Διάλεξη 8 / Διάλεξη 8 / Διάλεξη 8

Διάλεξη 8: Επανελαμβάνω, σήμερα θα μιλήσουμε για τις δημόσιες συμβάσεις. Θα δούμε την έννοια τους και το προσυμβατικό στάδιο, δηλαδή τη διαδικασία σύναψης της σύμβασης. Και θα αρχίσουμε να ασχολούμαστε επίσης με την ένωμη προστασία. Την πέμπτη θα ολοκληρώσουμε το κεφάλαιο, ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πρεβεδούρου Ευγενία (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=bb19c19f
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 8: Επανελαμβάνω, σήμερα θα μιλήσουμε για τις δημόσιες συμβάσεις. Θα δούμε την έννοια τους και το προσυμβατικό στάδιο, δηλαδή τη διαδικασία σύναψης της σύμβασης. Και θα αρχίσουμε να ασχολούμαστε επίσης με την ένωμη προστασία. Την πέμπτη θα ολοκληρώσουμε το κεφάλαιο, ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο περί ένωμης προστασίας και θα αρχίσουμε να ασχολούμαστε επίσης με την ένωμη προστασία. Την πέμπτη θα ολοκληρώσουμε το κεφάλαιο, ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο περί ένωμης προστασίας και εξετάζοντας το μετασυμβατικό στάδιο, δηλαδή τη λύση της σύμβασης. Πώς εξελίσει την εκτέλεσή της εφόσον συναυθεί και τα προβλήματα που ανακύπτουν ενδεχομένως κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης και αν υπάρχει δυνατότητα λύσης της σύμβασης. Όπως καταλαβαίνετε, εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα από τις ιδιωτικές συμβάσεις διότι μία δημόσια σύμβαση συνάπτεται πάντα προς εξυπηρέτηση δημοσιού συμφέροντος οπότε αντιλαμβάνεστε ότι η λύση ακόμα και αν έχουμε απρόβλητη μεταβολή συνθηκών δημιουργεί σογαρά προβλήματα γιατί διότι τίθεται θέμα εξυπηρέτησης του δημοσιού συμφέροντος. Για να δούμε λοιπόν την έννοια των δημοσιών συμβάσεων, ποια είναι η διαφορά τους από τις διοικητικές συμβάσεις και πώς αντιμετωπίζει το θέμα ο νομοθέτης και η νομολογία. Οι συμβάσεις είναι το κεφάλαιο που διέπεται σχεδόν εξολοκλήρου από το ενωσιακό δίκαιο και μάλιστα το ενωσιακό δίκαιο δεν ρυθμίζει μόνο το ουσιαστικό μέρος, δηλαδή δεν θέτει μόνο τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία σύναψης της σύμβασης και αντιαμβάνεστε βέβαια γιατί τα διέπει αυτά το ενωσιακό δίκαιο, διότι είναι σημαντικό τμήμα του ανταγωνισμού. Οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν στην εξασφάλιση υγιούς και ανώθευτου ανταγωνισμού στη μεγάλη αγορά των δημοσιών συμβάσεων, καταλαβαίνετε ότι πρόκειται για συμβάσεις μεγάλου οικονομικού αντικειμένου, άρα πώς διασφαλίζεται ο ανταγωνισμός, με την πρόβλεψη κανόνων που επιτρέπουν σε επιχειρήσεις, όχι μόνο οι ΜΕΔΑΠΕΣ αλλά και άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να μετάσχουν με ίσους όρους. Εκτός του το όμως, το ενωσιακό δίκαιο δεν ρυθμίζει μόνο το ουσιαστικό μέρος στη διαδικασία σύναψης της σύμβασης, αλλά και τη δικονομική μεταχείριση. Έχουμε δηλαδή παρέκληση από την περίφημη αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, αλλά το δικονομικούς κανόνες έχει θέσει το ίδιο, το ενωσιακό δίκαιο. Έχουμε την περίφημη οδηγία 665 του 1989, η δικονομική οδηγία, όπως συντηρώθηκε και τροκοποιήθηκε με την οδηγία 60 του 2007. Δηλαδή, ο ενωσιακός νομοθέτης δεν περιορίστηκε στη θέσπιση μόνο ουσιαστικών κανόνων, όπως είναι το σύνηθες σε άλλους τομείς δράσης της Ένωσης, αλλά ρύθμισε και το δικονομικό κομμάτι για διασφάλιση ενότητας στο σύνολο αυτού του δικαίου. Από αυτό μπορούμε να αντιληφθούμε την οικονομική σημασία των δημοσιών συμβάσεων. Τι είναι σύμβαση και πώς συνδέεται, γιατί έχει τόση σημασία μάλλον για την κρατική δράση. Σύμβαση, όπως ξέρουμε, είναι μια νομική πράξη, η οποία καταρτίζεται μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων των συμβαλωμένων με τη σύντοση της δήλωσης της βούλησής τους, δηλαδή με συμφωνία ή ομοφωνία βούλησης και έχει ως αντικείμενο τη δημιουργία μιας νομικής κατάστασης που αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των συμβαλωμένων και στην πραγματοποίηση των σκοπόν τους οποίους αυτοί επιδιώχουν. Τα συμφέροντα αυτά, όπως ξέρετε, μπορεί να είναι κοινά, μπορεί να διαφέρουν, αλλά χωρίς να αντιτήφενται. Όπως ξέρουμε, η κρατική δραστηριότητα από τι χαρακτηρίζεται, ποιο είναι το συστατικό στοιχείο της, είναι η μονομέρεια της κρατικής εξουσίας. Δηλαδή, οι πράξεις του κράτους είναι κυρίως μονομερείς. Έχουμε, δηλαδή, μονομερειάς της εξουσίας. Ποιες είναι οι χαρακτηριστικές κρατικές πράξεις, ο νόμος, οι δικαστικές αποφάσεις και οι διοικητικές πράξεις. Μονομερείς ενέργειες. Σύμπραξη των ιδιωτών, όπως τα θυμάστε, έχουμε, αλλά η σύμπραξη των ιδιωτών έχει καθαρά, είτε ενημερωτικό, είτε συμβουλευτικό χαρακτήρα. Δηλαδή, δεν μεταβάλλει τους ιδιώτες σε φορείς κρατικής εξουσίας. Αυτή η μονομέρεια δεν είναι έκφραση αυταρχικών αντιλήψεων, αλλά εκδήλωση της κυριαρχίας του κράτους που δεν είναι υποταγμένο σε άλλες δυνάμεις. Συχνά όμως η διοίκηση χρησιμοποιεί τη διοικητική σύμβαση. Δηλαδή, η διοικητική δράση δεν είναι πλέον μόνο μονομερείς. Η τάση μάλιστα είναι πια να γίνεται συμβατική. Θα δούμε τους λόγους για τους οποίους γίνεται αυτό. Δηλαδή, έχουμε διεύρυση των τομέων της συμβατικής δράσης της διοίκησης. Διεύρυση δηλαδή των τομέων στις οποίες η διοίκηση δραστηριοποιείται με σύμβαση. Υπήρξαν αντιρίσεις, όπως καταλαβαίνετε, σε αυτή τη διεύρυση, την επέκταση της συμβατικής δράσης του κράτους, διότι θεωρήθηκε ότι αποτελεί υπερβολική δέσμευση για το κράτος να συμβάλλεται με ιδιότη με την έννοια ότι σε μία σύμβαση, όπως ξέρουμε, υπάρχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τους δύο, και για τα δύο μέρη. Άρα, έχουμε υπερβολική δέσμευση της κρατικής εξουσίας αφενός και μια δεύτερη ένσταση συνίστατο στην άνηση μεταχείριση των πολιτών σε παράβαση, δηλαδή, της αρχής της ισότητας. Υπάρχουν, δηλαδή, κάποιοι πολίτες οι οποίοι συμβάλλονται με τη δημόσια δίκηση, άρα αποκτούν εναντί της περισσότερα δικαιώματα, έτσι. Δηλαδή, η δίκηση αποκτά ειδική σχέση με τους συγκεκριμένους πολίτες, πράγμα που διαρρυγνεί την αρχή της ισότητας. Αυτές, όπως κατάλαβα, οι διατηρήσεις είναι παροχημένες πλέον. Η συμβατική δράση του δημοσίου παίρνει όλο με και μεγαλύτερες διαστάσεις και βασικός λόγος είναι η εξέλιξη, δηλαδή ένας πολιτικός πλειογραλισμός, για να το πούμε πιο ποιητικά, που θεσμοποιεί τη συμμετοχή των ιδιωτικών φορέων στις κρατικές δραστηριότητες. Έχουμε εξέλιξη του κράτους, το οποίο δραστηριοποιείται και σε τομείς που ανήκαν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, οπότε έχει ανάγκη η διοίκηση να χρησιμοποιήσει μέσα και μορφώματα που χρησιμοποιούν οι ιδιώτες. Δηλαδή η συμβατική δράση είναι προφανώς ιδιωτικοφανής δράση και οφείλεται ακριβώς στον κρατικό παρεμβατισμό με την εμφάνιση της παροχικής διοίκησης και την ανάληψη καθηκόντων κοινωνικού κράτους. Το καταλάβαμε αυτό. Δηλαδή το κράτος έπαψε να λειτουργεί μόνον περιοριστικά. Θυμάστε που είχαμε μιλήσει για την έννοια της κυριαρχικής διοίκησης ότι ξεκίνησε ως περιοριστική διοίκηση που η βασική της σκοπή ήταν ποια η ασφάλεια, η άμυνα, η συλλογή των φόρων κτλ. Μεταβλήθηκαν όμως οι αντιλήψεις για τους σκοπούς και τις αποστολές του κράτους. Επομένως δημιουργήθηκε. Το κράτος άρχισε να παρεμβαίνει και αλλού, σε άλλους τομείς που ανήκαν στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Επομένως έχουμε διεύρυνση και της συμβατικής δραστηριότητας της δημόσιας εξουσίας. Η στόχη του δημοσίου είναι η κάλυψη, όταν αναλαμβάνει συμβατική δράση, η κάλυψη αναγκών σε έργα υποδομής και σε αγαθά, προμήθειες. Κάλυψη αναγκών λοιπόν σε έργα υποδομής και αγαθά. Χρειάζεται επέκταση του δικτύου και δεν μπορεί να αναλάβουν αυτή τη δραστηριότητα ή τεχνικές υπηρεσίες του δημοσίου ή των βήμων. Οπότε, πώς καλύπτεται αυτή η βασική ανάγκη? Με τη σύναψη δημόσιας σύμβασης, οπότε αναλαμβάνει το έργο αυτό, δημόσια, μια κατασκευαστική ιδέα που θα συμβληθεί με το δημόσιο ή τους συγκεκριμένους προϋποθέσεις. Άρα λοιπόν, ένας βασικός λόγος είναι η κάλυψη αναγκών σε έργα υποδομής και αγαθά. Ένας άλλος σκοπός που τη διώκει το δημόσιο με τη σύναψη αυτών των συμβάσεων, είναι η προστασία της εγχώριας οικονομίας μέσω υποστήριξης εγχώριων τροϊόντων και επιχειρήσεων. Εδώ δηλαδή βλέπουμε μια