Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού /

: Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας. Καλωσορίζουμε στην πόλη μας την ποιήτρια και συγγραφέα Άννα Τακάκη Μακάκη, που έρχεται από την όμορφη Σιτία. Από εκεί που αλλιώς φυσά τα έρη για να μας μεταφέρει μέσα από το έργο της ένα άρωμα Κρήτης, μιας εποχής περασμένης, μα όχι και τόσο μακρινής. Τότε που ακόμ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας 2014
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=ewdJKFjdNzM&list=PLF_TSWFK8X_O_0A8Hmh_04RACYy9nvU7S
Απομαγνητοφώνηση
: Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας. Καλωσορίζουμε στην πόλη μας την ποιήτρια και συγγραφέα Άννα Τακάκη Μακάκη, που έρχεται από την όμορφη Σιτία. Από εκεί που αλλιώς φυσά τα έρη για να μας μεταφέρει μέσα από το έργο της ένα άρωμα Κρήτης, μιας εποχής περασμένης, μα όχι και τόσο μακρινής. Τότε που ακόμα οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν γνήσιες αληθινές, που ο ένας μοιάζονταν και φρόντιζε τον άλλο πολύ περισσότερο από ό,τι σήμερα. Η ιδιαιτερότητα του έργου της Άννα Στακάκη έγινε στο ότι είδε γραμμένο στο γνωσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης και κυρίως του ορεινού χωριού της της Ζύου Σιτίας. Γνώρισα την Άννα πριν πέντε χρόνια στη Σιτία και αμέσως βοητεύτηκα από την απλότητα, την φιλοξενία και την αγάπη για τον τόπο της, την παράδοση, τα ήθη και έρθειμα, στοιχεία κοινά και τον δυό μας. Μου έδωσε τη δυνατότητα να παρουσιάσω από το τώρα Διοφωνικό Σταθμό της Σιτίας στοιχεία της παράδοσης και της δικής μας περιοχής. Μέσα από πολιτιστικές εκδηλώσεις, τους χορούς, τη μουσική, τα τραγούδια, μαντινάδες, συντροφιές, τα κρητικά λεγόμενα παρεάκια, η Άννα μου γνώρισε την ψυχή της Κρήτης. Με έκανε να αγαπήσω την Κρήτη. Από τότε η επικοινωνία μας είναι αδιάκοπη. Σήμερα έχουμε τη χαρά να είναι μαζί μας. Ελπίζω στη συνέχεια να απολάσετε τα κείμενά της και να νιώσετε ότι έγιωσα κι εγώ διαβάζοντάς. Επιπλέον, οι μεγαλύτεροι να ανακαλέσουν μνήμες και θύμησες από τα παλιά. Καλό μας νοερό ταξίδι. Στη συνέχεια θα παρακαλέσω τον Πρόεδρο του Συλλόγου Χρητικών Νομουλίμαθειας να πάρει τον λόγο. Κυρίες και κύριοι, εκ μέρους του ΔΕΤΑ ΣΥΜΑΣ καλωσορίζω και εγώ με τη σειρά μου στην παρουσίαση του ηθογραφίματος τα καθυμίσματα του Σιφαλιού της κυρίας Άννα Τακάκη Μαρκάκη, την οποία και καλωσορίζω προσωπικά εκ μέρους του Συλλόγου. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Γιάννη Παντερμαλάκη για την παρουσίαση που θα αναλάβει, το βιβλίο και την κυρία Πατσαρά για το συντονισμό. Διαβάζοντας τα σχαθίσματα του Σιφαλιού, προσωπικά μου έρχονται αυταίροι δυσκόρες από το χωριό της φορημένης γεγιάς μου, της Κατίνας, στην Κρήτη. Κάθε στύμβος είναι και μια εικόνα. Αξίζει αυτό το βιβλίο να είναι σ' όλα τα σπίθια, γιατί μέσα από αυτό μόνο θα μπορούν να μεταφορθούν οι αξίες της επόμενες γενιές σαν εικόνες. Η Άννα Τακάκη Μαρκάη γεννήθηκε σε ένα ουρινό χωριό της Ζύλος Ιττίας. Τα περιεδικά και ονεικά της χρόνια βρούφηξαν όλους τους σχημούς της σύρρημης ζωής της Ιπέτρου με την γλαφυρή ιδιωματική γλώσσα και την ομορφιά του κρετικού τοπίου, ζώντας καθημερινά τις παραδόσεις και τα είδη του τόπου του. Από κει αντλήκε τη μεγαλύτερη πηγή των εμπνευσιών της. Συμφωνήμα με την οικογένεια της εισιτίας της Κρήτης, χρονογραφήματα, ποιήματα και άρθροντις δημοσιεύονται κατά καιρούς σε οδοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος της αφικτιωνίας Ελληνισμού και εκπρόσωπος του παραδείγματος Στία. Έργα της ίδιας είναι τα ποιήματα «Χρώμα θαλασσινό» του 2004, «Αλλιώς της ΑΤΑΕΡ» του 2007, και το πρώτο υθογράφημα του 2011 «Ο Κουμαρτζής». Χαιρετίζει την εκδήλωσή μας ο Διδάκτορας Φιλολογίας, Θεός Διευθυνής Ερευνών Κέντρου Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών και φίλος της Βέριας ο κ. Γιώργιος Εκατερινίδης, ο οποίος έχει προλογίσει την πρώτη υθογραφία της εγγραφιαίως «Ο Κουμαρτζής». Δεν μπορεί να είναι μαζί μας. