: Επειδή είμαι παλιάς σκοπής, παίρνω το μικρόφωνο και όχι αυτό που βάζουνε σε αυτοί. Περίπτω να σας πω, επειδή βλέπω πάρα πολλούς νέους και ξέρω πώς έχουν περάσει πανελλήνιες, αισθάνομαι κι εγώ απόψε και έχω το ίδιο τράξερ να περάσω πανελλήνιες. Παρ' όλα αυτά, πώς θα πρέπει να περάσω πανελλήνιες, να περάσω πανελλήνιες. Παρ' όλα αυτά, προτιμώ όσο χρονό είμαι, παρά να είμαι 18 και να έχω να περάσω πανελλήνιες στην Ελλάδα. Θα σας πω μια ιστορία, ένα παραμύθι, που έχει πολλές αφετηρίες. Πολλοί έχουν μια αφετηρία στη ζωή τους. Εγώ δεν ξέρω γιατί, μου πέσανε πάρα πολλές και κάθε φορά άρχιζα από ένα καινούργιο δρόμο. Από ό,τι θυμάμαι τον εαυτό μου, τον θυμάμαι στη Σάμο, ενώ δεν γεννήθηκα στη Σάμο, αλλά πήγα τριόχρονο με την αδελφή μου, που ήταν 1,5 χρόνο πιο μεγάλη από εμένα, γιατί είχε πάθει η μητέρα μας φυματίωση και μας στείλανε στον παππού μου και στη μεγάλη της αδελφή. Για μένα, όλος ο κόσμος ήταν η Σάμος, αυτή ήταν η Ελλάδα. Τα πεύκα, η θάλασσα, ο παππούς, που νομίζαμε ότι είναι αρχαίος Έλληνας, γιατί ήταν καθηγητής αρχαίων ελληνικών, ήταν σε σύνταξη, μόνο για αρχαίους μας μιλούσε, μας έλεγε μύθους και νιώθαμε ότι αυτός είναι ένας ευτυχισμένος τόπος που δεν θέλαμε καθόλου να τον χάσουμε. Και εκείνο που κυρίως βλέπαμε είναι ότι μέσα στη ζωή είναι όπως βάζεις τα παπούτσια σου το πρωί, έτσι πρέπει να πάρεις και ένα βιβλίο. Γιατί πάντα βλέπαμε τον παππού μας να κρατάει ένα βιβλίο στο χέρι. Όταν έφυγε ο παππούς μας νόμιζα ότι πήρα τα πάντα μαζί του. Ήτανε μια καινούργια φετηρία. Σερήγο πήγαμε στην Αθήνα, πήγαμε στο σχολείο και στο σχολείο ένιωσα το πρώτο πράγμα που είναι η φιλία. Έγινα φίλοι με τη ζόρσαρή και ως την τελευταία τη στιγμή που έφυγε για πάντα, μείναμε φίλες. Και αυτό, παιδιά, στους νέους σας το λέω, ότι η φιλία παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή. Στο σχολείο άρχισα να διαβάζω και μάλιστα με την αδελφή μου μας άρεσε πάρα πολύ να διαβάζουμε ποιήσεις και κυρίως ποιήματα λυπητερά του Παλαμά, το «ΑΦΚΕΧΤΟ ΚΙΑΣΤΟΛΙΣΤΟΤΟΤΟΤΑΦΟΥ ΔΕΣΕ ΔΥΝΟ», το «ΠΟΛΕΜΗ ΚΑΙ ΚΛΑΓΑΜΕ», τα διαβάζαμε το βράδυ και κλαίγαμε. Και έτσι κάτι μου πήγε μέσα μου. Μήπως γράψω κι εγώ που είμαι. Η μητέρα μου είχε ένα δίδυμο αδελφό, έναν πανέμορφο και εξωτερικά και εσωτερικά άνθρωπο. Ήτανε καθηγητής μαθηματικών και αραγωνιάστηκε μια κοπέλα που πολύ μας κακοφάνηκε εμάς, γιατί τον θεωρούσαμε, εμένα ήταν και ο νονός μου, ότι ανήκε σε εμάς. Αυτή την κοπέλα τη λέγανε και Διδό από πάνω. Είχε λίγο στραβή μύτη, αλλά είχε κάτι μάτια που έβγαζαν φλόγες. Αυτή η Διδό έγινε η μεγάλη μας συγγραφέας Διδό Σωτηρίου. Και μπορεί πολύ να τη γνωρίσαν σαν συγγραφέα, αλλά όποιος δεν την έχει γνωρίσει σαν άνθρωπο, έχει χάσει πολλά. Στο γάμο της