Π. Στάγκος, Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ: Μια άλλη συμβολή, μια πρόσθετη συμβολή του Βασίλη Σκουρή στο δημόσιο χώρο, είναι ότι, χάρη σε αυτή την εκδήλωση που γίνεται προς τιμή του, συνηπάρχουν στα πάνελ νομική από διαφορετικές πειθαρχίας, και από το διεθνές δίκιο και από το ευρωπαϊκό δίκιο, μαζί με τους νομικούς του δημοσίου καταβάση δικαίου. Όχι ότι αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαϊκό, όχι ότι αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο κατόρθωμα, απλώς δεν συμβαίνει πολύ συχνά. Επίσης, θέλω να πω προ-ησαγωγικά, ότι χαίρομαι και γιατί χθες, και διότι χθες, και σήμερα, προηγουμένως με τον κ. Κουκιάδη, με τον Γιάννη Κουκιάδη, μία θέση σε αυτό το πάνθεο της ένωμης προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Αντιλαμβάνεστε ότι διεκδικεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων, που είναι ένα ιωνί δικαστικό όργανο και στην οποία έχω τη τιμή να ανήκω. Σε όποια ευρωπαϊκή κοινωνία και σε όποια εποχή κι αν θεσμοθετηθεί μια απαγόρευση των διακρίσεων, η θεσμοθέτηση επιστεγάζει σημαδιακούς μετασχηματισμούς που γίνονται στο πεδίο αυτό. Ο λόγος για τον οποίο ένας νομοθέτης εισάγει στην οικία ένωμη τάξη νομοθεσία κατά των διακρίσεων, είναι η προστασία συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού, εξαιτίας του ότι έχει διαγνωστεί σε βάρος τους μέσα στον πραγματικό κόσμο και σε δομικό επίπεδο μια απαράδεκτη διαφορετική μεταχείριση. Όχι η υπόσταση ενός ή περισσότερων μεμονωμένων ατόμων, αλλά η υπόσταση ολόκληρων ομάδων έχει διαπιστωθεί πριν από την νομοθετική παρέμβαση ότι είναι χειρότερη από την υπόσταση άλλων. Τού του δωθέντος, μια νομοθεσία απαγόρευση των διακρίσεων συνδέεται στενά με μια διαδικασία κανονιστικών αλλαγών, οι οποίες με τη σειρά τους συνδέονται με μια διαδικασία μεταβολών στον υλικό και πραγματικό κόσμο. Ως συνέπεια τέτοιων μετασχηματισμών, η διαφορετική μεταχείριση που προηγουμένως ήταν κοινωνικά αποδεκτή και νομιμοποιημένη καθίσταται από τη μια στιγμή στην άλλη ανεπίτρεπτη διάκριση. Το ευρωπαϊκό θεσμικό και νομικό οικοδόμημα καθιερώνοντας την απαγόρευση των διακρίσεων και καταρχάς τις τρεις εκφάνσεις της με τη συνθήκη της Ρώμης του 1957 δεν θα μπορούσε να παρεκλίνει από τη συνολική ιστορική εμπειρία. Δίχως βέβαια να έχει στη διάθεσή του μια ομοιογενή κοινωνία, απλώς λόγω της μεγάλης έκτασης των εξουσιών που του μεταβιβάζουν τα κράτη και της μεγάλης επιρροής που η άσκηση αυτών των εξουσιών ξεδιπλώνει στις εθνικές κοινωνικές δομές. Οι τρεις αρχικές εκφάνσεις της απαγόρευσης των διακρίσεων θυμίζω ότι ήταν η μη διάκριση λόγω ηθαγένειας σε όλο το πεδίο εφαρμογής της συνθήκης, η μη διάκριση μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών στους κόλπους των κοινών οργανώσεων αγοράς αγροτικών προϊόντων και βέβαια η μη διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων σε θέματα μοιβών ήδη αμοιβή, όμοι αμοιβή για όμοι εργασία. Βιορατικά από τα τέλη της προπερασμένης δεκαετίας και της αρχές της περασμένης, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξοπλίστηκε με την εξουσιοδοτική ρήτρα του πρωτογενούς δικαίου, είναι το σημερινό άρθρο 19 παράγραφο 1 της Ιθήκης Λειτουργίας, και με δύο πράξεις του παραγώγου δικαίου, την Οδηγία 48 του 2073 επίσης του 2000, εξοπλίστηκε λοιπόν αντίστοιχα με τη νομική ικανότητα και την έμπρακτη αποφασιστικότητα να στοιχηθεί μπροστά στην απομάγευση της ισότητας και της μηδιάκρισης ως κανονιστικού πυρήνα ενός ατομικού δικαιώματος υποκειμενικού χαρακτήρα, θύματο κεντρικού, η οποία βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη, διεύρυση και εμβάθηση στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στην Ευρώπη, και όχι μόνο, και στη ΣΥΠΑ. Θυμίζω ότι τα απαγορευμένα κριτήρια διάκρισης του συνόλου του πρωτογενούς δικαίου της Έναζης είναι το φύλο, η φιλετική και εθνική καταγωγή, η γλώσσα, η θρησκεία, η οικονομική και κοινωνική προέλευση, η συμμετοχή σε μειονότητα, η αναπηρία, η ηλικία, ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Τονίζω και θυμίζω μάλλον ότι οι οδηγίες για τις οποίες πρόκειται, ημέν 48 του 2000 είναι η οδηγία περιεφαρμογής της αρχής της μεταχείρισης προσώπων ασχέτος φιλετικής ή εθνικής καταγωγής, ενώ η οδηγία 73 του 2000 είναι για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση, την απασχόληση και την εργασία. Στη δεύτερη περίπτωση, κινητοποιούνται όλα τα απαγορευμένα κριτήρια διάκρισης, ενώ όπως είδατε στην πρώτη οδηγία, μόνο η διάκριση λόγου φιλετικής ή εθνικής καταγωγής. Πομάγευση της ισότητας λοιπόν, διότι πρόκειται καταρχήν για τη ραγδαία αύξηση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων μέσα στους πληθυσμούς από τη σκοπιά της απόστασης των ισοδημάτων και των περουσιών. Διαχωρίζεται η κατάσταση αυτή από την προγενέστερη περίοδο που συμμαδευόταν από μια τάση μείωσης των ανισοτήτων, ιδίως ως αποτέλεσμα της προοδευτικότητας της φορολογικής επιβάρησης. Το κόστος της διευρυμένης κοινωνικο-οικονομικής ανισότητας των ημερών μας το βιώνουν ολόκληρες ομάδες του κάθε πληθυσμού, οι οποίες συναρθρώνονται στη βάση του ενός ή του άλλου ή πλειώνουν του ενός από τα κριτήρια τα οποία, κατά τα λοιπά, ο νόμος αποδοκιμάζει ως κριτήρια που εισάγουν διάκριση. Στην ημερήσια διάταξη του θεωρητικού στοχασμού, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας, δεσπόζει το ερώτημα αν η κανονιστική ή και υλική παρέμβαση του κράτους για τη μίωση των κοινωνικο-οικονομικών ανισότητων ανάμεσα στα άτομα μπορεί να δικαιολογηθεί και αν ναι, ποια μορφή είναι δεκτική να πάρει. Η θεωρία της δικαιοσύνης που ο αμερικανός φιλόσοφος John Rawls διατύπωσε στις αρχές δεκαετίας του 70 δίνει τον τόνο της σχετικής συζήτησης. Πιο πρόσφατα, οι αναλύσεις του αμάρτη ασέν, σύμφωνα με τον οποίο μια δίκαιη κοινωνία οφείλει να προσανατολίζεται στην εξίσωση των δυνατοτήτων των ατόμων, δηλαδή το συγκεκριμένο κάθε φορά ευκαιριών και ικανοτήτων που έχουν τα πρόσωπα να διάγουν τη ζωή που επιλέγουν, άστισαν μεγάλη επιρροή στην πορεία και τη δυναμική αυτής της συζήτησης. Οι οδηγίες του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2000 σαφώς