Διάλεξη 5: Στο σημερινό μας μάθημα θα συνεχίσουμε μετά την παρουσίαση των ειδών της Αγιολογικής Γραμματείας όπου συνοπτικά αναφερθήκαμε στα κυριότερα είδη και υποίδη της Αγιολογικής Γραμματείας. Με μία ιστορική επισκόπηση της αγιολογίας από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, από την πρωτοχριστιανική περίοδο όταν εμφανίζονται τα πρώτα αγιολογικά κείμενα ως τη νεότερη περίοδο και αναφερόμαστε στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, ως το τέλος της Τουρκοκρατίας. Θα κάνουμε λοιπόν μια υπεριδιάβαση στην ιστορία της Αγιολογικής Γραμματείας, των προσώπων, των κειμένων και των διαφόρων τάσεων που καταγράφονται στην αγιολογία, στην βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή αγιολογία όλης αυτής της περίοδου. Και θα δούμε ότι στην πορεία θα χρειαστεί να υπεθυμίσουμε και να φρεσκάρουμε λίγο τις γνώσεις μας για θέματα για τα οποία έχουμε ήδη μιλήσει αναφερόμενοι στα διάφορα είδη της Αγιολογικής Γραμματείας. Σε αυτήν λοιπόν την πρώτη περίοδο, αυτήν την περίοδο που ονομάζεται προβυζαντινή, δηλαδή στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αμέσως μετά την ίδρυση της εκκλησίας και την εμφάνιση και λειτουργία των πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη και αργότερα στις άλλες πόλεις όπου αναπτύχθηκε ο χριστιανισμός κυρίως στην ρωμαϊκή ενότητα, στην ρωμαϊκή οικουμένη σε αυτές όλες τις περιοχές που ανήκαν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Καταρχήν πρέπει να πούμε ότι η εμφάνιση των αγιολογικών κειμένων σχετίζεται προφανώς άμεσα με την ιστορική πορεία της εκκλησίας, με τις βασικές ιστορικές ενότητες που μας είναι γνωστές από τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, ξεκινώντας από την πιο πρώην περίοδο, αυτή την περίοδο που την ονομάζουμε την χαρακτηρίζουμε ως την περίοδο των διωγμών ή ως την περίοδο της παλαιοχριστιανικής περίοδο ή, όπως είπαμε, της προβυζαντινής περίοδου πριν την ίδρυση του βυζαντινού κράτους στη διάρκεια του τέταρτου αιώνα. Σε αυτή την πρώτη περίοδο και θα δούμε ότι, όπως ακριβώς είδαμε ότι υπάρχει μια συνάφεια των ιστορικών αυτών περιόδων της εκκλησίας με την εμφάνιση των αγιολογικών ιδών, θα δούμε και εδώ τώρα διατρέχοντας αυτή την ιστορία της αγιολογικής γραμματείας και των αγιολογικών πηγών και των αγιολόγων, των προσώπων που ασχολήθηκαν με τα αγιολογικά κείμενα και συνέγραψαν αγιολογικά κείμενα σε όλη αυτή την περίοδο, ακριβώς ότι ακολουθούν τις βασικές αυτές παραμέτρους της εκκλησιαστικής ιστορίας. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, στην ιδολογία των αγιολογικών κειμένων μιλήσαμε για το αρχαιότερο είδος αγιολογικών κειμένων που αποτελούν τα μαρτύρια και με τα μαρτύρια έχουμε την ιστορική αφετηρία και κατά την ιστορική αυτή επισκόπηση της αγιολογικής γραμματείας. Με τα κείμενα δηλαδή εκείνα τα οποία προήλθαν από την πολύ πρόημη αυτή περίοδο, την περίοδο όπως είπαμε που χαρακτηρίζεται ως η εποχή των διωγμών, μια περίοδο που γνωρίζουμε ότι πέραν όλων των άλλων χαρακτηριστικών της διακρίνεται για το γεγονός πρωτίστως ότι η εκκλησία δεν αποτέλεσε, η χριστιανική εκκλησία, οι εκκλησιαστικές κοινότητες δεν αποτέλεσαν έναν χώρο αποδεκτό κοινωνικά και θρησκευτικά μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι χριστιανοί διώχθηκαν με αποτέλεσμα αρκετοί από τους χριστιανούς από τις τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες να συλληφθούν κατά τη διάρκεια των τοπικών ή των γενικών διωγμών, των μεγάλων δηλαδή διωγμών που εξαπολήθηκαν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, να ανακριθούν και με την κατηγορία συνήθως της απήθειας προς τον αυτοκράτορα και της αισχάτης προδοσίας, της καθοσιώσεως τελικά να καταδικαστούν σε θάνατο, σε μαρτυρικό θάνατο και έτσι να δημιουργηθεί αυτή η ομάδα για την οποία θα μιλήσουμε και σε κάποια από τα επόμενά μας μαθήματα, η ομάδα των αρχαίων χριστιανών μαρτύρων. Μα αυτή λοιπόν την ομάδα σχετίζονται τα πιο πρόημα κείμενα τα οποία γράφονται κατά την διάρκεια ήδη του δεύτερου αιώνα και εξελίσσονται και στους μεταγενέστερους χρόνους, στη διάρκεια του τρίτου και του τέταρτου αιώνα, όταν έχουμε σε έξαρση το φαινόμενο των διωγμών και ασφαλώς το φαινόμενο της εμφάνισης αρκετών χριστιανών μαρτύρων. Άλλωστε αυτό το οποίο θα μπορούσαμε ήδη από σήμερα να μνημονεύσουμε είναι ότι και το εορτολόγιο αυτό το πρόημο που δημιουργήθηκε στις εκκλησιαστικές κοινότητες, ήταν ένα εορτολόγιο το οποίο βασικά δομούνταν κυρίως με τις μνήμες των μαρτύρων της αρχαίας εκκλησίας. Για αυτά λοιπόν τα πρόσωπα που γνωρίζουμε ότι οι εκκλησιαστικές κοινότητες απέδειδαν στη μνήμη τους και η μνήμη τους συνήθως τοποθετούνταν στην διάρκεια, κατά την ημέρα της μαρτυρικής τους τελειώσεως, του μαρτυρικού τους θανάτου. Στο πλαίσιο λοιπόν της αναπτύξεως μιας λειτουργικής μνήμης και ενός λειτουργικού πλαισίου για τη μνήμη αυτών των αρχαίων χριστιανών μαρτύρων, γνωρίζουμε ότι ένα βασικό στοιχείο που περιελάμβανε αυτή η λειτουργική μνήμη ήταν η ανάγνωση των κειμένων εκείνων που αφορούσαν στους τιμόμενους μάρτυρες της εκκλησίας. Τα κείμενα αυτά μας είναι γνωστά ως μαρτύρια και ήδη μιλήσαμε για τα μαρτύρια, είπαμε ότι ο όρος αυτός είναι ένας τεχνικός όρος τον οποίο το συναντούμε στις πηγές αυτές, μαρτύριον του Αγίου Πολυκάρπου, μαρτύριον του Αγίου Ιουστίνου και τον Συναυτό και ούτω καθεξής, μαρτύριον των Αγίων Αγάπης, Ειρήνης και Χιώνης, αλλά αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι τα μαρτύρια συγκροτήθηκαν με βάση κάποια προγενέστερα κείμενα που αποτελούσαν το πρωτογενές υλικό για την συγκρότησή τους και αυτά ήταν οι πράξεις των μαρτύρων. Τα γκέστα ή άκτα μαρτύρου, όπως ονομάζονται στις λατινικές πηγές, δηλαδή τα πρακτικά της δίκης των χριστιανών μαρτύρων, τα οποία καταγράφονταν επισήμως από τους νοταρίους, από τους ταχυγράφους, τα πρόσωπα εκείνα τους πρακτικογράφους, που τηρούσαν τα πρακτικά σε ένα απόλυτα συγκροτημένο δίκαιο, πλαίσιο απονομής του δικαίου, της δικαιοσύνης, όπως ήταν το ρωμαϊκό δίκαιο. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, χρησιμοποιώντας τις πηγές αυτές των πρακτικών της δίκης των αρχαίων μαρτύρων της Εκκλησίας, δημιουργήθηκαν διάφορα κείμενα εκτενέστερα, τα οποία περιελάμβαναν ασφαλώς και την διήγηση αυτή που αφορούσε στις ανακρίσεις τους και στην καταδικαστική τους, στην καταδικαστικής βάρος τους απόφαση, αλλά και πολλές άλλες πληροφορίες που σχετίζονταν με τα ίδια τα πρόσωπα των μαρτύρων, προ της συλλήψεώς τους ή με την τύχη των μαρτυρικών τους λειψάνων μετά το μαρτύριό τους, αλλά αφορούσαν και στις τοπικές επικοινωνιστικές κοινότητες. Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο ξεκινούμε από τα μαρτύρια, διότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήδη σε μία πολύ πρώην περίοδο, όπως είναι για παράδειγμα στο δεύτερο μισό του δεύτερου αιώνα, όταν έχουμε τη συγγραφή του αρχαιότερου γνωστού μαρτυρίου, που είναι το μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου Επισκόπου Σμύρνης, περιλαμβάνονται μέσα στα κείμενα αυτά πολύ σημαντικές πληροφορίες ιστορικού χαρακτήρα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα κείμενα αυτά περιέχουν και ένα πολύτιμο ιστορικό υλικό, το οποίο μας είναι πάρα πολύ χρήσιμο για να συγκροτήσουμε την ιστορική εικόνα των αρχαίων εκκλησιαστικών κοινοτύπα. Αυτό το βλέπουμε ήδη, όπως είπαμε, από το αρχαιότερο μαρτύριο, το μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου Επισκόπου Σμύρνης, όπου παρέχονται πληροφορίες από τον συντάκτη του μαρτυρίου του, και γνωρίζουμε το όνομα του συντάκτη του, είναι ο πρεσβύτερος Πιόνιος, ένας πρεσβύτερος, ένας ιερέας της εκκλησίας της Μύρνης, ο οποίος αναλαμβάνει εκ μέρους όλης της εκκλησίας της Μύρνης, όλης της τοπικής εκκλησίας, να καταγράψει και να εξιστορίσει την ζωή και το μαρτύριο του επιφανέστερου χριστιανού της εκκλησίας της Μύρνης, αλλά γενικότερα και της Μικράς Ασίας, του Αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης, δεδομένου ότι ο Πολύκαρπος, γνωρίζουμε ότι υπήρξε μία από τις επιφανέστερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες σε αυτή την πρόημη περίοδο, ένας από τους χαρακτηριζόμενους ως Αποστολικούς Πατέρες, ένα