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει η παρουσίαση του έργου της κ. Τακάκη και του ποιητικού αλλά και του πεζογραφημάτου, ιδιαίτερα του τελευταίου της βιβλίου «Τα σκαρφίσματα του Σιβαλιού» από τον κ. Παντερμαράκη. Καθώς επίσης ο κ. Παντερμαράκης και η κ. Τακάκη μαζί θα διαβάσουν αποσφάσματα και του ποιητικού αλλά και του πεζού έργου. Κ. Παντερμαράκης έχει το λόγο. Καλησπέρα σας. Με ιδιαίτερη χαρά δέχθηκα την πρόσκηση από το Σύντομο κριτικών νομιμαφίας του Συλλογόμαστος να παρουσιάσουμε το έργο της συμπατριώτης μας, συγγραφέως και ποιήτριας Άννας Τακάκη Μαρκάιτ. Κράτησα στα χέρια μου όλο το έργο αλλά και το νέο της βιβλίο με τίτλο «Τα σκαρφίσματα του Συφαλιού», ενός αξιόλογου καθόλα έργου μέσα στο οποίο βρίσκεται η ψυχή και η σοφία μιας αθώριβης και πλούσιας σε πνεύμα και ανθρωπιά, εραστή της τέχνης και της κρήτης, εκφραστή της παράδοσης των εθήμων και των ηφών του τόπου μας με μια αξιοθάφμα στη δημιουργική πορεία συγγραφέας και ποιήτριας. Ενός ανθρώπου που εργάζεται οι αργοστονικά και αφιδόλεφτα στον πνευματικό λιμώνα αναζύροντας και πετυχημένα αποτυπώνοντας στη γνήσια κρητική γλώσσα, τη ψυχή, τη ζωή, τις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, την καθημερινότητα και τη βιοπάλη με τις χαρές και τις λύπες της. Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς τόσο το σύλλογος όσο και την Άννα και την μικρή συνεργασία μας αλλά κυρίως για τα τόσο ενδιαφέροντα που έμαθα μέσα από το έγω της, πεζό ή ποιήτικο, και ποιήτικο. Το έγω της άνας ενισχύει την γίνη μας. Μας θωρακίζει και θωρακίζει από μόνο την παράδοση του τόπου μας, προστατεύει την πολιτιστική μας πληρονομιά, σκορπίζοντας μηνύματα αισιοδοξίας, βάζοντας γερά θεμέλια για το μέλλον. Ίσως χάσαμε τον παράδεισο ως άνθρωποι όπως έλεγε. Ένας φίλος και γνωστός. Όμως διακώς μας τον φέρνουν στη σκέψη και στο μυαλό τα υφάδια της πλούσιας πολιτιστικής μας πληρονομιάς και του έργου των ποιητών και των συγγραφέων της Κρητικής Γης. Όποιος έχει τη χαρά να διαβάσει κείμενα ή ποιήματα της άνας, αγάλαται από ένα δροσερό της ψυχής άρρωνα. Πρώτη, για ένα χάρισμα του που λίγοι το διαθέτουν. Δεν αποτυπώνει μόνο πρόσωπα και γεγονότα στο έργο της. Δεν εξυπνεί μόνο τα κατοχθώματα και τα μεγαλία. Ανθρώπινους ερακτήρες, ήθη και έθιμα. Εκείνο όμως που πετυχαίνει η εκλεκτή συγγραφία και επιήτρια είναι η βυθομέτρηση και αναβάθμιση και ανάβαση της ψυχής που μπαίνει μέσα στην παιθμερινότητα. Μέσα από τα ποιήματα της που θα σας παρουσιάσουμε στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να σας δώσουμε ένα μικρό δείγμα και τι ακριβώς εννοώ με αυτό εδώ. Ξεκινώντας από την πρώτη της Ποιητικής Συλλογή, της 2004, το χρώμα θαλασσινό, σε ένα ποίημά της Ανθιερωμένος στην Κρήτη, αναφέρει «Και τιμένη με την πύληνη λόγχη, λαξεμένη με τη σμήλη του φλύσβου, ασπρολουσμένη, σμαλτόγενη κόρη, αραγμένη στους κήπους των ήρων. Μήν εκεί, μήν εκεί που είσαι αφέντα της καρδιάς και της μοίρας γητεύθρα, μήν εκεί με ρακλήνα πλανεύθρα, να είσαι ο στόχος, η ελπίδα και η πέτρα. Ασημωμένη με χίλια φεγγάρια, ποτισμένη με σμαράγδινες βρύσσες, πέρα εκεί, στου πελάβου τα πάρκα, προσμένης τις ανοίφτοτες νύχτες. Μήν εκεί, λαμπερή σαγηνεύθρα, ξελογιάστρα των λαών αγκαλιάστρα. Μήν εκεί, μαγεμένη κυρία, στου παραδείσου των ηλονάδων». Ευχαριστώ πολύ τον κ. Παντερμαράκη για την όμορφη επαγγελία που μας έκανε και καθώς και για την παρουσίαση συνολικά του έργου μου. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που είστε απόψε ανάμεσά μας, αγαπητοί φίλοι και φίλες. Πολύ χαίρομαι που σας βρίσκω. Ήρθα από την Κρήτη, πέρασα μία θάλασσα και μία στεριά για να έρθω εδώ πάνω. Αγαπητοί μου συμπατριώτες και συμπατριώτες, καλώς εμμονιάσαμε εδώ λοιπόν στην όμορφη πόλη του Βορρά, τη Βέρεια. Και θα σας επαγγελώ και εγώ με τη σειρά μου ένα πείημα από την πρώτη συλλογή μου, το χρώμα θαλασσινό, την οποία εμπνεύστηκα από τα θαλασσινά μου ταξίδια ως συνοδός μάλλον του συζύγου μου ποιάρχου, του εμπορικού ναυτικού. Και έχω περάσει οκιανός και θάλασσες, είδα τον καημό των ναυτικών και όλες αυτές τις αγωνίες, τις οποίες σε ένα από τα πείηματά μου αυτής της συλλογής εκδήλωσα με τον τίτλο «Παράπονο». Εμείς που οι θάλασσες μας κλέψαν τη μηλιά κι αντί για λόγια μας χαρίσαν αφροβίτες, πλέμε ατάραχοι στα πελάη τα βαθιά, βουβιεραστές του παφλασμού, του ανέμου βίτες. Εμείς, της ιωπής ηχορυγή, της ρουτινιάρικης βαρδιόλαση