: Παραδόθηκε από το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχου στο Ελληνικό Δημόσιο στις 23 Ιουρουαρίου, φέτος. Τούτη στιγμή, το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχου στις 20 Ιουρουαρίου, παραδόθηκε από το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχου στο Ελληνικό Δημόσιο στις 20 Ιουρουαρίου, φέτος. Παραδόθηκε από το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχου στο Ελληνικό Δημόσιο στις 20 Ιουρουαρίου, φέτος. Παραδόθηκε από το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχου στο Ελληνικό Δημόσιο στις 20 Ιουρουαρίου, φέτος. Παραδόθηκε από το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχου στο Ελληνικό Δημόσιο στις 20 Ιουρουαρίου, φέτος. Τούτη στιγμή, εκείνο που έχει την κρισιμότηλη σημασία για όλους μας, για όλη την ελληνική κοινωνία, είναι ένα διασκεδαστή έργο ή γενικευμένη εντύπωση, σχεδόν πεποίθηση, που συγκινάει σήμερα εδώ και η οποία συντάστηται στο Φεστιβάλ Νόστος του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, είναι οι πρώτες μετά την παράδοση του έργου και έχουμε ως εκ τούτου μια ξεχωριστή σημασία. Η κύρια αποστολή Τεχνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος είναι να θυσαυρίζει, να συντηρεί, να διαφυλάτει και να προσφέρει στους αναγνώστες και στους ερευνητές, τους τορινούς και τους μελλοντικούς, όσο γυρίζει ο τροφός του κόσμου τα κάθε είδους δημιουργήματα λόγου του ελληνισμού. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος φιλοδοξεί, όπως άλλωστε αποτυπώνονται και στο νέο νόμο που ρυθμίζει την λειτουργία της, να γίνει η απροσπέραστη Βιβλιοθήκη στον κόσμο όσον αφορά τον ελληνικό πολιτισμό στη διαφορμία του και την πρόσληψη αυτού του πολιτισμού από τις άλλες κουλτούρες. Όλοι ξέρουμε, έχουμε γευτεί ή υποστεί, ότι οι συλλογές της Εθνική Βιβλιοθήκης παρουσιάζουν αυτή τη στιγμή βασικές και συχνά ασύγνωστες ελλείψεις. Το τελεότητα, επομένως, αποτελεί η συμπλήρωση και ο εμπλουτισμός των συλλογών μας. Υπάρχει κακά πνοή και κυριολεκτικά χωρίς τέλος. Στο κέντρο πολιτισμού ίδρυμα Σταυροσνιάκους η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας δεν είναι μόνη της. Συνυπάρχει και συνεργάζεται με άλλους φορείς, την Εθνική Λιδική Σκηνή και το Πάρκο. Σήμερα, μάλιστα, υπάρχει στο ευρύ κοινό σύγχυση σχετικά με την ονοματολογία των φορέων. Λέει ο κόσμος ίδρυμα Σταυροσνιάκους, ενώ μπορεί να πρόκειται για το κέντρο πολιτισμού ίδρυμα Σταυροσνιάκους. Λέει κέντρο πολιτισμού ίδρυμα Σταυροσνιάκους, ενώ μπορεί να πρόκειται για την Εθνική Βιβλιοθήκη και το κατεξής. Είμαι βέβαιος ότι με την πάροδο του χρόνου, όσο θα διευκρινίζεται ο ρόλος του καθενός και οι μεταξύ μας σχέσεις, τα περθέματα αυτά θα πάψουν. Η συνήπα της πάντως εδώ τριών διακριτών φορέων, διακριτών τόσο από την άποψη της ισογνωμίας τους και της αποστολής τους, όσο και θεσμικά, πιστεύουμε ότι είναι συμπληρωματικοί και μπορεί να αποβεί οφέλη για όλους. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος έχει πλέον τρία κτίρια για να εκπληρώσει καλύτερα και αποτελεσματικότερα την αποστολή της. Αυτό είναι το κτίριο, το οποίο οφείλουμε στην Γενεόδο Λιχογυγεία του ιδέηματος Τάβος Νιάκος, όπου θα μεταφερθεί ο κύριος όγκος των τεκνηρίων της, το ιστορικό βαλιάνιο της Οδού Πανακυστημίου και το κτίριο του Βατανικού. Σκοπέ είναι λοιπόν να διοργανώνει ή να φιλοξενεί διαλέξεις, ημερίδες, σεμινάρια, συνέδρια για διάφορα ζητήματα της λογοτεχνίας, της σκέψης και της επιστήμης, χωρίς –επιτρέψω να το τονίσω αυτό- το άμπρος των μεγάλων αριθμών. Γενικά, για την Εθνική Βιβλεοθήκη της Ελλάδος δεν έχει σημασία πόσοι την επισκέπτονται, αλλά τι κάνουν αυτοί που την επισκέπτονται και τι μένει μετά από όλες αυτές τις επισκέψεις. Τι μένει στη ψυχή και στο μυαλό τους και τι μένει επίσης για εμάς τους άλλους ως έργο, ως καρπός. Σε όλες τις φετινές εκδηλώσεις, εκτός ίσως από μία, προβλέπονται και αναγνώσεις σκημένων. Το κάνουμε και για την τέρφιση της ακρόασης, αλλά και για ένα συμβολικό λόγο. Η ΕΒΕ απευθύνεται σε αναγνώστες. Υπάρχει χάρη των αναγνωστών και θέλει να δημιουργεί νέους αναγνώστες. Επανέλαβα τρεις φορές τη λέξη αναγνώστης, για να ντονίσω ότι η ΕΒΕ δεν απευθύνεται σε χρήστες, όπως απερίσκεπτα έχει επικρατήσει να λέγεται, αλλά σε ανθρώπους που θέλουν να διαβάζουν, που αναγνωρίζουν το βιβλίο, όποια υλική μορφή κι αν έχει ως πατρίδα του πνευμάτος. Η διαφορά ανάμεσα στον χρήστη και στον αναγνώστη είναι τεράστια και είναι πνευματικής ταξίως. Οι εκδηλώσεις της ΕΒΕ αυτής της εβδομάδας χρηματοδοτήθηκαν από το Ίδρυμα Σταυροσνιάκος, από έναν ευγενικό φίλο που επιθυμεί να διατηρήσει την αναλυμία του και βεβαίως από τον προϋπολογισμό της Εθνικής Βιβλιοτήκης της Ελλάδος. Ευχαριστούμε θερμά τους χορηγούς, όσο το Ίδρυμα, όσο και τον ανώνυμο φίλο. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω στο σημείο αυτό όσους βοήθησαν για τη διοργάνωση αυτή. Στεφανία Ψηδιά, τον Δημήτ Παπάζολου, μα εντελώς ξεχωριστά την κυρία Μίλη Πασχάλη από το Ίδρυμα Σταυροσνιάκος και την κυρία Εύη Στεφανή από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Ευχαριστώ πολύ. Και τώρα θα αλλάξω ρόλο και θα καθίσω εκεί για να συντονίσω την πρώτη εκδήλωση, που φυσικό το λόγο είναι και το κομματικό τραγούδι. Το ρώτημά μας είναι «Τι σημαίνει για μας σήμερα το δημοτικό τραγούδι». Στο δημοτικό τραγούδι, όταν μιλάμε για το κομματικό τραγούδι, όταν μιλάμε για το κομματικό τραγούδι, το δημοτικό τραγούδι. Στο ερώτημα αυτό, θεωρημανικά απλό αλλά δυο ώρες δραγματικότητα, έχουν κλειθεί να απαντήσουν οι εγκυρότεροι μελετητές στον τόπο μας, του δημοτικού τραγουδιού, ότι είναι οι εγκυρότεροι που μαρτυρούν τα έργα τους. Ο Γρηγόρης Φάκης, πρώτος από δεξιά από τα μιλήσεις και πρώτος, σχετικός φιλόλογος, εκδίδει το 1888 το βιβλίο για μια ποιητική του δημοτικού τραγουδιού. Βιβλίο κεντρικό στα πρόσφατα χρόνια για τη μελέτη του τραγουδιού. Εκτός από το βιβλίο του για τον Μπέλα Μπάρτοκ και το δημοτικό τραγουδί του 1797, όλα αυτά είναι από τις εκδόσεις Τέκτς, Παραμύρικας και εκδόσεις Κρήτης, στο πρόσφατο βιβλίο του, «Ζυτήματα ποιητικής φιλολογίας και λογοτεχνίας», την προφόρηση του 2016, πέρα από τις εκδόσεις Κύκλ, όλα τα κείμενα του βιβλίου, κατεμέ, αλλά εντελώς άμεσα και άλλα περισσότερο έμεσα, αφορούν και το δημοτικό τραγουδί. Δίπλα του ο Αλέξη Πολίτης, ο οποίος μετά την περίφημη εκείνη έδωση των κλέφτηκων, το 1973, στη σειρά της Νέας Ελληνικής Βιβλιοθήκης των εκδόσειων Περμής, η οποία σ' όσους ήμασταν νέοι τότε, μας άνοιξε τα μάτια και την όρεξη για το δημοτικό τραγούδι, έχει έκτοτε γράψει πάρα πολλά, όπως η αναζήτηση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, 1984, επιμελήθηκε την έκδοση των δημοτικών τραγουδιών του Φοριγγέλ, σε δύο τόμους, και πρόσφατα συγκέντρωσε είκοσι σχεδόν μελέτες υπό τον τίτλο «Το Δημοτικό Τραγούδι» 2010, από τις εκδόσεις των παιχνιστών, επίσης εκδόσεις της Κρήτης και αυτές. Ο Παντελής Μπουκάλας, δίπλα μου, έχει στενή και αισθηματική σχέση με το δημοτικό τραγούδι, και διώθεν και μάλιστα στην τρισυπόστατη διάστασή του, δηλαδή ως λόγο, ως μέλος και ως χορό, και διώθεν και ως τώρα. Αυτή η σχέση έχει αποτυπωθεί σε πολλά κείμενα και τώρα, τελευταία, σε μια ενεξελίξη, δοκιμιακή εποποιεία, υπό τον τίτλο «Πιάνο γραφή να γράψω δοκίνα για το δημοτικό τραγούδι», ο πρώτος τόμος της οποίας, 600 σελίδες, κυκλοφόρεσε πρόσφατα το 2016 από την Άγγα, με τον τίτλο «Όταν το ρήμα γίνεται όνομα» ή «Αγαπώ και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών». Έχουμε πολλούς λόγους, λοιπόν, να είμαστε χαρούμενοι απόψε για αυτή την