διοχετεύουν την απουσία διάκρισης σε πεδία οικονομικών δραστηριοτήτων όπου οι ανισότητες βρίσκουν έφορο έδαφος για να αναπαραχθούν. Περαιτέρω και κυρίως οι δυο κοινωνικές πράξεις ανοίγονται προς την κατεύθυνση μιας θέασης του κατά τον αμάρτη ασέν σε τι της ισότητας, σε quality of what, τέτοιας που να μπορεί να λάβει υπόψη τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες που υπονομεύουν την ίση μεταχείριση και τη μη διάκριση. Τούτο καταρχήν συμβαίνει με τη ρητή κατονομασία από τις δυο οδηγίες ως αντικειμένος της καταπολέμησης των διακρίσεων στην οποία αυτές σκοπούν όχι μόνο των άμεσων διακρίσεων αλλά και των έμεσων. Εκείνων δηλαδή που συντρέχουν όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα τα οποία τα αυτοποιούνται με βάση ένα ή περισσότερα από τα παγορευμένα κριτήρια σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή πρακτική δικιολογούνται, δικιολογούνται αντικειμενικά από ένα θεμητό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπου είναι πρόσφορα και αναγκαία. Το Δικαστήριο της Ένωσης είναι το κέντρο βάρους μιας κοινότητας διονομικών διεθνικής φύσης και δομής που κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της οποίας ασκεί επί του πρωτογενούς και του παραγώγου δικαίου της Ένωσης συμπληρώνει το δίκιο αυτό με ένα πρετορικό δίκιο το οποίο εγκυροποιεί το όλο κοινοτικό δίκιο και διασφαλίζει την αποτελεσματικότητά του. Δεν θα χρειαστούν πολλά λόγια για να σας καταθέσω ότι ποτέ μέχρι σήμερα το Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να προσεγγίσει την έμμεση διάκριση ως προϊόν καταστάσεων οικονομικής και κοινωνικής μειονεξίας και ανισότητας. Στις ανισότητας τις οποίες περιέρχονται άτομα εξαιτίας μιας συλλογικής ταυτότητας την οποία συμμερίζονται ή των επιλογών ζωής των δικών τους ή των επιβεβλημένων. Θεωρητικά όμως, όπως αμέσως θα εξηγήσω, αλλά με λίγα λόγια, η προσέγγιση αυτή είναι επιτρεπτή, λαμβάνοντας υπόψη την ομολογία του Δικαστηρίου και κυρίως το κανονιστικό περιεχόμενο της ισότητας. Σαφώς λίγο περισσότερα λόγια θα χρειαστώ για να απαντήσω στο κύριο ερώτημα που φέτο, αν το Δικαστήριο, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των δύο διγειών του 2000, βρέθηκε μπροστά και αναπάντησε σε προκλήσεις μιας διαφορετικής αναγνώσης της ισότητας, όχι κατά ανάγκη εγκλωβισμένη στην κλασική φιλελεύθερη τυπολογία της, αλλά συνδεδεμένη με μια μοίρα ευρύτερη του μοιμονωμένου ατόμου ή του θύματος των διακρίσεων. Συνδεδεμένη με την τύχη ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού, που οικονομικά και κοινωνικά μειονεκτούν και βρίσκονται σε ευάλωτη θέση. Συνδεδεμένης εν τέλει με μιαν οικονομία και με το κοινωνικό μέσα σε αυτήν, σε οπιστοδρόμηση. Στην πραγματικότητα, μια τάση της νομολογίας υπάρχει προς αυτήν την κατεύθυνση και θα προσπαθήσω να τη σκιαγγραφίσω. Τούτη τη σκιαγγράφηση θα επιτρέψει στα συμπεράσματα να ξαναπιάσω τον ύμα εκεί όπου αφέθηκε με το υπερνηκτικό ερώτημα του τίδλου της εισήγησής μου. Όσον αφορά, λοιπόν, το επιτρεπτό της σύνδεσης της έμμεσης διάκρισης με τις κοινωνικονομικές