της έγραψε ένα ποίημα. Χαμογέλασε, αλλά όταν κοίταξα τα μάτια της, μου φάνηκαν τόσο λυπημένα και πήρα απόφαση στη ζωή μου ότι δεν θα γίνω πίτρια. Λοιπόν, θα σας πω παιδιά το ποίημα, γιατί πέρασαν 82 χρόνια και στις βρυξέλες που μένω συχνά στην κόρη μου, μου ήρθε ένα βράδυ στο νου. Θα σας το πω για να καταλάβετε από τι γλίτωσε η πίηση, από τι γλιτώσεις και εγώ. Την αυγή με τη δροσούλα ο νονάμου αγαπημένη, κει που πήγα με τη βαρκούλα λίγο για να κολυμπήσω, είδα ένα άσπρο γλάρο που πετούσε χαροπά, τρέξε μου, είπε, για να πάει στην ονά σου τη χαρά. Τρα-λα-λα, τρα-λα-λα. Νομίζετε πως έχασα ότι μπορούσα να γίνω πίητρια. Όχι, ναι. Και είμαι πολύ χαρούμενη που δεν έγινα. Ξέχασα να σας πω ότι στο σπίτι του παππούς της Άμμο, στο σαλόνι, υπήρχε μια βιτρίνα και μέσα ήταν ένας τίγρης, το καπλάνι. Έτσι το έλεγαν στη Σάμο και νόμιζα κι εγώ πως το ξέρουν όλοι στην Ελλάδα όταν έγραφα το βιβλίο το καπλάνι. Ούτε το καπλάνι ή εξαιρετό, ούτε εγώ, τι ρόλο θα παίξουμε στη ζωή μας και οι δύο. Με τη Διδόα μάθαμε πολλά πράγματα. Μας έκανε να θέλουμε να αγαπάμε κάτι, να ενδιαφερόμαστε για κάτι, να διαβάζουμε βέβαια. Ήρθε ο πόλεμος και η Διδό μας έβαλε στην αντίσταση. Και η πρώτη μας αντιστασή πράξη που κάναμε και μας έλεγε η Διδό, μην νομίζετε ότι δεν είναι τίποτα. Είναι κάτι σπουδαίο. Όσο έλπη ο πατέρας μου στη τράπεζα που δούλευε το πρωί και γύριζε το μεσημέρι, το σπίτι μας γινότανε γιάφκα. Έφερνε τη Διδό τις γυναίκες της αντίστασης, την ηλέκτρα που εκτέλεσαν οι Γερμανοί, τη Μέλπου Αξιώτη, τη Ζεύγου, τη Σβόλου, συνεδρίαζαν. Και όταν έφευγαν, γιατί κάπνιζαν σαν τεκέδες, η αντιστασική μας πράξη με την αδερφή μου ήταν να ανοίγουμε την μπαλκονόπορτα, να αερίζουμε, να φύγει η μυρωδιά του καπνού, μη γυρίσει ο πατέρας μας σπίτι και δει ότι ήτανε μια τέτοια κατάσταση. Οργανωθήκαμε στην ΕΠΩΝ και έτσι που θυμάμαστε τώρα και πολλές φορές με τη Ζόρς όσο ζούσε, καθόμασταν και λέγαμε μην το πούμε πουθενά ότι τα χρόνια της κατοχής ήταν ευτυχισμένα χρόνια, γιατί πιστεύαμε σε κάτι, γιατί είχαμε ένα όραμα, γιατί πιστεύαμε ότι πραγματικά και εμείς βοηθούμε να απελευθερωθεί η Ελλάδα και είχαμε ένα όραμα που λέγαμε όταν τελειώσει η κατοχή θα ζήσουμε αυτό το όραμά μας, τώρα αν δεν μας βγήκε είναι άλλο. Στην κατοχή πήγαινα στο σχολείο της Αϊδωνοπούλου και είχαμε μια καθηγήτρια στα τεχνικά που ήθελε να μας βγάλει από αυτή τη θλίψη και τη μαυρίλα και την πείνα και να πάει ο νους μας να σκεφτόμαστε τα άλλα πράγματα και μας λέει παιδιά αυτή είχε σπουδάσει στη Γαλλία στη Σχολή Καλών Τεχνών θα κάνουμε κουκλοθέατρο. Μου λέει εσύ τι ξέρεις να κάνεις, λέω τίποτα. Με ρώτησε πώς με λένε, α μου λέει εσύ είσαι η Άλκη Ζέι. Λέω ναι, γιατί στο πρωιδικό του σχολείου