προστατευτική τάση του κράτους και βέβαια η εξασφάλιση η κοινωνική πολιτική με την εξασφάλιση θέσεων εργασίας σε προβληματικές επιχειρήσεις. Δηλαδή συμβάλλεται το κράτος με κάποια προβληματική επιχείρηση και η ανάδοχος επιχείρηση αναλαμβάνει την υποχρέωση να προσλάβει ανέργους. Και ένας άλλος στόχος που τη διώκεται είναι η προώθηση νέων τεχνολογιών, που λόγω της αβεβαιότητας δεν τολμά να αναλάβει μόνος ο ιδιωτικός τομέας. Τώρα αυτοί οι τρεις στόχοι έρχονται φυσικά σε αντίθεση με την κοινωνική πολιτική για την απαγόρευση των διακρίσεων, διότι η πενθουσία της κοινωνικής νομοθεσίας είναι η εξασφάλιση της ισότητας των διαγωνισομένων. Καταλάβατε με όλα αυτά λοιπόν τη σημασία της συμβατικής δραστηριότητας. Ο βασικός σκοπός του κράτους ποιος είναι η εκτέλεση έργων υποδομής και ο εφοδιασμός σε αγαθά. Ταυτόχρονα όμως αυτός είναι ένα σκοπός που φυσικά συνάδει και προς το νοσιακό δίκιο. Ταυτόχρονα όμως με αυτό το κράτος με την άσκηση της ευατικής πολιτικής επιβίωκε και κάποιους άλλους στόχους. Ποιοι είπαμε είναι αυτοί? Η προώθηση, μια προστατευτική πολιτική, η προώθηση δηλαδή της εγχώριας οικονομίας μέσω υποστήριξης εγχώριων προϊόντων, η άσκηση κοινωνικής πολιτικής με την εξασφάλιση θέσεων εργασίας, κυρίως η προώθηση τεχνολογιών. Συμβάλλεται το δημόσιο με μία επιχείρηση η οποία στα πλαίσια της σύμβασης δεν είναι να εφαρμόσει, να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες γιατί διότι της παρέχει ασφάλεια η συμβατική σχέση που έχει με το δημόσιο. Το καταλάβαμε? Τώρα η στόχη αυτή, κυρίως η προστατευτική πολιτική όπως θα δούμε ή η κοινωνική πολιτική ή ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής φυσικά δεν συνάνδουν προς το ενωσιακό δίκιο. Δηλαδή, επομένως, οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν πλέον να επιδιώκονται. Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι δώσαμε μεν τον ορισμό της σύμβασης που είναι συνδοσημβουλήσεων, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι συμβάσεις που συνάπτει το δημόσιο, οι οποίες υπόκειται σε πολύ αυστηρό νομικό πλαίσιο ενέχουν κάποια αλλείωση της συμβατικής τεχνικής με την έννοια ότι το καθεστώς της σύμβασης δεν το διέπουν μόνο τα συνομολογηθέντα μεταξύ των δύο συμβαλωμένων, αλλά και κανόνες οι οποίοι φυσικά εξασφαλίζουν υπερέχουσα θέση τήνος του δημοσίου. Έχουμε, δηλαδή, ένα είδος αλλείωσης της συμβατικής τεχνικής για τη μεγάλο μέρος των συμβατικών όρων προέρχονται από μονομερείς φράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, κυρίως την προκήρυξη, οι οποίες, επίσης, οι όροι της προκήρυξης σε μεγάλο μέρος στηρίζονται σε νομοθετικά κείμενα μη ζωνος τυπικής ισχύος, κοινοτικές οδηγίες. Επίσης, κάτι άλλο, το δημόσιο ως συμβαλόμενος έχει τη δυνατότητα μονομερούς τροποποίησης των όρων της σύμβασης και κάτι άλλο, ότι ο αντισυμβαλόμενος μετέχει στην υλοποίηση κρατικών στόχων, οπότε μεταπίκτη, μπορούμε να πούμε, σε βοηθό της διοίκησης. Όλα αυτά αποτυπώνονται στο νομικό καθεστώς της σύμβασης. Μέχρι εδώ είμαστε εντάξει? Ότι υπάρχει κάποια αλλείωση της συμβατικής τεχνικής. Γιατί υπάρχει αλλείωση? Διότι πολλοί από τους συμβατικούς όρους καθορίζονται με μονομερείς φράξες. Στην προκήρυξη, δηλαδή, του διαγωνισμού καθορίζονται πολλοί όροι της σύμβασης, όπως θα δούμε. Αυτοί οι όροι της σύμβασης που περιλαμβάνονται στην προκήρυξη, στηρίζονται σε νομοθετικά κείμενα μήζονος τυπικής ισχύος, δηλαδή κυρίως ενωσιακές, για τάξεις του ενωσιακού δικαίου. Το δημόσιο διατηρεί σε πολλές περιτώσεις τη δυνατότητα μονομερούς μεταβολής των όρων της σύμβασης και ο αντισυμβαλόμενος συμμετέχει στην εκπλήρωση κρατικών στόχων, δηλαδή μεταποίητη σε βοηθό της διοίκησης. Δηλαδή βλέπουμε μια ιδιαιτερότητα των δημοσίων συμβάσεων. Οι συμβάσεις δεν έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ναι, δεν υπάρχει αρχική φιλοσοφία της σύντοσης των βουλήσεων, όμως το δημόσιο διατηρεί μία υπερέποσα θέση, όπως τα δούμε. Στην ομοθεσία μας, και στην ομολογία φυσικά, συναντάμε και τον όρο «διοικητική σύμβαση», ο οποίος είναι μετάφραση γαλλικού όρου. Τον βλέπουμε στο νόμο 1406 του 1983. Η διάταξη αυτή, όπως θυμάστε, έχει ενδεικτικό χαρακτήρα και απαριθμί τις διαφορές που υπάγονται στα τακτικά δικητικά δικαστήρια. Μεταξύ αυτών είναι και οι διαφορές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αναφέρεται στις διοικητικές συμβάσεις. Πρόκειται λοιπόν για διοικητικές διαφορές ουσίας. Να διευκρινήσουμε εδώ ότι αυτές οι διαφορές στις οποίες αναφέρεται δηλαδή ο 1406 του 1983, αφορούν διαφορές από την εκτέλεση της σύμβασης και όχι διαφορές του προσυμβατικού σταδίου, διαφορές που ανακύπτουν δηλαδή κατά τη διαδικασία σύναψης της σύμβασης, διότι οι διαφορές αυτές είναι ακυρωτικές, όπως θα δούμε. Ωραία. Για να δούμε τώρα την έννοια της διοικητικής σύμβασης. Λοιπόν, διοικητική σύμβαση. Η διοικητική σύμβαση έχει, για να χαρακτηριστεί μια σύμβαση ως διοικητική, πρέπει να συνδρέχουν σωρευτικά τρία κριτήρια τα οποία διατύπωσε η νομολογία του ΑΕΔ, του Ανοτά του Ειδικού Δικαστηρίου και έκτοτε ακολουθούνται από την πάγια νομολογία του Συμπουλιού της Επικρατίας. Για να είναι λοιπόν μια σύμβαση διοικητική, προσέξτε με συνέπεια την εφαρμογή του διοικητικού δικαίου και τη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων πρέπει να συνδρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις. Πρώτον, το ένα εκ των συμβαλωμένων μερών να είναι το δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Δηλαδή, έχουμε εδώ πιστή εφαρμογή του οργανικού κριτηρίου. Ακριβώς, επομένως, μία ας το πούμε ρογμή σε αυτό το κριτήριο, έχουμε στις περιπτώσεις που ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου λειτουργεί ως εντολοδόχος, δηλαδή για λογαριασμό του δημοσίου. Μόνο σε αυτή την περίπτωση. Εάν, δηλαδή, έχω νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου του δημόσιο τομέα, έστω και αν ανήκει 100% στο δημόσιο, όμως, δεδομένου ότι είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, η σύμβαση δεν είναι διοικητική. Εκτός εάν ενεργεί για λογαριασμό του δημοσίου. Παραδείγματος χάρη, πάτε την Εταιρεία Αξιοποίησης της Περιουσίας του Πανεπιστημίου. Η Εταιρεία Αξιοποίησης είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Το πανεπιστήμιο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Πες το ότι συναπτύμια σύμβαση το, η Εταιρεία Αξιοποίησης, για λογαριασμό, όμως, αποκλειστικά, του Πανεπιστημίου. Αυτή η σύμβαση θα χαρακτηριστεί ως διοικητική. Δηλαδή, ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο ανήκει στο δημόσιο, και συνάπτει για λογαριασμό, όμως, του δημοσίου αυτή τη σύμβαση, τότε αυτή θεωρείται ως σύμβαση διοικητικού δικαίου. Αυτά συνδρέχουν και οι υπές προϋποθέσεις. Δεύτερο κριτήριο, να εξυπηρετείτε σκοπός δημοσίου συμφέροντος. Εξυπηρέτησε λοιπόν ειδικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος προβλέπεται στη συγκεκριμένη σύμβαση. Εκτός, δηλαδή, και μάλιστα, πρέπει ο σκοπός αυτός να ανήκει στο σκοπό που εξυπηρετεί το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο. Ας πούμε, ανέκρυψε ένα μεγάλο ζήτημα με τις συμβάσεις ψήτησης μαθητών. Η παροχή λοιπόν υπηρεσιών σε εφρύς της δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να θεωρηθεί ότι αποβλέπει στην εγκανοποίηση δημοσιού σκοπού, μόνο όταν συνδέεται κατά τρόπο αναγκαίο και άμεσο προς την υπηρεσία που παρέχει η κύρια μονάδα αυτή του δημοσίου. Δηλαδή, σκοπός του σχολείου, για παράδειγμα, που είναι μια δημόσια υπηρεσία υποοργανική έννοια, δηλαδή ένας βραχείωνας του δημοσίου, δεν είναι η παροχή σύντησης, καταλαβαίνετε, ποιος είναι ο σκοπός αυτής της υπηρεσίας, παροχή εκτέλευσης. Επομένως, η παροχή σύντησης είναι μια, πώς να το πούμε, επικουρική υπηρεσία, συμπληρωματική. Δεν συνδέεται άμεσα και αναγκαία με την κύρια υπηρεσία που είναι η παροχή εκτέλευσης. Επομένως, δεν αποτελεί διοικητική σύμβαση η σύμβαση σύντησης. Δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής σύμβασης. Ωραία. Επίσης, έχει κριθεί, προσέξτε, μια έτσι λίγο μακάβρια υπόθεση, η σύμβαση ανάθεσης της υπηρεσίας αφής των κανδυλίων σε κοιμητήρια. Είναι δημόσιο χώρο, έτσι. Όταν ζητείται από τους συγγενείς του θανόντος, δεν αποβλέπει σε δημόσιο σκοπό, αλλά στην ικανοποίηση θρησκευτικού χαρακτήρα αναγκών των ενδιαφερωμένων, οπότε δεν είναι η διοικητική, αλλά η ιδιωτική σύμβαση. Λοιπόν, και η τρίτη, άρα, θέλει προσοχή το κριτήριο της εξυπηρέτησης δημοσίου σκοπού, έτσι. Και η τρίτη προϋπόθεση, το τρίτο κριτήριο που πρέπει να συντρέχει, είναι η υπερέχουσα θέση, η υπερέχουσα νομική θέση του δημοσίου, έτσι, ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Δηλαδή, οι συμβατικοί όροι πρέπει να επιφυλάσσουν στο δημόσιο ή στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, εξαιρετικό καθεστώς που του εξασφαλίζει υπερέχουσα θέση και θέση μη προσιδιάζουσα σε σύμβαση που διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Δηλαδή, δεν υπάρχει ισότητα των συμβαλωμένων. Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη σύμβαση μεταξύ ιδιωτών? Ισότητα καταρχήν, έτσι. Εδώ, ένα από τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί μία σύμβαση ως διοικητική σύμβαση είναι η υπερέχουσα νομική θέση. Δηλαδή, νομικό καθεστώς τέτοιο που να εξασφαλίζει υπεροχή υπερέχουσα θέση του δημοσίου. Έτσι. Είμαστε τάξιμοι από εδώ. Ωραία. Τώρα, το Δικαστήριο κατά αυτόν τον ανακοίτη το θέμα, για να κρίνει, εξετάζει, για να χαρακτηρίσει μία σύμβαση ως διοικητική ή όχι, εξετάζει τη συνδρομή και των τριών αυτών προϋποθέσεων. Να σας πω ένα χαρακτηριστικό, ότι έχει κριθεί ότι όλες τις συμβάσεις αγοράς διαμερισμάτων και εκτέλεσης των εργασιών που απαιτούνται για την αποπεράτωση τους, όλες τις συμβάσεις αγοράς ακυνήτων που γίνονται από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχει κριθεί ότι είναι συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου. Ας πούμε, αγοράζει το ΑΠΘΤΑ, το πανεπιστήμιο, ένα ακύνητο για να στεδάνσει την αποεργαστήρια. Παρά το γεγονός ότι θα λέγαμε πρώτης όψος, έχουμε τι? Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Σκοπό δημοσίου συμφέροντος που είναι τι? Η παροχή εκπαίδευσης, η έργα που είναι και αυτοί στους σκοπούς της εκπαίδευσης και τρίτον υπερέχουσα θέση, δηλαδή ένα ιδιότυπο νομικό καθεστώς υπέρ του δημοσίου. Όμως όλες αυτές τις συμβάσεις χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, διότι θεωρείται ότι η αγοραπολησία είναι κλασική σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Και το δημόσιο λειτουργεί εδώ στα πλαίσια ισότητας. Έχετε το υπόψι αυτό. Παρόλο που φαίνεται να συνδρέφουν τα κριτήρια, όμως παγίως γίνεται δεκτό ότι πρόκειται για συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου. Λοιπόν, πάμε τώρα στις ιδιωτικές συμβάσεις που συνάβη τη διοίκηση. Για να είναι μια σύμβαση ιδιωτική με συνέδεια επομένως στην εφαρμογή του ιδιωτικού δικαίου και τη δικαιοδοσία, κυρίως των πολιτικών δικαστηρίων, αρκεί να λείπει μία από τις ανωτέροι προϋποθέσεις. Έτσι, ένα από τα ανωτέροι κριτήρια. Δηλαδή, το συμβαλόμενο νομικό πρόσωπο είναι ιδιωτικού δικαίου, παρόλο που ανήκει στον δημόσιο τομέα. Δηλαδή, μπορεί να ανήκει εξολογλύρου στο κράτος και να εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Δηλαδή, εάν λείπει πιο το οργανικό κριτήριο, δεν υπάρχει διοικητική σύμβαση αλλά ιδιωτική. Τώρα, τι γίνεται αν αλλάξει η φύση του νομικού προσώπου. Κρίσιμο, θεωρείται, χρονικό σημείο είναι η μερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η βλαπτική πράξη που προσβάλλεται στο δικαστήριο. Πέστε ότι το συμβαλόμενο μέρος είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Συνήφθη η σύμβαση. Στη συνέχεια αυτό μετατρέπεται σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Αυτό γίνεται, ακόμα και σε ανώδη μητερία. Τι κάνει, τι γίνεται δεκτό εδώ. Η σύμβαση συνήφθη όταν είχε μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Εκτελείται όμως, όταν, κατά την εκτέλεση της σύμβασης όμως, μετατράπηκε το νομικό πρόσωπο δημοσίου σε ιδιωτικού δικαίου. Τι γίνεται. Δεν σχετίζει σε ανωδικού δικαίου. Όχι, το ΑΕΝ δέχεται ότι μετατράπηκε η σύμβαση αποδιοικητική σε ιδιωτικού δικαίου. Δηλαδή μας ενδιαφέρει η μετατροπή, δηλαδή πάβει να συντρέχει το οργαντικό κριτήριο. Αυτή η μετατροπή γίνεται αυτόματα. Όχι, με νόμου, νόμου. Με νόμου. Όχι. Κοιτάξτε, υπάρχουν πολλοί νόμοι, ειδικά τώρα, τελευταίως, εκδόθηκαν πολλοί νόμοι που προέκρασαν συγχόνευση κρατικών φορέων και μετατροπή νομικών προσώπου δημοσίου σε ιδιωτικού δικαίου. Αυτή η μετατροπή γίνεται με νόμου, ο οποίος περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις και λέει, για παράδειγμα, ότι τις δίκες τις συνεχίζει οτάδε, το προσωπικό δημοσίου δικαίου μετατρέπεται σε ιδιωτικού δικαίου αριστου χρόνου και ούτω κάθεξης. Και μεταξύ των άλλων, όμως, μην και οι συμβάσεις εξακολουθούν να εφίστανται με, αλλά αλλάζει η δικαιοδοσία πλέον, έτσι. Ωραία. Είπαμε όμως, στην αρχή μιλήσαμε και για δημόσια συμβάσεις. Μιλήσαμε για διοικητικές, είπαμε για ιδιωτικές και τώρα βλέπουμε ότι υπάρχει και ο όρος των δημοσιών συμβάσεων. Και πράγματι, όρος δημόσια σύμβαση, προσπαθήστε αυτό να κάνετε αυτή τη διάκριση, δημόσια σύμβαση είναι όρος που προέρχεται από το ενωσιακό δίκιο, το οποίο δεν ενδιαφέρεται για αυτού του είδους τις διακρίσεις που συνδέονται με το οργανικό κριτήριο, αλλά το ενδιαφέρει το λειτουργικό κριτήριο της εξυπηρέτησης δημοσίου σκοπού. Για να είναι λοιπόν μια δημόσια σύμβαση δημόσια, με συνέπεια την εφαρμογή, κυρίως κατά το προσυμβατικό στάδιο του ενωσιακού δικαίου, όπως αυτό βεβαίως έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκιο, απαιτούνται τα εξής στοιχεία σωρευτικά. Μάλλον θα σας πω πρώτα τη φιλοσοφία πριν σας πω όλα τα στοιχεία. Ενδιαφέρεται το ενωσιακό δίκιο εδώ γιατί το δημόσιο, με οποιαδήποτε μορφή του, είτε είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε είναι κάποιος βραχείο νασ του που έχει μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, πάντως το δημόσιο είναι πίσω από αυτή τη σύμβαση, θέλει να εξυπηρετήσει κάποιο σκοπό δημοσίου συμφέροντος και δυνατή μια σύμβαση για να εξασφαλιστεί υγιής και ανόθετος ανταγωνισμός, πρέπει στη διαγωνιστική διαδικασία να μπορούν να συμμετάσουν, όχι με ίδιους όρους, όχι μόνον εθνικές επιχειρήσεις, όπως καταλαβαίνετε, το κάθε κράτος έχει την τάρση να εγνοήσει ποιους. Ποιες? Τις εθνικές επιχειρήσεις για λόγους ενίσχυσης της οικονομίας του. Το Ενωσιακό Δίκιο επιχειρεί να αποτρέψει τέτοιου είδους συμπεριφορές, άρα γι' αυτό το ενδιαφέρουν, δίνει ευρύ ορισμό στη σύμβαση, την οποία θα ήρθει. Ενδιαφέρεται λοιπόν για τις δημόσια συμβάσεις. Τι είναι λοιπόν είπαμε δημόσια σύμβαση? Για να υπάρχει δημόσια σύμβαση, όπως την εννοεί το Ενωσιακό Δίκιο, πρέπει να συντρέφουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις. Η σύμβαση να αφορά έργα, προμήθειες και υπηρεσίες. Το ένα εκ των συμβαλωμένων πρώτον αυτό. Τώρα πλέον περιλαμβάνονται καλύτερα το Ενωσιακό Δίκιο και οι συμβάσεις παραχώρησης έργων και υπηρεσιών. Άρα, σύμβαση έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών και σε αυτές προσθήκονται οι συμβάσεις παραχώρησης έργων και παραχώρησης υπηρεσιών. Είναι δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Δεύτερον, το ένα εκ των συμβαλωμένων μερών να είναι το κράτος. Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ή οργανισμοί δημοσίου δικαίου. Προσέξτε την έννοια του οργανισμού δημοσίου δικαίου κατά τις κοινωνικές οδηγίες. Οργανισμός δημοσίου δικαίου δεν σημαίνει νομικό πρόσωπο που διέπεται από το δημόσιο δίκιο. Μπορεί να διέπεται και από το ιδιωτικό δίκιο. Να είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Αλλά τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει. Να έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα. Ας πούμε η ανώνυμη εταιρεία Helexpo κρίθηκε ότι δεν αποτελεί οργανισμός δημοσίου δικαίου διότι ο σκοπός της είναι εμπορικός και βιομηχανικός. Επίσης η ΕΓΑΕ ομοίως δεν εμπίπτει στην έννοια του οργανισμού δημοσίου δικαίου. Οργανισμός δημοσίου δικαίου πρώτον έχει συσταθεί για την εξυπηρέτηση σκοπού γενικού συμφέροντος που όμως δεν έχει εμπορικό ή βιομηχανικό χαρακτήρα. Δεύτερον ο οργανισμός έχει νομική προσωπικότητα. Και τρίτον η δραστηριότητά του χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος από τα ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου με την έννοια που είπαμε ή η διαχείρισή του υπόκειται σε έλεγχο που ασκείται από τους οργανισμούς αυτούς ή του οποίου περισσότερο από το ήμιση των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου διορίζεται από το κράτος τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Δηλαδή υπάρχει εποπτεία του δημοσίου, του κράτους με τις εκφάνσεις που είδαμε. Το καταλάβαμε μέχρι τώρα. Και σε κάθε οδηγία κάθε μάλλον κράτος μέλος έχει ένα παράρτημα που αναφέρει ενδεικτικά ποιοι είναι οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου. Το καταλάβαμε υπάρχει πρόβλημα. Άρα για να κριθεί στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου αν μια σύμβαση είναι δημόσια σύμβαση που εμπείται στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου αυτού θα εξετάσουμε αν είναι σύμβαση που αφορά έργα, προμήθειες, υπηρεσίες, παραχώρηση έργων ή παραχώρηση υπηρεσιών. Δεύτερον το ένα από τους συμβαλωμένων μέρων πρέπει να είναι το κράτος, ο ΤΑ ή ο οργανισμός δημοσίου δικαίου και είπαμε τι είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου. Έτσι είναι δηλαδή μια έννοια ευρύτερη από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αφορά όμως μορφώματα τα οποία εξαρτώνται από το κράτος. Γιατί, είτε λόγω του σκοπού των οποίων εξυπηρετούν, είναι σκοπός γενικού συμφέροντος όχι όμως εμπορικός ή βιομηχανικός. Τι άλλο, έχουν νομική προσωπικότητα βέβαια και το κράτος ή ο ΤΑ ή ο οργανισμός δημοσίου δικαίου ασκεί εποπτεία επ' αυτόν. Είναι λοιπόν και αυτοί βραχίονες του δημοσίου αλλά αυτό που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένου είναι να είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Δηλαδή το ενωσιακό δίκιο έχει μεγαλύτερη ευρύτητα ή οθετεί το λειτουργικό κριτήριο. Δηλαδή είναι φορείς που συνδέονται με το δημόσιο συμφέρον, εξυπηρετείται μέσω αυτόν το δημόσιο συμφέρον από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, αλλά δεν ενδιαφέρει ακριβώς η νομική φύση τους. Και το τρίτο κριτήριο είναι το χρηματικό αντικείμενο της σύμβασης να υπερβαίνει ορισμένα κατόφλια. Τα κατόφλια αυτά τα θέτουν οι οδηγίες και βέβαια αυτές τροποποιούνται. 5 εκατομμύρια ευρώ είναι για τις δημόσια συμβάσεις έργων, 130.000 για τις συμβάσεις προμηθειών, με κάποιες εξαιρέσεις κλπ. Εντάξει μέχρι εδώ. Άρα, ποια στοιχεία σωρευτικά, διαφορετικά, εάν έχουμε συμβάσεις που παρουσιάζουν όλα τα προηγούμενα στοιχεία, αλλά έχουν κατώτερο οικονομικό αντικείμενο, δεν εμπίπτουν στις κοινοτικές οδηγίες ως δημόσια συμβάσεις. Μπορεί κάποιος συνάδηλος να μας επαναλάβει τα κριτήρια που πρέπει να πληρρύνει μια σύμβαση για να χαρακτηριστεί ως δημόσια σύμβαση, κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου. Ναι. Ότι πρέπει να φοράει έργα, σύμβαση έργου, προμήθεια ή τηλεσίον, ή άλλες σύμβασές παραχώρησης έργου ή τηλεσίον. Μάλιστα. Όταν συμβαλώνουμε με ένα κράτος ή αυτά, ή δημόσια συμβασία. Οργανισμός δημοσίου δικαίου, μάθετε, αυτό είναι όρος του ενωσιακού δικαίου. Οργανισμός δημοσίου δικαίου. Οργανισμός δημοσίου δικαίου, που δεν θα αφήσει να πάνε όμως κατ' όσα πάνω. Οργανισμός δημοσίου δικαίου. Θέλει και τα στοιχεία που... Αφήστε το. Ναι, και θέλει το να... η σύμβαση πρέπει να περνάει ένα συγκεκριμένο. Να περνάει ένα κατόφλαιο, να έχει ένα συγκεκριμένο κατοφλαιό. Αντικείμενο, δηλαδή οι συμβάσεις, οι οδηγίες ρυθμίζουν τα κατόφλαια, έτσι. Από κει και πάνω, η σύμβαση της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει αυτά τα κατόφλαια, είναι δημόσια σύμβαση. Ενδιαφέρεται ο ενωσιακό δίκαιο, υπάγεται λοιπόν σε αυτό το νομικό καθεστώς. Άρα, η δημόσια σύμβαση δεν προϋποθέτει, όπως λέμε, διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, αλλά στηρίζεται σε τι, στο λειτουργικό κριτήριο. Δηλαδή, πρέπει να έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, να εξυπηρετείται προφανώς μέσω αυτής δημόσιο σκοπός και απότερος εργοδότης να είναι το κράτος, ανεξαρτήτως της νομικής οργάνωσης της αρχής η οποία συμβάλλεται. Το καταλάβαμε, έτσι. Δηλαδή, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι πίσω από όλα αυτά να βρίσκεται το κράτος, έστω κι αν έχει οθετήσει μεθόδους του ιδιωτικού δικαίου. Πρέπει τη σύμβαση να εξυπηρετεί τορισμένος κάποιος δημόσιο σκοπός και να έχει την εποπτεία της όλης διαδικασίας στο κράτος. Τώρα, ανάλογα με το αντιπεριεχόμενο της σύμβασης, τα συνειθέστερα είδη συμβάσεων που συνάπτουν οι φορείς που ανήκουν στην ελληνική δημόσια διοίκηση, διακρίνονται ανάλογα με το περιεχόμενο στα εξής. Σύμβαση δημοσίου έργου, με την οποία αναλαμβάνεται η κατασκευή συγκεκριμένου τεχνικού έργου. Σύμβαση προμηθειών, η οποία έχει ως αντικείμενο την προμήθεια ορισμένων ειδών. Σύμβαση υπηρεσιών, με την οποία αναλαμβάνεται η εκτέλεση ορισμένων υπηρεσιών. Παραδείγματος χάρη η καθαριότητα, η αποκομιδή των κορημάτων. Άλλη κατηγορία είναι οι συμβάσεις παραχώρησης. Εδώ έχουμε σύμβαση παραχώρησης έργων. Είναι μια σύμβαση που παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη σύμβαση έργων, αλλά το εργολαδικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου, είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με την καταβολή αντιτίμου. Δηλαδή, στη μεν σύμβαση έργου, ποιες είναι οι υποχρεώσεις? Ο αντισυμβαλόμενος του δημοσίου αναλαμβάνει την κατασκευή του έργου και το δημόσιο του καταβάει ένα τίμημα. Και με την ολοκλήρωση του έργου, παραδίδεται το έργο στο δημόσιο το οποίο και το εκμεταλλεύεται. Σύμβαση παραχώρησης έργου, όμως, έχει την εξής διαφορά. Ο αντισυμβαλόμενος του δημοσίου αναλαμβάνει την κατασκευή του έργου, ποιν όμως δεν λαμβάνει για την κατασκευή αυτή τίμημα, αλλά η αμοιβή του συνίσταται στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου. Δηλαδή, έχει το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται για κάποιο χρονικό διάστημα. Αυτό ορίζεται, γιατί όλα αυτές τις συμβάσεις παραχώρησης έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια. Εκμεταλλεύεται το έργο για ορισμένο χρονικό διάστημα. Δηλαδή δεν λαμβάνει τίμημα από το δημόσιο, αλλά το τίμημα που έχετε στην εκμετάλλευση του έργου. Μπορεί βέβαια να περιλαμβάνεται και τίμημα, αλλά οπωσδήποτε και το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου. Και ως παραχώρηση υπηρεσιών, νοείται επίσης μια σύμβαση που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με μια σύμβαση υπηρεσιών, αλλά και εδώ το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται στο δικαίωμα εκμετάλλευσης της υπηρεσίας. Και επιπλέον, ο ανάδοχος αναλαμβάνει και τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Ο αντισυμβαλόμενος του δημοσίου αναλαμβάνει τον επιχειρηματικό κίνδυνο που σχετίζεται με την εκμετάλλευση του έργου ή της υπηρεσίας. Και αυτό λοιπόν είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της σύμβασης παραχώρησης. Και προσέξτε το εξής ενδιαφέρον, ότι το ενωσιακό δίκαιο μέχρι το 2014 ρύθμιζε μόνο τις συμβάσεις έργων και προμηθειών και υπηρεσιών. Γιατί? Διότι αυτές ήταν οι πιο ενδιαφέρουσες οικονομικά. Γιατί ήταν οι πιο ενδιαφέρουσες οικονομικά? Διότι ο αντισυμβαλόμενος του δημοσίου δεν είχε ιδιαίτερο επιχειρηματικό κίνδυνο. Δηλαδή, κατασκεύασε το έργο, παρήχε την υπηρεσία, παρήχε το αντικείμενο στα πλαίσια της προμήθειας και ελάμβανε το αντίτιμο από το δημόσιο. Στην περίπτωση, άρα, εδώ, ο ανταγωνισμός, όπως καταλαβαίνετε, ήταν έντονος και εδώ παρουσίαζαν μεγάλο ενδιαφέρον συμβάσεις και εδώ, με ενωσιακό δίκιο, ο ενωσιακός νομοθέτης, ήθελε να προστατεύσει ποιον? Τον ανταγωνισμό, δηλαδή, τις μη μεδαπέσεις επιχειρήσεις που ήθελε να συμμετάσουν στη διαγωνιστική διαδικασία. Το καταλάβατε ή όχι? Στην περίπτωση των συμβάσεων παραχώρησης, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δηλαδή, είναι συμβάσεις που ενέχουν σοβαρό επιχειρηματικό κίνδυνο. Άρα, θεώρησε ο ενωσιακός νομοθέτης ότι ο ανταγωνισμός είναι λιγότερο έντονος, με την έννοια ότι παρουσιάζουν μικρότερο ενδιαφέρον από τις άλλες. Είναι λιγότερο ευνοϊκές, αν θέλετε. Για ποιον? Για τον ιδιότητα αντισυμβαλόμενο. Άρα, υπάρχει μικρότερη ανάγκη προστασίας των διαγωνιζωμένων. Κι εκτός τούτου, επειδή συμβάσεις παραχώρησης έργων και υπηρεσιών παρουσίαζαν