εκδήλωση και χωρίς άλλη καθυστέρηση δίνω τον λόγο στον καθηγητή Κύριο Συφάκη. Στο ισαγωγικό συμβείμω για την απόψενή εκδήλωση και της Άης, διαβάζουμε στο τέλος, το δημοτικό τραγούδι έχει ακόμα να πει. Αρχίζει να προσπαθήσουμε να τα ακούσουμε, περίπου όπως ο Σολομός και όσοι διδάχτηκαν από τον τρόπο του. Όταν προσκύριαχαν να λάβω μέλος στην απόψενή εκδήλωση, σκέφτηκα ότι αυτό το οποίο δεν ξέρουμε και δεν έχουμε ακούσει ήταν η μουσική του δημοτικού τραγουδίου. Για τη δημοτική μουσική δεν έχουμε αρκετή γνώση ή αρκετή άμεση εμπειρία όπως έχουμε για το στίχο. Και αποφάσισα να κάνω μια παρουσίαση για το τι δεν ξέρουμε για τη δημοτική μουσική, ενώ υπάρχει και υπήρχε ανέκαθαρα από τότε που δεν ξέρουμε τι το τραγούδι. Αρχίσω λοιπόν τη παρουσίαση μου με κάσλαιτς, τα οποία θα σας διαβάσω κιόλας. Η ενδιάσπαστη ενότητα των στίχων μουσικής χορούς του δημοτικού τραγούδι, όμως είναι τραγούδι και όχι πίηση, η ενότητα αυτή των διαφορετικών τεχνών αυτών, στο παθμό που δεν φίσταται καν ή τουλάχιστον δεν κοινολεκτείται ως έννοια ή όρος η δημοτική πίηση, οφείλεται στο ότι οι παραπάνω τέχνες δεν είναι προσωπικές αλλά παραδοσιακές και ανώνυμες, ώστε να μην δημιουργήσαν τα τραγούδια κάποιοι πληχισμένοι τεχνίτες του έμετρου λόγου, τραγουδιστές ή οργανοπέκτες. Τα ονόματά τους, ωστόσο, έχουν χρημονηθεί, καθώς τα τραγούδια αναμεταδίδονταν προς τόμα σε τόμα επί αιώνες, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι μηρήκε από τους αρχικούς δημιουργούς ή αναμεταδότες τους ή ξαναγραφόν. Πραγματικό μας σημαίνει ότι συνέγραφαν ή κατέγραφαν τα τραγούδια τους. Το είδος της σχέσης μεταξύ των τριών τεχνών δεν είναι σχέση ενός τραγουδιού, ενός των στίχων, ενός τραγουδιού με μια μελωδία ή χορό, αλλά μιας κατηγορίας τραγουδιών ως τυχουργημάτων με μια άλλη κατηγορία, μουσική ή χορευτική. Τα «Χλέφτηκα» τραγουδιούνται με μελωδία σε δεύτερο ρυθμό, που μπορεί να διαφέρουν από τόπο σε τόπο, αν και δεν χορεύονται, δεν ανήχει δηλαδή ο δεσμός δεν πάει ως το χορό. Οι χοροί μπορεί να χορεύονται με χαρακτηριστικές μελωδίες, παραδείγμαν τους χάρης «σιρτός», «χανιώτικος», «πρώτος», αλλά υπάρχει και «δεύτερος» και «τρίτος». Ο λόγος της κατηγοριοποίησης αυτής είναι ότι οι στίχοι και οι μελωδίες δεν αποτελούνται από λέξεις και μουσικούς φθόγγους, αλλά από λεκτικές και μουσικές φράσεις, αντίστοιχα, που προϋπάρχουν ήτος λογότυποι στις συγκεκριμένες στίχοι, δηλαδή αν έρχονται και πάντα πάντα, ήτος μετρικά χνάρια, τα οποία επιτρέπουν μυτροαλλαγές σε ονόματα, τόπους και άλλες δέξεις αφενός και επίσης μελωδικά μελίσματα αφεταίρου από την πλειότητα οργανοπεκτόματος. Επειδή η λέξη χνάρι και τη σημανική χνάλια δεν είναι αυτονόητο κάτι, θα σας πω ένα παράδειγμα, παράδειγμα, τους χάρη, αν καταλάβετε τι εννοώ. Ένα στίχο, παράδειγμα, τους χάρη, η μάνα του τον εθωρεί από το παραθύρι, έχει το ίδιο χνάρι με το στίχο. Σαρακινός τη βίγλυζε από ψηλή ραχούλα. Έχουμε δηλαδή κάποιον που παρατείρει κάποιον άλλο από ένα ύψωμα. Το χνάρι μάνα λόγια δεν επιβάλλει το νόημα, απλώς δανείζεται τις δομές πάνω στις οποίες χτίζεται εν συνεχεία το τραγούδι. Οι διαφορές των παραδοσιακών τεχνών από τις προσωπικές είναι οι ακόλουθες. Στην αριστερή στιγμή είναι οι παραδοσιακές. Διαχρονική συλλογική δημιουργία, αντιστοιχής σε επώνυμη προσωπική δημιουργία. Ρογοτυπικός και τυπικός τρόπος σύνθεσης, αυτό δεν ισχύει καθόλου, δεν υπάρχει αντίστοιχο. Είναι το προσωπικό τρόπο και στην επώνυμη ποιηση. Άγνια της πρωτοτυπίας, επιδίωξη της πρωτοτυπίας σαν δύστυχα. Ελέθερη χρήση προγενέστερων μορφών, επιδίωξης, συγγνώμη, αναφορές επενδυτικές και επικριτικές σε προηγούμενες συνθέσεις άλλων. Κοινωνική λειτουργία, καθώς εκφράζουν οι παραδοσιακές τέχνες, τις χαρές και τις λύπες μεγαλύτερων ή μικρότερων κοινωνικών συνόλων. Περαντίες, η προσωπική ποιηση έχει μειωμένη κοινωνική λειτουργία, έχει αδιαφορία γι' αυτήν. Οι παραπάνω διαφορές δεν έχουν σχέση με την ποιότητα ή την καλλιτεχνική αξία των έργων. Ο Όμυρος Πάκης Μουτσχάρης είναι ένας, κατεξοχήν, λογοτυπικός, όσο και απαράμυλος ποιητής και τραγουδιστής. Η σημαντικότερη ριστοσύνη διαφορά μεταξύ τους είναι η μακρά διάρκεια των παραδοσιακών τεχνών. Στην περίπτωσή μας από τα Βυζαντίνα χρόνια έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Και η μικρή τους επικάλυψη με την προσωπική ποιηση. Υπάρχουν επικαλύψεις. Σε πάντα να τους χάρετε το γεωματικό τραγούδι, επικαλύπτεται σε κάποιο βαθμό περιορισμένο όπως δίπλα, με τον ερωτόχο το πάντα να τους χάρετε, αλλά η επικάλυψη δεν είναι ο κανόνας. Πώς επήλθε και γιατί επήλθε ο χωρισμός της υποτιθέμενης ενότητας και μουσικής και τι είναι αυτό που οδήγησε σε διάσπαση αυτή την ενότητα. Δεν είναι άλλο από τις πρώτες εκδόσεις των τραγουδιών. Παραδείγματος χάρη του Φορεία λέει η εκπλουσία του 1924, του Νικολάου Πολίτη του 1914, περίπου έναν ένωνα κόντρα, και οι μεν και οι άλλοι και οι δεν τονίζουν τη λέξη τραγούδια. Και όλες οι άλλες, ανάμεσά τους ή από το δικαίωμα τους σήμερα. Ο ρόλος γι' αυτό είναι ότι οι λέκτες και οι εκδότες των τραγουδιών δεν είχαν στη διάθεσή τους καταγραφές της μουσικής, μη σπανίων περιπτώσων, κι άλλωστε δεν θα μπορούσαν να τις διαβάσουν ούτε οι ίδιοι ούτε οι αναγνώστες. Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι τα τραγούδια εξακολουθούν να ανομάζονται τραγούδια και όχι ποιήματα, ίσως γιατί ο ρόλος αυτός παρεπέμπει σε μεγάλους ποιητές από την αρχή του 19ου αιώνα, Σολομός, Δόλτος, Βίρων, Γιέτε, και μάλλον όχι για να τονιστεί η σχέση τους με τη μουσική. Στην Ελλάδα έχουμε μια εντελώς χαρακτηριστική, αν θέλετε, πολύ δυσάρεστη ιστέρηση της εθνομουσικολογίας, που θα κατέγραφε τα τραγούδια εννοώ. Εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις μουσικών καταγραφών από ξανά ταξιδιώτες, μία από τις οποίες είχε την τύχη να καταλήξει στα πέντε ελληνικά τραγούδια του Μορίστρα Οελ, που εμφανίστηκαν του 1904 έως του 1906, σοβαρή μουσικολογική έρευνα αρχίζει μόλις του 1930, με την ίδιος του μουσικολογραφικού αρχαίου Κωτιμέλ Κομμερλία, την ταυτόχρονη αφήξη στην Ελλάδα του ελβετού νεοελληνιστή και μουσικού Σαμουέλ Μπομποβή, που χάρη στις έρευνες του αρχικά σαν τα δεκάνησα αργότερα στην Κρήτη, αλλά και σε ευρώπηρη την Ελλάδα, ήσα με τον θάνατό του, σε συνεργασία κατά κανόνα του μουσικού αρχείου αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους εθνομουσικολόγους της Ευρώπης. Βλέπετε τη φωτογραφία και των δύο, της Μελιέ, η οποία πέθανε το 1979, και του Μπομποβή που πέθανε το 1986, ως το τέλος της ζωής του ασχολούναν με τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, μόνο ότι ήταν μαέστρος της συμφωνικής της Γενέβης, καθηγητής στο δείο της Γενέβης διάσημων άλλων ανθρώπων, ήταν δηλαδή μουσικός με τα όλα του και καθηγητής, αλλά με τα δημοτικά τραγούδια τα ελληνικά ασχολούναν περισσότερο. Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία του Μπομποβηστή Κλητή του 1974, ανακατεμένος με τους χορικούς στο χωριό Γέργερη, που είναι ένα ορεινό χωριό στον ανώτια του Ευρώπηου, βλέπει και ακούει μια τριανδρία, ένα τρίο μουσικών με λύρα και δύο λαγούτακτον, το οποίο είναι το δεύτερο λαγούτακτο δεν φαίνεται στην φωτογραφία. Άρα, ένα δεύτερο, κεφάλαιο, δεύτερο ενότητα για την υστέρηση της εθνικής μουσικολογίας. Το διάστημα της εκατονταετίας και πλέον, μεταξύ της πρώτης έκδοσης των τραγουδιών 1724 και της εμφάνισης της εθνικής μουσικολογίας στην Ελλάδα το 1930, καλύπτεται από πολέμους, εθνικές καταστροφές, πολιτικά και ιεροδικά προβλήματα, όπως η σχέση του μικρού κράτους με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, τα κύματα σωτερικής μετανάστευσης από την ύπερα προς τις πόλεις, ζητήματα σχετικά με την παιδεία, όπως το γλωσσικό και ούτω κατεξής, όλες αυτές οι εθνικές περιπέτειες είχαν αρνητικές συνέπειες για τη γεινονική λειτουργία του εμφανικού τραγουδιού. Το Μουσικογραφικό Αρχείο ιδρύθηκε, καταρχήν, για να καταγράψει το ευρωπαϊκό λαϊκό πολιτισμό των προσφύγων που έφθανε στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή, δημιουργήθηκε, δηλαδή, σαν συνέπεια της μεγάλης μικρασιατικής καταστροφής. Και η χώρα στάθηκε τυχερή με την έλευση ενός τόσο μεγάλου μουσικολόγου, όπως από βουβή, αλλά του έργου του όπως και των όλων των άξιων στελεχών του Μουσικογραφικού Αρχείου, και που τότε και τώρα ήταν άλλης τάξης από εκείνη του μεγαλοφιού σόγγουρου στην θέτικη εθνομουσικολόγου Βέλα Μπάρτοκ. Το παράδειγμα του Βέλα Μπάρτοκ, όταν σε ενδιαφέρει σε αυτή την περίπτωση, που έλειψε από την Ελλάδα. Ο μεγάλος ούγγρος συνθέτης υπήρξε συστηματικό συλλέκτη της δημιουργικών τραγουδιών στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και κατόπτουσαν να καταγράψουν φωνογράφω και γραμμόφωνο, αλλά και να μεταγράψουν στο πεντάγω, 8.000, προσέξτε το, 8.000 ουγγρικά τραγούδια σε σχεδόν αλλά τόσα τραγουδιά των εθνών της παλαιάς Αυθροουγγαρίας, κυρίως των Σολβάκων, των Τουμάνων, αλλά και των Σλοβαίνων και άλλων λαών της Βαλκανικής, και όχι μόνο έφτασε στην Τουρκία, πήρε στη Βόρεια Αφρική κλπ. Η μελέτη της δημοτικής μουσικής τον οδήσε στη διατύπωση μιας θεωρίας για την έντεχνη μουσική, που δεν ήταν μόνο η καλύτερη δυνατή απάντηση στο γερμανικό μοντερνισμό των αρχών του 20ου αιώνα, δωδεκάφτων η σειραγεία τονική μουσική, την οποία απορρώφησανε Έλληνες συνθέτες όμως όπως ο Σκαλκώτας και ο Κωνσταντινίδης, αλλά έχει αποτέλεσε τη βάση της δημιουργίας της ομοκληρικής μουσικής σχολής σε συνεργασία με τον Ζόλταν Κόνταη, όσο και ένας προσωπικός έργου που τον κατατάσσει στην πρώτη σειρά των μεγάλων συνθετών του 20ου αιώνα. Το αντίστοιχο ελληνικό παράδειγμα θα σας παρουσιάσω με δύο Έλληνες συνθέτες της ίδιας περίοδου, τον Γιάννη Κωνσταντινίδη και τον Νίχος Σκαλκώτα. Ο Κωνσταντινίδης και ο Σκαλκώτας διδάχτηκαν μουσική στο Βερολίνο από τους ακριβώς αυτούς τους μοντέρνους μοντερνιστές της Γερμανίας, με τη δωδεκάθονα και ατονική μουσική, τον Σένμπεργ από την Αμερία, και ήδη ήταν τη χερή να ακούσουν μαθήματα από τον Κουρτ Βάιλ, ένας σπουδαίος συνθέτης, ο οποίος έγραφε ταυτόχρονα και λαϊκή μουσική, όχι ελαφά με κανέναν τρόπο, εντεχνή, αλλά τελικά τα μετέφερα όλα αυτά στην Αμερική και είναι πολύ διάσημος. Εδώ είναι το νούμερο 1 για το νούμερο 12 από τα 22 τραγούδια της Δωδεκανίσου, όπως τα κατέγραψε ο Μπομποβή για λογαλισμό του Μουσικού Λογαρφικού Αρχείου. Προς το παρόν συνεχίζω με την επόμενη κάρτα που είναι του Σκαλκώτας, και αυτός σύγχρονος με όλους αυτούς τους προηγούμενους, είναι το 36 ελληνικούς χωρούς, 36 ελληνική χωρία, ένα μεγάλο έργο του, το οποίο του το παράγειλε η Μέλκο Μελιέ, αλλά για να αξιοποιήσει φωγραφίσεις που είχαν γίνει, όχι από τον Μπομποβή, από άλλους, ήταν όμως πάρα πολύ δύσκολο να τις ακούσει, να τις καταλάβηκε τελικά από τους 36 χωρούς, μόνο δυο ή τρεις θυμίζουν τις αρχές καταγραφές του Νοσικού Λογαρφικού Αρχείου. Μια από αυτές είναι ο Συφνέικος Χωρός, για ορχίστα που θα ακούσετε αυτή τη στιγμή, ένα μικρό δείγμα. Αυτά όμως τα παραδείγματα μπορούν να προσθέσει μάλλον έναν συνθέτη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, ο οποίος κι αυτός έκανε παρόμοινες είτε αναρχιστρώσεις είτε διασκευές στο κλασικό ιδίωμα, εδώ όμως τελειώνει αυτό. Δεν έχει καμία σχέση με τα 8 χιλιάδες συμβουρικά τραγούδια, τα οποία αξιοποίησαν σε πληθωρά εργόν του Παπαϊωάννου. Θα σας πω και αυτό το κομμάτι, το οποίο ανήκει στην ανέκδοση Λογίας Ελληνικών Τραγουδιών του Νίκου Διονυσόπουλου, ο οποίος είναι εδώ παρόν και στον οποίο οφείλω πάρα πολλά για τη βοήθεια που με έδωσε να ετοιμάσω αυτές εδώ τις διεφάνειες. Ο Διονυσόπουλος είναι ο διευθυντής των μουσικών εκδόσων της Πανασυντήριας και Βιώσης Κρήτης. Και βέβαια έχει βάλει πολλά και σπουδαία CD και τούτο εδώ είναι αποτέλεσμα 20 ταξιδιών στην Αλβανία από την εποχή του αδερχότζα μέχρι το 1995. Έπαιξε με τη ζωή του δηλαδή και ίσως να έχει την αρχαία μας πει μερικά γεζακτομέρειες ο ίδιος αργότερα. Και αυτό το πολυφωνικό τραγούδι ελεύθερου ρυθμού από τη Δίβρη, χωριό της περιοχής του Θεολόγου Νοτιού στο Αναγιον 40, είναι κάτι, εγώ το θεωρώ αριστούριμο, ελπίζω να συμπονίσετε μαζί μου, το οποίο δεν υπάρχει πια και δεν μπορεί να ξανα υπάρξει. Γιατί όλος αυτός ο πλούτος της μουσικής που είχαν οι Έλληνες της Αλβανίας έχει ξαφανιστεί. Είτε επειδή οι ίδιοι πέθαναν, φύγανε εκεί, καταδιώχτηκαν, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν φορείς τους. Ακούστε ό,τι πρέπει να σας πω εις. Πρέπει να σας πω ότι τα χωριά αυτά, η Δίβρη, η ίδια και τα χωριά της περιοχής του Θεολόγου, είναι ελληνόφωνα μόνο. Δεν ξέραν Αλβανικά οι άνθρωποι αυτοί. Ο Πόπο Βιώμ, σε συγχωρείτε ο Βέλα Μπάρδοκ, ποιος κατέβηκε στα Βαλκάνια, βρήκε εκτός από την Αλβανία, βρήκε πολυφωνικά τέτοιο τύπο θεούρια και στην Κροατία και στη Βοσνία. Επομένως, εδώ η Ελλάδα παίζει το δικό της δρόμος σε μια αυρήτη περιοχή των δυτικών Βαλκανίων. Και σας είπα δυστυχώς, έχουμε χαθεί για πάντα. Εδώ θα σταματήσω, γιατί τα υπόλοιπα παραδείγματά μου είναι παραδείγματα, είτε από ζωντανούς, είτε από μόλις χαμένους μεγάλους μουσικούς και μεγάλους τραγουδιστές, τους οποίους πιθανόν δεν τους έχετε ακούσει. Οι οποίοι, όμως, αποτελούν ένα θησαυρό απέραντης έκτασης. Αυτές είναι οι φράσεις, οι λέξεις του Βέλα Μπάρδοκ, όταν έκαναν στις ιωριές τους. Και για θησαυρό απέραντης έκτασης. Και λέγει πλήθως άλλα πράγματα εντυπωσιακά, τα οποία δυστυχώς δεν έχω χρόνο. Θα δώσω το λόγο στον εξευονίμονο μου χ. Κολίτη και θα περιμένω τη σειρά μου όταν έρθει στο τέλος η σειρά για συζήτηση, μήπως μπορούμε τον καιρό να ακούσουμε κι άλλη μουσική. Σας ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Συφάκη για την εισηγησία του. Όπως είπα, βλέπουμε και αναγνώσεις τραγουδιών. Ο κ. Φιλίππομπλου στον πλειώσεις ξεραντικός θα μας διαβάζει στο ενδιάμεσο των εισηγήσεων τραγουδιών. Είναι όλα από τη διακυβολία και έχουμε πρόεδρο τη συλλογή του Πετρόπουλου. Αυτό εδώ θυκλοφορείται τα αγαπημένα αδέρφια και η άπιστη γυναίκα. Άλλο τι δε με μάρανε μες τον απάνω κόσμο σ' αντάλογο τον γλύγωρο και τάξιο το ζευγάρι και τη γυναίκα την πιστή που να τιμάει τον άντρα. Ήταν δυο αδέρφια καρδιακά και πολυαγαπημένα και ο πειρασμός εφάρθηκε για να τα ξεχωρίσει. Αγάπησε ο μικρότερος του πρώτου τη γυναίκα και μια γιορτή, μια Κυριακή και μια λαμπριάν ημέρα ευγήκε η κόρη από λουτρώ και νιώσα παργαστήρι και συνεβατηθήκανε σεξόμερο μονάχοι. Νύφη μου, κάπως αγαπώ, νύφη, κάπως σε θέλω. Τι λες καημένη αδράδερφε και μαύρη νοικοκύρη, αν μ' αγαπάς και σ' αγαπώ και θες με, σα σε θέλω, τον αδερφό σου σκότωσε, γυναίκα να με πάρεις. Και σαν τι δίκιο να του βρω για να τον σκοτώσω. Εσάς, ο Θιός, σας έδω και ναπέλια και χωράφια, σήρτε να τα μεράσετε τα μπελοχωραφά σας, από τες άκρες δώσε του και από τα παλιοπύρια. Και ο Θε βρουκλά και καρπερά στο μέρος το δικό σου και ο θάκρυ και περίτραφος στο μέρος το δικό του. Το μαύρο καταλήκεψε και στο χωράφι πάλι. Κερός ήρθε, μπρε Κωνσταντή, καιρός να χωριστούμε, έλα για να μεράσουμε τα μπελοχωραφά μας, από τες άκρες παρεσή και από τα παλιοπύρια. Και ο Θε βρουκλά και καρπερά στο μέρος το δικό μου. Γιατί, γιατί αδερφούλη μου, να πάρ' από τις άκρες, αν θέλεις, να μεράσουμε καθώς περάζουν όλοι. Πάρε απ' τις