πρόσωπο δηλαδή της άμεσης μεταποστολικής εποχής, για το οποίο η Αρχαία Εκκλησία έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό και τιμή και τον αποκαλούσε ως ηγεμώνα όλης της Ασίας, τότε αζιεπρίγκεψ χαρακτηρίζεται στις πηγές, είναι δηλαδή το πρόσωπο εκείνο που ηγούνταν της Εκκλησίας και των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, όχι μόνο στη Σμήνη, αλλά γενικότερα στον νικρασιατικό χώρο. Έτσι λοιπόν συγγράφεται ένα τέτοιο κείμενο, το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί την αφετηρία, το πρώτο θεμέλιο λίθο για την μακρά πορεία που ακολούθησε η αγιολογία στους μεταγενέστερους αιώνες. Μας έχουν σωθεί αρκετά κείμενα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι εκατοντάδες τα κείμενα αυτά με τις παραλλαγές τους, που ήδη έχουμε αναφέρει τις παραλλαγές αυτών των κειμένων, των μαρτυρίων και υπενθυμίζω ότι τα κείμενα αυτά διακρίνονται σε ιστορικά και σε επικά μαρτύρια. Ιστορικά όπως κανείς αντιλαμβάνεται είναι τα κείμενα εκείνας τα οποία έχει προέχουσα σημασία η πλαισίωση της εξιστόρησης αυτής για τη ζωή και το μαρτύριο των χριστιανών μαρτύρων μέσα στο ιστορικό γίγνεστε, το εκκλησιαστικό ιστορικό γίγνεστε αλλά και γενικότερα το πολιτικό ιστορικό γίγνεστε. Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο μας δίνουν πολλές φορές τα κείμενα αυτά πληροφορίες και για γεγονότα της ευρύτερης κοσμικής της πολιτικής ιστορίας αυτής της περιόδου. Ξεκινώντας λοιπόν από τα κείμενα αυτά για τα οποία είναι γεγονός ότι κάποια μας παραδίδονται επωνύμως. Επομένως γνωρίζουμε τους πρώτους συγγραφείς μαρτυρίων, ήδη αναφέραμε τον πρεσβύτερο Πιόνιο που πιθανότατα ταυτίζεται με τον μάρτυρα Πιόνιο για τον οποίον μας έχει σωθεί ένα λίγο μεταγενέστερο μαρτύριο. Τα περισσότερα όμως μας παραδίδονται ανονίμως ως ένα γενικότερο θα μπορούσαμε να πούμε κτήμα και μια παρακαταθήκη όλης της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τα μαρτύρια αυτά τα περισσότερα μας έχουν παραδοθεί σε μια επιστολημαία μορφή δηλαδή μας παραδίδονται ως πραγματίες επιστολημαίες στο πλαίσιο αποστολής των διηγήσεων αυτών από μια τοπική εκκλησία από την οποία προέρχονταν ο τιμόμενος και ο βιογραφούμενος μάρτυρας προς άλλες τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες. Αυτό το βλέπουμε και στην περίπτωση του μαρτυρίου του Αγίου Πολυκάρπου της Μύρνης, αλλά το βλέπουμε και σε άλλα κείμενα. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση του μαρτυρίου των μαρτύρων του Λουγδούνου, της Αρχαίας Λιώνος και της Βιέννης, το επίσης λίγα χρόνια αργότερα στα τέλη του δεύτερου αιώνα, όταν η τοπική εκκλησιαστική κοινότητα της Λιώνος, της Γαλατίας, κρίνει σκόπιμο να συγγράψει, να εξιστορίσει, να καταγράψει την ιστορία αυτής της ομάδας μαρτύρων, της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας, σε έναν ιδιαίτερα σφοδρό τοπικό διωγμό, ο οποίος σχεδόν θα μπορούσαμε να πούμε οδήγησε σε μια εξαφάνιση του μεγαλύτερο αριθμού των χριστιανών της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας και μέσα από ένα κείμενο το οποίο γράφεται από ένα πρεσβύτερο αυτής της κοινότητας, που δεν ήταν άλλος από τον μεταγενέστερο σημαντικό αντιαιρετικό συγγραφέα τον Άγιο Ιρηνέο Λιόνος, να μας παραδώσει το κείμενο αυτό, να παραδώσει αυτή τη διήγηση σε κάποιες άλλες εκκλησιαστικές κοινότητες, οι οποίες μάλιστα βρίσκονταν στον μικρασιατικό χώρο. Επομένως έχουμε την αποστολή τέτοιων κειμένων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το επόμενο ιστορικό βήμα μετά από τη συγγραφή αυτών των εκτενών κειμένων είναι η συγκρότηση των αρχαίων μαρτυρολογικών συλλογών που είναι ένα κεφάλαιο που έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον διότι στις συλλογές αυτές κάποιες από τις οποίες μας έχουν σωθεί σήμερα και μας είναι γνωστές και τις χρησιμοποιούμε καταγράφονται σημαντικά ιστορικά προσωπογραφικά και τοπογραφικά στοιχεία για τους μάρτυρες της αρχαίας εκκλησίας σε μια πρόημη περίοδο. Σχηματίζονται οι περισσότερες από αυτές τις συλλογές στη διάρκεια των πέντε πρώτων αιώνων και έτσι καθίσανται γνωστά τα ονόματα μαρτύρων για τους οποίους δεν μας έχουν σωθεί εκτενοί κείμενα όπως είναι αυτά τα μαρτύρια ή τα πρακτικά της δίκης των μαρτύρων της αρχαίας εκκλησίας για τα οποία αναφερθήκαμε. Συγκροτούνται λοιπόν τέτοιες συλλογές και μας είναι γνωστές ήδη από τα μέσα του 4ου αιώνα όταν μας σώσεται η αρχαιότερη συλλογή που είναι γνωστή με τον όρο Συριακό μαρτυρολόγιο. Είναι στην ουσία κατάλογοι με τα ονόματα μαρτύρων όπου καταγράφονται συνήθως και οι πόλοι στην οποία μαρτύρησαν ή η εκκλησιαστική κοινότητα στην οποία ανήκαν τα πρόσωπα αυτά. Τα ονόματα τους αλλά και ο χρόνος της αθλήσεως τους, ο χρόνος του μαρτυρίου τους. Έτσι λοιπόν συγκροτούνται κάποιες πολύ σημαντικές συλλογές πρώτα περιλαμβάνοντας καταρχήν τις μνήμες αυτές των μαρτύρων της αρχαίας εκκλησίας που έδωσαν, τροφοδότησαν τις εκκλησιαστικές κοινότητες με ένα πάρα πολύ σημαντικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε αργότερα και για τη συγκρότηση των τοπικών εορτολογικών συλλογών, των τοπικών εορτολογίων που όπως ήδη αναφέραμε συγκροτήθηκαν κατά κύριο λόγο με υλικό που αφορούσε στους μάρτυρες των τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Έτσι λοιπόν μας έχει σωθεί μια σημαντική τέτοια αρχαία μαρτυρολογική συλλογή που μας είναι γνωστή ως Συριακό Μαρτυρολόγιο ή Breviarium Syriacum και η οποία εντοπίστηκε θα μπορούσαμε να ακούμε τυχαία σε κάποια φύλλα ενός Συριακού χειρογράφου. Είναι συνιστά σήμερα κατά την εκτίμηση των μελετητών αυτής της συλλογής μια μετάφραση στη Συριακή γλώσσα μιας προημότερης ελληνικής μαρτυρολογικής συλλογής μιας συλλογής δηλαδή γραμμένης στην ελληνική γλώσσα και είναι η μοναδική αρχαία μαρτυρολογική συλλογή που προέρχεται από το Ανατολικό Τμήμα του Ρωμαϊκού κράτους. Δεδομένου ότι οι άλλες συλλογές προέρχονται είτε από τη Δύση είτε από την Αφρική. Η συλλογή αυτή έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον δεδομένου ότι όπως είπαμε καταγράφει τις μνήμες μαρτύρων αλλά και άλλων προσώπων δεδομένου ότι σε αυτές τις συλλογές που είπαμε ότι χαρακτηρίζονται ως μαρτυρολόγια δεν συναντούμε πάντοτε μόνο τα ονόματα μαρτύρων αλλά πολλές φορές ενσωματώθηκαν στις συλλογές αυτές και οι μνήμες άλλων σημαντικών επιφανών μελών των τοπικών επισκευστικών κοινοτήτων και αυτή η συλλογή αποτελεί ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το Συριακό Μαρτυρολόγιο περιέχει ονόματα όχι μόνον χριστιανών μαρτύρων της Ανατολής αλλά και διαφόρων άλλων προσώπων, επισκόπων ή πρεσβυτέρων που τιμόνταν στην Ανατολή και ειδικότερα στη Μικρά Ασία δεδομένου ότι διαπιστώνουμε πως αρκετά από τα ονόματα αυτών των προσώπων που συμπεριλήφθηκαν στη συλλογή αυτή αφορούν σε γνωστά πρόσωπα που τιμήθηκαν ως Άγιοι στη Μικρά Ασία και μάλιστα πιθανολογείται μας δίνεται η δυνατότητα να υποθέσουμε ότι αποτελούσε η συλλογή αυτή μία τοπική συλλογή που σχετιζόταν με την εκκλησία της Νικομίδιας. Το ενδιαφέρον με την συλλογή αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι ιστορικά γνωρίζουμε ότι η Νικομίδια στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 4ου μετά Χριστόν αιώνος χρησιμοποιήθηκε ως η διοικητική έδρα κατά την περίοδο της υπεραρχίας του Αυγούστου του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους δηλαδή του Διοκλητιανού. Έτσι λοιπόν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί συγκροτήθηκε μία τέτοια συλλογή σε αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή, στην περιοχή της Νικομίδιας, στην πόλη της Νικομίδιας, δεδομένου ότι όπως γνωρίζουμε από τα σωζόμενα μαρτύρια πολλά από τα μαρτύρια του 4ου μετά Χριστόν αιώνος σχετίζονται με την Νικομίδια αφού πολλοί χριστιανοί μαρτυρούσαν, χριστιανοί όποιοι συλλαβάνονταν οδηγούνταν στην Νικομίδια από διάφορες περιοχές της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για να ανακριθούν και τελικά θανατώνονταν δηλαδή εξυπηρετείται ένα μαρτυρολόγιο, μια μαρτυρολογική συλλογή της Νικομίδιας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως έχουν και οι μαρτυρολογικές συλλογές της Δύσης και αυτό το ζήτημα έχει να κάνει με το τι δηλώνεται ως Δύση στην ρωμαϊκή περίοδο, είναι