είχε δημοσιευτεί ένα μικρό κομματάκι δικό μου. Θα μου το κρατάτε. Μου λέει τότε να γράψεις έργα για το κουκλοθέατρο και κάθισα πολύ απλά και έγραψα έργα για το κουκλοθέατρο τα οποία παίζαμε και μια μέρα μας λέει τώρα κοιτάξτε να είστε πολύ καλές γιατί θα έρθουν κάποιοι φίλοι. Γιατί ήταν τα παιδιά του σχολείου που τα βλέπανε. Αυτή είχε πολύ φίλο τον Εμπυρίκο και μας έφερε ούτε λίγο πολύ τον Εμπυρίκο, τον Ελίτη, τον Μάριο Πλωρίτη ο οποίος Μάριος Πλωρίτης έφερε ένα φίλο του που ήτανε μαζί με τον Κούν από τις ιδρυτές του θεάτρου Κούν που τον έλεγαν Γιώργος Σεβαστίκογλου και έγινε ο μετέπειτας συντροφός μου. Και αδελφοί μου για καιρό μου έλεγε ποιον θα βγαίνεις πάλι με αυτόν με το άσχημο επίθετο. Ο Εμπυρίκος εθεουσιάστηκε με το κουκλοθέατρο και εμείς δεν νομίζαμε ότι κάναμε κάτι σπουδαίο απλούσατα το αγαπούσανε αυτό το πράγμα που κάναμε. Και όταν αυτοί που τους είχαμε, οι σπουδαίοι άνθρωποι, οι ποιητές οι οποίοι ήτανε πολύ απλοί και μας φερόντανε πολύ φιλικά μας κάλεσαν να πιούμε καφέ στο λουμίδι και από τότε πηγαίναμε συχνά και ακούγαμε και ήταν και άλλα κορίτσια, δεν ξέρω γιατί κορίτσια και όχι αγόρια δεν πήγαιναν και τους ακούγαμε έτσι με μεγάλη χαρά και μαθαίναμε πράγματα. Ήταν δηλαδή οι πιο παλά μάθαμε από αυτούς παρά απ' το Πενεπιστήμιο. Στην επόμενη, κάναμε και πάρτιε ολονύχτια γιατί δεν μπορούσαμε να γυρίζουμε αργά στα σπίτια απογοργόντανε η κυκλοφορία και βάσαμε ένα γραμμόφωνο, κάναμε ότι χορεύαμε για να μπορούμε να τυπώνουμε σε εφημερίδες, τύπο, προκηρύξεις και άλλα. Βέβαια, εντωμεταξύ χορεύαμε κιόλας, φλεωρτάραμε κιόλας. Στο πιάνο έπαιζε όλη τη νύχτα ένα παιδί με ένα μακρύ κασκόλ και του βάζανε στο στόμα γιατί πίνα ήτανε μαύρες ταφίδες για να μην πεινάει όλη τη νύχτα κι αυτό το παιδί ήτανε ο μάνος Χαζιδάκης. Στις 12 Οκτωβρίου είναι μέρα που ούτε γιορτάζεται στην Ελλάδα ούτε το μαθαίνωνο σχολείο, ήταν η μέρα της απελευθέρωσης. Από όσο θυμάμαι ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου που απελευθερωθήκαμε, που πιστέψαμε ότι όλα τα όνειρά μας θα γίνουν. Αλλά δεν βάστηξε πολλές μέρες και άρχισε και ο Δεκέμβρης του 1944 που θα ήθελα να μην είχε υπάρξει ούτε στην ιστορία ούτε στη ζωή μου. Εκεί κατάλαβα τι θα πει αμφίλιος, τι θα πει να χωριζόμαστε στα δύο. Τι θα πει η φίλη δίπλα μου στο θρανείο που είχα όταν φτάσαμε με τα πόδια και πηγαίναμε στον βόλο και της θύψα την πόρτα με είδε σαν να είδε το μεγάλο της εχθρό. Και εκεί είπα δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν πια να μην αγαπάμε ο ένας τον άλλον τον άνθρωπο που ήμασταν κοντά. Και όλη αυτή η αγριάδα που είχε ο Δεκέμβρης έτσι δεν την έχω ξεχάσει και τώρα όταν βλέπω τους πρόσφυγες που περπατάν χιλιόμετρα για να φτάσουν πώς