άκρες, Κωνσταντή, γιατί θα σκοτωθούμε. Χαλάλη σου, αδερφούλη μου, κι όλα δικά σου να'ναι. Παρά να ξεχωρίσουμε, πάρε και το δικό μου. Του μπήρε το παράπονο, είδε τα δικημά του, τραβιέται σε παράμερο και κάθεται και κλαίει. Το μάδρο καβαλίκευσε και στο χωριό γυρίζει. Την ύφη του ν' εφώναξε, την ύφη του φωνάζει. Νύφη, για βγάλε μου νερό, να πλύνω το σπαθί μου, από το αίμα το πολύ, το αίμα το αδερφού μου. Και αυτή απ' την πολύ της βιάκια, απ' την πολύ χαρά της, το μαστραπά φτις άρπασε, κρασίτανε γεωμάτος, της κάλανε κατέβηκε νερό για να του χύσει. Αχ τα μαλλιά την άρπαξε, λιανά λιανά την κόβει. Την έλιασε, την ξέλιασε, στο μήλο την παγενή. Άλεσε μήλο μου, άλεσε, της κούρβα στο κεφάλι. Κάμε μαλεύρι κόκκινο και την πασπάλι μαύρη, να έχουν φτιασίδει όμορφες, φτιασίδει την λοιμένο. Να έχουν κι οι γραμματικοί μελάνοι να το λένε. Τώρα ακολουθεί ένα με απιστήες ανδρών, οι απαρνημένοι. Στην παραπάνω γειτονιά, στην παραπάνω ρούγα, εκεί είναι ο γέρος ο κακός, γριά ή ξαναστραμμένη, μα έχουν κι ένα κακό σκυλί κι ένα όμορφο κοράσι. Κοράσι κρυφογκάστρωτο και κρυφογκαστρωμένο. Στο παρεθύρι κάθεται, τους μήνους λογαριάζει. Ποιο μήνα εκαστρώθηκε, ποιο μήνα θα γεννήσει. Σεπτέμβρη, οχτώμβρη, δροσερέ, Νοέμβρη και Δεκέμβρη, γενάρι γένα του παιδιού, πρώτη γιορτή του χρόνου, φλεβάρι φλεύες μ' άνοιξε στις ρόγες των της γιών μου, για να βυζάσω το παιδί, να το χορτάσω γάλα. Μάρτι μου, με τα χόρτα σου, κι Απρίλη με λουλούδια. Μάιν, όπου με μάγευσες στο νέο που αγαπούσα, όπου με φίλυε κι έλεγε ποτέ μου δε σ' αρνιούμε. Και τώρα μ' απαράτησες σαν καλαμιά στο κάπο. Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κι η καλαμιά απομένει. Βάλε φωτιά στην καλαμιά, να δεις πως θα μαυρίσει. Έτσι είναι κι η καρδούλα μου, μαύρη κι αραχνιασμένη. Θέλω να τον καταραστώ και πάλι τον λυπούμαι. Την ακριβώς της μάνας του και μοναχός δικός μου. Μα εγώ θα τον καταραστώ κι ό,τι θέλει ας γένει. Σε κυπαρίσει να ανεβεί, να μάσει τον καρπό του κι από ψηλά να κρεμιστεί και χαμηλά να πέσει. Σαν το γυαλί να ραγιστεί, σαν το κερί να λιώσει. Και απάνω στην ποδίτσα μου ψυχή να παραδώσει. Δέκα γιατροί να τον τυρούν και δέκα μαθητάδες και δεκαοχτώ γραμματικοί να γράφουν τους γεράδες. Κι εγώ διαβάτης να γενώ, να τους καλλινορήσω. Καλώς θα κάνετε γιατροί, καλώς θα πολεμάτε. Κι αν κόβουν τα νηστέρια σας, κριάτα μη λυπάστε. Και ένα τρίτο θα διαβάσουμε στην ίδια περίπου κατηγορία. Εδώ είναι της κουμπάρας που έγινε νύφη. Μάνα μου, κι από καθό μου κι έκανα το πλυμί μου, εζίχτηξε τα χείλη μου νερό του βρυσιμάτου και πήγα στη δροσοπηγή να πιώ και να γεμίσω και βρύστο τον πολύαγαπώ στα ρόδα και κοιμάτω. Στα ρόδα, στα τριαντάφυλα και στα τριανταφυλάκια. Χύνο νερό και λούγοτον, μαντήλι και σφουγκότον. Κόρη, κι εγώ ήταν μεφιλής, την Κυριακή βλογούμαι και δεν περιφανέβεσαι να μπεις κουμπάρισά μου. Μάνα, τον αγαπώ, βλογούν και τον αλαγωνιάζουν, με κράζει για κουμπάρα του, τα στέφανα να αλλάξω. Μωρί, έχεις πόδια να σταθείς και κεφαλή να κλείνεις, έχεις και γοργοδάχτυλα, τα στέφανα να αλλάξεις. Μάνα, έχω πόδια να σταθώ και κεφαλή να κλείνω, έχω και γοργοδάχτυλα, τα στέφανα να αλλάξω. Εκάθουν και στολίζουν το, που το ταχύως το βράδυ βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος, τον άμμο τον αμέτρητο βάνει μαργαριτάρι και παίρνει το στρατί στρατί και στο κουμπάρου πάει. Παπάς την είδε και σφάλε, θράκη και κανονάρχη και τα μικρά διακόπουλα πάψανε τον κύριε Λέη σου. Παπά μου, αν είσαι χριστιανός και αν είσαι βαφτισμένος, μετάλλάξε τα στέφανα, βάλε τα τσικουμπάρας. Πολύ ερωτευμένη ευθύμη. Δεν τελειώνει η πρώτη. Ο κύριος Πολίτης τώρα. Καλησπέρα σας, σειρά μου τώρα. Αντιστρέφω λίγο μένοντας στην ίδια οπτική, στην ίδια θεωρητική οπτική, τα όσα μας είπε ο Γρηγόρης του Σιφάκης και ακούσαμε. Και έχω κάνει ένα μικρό τίτλο προσεγγίζοντας τον προφορικό πολιτισμό από τους τέσσερις τύκους του ρωμαντιού μου. Αυτό και γιατί δεν μπορώ να εννοήσω τίποτε αν δεν το βάλω στο χαριτί. Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω μόνο με το μυαλό μου. Χρειάζομαι το γραπτό για να σκεφτώ ολόκληρα, ολόκληρωτικα, για τη verba volent. Τα λόγια πετάνε και χάνονται. Και στην ουσία είμαι, εγώ προσωπικά, αυτό που λένε, που λέγανε ιωνικά στα χρόνια του Πέλα Μπάρετο, και όταν άρχισε η Ανθρωπολογία να αναπτύσσεται πολύ, λαογράφος της πολυθεώνας, που δεν κάνει λαογράφος, φιλόλογος, αλλά τέλος πάντων. Και έτσι είναι. Αλλά οι τέσσερις αυτοίς τείχοι έχουν γύρω γύρω βιβλιοθήκες. Και στη μέση έχουν ένα τραπέζι, ένα γραφείο και μια χαρέκλα και έναν υπολογιστή τώρα πια. Και έναν άνθρωπο που προσπαθεί να σκεφτεί το θέμα που μελετάει. Έτσι το θέμα που θέλω να αναπτύξω μοιάζει τελείως απέξω, αλλά νομίζω ότι είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας. Είναι τα ανέκδοτα. Αυτό που λέμε ανέκδοτα, αστεία. Γιατί? Γιατί είναι το μόνο είδος προφορικής σύνθεσης που επιζη μέσα στους τέσσερις τείχους ενός δωματίου. Θα τα περιγράψω λίγο, τα ξέρετε όλοι, θα πω πράγματα πολύ γνωστά. Ποιος είναι ο συγγραφέας ενός ανέκδοτου? Αυτός που το λέει ωραία για μας. Κανείς μας δεν νοιάζεται ποιος το πρώτο έφτιαξε. Αν σας πω ένα ανέκδοτο που άκουσα χτες και που το έχετε ακούσει και άλλες φορές, θα με πείτε λογοκλόπο πότε. Αν σας πω για δικό μου, θα σας πω να σας πω ένα δικό μου ανέκδοτα, με αυτή την έννοια. Αν σας πω ένα πήμα του σε φέρει ή του αβάφει για δικό μου, αν δεν με πείτε αμέσως θα το καταλάβετε λίγο αργότερα ότι κοριδεύω. Αυτό που θα σχολιάσετε όταν σας πω έναν ανέκδοτο δεν είναι... είναι κυρίως το πώς το είπα το ανέκδοτο, το είπα με έναν τρόπο τέτοιων που να μεταδοθεί το χειομοριτού ή το κατέστρεψα. Συγγραφέας στα ανέκδοτα δεν υπάρχει. Συγγραφέας ή μάλλον δημιουργός είναι ο αναδημιουργός του, για αυτό λέω ότι είμαι στο ίδιο μήκος κλίματος με τον δημιουργό ή τον σιφάκι. Υπάρχει μονάχα ο εκτελεστής, αυτό που λένε στην επιστημονική γλώσσα, επιτέλεση ή performance και performer ο εκτελεστής. Δεύτερο στοιχείο του ανεκδότου πάντα, η στιγμή της εκτέλεσης, της εκφοράς. Αν φωνάξω έναν από το ακροατήριο εδώ και τον φέρω πάνω και του δώσω το μικρόφωνο και του πω πες μας ένα ανέκδοτο, εκτελεί αποτυχία. Αποκλείεται να θυμηθεί κανένα και να μπορέσει να πει κάποιο ανέκδοτο. Θα κολώσει που λέμε. Συγγνώμη, γιατί τέτοια. Ο ίδιος άνθρωπος το βάρει στην παρέα. Αν βρεθεί σε παρέα που αρχίσουν να λένε ανέκδοτα και τυχαίνει να είναι καλός αφηγητής, θα αρχίσει και αυτός να λέει ανέκδοτα. Και θα αρχίσει να μεταφέρεται, να ανεβαίνει θα λέγαμε από το σκληρό δίσκο στην επιφάνεια, να ανεβαίνουν τα ανέκδοτα το ένα πίσω το άλλο ή τέλος πάντων αρκετά. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με το τεαγούδι. Αν σηκώσεις έναν λαϊκό τεαγουδιστή, έναν άνθρωπο που και του είσαι εδώ και πες μου ένα τεαγούδι ή πες μου το να το καταγράψω, σοβαίνει. Για να μπορέσει να τεαγουδίσει, για να μπορέσει να φύγει το τεαγούδι, χρειάζεται η κατάλληλη στιγμή. Και αυτή η στιγμή είναι κοινωνική, αρχικά τουλάχιστον. Δηλαδή, μια φορά μπορεί να πούμε μόνοι μας, αλλά τότε θα ξαναπούμε ένα τραγούδι που ξέρουμε. Τα τραγούδια, και όχι μόνο τα δημοτικά, εμείς ποτέ δεν τραγουδάμε αν μας πούνε τραγούδα τώρα. Τραγουδάμε στην παρέα, στην κατάλληλη στιγμή. Το τραγούδισμα είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, το είπε ο Γρηγόρης, κάνοντας τη διάκριση των προσωπικών και δημοτικών τραγουδιών. Το τραγούδι, τη στιγμή που λέγεται, επιτελεί μια λειτουργία. Και αυτό δεν είναι μόνο τα μυολόγια που επιτελούν μια συγκεκριμένη λειτουργία, ή τα τραγούδια του γάμου, ή τα τραγούδια του αλέσματος που υπάρχουν κάποια λίγα για να δώσουν το ύθμο, ή της κοπυλασίας που πάλι υπάρχουν κάποια λίγα, αλλά και το τραγούδι της διασκέδασης. Η διασκέδαση στον αγροτικό, ας το πούμε έτσι, πολιτισμό είναι καθορισμένη. Δεν διασκεδάζεις όποτε να είναι, διασκεδάζεις στα πανηγύρια, διασκεδάζεις στη γιορτή του αγίου του χωριού, διασκεδάζεις την Κυριακή ή στους γάμους σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Ο χρόνος είναι ορισμένος. Το τραγούδι, λοιπόν, και το ανέκδοτο είναι μια επιτέλεση σε μια κατάλληλη στιγμή. Τρίτο θέμα. Στα χρόνια της δικατορίας, οι μεγαλύτεροι σχετικά θα το θυμούνται πάρα πολύ καλά, τα ανέκδοτα έτρεχαν. Ήταν ένα σταθερό και φυσικά ήταν πάντα προφορικά, έτσι κι αλλιώς, αλλά τέργιαζε το προφορικό. Κάποια στιγμή άκουσα ένα από αυτά που κυκλοφορούσαν, η Δέσποινα, η γνωστή Δέσποινα, ζήτησα από τον Παπαδόπουλο μια χάρη. Σε παρακαλώ, άνοιξε για μια μέρα τα σύνορα. Παπαδόπουλος, πονηρούλα, θέλεις να μείνουμε μόνοι, ε? Αμέσως βέβαια φρόντισα να το μεταδώσω αυτό, πρώτα απ' όλα, στο σπίτι μου. Πήγα και το είπα το γάτι στο σπίτι και μου λέει ο πατέρας μου, αυτό το λέγανε για τον Στάλιν. Το άλλο ανέκδοτο που κυκλοφορούσε το λέγανε για τον Μεταξά. Το τρίτο δεν ξέρω εγώ για ποιον, για τον Χίλλεο φυσικά, διάφορα ανέκδοτα. Ίσως όμως ένα άλλο να το λέγανε για τον Αφδούλ Μεζίτ, τον παλιό Σουλτάνο. Και ο πατέρας μου θυμόταν τα ανέκδοτα του Χίλλεου και του Στάλιν, αλλά όχι του Αφδούλ Μεζίτ. Και ο παππούς μου είχε πεθάνει για να μου πει αυτό το λέγανε για τον Αφδούλ Μεζίτ. Τα ανέκδοτα προσαρμόζονται και αναπαράγονται από που τα θυμόντουσαν τα ανέκδοτα του Χίλλεου. Τα θυμήθηκα και τα μετέφερα. Και άλλωστε κάποια από τα ανέκδοτα που λέγονταν για την δέσποινα του Παπαδόπουλου πέρασαν στη λίμνη του Ανδέα. Και ορισμένα μπορείτε να τα χρησιμοποιείτε εσείς αν τα θυμάστε και να τα μετατρέψετε για οποιοδήποτε νεαρή κοπέλα κρατάει τον γέρο άνδρα από τη μύτη του. Μια χαρά, μπορείτε να τα φτιάξετε και να τα μετατρέψετε. Μετά από όλα αυτά την ιστορία που είναι πολύ σύντομη φυσικά, μπορεί κανένας να πει πολύ περισσότερα πράγματα, την ιστορία των ανεκδότων. Έχει κανέναν νόημα το ερώτημα αν το τραγούδι του νεκρού αδερφού είναι ελληνικό, βουλγάρικο, σερβικό, εγκλέζικο ή οτιδήποτε άλλο. Πέρασε από τον ένα στόμα, από τον έναν πολιτισμό στον άλλον. Πρώτος, ο Θεός και η ψυχή Του. Δεύτερο το θέμα. Έχετε ακούσει ανέκδοτα από μικρά παιδιά? Σίγουρα όλοι έχετε ακούσει. Δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρετό. Τα καταστρέφουν. Το γενικό γέρο δείχνει ότι η εμπειρία είναι καθολική. Η προφορική παράδοση στηρίζεται στον αφηγητή παραμυχά ή ανεκδοτολόγο ας το πούμε έτσι και στον καλύφωνο τραγουδιστή. Ο κακόφωνος τραγουδιστής, ο κακόφωνος δεν θα τραγουδήσει ποτέ. Δεν θα τον αφήσουν να τραγουδήσει σε κοινωνία μόνος του μπορεί να τραγουδάει. Και τα φωνητικά του προσόντα καταρχήν, γι' αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον να ξέρουμε όλα όσα μας είπε ο Γιώργης Οσιφάκης, τα φωνητικά του προσόντα που θα τον ανεβάσουν, το λέω στην πίστα, δεν είναι ακριβώς έτσι αλλά θα τον θα πούνε όλοι στην κοινή παρέα ένα Γιάννη, όστα Μαρία, τραγούδα εσύ γιατί έχουμε ξανακούσει και τραγουδά σωραία, θα του δώσουν ένα θάρρος. Θα του δώσουν μια αίσθηση ότι κατέχει το πράγμα και θα τολμήσει να νεοτερήσει, θα τολμήσει να φτιάξει κάτι άλλο. Εγώ θα αποτύχαινα παταγοδός, θα αποτύχαινα και στην καρδίπη ίσια, αλλά αυτό είναι άλλο που πάει Ευαγγέλιο. Γιατί, γιατί δεν μ' αφήνανε ποτέ να τραγουδήσω, μου λέει κατσόπα, δεν μπορούμε να σ' ακούμε, είσαι παράφωνος. Σταμάτα, η καλυφωνία είναι αυτή που δίνει το δικαίωμα σε αυτόν που λέμε ποιητή, ας το πούμε έτσι, ποιητή αναδημιουργό, αναδημιουργό εγώ το ποιητής το φοβάμαι, παραπέμπει στον Κέτα και τον Σίλερ και τον δεν ξέρω ο τι σε προσωπικό ποιητή. Η καλυφωνία θα του δώσει το δικαίωμα να νεοτερήσει, αλλά προσοχή, θα νεοτερήσει είπαμε πάντα μπροστά σε κοινό και σε κοινό συγκεκριμένο που περιμένει τραγούδια, μόνο αν ο νεοτερισμός του αρέσει θα αντέξει. Αν νεοτερήσει αν επιτυχώς ή μετρίως ο νεοτερισμός του θα γραφεί, δεν θα παραμείνει και δεν θα καταγραφεί επομένως σε κάποιες από τις συλλογές που απλούχει 824 κλπ. Και κάτι που συνήθως το ξεχνάμε και ιδίως όταν εμείς οι ιστορικοί φιλόλογοι λαογάφοι ότι είμαστε προσπαθούμε να παίξουμε όπως παίζουνε οι ιστορικοί ή όπως παίζουνε κάποιοι με ποσοτικά κριτήρια, έχουμε μερικές χιλιάδες καταγραφές ελληνικών δημοτικών τραγουδιών αν τις αθούσουμε όλες. Πόσες επιτελέσεις δημοτικών τραγουδιών έγιναν, 3 εκατομμύρια ή 2 εκατομμύρια. Από αυτές, ελάχιστες, έφτασαν ως την καταγραφή. Είναι επικίνδυνο να παίζουμε με τις λίγες κατάγεκραμένες. Και χρειάζεται φυσικά έτσι. Δουλεύουμε με όσες τραγωδίες του Σοφοκλή ή του Εσχύλου έχουν σωθεί, δεν δουλεύουμε με τις υπόλοιπες. Αυτές τις χάσαμε. Ξέρουμε όμως πάντα ότι έχουμε ένα δείγμα. Και επίσης όταν προσπαθούμε να συλλάδουμε ένα φαινόμενο, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη φράση του Γιάννη Αποστολάκη που είναι ένα όνομα που δεν είναι καθόλου κακό να ακούγεται σε μια εξήλωση για το δημοτικό τραγούδι. Είναι από τους πιο σημαντικούς μελετητές, άλλο που διαφωνούμε σε πάρα πολλά πράγματα, αλλά πάρα πολύ σοβαρός και πάρα πολύ καλός βαθύς μελετητής, ο οποίος έλεγε ασχέτως με το δημοτικό τραγούδι σε άλλο του βιβλίο ότι προκειμένου να συλλάβεις ένα φαινόμενο η λύση είναι πολύ πιο χρήσιμη καμιά φορά από τη μνήμη. Πρέπει να ξεχάσεις μερικά πράγματα για να μπορέσεις να συλλάβεις το σύνολο. Αν προσπαθούσαμε να συγκεντρώσουμε όλα τα δημοτικά τραγούδια θα χανόμασταν στη λεπτομέρεια. Μερικά λοιπόν ερωτήματα που μας μοιάζουν φυσικά όταν έχουμε να βοηθήσουμε κάτι, όταν πάμε να καταράφουμε κάτι, είναι στην ουσία από πως ανθρωλιστικά μας μπερδεύουν αντί να μας βοηθάνε. Ποιος βρήκε τις πρώτες κινήσεις του χωρού, έχει νόημα να το σκοτώ, να το αναζητήσουμε. Ποιος πρώτος συνέρεσε τις λέξεις θάρασσα και δάνειο και έφτιαξε τη λέξη θαρασσοδάνειο. Και ποιος πρώτος αυτή την κυριολεκτική χρήση της λέξης θαρασσοδάνειο είναι τα ναυτικά δάνεια, τα δάνεια που παίρνει ο καπετάνιος για να κάνει το ταξίδι και αβιάξει το καράβι πάει, άρα είναι επισφαλές δάνειο, την μετέφερε, της έκανε χρήση μεταφορική και θαρασσοδάνειο είναι το οποιοδήποτε επισφαλές δάνειο, είτε είναι για καράβι, είτε όχι. Ποιος έφτιαξε τη λέξη στροκυλοκάθομαι, έχει νόημα να το αναζητούμε. Το ίδιο μας αποπροσανατολίζει το ερώτημα ποιος έφτιαξε το ανέκδοτο ή το τραγούδι. Να συνοψήσουμε σε ένα γενικό συμπέρασμα και εγώ ευχαρίστως μετά στη συζήτηση να βάλω και άλλα θέματα αν έχουμε την δυνατότητα. Η προφορική λογοτεχνία δεν προκύπτει από δημιουργούς, προκύπτει από διαδικασίας και αναδημιουργούς και οι διαδικασίες προκύπτουν όχι από την έβρεση παρά από την αναμετάδοση και αναμετάδοση αυτή είναι πάντα μπροστά σε κοινό και όχι απομονωμένη. Ευχαριστώ. Λοιπόν εδώ θα συνεχίσουμε τώρα. Είναι κάποια κλεύτικα. Μιλήσαμε πριν είχαμε τα ερωτικά, τα επανέλογιστα ερωτικά. Έχουμε πολλά ερωτικά εδώ σαν επιλογή. Θα πούμε όμως τώρα δύο κλεύτικα που έχουν να κάνουν αντιλά με το θάνατο. Θάνατος, έρωτας, μεγάλα θέματα. Είναι του Μήτρου Μποταΐτη ο τίτλος. Ποιος είναι άξιος και ογλήγορος, άξιος και παλικάρη να πάει να πει της Μήτραινας του Δόρειου Μποταΐτη να μην αλλάξει τη λαπρί, φλωριά να μη φορέσει. Τι το Μήτρο τον σκοτώσανε το δόρειο της τον άντρα. Κάτω στους λάκους κοίτεται κορμί δίχως κεφάλι. Μαύρα πουλιά το τριγυρνάν και άσπρο τον παραστέκουν. Κι ένα πουλί, καλό πουλί, κάθεται στο κεφάλι. Τα άλλα