χαρακτηριστικό ότι για παράδειγμα ότι η Θεσσαλονίκη και η πλησία της Θεσσαλονίκης δεν ανήκει στην Ανατολή δεν ανήκει στις διοικητικές αυτές διαιρέσεις που δημιουργήθηκαν στις εκκλησιαστικές κοινότητες της Ανατολής αλλά υπάγεται εκκλησιαστικά στο Πατριαρχείο στον Επίσκοπο της Ρώμης είναι λοιπόν μια σημαντική εκκλησιαστική έδρα που υπάγεται στην Ρώμη και γνωρίζουμε μάλιστα ότι η υπαγωγή της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης στη Ρώμη διατηρείται χρονικά ως και στις αρχές του 8ου αιώνα όταν πλέον το 723 μετά Χριστόν ο Λέων ο τρίτος ο ίσαυρος για διάφορους λόγους ιστορικούς και κυρίως για να αποσπάσει από την επιρροή της Εκκλησίας της Ρώμης την Θεσσαλονίκη σε μία περίοδο που έχουμε την εμφάνιση ενός μιας πολύ κρίσιμης εκκλησιαστικής έρηδας που ήταν η οικονομαχική έρηδα τιμωρεί την Ορθόδοξη Ρώμη αποσπώντας της μία πολύ σημαντική εκκλησιαστική της επαρχίας όπως ήταν η Θεσσαλονίκη που γνωρίζουμε ότι λειτούργησε κατά τη διάρκεια του 4ου και του 5ου αιώνα και αργότερα ως η Εκκλησία που αντιπροσώπευε τον Πάπα της Ρώμης σε όλο το ανατολικό ηλειδικό δηλαδή σε όλοι θα μπορούσαμε να ακούμε τη Χερσόνησο του Εμπλ. Έτσι λοιπόν και αυτές οι δυτικές συλλογές οι οποίες σημειωτέων δεν μας παραδίδονται στην ελληνική γλώσσα, καμία από τις σωζόμενες αυτές αρχαίες μαρτυρολογικές συλλογές δεν μας έχει σωθεί στην ελληνική γλώσσα, είπαμε ότι το σyριακό μαρτυρολόγιο μας σώζεται σε μια σyριακή μετάφραση και οι δύο δυτικές συλλογές, το ρωμαϊκό το μαρτυρολόγιο της Ρώμης και το ιερονομικό μαρτυρολόγιο μας σώζονται επίσης στη λατινική γλώσσα. Αρχαιότεροι είναι το λεγόμενο μαρτυρολόγιο της εκκλησίας της Ρώμης που έχει επίσης μια πολύ σημαντική ιστορία γιατί συνδέεται με την προσπάθεια ενός επιφανούς επισκόπου της Ρώμης, ενός επιφανούς πάπα της Ρώμης, του πάπα Δάμασου, μιας πολύ σημαντικής προσωπικότητας στα μέσα του 4ου αιώνα αφού η εκκλησία έχει αποκτήσει θα μπορούσαμε να πούμε τα πρώτα θεσμικά χαρακτηριστικά της, να συγκεντρώσει και να καταγράψει τα ονόματα των μαρτύρων της τοπικής εκκλησίας της Ρώμης και γνωρίζουμε ότι στη Ρώμη όπου δεν είχαμε μόνο μία εκκλησιαστική κοινότητα αλλά από τις σωζόμενες πληροφορίες, μαρτυρίες που μας έχουν σωθεί γνωρίζουμε ότι υπήρχαν αρκετές τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες εντός και εκτός της Ρώμης. Γνωρίζουμε ότι η Ρώμη αποτέλεσε την πιο πολυπληθή τοπική εκκλησία από πλευράς μαρτύρων. Οι περισσότεροι μάρτυροι της Αρχίας Εκκλησίας είναι πρόσπατα τα οποία μαρτύρησαν στη Ρώμη, πράγμα κατανοητό και εύλογο αφού στη Ρώμη έδρευε ανέκαθεν ο Ρωμαίος Ακτοκράτορας και επομένως στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Ακτοκρατορίας παραπέμπονταν, οδηγούνταν οι χριστιανοί οι οποίοι συλλαβάονταν ακόμη και από πολύ απομακρυσμένες περιοχές. Είναι πολύ χαρακτηριστική για να κατανοήσουμε το θέμα αυτό η περίπτωση ενός από τους πιο επιφανείς μάρτυρες της Αρχίας Εκκλησίας αυτής της πρόημης περιόδου, της προβυζαντινής περιόδου, η περίπτωση του Αγίου Ιγνατίου του επισκόπου Αντιοχίας που συλλαβάνεται στην Αντιόχεια της Μικράς Ασίας και από την Αντιόχεια οδηγείται πεζί και με πλοίο στη συνέχεια στην Ρώμη για να δικαστεί και να μαρτυρήσει τελικά. Επομένως από πολύ απομακρυσμένες περιοχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας γνωρίζουμε ότι οδηγούνταν οι Χριστιανοί στην Ρώμη για να ανακριθούν και να δικαστούν από τους ίδιους τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ή από άλλους Ρωμαίους αξιωματούχους. Έτσι λοιπόν συγκροτείται στα μέσα του τέταρτου αιώνα την ίδια δηλαδή περίοδο κατά την οποία έχει σχηματιστεί αυτή η σπουδαία συλλογή το Συριακό Μαρτυρολόγια που μνημονεύσαμε. Αυτήν την ίδια εποχή έχουμε και στην Δύση την δημιουργία ενός καταλόγου με τα ονόματα των μαρτύρων της εκκλησίας της Ρώμης, ενός καταλόγου που όπως είπαμε δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Παπαδάμασου της Ρώμης και ο οποίος ανέλαβε την πρωτοβουλία μέσα από τη συγκρότηση μιας μορφής θα μπορούσαμε να πούμε διπτύχων να συνταχθεί ένας κατάλογος των επισκόπων της Ρώμης και ένας κατάλογος των μαρτύρων της Ρώμης. Έτσι λοιπόν μας έχουν σωθεί δύο τέτοιοι κατάλογοι, η Depositio Episcoporum και η Depositio Martirum, οι δύο αυτή σημαντικοί κατάλογοι που αργότερα βλέπουμε ότι συμτήχθηκαν σε μεταγενέστερες τέτοιες συλλογές με ορτολογικό περιεχόμενο. Οι πιο σημαντικοί θα μπορούσαμε να πούμε συλλογή πέρα από άλλες που μας έχουν σωθεί προγενέστερες στο τέλος του 4ου και σε όλη την διάρκεια του 5ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα όπως είναι το λεγόμενο μαρτυρολόγιο της Καρθαγένης, ένα πάρα πολύ σημαντικό μαρτυρολόγιο της εκκλησίας της βόρειας Αφρικής. Γνωρίζουμε ότι στην Καρθαγένη, στην Καρχιδώνα, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη ο χριστιανισμός και μάλιστα μας έδωσε πολύ σημαντικές θεολογικές μορφές αυτής της πρωίμης περιόδου. Αρκεί να μνημονεύσουμε δύο, τον Άγιο Κυπριανό, τον Επίσκοπο Καρχιδώνος Καρθαγένης και τον Τερτυλιανό, γνωρίζουμε ότι και στον χώρο αυτό όπου σήμερα βρίσκεται η νησία, στην περιοχή της νησίας της Λιβύης ως την Αίγυπτο, έχουμε ακμάζουσες εκκλησιαστικές χριστιανικές κοινότητες στην πρωίμη περίοδο, οι οποίες επίσης έδωσαν αρκετούς μάρτυρες, θυσιάστηκαν αρκετοί χριστιανοί στην περίοδο αυτή, τη μακρά αυτή περίοδο, τον διωγμό. Έτσι λοιπόν έχουμε τη συγκρότηση ενός μαρτυρολογίου της εκκλησίας της Καρθαγένης που μας έχει σωθεί από τη Βόρεια Αφρική και άλλων τοπικών μικρότερων εορτολογίων, μαρτυρολογίων όπως είναι η μαρτυρολογική καταγραφή της εκκλησίας της Οξυρίου στην Ανωέγυπτο και άλλα μικρότερα μαρτυρολόγια. Εκείνο όμως το οποίο αξίζει πραγματικά να μνημονεύσουμε είναι το μαρτυρολόγιο που μας είναι γνωστό ως το ιερονυμικό μαρτυρολόγιο. Είναι μια σπουδαία συλλογή, δεν αποτελεί μόνο μία καταγραφή των ονομάτων των μαρτύρων αλλά των ονομάτων πολλών αγίων της προημής περίοδου, φθάνοντας ως τον 5ο αιώνα και μας παραδίδεται με το όνομα ενός από τους πλέον επιφανείς πατέρες της Δύσεως με το όνομα του Ιερονήμου, ενός πάρα πολύ σημαντικού πατέρα της Δυτικής Εκκλησίας ο οποίος γνωρίζουμε ότι ταξίδεψε σε αρκετές περιοχές της Ανατολής και παρέμεινε σε αρκετές χριστιανικές κοινότητες της Ανατολής και έγραψε πάρα πολλά κείμενα παρέδωσε υλικό πολύ σημαντικό που άντλησε από κείμενα ή από την προσωπική του εμπειρία, από τη ζωή του στις διάφορες αυτές περιοχές της χριστιανικής Ανατολής τα μετέφερε στην λατινική γλώσσα στην Δύση γνωρίζουμε ο Ιερόνιμος, ο σημαντικότερος μεταφραστής της ελληνόφωνης χριστιανικής γραμματείας αυτής της πρόημης περιόδου στην λατινική γλώσσα, πολύγλωσσος ο ίδιος επιτέλει σε ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο για τη διάδοση και τη διάχυση της ελληνόφωνης ανατολικής χριστιανικής γραμματείας και στην Δύση παρά το γεγονός ότι αυτή η συλλογή κατά τους μελετητές της δεν είναι γνήσιο έργο του Ιερονίμου, δεν προέρχεται από τον ίδιο τον Ιερόνιμο ωστόσο είναι κοινά αποδεικτή η άποψη, η θεωρία ότι αφενός με προέρχεται από την ευρύτερη περιοχή της Ακυηλίας, την περιοχή όπου έζησε στην Βόρεια Ιταλία ο Ιερόνιμος και ότι πιθανότατα προέρχεται από κάποιους από τους μαθητές, τους συνεχιστές, τους διαδόχους του Αγίου Ιερονίμου και γι' αυτό ακριβώς το λόγο προσέλαβε την προσωνημία Ιερονιμικό Μαρτυρολόγιο. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο που καθιστά αυτήν την συλλογή, την αρχαία μαρτυρολογική συλλογή, εξαιρετικά σπουδαία είναι ότι στο Ιερονιμικό Μαρτυρολόγιο έχουμε για πρώτη φορά μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία να συμπτυχθούν τα τοπικά μαρτυρολόγια διαφόρων τοπικών εκκλησιών και μάλιστα από διαφορετικές και από μακρισμένες γεωγραφικά περιοχές. Έτσι λοιπόν διαπιστώνεται ότι στο Ιερονιμικό Μαρτυρολόγιο έχουν συγχωνευτεί τρία διαφορετικά μαρτυρολόγια τοπικών εκκλησιστικών κοινοτήτων, ένα της Ανατολής, ένα της Βόρειας Αφρικής και ένα της Ιταλικής Κερσονίσου, ένα της Ρώμης. Και συγκροτήθηκε λοιπόν με τον τρόπο αυτό ένα μαρτυρολόγιο το οποίο θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα οικουμενικό μαρτυρολόγιο και μια πρώτη οικουμενική εορτωλογική συλλογή. Σε αυτήν λοιπόν την περίοδο που έχουμε την ανάπτυξη της μαρτυρικής γραμματείας και των αρχαιών μαρτυρολογικών συλλογών καταγράφονται αρκετά κείμενα που κάποτε περνούν και μέσα σε ευρύτερες συνθέσεις χριστιανικών κειμένων σε έργα χριστιανών συγγραφέων της περιόδου, ιδίως από τον τέταρτο αιώνα ή από το τέλος του τρίτου αιώνα και μετά όταν πλέον έχουμε την εμφάνιση νέων χριστιανικών ειδών όπως είναι οι εκκλησιστικές ιστορίες. Είναι σημαντικό ότι στην πιο πρώην εκκλησιστική ιστορία που μας έχει σωθεί και είναι η εκκλησιστική ιστορία του Ευσεβίου Κεσαρίας, ένα ολόκληρο βιβλίο, το 8ο βιβλίο της εκκλησιστικής του ιστορίας, αφιερώνεται στους μάρτυρες μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής στους μάρτυρες της εκκλησίας της Παλαιστίνης ή των εκκλησιών της Παλαιστίνης. Ο ίδιος ο Ευσέβιος υπήρξε επίσκοπος στην Κεσάρια της Παλαιστίνης, επομένως είχε πολύ καλή γνώση της ευρύτερης ιστορίας των τοπικών εκκλησιστικών κοινοτήτων και ασφαλώς με πρωτοβουλία του καταγράφηκε και συγκεντρώθηκε όλο αυτό το πολύτιμο ιστορικό και μαρτυρολογικό υλικό που συμπεριλήφθηκε στην πολύ σπουδαία εκκλησιστική ιστορία του Ευσεβίου. Εκεί λοιπόν στο 8ο βιβλίο, το 8ο βιβλίο αφιερώνεται από τον Ευσέβιο στην εκκλησιστική του ιστορία στους μάρτυρες της Παλαιστίνης. Και γνωρίζουμε από άλλες πηγές ότι ο Ευσέβιος είχε αναπτύξει μια πρωτοβουλία για να συγκεντρώσει και να συμπεριλάβει σε μια ευρύτερη συλλογή, ίσως και να το είχε επιτύχει αυτό, όλες τις διηγήσεις για τους μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας. Παραδίδεται λοιπόν πέραν αυτής της συμπερίληψης των 80 και πλέον μαρτύρων της Εκκλησίας της Παλαιστίνης που συμπεριλήφθηκαν στο 8ο βιβλίο της Εκκλησιαστικής του ιστορίας, σε αυτήν τη μενότητα που αναφέραμε, περί τον Εμπαλιστίνη Μαρτυρισάντο, γνωρίζουμε ότι ο Ευσέβιος είχε αναλάβει την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση μιας συναγωγής των μαρτυρίων, αυτών όλων των Αρχαίων Μαρτύρων, υπό τον τίτλο Αρχαίων Μαρτύρων Συναγωγή. Μας παραδίδεται μια τέτοια πολύτιμη πληροφορία για ένα συλλεκτικό τέτοιο έργο με κείμενα της Αρχαίας Μαρτυρολογικής Γραμματείας από τον σπουδαίο αυτό χριστιανό συγγραφέα της πρώην αυτής περιόδου των Ευσέβιων και Σαρίας. Στην ίδια περίοδο με τον Ευσέβιο γνωρίζουμε ότι, ήδη το έχουμε αναφέρει μιλώντας για τα ίδια της Αγιολογικής Γραμματείας, ότι το επόμενο είδος αγιολογικών κειμένων που εμφανίζεται μετά τα μαρτύρια είναι οι βιογραφίες και μάλιστα οι μοναστικές βιογραφίες. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε έναν διπλό σταθμό στην ίδια περίοδο, στον 4ο αιώνα, την εποχή που ζει και συγγράφει την εκπλησιαστική του ιστορία Ευσέβιος ή ο Λακτάντιος στην Δύση, ο πρώτος ιστορικός των διωγμών, που έχει να κάνει με την επώνυμη συγγραφή χριστιανικών βιογραφιών που ακολουθούν ασφαλώς, όπως είπαμε, τα πρότυπα των κοσμικών βιογραφιών που έχουμε στην αρχαιότητα, στην κλασική και στην ελληνιστική αρχαιότητα. Έτσι, λοιπόν, θα άξιζε να σημειώσουμε, να ανειμονεύσουμε δύο σημαντικούς σταθμούς στην εξέλιξη της αγιολογικής γραμματείας κατά την διάρκεια του 4ου αιώνα, που αφορούν στην εμφάνιση του είδους της χριστιανικής βιογραφίας. Ο ένας σταθμός έχει να κάνει με την εμφάνιση του μοναχισμού στη ζωή της Εκκλησίας, την εμφάνιση και ανάπτυξη του νέου πνευματικού κινήματος που σχετίζεται με τη δημιουργία ή με το μετασχηματισμό αυτού του ενθουσιαστικού φρονήματος που ενυπάρχει μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότητες στην περίοδο συνεποχή των διωγμών, όπως αυτό μετασχηματίζεται μετά το τέλος των διωγμών με την εμφάνιση των πρώτων ερημητών και αναχωρητών και τη δημιουργία των πρώτων μοναστικών κοινοτήτων. Έτσι λοιπόν συγγράφεται ένα πάρα πολύ σημαντικό κείμενο που αποτελεί, θα μπορούσαμε να πούμε, το πρότυπο που ακολουθήθηκε σε όλες τις μεταγενέστερες μοναστικές βιογραφίες και το κείμενο αυτό δεν είναι άλλο από τον βίο του Μεγάλου Αντωνίου. Μια εκτενή βιογραφία για τον καθηγητή της Ερήμου, για τον πρώτο ερημίτη Άγιο, για τον πρώτο ασκητή της Ερήμου που εισήγαγε τον ερημητικό μοναχισμό στην γενέτειρά του στην Αίγυπτο, τον Μέγα Αντώνιο, ένα έργο μάλιστα το οποίο γνωρίζουμε ότι συγγράφηκε από έναν σπουδαίο χριστιανό συγγραφέα και πατέρα της εκκλησίας τον Μέγα Αθανάσιο. Υπάρχουν πάρα πολλές μαρτυρίες, ήδη από την πρώην αυτή περίοδο, από συγγραφείς αυτής της πρώτης περίοδο, από τον 4ο αιώνα, για παράδειγμα, ήδη στο εγκόμιό του, στον Μέγα Αθανάσιο, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, του προσδίδει τη συγγραφή του αυτού του σπουδαίου κειμένου, του βίου του Μεγάλου Αντωνίου και άλληστα σημειώνει και κάτι άλλο πάλι πολύ χαρακτηριστικό ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ότι το έργο αυτό, ο βίος του Μεγάλου Αντωνίου, συνιστούσε για την αρχαία εκκλησία της μοναδικής πολιτείας, νομοθεσία εν πλάσματι διηγήσεως, δηλαδή ότι με την λογοτεχνική μορφή, με τη δημιουργία μιας εξιστόρησης, μιας διήγησης της βιογραφίας ενός προσώπου, στην ουσία ο Μέγας Αθανάσιος κατόρθωσε να δώσει το πλαίσιο, την πνευματική νομοθεσία, η οποία διείπε τον μοναχισμό. Έτσι λοιπόν, αυτή η σπουδαία βιογραφία του Μεγάλου Αντωνίου λειτουργεί και ως ένα νομοθετικό κείμενο, ως ένα κείμενο με το οποίο εισάγονται οι κανόνες λειτουργίας του νέου αυτού θεσμού, που εμφανίζεται στα τέλη του 3ου αιώνα και εξελίσσεται στον 4ο και στον 5ο αιώνα με γοργούς ρυθμούς και εξαπλώνεται σε όλη τη χριστιανική οικουμένη του κινήματος του χριστιανικού μοναχισμού. Παράλληλα όμως, την ίδια εποχή, ο συγγραφός που ήδη μνημονεύσαμε, ο πρώτος επίσης ιστορικός, ο Ευσέλιος Κεσαρίας προβαίνει και στη συγγραφή μιας άλλης βιογραφίας που θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτούργησε και αυτή με τη σειρά της ως πρότυπο μιας κοσμικής χριστιανικής βιογραφίας. Είναι ο βίος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γνωρίζουμε ότι ο Ευσέλιος είναι ένα πρόσωπο το οποίο συνδεόταν ιδιαίτερα με τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα, αυτόν τον μεγάλο ρωμαίο αυτοκράτορα, τον Μέγα Κωνσταντίνο, έζησε στην αυλή του και ακριβώς η διευκόλυνση που του παρήχε η παρουσία του μέσα στην ρωμαϊκή αυλή, του έδωσε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ένα πλούσιο πρωτογενές υλικό μέσα από τα αρχεία του ρωμαϊκού κράτους, το οποίο ενσωμάτωσε μέσα στην εκκλησιαστική του ιστορία. Ο Ευσέλιος Κεσαρίας λοιπόν εκτός από το σπουδαίο αυτό έργο του που είπαμε ότι ονομάζεται Αρχαίον Μαρτύρο Συναγωγή και την διήγηση αυτή περί τον Εν Παλαιστίνη Μαρτυρισάντον που ενσωμάτωσε στην εκκλησιαστική του ιστορία, συγγράφει μια βιογραφία τον Βίο του Μακαρίου Κωνσταντίνου του Βασιλέως, ένα πάρα πολύ σημαντικό κείμενο στο οποίο βιογραφεί τον πρώτο χριστιανό ρωμαίο αυτοκράτορα. Και έτσι ταυτόχρονα με την μοναστική βιογραφία του Μεγάλου Οντωνίου η εκκλησία αποκτά και ένα υπόδειγμα, μια υποδειγματική βιογραφία για τους αγίους της οι οποίοι ζουν μέσα στον κόσμο και διακρίνονται μέσα στις τοπικές εκκλησίες. Από την εποχή αυτή αλλά κυρίως από τον 5ο αιώνα και μετά έχουμε και την εμφάνιση άλλων σημαντικών συλλογών που συγκεντρώνουν και ομαδοποιούν τις διηγήσεις είτε για ασκητές, για τη ζωή των ασκητών, αυτών των νέων ηρώων της αρχαιότητας, της χριστιανικής πλέον αρχαιότητας, της ίστερης αρχαιότητας, είτε και για τη διδασκαλία, σχετίζονται με τη διδασκαλία αυτών των ηρώων και η διδασκαλία τους επίσης εντάσσεται μέσα σε αυτό το αγιολογικό πλαίσιο αυτής της περιόδου. Έτσι λοιπόν από τον 5ο αιώνα και μετά έχουμε την εμφάνιση των πρώτων αγιολογικών συλλογών, όχι μαρτυρολογικών συλλογών αλλά αγιολογικών συλλογών που θα μπορούσαμε μάλιστα να τις χαρακτηρίσουν ως ασκητικοαγιολογικές συλλογές. Ήδη λοιπόν από τις αρχές του 5ου αιώνα έχουμε την εμφάνιση δύο επώνυμων τέτοιων αγιολογικών συλλογών που είναι το λαυσαϊκό του Παλαδίου, του γνωστού συγγραφέα και ενός πολύ σημαντικού κειμένου που σχετίζεται με τη ζωή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Παλαδίου Ελένο Πόλεως, μαθητή του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ο οποίος γράφει το λαυσαϊκό ή την προς λαύσον ιστορία απευθυνόμενος στον αρχιθαλαμυπόλο του βυζαντινού αυτοκράτορα τον Λαύσο και όπου συγκεντρώνει πληροφορίες και ιστορικά στοιχεία διηγήσεις για μοναχούς διαφόρων περιοχών της Αγίπτου ασφαλώς, της Κυτίδας του αρχαίου μοναχισμού αλλά και της Συρίας, της Παλαιστίνης ακόμη και της Μικράς Ασίας σε αυτήν την πολύ σημαντική συλλογή που χρονολογείται εκεί κάπου στη δεύτερη δεκαετία του πέμπτου αιώνα γύρω στο 419 μ.