εμπόρη, στον πλάβο ολόπλαβο του κόσμου ναυαγή. Δε μας αγάπησε γυναίκα, μήτε κόρη, μας πέταξαν μεσόστρατα, θροφή, στις μάγιστας της χκύλαστας αγώνια, στο στήθος μας γερό καρφί, η απονιά τους και η ψεύτικη συμπόνια. Εμάς, που το πετσί μας κάηκε απάνω στις κουβέρθας την πυρά, ποιος καλομείρης, ποιος σε γνιάστηκε απόσκιο να μας φέρει μια φορά, εμείς που οι θάλασσες μας κλέψαν τη μηλιά και αντί για λόγια μας ανοίξανε πανιά. Συνεχίζοντας από «Στην Κοιτονιάς του Ρόκκριτου», μια έγδοση του 2013, κ. Τακάκη γράφει, «Σιτία όσα με χανιά, ζάκροσα με σούδα, σε ταξιδεύγω, Κρήτη μου, τσάκρες σου μπελονιάζω. Περνώ φαράγκια δε ματιές, γυρογιαλιές και κραμπους, χωράφια με ταλιόφιτα, περβόλια καρποφόρα, πορτοκαλιές, μανταρινιές, όροι με τσαχυνάδες, δέτες με τα φασκόμηλα, μαρίγανες φλισκούνια, παπούρες με τσαμουντσαλιές, μασπάλαφους και πρύμους, σοπάτες με τσαπίγανους, τσούρλες και με ταχαράκια. Σαν να ετός ψηλά πετώ, όσοι πετροκεφάλες, σημά τον ήλιο να θωρώ, ανάδια να βυγλίζω, μη τάτα να παντήρνω μου, όντε σαθνίζει στάκα και όντε ζεστός αφότυρος στο τουλοπάνι μπαίνει. Στα σπηλιαλί διαχώνομαι σαν μεναζιγώση μπόρα, στου σκύνου το ξαερινό κάθε με ανεκαψώνει. Σιτία όσα με χανιά, χαίρε λεβεντογένα, στου λιβικού τσακρογιαλιές του κρητικού ταέρι, σαν γλαροπούλι αφροπατώ, νερό πουλο αρμενίζω, στους μαρακδένιον κύμα σου μπαίνω και ανεπλορίζω. Να ράξω θελυζάβαλε στον Παναγιό Τσικάμπους, αξαμονή λαχτάριστα στου τροπικού το γόρφο, στο φινικιό τη φιλοσά, νύχτα με φεγγαράδα. Κι απ'ουν εμένα στριγγιτή στα μπένια μέσα μπαίνω, τσαδί να κόψω βραζακή, λιάτικο, σουλτανίνα. Στα Παναγύρια τσιχωρούς ομπρόσμερα να πιάσω, παίζουν οι λύρες τα βιολιά, λαμπούτα, μαντολίνα, τσουγκρίζουν ρακοπότυρα. Εβίβα! Γεια σου, Κρήτη! Και εγώ με τη σειρά μου διαβάζω «Η μάνα μου, η προκοπή» από την ίδια συλλογή. Είναι ένα φιόλωμα στη μάνα-αγρότισσα, όπως εγώ την έζησα και όπως και πολλοί από εσάς έχετε μνήμη από τις μανάδες σας, τις φιλελιάδες σας. Η παραδοσιακή λοιπόν μάνα. «Η μάνα μου, η μερακλού, με το μακρύ φουστάνι, που όλα τα πωμίζεται μα κιόλα τα προφτάνει, θωρώ τι ν' ανεμίζεται στον ελαφρύν αέρα, με το νοτιά, με το βορά, τραμουντανίζει πέρα, πέρας του κάμπου τη δροσά, απού έχει τα κυπούλια, κι απ' μαζώνει κυπικά, πολλόλογιο μαξούλια, να πάς καλήσει βιάζεται τα βλάκια τσι πατάτες, να νίξει και τον αήγο να γράνει τσι ντομάτες, και σαν ημέρα ξοριστεί, στο μήλο σκαρφαλώνει, στη φόρα του προσδέρεται και τα πανιά μαζώνει. Η μάνα μου η προκοπή, κι η πετσολιοκαμένη, πότισε το κυπούλιτσι και στα δυο χέρια παίρνει, μπροδροσά κι πευτικά, δυό δε ματιές τα κάνει, ντομάτες βάλει στο κουβά και φορτωμένη φτάνει στο σπίτιτσι, παραγά θα μπει, μάχη ακόμη ημέρα, να πονταγέψει, τσόρμηθες, το γάιδαρο, την έργα. Η μάνα μου κουράστηκε, από τσαβιέ συνόξω, δεν το λογιάζει, βιάζεται, όπου έχει κι άλλο τόσο, ανάφτη λάμπα, παραστιά, νερό βάνει να βράζει, και το σιδεροτσίκαλο, αχνίζει στη φωτιάτσι, να μαγερέψει, γνιάζεται, εξάρχιση καημένη, κι απόει η σκάφη καρτερή, κι η πλύστρα ανημένη, στύβα τα ρούχα τάπλυτα, ως τη βαθιάν εσπέρα, κοντά στο πυρομάγκαλο θα πλύνει η χρυσοχέρα, κι αργά θα δίνει πεταλιές, στα αργαστηριού τη διάξει, να φάνει τα χειράμιατσι, την προύκα μας να σάχνει, μάση και ζύμη ανεβαθεί στη πετρολεκανίδα, να σάξει με λουλούκουμα, μεγάλη εσύ φροντίδα, πριν το ξημέρωμο φανήθα πάει να ξεφορνήσει, ζεστό ζεστό το καυκαλό, πιθάρζια να ζεμίσει, κι αν είναι μήνας χαιριστής, αρπάκια το δραπάνει, κατά μεσήμερο γαλακά, στάσια ματσές να κάνει, μέρες απούνε τα λονιού, κι αν είναι μήνας χαιριστής, μέρες απούνε τα λονιού, στην κάψα λιωπηρίζει, για το γλυκό γλυκό ψωμί που το σοφρά γεμίζει, η μάνα μου η αγρότισσα, η μάνα μου η δουλεύτρα, δεν την ακόρτασε η ζωή, μα κόπους όλο μέτρα. Αν η λογοτεχνία είναι το απόσταγμα της ψυχής του καλλιτέχνη, η πίηση είναι το τραγούδι του νου. Και ο νους μας πάντα τραγουδάει, είτε στη χαρά, είτε στη λύπη. Το τελευταίο έργο της Άννα Στακάκη Μαρκεκάκη είναι «Τα σκαρφίσματα του Σιβαλιού». Θα διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το ΙΕΜΟ. Πάλι θα κλάψουμε. Λοιπόν, ένα τραγούδι προς τον γιό μου, με μαντινιάδες. Η διέπνευσή μου την έχω πάρει από τον