ιδιομορφίες ανακράτως μέλος, θεώρησε ο ενωσιακός νομοθέτης ότι δεν ήταν όρημα ακόμη τα πράγματα για να επέμβει. Απλώς έκρινε ότι πρέπει και σ' αυτά, το δικαστήριο, ότι και στις συμβάσεις αυτές, παρόλο που δεν ρυθμίζονται από ειδικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, πρέπει να εφαρμοστούνται οι γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, όπως απορρέωνα από το πρωτογενές δίκαιο. Θα τις δούμε στη συνέχεια. Λοιπόν, μέχρι τη στιγμή το καταλάβαμε. Καταλάβαμε πρώτον την έννοια της διοικητικής σύμβασης, της ιδιωτικής σύμβασης, της δημόσιας σύμβασης, τα είδη των συμβάσεων ανάλογα με το περιεχόμενο και να δούμε λίγο τους εφαρμοστείους κανόνες. Εδώ, πριν μπω στις ιδικές διατάξεις, θέλω να σας πω τις γενικές αρχές που εφαρμόζονται σε όλες τις συμβάσεις, ακόμα και στις συμβάσεις παραχώρησης, οι οποίες, όπως είπαμε, δεν ρυθμίζονται από ιδικά νομοθετήματα του παραγώγου δικαίου. Οι τελευταίες ενωσιακές οδηγίες είναι οι οδηγίες 23, 24 και 25 του 2014, οι οποίες δεν έχουν μεταφερθεί ακόμα, δεν έχει εκπνεύσει δηλαδή, η προθεσμία μεταφοράς τους στην εσωτερική ένωμη τάξη. Λοιπόν, του 2014, του Μαρτίου ήταν αυτές οι οδηγίες, πέρυσι του Μαρτίου του 2014, και δεν έχει εκπνεύσει ακόμα η προθεσμία μεταφοράς στο Εθνικό Δίκιο. Οι ισχύουσες οδηγίες είναι η οδηγία 18 του 2004, που αφορά έργα, προμήθειες και υπηρεσίες, και η οδηγία 17 του 2004, που αφορά τις ίδιες συμβάσεις αλλά στους τομείς ίδατος, ενέργειας, τηλεπικοινωνιών και μεταφορών, δηλαδή στους πρώην, όπως λέμε, εξαιρούμενους τομείς. Οι ισχύουσες οδηγίες είναι αυτές, οι οποίες έχουν μεταφερθεί στο Εθνικό Δίκιο με τα προεδρικά διατάγματα 59 και 60 του 2007. Το 60 μεταφέρει τη γενική οδηγία 18 του 2004 και το 59 του 2007 την οδηγία 17 του 2004. Εκτός από αυτές τις οδηγίες, έχουμε τις γενικές αρχές που διέπουν όλες τις συμβάσεις και που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο στην ομολογία. Τώρα, οι αρχές αυτές, όπως καταλαβαίνετε, ισχύουν πότε στα πλαίσια της διαγωνιστικής διαδικασίας. Στα πλαίσια, λοιπόν, της διαδικασίας που ακολουθεί ο οργανισμός δημοσίου δικαίου, είναι η αναθέτουσα αρχή για να επιλέξει τον αντισυμβαλόμενό της, δηλαδή την επιχείρηση με την οποία θα συνάψει τη σύμβαση. Λοιπόν, η αρχή του πραγματικού ανταγωνισμού, όχι συμπεγνία ή απατηλή συνενόηση των ενδιαφερωμένων. Η αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού, δηλαδή να μη θεσπίζονται όροι περιορίζουν υπέρμετρα το δικαίωμα συμμετοχής των ενδιαφερωμένων. Ας πούμε, συμμετοχή μητρικών και θυγατρικών εταιριών, οπότε αυτό τι δημιουργεί, πλειονέκτημα της μητρικής εταιρείας, δηλαδή ολυγοπολιακές καταστάσεις. Το καταλάβατε αυτό που είπα? Να μην οι εταιρείες μη μεθαίνουν σε φορηγιά εικογένεια. Ναι, ας πούμε, η συμμετοχή μητρικών, δηλαδή πρέπει να τίθεται, οι όροι που διέπουν κάθε σύμβαση πρέπει να τηρούν αυτές τις αρχές. Δηλαδή, αρχή του πραγματικού ανταγωνισμού, να διασφαλίζει ότι δεν υπάρχει απατηλή, συνενόηση, συμπεγγενία μεταξύ των ενδιαφερωμένων. Δεύτερον, αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού, να μη θεσπίζονται όροι που περιορίζουν τα δικαιώματα συμμετοχής των ενδιαφερωμένων. Δηλαδή, συμμετοχή μητρικών και θυγατρικών εταιριών. Να τίθεται κάποια όρια εκεί, διότι με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται τι? Ολιγοπόλια, έτσι. Δηλαδή, ευνοούνται ποιες οι εταιρείες που ανήκουν σε έναν κόμυλο. Άρα πρέπει να τίθεται κριτήρια ως προς τη συμμετοχή. Άλλη αρχή, η διαφάνεια. Να τηρείται η αρχή της διαφάνειας. Δηλαδή, παρουσία των ενδιαφερωμένων κατά το άνοιγμα των προσφορών. Δεν μπορεί να υπάρχει μυστικότητα κατά το άνοιγμα των προσφορών, γιατί μπορεί, ας πούμε, η μια εταιρεία να έχει υποβάλει ένα πλήρη φάκελο και να υπάρχει συμπεγγεία με την αναθέτουσα αρχή, η άλλη εταιρεία να έχει υποβάλει ελπίπροσφορο και αυτό να μην επηρεάσει. Πρέπει παρουσία των ενδιαφερωμένων κατά το άνοιγμα των προσφορών. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων. Δηλαδή, να μην προβλέπονται όροι που καταλήγουν στον αποκλεισμό των μη μεδαπών υποψηφίων. Παράδειγμα, καθορισμός της τεχνικής ικανότητας του υποψηφίου βάσει των κατατάξεων εθνικών επαγγελματικών ενώσεων. Το καταλάβατε αυτό? Τι σημαίνει αυτή της ίσης μεταχείρισης? Να μην προβλέπονται όροι που ευνόουν τις μεδαπές επιχειρήσεις. Δηλαδή, κριτήρια, τεχνικά κριτήρια, ας πούμε. Καθορίζεται η τεχνική ικανότητα του υποψηφίου, αποτελεί κριτήριο επιλογής βάσει των κατατάξεων που κάνουν οι εθνικές επαγγελματικές ενώσεις, ας πούμε, για τους εργολύπτες. Έτσι? Να μην εφαρμόζονται κριτήρια και πρότυπα που ισχύουν στην ένομη τάξη στην οποία ανήκει η αναθέτουσα αρχή. Να μην ευνοούνται δηλαδή οι μεδαπές επιχειρήσεις. Η γενική απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών. Παράδειγμα. Αντικείμενο της σύμβασης είναι η κατασκευή συστήματος ύδρευσης. Η αναθέτουσα αρχή είναι ένας ελλανδικός δήμος ο οποίος στους όρους της σύμβασης, της προκήρυξης αναφέρει ότι θα χρησιμοποιηθούν αγωγοί που ανταποκρίνονται στα ελλανδικά πρότυπα. Νόρμοι είναι τα ποσοτικά. Εδώ δεν έχουμε τι. Παραβιάζεται η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών. Ο ποσοτικός περιορισμός είναι ένα μέτρο που εμποδίζει τις εισαγωγές. Στην ουσία, όταν επιβάλλει η σύμβαση ότι θα χρησιμοποιούνται αγωγοί που καλύπτουν τα εθνικά πρότυπα σημαίνει ότι αποκλείονται επιχειρήσεις που έχουν άλλα πρότυπα. Αρχή της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Δηλαδή, πρέπει να εξασφαλίζεται η ίση συμμετοχή των διαγωνιζουμένων. Με άλλα λόγια, κυρίως δύο πράγματα ενδιαφέρουν το ενωσιακό δίκιο. Ισότητα και διαφάνεια. Έτσι, επομένως η προκήρυξη πρέπει να είναι σαφή. Η ώρα της προκήρυξης πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνια, να τηρούνται εύλογες προθεσμίες, να εφαρμόζονται ενιαίες τεχνικές προδιαγραφές, να τηρούνται τα άπαξ καθορισθέντα κριτήρια. Έτσι, η δική νομοθεσία που διέπει κάθε σύμβαση πρέπει να πληρεί αυτές τις γενικές αρχές που απορρέουν από το πρωτογενές δίκιο της Ένωσης. Είναι σαφή τα πράγματα μέχρι εδώ. Άρα, και να μην είχαμε ειδικά κοινωτικά ενωσιακά νομοθετήματα, οι συμβάσεις επόσον παρουσιάζουν διασυνοριακό στοιχείο θα πρέπει να διέπονται από αυτές τις αρχές. Αυτές τις αρχές εφαρμόζονται μέχρι φρόντινος στις συμβάσεις παραχώρησης. Εντάξει μέχρι εδώ. Για να δούμε τώρα τα ειδικότερα νομοθετήματα. Εδώ έχουμε το εξής και είναι εφαρμοστέ οι κανόνες. Διακρίνουμε, όπως είπαμε, σε προσυμβατικό στάδιο. Να δούμε τι είναι το προσυμβατικό στάδιο. Προσυμβατικό στάδιο είναι το σύνολο των διοικητικών πράξεων που σχετίζονται με την προπαρασκευή και την κατάρτιση μιας σύνδεσης και συγκροτούν μια σύνθετη διοικητική ενέργεια η οποία ξεκινά κατά κανόνα με την πράξη της πράξης προκήρυξης και ολοκληρώνεται με την έκδοση της κατακυρωτικής απόφασης. Η προκήρυξη είναι μια κανονιστική πράξη με την οποία η αναθέτουσα αρχή διατυπώνει καλή τους ενδιαφερόμενους να συμμετάσουν στη διαγωνιστική διαδικασία, αφορήσει βεβαίως το είδος της σύμβασης, τους κανόνες που τη διέκουν, τους όρους της, τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι ενδιαφερόμενοι και οι προσφορές τους, τα κριτήρια ανάθεσης και τα λοιπά. Η σύμβαση τώρα η ίδια και ολοκληρώνεται με την πράξη της κατακύρωσης με την απόφαση δηλαδή της αναθέτουσας αρχής, η οποία επιλέγει τον α ή τον β ή τον γ διαγωνιζόμενο. Ωραία. Τώρα εδώ το ενδιαφέρον πιο είναι ότι έχουμε μια σειρά εκτελεστών πράξεων, οι οποίες αποσκοπούν όλες στην σύναψη της σύμβασης, αλλά όπως σας είπα η τελική πράξη θεωρεί ότι δεν είναι υπογραφή της σύμβασης, γιατί διότι η σύμβαση δεν είναι εκτελεστή πράξη, επομένως δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή. Αυτή η αλυσίδα των εκτελεστών πράξεων που αποτελεί, είπαμε σύνθετη διοικητική ενέργεια και είναι το πρωτοσυμβατικό στάδιο, χαρακτηρίζονται, χαρακτηρίστηκαν μάλλον από την γαλλική νομολογία σε πρώτη φάση και τον όρο η οθέτηση και η ελληνική ως αποσπαστές πράξεις. Αποσπόνται δηλαδή οι μονομερείς αυτές πράξεις από τη σύμβαση και υπόκειται αυτοτελώς στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή. Με άλλα λόγια, επειδή ο