Χ. και διακρίνεται ιδιαίτερα η συλλογή αυτή για την αμεσότητά της, την αμεσότητα των διηγήσεών της και θα μπορούσαμε να πούμε και την ειλικρίνεια των διηγήσεών της δεδομένου ότι δεν αγιοποιεί, δεν ωρεοποιεί οτιδήποτε αφορά στους ασκητές αυτούς για τους οποίους παραδίδει αυτές τις διηγήσεις ο Παλάδιος στο έργο του, στο λαυσαϊκό του αλλά αναφέρεται πολλές φορές και στις πτώσεις τις πνευματικές αυτών των ασκητών. Λίγο αργότερα ένας άλλος σπουδαίος και ακούντος γνωστός συγγραφέας, χριστιανός συγγραφέας, εκκλησιστικός συγγραφέας αυτής της περιόδου ο Θεοδόρητος Κύρου επίσης συντάσσει την δική του αγιολογική συλλογή, η οποία μας είναι γνωστή με τον όρο φιλόθεως ιστορία ή ασκητική πολιτεία. Και ο Θεοδόρητος Κύρου σύγχρονος του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου και μεταγενέστερος από αυτόν συγκροτεί λοιπόν μια τέτοια συλλογή με τους βίους της βιογραφίας 28 ασκητών και 3 ασκητριών που είχε γνωρίσει ο ίδιος, είχε συγκεντρώσει στοιχεία για αυτούς από την περιοχή της Αντιόχειας. Έτσι λοιπόν συγκροτείται μια επίσης πάρα πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή σε αυτήν την πολύ πρώην περίοδο που θέτουν οι συλλογές αυτές στη βάση για την ανάπτυξη και τη δημιουργία και άλλων συλλογών σε ιδεάρκεια του 5ου αιώνα αλλά και του 6ου και του 7ου αιώνα. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ πέρα για παράδειγμα ότι στην εποχή αυτή συγκροτείται μια πολύ σημαντική συλλογή με διηγήσεις για τους μοναχούς της Κυτίδας όπως είπαμε του χριστιανικού μοναχισμού, τους μοναχούς της Αιγύπτου. Είναι η ανώνυμη διήγησης της ιστορίας των Κατέγιπτων μοναχών. Ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο που μας δίνει σπουδαίες πληροφορίες από τις οποίες μπορούμε να αποκτήσουμε μία εικόνα πάρα πολύ αρκετά συγκροτημένη για την πρώτη αυτή περίοδο λειτουργίας του μοναχισμού στα πρώτα αυτά βήματα ιστορικά βήματα που έκανε ο μοναχισμός όπως είπαμε στην Αίγυπτο. Και βέβαια στο πλαίσιο αυτό μας παραδίδονται και άλλες τέτοιες συλλογές όπως είναι οι διηγήσεις διάφοροι περί τον Εν Σινά Αγίων Πατέρων που είναι μια συλλογή θα μπορούσαμε να πούμε το γεροντικό, το πατερικό της μονής του Σινά που αναφέρεται σε διηγήσεις που εξειδικεύονται σε ασκητές οι οποίοι έζησαν σε ένα από τα σημαντικότερα όπως εξελίθηκε και στους μεταγενέστερους αιώνες κέντρα του αρχαίου μοναχισμού του αρχαίγονου μοναχισμού αλλά ιδιαίτερα και της ασκητικής γραβατίας δεδομένο ότι γνωρίζουμε ότι στην περιοχή του Σινά όχι μόνο στην Μεγάλη Μονή της Αγίας Εκατερίνης που ιδρύθηκε εκεί αλλά και σε πολλές άλλες μονές ή ασκητήρια ή σε κελιά έζησαν πολύ σημαντικοί συναείτες ασκητές που σχετίζονται με τη δημιουργία και με τη διάχυση μιας σπουδαίας ασκητικής παραδόσειος και της ησυχαστικής παραδόσειος που φτάνει ως και στα τέλος της βυζαντινής εποχής δηλαδή θα δούμε ότι κάποιοι από τους σημαντικότερους συγγραφείς της τελευταίας περιόδου του Βυζαντίου που σχετίζονται με το κίνημα του Βυζαντινού ησυχασμού ακριβώς έλκουν την πνευματική τους καταγωγή από την συναϊτική αυτή ησυχαστική παράδοση. Ο δεύτερος σημαντικός σταθμός στην ιστορία της αγιολογικής γραμματείας, καταγράφεται σύμφωνα με τις σωζόμενες αγιολογικές πηγές, τα αγιολογικά κείμενα που μας έχουν παραδοθεί είναι η λεγόμενη αγιολογία των πατέρων της εκκλησίας. Δηλαδή η περίοδος εκείνη που εγκαινιάζεται με τα αγιολογικά κείμενα τα οποία συγγράφουν η μεγάλη συγγραφής της πατερικής περιόδου, ιδιώς του τέταρτου αιώνα μετά Χριστόν, όταν προκύπτουν τα πολύ σημαντικά θεολογικά ζητήματα, τα τριαδολογικές αίριδες και αργότερα και οι χριστολογικές αίριδες, που προκαλούν πολλές συζητήσεις, θεολογικές συζητήσεις και ασφαλώς και τη σύγκληση των πρώτων μεγάλων οικουμενικών σημαντών, το 325 όπου συμμετέχει ο Μέγας Αθανάσιος, ήδη αναφερθήκαμε ότι ο Μέγας Αθανάσιος μεταξύ όλων των άλλων έργων του, κατεξοχήν δογματικού χαρακτήρα που σχετίζονται με τις τριαδολογικές αίριδες και με την ενεργό συμμετοχή του και στην πρώτη οικουμενική σύνοδο ακόμη ενώ ήταν ο ίδιος διάκονος, με ρίμνησε για να συγγραφεί ένα τόσο εκτενές κείμενο, μια τόσο εκτενής βιογραφία για τον Μέγα Αντώνιο όπως αναφέραμε και βέβαια στην ίδια παράδοση στυχούν, την ίδια παράδοση ακολουθούν και οι μεγάλοι πατέρες που εμφανίζονται από τα μέσα του 4ου αιώνα μετά Χριστόν και μας είναι γνωστοί κυρίως ως Καπαδόκης πατέρες. Οι πατέρες δηλαδή του κύκλου αυτού που προέκυψε μετά την ανάπτυξη της χριστιανικής εκκλησίας στην Καπαδοκία, βέβαια γνωρίζουμε ότι στην Καπαδοκία έχουμε τις πρώτες χριστιανικές κοινότες ήδη από την εποχή της Καινής Διαθήκης, αλλά ξέρουμε ότι από τον 3ο αιώνα έχουμε μια ιδιαίτερη ανάπτυξη των εκκλησιαστικών κοινοτήτων στην Καπαδοκία και μάλιστα μια θεολογική ανάπτυξη, μια ανάπτυξη της χριστιανικής θεολογίας στις εκκλησιαστικές κοινότες της Καπαδοκίας, με προτεργάτη βέβαια τον Άγιο Γρηγόριο τον θαυματουργό, τον επίσκοπο Νεοκαισαρίας, ο οποίος υπήρξε και διδάσκαλος κάποιων από τους Καπαδόκες και γνωρίζουμε ότι ίδρυσε σημαντικές εκκλησιαστικές κοινότητες στην ευρύτερη περιοχή φτάνοντας ως και τον Πόντο, όπου ασφαλώς και ο ίδιος είπαμε ότι υπήρξε επίσκοπος στη Νεοκαισάρια του Πόντου στα σύνορα μεταξύ της των επαρχιών της Καπαδοκίας και του Πόντου. Έτσι λοιπόν εισάγεται ένα σημαντικό αριθμός νέων αγιολογικών κειμένων από αυτούς τους πολύ σπουδαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, τους Καπαδόκες Πατέρες, βέβαια μέσα στην πημαντική τους πρωτίδα αφού όλοι τους υπήρξαν επίσκοποι σε μητροπόλης ή επισκοπές της Καπαδοκίας ή σε άλλες περιοχές. Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε αρχιεπίσκοπος στην Κεσάρια στην πρωτεύουσα της Καπαδοκίας. Ο Γρηγόριος ο αδερφός του στην επισκοπή της Νύσσας, επίσκοπος Ναζιανζού ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και άλλα πρόσωπα, ο Αστέριος Αμασίας στην Αμάσια στην εδοχώρα του Πόντου. Όλοι αυτοί λοιπόν μέσα στο πλαίσιο της πημαντικής τους δραστηριότητας ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την προβολή των μαρτύρων των τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων και από αυτή την πημαντική τους στόχευση προέκυψε ένας πάρα πολύ σημαντικός αριθμός και όχι μόνον αριθμητικά είναι σημαντικά, είναι αρκετά τα κείμενα αυτά αλλά και ως προς το περιεχόμενό τους είναι πάρα πολύ σημαντικές οι αγιολογικές πηγές που προέρχονται από την γραφίδα των Καπαδόκων πατέρων. Είναι κυρίως εγγόμια και λόγοι δηλαδή κείμενα τα οποία εκφώνησαν οι Καπαδόκες πατέρες στις διάφορες εκκλησιαστικές συναθρήσεις για να τιμήσουν τους τοπικούς μάρτυρες των εκκλησιαστικών τους κοινοτήτων όπως είναι οι 40 μάρτυρες για τους οποίους συνέγραψε το αρχαιότερο κείμενο προς τιμή τους ο Μέγας Βασίλειος ή η Μάρτις Ιουλίτα, ο Βαρλαάμ, ο Γόρδιος, ο Άγιος Μάμας. Επίσης ένας μάρτυρας της Καπαδοκίας που γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση και διάδοση τη τιμή του και στους μεταγενέστερους αιώνες σχεδόν σε όλη τη Βυζαντινή, το Βυζαντινό αλλά ακόμη και στο δυτικό χριστιανικό κόσμο. Τα κείμενα αυτά εντάσσονται ιδολογικά στην κατηγορία των εγκωμίων ή των εγκωμιαστικών λόγων αλλά έχουν πολύ σημαντικές πληροφορίες και για την ιστορία των μαρτύρων αυτών, των τοπικών αυτών εκκλησιαστικών κοινοτήτων και χρησιμοποιούνται έκτοτε ως πρωτογενείς πηγές για την ανασύνθεση νέων αγιολογικών κειμένων για τα πρόσωπα αυτά. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνέγραψε σε διαφόρους μάρτυρες εγκωμιαστικά κείμενα στον Κυπριανό, στον Άγιο Κυπριανό ή στον μάρτυρα Βαβύλα και σε διάφορους άλλους μάρτυρες της ευρύτερης περιοχής της Καπαδοκίας αλλά και σε διακεκριμένα πρόσωπα αυτής της εποχής που διακρίθηκαν γενικότερα στην ιστορία της εκκλησίας ως σημαντικές εκκλησιαστικές μορφές. Είναι ο Άγιος Κυπριανός Καρχιδόνος, ο Μέγας Αθανάσιος, τον οποίο ήδη μνημονεύσαμε. Αυτό αφιερώνει το πρώτο εγκωμιαστικό κείμενο και το πρώτο αγιολογικό κείμενο με τη μορφή εγκωμίου. Και βέβαια αγιολογικό ενδιαφέρον έχουν στην περίπτωση του Αγίου Γρηγόριου του Θεολόγου και οι επιτάθηοι λόγοι του κείμενα με πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για πρόσωπα της οικογένειας του τα οποία τιμήθηκαν από την εκκλησία ως Άγιοι, για τον πατέρα του Γρηγόριου, τον αδερφό του τον Κεσάριο ή την αδερφή του την Γοργονία και προπαντός το επιτάθηος λόγος στον επιστήθειο φίλο του τον Μέγα Βασίλειο, τον Βασίλειο Κεσσαρίας, που είναι η πιο πρόημη πηγή από την οποία αγγλούμε στοιχεία, πληροφορίες για το πολύ σημαντικό έργο, το πειμαντικό, το εκκλησιαστικό και το θεολογικό έργο που πραγματοποίησε κατά τον μικρό χρόνο ζωής του ο Μέγας Βασίλειος. Εκείνος ο οποίος ιδιαίτερα διακρίθηκε με τη συγγραφή πρωτότυπων κειμένων και με νέες τομές που επιχειρεί μέσα στην αγιολογία αυτής της περιόδου είναι ο αδερφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσης. Γνωρίζουμε γενικότερα ότι ο Άγιος Γρηγόριος Νύσης υπήρξε μία από τις πατερικές αυτές μορφές που λειτούργησαν με ένα συστηματικό τρόπο, συστηματοποίησε με αξιοπρόσεχτο τρόπο την δογματική διδασκαλία που διατυπώνεται στα δογματικά έργα των άλλων Καπαδικών Πατέρων ή του Μεγάλου Αθανασίου μέσα από τον Μέγα Κατηχητικό Λόγο του. Αυτό το συστηματικό σύγγραμμα θα μπορούσαμε να πούμε, αυτό το οργανωμένο έργο της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Άγιος Γρηγόριος Νύσης που πρωτοστάτησε και στα λεγονότα της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου είναι εκείνος ο οποίος προέβη και στη συγγραφή σημαντικών βιογραφιών όπως είναι για παράδειγμα η συγγραφή μιας σπουδαίας μοναστικής βιογραφίας για την αδερφή του, την Μακρίνα, την μεγάλη αδερφή της οικογένειας του Μ. Βασιλείου και του Αγίου Οργορίου Νύσης, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτέλεσε αυτή η βιογραφία ένα πρότυπο μοναστικής βιογραφίας για τις μεταγενέστερες βιογραφίες Αγίων Γυναικών, για τις γυναικείες δηλαδή μοναστικές βιογραφίες. Κατά παρόμοιο τρόπο είναι πολύ σημαντικά τα κείμενα, η εγκωμιαστική λόγη του για τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, είναι το πρώτο κείμενο που μας σώζεται ο λόγος του στον πρωτομάρτυρα Στέφανο, ή στον μάρτυρα Θεόδωρο, το πρώτο κείμενο για τον μάρτυρα Θεόδωρο. Έχουμε διπλασιασμό της τιμής του Αγίου Θεοδόρου σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο και έτσι έχουμε την παράδοση, την αγιολογική που δημιουργήθηκε για τους δύο Θεοδόρους, τους στρατιωτικούς αγίους, τον Τύρωνα και τον Στρατιλάτη, και βέβαια πολύ σπουδαίος ο εκτενής βίος, η εκτενή βιογραφία που συγγράφει για τον πνευματικό τους πατέρα, τον Άγιο Γρηγόριο, ο βίος του Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νεοκαισαρίας. Αξίζει επίσης, στο πλαίσιο αυτών της εξέλιξης της αγιολογικής γραμματείας, να μνημονεύσουμε ένα σπουδαιότατο έργο του, το οποίο δεν είναι μόνον αγιολογικό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εντάσσεται μέσα σε αυτήν την ομάδα των κειμένων που αφιερώνει ο Άγιος Γρηγόριος Νήσης στην Χριστιανική τελειότητα. Και δεν είναι άλλο από το έργο του εις τον βίον του προφήτου Μωυσέως. Είναι η βιογραφία του Μωυσέως, που είναι θα μπορούσαμε να πούμε μια πνευματική βιογραφία, μια βιογραφία στην οποία εξιστορεί τη ζωή του προφήτου Μωυσή, αυτής της ευλυματικής μορφής για την ιστορία του αρχαίου Ισραήλ, την μετενσαρκώνει σε ένα πνευματικό οδηγό που ακολουθώντας τα χνάρια του, τα ύχνη του, οι Χριστιανοί οδηγούνται στην καταχριστών τελειότητα, που είναι η αποκάλυψη του ίδιου του Θεού στο όρος Σινά, στον μεταμορφωμένο τέλειο εν Χριστό άνθρωπο. Και βέβαια είπαμε ότι και άλλα πρόσωπα του ευρύτερου κύκλου, ο Αφυλόχιος Ικωνίου, ο Αστέριος Αμασίας, του ευρύτερου κύκλου των Καπαδοκών, επίσης αφιέρωσαν αρκετά κείμενα, αρκετά έργα τους στους μάρτυρες αυτής της περιόδου, ιδιαίτερα θα επισημάνουμε τους εγκωμιαστικούς λόγους του Αστερίου Αμασίας σε μάρτυρες αυτής της περιόδου, όπως είναι για παράδειγμα η λόγη του που αφιερώνει στην Αγία Εφημεία την μάρτυρα στην Χαλκιδόνα. Και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι λόγοι του αυτοί για πολλούς λόγους, και για το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν τα κείμενα αυτά ως πηγές στα πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, αλλά και για το γεγονός ότι, για παράδειγμα, στους συγκεκριμένους λόγους στην Αγία Εφημεία Χαλκιδόνα, έχουμε μια πρώτη έκφραση, μια περιγραφή δηλαδή της βασιλικής που αφιερώθηκε στη μνήμη της μάρτυρος Εφημείας, όπου γνωρίζουμε ότι αργότερα συγκλήθηκε και η 4η Οικουμενική Σύνοδος αργότερα, το 451 μετά Χριστό, αλλά και αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η αναφορά του, η έκφραση σε απεικονίσεις του μαρτυρίου της Αγίας Εφημείας σε τεχογραφίες της βασιλικής αυτής στην Χαλκιδόνα. Επομένως έχουμε μια πολύ πρόημη αναφορά, ήδη στον 4ο αιώνα, στην χρήση της εικονογραφίας μέσα στο πλαίσιο της λατρείας και της λειτουργικής απόδοσης της τιμής των Χριστιανών μαρτύρων και είπαμε ότι αυτή ακριβώς η μαρτυρία χρησιμοποιήθηκε ως ένα τεκμήριο για την αρχαιότητα της τιμής χρήσεως των εικόνων στο πλαίσιο της λειτουργικής τιμής των μαρτύρων μέσα στην Αρχαία Εκκλησία. Και βέβαια ο αστέριος Αμασίας μέσα από τα κείμενά του αυτά σε μάρτυρες αλλά και σε πρόσωπα σε αγίους της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτυπώνει την ιδεατή χριστιανική πολιτεία, θα μπορούσαμε να πούμε την πολιτεία του Θεού, την Kyditas Dei, αυτήν για την οποία μιλά την ίδια εποχή στην Δύση ο ιερός Αυγουστίνος. Σημαντικό κομβικό σημείο για την αγιολογία αυτής της περιόδου, την αγιολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι το αγιολογικό έργο το οποίο και μάλιστα και στην περίπτωση αυτή το εγκωμιαστικό ομιλητικό με αγιολογικό περιεχόμενο έργο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος ζει στην ίδια εποχή, λίγες δεκαετίες σύγχρονος με τον κύκλο των Καπαδοκών Πατέρων, αλλά γνωρίζουμε ότι ανέπτυξε ένα πάρα πολύ σημαντικό ομιλητικό έργο, κυρίως με ερμηνευτικό περιεχόμενο αλλά και με αγιολογικό περιεχόμενο. Ένα ομιλητικό έργο το οποίο επιμερίζεται στις δύο κύριας περιόδους της ζωής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στην περίοδο της Αντιόχειας όπου δρά ως διάκονος και κληρικός, όταν χειροτονήθηκε εκεί διάκονος από τον Φλαβιανό Αντιοχίας και αργότερα και ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι λοιπόν το έργο του αυτό στους υλόγοι του πραγματικά αποτελούν ένα πολύ σημαντικό πρωτογενές υλικό για τους μάρτυρες της Αντιοχίας και αργότερα και για τους μάρτυρες που τιμόνταν στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζουμε ότι το ομιλητικό έργο του Χρυσοστόμου υπήρξε το κατεξοχήν είδος της χριστιανικής γραμματείας το οποίο ο ίδιος καλλιέργησε. Σήμερα είναι δεικτικό να σημειώσουμε ότι μας παραδίδονται περίπου 820 ομιλίες με το όνομα του Χριστόμου υπερβολικός αριθμός και γνωρίζουμε ότι πολλές από αυτές της εξεφώνησε στην Αντιοχία όπου έδρασε όπως είπαμε ως διάκονος και πρεσβύτερος από το 381 ως το 397 μετά Χριστόν και αργότερα από το 398 ως τον θάνατό του στην εξορία το 403 συνεχίζει αυτό το λαμπρό κηρυκτικό ομιλητικό έργο στην Κωνσταντινούπολη. Ο πρώτος λοιπόν κύκλος αφορά εγκομιαστικούς λόγους σε μάρτυρες της Αντιοχίας που υπερτερούν αριθμητικά βέβαια σε σχέση με τους μάρτυρες της Κωνσταντινούπολη, τους οποίους αφιέρωσε λιγότερες ομιλίες. Στην Κωνσταντινούπολη εκφώνησε ομιλίες μόνο για τον μάρτυρα Φωκά, τον ιερομάρτυρα Φωκά που τιμόνταν ιδιαίτερα, για την μετακομιδή των λειψάνων του στην Κωνσταντινούπολη ή για τους Αιγύπτιους μάρτυρες. Ενώ στην Αντιοχία γνωρίζουμε ότι έχει εκφωνήσει πολλούς εγκομιαστικούς λόγους, ενδεικτικά αναφέρουμε τον λόγο τους τους μάρτυρες Ιουβεντίνο και Μαξιμίνο που ήταν τοπικοί μάρτυρες της Αντιοχίας επί Ουλιανού μόλις λίγες δεκαετίες νωρίτερα, στον μάρτυρα Λουκιανό και σε άλλους μάρτυρες της Αντιοχίας ή σε μάρτυρες Χριστιανούς των οποίων οι μνήμη τιμόνταν στην Αντιοχία. Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον ιερομάρτυρα Βαβίλα, του αφιερώνει δύο ομιλίες ο Χρυσόστομος, δύο εγκόμια στον μάρτυρα Ρωμανό, στον ιερομάρτυρα Ιουλιανό επίσης ένα εγκόμιο, στον μάρτυρα Βαρλαάμ, στην Μάρτυρα Πελαγία ή στις μάρτυρες Βερνίκη και Προσδόκη και στη μητέρα τους Δομνίνα που είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία αυτόκλιτων μαρτύρων ενός αυτόκλιτου χριστιανικού μαρτυρίου, στη μάρτυρα Δρουσίδα και βέβαια οι γενικότερες ομιλίες που εκφώνησε εις πάντα στους μάρτυρες που έχουν επίσης πάρα πολύ σημαντικό περιεκόμενο ως προς την καλλιέργεια και την ανάπτυξη της λεγόμενης θεολογίας του μαρτυρίου, δηλαδή πού βασίζεται θεολογικά, πώς αναπτύσσεται θεολογικά η τιμή προς τους μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας, η αναφορά στην μαρτυρική τελείωση αυτών των τελείων χριστιανών των αρχαίων εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Εκείνο το οποίο αξίζει επίσης να σημειώσουμε για το αγιολογικό έργο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου είναι ότι εκτός από τα εγκόμια αυτά στους μάρτυρες της Αντιόχειας ή της Κωνσταντιμοπόλεως, μας έχουν σωθεί και κάποιοι λόγοι του που αναφέρονται σε επισκόπους και αυτό το στοιχείο αποτελεί επίσης ένα ιδοποιό γνώρισμα, ένα ιδιάζον στοιχείο των εγκομιαστικών λόγων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αφού αφιερώνει σε τέσσερις επισκόπους της Αντιόχειας εγκομιαστικά κείμενα. Στον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, αυτόν τον λαμπρό αστέρα της μεταποστολικής εποχής που ήδη μνημονεύσαμε, που συνελήφθη στην Αντιόχεια και οδηγήθηκε και μαρτύρησε στην Ρώμη με τις σπουδαίες επιστολές του που μας έχουν σωθεί όπου εξέρεται το χριστιανικό μαρτύριο αλλά και εκφράζεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο η πίστη στη μετοχή του πάθους του Χριστού μέσα από το χριστιανικό μαρτύριο, στον Άγιο Φιλόγωνο τον επίσκοπο της Πόλεως κατά την περίοδο που ανθεί εκεί η αρριανική αίρεση, στον Άγιο Ευστάθειο Αντιοχίας και στον Άγιο Μελέτιο Αντιοχίας που είναι η πιο πρόσφατη, ο Ευστάθειος στη διάρκεια της Τέταρτης της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου και ο Μελέτιος Αντιοχίες αργότερα στη διάρκεια της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου, αποτελεί έναν από τους προέδρους της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου. Τα κείμενα αυτά είναι αξιοπρόσεκτα για το περιεχόμενό τους, για τα κριτήρια αγιότητας που τίθενται από τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ιδιαίτερα και οι λόγοι αυτοίς τους επισκόπους θέτουν το πλαίσιο του προτύπου του υποδείγματος της υποδειγματικής ζωής των επισκόπων στις αρχαίες εκκλησίες. Κύριο κριτήριο για την αγιότητα των επισκόπων ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θέτει τη διαρκή και την ανίστακτη μεριμνά τους για την εκκλησία που πιστωποιείται όμως από συγκεκριμένα στοιχεία. Το πρώτο και κύριο είναι η ομολογία της ορθής πίστεως. Το δεύτερο είναι ο αγώνας αυτών των επισκόπων κατά των πολλών αιρέσεων της εποχής τους και πολύ συχνά και οι προσωπικοί τους εξωρίες. Γνωρίζουμε ότι αρκετοί από αυτούς εξωρίστηκαν όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Χρυσόστομος και επιβίωσαν και στην εξωρία ή οι κακοχείες της εξωρίας έβλαψαν σε πολύ μεγάλο βαθμό την υγεία τους και τους οδήγησαν σύντομα στον θάνατο. Και βέβαια το ίδιο το μαρτυρικό φρόνημα αυτών των επισκόπων, η αντίληψη δηλαδή ότι στην ουσία μέσα από την προάσπιση αυτή της ορθοδοξίας, της αποστολικής ορθοδοξίας όπως ονομάζεται και μέσα από την υπεράσπιση και τις συγγραφές τους της ορθής διδασκαλίας της Εκκλησίας, στην ουσία προέβαλαν το ίδιο μαρτυρικό φρόνημα με τους μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας. Γι' αυτό και ο Χρυσόστομος αποκαλεί τον Ευστάθειο Αντιοχίας, ο οποίος είχε εξοδηστεί τον αποκαλεί μάρτυρα και λέει χαρακτηριστικά ότι είπα πολλές φορές προς την αγάπη σας, προς την ημετέραν αγάπη, ότι μάρτυρα ούχι ο θάνατος ποιή μόνο αλλά και η πρόθεση. Συμβούληση να μαρτυρήσει ο Χριστιανός που πρέπει να διέπει ασφαλώς όλους τους Χριστιανούς. Ένα δεύτερο στοιχείο το οποίο επίσης αξίζει να επισημάνουμε σε σχέση με τα κείμενα αυτά είναι ο Χριστοκεντρικός τους χαρακτήρας. Και τα κείμενα των Καπαδοκών, οι εγκωμιαστικοί λόγοι στους μάρτυρες των Καπαδοκών Πατέρων και οι λόγοι του Αγίου Ιωάννου του Χριστόμου διακρίνονται ιδιαίτερα για την αναγωγή του μαρτυρίου των Χριστιανών μαρτύρων στο ίδιο το μαρτύριο του αρχιμάρτυρος Χριστού. Αποτελούν λοιπόν μιμητές, ακριβείς μιμητές του μαρτυρίου του Χριστού και μετέχουν σε αυτό το μαρτύριο. Με ποιον τρόπο μετέχουν, μετέχουν με ένα μαρτύριο που χαρακτηρίζεται και ως βάπτισμα, ως το αληθές βάπτισμα μάλιστα, δεδομένου ότι προσδιορίζουν ότι το βάπτισμα το οποίο έλαβαν οι μάρτυρες αυτοί ως Χριστιανοί ήταν ένας τύπος του βαπτίσματος, ένας τύπος του μαρτυρίου του Χριστού. Και γι' αυτό ακριβώς, γι' αυτόν τον λόγο ο Χρυσόστομος σημειώνει χαρακτηριστικά σε ένα εγγόμιο τους, τον ιερομάρτυρα Λουκιανό Αντιοχίας, ακριβώς ότι ο Δεσπότης Χριστός τους βάπτισε μέσα στο ίδιο τους το αίμα και ότι καλεί, ότι αν το βάπτισμα καλείται, αν το μαρτύριο καλείται βάπτισμα, καλείται διότι και εδώ κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα και ενοικεί μέσα στους μάρτυρες, τους Χριστιανούς μάρτυρες, κατά παρόμοιο τρόπο όπως αυτοί οι Χριστιανοί βαπτίζονται στο νερό τυπολογικά, έτσι και οι μάρτυρες βαπτίζονται με το ίδιο τους το αίμα. Και επίσης είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι αναφύστηκε ένα γενικότερο λειτουργικό πλαίσιο τιμής των μαρτύρων από τους Χριστιανούς, από τα μέλη των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Προβάλλεται ιδιαίτερα και παροτρύνονται οι πιστοί τα μέλη της εκκλησίας να μετέχουν στις γιορτές των μαρτύρων με έναν μάλιστα διπλό τρόπο και ο Χρυσός Θομός μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά παραφράζοντας το βιβλικό ο δεχόμενος προφήτην εις όνομα προφήτου μισθόν προφήτου λείψετε και ο δεχόμενος δίκαιον εις όνομα δικαίου μισθόν δικαίου λείψετε. Σημειώνει κατά συνεδοχή και ο Χρυσός Θομός ότι ο δεχόμενος μάρτυρα εις όνομα μάρτυρος μισθόν μάρτυρος λείψετε και αυτή η υποδοχή του μάρτυρα συνίσταται εις το συνελθήν την εκείνου μνήμην το κοινωνήσει εις τις διηγήσεις των άθλων δηλαδή να ακούσουν το μαρτύριο την διήγηση με το μαρτύριο είπαμε ότι τα μαρτύρια γράφονταν ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο για να διαβάζονται ως αναγνώσματα στις λειτουργικές συνάξεις των προστιμήτων μαρτύρων και ασφαλώς το να μιμηθεί κανείς να αποκτήσει τον ζήλο και την επιθυμία να μιμηθεί την αρετή αλλά και το ίδιο το μαρτυρικό φρόνημα και την γενναιότητα των αρχαίων μαρτύρων και βέβαια επισημαίνονται πολλά ακόμη στοιχεία σχετικά με την απόδοση της τιμής προς τους μάρτυρες λαμβάνοντας τα ονόματα των μαρτύρων έχουμε τις πρώτες σαφής αναφορές στην ονοματοδοσία με τα ονόματα είτε των μαρτύρων είτε και των επισκόπων είναι πολύ χαρακτηριστικές αναφορές του Χρυσοστόμου για την χρήση του ονόματος του Αγίου Μελετήου Αντιοχίας από πολλούς χριστιανούς της Αντιοχίας οι οποίοι έδιναν το όνομα Μελέττιος στα παιδιά τους όπως επίσης και η μεγάλη σημασία που έχει η παρουσία του τάφου του Αγίου ή του μάρτυρα σε σχέση με την προβολή της τιμής, της λειτουργικής μνήμης των μαρτύρων και μάλιστα ο ίδιος ο Χρυσόστομος επιχειρήκε μια τέτοια αναγωγή ότι δεν αρκεί μόνο να επισκεπτόμαστε τους τάφους των μαρτύρων κατά τη γενέθλιο ημέρα της εορτής τους αλλά θα πρέπει και εμείς οι ίδιοι οι Χριστιανοί εσωτερικά να καταστήσουμε τον έσω άνθρωπο ένα τέτοιο τάφο στον οποίο κατοικεί έναν έμψυχο τάφο των Αγίων Στον 5ο αιώνα επίσης έχουμε μια συνέχιση αυτής της αγιολογικής παραδόσειος κυρίως από εγκωμιαστικούς λόγους από πολύ σημαντικούς πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 5ου αιώνα Θα μνημονέψω τον Πρόκλου τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως έναν πάρα πολύ σημαντικό εγκωμιαστή μαθητή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ο οποίος συνεχίζει και το εκκλησιαστικό αλλά και το ριτορικό του έργο Είναι χαρακτηριστικό ότι μας έχουν σωθεί 27 ομιλίες του με αγιολογικό περιεχόμενο μάλιστα αρκετά από αυτές με θεομητορικό περιεχόμενο θεωρείται για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως ως εκείνος ο οποίος εισάγει