γιό, βέβαια, όπως και κάθε μάνα, πιστεύω. Στήματα που μεταφέρω, παθηκά με στήματα, τα μεταφέρω στο χαρτί που αντιπροσωπεύουν και όλες τις μανάδες. Και όσοι το διεύχομαι να διαβάσω πραγματικά συγκινούνται. Είναι η τρίτη μου ποιητική συλλογή κατά σειρά. Και θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα. Βέβαια, είναι από την αρχή της, για να μπει στο πνεύμα, είναι από την αρχή της γέννησης του μέχρι όλες τις ηλικίες. Και φτάσαμε μέχρι το γάμο. Εγώ θα σας συλλογήσω με ένα σημείο εδώ, που αρχίζει να μεγαλώνει το παιδί, ή αρχίζει τα πρώτα του βίωμα, τέλος πάντων. Η θάλασσα εσύμωσε γέ στο πλαθί σκαλό μου, για να θωρώ στα κρούσταλα νερά του πρόσωπό μου, που λάμπε απ' τα μάτια σου, άστραφτη στη θωριά σου, μορφή αλλιόδικα έπαιρνε βλαστάρι μου κοντά σου. Λύρες, λαούτα και βιολιά, στην πόρτα μου λαλούσαν, αηδόνια συγκοντέρνανε και γλυκοκελαηδούσαν, ως με ξανήγανε η γέ, οι θαλασσιές οχάντρες, που είχαν του κόσμου τσαμορφιές, αμέτρητες συχάρες. Μάτια μου θαλασσόβρεχτα, οκεανούς σταγόνες, μέσα τους αγιάζονται οι παγερίτσι κλόνες, βλέρμα που με ταξίδευε την πλάση να γνωρίσω κι απ' το δικό σου έρχομαι, διπλύζω ή να ζήσω. Χιλάκια ροϊδοκόκκινα, τριανταφυλιές μου βιόλες, σαν τάνιγες, ιερετές, σε στεφανώναν όλες. Χιλάκια, απαλούδια μου, άγγιγμα της ψυχής μου, ασπρό κρινά μου μυριστά στο βάζο της ζωής μου. Κορμάκι, που σε στόληζα, με το ματιόν τελούσα και σου βάζα για φυλαχτό, της έρμιας μου τα κρούσα. Μορφή μου μεγιστάλλαχτη, σαν σε γλυκοφιλούσα, στην τριφερή σου ύπαρξη τον κόσμο ερευνούσα. Πουλί μου, εσύ μου δίδαξες, στ' υπομονής της σκάλα, πως τα μεγάλα στη ζωή γελούνται στάλλα στάλλα, στάλλα της στάλλας έθρεφα, στ' αγάπης μου τον κόρφο και την εικόνα σου έκανα, κρυφό του χρόνου πόθο. Τα σκαρφίσματα, λοιπόν, του Σιφαλιού είναι μια κριτική ηθογραφία της εποχής του 1960 με πλούσια λεωγραφικά, θημοτυπικά και γλωσσικά στοιχεία. Η ηθογράφος, μέσα από το έργο της, έχοντας σε χέρια της ως ανεκτοίμητο εργαλείο, τη γλώσσα της ιδιαίτερης πατρίδας της, πλάθει τους ήρωές της με τρόπο ρεαλιστικό, αλληλεγγυστικό, αλληλεγγυστικό, πλάθει τους ήρωές της με τρόπο ρεαλιστικό, αλλά και ιδιαίτερα γλαφυρό, κρατώντας ζωντανές τις εικόνες, τους χαρακτήρες και τις συνήθειες της εποχής στην οποία αναφέρεται. Είναι μια ευτράπελη ιστορία με πολλά κωμικοτραγικά στοιχεία, την οποίαν εμπνεύστηκαν οι συγγραφές μέσα στο χωριό, που ίδια μεγάλωσε, αλλά και που όλοι μεγαλώσαμε λίγο πολύ στα κοριά μας, με τη γειτονιά και τις γειτόνισσες, τους πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες, τα ήθη και τις συνήθειες της εποχής, τα λογραφικά πρόσωπα που θυμάται, καθό και την απλοϊκότητα και τον αστεισμό των ανθρώπων εκείνης της περίοδος. Με άλλα λόγια, η συγγραφέας δίνει στον εραγμό στη μια γενική εικόνα του τόπου και του χρόνου, από την αρχιτεκτονική και τις οικιακές τέχνες, την αγροτική ζωή και τις διατροφικές συνήθειες, ως τον τρόπο ζωής και σκέψεις των ανθρώπων, τη διασκεύαση, το ερωτικό καρδιοφτύπι και τον τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων των ηρώων. Το έργο έχει θεατρικό χαρακτήρα, καθώς οι πολλοί διάλογοι που εκτιλήσονται και του δίνουν αυτή τη μορφή, όπως και οι συνεχείς αναλλαγές των εικόνων, οι εκπλήξεις και τα απρόοπτα. Η ηθογραφία αυτή, ευχάριστη και αστεία, με σκηνές πολλές και διαφορετικές και κάθοτε τολμηρές, αναδεικνύει παράλληλα ανθρώπινες αξίες που τύνουν να εξαλείψουν τις μέρες μας, όπως το πρέπον, η εργατικότητα, η οικονομία, η αλληλεγγύη, η συμπόνια, η αληθινή αγάπη και άλλες. Πρωταγωνίστρια μια σαραντάρα γεροντοκόρη, η Αντρονίκη, την οποία η ηθογράφος τη θέλει άσκηνη, χοντρή, ατιμένητη, άβγαλτη και αγαθή, αλλά δουλευταρού, νοικοκυρά και ανηφαντού, καλή μαγείρισα, αλλά και με ανώτερες βλέψεις, όσο αφορά το άλλο φύλο, με αποτέλεσμα να περιπλέχει τις εγκαταστάσεις που η ίδια δεν μπορεί να της πιστέψει. Συμπροταγωνιστές της Αντρονίκης δύο αντίθετοι χαρακτήρες, το Σιφαλιό, ένας χύρος μεσήλικας, κοντός και αδύνατος και το Αντονιό, ένας νέος και ωραίος. Και οι δυο τους την πολιοργούν, αλλά με διαφορετικό τρόπο καθένας. Το Σιφαλιό, τον οποίον περιπαίζει, αλλά εκείνος την αγαπάει αληθινά, προσπαθεί με χίλια