ανισότητες, τούτο καταρχάς ευνοείται από την νομολογία του Δικαστήριου, που αφορά στην ερμηνεία και την εφαρμογή του κοινωνικού δικαίου, το οποίο έχει διαμορφωθεί στους κόλπους της ευρωπαϊκής ενωποίησης. Δικαιολογημένα πιστώνεται η νομολογία αυτή, το ακούσατε και από τον κ. Κουκιάδη, με μια ανυπόκριτη συγκατάθαση με την οποία την περιβάλλει η δογματική του δικαίου της Ένωσης, ή, ρεαλιστικά, μιλώντας ένα μεγάλο μέρος αυτής, από την εντύπωση πάντως που προξενούσε στα τέλη της δεκαετίας του 80 το κατόρθωμα του Δικαστηρίου να αναδειχθεί σταδιακά σε έναν από τους κυρίως δρόντες του πολυεπίπεδου ευρωπαϊκού συστήματος διακυβέρνησης, εν πολύς χάρη στην πληθωρική δραστηριότητα που επέδειξε με την έκδοση πολυάριθμων αποφάσεων στον τομέα αυτό, έχει διανηθεί από το σημείο εκείνο σημαντική απόσταση από τη θεωρία του ευρωπαϊκού δικαίου, όταν σήμερα διαπιστώνει ότι ενώ η αποκαλούμενη ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική που ασκείται από τον ομοθέτη της Ένωσης έχει καταντήσει ένα μείγμα άμορφων και αποσπασματικών παρεμβάσεων χωρίς εσωτερική συνοχή, η κοινωνική νομολογία του δικαστηρίου δίνει στο κοινωνικό δίκιο της Ένωσης τη συνέπεια που του λείπει, επιτρέποντας τους θεσμούς της κοινωνικής προστασίας να βρουν τον δρόμο προς την κατεύθυνση της κατάκτησης μιας θέσης μέσα στον ευρωπαϊκό συνταγματισμό. Έπειτα και η βίωση, η πρόβλεψη των οδηγιών του 2000 για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής τους σωρευτικά στα δύο είδη διακρίσεων, στην άμεση και την έμεση, δεν αποκαθάρει αυτά τα ίδιο είδη από μία μεταξύ τους αντίθεση. Ενώ η απαγόρευση της άμεσης διάκρισης εγγυάται την τυπική ή νομική ισότητα, αυτή που από το 2009 ο Χάρτης Θεμελιωδό Δικαιωμάτων με το άρθρο 20 αναγγέλει ως ισότητα όλων των ανθρώπων ενώπιον του νόμου, η απαγόρευση της έμεσης διάκρισης εγγυάται την ισότητα που συνήθως εκφέρεται ως πραγματική. Αυτή η δεύτερη μορφή διάκρισης, γράφει ο Πιέρ Ροζανβαλών, πάντοτε λειτουργεί αρνητικά, ποτέ θετικά. Η απέτηση για πολιτική ισότητα ικανοποιείται με τον καθορισμό μιας νόρμας ίδιας για όλους. Η ισότητα έχει στόχο να καταργήσει ρυζικά τις διαφορές σε ό,τι αφορά την ιδιότητα του πολίτη. Η απέτηση όμως για οικονομική και κοινωνική ισότητα εκδηλώνεται με διαφορετική μορφή. Εκφράζει μια βούληση μίωσης των ανισοτήτων. Τα δύο διαβήματα συνεχίζει, δεν είναι συμμετρικά. Στην πρώτη περίπτωση παράγεται μια ισότητα ταυτότητας. Στη δεύτερη περίπτωση κατακτάται η μίωση των ανισοτήτων χωρίς να καθοριστεί ένας ταυτωτικού περιεχομένου στόχος. Αν μεταφερθούμε τώρα στην ομολογία του Δικαστηρίου που διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 90, στην περιοχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, διαπιστώνουμε ότι από τη στιγμή που, πέραν της άμεσης διάκρισης ως μοναδικής μορφής διάκρισης αντιληπτής από το κοινοτικό δίκιο, άρχισε να θεωρείτε ότι μπορούν να αποτελούν εμπόδια στην ελευθερία της εγκατάστασης μέτρα αδιακρίτως εφαρμοζόμενα, είναι όμως δυνάμενα να οδηγήσουν σε διακρίσεις. Τα εμπόδια, επί των οποίων στρέφει