την θεομητορική λατρεία μέσα στο εορτολόγιο της εκκλησίας όπως επίσης και με λόγους που αφιερώνει τον Απόστολο Παύλος, τον πρωτομάρτυρα Στέφανο αλλά και τον ίδιο τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και επίσης ο Ισίχιος Ιεροσολύμων στα μέσα του 5ου αιώνα και αυτός με το όνομά του μας παραδίδεται ένας κύκλος αγιολογικών ομιλιών στην Θεοτόκο βλέπουμε ακριβώς ότι υπάρχει μια επίμονη προβολή της τιμής προς το πρόσωπο της Θεοτόκου σε μια κατεξοχήν περίοδο που έχουμε συζητήσεις γύρω από την τιμή της Θεοτόκου και από τη θεοτοκολογία, τη συζήτηση γύρω από τη χρήση των όρων Θεοτόκος, Χριστοτόκος ή της συζητήσεις γύρω από την αυπαρθενία της Θεοτόκου και βέβαια και αρκετές άλλες ομιλίες με ορτολογικό περιεχόμενο σε θεσποτικές εορτές είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ισίχιος είναι πρεσβύτερος των Ιεροσολύμων έχουμε επίσης υλικό από την εποχή αυτή από τα τέλη του 4ου και κυρίως από τον 5ο αιώνα που ακριβώς επιβεβαιώνει ότι στην εκκλησία των Ιεροσολύμων έχουμε ένα κέντρο από το οποίο εκπληγάζει ιδιαίτερα ένα σαφές εορτολογικό πλαίσιο με πυρήνα της δεσποτικής καταρχήν εορτές λοιπόν έχουμε τέτοιες εορτές όπως και αρκετές εορτές ομιλίες του Ισυχίου Ιεροσολύμων σε πρόσωπα που σχετίζονται με το αποστολικό έργο της εκκλησίας με το έργο του ίδιου του Χριστού όπως είναι οι μαθητές του ομιλίες στον Απόστολο Θωμάς, στον Αδερφό Θεό Ιάκωβο, στον Απόστολο Ανδρέας, στον Απόστολο Λουκάη είναι ο πρώτος ο οποίος αφιερώνει στον κύκλο των Αποστόλων και των Ευαγγελιστών σε αρκετά από τα πρόσωπα του κύκλου των Αποστόλων και των Ευαγγελιστών ιδιαίτερες αγιολογικού περιοχωμένου ομιλίες και έχουμε λοιπόν αυτή την αποτύπωση ενός πρώτου εορτολογικού, σαφούς εορτολογικού πλαισίου στην εκκλησία της Παλαιστίνης που καταγράφεται την εποχή αυτή στο περίφημο Οδυπορικό της Εθερίας Στην αμέσως επόμενη περίοδο, στον έκτο αιώνα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Δεσπόζη ο σημαντικότερος συγγραφέας αγιολογικών κειμένων αυτής της πρώην περίοδου που δεν είναι άλλος από τον Κύριλο το Σκυθοκολίτη Πρόκειται για ένα πάρα πολύ σημαντικό συγγραφέα, τον κατεξοχήν θα μπορούσαμε να πούμε συγγραφέα αγιολογικών κειμένων αφού με το όνομα του Κυρίλου Σκυθοκολίτη δεν μας έχουν σωθεί άλλα κείμενα, επομένως δεν είναι ένας συγγραφέας που μας παραδίδονται και αγιολογικά κείμενά του στο πλαίσιο της ευρύτερης εργογραφίας του, του ευρύτερου συγγραφικού του έργου, αλλά είναι ένας κατεξοχήν αγιολόγος Ο συγγραφέας, ο σημαντικότερος μάλιστα αυτής της περιόδου αγιολογικών κειμένων με αποκλειστική στόχευση της συγγραφή τέτοιων κειμένων και μάλιστα με τη συγγραφή κειμένων που αποτελούν πολύ σημαντικούς μάρτυρες για τις θεολογικές αίριδες αυτής της περιόδου και ιδιαίτερα για τις οργενιστικές αίριδες του έκτου μετά Χριστόν αιώνα Γνωρίζουμε ότι ο Κύριος Κυθοπολίτης έζησε σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ήταν βραχύβια η παρουσία του, η επηγής παρουσία του, χρονολογείται ο χρόνος, η ζωή του και η περίοδος της αυθμής του μεταξύ του 529 και του 559 Αλλά ωστόσο σε αυτό το πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να μας παραδώσει κάποια πολύ σημαντικά κείμενα βίους εκτενείς βίους που αποτελούν βιογραφίες για τους μεγάλους πατέρες της παλαιστινιακής ερήμου του παλαιστινιακού μοναχισμού Ο ίδιος είχε διατελέσει μαθητής του μεγάλου πατέρα της Παλαιστίνης του Οσίου Σάββα του Ιγιασμένου μοναχός και στη λάβρα του Αγίου Ευθυμίου και αργότερα και του Αγίου Σάββα Και έτσι λοιπόν γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο κατανοούμε γιατί στράφηκε στην βιογράφηση αυτών των μεγάλων μοναχικών ηγετών των μεγάλων πατέρων της παλαιστινιακής ερήμου Και συγγράφει λοιπόν είναι ο πρώτος ο οποίος συγγράφει έναν εκτενή βίο του Αγίου Σάββα, επίσης του Οσίου Ευθυμίου του μεγάλου, του Αγίου Ιωάννου του Επισκόπου Κολονίας που υπήρξε υποτακτικός του Αγίου Σάββα, προσήλθε στη λάβρα του Αγίου Σάββα του Αγίου Κυριακού του Αναχωρητή του Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχη, αλλά και δύο λιγότερο γνωστών Αγίων αυτής της περιόδου σε αυτήν την ευρύτερη περιοχή, του Θεογνίου Επισκόπου Δηθελίας και του Αβραμίου Επισκόπου Κρατίας Αυτά είναι τα κείμενα τα οποία μας σώζονται πρωτογενώς είτε στην ελληνική γλώσσα είτε και σε αραβικές μεταφράσεις δεδομένου ότι γνωρίζουμε ότι αρκετά από τα κείμενα και του Κύριου του Σκηθοπολίτη αλλά και άλλα κείμενα αυτής της εποχής μας έχουν σωθεί σε αραβικές μεταφράσεις που δημιουργήθηκαν ακριβώς σε αυτόν τον χώρο της Παλαιστίνης από τον 8ο αιώνα και μετά όταν η λάβρα του Αγίου Σάβα λειτούργησε ως το κατεξοχήν σημαντικό μεταφραστικό κέντρο και αγιολ κείμενων το κατεξοχήν λοιπόν μεταφραστικό κέντρο σε κείμενα στην αραβική γλώσσα μεταφράζονται από το ελληνικό πρωτότυπο στην αραβική γλώσσα αφού πολλοί πληθυσμοί πλέον αραβικοί πληθυσμοί μιλούσαν μόνο την αραβική γλώσσα και θα καταλήξουμε με τον τελευταίο σημαντικό συγγραφέα του 6ου αιώνα που είναι ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων ένας επίσης διακεκριμένος ιεράρχης της εκκλησίας των Ιεροσολύμων ο οποίος υπήρξε καταρχήν φίλος και συνασκητής και ακόλουθος του Ιωάννη Μόσχου ο οποίος Ιωάννης Μόσχος είναι εκείνος που συγκρότησε την εκτενέστερη αρχαία αγιολογική συλλογή αυτής της πρώην περιόδου της ύστερης αρχαιότητας που μας είναι γνωστή ως λιμόν ή λιμονάριο δημιουργώντας και ενσωματώνοντας πάρα πολύ σημαντικό πρωτογενές υλικό όχι μόνο για αγίους της Ανατολής και όχι μόνον ασφαλώς της Παλιστίνης ή της Μικράς Ασίας αλλά και της Μεσοποτανίας, της Αιγύπτου αλλά ακόμη και του Ελλαδικού χώρου και το έργο του αυτό λιμόν, το λιμονάριο του Ιωάννη Μόσχου αποτέλεσε ένα από τα πλέον προσφυλή αναγνώσματα και των μοναχών αλλά και των χριστιανών γενικότερα και γι' αυτό γνώρισε πολύ σύντομα και διάφορες μεταφράσεις σε άλλες γλωσσικές παραδόσεις της χριστιανικής γραμματείας σήμερα είναι ιδιαίτερα σημαντική για την χειρόευ παράδοση αυτής της συλλογής η σλαδική μετάφραση του λιμοναρίου του Ιωάννου Μόσχου που θεωρείται ως η προγενέστερη μετάφραση που μας έχει ισοθεί ακόμη σε σχέση με τα χειρόγραφα που μας παραδίδονται ακόμη και σε σχέση και με τα ελληνικά χειρόγραφα που παραδίδουν αυτήν τη σπουδαία ασκητικόα γεωλογική συλλογή ο Σωφρόνιος όμως συνέθεσε επίσης και αρκετούς βίους και εγγόμια σε θεομητορικές και σε δεσποτικές εορτές και βέβαια γνωρίζουμε ότι στον Σωφρόνιο Ιεροσολίμων αποδίδεται και ένα από τα πιο λαοφιλή κείμενα για μια από τις πιο λαοφιλής αγίες αυτής της περιόδου ο βίος της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας της πρώην πόρνης την οποία γνώρισε στην Ελλάδα. Στην έρημο και διηγήθηκε τη ζωή της ο Σωφρόνιος ο σχολαστικός όπως μας είναι επίσης γνωστός. Ίσως θα άξιζε να ολοκληρώσουμε για αυτήν την πρωτοβυζαντινή περίοδο δηλαδή ως το τέλος της ύστερης αρχαιότητας την αναφορά μας με μια πολύ σύντομη αναφορά στον τελευταίο μεγάλο αγιολόγο μάλιστα στο χώρο της περιφερειακής αγιολογίας. Της αγιολογίας δηλαδή που αναπτύσσεται όχι στα κέντρα, στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως ήταν η Κωνσταντινούπολη, η Ρώμη, η Θεσσαλονίκη αλλά στην περιφέρεια και αυτός δεν είναι άλλος από τον μεγάλο αγιολόγο του 7ου αιώνα τον Λεόντιο Επίσκοπο Νεαπόλεος της Κύπρου. Μια κυρίαρχη μορφή, ο πιο πρωτότυπος συγγραφέας αγιολογικών κειμένων σε όλη αυτήν την μακρά περίοδο και στα δήματα αυτά που κάνει τα ιστορικά η αγιολογική γραμματεία σ' αυτούς τους πρώτους 7 αιώνες ο οποίος μάλιστα υπήρξε και μάρτυρας των φαινομένων της κοινωνικής μετεξέλιξης και του τέλους της ύστερης αρχαιότητας μέσα από τα κείμενα τα οποία έγραψε και δεν είναι άλλα από δύο εκτενείς βιογραφίες. Το βίο του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος Κυπρίου στην καταγωγή ο οποίος κατέστη Πατριάρχης Αλεξανδρίας και του πολύ σημαντικού βίου του πρώτου διαχριστών σαλού Αγίου δηλαδή ενός προσώπου με το οποίο εισάγεται η αγιότητα μέσα στο χώρο της χριστιανικής αγιότητας του Αγίου Σημεών του διαχριστών σαλού που μας παρέχει μια πολύ σημαντική όσο και προκλητική θα μπορούσαμε να πούμε διήγηση μέσα από αυτή τη βιογραφία του, την εκτινή βιογραφία του που έγραψε ο Λεόντιος Νεαπόλος. |