κιόστρα θύσματα να την κάνει να τον αγαπήσει να τον αγαπήσει εκεί. Ανάμεσα στους κεντρικούς ήρωες κάνουν την εμφάνιση τους κι άλλα πρόσωπα, χαρακτήρες, εγκλουτίζοντας ταυτόχρονα το κείμενο. Περίπου τα μία από δεκαριά θα δώσουν το δικό τους μήνυμα μέσα από μια γλώσσα πλούσια σε κριτικούς ιδιωματισμούς που τύνουν να αφανιστούν. Πολλά επίσης είναι τα αποφέγματα, οι παρημίες και οι μαντινάδες, τα οποία η συγγραφέας χρησιμοποιεί και για να εγκλουτίσει το κείμενο αλλά και να δείξει πως παλιότεροι άνθρωποι μιλούσαν με παρημιακό λόγο και η μαντινάδα ήταν και εξακολουθεί ακόμα να είναι τρόπος ζωής στην Κρήτη. Η Ανδρονίκη λοιπόν είχε μια γειτόνισσα, τη Ζαχαρό, που την εμπιστευόταν και την βοηθούσε. Στην αυλή του σπιτιού της, κάτω από τη γηματαριά, καθαρίζοντας σιτάρι, η γειτόνισσα της Ανδρονίκης προσπαθεί να τηνττήσει να παντρευτεί. Λέει λοιπόν «να πιάσεις και εσύ να πάει παντρευτείς και εγώ γατέω πως ευαίγει το σιφαλιό της Καραγιόργιανας, που είναι κι αυτός θεομόναχος και ακόμα είναι χύρος, νεότατος. Ο ψες που τον εμμόνιασα τα τσισοπάτες, μου παρήγγανε να σου το ξαναπώ. «Ωι δά, κοντώ να σου πάρω τον γέρο ξούρο. Ο γέρο λέ, πάρε τον ε, γέντα, να σου κακουπάει χέρι. Ωσά το βιτσάρι είναι ο πατέρας μας, αδύνατος είναι και κοντός τούπης». Και δεν τα πάει να πει. Μην είσαι ομορέχαζη. Δε θωρεί κοντώ τα χάλια του, που σέται και να αναψωφίσει μόνο θέλει και παντρικές. Αυτό, άμα τον εβείς, ολότε να παλάρω, είναι έναν ανθρωπάκι, που το κάνεις μια χαψάν. Δε πασκάζει κοντώ φαΐ. «Γιαντα, ήρεψε τσα, μπανανάροσταρις. Ωρε, πάρε τον εσύ να του κάνω μαγειρεύεις, να δεις για πότε θα καρδαμώσει. Όσκες, δε θέλω εγώ να τον ανατάσω σε πέντε έξι χρόνια. Άσε που πάει άσχημα, γιατί είμαστε συντέχνη». Και λέω πως δεν κάνει. Ή τα συντέχνια, ή τα συντεχνιάχεται. «Και ανε ισυχωρημένη γυναίκα του, δεν είναι σαν τον τσαβλάς μου τσιμερώπης. Όταν ήμασταν κοπέλια, όλο και κάτω επράσαμε, γιατί μας έδινε καλολοίδια. Και εδά θα πάω να τσιπάρω τον άντρα. Ναι, καημέθαρη, κι εκείνη θα σε δει από τα κυπαρισάκια. Κοίτα πάνω να πει πως είσαι αυτήν συντέχνη μου. Ίσα ίσα που τον εγατέχεις καλά, και σε εγατέχει κι εκείνος. Και καλή περιουσία, καημένη μου, από τον άδικο μου. Εγώ που σαπωσέχει πολλοί κουσπαράδες στην τράπεζα, γιατί το είναι η κερά του σπαγκοραμένη. Μάτωνε εκείνοι και πλουσόνιφοι. Και απόει γι' αυτό έτσι τσιρίζοντανε οι συγχωρεμένοι. Και εκείνος εδά θωρίστονε «φραντασκάλα», λέει με στον Φωλιαντρονίκη. Όλο φούλιν ταούλι πρώτος και καλύτερος στις πιάτσες. Εδά που πόμενα μοναχός πρέπει να βγάρει την ξεπεσούρα, ποσόνι και το ζαχαρό. Μα γιατί το κοτόδετ τρώει ο Παντέξερος και είναι σκιά και αναπνιά. Τα ελέη του Θεού έχει. Ναι, συνεχίζεται η συνάντηση του Συμβαλίου με την κοπελιά του Κυπούλη, όπου ο Λεγάνος προσπαθεί να την πείσει, να τον πατρευτεί. Και αφού δε θες να με πάρεις, μου δε θες να έρθεις στο κονάκι μου. Να ρθω, μπάρε τα ιταίου στο δικό σου, να με κεράσεις ένα καβέ και ένα γλυκό κυδόνι από τα χέρια σου, που σε καλύνει κοκερά. Αποσταρεπόθανε συγχωρεμένη εγώ να φάω γυρνικισμά. Μα είδα λες πάλι διάλε παρέσε. Θες να μου βγάγει τον άμοι χειτονιά. Εγώ ήμουν εφρόνιμη και έτσα θα ξετελέψω, του λέγε και πότιζε μονετικά τα τελευταία βλάκια. Μα έτσα πού σκεφτε, τσίσαζε το χώμα με το σκαλίδι, παίζει ένα πείδο ένα φορδακάκι από τον αηγό και στένεται πάνω στα βούδια του βυζότζι. Ξανακάνει άλλη μια πηδιά και μπαίνει πια παραμέσα στο κόρφοντζι από την αράδα της ξεκοβωμένης ρόμπας της. Ιατρονίκη ρικά τη κρυζότη του σερβετού, παρετά χάμε το σκαλίδι και κοινά τσι φωνές. Ωφου, όφου, είτα μου μπήκες στα βυζά, όφου μάνα μου. Μπα να σου μπήκε κι αν νιάς βήκα να σε δαγκάσει κακομείνα. Ωι, ωι, αυτό είτε ένα πράγμα κρυζό, γλυτσερό και μεγάλο, λέει και κάνει πιδαράκια μπα να τσι πέσει χάμε. Κρυζό, γλυτσερό και μεγάλο, πόσο μεγάλο δηλαδή? Να, φαρό πως έμπει και ένας αφορδακός, ολόκληρος αφορδακός σωρί. Αφορδακάκι, ήθελα να πω. Ωφου, λες να μετακάσει, που τρύπωσες ωραία. Φέρε να δω, ξεκόπωσε άλλα δυο κοβιάτσια ρόμπας και μη τρέπεσαι, πως κάνεις τσα σαν τον κοπέλη. Εντωμεταξύ, η Ατρονίκη, που είχε το αφορδακάκι καταμεσί στο βυζότη, τάρασε και πήγαινε, κύριε Κουταλ, και δεν