την προσοχή του το Δικαστήριο, για να εξετάσει αν συνάδουν με την αρχή της μηδιάκρισης, είναι δινητικά άπειρα. Όπως τόνισε ο Γενικός Ισαγγελέας Τζέικοπς στις προτάσεις του στην υπόθεση Κωνσταντινίδης του 1992, ο κοινοτικός υπήκοος, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος ως μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος, δεν έχει μόνο το δικαίωμα να ασχολείται μόνο με την επιχείρηση του επαγγελμάτου και να απολαμβάνει τις ίδιες συνθήκες ζωής και εργασίας με τους υπηκόους του κράτους υποδοχής. Δικαιούται επιπλέον να θεωρεί ως δεδομένο ότι, οπουδήποτε κι αν πάει για να κερδίσει τα προστοζήν εντός της κοινότητας, θα αντιμετωπιστεί σύμφωνα με ένα κοινό κώδικα θεμελιωδών αξιών. Προχωρήτου αυτό, πιστεύω ότι αστιάζεται η δυσκολία την οποία αντιμετωπίζει η υπόσχεση της πραγματικής ισότητας ως χαρακτηριστικό του κλασικού ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας. Παρέχει και αγγεάται στον καθένα όχι μόνο την τυπική ισότητα ενώπιον του νόμου, αλλά και την οικονομική και κοινωνική, υπό την έννοια ότι νομικές νόρμες οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη την ανισότητα που υπάρχει εν της πράγμασης ανάμεσα στα άτομα, η οποία συνεπάγεται ότι απέναντι σε μια κοινή ιουβέτερη νόρμα ορισμένα άτομα θα στέκονται μειονεκτικά, ενώ άλλα θα πλαιονεκτούν, θα ευνοούνται. Από την κατάστρωση αυτή προκύπτει ο αέναος χαρακτήρας της εργασίας πάνω στην ισότητα, αφού κατά τρόπο περιόριστο το μεμπεδίο των ανισοτήτων είναι δυνατό να διευρύνεται, οδέν όμως, υπό τον τίτλο της επίτευξης οικονομικής και κοινωνικής ισότητας, να καλείται να αντισταθμίσει τις όποιες απώλειες. Επομένως το σετί της πραγματικής ισότητας, όταν συνδέεται με την απαγόρευση της έμεσης διάκρισης, δεν προσδιορίζεται ποτέ εκ των πρωταίρων, αλλά αντίθετα επιβέχεται ένα διαρκή επαναπροσδιορισμό σε συνάρτηση με την έκταση και την ποιότητα που είναι κανείς διαδεθημένος να του δώσει. Σταματώ τη φιλοσοφία και έρχομαι να απαντήσω στο κυρίως ερώτημά μου, που ξεκινά από ένα κύριο χαρακτηριστικό της αρχής της ισότητας και κυρίως της δίκης, με αντικείμενο τη νύση μεταχείριση και τη μη διάκριση, την εξατομίκευση των καταστάσεων και σε προέκταση αυτής το θυματοκεντρικό της χαρακτήρα. Θεωρώ ότι με μία νομολογία, στη βάση της οποίας βρίσκονται δύο αποφάσεις του 2008 του Δικαστηρίου, η Κόλμαν και η φύρμα Φέριν, το Δικαστήριο τύνει να υπερακοντήσει όλη την κατασκευή, αυτή την κατασκευή, την τόσο υγεία για το Ευρωπαϊκό και Εθνικό Δίκιο των Αθροπίνων Δικαιωμάτων, όχι για κακό αλλά για καλό, για να συναντήσει και να συνδυαλλεγεί με καταστάσεις ανισότητας οι οποίες αφήνουν το αποτύπωμά τους όχι στα άτομα αλλά σε μεγάλες και διάκριτες ομάδες προσώπων. Σ' αυτό, εξάλλου, συνηγορεί η παραδοχή από το Δικαστήριο ότι η άνηση μεταχείριση που κυρώνεται δεν είναι έμμεση αλλά άμεση πλέον διάκριση που έχει διαχειφεί μέσα στο κοινωνικοικονομικό περιβάλλον. Στην υπόθεση Κόλμαν, η κυρία Κόλμαν απέκτησε αγιό, ο οποίος υπέφερε εξ αρχής από πολύ σοβαρή εκφυλιστική αρρώστια κι ως εκ τούτου έγινε