περπατούσαν εμείς για να ξεφύγουμε όταν τέλειωσε ο Δεκέμβρης που όχι sleeping bag δεν υπήρχαν τότε τίποτα, βάζαμε εφημερίδες και κοιμόμασταν χάμο μας πολυβολούσαν από πάνω, τότε κατάλαβα τι θα πει πόλεμος που δεν φοβήθηκα στη ζωή μου όσο φοβήθηκα το Δεκέμβρη του 1944. Πάει και αυτό, τέλειωσε. Ήρθε κάποια απελευθέρωση, άρχισαν τα πράγματα να γίνονται ομαλά στην Ελλάδα εντωμεταξύ παντρεύτηκα με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, πήγα και στη δραματική σχολή ξέχασα να πω ότι έγραφα διηγηματάκια και τα δημοσίευα σε ένα περιοδικό που λεγόταν Ενεανική Φωνή, είχα αρχίσει να γράφω. Και επειδή ο Γιώργος Σεβαστίκογλου ήταν πολύ με τον Κουν, πήγαινα στο θέατρο του Κουν και αυτό είναι το πολύ σπουδαίο, μέσα στη Μαύρη Κατοχή, ο Κουν έμαθε στον κόσμο το Nipsen, το Αμερικανικό θέατρο, το πραγματικό θέατρο με την πείνα που υπήρχε και οι ηθοποιοί του και ο ίδιος πεινούσαν, αλλά έκαναν αυτό που είναι ένα ξέχαστο θέατρο και έχουνε μείνει οι ρίζες του ως σήμερα. Έτσι τσίμπισα λίγο κι εγώ και λέω μήπως βγω στο θέατρο. Ο Γιώργος μου έλεγε εγώ νομίζω να γράψεις, να γράψεις. Δεν πήγα στη σχολή που δίδασκε εκείνος στη σχολή του Ρώτα γιατί ήταν σίγουρο ότι δεν θα με έπαιρνε. Πήγα στη σχολή του Οδύου Αθηνών που δίδασκε ο Ροντήρης και ο Βεάκης και λέγανε ότι ο Ροντήρης έκανε και ένα παλούκι να μιλάει. Φαίνεται έκανε λίγο το παλούκι και μίλησε και τέλειωσα τη σχολή. Εν τω μεταξύ αρχίζει σιγά σιγά πάλι εγφύλιος. Αρχίζουν να συλλαμβάνουν ανθρώπους. Ο Γιώργος τον καλούνε στο στρατό και φεύγει κρυφά από την Ελλάδα με ένα καΐκι δεν ήξερα που πήγα. Και εμένα με στείλανε περίπατο στοιχείο. Εκεί γνώρισα τις γυναίκες της Ελλάδας που έξω από την Αθήνα δεν είχα βει. Γνώρισα γυναίκες από τη Μητυλίνη, από την Βόρειο Ελλάδα, από νησιά, από παντού. Γυναίκες που πολλές ερχόντανε, όχι για ιδεολογία, δεν είχαν ιδέα, αλλά είχαν πιάσει κυρίως με τη λινιές πάρα πολλές ένα παιδί τους που ήταν αντάρτης και τις φέρνανε αυτές εκεί και όταν τους λέγανε ότι είναι ελεύθερες κλαίγανε γιατί καταλαβαίνανε ότι ο γιος τους είχε σκοτωθεί. Εμαθήτευσα εκεί ένα χρόνο και μετά γύρισα δύο χρόνια σχεδόν δεν ήξερα που βρίσκεται ο Γιώργος, ως που μέσω τον Μιλιέξ που ήταν τότε στο Παρίσι πήρα ένα γράμμα να προσπαθήσω να φύγω από την Ελλάδα να πάω να τον βρω. Στην αρχή που δεν ήξερα. Τους είχαν πάει μετά το τέλος του εμφυλίου στην Τασκένδη και επειδή είμαι γεωγράφητη τα παιδιά μου λένε ότι αν ήξερα που είναι η Τασκένδη δεν θα είχαν γεννηθεί. Κατάφερα τέλος πάντων με τα πολλά και με μεγάλα μέσα και πήρα ένα διευατήριο και έφυγα και πήγα στην Ιταλία περιμένοντας τη βίζα τη σοβιετική που έκανε δυο χρόνια να έρθει και έφτασα στη Μόσχα και όταν βγήκε από το τρένο και