είναι κάτι και ήταν αγένεια με το φόβο της. Είκανε και καμπόσα πιδαράκια, μπας και τσιπέσει, χάνε. Μίσον τροσαδί σε δαφέρε, πάδε διάλετα, που θα μένω στον εστωγάλο. Δε θα μου φοβάσαι έναν αφορδακάκι, ολόκληρη ταγλάρα. Και βάνει, μάνει, μάνει τη χέρα του μέσα στον πέταση, και έτσι το πετάχαμε. Ήρθες εκεί όλο το πλάσμα του, που έπήγε τσιγγιονά να πάει μπί, δεν είσαι κοντό τόπο, μόνο επάει συννευσσές, λέει, και του πες μια πατουσιά. Ήρθες εδώ, αντί να έχω εμπότητα ροσεράδας σου, την είχε ο αφορδακός. Η Ατρονίκη τώρα φεύγει από το κοιπούλι για το σπίτι της, αλλά στην αγιφοριά της πέφτουν τα κοιπευτικά από την ποδιά της. Μου λόγινα να μαζόξει τσι Μαϊζάνες και τσι Μπαμιέδες, και ξανίγει έναν άλλον να μην έχει κολλήσει κουτσουλιά. Την ώρα κυνηγιά Νάσου το Αντονιό, που κατέβαινε δυο δυο τα σκαλούνια και σφυρολόγα. Είχε φρασκολουσμένα τα μαύρα μαλλιά του, και η χωρίστρα στη δεξά μπάτα τον έκανε λεβέντιο. Ψηλός, γερός και μαυροκάντηγος, ήταν έτουτος ασοντελικανής. Είχε και στο ζερβό αυτή μια κόκκινη γαλιαφαλιά. Μόλις τον εθωρεί η Αντρονίκη, ξεστένεται. Ανασυκώνει, ανασυκώνεται και επομένει η Σούζα. Ω, και ότι και είχα την αθυβολή του σκέφτηκε. Με τη φωνή κι ο Λάζαλος που λένε. Αντρονίκη, είτα μαζόνι σε τάμ. Πουτσι-κουτσουλιές επάνω. Σταματά και την ερωτά. Η κοπελιά ξετρουνισμένη βάνει τα χέρια της στην κεφαλή και σάζι τα ξεχτένει στα μαλλιάτζι. Το λουλουδιστό της μαντήλι ήταν επεσμένο στο ξεκαπηρωμένο λεμότζι. Και τα μικρά μαλλιάτζι που τα είχε καμωμένα κότσο ελείσανε και πηγαίνανε ως έτσι που τάλετζι. Τα μαζόνι γλίγορα γλίγορα με δύο φουρκέ. Αντονιό, Αντονιό, είτα κυρεύεις στην επάνω χειτογιά. Ε, πες ανέ μου η παντέρνη μπαμνιέδες και τσι λυπούνε. Ε, και λένε πουτσουλοχεσμένη. Ε, κοίτα από άπληθος θα τσι ψήσω ρε κοπέλη. Ε, καλονίκο κερά μου. Έλα να σε βοηθήσω να τσι να μαζόξεις και όταν θα τσι ψήσεις θέλω να μου κάνεις το τραπέζι. Δε θα μου το κάνεις. Η Αντονίκη το ξανίκη καλά καλά ξεσταμένη. Ευχαρίστως χωριανάκι. Να έρθεις να σου το κάνω το ζιαφέτη. Ένα ακόμα σκάλμα του Σιφαλιού στη συνέχεια. Θα την αναστατώσει την Αντρονίκη. Μαθαίνει πως το αμπέλης δεις το τρώνε οζά και τρέχει να πάει στο αμπέλη. Ταμπέλη μου Ζαχαρό. Ταμπέλη μου. Το τρώνε τα οζά του Κούφακα. Ω φου το παντέρνο να μου το καταστρέψουνε από δεν έχω από πού αλλού να πάρω μια δεκάρα Ιάζουδη. Ποιος σου το είπε. Το Σιφαλιό λέει τα ξόρισε. Από τα χιά σήκουσα κι εγώ στο καφενείο. Πως τάσια μολιταριτά και τρώνε τον ανθρώπω τα αμπέλη. Λέει ο Χαρίτος που πόρισε κι αυτός όψω. Σφίξε κακομοίρα. Ο Γλίγορα σφίξε. Ας πάω για δρόσης. Κι έτσα που γύριζε τις γκορμούλες να ξεδιαλέξει τα πλιά γεννωμένα στα φύλλα. Βερικά χαρχάλεμα. Έτσι όλο πως έβγαλα λαγό. Έπα έριζε η γάρη να έχει λαγοτσιμηθιά. Ω φου και κι ανένας λαγουδαράς θα λέει γιατί θα ορώ και σου δεν καλά η κλάδιας. Στα άσουσια τα λαγουδαρά μου να πάω να φέρω τον τζούρο να σου την δώσω. Ε ορέζει για φέτη που θα το κάνω απόψε να καλέσω θέλη τη γειτονιά και θα τον φάμε να πιούμε λασούλα. Μα μπα καλιά χωγόν να τον υψήσω θα τον νιώ στη φάδο. Έτσα θα ήθελα τόση να το λέει. Πάει μανί μανί στον τράφο. Πιάνει μια πετραδούρα και σημώνει λουπά λουπά να την πετάξει στο λαγό πριν να της φύγει. Μα μω σηκώνει τη χέραζη και πετά τη ζουρά πετάται απάνω σαν το πέτακα το σιφαλιό. Η Αντρονίκη παίζει μια ξυπασταρά και σύρνεται παραπέρα. Παναγία μου και παραλίγο να με ξεκαυκαλώσεις αθεόφοβοι. Ω που να σε πάρει ο δαίμονας εσύ σε τάξε μου κρύμα στο λαγό. Λαγό ρέχεσαι Αντρονικιό. Ωραία νέρα είδε. Ω και εντερός πασέσμε εντερός πασέσμε. Ή τά θελες ωρέ παε του βάνει τις φωνές. Εγώ εγώ ήρθαμε σου κάνω το λαγό. Κοίτα λαγός ε. Ωρέ κατσούνο χαέρωλα. Ωρέ διάολο που πατάσεις. Ήρθες και πατάς και να με κάνεις μεσημεριάτικα φούρκα μπέλα. Φούρκα μπέλα με έχεις κάνει φούρκα μπέλα. Την ώρα λοιπόν που η Αντρονίκη περιμένει τον Αντωνιό για να του κάνει το τραπέζι. Ένα ακόμα σκάρεσμα του σιφαλιού θα φέρει τα πάνω κάτω. Χοροτάκανεις Αντωνιό. Πώς μπήκες στα μέσα. Μπρέσ' η ανεραειδάρικο. Έχεις μυαλό και μπέσα. Εγώ αν είναι να ναρθείς καλέ μου από την πόρτα. Στα φανερά και όχι ατσιρμά και με σβηστά τα φώτα. Του απαντά τραγουδιστά και η Αντρονίκη. Ήτανε τότε να