ακυρωτικός δικαστής δεν μπορεί να ακυρώσει σύμβαση, τουλάχιστον δεν μπορούσε μέχρι τώρα, τώρα με το νόμο 38-86 άλλαξε το νομοθετικό καθεστώς, πάντως δεν μπορούσε μέχρι πρώτον να ακυρώσει σύμβαση, επομένως ο έλεγχος του διασφαλιζόταν με τον έλεγχο των αποσπαστών πράξεων. Αποτελούν δηλαδή οι αποσπαστές πράξεις, όπως λέμε, εφέδρεση του ακυρωτικού δικαστή για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού ο οποίος δεν μπορούσε να επιτελθεί διαφορετικά. Δηλαδή δεν είχαμε κάποιο νομικό αίρισμα για την κατασκευή αυτών των αποσπαστών πράξεων, έτσι. Δηλαδή ήταν ένα εργαλείο δικονομικής τεχνικής, όπως λέμε, μια δικλήδα ασφαλείας, που χρησιμοποίησε ο δικαστής για να αμβλύνει τα αυστηρά όρια πρόσβασης στη διοικητική δικαιοσύνη. Είναι το σύνολο των μονομερών πράξεων που αρχίζουν με την προκήρυξη και καταλήγουν στην κατακύρωση του διαγωνισμού. Είναι δηλαδή η διαδικασία σύναψης της σύμβασης, η διαγωνιστική διαδικασία. Και αν θέλουμε να την αναλύσουμε, θα δούμε ότι περιλαμβάνει μία σειρά μονομερών εκτελεστών ή και μη εκτελεστών ενίωτε πράξεων, όπως θα δούμε, οι οποίες αποσκοπούν, δηλαδή γίνονται με αποκλειστικό σκοπό, τη σύναψη της σύμβασης. Επειδή όμως, όπως είπαμε, η σύμβαση είναι μία διμερής πράξη και όχι μονομερής. Άρα, καταρχήν δεν ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή. Για να διασφαλίσει τον έλεγχό του, απέσπασε της μονομερής πράξης, θεωρώντας ότι η τελευταία πράξη της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, την οποία μπορεί να ελέγξει και στην οποία ενσωματώνονται οι προηγούμενες, είναι πια η πράξη κατακύρωσης. Δηλαδή, η απόφαση της αναθέτουσας αρχής να συνάψει τη σύμβαση με τον Α και όχι με τον Β. Είναι ατομική. Λοιπόν, επαναλαμβάνουμε ότι η αρχική πράξη είναι η προκήρυξη του διαγωνισμού που έχει κανονιστικό χαρακτήρα, ενώ η τελική πράξη είναι η πράξη κατακύρωσης του επίδικου διαγωνισμού. Μεταξύ των δύο αυτών πράξεων, θα δούμε στη συνέχεια τη διαδικασία, αλλά σας λέω εκπροημίου ότι παρεμβάλλονται πλήονες ενδιάμεσες πράξεις, τόσο εκτελεστές όσο και μη εκτελεστές. Εκτελεστές. Η απόφαση περί αποσφράγησης των οικονομικών προσφορών των εταιριών που έλαβαν μέρος σε κλειστό διαγωνισμό. Θα σας το πω μετά τι είναι ο προσφράγης διαγωνισμός. Απόφαση περί αποσφράγησης οικονομικών προσφορών εταιριών που έλαβαν μέρος σε κλειστό διαγωνισμό. Απόρριψη προσφορών ορισμένων διαγωνιζομένων. Αποκλεισμός ή μη αποκλεισμός διαγωνιζομένων από τον διαγωνισμό. Απορρίψεις ετοιμάτων ή ενστάσεων των διαγωνιζομένων. Η πράξη της αναθέτου σας αρχής με την οποία οριστικοποιείται η αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων. Η πράξη περί έγκρισης παρεκκλήσεων από τις διατάξεις που διέκουν παραδείγματος χάρη την ανάθεση εκπονίσεως μελέτης. Αλλά στις αποσπαστές πράξεις εντάνσσονται και μη εκτελεστές πράξεις, όπως πρακτικά γνωμοδοτικών επιτροπών. Πολλές φορές η αναθέτου σε αρχή χρησιμοποιεί γνωμοδοτικές επιτροπές που έχουν εξειδικευμένη γνώση για κάποια αξιολόγηση. Αυτές οι γνωμοδοτήσεις είναι φυσικά μη εκτελεστές πράξεις ως γνωστό. Ή προσκλήσεις προς τους διαγωνιζομένους για να εκτιολογήσουν τις προσφορές τους. Επίσης, εκτελεστές πράξεις είναι και αποφάσεις επί διοικητικών προσφυγών που ασκούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας. Και όπως καταλαβαίνετε εδώ, οι νομικές πλημέλειες των μη εκτελεστών πράξων επηρεάζουν τον κύρος των εκτελεστών πράξων. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πώς λειτουργεί η θεωρία των αποσπαστών πράξων εδώ. Έχουμε μια διαγωνιστική διαδικασία, θα δούμε ο διαγωνισμός τι μπορεί να είναι. Και μια σειρά πράξων της αναφέρουσας αρχής έτσι μέχρι να καταλήξει στην επιλογή της Α ή της Β εταιρείας. Λοιπόν, είπατε ότι αποφάσεις περιπτωσιακών δεν είναι εκτελεστές πράξεις. Εκτελεστές πράξεις, φυσικά. Μπορείτε να πείτε μερικά παραδείγματα, μπορεί να κάνετε παραδείγματα από τις εκτελεστές πράξεις. Ναι. Αποκλεισμός διαγωνιζομένου. Κατάταξη προσφορών. Ναι, όλες αυτές είναι πράξεις ακυρωτικού ελέγχου. Απόφαση επί ενστάσεως. Ναι. Το καταλάβατε? Αυτές είναι σύντομα τα διαστήματα. Θα δούμε, πέντε μέρες. Εδώ σε πέντε μέρες πρέπει να σηκηθεί η ένσταση, σε δέκα μέρες πρέπει να απαντήσει η αρχή. Αυτό αδχοκ κρίνεται, εξαρτάται από το πώς θα εκτελεστεί ο διαγωνισμός. Αν είναι μόνο δύο οι ενδιαφερόμενοι και δεν παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα, δηλαδή δεν ασκηθούν ενστάσεις, είναι τέλειες οι προσφορές, αποδεχθεί ο καθένας τον αποκλεισμό του, όπως καταλαβαίνετε δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπορεί να εξελιχθεί ο διαγωνισμός πολύ γρήγορα. Αν τώρα είναι τεράστιες προσφορές, ας πούμε ένα τεχνικό έργο το οποίο χρειάζεται πολύ μελέτη, να εξετάσει αναθέτους αρχή αν τα σχέδια τα αρχιτεκτονικά, το μηχανικού, το ένα το άλλο, πλήρη τις προδιαγραφές του διαγωνισμού μπορεί να πάρει πάρα πολύ χρόνο. Δηλαδή μπορεί να είναι και ένα έτος, καταβάλλεται πολλοί διαγωνισμοί, διέρχονται πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν έχουν υποβληθεί πολλές ενστάσεις, καταλαβαίνετε, μέχρι να εξεταστούν οι ενστάσεις σε διάφορα στάδια της διαδικασίας. Όλα αυτά είναι θέμα δηλαδή πώς θα εξελιχθεί ad hoc κάθε συγκεκριμένη διαδικασία. Τώρα ποιοι είναι οι εφαρμοστές οι κανόνες, έτσι, οι κανόνες που αφορούν την εξέλιξη της διαγωνιστικής διαδικασίας και οι κανόνες που αφορούν την ένωμη προστασία, τους οποίους θα δούμε στη συνέχεια. Λοιπόν, σε πρώτη φάση, έτσι, έχουμε τις οδηγίες 18 και 17 του 2004 και όπως μεταφέρθηκαν, όπως είδαμε, με τα προεδρικά διατάγματα 59 και 60 του 2007. Τώρα, εάν πρόκειται για σύμβαση που δεν εμπίτει στο κοινοτικό δίκαιο, τότε το προσυμβατικό στάδιο διέπεται από κανόνες του εθνικού δικαίου, ας πούμε, το κλασικό νομοθέτημα είναι ο νόμος 1418 του 1984, έτσι, για τα δημόσια έργα. Να σημειώσουμε εδώ ότι προβλέπεται για τις συμβάσεις προληπτικός έλεγχος από το ελεγκτικό συνέδριο, αν δείτε το άθλο 98 του συντάγματος, προβλέπει προληπτικό έλεγχο του ελεγκτικού συνέδριου, ήδη κατά το στάδιο το προσυμβατικό, έτσι. Χωρίς αυτό είναι άκρη σχετική διαδικασία. Ωραία, για να δούμε τους κανόνες, είπαμε ότι οδηγία, το βασικό νομοθέτημα που μας ενδιαφέρει, είναι η οδηγία 18 του 2004. Εδώ πρέπει να πούμε ότι επελέγει ο κοινοτικός νομοθέτης, επέλεξε οδηγίες και όχι κανονισμούς, γιατί, για να δώσει μεγαλύτερη, να διασφαλίσει μεγαλύτερη ευελιξία στις εθνικές νομοθεσίες. Στην πραγματικότητα, όμως, οι οδηγίες, αν δείτε, είναι τόσο λεπτομερειακές, που οι εθνικοί κανόνες περιορίζονται στην επανάληψή τους. Δηλαδή, έχουν ρυθμίσει τόσο διαξωτικά τη διαδικασία, ώστε οι εθνικές διατάξεις περιορίζονται στην επανάληψή τους. Επομένως, η οδηγία, όπως έχει ξελιχθεί σαν πράξη του παραγώβου δικαίου, κοινοτικού δικαίου, έχει χάσει την αρχική της φιλοσοφία, έτσι, ως προς τι ήταν δεσμευτική η οδηγία, ως προς το επιδιοκόμενο αποτέλεσμα, αλλιώς τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα επιλογής των μέσων. Τώρα, έχουμε καταλήξει σε τόσο λεπτομερειακές οδηγίες, που δεν αφήνονται πολλά περιθώρια επιλογών στα κράτη μέλη, έτσι. Λοιπόν, είδαμε ότι η οδηγία 18 του 2004... Οι εξερούμενοι τομείς ύδατος, ενέργειας, μεταφορών και ταχυδρομικών υπηρεσιών διέπονται από το Προεδρικό Διάταγμα 59 του 2007. Επίσης, οι συμβάσεις για την άμυνα, και εδώ έχουν ειδικό καθεστώς, υπάρχει ο νόμος 39-3978 του 2011, ο οποίος μεταφέρει την οδηγία 81 του 2009. Τα προεδρικά διατάγματα 60 και 59 του 2007 διέπουν κάθε δημόσια σύμβαση, δηλαδή σύμβαση εξεπακτούς αιτίας, η οποία συνάπτεται γραπτός μεταξύ ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσότερων αναθετουσών αρχών. Δεν χρειάζεται να βρει αυτά στο κείμενο. Και έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών. Άρα, σύμβαση εξεπακτούς αιτίας γραπτεί μεταξύ αναθετούς, ας αρχίσουμε από την έννοια που έχουμε πει, κράτος οτά οργανισμός δημοσίου δικαίου και από την άλλη οικονομικός φορέας, με αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών. Οι συμβάσεις εξερούσαν την παρακόρηση έργων και υπηρεσιών από το ρυθμιστικό αντικείμενο των οδηγιών. Είπαμε όμως ότι τώρα έχουμε τη Νέα Οδηγία 23 του 2014 η οποία ρυθμίζει και αυτές τις οδηγίες. Όπως και αυτές τις συμβάσεις, οι οδηγίες όμως αυτές δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στην Εθνική Ένωμη Τάξη. Ωραία. Τώρα, οι αναθέτους εις αρχές πρέπει να αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς, όπως είπαμε, ισότιμα και χωρίς διακρίσεις, ενεργώντας με διαφάνεια. Δηλαδή, πρέπει να διασφαλίζονται όροι υγιούς και ανώθευτου ανταγωνισμού. Για να δούμε τώρα, είπαμε ότι η διαγωνιστική διαδικασία περιλαμβάνει μία σειρά εκτελεστών και μη εκτελεστών πράξεων, τις αποσπαστές πράξεις. Για να δούμε όμως πώς γίνεται αυτή η διαδικασία που αυτές οι πράξεις δηλαδή σε ποια ευρύτερα σύνολα υπάγονται. Έχουμε ανοιχτές διαδικασίες ή ανοιχτός διαγωνισμός. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, κάθε ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας που πληρεί βέβαια τις προϋποθέσεις της προκήρυξης, μπορεί να υποβάλλει προσφορά. Θα ανοιχθούν και θα αξιολογηθούν όλες οι υποβληθήσεις προσφορές. Δεύτερο είδος είναι οι κλειστές διαδικασίες ή οι κλειστή διαγωνισμοί. Στις περιπτώσεις αυτές, όταν έχουμε κλειστό δηλαδή διαγωνισμό, κάθε οικονομικός φορέας μπορεί να υποβληθήσει συμμετοχή, πλην όμως υποβάλλουν προσφορά μόνο οι οικονομικοί φορείς, τους οποίους καλεί η αναθέτουσα αρχή. Δηλαδή, η αναθέτουσα αρχή εδώ δεν εξετάζει όλες τις προσφορές, αλλά εξετάζει αιτήσεις υποβολής προσφορώ και επιλέγει, αιτιολογημένα βέβαια, ποιες επιχειρήσεις θα υποβάλλουν προσφορές, τις οποίες και θα ανοίξει και θα εξετάσει. Έτσι. Ωραία μέχρι εδώ. Τώρα, οι οδηγίες προβλέπουν και κάποιες ειδικές διαδικασίες που είναι οι διαδικασίες με πια πραγμάτευση. Δηλαδή, επειδή πρόκειται για συμβάσεις περίπλοκες με αντικείμενα πολύ τεχνικά, οι αναθέτουσες αρχές διαβουλεύονται με οικονομικούς φορείς της επιλογής τους και διαπραγματεύονται τους όρους της σύμβασης με έναν ή περισσότερους από αυτούς, έτσι, διαδικασίες με διαπραγμάτευση λέγοντας, επόσον συντρέχουν πίγοντες λόγοι και δεν τελεσφόρησαν οι ανοιχτές ή κλειστές διαδικασίες, έτσι. Δηλαδή, προκηρήθηκε διαγωνισμό, ας πούμε, ανοιχτός ή κλειστός, δεν τελεσφόρησε. Μπορεί να αποφασίσει η αναθέτουσα αρχή, για να μην χαθεί η ευκαιρία σύναψης της σύμβασης, να αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία με διαπραγμάτευση. Δηλαδή, να δει ποιοι από τους οικονομικούς φορείς πληρούν τις προϋποθέσεις της προκήρυξης, δηλαδή, ποιοι είναι οι πιο, όχι ισχυροί, αλλά οι πιο κατάλληλοι, αν θέλετε, για τη σύναψη αυτής της σύμβασης, να διαπραγματευθούν τους όρους της σύμβασης με αυτούς. Δηλαδή, να μην επαναλάβουν το διαγωνισμό με την ίδια ακριβώς διαδικασία, αλλά να κάνουν κάποια διαπραγμάτευση με την κρίση τους, δηλαδή, με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και, εντεχομένως, να ανθρωποποιήσουν τους όρους του διαγωνισμού, ούτως ώστε να καταστεί δυνατοί η σύναψη της σύμβασης. Ωραία. Τώρα, η διαπραγμάτευση διενεργείται κατά κανόνα με δημοσίευση της προκήρυξης ή κατεξέρεση χωρίς προκήρυξη. Και, όπως είπαμε, η διαπραγμάτευση προϋποθέτει αποτυχία προηγούμενου διαγωνισμού και το Συμβούλο Επικρατείας έχει κρίνει ότι πρέπει να καλούνται όλοι οι συμμετέχοντες, έτσι, προς διαπραγμάτευση. Τώρα, για λόγους ισοτιμίας, δηλαδή προσκαλούνται στη διαπραγμάτευση όλοι όσοι συμμετείχαν στον τακτικό διαγωνισμό και βέβαια τώρα το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης είναι εξαρτάται από την αναθέτουσα αρχή. Τώρα, υπάρχει η αναθέτουσα αρχή, διατηρεί τη δυνατότητα να συνάψει με διαπραγμάτευση μια σύμβαση χωρίς προηγούμενη προκήρυξη εάν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, δηλαδή έχουμε κατεπίγουσα ανάγκη σύναψης της σύμβασης, η οποία οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονότα και τα οποία δεν οφείλονται σε δική της ευθύνη. Σε περίπτωση, λοιπόν, κατεπίγουσας ανάγκης απρόβλεπτων γεγονότων που δεν οφείλονται σε ευθύνη της αναθέτουσας αρχής, αυτή μπορεί να συνάψει σύμβαση με διαπραγμάτευση, δηλαδή να προσφύγεις αυτή την εξαιρετική διαδικασία. Αλλά είπαμε πρέπει να τη ολογείται και να συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις. Ωραία. Εντάξει μέχρι εδώ. Τώρα, η εθνική νομή τάξη προβλέπει και τη δυνατότητα της απευθείας ανάθεσης μιας σύμβασης. Τώρα, και αυτή, όπως καταλαβαίνετε, είναι μια εξαιρετική διαδικασία, οπότε και αυτή πρέπει να περιβάλλεται από ιδιαίτερες εκκυήσεις. Απευθείας, λοιπόν, ανάθεση χωρίς διαγωνισμό γίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις που καθορίζονται, όπως είπαμε, από τον νόμο και προϋποθέτουν διαπραγμάτευση. Δηλαδή, η απευθείας ανάθεση ήταν η διαδικασία που προέβλεπε το εθνικό δίκαιο, τώρα, όπως βλέπουμε, ρυθμίζεται ειδικά στις οδηγίες. Και συνήθως, οι συμβάσεις που συνάπτονται με απευθείας ανάθεση, κυρώνονται στη συνέχεια νομοθετικά. Δηλαδή, πρέπει να υπάρχουν κάποιες εγγύσεις στις περιπτώσεις αυτές. Για να δούμε λίγο τη διαδικασία. Έχουμε, καταρχάς, την δημοσίευση προκήρυξης, είπαμε, η προκήρυξη πρέπει να περιλαμβάνει, φανταστείτε ότι το περιεχόμενο της προκήρυξης ρυθμίζεται από τις ίδιες τις οδηγίες. Δηλαδή, αν δείτε αναλυτικά τις οδηγίες, στο παράρτημά τους, περιέχουν επ' ακριβώς το μίνιμουμ των στοιχειών που πρέπει να περιλαμβάνει μια προκήρυξη. Και βέβαια μπορεί και κάθε πρόσθετη πληροφορία που η αναθέτουσα αρχή κρίνει σκόπιμη, αλλά πρέπει να χρησιμοποιούνται τα τυποποιημένα έντυπα που έχει καταρτήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δηλαδή, βλέπετε ότι το ενωσιακό δίκιο ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις δημόσες συμβάσεις. Τεχνικές προδιαγραφές τώρα. Πολύ σημαντικό μέρος μιας σύμβασης. Οι τεχνικές προδιαγραφές αναφέρονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού, στη συγγραφή των υποχρεώσεων και στα συμβατικά τέχη. Τεχνικές προδιαγραφές εξασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση στους προσφέροντες και δεν πρέπει φυσικά να δημιουργούν αδικαιολόγητα εμπόδια στον ανταγωνισμό. Δηλαδή, όπως είπαμε, δεν πρέπει τεχνικές προδιαγραφές να ανταποκρίνονται, να επαναλαμβάνουν τα εθνικά πρότυπα. Δηλαδή, οι τεχνικές προδιαγραφές αφορούν τις γάζες που πρέπει να προμηθεύσει η επιχείρηση στο νοσοκομείο. Δεν πρέπει να επιλεγούν, πρέπει να επιλεγούν ως τεχνικές προδιαγραφές αυτά που θεσπίζει η κοινοτική νομοθεσία. Και όχι τεχνικές προδιαγραφές εθνικές, γιατί αυτό εσωδυναμείνται περιορισμό. Επίσης, ακριβώς αυτό απαγορεύεται η θέσπιση προδιαγραφών που περιορίζουν τον κύκλο των διαγωνιζωμένων επιχειρήσεων. Εκτός βέβαια, αν τύχει και οι προδιαγραφές αυτές αποδεδειγμένα εξυπηρετούν αποτελεσματικά τις ανάγκες για την κάλυψη των οποίων τίθεται. Σημαντικές λοιπόν οι τεχνικές προδιαγραφές. Αν δείτε όλη την ομολογία του Συμβουλίου Επικρατίας για την βρωμήθεια των νοσοκομείων, γιατί είναι ευρύτατη, μάλλον είναι πάρα πολύ πλούσια η σχετική νομολογία, βλέπετε πόσα τέτοια θέματα αναγκύπτονται τις τεχνικές προδιαγραφές. Πάρω και τα κριτήρια που αξιολογία αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να επιλέξει τον α ή τον β ή τον γ διογωνιζόμενο. Η απαρίθμηση των κριτηρίων φυσικά αναγκαστικά είναι ενδεικτική. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να επιλέξει τα ειδικότερα κριτήρια τα οποία θα χρησιμοποιήσει για την αξιολόγηση των προσφορών. Όμως τα κριτήρια αυτά πρέπει να είναι πρόσφορα για την εξέβριση της πλέον συμφέρουσας προσφοράς. Προσέξτε εδώ, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να έχει δεσμη αρμοδιότητα, όταν, σύμφωνα με την προκήρυξη, πρέπει να επιλέξει την χαμηλότερη προσφορά, αλλά κατά κανόνα έχει διακριτική ευκαιρία, δηλαδή επιλέγει την οικονομικώς πλέον συμφέρουσα προσφορά. Αυτό σημαίνει ότι λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το ποσό, αλλά και όλα τα στοιχεία και άλλα κριτήρια. Για αυτό λέμε ότι τα αξιολογούμενα κριτήρια είναι πολλά. Αναφέρεται οι οδηγοί απαριθμοί κάποια, αλλά δεν είναι τα μόνα. Είναι ενδεικτική η απαρίθμηση. Αυτά λοιπόν όσον αφορά αυτά τα κριτήρια. Τώρα, οι προθεσμίες υποβολής των προσφορών είναι συγκεκριμένες για κάθε τύπο διαγωνισμού. Προσέξτε τώρα, στις ανοικτές διαδικασίες δεν μπορεί να είναι μικρότερης από 52 μέρες, από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης, ενώ στις κλειστές η ελάχιστη προθεσμία παραλαμβής των προσφορών ανέβηται σε 40 μέρες από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης. Δηλαδή βλέπετε, γίνεται μια προσπάθεια τι? Κάποια σύνδμησης των προθεσμιών, για ποιο λόγο? Για τη ταχύτη ολοκλήρωση της σύμβασης. Έτσι, 52 στιγμίες στους ανοιχτούς και 40 στους κούστος. Δηλαδή, όχι λιγότερο από 52. Γιατί σας λέω ότι η φάκελη της προσφοράς είναι οικονομική, τεχνική προσφορά, είναι τεράστια, δηλαδή πρόκειται για ολόκληρα πακέτα. Εγώ μόνος για να συγκεντρωθούν όλα αυτά, οι τεχνικές προδιαγραφές δηλαδή είναι πάρα πολλά. Χρειάζεται μεγάλος χρόνος. Όπως καταλαβαίνετε βέβαια, η αναθέτουσα υπάρχει μεν διαφάνεια, δηλαδή πρέπει να παρίσταται στο άνοιγμα των προσφορών όλοι, αλλά η αναθέτουσα αρχή έχει δεν αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που έχει από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις, ας πούμε αυτές που αφορούν τις εμπιστευτικές, ας το πούμε, πτυχές των προσφορών. Εννοείται ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί το σύνολο της προσφοράς ως εμπιστευτική, διότι παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας. Τώρα, στη συνέχεια, έχουμε αυτή τη σειρά των πράξεων που καταλήγουν στην κατακύρωση του διαγωνισμού, δηλαδή ανοίγονται προσφορές, αξιολογούνται, αποκλείονται κάποιοι υποψήφοι, άλλοι καλούνται για παροχή διευκρινήσεων, υποβάλλονται ενστάσεις, εξετάζονται οι ενστάσεις, έχουμε νέες αποφάσεις. Ενδεχομένως κάποιοι ζητούν προσωρινή δικαστική προστασία και ούτω καθεξής, μέχρι, και στη συνέχεια βέβαια, καταλήγει η αναθέτουσα αρχή στην επιλογή ενός διαγωνιζομένου. Ποια είναι τα κριτήρια ανάθεσης? Κριτήρια ανάθεσης η Σύμβαση μπορεί να ανατίθεται κατά κανόνα έτσι στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας αρχής. Οπότε τι συνέκτημα συνδυαστικά την ποιότητα, την τιμή, την τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, την αποδοτικότητα, την εξυπηρέτηση μετά την πόληση, την τεχνική συνδρομή, την ημερομηνία παράδοσης. Όλα αυτά λοιπόν θα τα συνεκτήμησαν, είναι κριτήρια ανάθεσης και η Σύμβαση βέβαια μπορεί να προβλέπει, προκήρυξε ότι αναβίδεται στη χαμηλότερη τιμή. Τώρα εννοείται ότι τα κριτήρια αξιολόγησης και ανάθεσης πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνια, δηλαδή να είναι κατανοητά στους ενδιαφερωμένους, έτσι, και να ερμηνεύονται κατά τον ίδιο τρόπο. Και επίσης να εφαρμόζονται αντικειμενικά και ενιαία από την διοίκηση, από την αναθέτουσα αρχή. Τώρα, ένα σημαντικό πράγμα είναι οι ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές. Δηλαδή οι διαγωνιζόμενοι επιδιώκουν πολλές φορές να ανωθέψουν τον ανταγωνισμό, υποβάλλοντας ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές. Η αναθέτουσα αρχή οφείλει να ανοιχνεύει και να εντοπίζει αυτές τις ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές και να τις απορρίπτει, εφόσον δεν μπορούν να δικαιολογηθούν, έτσι, για να αποφεύγεται η νόθεψη του ανταγωνισμού. Πρέπει λοιπόν οι προσφορές να τηρούν τη νομοθεσία, δηλαδή να καλύπτουν, να συνάδουν προς τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας περί κατώτερης νόμιμης αμοιβής της εργασίας. Δηλαδή σε μια σύμβαση έργου, εάν είναι ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά, σημαίνει ότι δεν αμβάνει υπόψη την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή των εργαζομένων στο έργο, έτσι. Αυτό οφείλει να το ελέγξει η αναθέτουσα αρχή και να απορρίψει αυτή την προσφορά, έτσι, κι ας είναι οι οικονομικά πλέον συμφέρουσα. Οφείλει λοιπόν, σε περίπτωση ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών, να ανοιχνεύει τι κρύβεται πίσω από αυτήν και να την απορρίπτει όταν η προσφορά αυτή αποσκοπεί στην όθεση του ανταγωνισμού. Τώρα, αν δικαιολογείται η ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά, φυσικά δεν μπορεί να την απορρίψει εκ μόνο του λόγου ότι είναι ασυνήθιστα χαμηλή. Επίσης, το βασικό λοιπόν είναι ο έλεγχος της εργατικής και κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, διότι διαφορετικά θα παραβιαζόταν και η αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, αν και θα είχαμε και αθέμητο ανταγωνισμό. Μέχρι εδώ είμαστε τάξιοι, το καταλάβαμε? Υπάρχει κάποια απορία? Έχει, ναι, έχει. Καταλάβατε όμως την διαδικασία, έτσι, προκήρυξης σύμβασης με τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα και στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι. Δημοσίωση της προκήρυξης, προθεσμία για την υποβολή προσφορών, δημόσιο άνοιγμα προσφορών, αξιολόγηση προσφορών, αποκλεισμός υποψηφίων ανάλογα με το αν πειρούν ή όχι τα κριτήρια, κατάταξη των προσφορών, απάντησης ενστάσεις που οι ενστάσεις είναι κατά κανόνα τη διοικητικές προσφυγές, στο τέλος λοιπόν αξιολόγηση και κατάταξη και κατακύρωση του διαγωνισμού βάσει των κριτηρίων που είπαμε στην α ή στη β επιχείρηση. Τώρα, πώς συνάβηται η σύμβαση, απαιτείται και ο έγγραφος τύπος, έτσι, άρα πρέπει να υπογραφεί, δηλαδή κοινοποιείται φυσικά η πράξη κατακύρωσης στην επιχείρηση η οποία επιλέγει και στην συνέχεια υπογράφεται η σύμβαση που είναι συστατικός τύπος για τις συμβάσεις αυτές, έτσι. Υπογράφεται λοιπόν σύμβαση μεταξύ του δημοσίου της αναθέτουσα σακής και της επιλεγής σας επιχείρησης. Κάτι απορία έχουμε μέχρι εδώ. Οπότε ολοκληρώνεται επομένως τη σύναψη της σύμβασης. Έχουμε τώρα τη σύναψη της σύμβασης. Και θα δούμε πώς θα εξελιχθεί η σύμβαση, πώς θα εκτελεστεί και τι ανομαλίες μπορεί να επέλθουν κατά την εκτέλεση, αν είναι δυνατόν αυτή να λυθεί πρόωρα ή να καταγγελθεί από την αναθέτους αρχή ή από τον αντισυμβαλόμενο. Αλλά πριν φτάσουμε σε αυτό θα πρέπει να δούμε ποια είναι η δικαστική προστασία κατά τη σύναψη της σύμβασης. Διότι εάν συναυθεί η σύμβαση όπως καταλαβαίνετε και ζητήσω τη δικαστική προστασία από τον ιστέρο, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία στις συμβάσεις είναι η προσωρινή δικαστική προστασία. Καταλαβαίνετε γιατί, κυρίες συνάδελφοι, διότι αν ασχηθεί έτσι ακυρώσεως κάτι σπράξεις από κλεισμού μέχρι να εκδικαστεί έτσι ακυρώσεως, όχι απλώς να έχει υπογραφεί αλλά θα έχει εκτελεστεί η σύμβαση. Οπότε είναι δωρονάδωρο η έκδοση απόφασης έστω και ακυρωτικής του δικαστή. Άντε να ζητήσεις μια αποζημίωση που και αυτό είναι αδεύαιο. Επομένως πρέπει να έχουμε αποτελεσματική προστασία κατά το προσεμβατικό στάδιο και αυτό εξυπηρετούσε η οδηγία 665 του 89 η δικονομική οδηγία. Δηλαδή έχουμε μια παρέκτηση όπως είπαμε από την αρχή της δικονομικής αυτονομίας. Εκείνο στο οποίο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση οδηγία που προβλέπει φυσικά και την οριστική προστασία, προβλέπει και την αποζημίωση κτλ. Αλλά εκείνος το οποίο έδωσε έμφαση ήταν η προδικαστική προστασία. Την οποία διαμόρφωσε κατά ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο και μάλιστα κατά τρόπο ανεξάρτητο από την οριστική προστασία. Δηλαδή σημειώνουμε εδώ ότι η ελληνική ενόμη τάξη η Ελλάδα καταδικάστηκε από το δικαστήριο της Ένωσης γιατί δεν είχε μεταφέρει ειδικά την οδηγία 89665. Θεώρησε η ελληνική πολιτεία ότι η αναστορία εκτελέσεως στο άρθρο 52 του Προεδρικού Διατάγματος 18 παρέχει πλήρη προστασία, άρα συνάδηπος στις επιταγές της οδηγίας. Όμως η επιτροπή έκρινε ότι δεν ισχύει αυτό, άσκησε καταγγελία προσφυγής κατά της ελληνικής δημοκρατίας και όντως το δικαστήριο με απόφαση του 96 καταδίκασε την ελληνική δημοκρατία διότι δεν είχε μεταφέρει την οδηγία στην εθνική ενόμη τάξη. Συμμορφώθηκε λοιπόν η ελληνική πολιτεία με την έκδοση νόμου 2522 του 97, είναι ένας πολύ σημαντικός νόμος, έχουμε πλούσια νομολογία, ο οποίος αφορά ακριβώς αυτή την προσωρινή προστασία με πολλές καινοτομίες, δηλαδή το βασικό είναι ότι αποσυνέδεσε προσωρινή με οριστική προστασία. Δηλαδή ενώ στη δική μας ενόμη τάξη για να ζητηθεί προσωρινή προστασία, πρέπει να έχει προηγηθεί η άσκηση επίσης ως ακυρώσους. Εδώ δεν χρειάζεται αυτό, πρώτα ζητείται η προσωρινή προστασία και στη συνέχεια ασκείται έτσι σε ακυρώσους. Όλα αυτά λοιπόν ο νόμος 2522 κακαργήθηκε με τον νόμο 3886 του 2010, τον οποίο θα βούμε διεξοδικά την επόμενη ΔΕΜΠΙ μαζί με τη λύση της σύμβασης.