το μόνο πρόσωπο που παρήχε στο παιδί της τις απαραίτητες φροντίδες. Τρία χρόνια μετά, η κυρία Κόλμαν αποχώρησε υγιωθελώς από την εργασία της στο πλαίσιο μίωσης του προσωπικού της επιχείρησης για οικονομικούς λόγους. Στο δεαρμόδιο βρετανικό δικαστήριο που προσέφυγε υποστήριξε ότι υπέστη έμμεση απόλυση και λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από άλλους υπαλλήλους, αντίθετη προς την οδηγία 78 του 2000. Λόγω του ότι φέρει το κύριο βάρος τέκνου με ειδικές ανάγκες και ότι η μεταχείριση από τον πρώην εργοδότη της την ανάγκασε να σταματήσει να εργάζεται γι' αυτόν. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι, μολονότι το πρόσωπο που αποτέλεσε από το αντικείμενο της άμεσης δυσμενούς διάκρισης λόγω ειδικών ανάγκων δεν είναι άτομο με ειδικές ανάγκες, παρ' όλα αυτά οι ειδικές ανάγκες είναι ο λόγος της λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης της κυρίας Κόλμαν. Καθώς αυτή αποδείκνει ότι υφίσταται άμεση δυσμενή διάκριση λόγω ειδικών ανάγκων, μια ερμηνεία της οδηγίας 78 του 2000, περιορίζουσα την εφαρμογή της μόνο σε πρόσωπα που είναι άτομα με ειδικές ανάγκες, μπορεί να στερήσει από την πράξη, λέει το δικαστήριο, ένα σημαντικό μέρος της αποτελεσματικότητάς της και να μειώσει την προστασία που θεωρείται αυτή ότι προσφέρει. Το δικαστήριο άνοιξε έτσι τον δρόμο για μια προωθημένη θεώρηση της έννοιας των διακρίσεων. Πρώτον, και από τυπολογική άποψη, με την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, ώστε να προστατευθεί άτομο που δεν ανήκει το ίδιο σε, αλλά απλώς σχετίζεται με μια ομάδα προσώπων, η οποία είναι δεκτική διακρίσεων. Και δεύτερον, με τη σύνδεση που εγκαθίδρισε ανάμεσα στο σκοπό της οδηγίας, την υλοποίηση από το πρόσωπο της αυτονομίας του στο χώρο της εργασίας και σε μια ουσιαστική θέαση που αρνείται την εξάντληση του προστατευτικού πεδίου στην αποτροπή της θυματοποίησης. Στην απόφαση ΦΕΡΙΝ, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι ένας εργοδότης δηλώνει δημόσια ότι δεν θα προσλαμβάνει μισθοτούς με ορισμένη εθνική φιλοτική καταγωγή, άραβες εν προκειμένου, είναι πρόδυλα ικανό να αποτρέψει σοβαρά ορισμένους υποψήφιους από την υποβολή της υποψηφιότητάς τους, άλλους, τρίτους, και επομένως να εμποδίσει την πρόσβασή του στην αγορά εργασίας. Ως εκ τούτου, στοιχειοθετείται άμεση δυσμενής διάκριση κατά την πρόσληψη υπό την έννοια της οδηγίας 43 του 2000. Η ύπαρξη άμεσης, λέει το Δικαστήριο, δυσμενούς διάκρισης, συμπερένει το Δικαστήριο, δεν προϋποθέτει ότι οφείλει να εντοπίζεται συγκεκριμένο πρόσωπο που να ισχυρίζεται ότι υπέστηται τέτοια διάκριση. Ο Γενικός Αγγελέας Πογιάρες Μαδούρο τόνισε στις προτάσεις του ότι μία ερμηνεία της οδηγίας που θα περιόριζε το πεδίο εφαρμογής της σε περιπτώσεις προσώπων που ήδη έχουν υποβάλει αίτηση για συγκεκριμένη θέση εργασίας θα διακύβευε την αποτελεσματικότητα της αρχής της ίδης μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης. Πράγματι, σε κάθε διαδικασία προσλήψεων, η μεγαλύτερη επιλογή πραγματοποιείται εκείνων που υποβάλουν αίτηση και εκείνων που δεν