πουλιά του λέγανε, τα άλλα πουλιά του λένε, δεν τρως κι εσύ, καλό πουλί, απατριωμένου πλάτες, να κάνεις πίχη το φτερό και πιθαμή το νύχι. Φωνή από το μνήμα. Σάββατον όλο πίναμε, την Κυριακή όλη μέρα και τη Δευτέρα του Πουρνό εσόφει το κρασί μας. Ο καπετάνιος με έστειλε να πάω κρασί να φέρω. Ξένος εγώ και άμαθος δεν ήσαρα τον δρόμο και πήρα στράλτες, ξόστρατες και ξένα μονοπάτια. Το μονοπάτι με έβγαλε σε μια ψηλή ραχούλα. Ήταν γεμάτοι μνήματα, όλα από παλικάρια. Ένα μνήμα ήταν μοναχό, ξέχωρο από τα άλλα, δεν είδα και το πάτησα απάνω στο κεφάλι. Βοήν ακούω και βροντί από το κάτω κόσμο. Τι έχεις μνήμα και βογκάς και βαριένα στενάζεις, μήνα το χώμα σου βαρύ, μήνα η μαύρη πλάκα, ουδέ το χώμα μου βαρύ, ουδέ η μαύρη πλάκα. Μόνο το χωμάραν και ντροπή και ένα καημό μεγάλο, το πως με καταφρόνεσες, με πάτσες στο κεφάλι. Τάχα, δεν ήμουν κι εγώ νιός, δεν ήμουν παλικάρι, δεν επερπάτησα κι εγώ τη νύχτα με φεγγάρι. Και συναμβαίνουμε στα ερωτικά τραγούδια. Το μαντιλάκι που κεντάς. Να είχανε ράντζι, νάρινα, στο πέρα παρεθύρι, να τσάκιζα το μαστραπά που χει το τζοβαΐρι. Για σέν το λένε, αγάπη μου, που είσαι στο παρεθύρι, το μαντιλάκι που κεντάς εμένα να το στείλεις. Να μην το στείλεις μοναχό, να μην το στείλεις βράδυ. Κι η κόρη το παράκουσε και μοναχό το στέλνει. Στα γόνατά του τάπλωσε και το ξαναρωτάει. Για πες μου, μαντιλάκι μου, αν μ' αγαπάει η κυρά σου, σύντας σε συλλογίζεται, σύντας σε βάνει ο νους της, σαν θάλασσα βουρλίζεται, σαν κύμα δέρνει ο νους της, σαν το ψαράκι στο γυαλό φοροδοχτυπάει η καρδιά της. Πριν δώσω το λόγο στον Παντέλι τον Πουκάλα, ο Αλέξιος Πολίτσος, ειδικός στα κλέφτηκα, θέλει να κάνει ένα σχόλιο. Όχι στα κλέφτηκαν, στη διαφρά γραπτού και προφορικού. Ακούσαμε το πρώτο τραγουδί του Μίτου Βονταλίτη, ο οποίος κοίτεται, μας είπε ο τραγουδιστής, κορμί δίχως κεφάλι. Και μετά από δυό τρεις τείχους, ένα καλό πουλί κάθεται στο κεφάλι. Δεν πειράζει. Δεν πειράζει. Ο γραφτός πολιτισμός, αμέσως, γι'αυτό δεν πειράζει. Δεν είναι λογική. Ήταν πιο καλό το κεφάλι. Και βάση κλειπτός, ευτυχώς, τότε που δεν είχανε μεγάλικη SMS και της έστρεπε το μήνυμα με τον Μαντήλη, και είχαμε, κερδίσαμε ένα εξαιρετικό τραγουδί, εμείς. Αν είχαμε ένα SMS, το κερδίσαμε. Ένα εξαιρετικό SMS. SMS. Τατοτικός. Γράφονται γεννηστορίματα στο τηλέφωνο και ποιήματα. Καλησπέρας κι εγώ εμέν. Ευχαριστώ κατ' αρχάς τον Στάβεργο, που με κάλεσε μας την εξαιρετική ευκαιρία να βρίσκουμε από εδώ. Ήταν απίστευτα γενναιόδορος μαζί μου. Εγώ, ακόμα κι αν τελειώσω την εποποιία μου, όπως λέγει, θα εξακολουθώ να μπαρασάγεις από τη θεμελιωτική δουλειά που κάνανε ο Γρηγόρης και ο Αλέξης, ο Γρηγόρης Ιφάκης και ο Αλέξης Πολιτήσης. Εγώ το μόνο που ελπίζω είναι ότι ο υπόλοιπος της εράδου μου πιάνω γραφή να γράφω, δεν θα ισχύσει ως το δεύτερο η μυστήχιο, πιάνω γραφή να γράφω και εξεγράφεται. Ελπίζω να μην ισχύσει το εξεγράφει, γιατί ο Αλέξης έχει μια ολόκληρη σειρά από σειρές που μείνανε στον έναν τόμο μου, λέγει. Προχθές επίσης το έλεγα ένα ανέκρατο και ελπίζω ότι θα δω να μεταδώσει τώρα, δεν θα το πω εγώ μετά, είναι ο μύστος φορτίζει ένα ψηλό προχωρημένο. Χωρίς να το έχουμε σχεδιάσει τι θα πούμε, δηλαδή, τυχαίαν θα ασχοληθώ με τους αναδημιουργούς και αναμεταδότες, με τις φορείς της μουσικής των δημοτικών μας τραγουδιών και με τους αναμεταδότες, γιατί πράγματι δεν μας ενδιαφέρει ποιος, ποιοι γνωστοί, ποιοι τα δημοτικών τραγουδιών τους. Έχει βιώνικο όλος πολύ της φορτισμένος, ξέρουμε. Μας ενδιαφέρει το ότι είναι άνευ κτήμα, το άνευ ιδιοκτησίας αυτή η δουλεά, αυτή η παραγωγή, αυτή η δημιουργία, είναι ένα κοινωνικό γνώρισμα που φτιάχνεται κάθε φορά από τραγούδιες ή και μερικές φορές και μπορεί να χαλαίρεται κιόλας. Θα σχοληθώ λοιπόν, επειδή το φέρανε και οι μέρες με τον Μενίδη αλλά και με τον Ιτολικό, λέω εγώ σαν μεσολογίτης, δηλαδή με τον τρόμο των Τσικάνων, για άλλη μια φορά, έχεις δει που το έβαλαν. Θα σχοληθώ με το κενό των Τσικάνων, όχι με τον καιρό των Τσικάνων και θα το διαβάσω γρήγορα σαν παπαδοπέδι για να τα προλάβω. Υπάρχουν πολλά δημοτικά τραγούδια που ασχολούνται με τον έρωτα ανάμεσα σε αλλόφυλους και αλλόθυρους, δηλαδή από τη μια μεριά Έλληνες και Ελληνοπούλες και από την άλλη, Φράγκοι, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμανίτες. Αντίθετα, αποσιάζουν σχεδόν εντελώς τραγούδια που αναφορούν ερωτική σχέση Ελλήνων και Τσικάνων. Και παρακαλώ εδώ, μη θεωρθεί ότι ενώ τους Τσικάνους μη Έλληνες, μιλάμε για εκείνη την εποχή όπου και οι Έλληνες ήταν απλώς οι πλήκοοι Τούρκων και η Τσικάνη επίσημα. Άρα λοιπόν, παλαμή με κατσίβελους. Γενικότερα, λίγα δημοτικά αναφέρονται στους αποκαλούμενους και κατσίβελους και αυτά είναι είτε σατιρικά είτε θρησκευτικού περιεγωμένου, παραθρησκευτικού μάλλον. Απλώς όλα τους έχουνε ονειδιστικό καρακτήρα. Για τη σχέση των Τσικάνων με το Δημοτικό, η έρευνα είναι από πολύ παλιά και ένα από τα σημαντικότερα ιστοσυμβουλία που το βρίσκει κανείς και αψιφιακά είναι τη κυκλοφόρηση πριν από 90 δ.Χ. του 1927, ο Κωνσταντίνος Φαλτάητς, με τον μάλλον προκλητικό τίτλο, το πρόβλημα του δημοτικού μας τραγουδιού, άνω κάτω τελεία, ελληνικό ή γίφτικο. Λόγιος, δημοσιογράφος στην Ακρόπολη, πολεμικός ταταμποκριτής του Φαλτάητς, τα σκάτωσε με τα συγχωρήσεις, διότι έγινε συνεργάτης του μεταξά, παρόλα αυτά οι μελέτες του για το Δημοτικό εξακολουθούν να μας ενδιαφέρουν. Αναφορές στην ύπρος και παραμονή Τσιγγάνων στην Ελλάδα έχουμε αρκετά νωρίς, από τον 14ο-15ο αιώνα, ξένοι περιηγητές ή προσκυνητές εντός κολών εισαγωγικών των Αγίων Τόπων, που σταθμεύουν και λίγο στην Ελλάδα, μας μιλούν. Παρά τη μακρότερη συνήπαση όμως, και μάλλον ότι οι Τσιγγάνοι ή Ρωμάπια είναι πλέον Έλληνες πολίτες, μικολίτες, κατά τον νόμο τουλάχιστον δικαιωματά τους, οι Μυκτοί λεγόμενοι γάμοι, δεν συνηθίζονται. Μένει έτσι να εκκρεμεί το εξής δυστυχό, όπου όποτε είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου η αναφορά στους Τσιγγάνους δεν είναι απαξιωτική. Τα μαύρα μάτια τα έχουν στο Κάστρο οι Γιφτοκούλες, τα γαλανά και τα ξανθά τα έχουν οι Βασιλοκούλες. Όσοι προτιμούν τους Μαυρομάτους, προτιμούν και τους Μαυρός. Εκκρεμείς μένουν επίσης εξής ερωτική συντήχη που είναι παιχνιδιάρκη παρά σκοπτική. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και μ' έβαλε ο καημός. Πέρασα κοναρέμα με πύρο ποταμός. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και γίνα Γιφτοκούλα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φορά κόκκινα και πουλα κόσκινα. Θα αρχίσω από τα πόδια της. Να πάω στη κεφαλή της για να τσιπώ πενέματα όπου έχει το κορμί της. Έχει μαλλιά τετράξανθα πλεμένα με την τάξη και κάθε τρίχα γένεται σαΐτα να με σφάξει. Θα ειπώ για τα σπρωμέτωπο που είναι γεμάτο αγκίδες που ο Θεός της έστειλε τον ήλιο με τσιαχτίδες. Θα ειπώ και για τα φρύδια της τα γαϊτανοπλεμένα όπου της τάχει ο έρωτας με πόθο κανομένα. Να ειπώ και για τα μάτια της που μέσα παιγνιδιάρου που έχουν όργανα και βιολιά και ολιμερή σονάρου. Θα ειπώ για τις μαούλες της, δυο κούπες κουσταλένιες όπου είναι άσπρες και όμορφες και μαργαριταρένιες. Θα ειπώ για το πηγούνι της που έχει μια άλλα κομμάδα. Ο έρωτας της το φτιανε σαραντα μια βδομάδα. Να πω για τη χωρίστρα σου που τίκα δε δαγκαίρει. Να πω γι' αυτό το κούτελο το έλαμπρο φεκάρι. Να πω και για τα χείλη σου που είναι σαν το κεράσι. Χριστέ μου να το φίλουνα και ο κόσμος να χαλάσει. Να πω και για τα δόντια του τα πυκνοβαλυμένα όπου σου τάχει ο έρωτας με πόθο βαλυμένα. Και θα πω και νομίζω ακολουθεί ένα πάρα πολύ ωραίο τώρα. Αυτά έπρεπε να κάνουμε με συναντήσεις, φιλήματα, αραγωνιάσματα. Λοιπόν, η Ζερβοπούλα. Κάτω στο κάμπο, το πλατί, τον όμορφο τον τόπο, εκεί βουλιώνται οι ξανθές να χτίσουν μοραστήρι. Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτένουν. Σαν χτίσαν και αποχτύσανε, πιάνουν χορό. Χορεύουν. Μεριά χορεύουν οι ξανθές. Μεριά οι μαυρομάτες. Και στη μέση του χορού, χορεύει η Ζερβοπούλα. Έλαμπαν τα μανίκια της κι άστρεφτε η φορεσιά της. Άσπρα λουλούδια πέφτανε από την περπατησιά της. Του ρίγα γιος επέρασε και πάει να κυνηγήσει. Με 62 λαμπονικά, 42 ζαγάρια. Κοντοκρατεί τα σκέρη του και το χορό αγναντεύει. Να μη είχε γίνο βασιλιάς, να μη είχε γίνο ρίγας, να πήγαινα να έπιανα σε Ζερβοπούλα σχέρι. Τι τάζεις ρίγα, να πιαστείς σε Ζερβοπούλα σχέρι. Τι τάζεις. Τη στάζω μήλους 12 μόλους τους μηλωνάδες. Τη στάζω αμπέλια τρίγητα με όλους τους τριγητάδες. Τη στάζω στάρια αθέριστα μόλους τους θεριστάδες. Τη στάζω χίλια πρόβατα και πεντακόσα γύρια. Τη στάζω και τη βερετιά μόλα της στα καράβια. Τη στάζω το φεσάκι μου γυναίκα να την πάρω. Και εδώ τελειάζει σε αυτή την κατηγορία άλλο ένα. Μια και είναι για φιλήματα και για τέτοιους έρωτες. Της φτωχής το φίλυμα. Είναι ανζαμής στο φίλυμα. Καινούριο στην αγάπη. Ποτές μου δεν εφήνισα κορίτσι με φιασίδι και παντρεμένη με φλωριά και χείρα με τα μαύρα. Με κάλεσε μια αρχόντισσα να πάει να με φιλέψει. Μου δίνει σίτινο ψωμί και αυγά τηγανισμένα. Μου δίνει και την κόρη της να κοιμηθούμε αντάμα. Σκύφτο αγκαλιάζω κούτσορο φιλόδαυλί καμένο. Με κάλεσε και μια αυτοχιά. Μου είπε να με φιλέψει. Μου δίνει κρίθινο ψωμί και λάθανα βρασμένα. Μου δίνει και την κόρη της να κοιμηθούμε αντάμα. Σκύφτο αγκαλιάζω μάλαμα φιλό μαργαριτάρι. Της φτωχής το φίλυμα. Καθώς ο Δέμ με είπε στο τέλος της εκδήλωσης, έχω την εντύπωση ότι εκκρεμεί ακόμα το ερώτημα. Τι σημαίνει για μας σήμερα το δημοτικό τραγούδι. Σημαίνει κάτι. Έχουμε κάποια σχέση μαζί του. Θα ήθελα από τους τρεις ομιλητές, μια όσο γέν τέτοιο συμπυκνωμένη απάντηση, στο ερώτημα της συνάντησης. Σήμερα το τραγούδι, κατά και κατά καιρούς, κατά διάφορες εποχές και περιόδους, επικρατεί ένα είδος τραγουδίου. Το δημοτικό τραγούδι ουσιαστικά χάνει τη λειτουργικότητά του από τότε που αλλάζει ο πολιτισμός, δεν είναι πια παραδοσιακός. Μετά έχουμε διάφορους περιόδους. Έχουμε το ελαφρό ρομαντικό τραγούδι, το οποίο υπήρχε μέχρι, υποθέτω λίγο μετά τον κόλεμο, από τη δεκαετή του τριάντα στον κόλεμο. Θα θυμίσω απλώς τους συνθέτες, τον Αντίκ, τη Νιζαχάλη, του κατ. Χάθηκε αυτό. Μετά από αυτό έχουμε το τραγούδι, όχι μετά, το σμυρναϊκό τραγούδι, το οποίο προυπήρχε στη σμύρνη φυσικά ελληνόφωνον τελώς και άσχετο με τον Κωνσταντίνο Πολίτικο και πέρασε στη Λέσβο και στη Χίου και έφερε στην Ελλάδα με τους πρώτους φυγές του 1922 και μπορώ να πω ότι είναι δημοτικό τραγούδι αυτό και ανώνυμο. Πολύ γρήγορα όμως γίνεται στην Ελλάδα επώνυμο και προσωπικό κατά κάποιον τρόπο. Για να μην πω ότι αργότερα μετεξελίστε σε ελπέτικο τραγούδι, το οποίο επίσης έχει πάψει να εφίστεται τώρα πια. Δεν υπάρχει ελπέτικο εκτός από τα σκυλάδικα, όπως δεν υπάρχει φυσικά ούτε το σμυρναϊκό. Τι υπάρχει σήμερα? Σήμερα υπάρχει μόνο ένα πράγμα, η Eurovision. Και γενικά οτιδήποτε μας σερβίρει η τηλεόραση και μερικές φορές οι αναπαλαιώσεις ελαφρών τραγουδιών, που τους κάνουν εκπομπές όπως όλοι οι καλοί χοράνε και διάφορες τέτοιες εκπομπές, όπου βλέπουμε διάφορους γυραλέους να χορεύουν παρ' ενός χάρη Ζέι Μπέχικο σε ρυθμό χασάτικου. Ή να χαιροκροτούν ενός καβάλκας Πανακιάρα. Αυτή είναι η σημερινή λαϊκή μουσική. Όσο για την κλασική μουσική καλύτερα να πούμε τίποτα. Υπήρχε μια περίοδος όπου μερικοί σπουδαίοι συνθέτες όπως ο Χαζιδάκης, ο Θεοτωράκης, πιο πολλοί, Αλίμα Κόμπλος, Καρχάκος και λοιπά, έκαναν μια προσπάθεια να συγκεράσουν το ελαφρών το τραγούδι με τη σοβαρή μουσική. Αυτό έγινε περίπου στις δεκαετίας 60, 70, 80, ενδεχομένως και τη δεκαετία του 90. Πάνε και αυτά. Σήμερα μπορεί να έχουμε μια συναυλία κάπου μακριά, αφιερωμένη στο Θεοτωράκη που ζει ακόμα, αλλά ποιος ακούει μάνα ο Χαζιδάκης. Δεν νομίζω ότι υπάρχει πθανά στους παραδειόφωνος, στον τηλεόραση ή σε συναυλίες παρά μόνο έτσι σε έτσι έτσι. Αυτή είναι η κατάσταση της μουσικής και το ερώτημα είναι τώρα όπου το ρημοτικό τραγούδι δεν είναι πια, πώς να το πω, δεν το έχουν αφήσει πίσω στα χωριά τους, οι άνθρωποι κατείσαν στην Αθήνα και στις πόλεις και ήθελαν να το ξεφορτωθούν, ήθελαν να το ακούνε καθόλου το ρημοτικό τραγούδι. Τώρα τι γίνεται. Υπάρχει ελπίδα κάποια στιγμή να ξαναγυρίσουμε στο ρημοτικό τραγούδι, με την έννοια όχι ότι θα συμμεριστούμε εμείς, θα γίνουμε τραγουδιστές, αλλά τουλάχιστον να προσέξουμε αυτούς που υπάρχουν και να εμπνεύσουν αυτοί που υπάρχουν οι άλλους τραγουδιστές. Για να έχουμε πραγματικά μια καινούργια εποχή στη δημοτική μουσική, στη λαϊκή μουσική, πρέπει να βρεθούν μίζωνες συνθέτες. Αν δεν βρεθούν άνθρωποι, τουλάχιστον σαν το Χατζιδάκη και το Ευθοδρακή σήμερα, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα στο ρημοτικό τραγούδι, πρέπει να μημούμαστε αυτές τις απίστευτες καταστάσεις που βρίσκουμε στις ώρες σήμερα, που μόνο τα φοβόντια πια, γιατί από εκεί ακούμε τη ώρα. Εγώ είχα ετοιμάσει μια σειρά από μεγάλους τραγουδιστές και μουσικούς, για να σας δώσω μερικά δείγματα, με τη μουσική ενός σπουδαίου συμφέτητης μπασίστα, συμφέτητης ενωσιστής της τζάζ, που λέγεται Πέτρος Κλαμπάνης, ο οποίος παίζει με το κονταπάσο του το θαλσάκι μου. Είναι απίστευτος. Δεν είναι ο μόνος. Παλιότερα υπήρχε ένα συγκρότημα που λέγονταν μόντ πλαγκάλο, ο ήχος ας πούμε ο πλάγιος, κι αυτοί κάνανε με το δημοτικό τραγουδί διάφορες δοκιμές. Υπάρχουν άλλοι τραγουδιστές και ο κανένας δεν σε πείθει ότι αποτελεί μια καινούργια μορφή λαϊκού τραγουδίου. Αλλά μόνο, αν εκτιμήσω αυτούς που ήδη έχουμε, γιατί θα ήθελα να σας βάλω να ακούσετε ένα υποθέτω δεν θα θέλω ο ήχος να υποθεί καθόλου η γίφτηκη καταγωγή του. Αλλά το όνομα του Χαλιάς αφενός, ο καταγγητικός τραγουδιστής που παίζει τον Πλαρίνο το Ιππηρότικο, και φυσικά αν τον έλεγες γίφτο θα θύμουνε πάρα πολύ, κανείς δεν θα τον εμπισαντοποιεί γίφτο, γιατί έχει γιγάνικη καταγωγή, θα τον πρόσβαλε. Άντως είναι μια μορφή η οποία κάνει θαύματα, κυριολεκτικά θαύματα με τον Πλαρίνο. Και μπορώ να σας βάλω να ακούσετε κάτι από αυτή τη μουσική, σαν δείγμα μιας σύγχρονης μουσικής δημοτικής που δεν ανήκει στα χωριά, ανήκει στις πόλεις και που δίνει υποδείγματα σε νέους συνθέτες. Νέους συνθέτες που είναι αστή βέβαια και όχι δημοτικοί. Αυτός εδώ είναι ένας Μητυλινιός από το Μεσότωπο της Λέσβου κοντά στην Αλιάτσο, ο οποίος ήταν ίσως ο καλύτερος τραγουδιστής του Σμυρναϊκού τραγουδιού, όταν το Σμυρναϊκό ήταν δημοτικό τραγούδι ακόμα, πριν αν σωματωθεί αργότερα στο Ρεβέτιο. Και πραγματικά είναι παραπάνω από αξιόλωβος, έχει πεθάνει βέβαια, αλλά δίνει ένα δείγμα του τι θησαυρό έχουμε. Ένα τραγούδι που το ξέρετε σίγουρα είναι «Όσο βαρούν τα σίδερα, βαρούν τα μαύρα ρούχα». Αλλά όχι την εκτέλεση από τον δημιουργό του τραγουδιού και από τον συνάδελφό του στο αρέθμινο, του Στέλε Φουσταλιέρη και του Γιάννη Περνιδάκη, η Μπαξεβάνη. Ακούστε την πρωτότυπη εκτέλεση του τραγούδιου αυτό, για να καταλάβετε τι σημαίνει δημοτικό που παίζατε με ταμπουρά, με βουλγαρίαι και όχι με κουζούχι βέβαια, γιατί το ταμπουράς είναι αρχαίο όργανο, λέγεται «πανδούρα» στην αρχαιότητα ή «θαμπούρι». Και, φυσικά, το άγωνα αυτό το παίζει νέος εδώ, ο Φουσταλιέρης, με τον Βασιβάνη. Λοιπόν, εγώ στο ερώτημα θα πάνταγα αλλιώς. Θα πήγαινα πολλά χρόνια πίσω στην προσωπική μου ζωή, η οποία, εντάξει, μπορεί να ήταν εποχή Χατζιδάκη, Θοδωράκη κλπ. και να