είδα ότι δεν με περίμενε ο Γιώργος έπαθα λέω πού πάω, πού με στέλνουνε. Τέλος πάντων παρέλευανε εκεί ούτε ερωσικά ήξερα ούτε τίποτα λίγα γαλλικά, λίγα ιταγικά μπορούσα να συνεχιωθώ. Με βάλανε σε ένα τρένο και ταξίδευα ένα τρένο και ήτανε κάτι παράξενε. Γυναίκες με στολές, με φορεσιές, περίεργοι άνθρωποι με γενιάδες και ταξίδευα πέντε νύχτες και τέσσερις μέρες. Και περνούσα τη στέπα και κάθε τόσο ρώταγα τα σκέντε λέω μπας και περάσεις το τρένο και εγώ πάω αλλού. Τέλος πάντων έφτασα, αυτή τη φορά με περίμενε ο Γιώργος και έμαθα κάτι που αμέσως με τάραξε ότι δεν του είχαν επιτρέψει να έρθει, όχι οι σοβιτικοί, οι δικοί μας. Το ελληνικό κόμμα, δεν του είχαν επιτρέψει να έρθει να με παραλάβει στη Μόσχα. Νέα αφετηρία, αυτή τη φορά λίγο δύσκολη γιατί έπρεπε να συνηθίσω πού βρίσκομαι, ποια είμαι, τι κάνω, δεν έχω γράψει εκεί, δεν γράφω τίποτα. Προσπαθώ να μάθω τη γλώσσα. Γεννιέται η κόρη μου και ευτυχώς πάμε στη Μόσχα γιατί ήμασταν τελείως απομονωμένοι από την Ελλάδα ενώ στη Μόσχα ήταν και να τηλεφωνήσουμε, μπορούσαμε και άρχισε να σπάει ο πάγος και μέσω του Ελληνικού Συνδέσμου άρχισαν να έρχονται διανοούμενοι, καλλιτέχνες. Και από τους πρώτους που ήρθε ήταν ο Εμπειρίκος τον οποίον είχαν εδώ 20 χρόνια και πήγα στο τρένο να τον υποδεχθώ και η παράσταση που είχε δει ο Εμπειρίκος ήταν γιατί έγραφα παροδίες τις κλαψοδίες που τις έλεγα, ιστορίες του Οδυσσέα παραλλαγμένας και ήταν αυτό το έργο που είδαν, ήταν η Καλιψό που ήταν ερωτευμένη με τον Οδυσσέα και ήταν διανοούμενη σουριαλιστρια γιατί τότε μόλις είχαμε μάθει περί σουριαλισμού και φεύγοντας ο Οδυσσέας αυτή αυτοκτονεί και λέει είμαι ένα θλιμμένο καλαμπόκι. Φτάνοντας στο τρένο ο πρώτος που κατεβαίνει ήταν ο Εμπειρίκος και μόλις με βλέπει με τα 20 χρόνια λέει να και το θλιμμένο καλαμπόκι. Και είναι αυτό που έχει μείνει γιατί εγώ δεν θεωρούσα ότι έκανα τίποτα σπουδαίο και δεν έβαζα καρμπόν τουλάχιστον να έχω έναν αντίγραφο. Έφυγα, τα βάλανε σε ένα υπόγειο, τα φάγανε τα ποντίκια και δεν έχει μάει τίποτα. Στη Μόσχα ευτυχώς άρχισα να γράφω. Έγραφα δηγήματα, τα στέλναν στην επιθεώρηση τέχνης και ύστερα ήθελα, γιατί είχα γεννήσει και το γιώμο εντωμεταξύ που του έκανε baby-sitting ο Ταρκώσκη γιατί ήταν φοιτητής και ήθελε να βγάλει ένα χαρτζηλίκι και μέσω μιας φίλης που τον ήξερε το έκανε baby-sitting. Ίσως γι' αυτό έγινε σκηνοθέτης. Και από τον πατέρα του βέβαια για τον κινηματόγραφο ήθελα. Ήθελα να μάθουνε τα παιδιά μου για την Ελλάδα και τι ιστορίες πιο πραγματικές θα ήτανε να τους διηγέμαι τα παιδικά μου χρόνια με την αδελφή μου στη Σάμο γιατί αυτές ήταν και οι πιο ωραίες μου αναμνήσεις. Και εκεί γεννήθηκε το καπλάιν της βιτρίνας. Το έστειλα στην Ελλάδα, ήταν νεκροτικό