υποβάλουν. Δεν μπορούμε να περιμένουμε εύλογα ότι κάποιος θα υποβάλει αίτηση για θέση εργασίας όταν ξέρει εκ προημείου ότι λόγω της φιλετικής του καταγωγής δεν έχει πιθανότητα να προσληφθεί. Συνεπώς, η δημόσια δήλωση ενός εργοδότη ότι άτομα ορισμένης φιλετικής καταγωγής δεν πρέπει να υποβάλουν αίτηση δεν είναι υποθετική. Λέει ο Γενικός Αισαγγελέας, αναγνοηθεί η δήλωση αυτή ως πράξη συνειστοσανδισμενή διάκριση, ισοδυναμή, με παραγνώριση του ότι τέτοιες δηλώσεις έχουν ταπεινωτική και αποθαρρυτική επίπτωση σε άτομα της καταγωγής αυτής τα οποία επιθυμούν να μετάσχουν στην αγορά εργασίας και ιδίως σε αυτούς που θα ενδιαφέροντα να εργαστούν για τον ελόγο εργοδότη. Και ο Γενικός Αισαγγελέας κατέληγε. Δηλώνοντας δημόσια την πρόθεσή του να μην προσλαμβάνει άτομα ορισμένης φυλατικής καταγωγής, ο εργοδότης στην πραγματικότητα δεν μιλάει απλώς για δυσμενή διάκριση, προβαίνει σε δυσμενή διάκριση. Δεν προφέρει απλώς λέξεις, προβαίνει σε λόγο διάκρισης. Η απόφαση Κόλμαν, ιδίως η απόφαση Φίρμα Φέριν, νομολογώντας ότι δυσμενής και νομικά απόδοκιμαστία διάκριση μπορεί να υπάρχει χωρίς να ταυτοποιείται το θύμα της, άσκησαν πολλαπλασιαστικά, μεγάλη και ωφέλιμη για την καταπολέμηση των διακρίσεων επίδρασης στις ένομες τάξεις των κρατών μελών. Από το 2008 μέχρι τον Οκτώβριο του 2013, σύμφωνα με πόρισμα του οργανισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Βιέννης, ήταν πολλά τα κράτη-μέλη που τροποποίησαν τις νομοθεσίες με τις οποίες είχαν εισαγάγει στις οικείες ένομες τάξεις τις δυο οδηγίες, κατά τρόπο ώστε η πρόνοια των δυο οδηγιών να διασφαλίζεται ότι οι κυβερνητικές οργανώσεις της Συνδικάτα μπορούν να κοινούν είτε εξ ονόματος θύματος διάκρισης είτε προς υπεράσπιση του και με την έγκρισή του κάθε δικαστική διαδικασία για την πραγμάτωση των υποχρεώσεων έκτων οδηγιών, να μπορεί να υλοποιείται και χωρίς την έγκριση του θύματος σε τέσσερις δε περιπτώσεις χωρών, χωρίς καν να κατονομάζουν ή να εκπροσωπούν οι οργανώσεις ή τα συνδικάτα το θύμα. Είναι οι τροποποιητικές νομοθεσίες στη Βουλγαρία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας, στη Σλοβακία και την Ιταλία. Στην Ελλάδα ο 3304 του 2005, που εισήγαγε στην ένομη τάξη μας τις δυο οδηγίες, βρίσκεται εντελώς στον αντίποδο αυτής της κατεύθυσης, το άρθρο 13 του νόμου, παράγραφος 3, απαιτεί προκειμένου για μήκιο ή συνδικάτων να μπορεί να κινήσει η δικαστική διαδικασία προς υπεράσπιση θύματος διάκρισης, απαιτεί την προηγούμενη συνένεση του θύματος της διάκρισης με συμπολαιογραφικό έγγραφο. Ή ιδιωτικό έγγραφο που θα φέρει θεώρηση του γνησιού της υπογραφής. Μετριοπαθώς η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τόσο το 2008, αμέσως μετά την απόφαση του Δικαστηρίου Φίρμα Φέριν όσο και το 2010, είχε με εκθέσεις της επισημάνει ότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί ανασχετικό παράγοντα για την εφαρμογή της πρόνοιας των δύο οδηγιών, τονίζοντας ότι οι οδηγίες απαιτούν έγκριση του θύματος που μπορεί να δοθεί εκ των υστέρων και όχι συνένεσή του που πρέπει να δοθεί εκ των προτέρων. Στην