τα σκέρτσα που μου κάνεις Αντωνιό τέτοια ώρα. Πού σε παραχωσμένος. Διάλε τα παιχνιδάκια σου και τα ραβασάκια σου. Λέει στην παραζάλιτση και σηκώνεται φουριόζα να μπει μέσα στην αποθήκη. Ποιο Αντωνιό. Κοιμάς ακόμα διάλετα αποθεμένα σου. Το σιφαλιό με. Μόνο φέρε τη λάμπα και έλα να με βγάλεις από πάει μέσα από τα μεσοπίθαρα που χώστηκα γιατί δε γατέω η τάκαμα τον πυρόβολο και δε φεύγω να δω τη μύτη μου. Έλα Αντρονίκη μου άρντο γλύγορα γιατί δε βασ το άλλο. Όφου όφου θάλασσα τάκαμα λέει από μέσα τζι. Ποιος λέει είσαι. Το σιφαλιό σου είναι. Το σιφαλιό. Και από πού μπήκε σατανέσα ο ρε κατσούλο χαέρολα. Πάλι εσύ με πατάσεις σατανά. Και με ποιον ανήμενε στο λόγο σου. Τι νωστά έβγαλε μαθαίστα μαντινιά δάκια. Κουλουβάχατα τάκανα πάλι σκέφτεται. Ως αν άθελε το χουνέρι του απόψε. Δε θωρήστος παραλίγο να πάθω συγκοπή από το φόβο μου μόνο μου ζητάς ευδάκια τα ρέστα διασθρεμένε. Που να σε καταπιεί η γη να μην πατάσεις μπλιο απαιτασμένε. Έλα δα κοπελάρα μου γιατί εσφύνωσα πάει μέσα σε ένα πιθάρι που πήγα και μπήκα. Έλα δώσε μου τη χαίρα σου να βγω. Κάνε γρήγορα. Το Αντωνιό. Ναι. Ναι. Θα έρθουμε στο τελευταίο. Κάθιστεριμένα πηγαίνει στο σπίτι της Αντρονή. Ναι. Εν τω μεταξύ έχουμε και το Αντωνιό. Το άλλο πρόσωπο. Το άλλο πρόσωπο. Το Αντωνιό μπαίνει μέσα από την πόρτα της αποθήκης που ήτανε μεσαγγυμένη. Και το μαθιό κρουφιέται πίσω από δυο αγκαλιάς ασχημάθησης και παρέα βέβαια δίπλα στο ξυλόφωνο. Μέσα ήτανε σκοτήρ. Στην αποθήκη κουτούλα και πήγαινε. Αυτός δεν είχε πυρόβολο να ανάψει να δει δάσε μέσα έτσι μια η κάμερα. Και προς τα τού που ήτανε η κρεβατοκάμερα γιος οφάς της λεγάμενης. Ήτον οικονομέθηστος από τειρακή και παραπάτια. Ε, δεν ήθελε και πολύ να γκρεμίζεται και να μη γατέει που πάνε τα τέσσερα. Είδα η κουτούλα και είτα πάτια δεν εγάτασε ο έσμος. Κουρούψα πέφτανε. Ζήτα με τζάνες. Ζήκωθες δεν εγάτασε. Ένα καταμούνταρο είκανε και πήγαινε. Όσα το γκάδι είκανε που ξάνιζε πού να βρει το ποτικό να το μουντάει. Μα έλα σου δά που η ποτικίνα δεν είχε παρμένο ακόμη χαμπάρι είδα εκείνο ήτανε δίπλαζη. Και ρουχάλιζε η έρμη του καλού καιρού. Ξαπλαρωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι του σοφάντη. Η ροζ μπαμπακερή νυχτιτιά με τα ψηλά μφάτια. Ήτονε κολλημένη απάνωτσι από τον ίδρου και ήτονε ωσανά τον εκδημινή. Με όλα τα πάσια και τα έξογγόματα του κορμιούτσι να ξεχωρίζουνε. Μως που φαινότανε δηλαδή στο αχνό φως της λάμπας που την είχε χαμηλωμένη στον τοίχο. Και τώρα το ερώτημα. Τι θα γίνει τελικά. Υπάρχει το ερώτημα για να μην δώσουμε το τέλος του βιβλίου. Τι θα γίνει τελικά. Ποιος από τους δύο άντρες θα κεντρίσει την Αντρονίκη. Αυτό στο τέλος του βιβλίου. Στη συνέχεια του βιβλίου. Αυτά ήταν τα προσπάθματα που διαβάσαμε. Σας ευχαριστούμε που μας ακούσατε. Έχουμε ακόμα λίγα λεπτά να τελειώσουμε την εκδήλωση. Μελετώντας τις σελίδες του νέου έργου της Άννας έζησα μια ολοζώντανη ιστορία με τα ήθη τα έθιμα και τις λογικές των ανθρώπων που εκφράζονται με τον τρόπο που συνδιαλέγονται ή ακόμα και που αστιεύονται μεταξύ τους σε μια γλώσσα γλαφυρή, ιδιωματική, είναι το ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, που μαγεύει και συγκινεί. Μια ιστορία θαρρής αληθέστατη. Πλεγμένη θαυμάσια με τα ανάλογα διώματα της παραδοσιακής ζωής του χωριού και με έντονο το ήθος των ανθρώπων του. Ο πολιτισμός, η ιστορία και η σχέση με το παρελθόν περνάνε μέσα από την τοπολαλιά, αναδεικνύοντας τις διαλέκτους, αναδεικνύουμε και τις ομοιότητες που έχουν οι διάλεκτοι με παλιότερες μορφές της νέας ελληνικής γλώσσας, της αρχαίας δηλαδή. Και αφού το ξέρει πολύ καλά η συμπατριότησά μας. Η γλώσσα αντικατοπτρίζει σε κάθε φάση της την πολιτισμική κατάσταση του τόπου. Όταν οι διάλεκτος διατηρείται μέσα στο χρόνο αυτό σημαίνει ότι διατηρούνται και πολιτισμικά στοιχεία. Έθνημα, συνήθειες, καθημερινότητα, επαγγέλματα. Γι' αυτό στα μεγάλα αστικά κέντρα που δεν διατηρείται η τοπολαλιά υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα που δεν διατηρούνται. Καθημερινότητα, ήθη και έθνημα, σχέσεις στην οικογένεια. Η κυρία Αννά Τακάκη Μαρκάκη είναι πληκισμένη καθώς διαπιστώεται με λογοτεχνικό τάλαντο. Στο πεζογράφημά της που διαβάσαμε διαπιστώσαμε