σ' εαυτούς μας είναι πλασματικά, δεν υπάρχουν τα εμπόδια αυτά. Και θέλω να κλείσω λίγο με μία πολύ προσωπική ιστορία. Όταν σπουδάζα στην Αγγλία, είχα αποφασίσει, επειδή η μητέρα μου ήταν πολύ αδιάκριτη, να πάω να μείνω με τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ήταν μια σμυρνιά, έτσι φοβερή γυναίκα, 89 χρονών τότε, μαγείρευε απίθανα βέβαια. Υπήρχε και μια στροβουλία, δηλαδή, να μείνω με τη γιαγιά. Δηλαδή, θα με περιποιόταν η γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ήταν με αυτές τις κλασικές αστές, οι οποίες τότε διαβάζαν όλες Άρλικιν. Παίζανε κουνκάν κάφερ τετάρτη και αλλάζαν τα Άρλικιν μεταξύ τους. Και τα Άρλικιν βέβαια ήταν γνωστές υποθέσεις. Μια Αγγλίδα να σ' ακόμα πάει στην Αφρική και γνωρίζει τον Μελαμσό Ισπανό και στο τέλος παντρεύονται και φεύγουν μαζί για την Βαρκε Ισπανομικά και είχε κάτι μπιμπλό με κροκοδήλους όπου πηγαίναν ταξίδια, αγοράζανε ξέρω εγώ την πυραμίδα του Χέωπα, τη γόνδουλα της Βενετίας, τα πέταξα εγώ όλα αυτά και βλέπω τα βιβλιαγιά μου, γνωρίζει και στην αρχή, γιατί είχε συνηθίσει να βλέπει αυτές τις γόνδουλες. Πάσε το σκροβατοκάμερες ήταν απέναντι, εγώ την κοιτούσα, με κοιτούσε, της λέω κάποια στιγμή μη διαβάζεις τώρα βιπερνόρα αυτά, είναι για πέταμα, σκουπίδια. Όχι λέει, πώς, αφού τα διαβάζουμε όλοι, και η Ραλού και εγώ και η Ευγενία, της λέω να σου δώσω ένα βιβλίο να διαβάσεις, μου λέει το γνωστό όχι βαρύ γιατί, της λέω θα σου δώσω ένα ωραίο βιβλίο. Της έδωσα λοιπόν για πρώτο βιβλίο την Άννα Καρέννα, το λστόι. Massive. Αλλά, πάθος, έρωτας, αυτοκτονίες, αυτά ιστορίες, δράματα. Το διάβασε η γιαγιά, δεν έκλαινε μάτι, την κοίταζε να με κοίταζε, τελειώνει η Άννα Καρέννα, της δίνω μετά να διαβάζει τη Ματά μου Μπομπαρί, άλλη αυτοκτονία, άλλος έρωτας, άλλα αυτά. Λοιπόν, στο τέλος, αυτά τα βιβλία δεν τα έχω χάσει, γιατί η γιαγιά μου τα έδινε στις φίλες της, οπότε τα βιβλία αυτά ξαφανίστηκαν, έτσι. Όλα τα κλασικά ιστορίματα και τις έδωσα την Ελοξάνδρα, που είναι και αυτή μια σμυρνιά της Ιορδανίδου, που είναι πάρα πολύ ωραίο βιβλίο. Τις έδωσα την κυρία Κούλα του, κουμανταρέα, μικρούλη, έρωτα στο Μετρό κτλ. Η γιαγιά σου, μάλλον, δεν διαβάζει σοβαρή λογοτεχνία. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι πέθανε σε 93. Μέσα σε τέσσερα χρόνια που έζησε μαζί μου, πρέπει να διάβασε πάνω από 300 αντιστορίματα. Ακόμη και όταν μαγείρευε, είχε το βιβλίο ξυγκουζίνα μέσα και ξεφίληζε και το κοίτωσε. Και σκεφτόμαι ότι μια γυναίκα στ' 89 μπορεί να γνωρίσει, λόγω ότι έχει την αγαπής με πάθος, πόσο εύκολο είναι για έναν άνθρωπο που είναι 16-17. Άρα, για να κλείσω, η δική μου συμβουλή, ας πούμε, είναι ακριβώς αυτή που λέει ο Cummings. Δηλαδή, πρέπει να βρείτε λίγο χρόνο μέσα σε αυτό το χρόνο που τρέχει, που είναι πάρα πολύ δύσκολο, το καταλαβαίνω βέβαια, λίγο να αφιερωθείτε στον εαυτό σας. Και όχι μόνο για τα θέματα που ακούσαμε, που είναι θέματα σοβαρά επαγγελματικά, επιχειρηματικά, εξέλιξης, καλής ζωής κοινωνικής μέσα στον τόπο που ζείται αυτό που λέει ο Σπύρος, τα καταλαβαίνω όλα αυτά, αυτά είναι πάρα πολύ σημαντικά. Και μακάρι να γίνουν όλα αυτά και να λοποιούνται αυτές τις θηδές, γιατί όλοι θέλουμε μια καλή ποιότητα ζωής. Αλλά υπάρχει και ένα κομμάτι που είναι μόνο δικό μας, ο εαυτός μας, και πρέπει να καλλιεργήσουμε και αυτόν για να βγούμε έξω κοινωνικά. Και αυτός ο εαυτός μας, νομίζω ότι ένα μεγάλο όπλο που έχουμε για να επικοινωνήσουμε τον εαυτό μας, να γνωρίσουμε, είναι η λογοτεχνία. Οπότε αυτό είναι η δική μου μικρή συμβολή στο TEDx. Σας ευχαριστώ πολύ. |