έκθεση της του 2010 πάντα μετριοπαθώς το Συμβουλευτικό Όργανο της Πολιτείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είχε μάλιστα προτείνει να τροποποιηθεί ο 3304 στο ζήτημα αυτό με την εισαγωγή διάταξης που να θεσμοθετεί παραπέμπον αυτοτελές δικαίωμα των οργανώσεων να ασκούν υπέρ των ατόμων που φύγονται από διακρίσεις τα δικαιώματά τους που απορρέουν από τον νόμο εκτός εάν τα θυγόμεν άτομα έχουν ρητός εκδηλώσει την αντίθεσή τους γι' αυτό. Συμπερασματικά με την βασική νομολογία του Δικαστηρίου που μόλις σας εξέθεσα το δικαίωμα στην ίση Μεταχείριση στη Μη Διάκριση που διασφαλίζεται από τις δύο οδηγίες του 2000 μετασχηματίζεται. Ιδίως ως αποτέλεσμα της απόφασης Φίρμα Φέριν και σε διαφορετική κλίμακα ως αποτέλεσμα της απόφασης Κόλμαν το αμυγός ατομικό δικαίωμα ούτε μετατρέπεται σε συλλογικό ούτε απονέμεται σε άλλα άτομα πλήν του θύματος της διάκρισης αλλά οριοθετείται η άσκησή του προς το σκοπό της προστασίας εβραίων ομάδων προσώπων, το θυγόμενο από διακρίσεις. Είπα αυτή την έννοια μεταμορφώνεται, όπως το εικάζει η θεωρία του δικαίου, σε δικαίωμα ομάδας, σε δρουάντε γκρουπ. Όπως όμως εισαγωγικά διευκρίνησα πρόκειται για μια τάση της νομολογίας την οποία προσπάθησα να σχεαγραφίσω. Σίγουρα η απόφαση Φίρμα Φέριν επιβεβαιώνεται με την απόφαση του δικαστηρίου στην υπόθεση accept της 25 Απριλίου του 2013 Προδικαστική Παραπομπή Ρουμανικού Δικαστηρίου. Μόνον εκ της συμπτώσεως των ιδιοριθμιών συγκεκριμένων ενόμων τάξεων, αντίστοιχα της Ιταλικής και της Γερμανικής, δεν επιβεβαιώθηκε η νομολογία Φίρμα Φέριν, πιστεύω, από τις αποφάσεις του δικαστηρίου στις υποθέσεις Καμπεράη κατά κοινότητας του Μπολζάνο της 24 Απριλίου του 2012 Παραπομπή Ιταλικού Δικαστηρίου και Γκαλίνα Μέιστερ της 12 Ιανουαρίου του 2012 Παραπομπή Γερμανικού Δικαστηρίου. Από την άλλη μεριά Εβίκο Ονούς έτειναν προς την κατέυση των αποφάσεων Φίρμα Φέριν και Κόλμαν με μονομένοι δικαστές του δικαστήριου. Οι Γενικής Αγγελής με τις προτάσεις τους, η Τζουλιαν Κοκότ στην υπόθεση Μπέλλοβ, προτάσεις του Σεπτευρίου του 2012 Παραπομπή από Βουλγαρικό Δικαστήριο και Πέδρο Κρούς Βηλαλών στην υπόθεση Ασοσιασιών των Μεντιασιών Σοσιαλ, προτάσεις του 2013 Παραπομπή Γερμανικού Δικαστηρίου, χωρίς ωστόσο να εισαγχωστούν οι δυο δικαστές, οι δυο εισαγγελείς από τη σύνθεση που δίκασε. Δεν υπάρχει υπάρα μικρή ευχαία φυσικά για μία αποσπασματική ούτε καν μνία τους αυτών των αποφάσεων, οι προτάσεων, όλες αυτές έχουν κάτι να προσθέσουν στη σκιαγράφηση της τάσης που έκανα. Πιστεύω ότι με δεδομένη την αρνητική έως και υποβιβαστική της ανθρώπινης αξιοπρέπειας οικονομική και κοινωνική συγκυρία που βιώνεται κατά τα τελευταία χρόνια, ίσως να μην αργήσει να δοθεί μια αφορμή στο Δικαστήριο, ώστε την τάση αυτή να την ισχυροποιήσει, συμπεριλαμβάνοντας σε ενδεχόμενη απάντησή του στο σετί της ισότητας ομάδας προσώπων που όχι αποτελεί ως δική τους επιλογή βρίσκονται στη μέγκαινη, όχι μόνο της πολιτισμικής αλλά και της οικονομικής και κοινωνικής τους ιδιαιτερότητας. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας. |