υπήρχαν οι μεγάλοι μουσικοί. Αλλά, εμείς ζούμε σε έναν πολιτισμό που όταν πρώτη φορά αφηγούμε παρόμοιες ιστορίες, συναντούσα μια κοπέλα και ήταν η πρώτη έξοδος, ήρθες στο αυτοκίνητο ήρθες στο σπίτι, η ερώτηση ήταν «τι μουσική να σου βάλω, τι σου αρέσει». Είχαμε επιλογή. Στον παραδοσιακό πολιτισμό αυτή ήταν η μουσική, τελεία και πάπλα. Μπορεί να ήταν καταπληκτική. Μπορεί να χάνεται. Μπορεί να είναι κρίμα που χάνεται. Μπορεί να διατηρηθεί σε συντή. Και επειδή δεν είμαι εναντίον των μουσείων, αυτό που λένε αυτή η μουσιακή, εγώ πάω στα μουσιακή πανω πολύ ωραία και βλέπω πολύ ωραία πράγματα που είναι παλιά. Δεν μου χρειάζεται να είναι μέσα στη ζωή, όπως είμαι στα τέσσερις στίχους και διαβάζω, έτσι μπορώ να είμαι στα τέσσερις στίχους σε ένα μουσείο. Έχουμε επιλογή. Τι χρησιμεύει σήμερα, τι μπορεί να κάνει σήμερα το δημοτικό ταούδι. Νομίζω ένα κομμάτι της επιλογής. Όσοι θέλουν και όσοι δεν θέλουν, δικαίωμα τους αυτό. Ναι, εγώ ήθελα να προσπαθήσω να πει στον Λιγουάρι να μην είναι τόσο κοβητευμένος. Θα ήθελα να πω, ξεκινώντας από τα πολυφωνικά, ότι δεν χάθηκαν όπως ήταν. Έχεις ακούσει πολυφωνικά κι εσύ θα έχεις ακούσει πολυφωνικά κι σήμερα κι είναι πολύ ωραία. Στη Καστάνια είναι στο κολλείο πάνω στα σύνορα με την Αλβανία. Ή στην πάνω σαλιάδα της Εσπρωτίας που ανέβηκα σε ένα κολλείο κατά καλό καιρό, ούτε καν ήξερα ότι υπάρχει, που ζει μόνο μια φορά το χρόνο αυτό το κολλείο, γιατί είναι ακριβώς πάνω στα σύνορα. Δεν ζουν άνθρωποι εκεί, δηλαδή απλώς από το επίγειο μανεβαίνουν μια φορά το χρόνο και μαζεύονται και κάνουν πολυφωνικά από διάφορες χώρες των Βαλκανιών. Και ξέρω ανθρώπους που προσπαθούν να μάθουν την τέχνη του κλώστη, πώς ήταν ένα μανάκι γιατί δεν είναι ένα. Προσπαθούν. Σίγουρα αυτή η εξαιρετική παρουσία της γιαγιάς από τη Δίρβυνα μετατρέπει την ίδια τη φωνή της στην κλώση της σε ένα από τα πικιλότερα όργανα. Δεν θα το καταφέρει εύκολα ένας νεότερος ίσως. Γιατί το ζούσε κι αλλιώς, το είχε αλλού εταγμένο. Τώρα ο νέος το έχει αλλού εταγμένο. Ύστερα πιστεύω ότι από τη στιγμή που ο Πετρολούκας παίζει ταυτόχρονα σε πανηγύρια, μπορεί να το παρακολουθήσει κανείς, στον Παρακάλαμο τα πανηγύρια της Σπύρου όλο τον Ιούλιο και τον Άγουστο και Σεπτέμβριο δεν ξέρω με πότε κρατάνε, τα μισά γίνονται με τον Πετρολούκα και τα άλλα μισά γίνονται με τον Γιώτο και με τα νύψη του που μεγαλώνουν και παίρνουν και ευθύς. Δεν είναι τόσο καλή σαν τον Πετρολούκα, πάντως… τον Πετρολούκα, επίσης, θα μπορούσε κανείς να τον ακούσει και στο Μέγαρο. Δεν τον άκουσε εκεί, εγώ αν πρόβλημα με τον Μέγαρο. Μπορεί να τον άκουσε σε μαγαζί στα Πέληξη της Ομονίας, ο Πλάτανος, το θυμάμαι πως το έκανα και ο Πλάτανος και κάτι τέτοιο. Μια χαρά ήταν και εκεί, ξενικτάδικο. Θέλω να πω ότι, όταν το θέλουμε, το βρίσκουμε. Όταν το νιώθουμε, όταν δεν το νιώθουμε, με το φουσταλέρι, εγώ τώρα, παρότι δεν είναι εκπληκτικός, μου σκόθηκε η τρίγα από την συγκίνηση. Να το πω έτσι, ευθύ ως άλλους, μπορεί να τους ακόθησε. Χαίρομαι που υπάρχουν πολλά παιδιά, νεότερες εντελώς γενιές, που παίζουνε εξαιρετικά, όχι αυτοδίδακτοι πια, τα λαϊκά μουσικά όργανα και τα μουσικά όργανα του δημοτικού τραγουδίου, γιατί βγήκαν από τα λύγια, τα μουσικά λύγια και τα μουσικά γυμνάσια. Μάθανε ένα, δυο πράγματα για το τραγούδι, το προσεχίζουνε. Ας το προσεχίσουμε από ιθεολογικό, πειμένο, με την έννοια... Δεν υπάρχει κανς λόγος για το 2017 να λέμε ότι το δημοτικό τραγούδι, το ελληνικό, είναι το καλύτερο των Βαλκανίων για να μην πούμε τις Ευρώπης, όπως επιμένουν να το λένε πολλοί. Να ξέρουμε ότι αυτό που μπορεί να μας συγκινεί, ενώ δεν είναι καν γνήσιο, υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα με το τι είναι γνήσιο στα καταγεγραμμένα δημοτικά, άμα το ανοίξουμε δεν τελειώνουμε ποτέ, σίγουρα πάντως η νόθευση ξεκίνησε σχεδόν από την αρχή, κορυφώθηκε με τον Ζαμπέλε, για ιδεολογικούς λόγους, ευπρεπίσαμε και εξεθνίσαμε ένα τραγούδι που ήταν από μόνο του. Ευπρεπέστατο, εθνικότατο, παπποιοτικότατο και έλεγε την αλήθεια, τολμούσε και έλεγε την αλήθεια. Είναι πολύ πιο ελεύθερο από όσο φαίνεται εμείς ως χρήστες του θα μπορούσαμε να αντέξουμε. Όσο υπάρχουν επανηγύρια που τουλάχιστον κρατάνε τρεις ώρες, θα έχουν ένα μισάωρο στο τριωρό τους, που θα χωρεστούν και τσάμικα, οι κοφτείς τα τρία, πιστεύω ότι δεν έχουμε πρόβλημα ούτε να το κυδέρσουμε δηλαδή ακόμα, να το κάνουμε το λοιμώσιμο, αρκεί να μην περιμένουμε ότι εκεί θα βρούμε αγκατήσεις για τα σημερινά μας προβλήματα. Δεν είμαστε κοινοτικός πολιτισμός πια, δεν είμαστε ακροτικός πολιτισμός. Για μένα, εγώ πιστεύω, διαβάζω, θέλω να πω ότι χρησιμοποιώ το ρήμα διαβάζω πια για τα δημοτικά τραγούδια, δηλαδή ότι μέσα μου πιστεύω ότι βρίσκονται σε ύψος τέτοιο όσο η προσωπική πίηση. Αξίζει δηλαδή και να τα διαβάζουμε, δεν είναι ανάγκη να τα ακούμε μόνο για να ενισχυθεί, ας πούμε, η σημασία τους και μόνο στα γραπτά κείμενα, που τα περισσότερα πια είναι μόνο γραπτά κείμενα, για μένα τουλάχιστον έχουνε τεράστια αξία όσο και κορυφαίοι προσωπικοί ποιητές. Θα πάρω λίγο τον ίμακο που είπα στον Παντελίζα, υπερβαίνοντας τον όλο ομόσυν τον νηστή, να πω ότι δεν είμαστε ολούτοι χορευτές, ούτε μουσικοί, ούτε γυρίζουμε στα πανηγύρια. Διαβάζουμε, όμως, στο γραφείο μας που το αλέξεις, δημοτικά τραγούδια και νιώθουμε τη σωματική αναστάτωση της μεγάλης πίησης. Αυτό δεν πρέπει να το παραβλέπουμε. Νιώθουμε τη συγκίνηση που νιώθουμε στο Σολομώ, που νιώθουμε στο Νόμηρο, στη πολύ μεγάλη πίηση. Και είναι, αν θέλετε, ένα κρίμα που οι σημεριοί ποιητές έχουν κόψει σε μεγάλο, αφού με λίγες, πολύ λίγες εξαιρέσεις, το δεσμό τους με το δημοτικό λόγο, το δημοτικό τραγούδι ως πίηση και όχι μόνο ως στην ολότητά του μέλος και χορός. Πριν κλείσουμε με δύο τραγούδια πίηματα, γιατί όχι πίηματα, αυτό θα διαβάσει ο χείρος του Λίμπουγου, να θυμίσω ότι αύριο, την ίδια ώρα, είναι η εκδήλωσή μας για τη γυναίκα της Άκηθος. Με αύριο η εκδήλωσή μας για τη γυναίκα της Άκηθος, με άλλη κομπανία, βέβαια. Θα διαβάσουμε άλλα δύο που έχουν να κάνουν με τη ξεβητιά. Ο τίτλος αυτής της συντολής είναι «Εγώ στα ξένα περπατώ». Θα διαβάσει το πρώτο και μετά το έβδομα από αυτά. «Εγώ στα ξένα περπατώ». Ποιος είδε κλίμα στο γιαλό, κλίματα ριανθισμένη, κάνει σταφύλι ροζακή, καρσί γλυκό σαμέλι, κι όποιος το κόψει, κόφεται, κι όποιος το φάει, πεθαίνει. Κι όποιος το πρωτομυριστεί, γονίτσα δε ζεσταίνει. Αν τότε η μανούλα μου δεν θα είχε κάνει εμένα, κι αν με έκανε τι με ήθελε, κι αν με έχει τι με θέλει, που εγώ στα ξένα περπατώ, στα ξένα τριγυρίζω, ξυπόλυτο, ξεσκούφωτο και κοσμοκουγιασμένο. Ξένοι πλένουν τα ρούχα μου, ξένοι με συγκυράνε. Κάνω τους ξένους ειδικούς, τις ξένες παραμάνες. Έχω και μια ξένη αδερφή τα ρούχα μου να πλένει. Τα πλένει μια, τα πλένει δυο, τα πλένει τρεις και πέντε, από τις πέντε και μπροστά τα ρίχνει στο σοκάκι. Πάρε ξένε τα ρούχα σου, ξένε και τα σπουτιά σου. Εδώ νερό δεν βρίσκεται, σαπούνι δεν μπουλιέται. Πάνω το σάλι μου νερό, το φτύμα μου σαπούνι. Τη λάβρα της καρδούλας μου, ήλιο να τα στεγνώσω. Και το έδωνο τώρα, και το τελευταίο για σήμερα. Πού πας γαϊτάνι να σαπείς, κόρφι μου να ραχνιάσεις, γαρούφαλο βενέτικο να αλλάξω μου σουδιάσεις. Παιδάκι μου, τον πόνο σου, πού να τον απηθώσου. Να τον ελείξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες. Να τον ελείξω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια. Να τον εβάλω στην καρδιά, να στέκω, να με σφάζει. Θα πάγω και στο χρυσικό για να τον εχρυσώσει. Θα φιάσκω ένα χρυσό σταυρό και ένα σημαίνειο κόλφι. Να προσκυνάγω το σταυρό και να φιλώ το κόλφι. |