το θεμέλιο, δεν μπήρα ποτέ απάντηση και σε λίγο καιρό, σε ένα χρόνο, παίρνω μια άδεια να πάω με τα παιδιά μου για δυο μήνες στην Ελλάδα. Πηγαίνω στο θεμέλιο, ήταν ένας φίλος, ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος ο Δημήτρης ο Δεσποτήδης, του λέω τι γίνεται εκείνο το καπλάινι. Λέει να το είναι στη βιτρίνα. Το είχε εκδόσει και το είχε βγάλει στη βιτρίνα. Το καπλάιν της βιτρίνας ομολογώ ότι αν δεν ήτανε οι δάσκαλοι δεν θα είχε κυκλοφορήσει, δεν θα είχε μπει στα σχολεία γιατί πάρα πολύ πάλεψαν να μην μπει στα σχολεία αυτό το βιβλίο. Και να μην μπω και εγώ φυσικά. Αλλά οι δάσκαλοι με πείσμα το έβαλαν στα σχολεία και τώρα είναι πενήντα τόσα χρόνια που το καπλάινι είναι στα σχολεία. Γυρίσαμε στην Ελλάδα. Εγώ με τα 10 χρόνια, ο άντρας με τα 15. Άντε πάλι να μάθουν τα παιδιά μας τη γλώσσα. Μιλούσανε βέβαια, αλλά να συνηθίσουμε την Ελλάδα. Σε δύο χρόνια γυνηχούνται και φύγαμε στο Παρίσι. Καινούργια αφετηρία. Παρακαλώ. Σε δύο χρόνια γυνηχούνται και φύγαμε στο Παρίσι. Κενούργια αφετηρία. Στα δύο χρόνια στην Ελλάδα δεν έγραψα τίποτα. Μόνο μετέφραζα για βιοποριστικούς λόγους. Στη Γαλλία άρχισα να γράφω και τα περισσότερα μου βιβλία. Το Περίπατ του Πέτρου, τη Μόμβο Μπράιλα, όσο και την ερωδονιαστικιά του Αχιλέα, εκεί άρχισα να τη γράφω. Γιατί ήταν το περιβάλλον τέτοιο που σου δίνε την ευκαιρία να γράφεις. Πήγαινα στα γαλλικά σχολεία και λυπώμουν. Λέω, πάω στα γαλλικά σχολεία και στα ελληνικά σχολεία, δεν μπορώ να πάω. Το καπλάνι της Μπιτρίνας μεταφράστηκε, πήρε ευραμπία. Και έτσι αυτό σου δίνει μια ανάταση. Και όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα, τότε πια κατάλαβα, γιατί όταν το έγραφα το καπλάνι, δεν ήξερα πώς γράφω βιβλίο για παιδιά. Ήθελα να πω, να αναμνήσω τα παιδικά μου χρόνια. Τώρα πάω πάρα πολλά στα σχολεία, γυρίζω όλη την Ελλάδα, μιλάω με τα παιδιά και αυτό που τους λέω και σαν στους νέους λέω, όσο κρίση κι αν υπάρχει, γιατί πολλές φορές ακούω, έχουμε πόλεμο, έχουμε χούντα, ούτε πόλεμο έχουμε, ούτε χούντα. Είναι δύσκολα χρόνια, αλλά ούτε συγκρίνεται η πείνα της κατοχής με την πείνα που υπάρχει τώρα. Και στην κατοχή ελπίζαμε σε κάτι και ήθελα να σας πω ότι ένα μικρό πράγμα, έστω και πολύ μικρό να ελπίζετε, σιγά σιγά θα γίνει ένα μεγάλο πάζελ. Και κυρίως να είστε μαζί, να αγαπιέστε και να βοηθάει ο ένας τον άλλο. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα. Να παρασταθούμε ο ένας τον άλλο, και υλικά αλλά και ψυχικά. Να μη μας πάρει η κατάθλιψη, παιδιά. Είναι πολύ φοβερό να πάθουμε κατάθλιψη σαν λαός. Για αυτό νομίζω ότι πρέπει μέσα μας να έχουμε μια μικρή φλόγα, μια μικρή χαρά, και τότε θα δείτε πως όλα θα είναι πιο ανάλαφρα. Νομίζω ότι σε παίρνεις και και τα όρια. |