τη λογοτεχνική της δύναμη και τέχνη έκφρασης καθώς και την πλήρη κατοχή του τοπικού προσωπικού ιδιώματος της περιεχής που η χρήση του σαγκινέλ πάντα και συγκινεί. Κυρίες και κύριοι, με το έργο της η Αννά Τακάκη Μαρκάκη αποβλέπει με το δικό της τρόπο στο συντέριασμα του χθες και του σήμερα, του τότε και του τώρα. Φυσικά για όλους μας θα ήταν ευχής έργο οι σημερινοί νέοι να διώσουν τον παραδοσιακό πολιτισμό και κυρίως το εξέρετο και καθεμελινά αφανιζόμενο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και είναι χρέος μας να τους προτρέψουμε να τους οδηγήσουμε στο να μάθουν να το βιώσουν. Πάντα πιστεί στα λόγια του Νίκου Κατσατζάκη από την ασκητική που λέει ότι το πρώτο σου χρέος εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγαλύτερη εντολή να σε ξεπεράσει. Όλα αυτά σήμερα παίρνουν μεγαλύτερη αξία και όσο περνάει ο καιρός θα εκτιμηθούν περισσότερο νομίζω αφού το έργο της συγγραφέρος μας, αυτοί οι κυβωτός της παράδοσής μας με τη σπάνια λογοτεχνική γλωσσική αξία προσπαθούν να μας θωρακίσουν, να μας γεννήσουν δύναμη μήπως και αντισταθούμε στους σημερινούς δύσκολους καιρούς που η φθορά και η αλλοτρίωση για χάρη της εμπορευματοποίησης και της παγκοσμιοποίησης αλλά και της νέας τάξης πραγμάτων μας απειλούν ωραία και περισσότερο. Το ζούμε αυτό καθημερινά, ειδικά στην εποχή μας που κάποιοι θέλουν να μας υποτιμήσουν και να μας απαξιώσουν όσο γίνεται περισσότερο. Μέσα από τα μονοπάθια αυτού του βιβλίου βλέπουμε να εξελίσσεται η ιστορία του τόπου μας με τους ανθρώπους του να έχουν υπόσταση, όνομα, σκέψη, κρίση. Κρίση για τις πράξεις τους και τις επιλογές τους. Η ιστορία εξατομικεύεται και η βαρέτα των πράξεων του κάθε προσώπου γίνεται μεγαλύτερη. Είναι όμως ζώσα διαρκώς συνομιλή μαζί μας αρκεί να της απευθύνουμε ερωτήματα, να θέλουμε να την ελευνήσουμε και με μεράκι να σχοληθούμε μαζί της. Γιατί τι άλλο είναι αυτή παρά μια τεξίδα φωτός και γνώσης, η οποία μπορεί να κατευθύνει τα βήματά μας ώστε να αποφύγουμε τις καρποτοπιές ανοίγοντας νέους δρόμους για το μέλλον. Αν έχετε ξεκάθει για τη σημερινή κατάπτωση μας είναι ακριβώς ότι ξεχάσαμε ποιοι είμαστε και από πού ερχόμαστε αδιαφερόντας για τις αξίες που μεταλλαπαδεύσαμε στην παγκόσμια κοινότητα αποδεχόμενοι ως νεοτερισμούς την πρόοδο και προ κάθε εισαγωμένη ιδέα και προσπαθώντας να υιοθετήσουμε ξένα πρότυπα άσχετα με την ιδιοσυγκροσία μας ως λαού. Θα ήθελα να ξαναθυμηθούμε πως είμαστε Έλληνες, είμαστε Κρητικοί και πως οι αξίες μας έδωσαν το φως παλιότερα σε όλο τον κόσμο. Να αφήσουμε στην άκρη πρότυπα τα οποία στηρίζονται στην αποφαίωση του υλισμού, της φθήνιας, της έλλειψης οποιασδήποτε πνευματικότητας. Αυτό δεν είναι εξυγχρονισμός και δεν είναι πρόοδος. Πως μπορούμε ο καθένας από μας να βοηθήσει στο χτίσμα μιας κοινωνίας με στέρεο μέλλον όταν υποτιμάμε και ανοούμε τα θεμέρια της, αν συνεχίσουμε να ακούμε τις ηρήνες της λύθης και η κοινωνία μας που τα θεμέρια της είναι σαφρά θα καταρρεύσει. Ο Αμερικανός ποιητής Κάρλ Σαννμπέρκ αναφέρει ότι όταν ένα έθνος βρίσκεται σε πτώση, όταν μια κοινωνία καταραίει, μια παράμετρος μπορεί να βρεθεί πάντα. Έχουν ξεχάσει από πού προέρχονται. Έχουν χάσει επαφή με αυτό που τους ένωνε στην αρχή. Η μελέτη λοιπόν του παρελθόντος, αν μπορεί να θεωρηθεί αυτό, μπορεί να οδηγήσει σε μια βαθύτερη γνώση του ανθρώπου και της κοινωνίας, να εμπνεύσει η αυτοπεποίθηση, να την πείστη του ανθρώπου στις δυνάμεις του, τη δράση που χρειαζόμαστε ως κοινωνία και ως έθνος σήμερα. Οι κυροί που περνάμε και ακόμα περισσότεροι κυροί που θα περάσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα είναι δύσκολοι. Το παρελθόν μας λοιπόν, η ιστορία μας, η ιστορικότητά μας, οι ρίζες μας μας δίνουν παρηγοριά, δύναμη και αυτοπεποίθηση. Με αυτή την έννοια, το παρελθόν μπορεί να γίνει καθοδιογητής του μέλλοντός μας. Φίλες και φίλοι, τελειώνοντας, ας θεωρηθεί η σημερινή μας εκδήλωση μια κατάθεση ευχαρισιών στη μύμη των προπατόρων μας και μια ευλαβική προσφορά σε κάποιους άλλους, όπως η σημερινή μας καλεσμένη, που έχοντας στη ζωή τους μοναδικό οδηγό το ένστικτό τους, που δημιουργούν και δημιουργήσαν γύρω μας με το μεράγχικη την τέχνη τους, ακουμπώντας και εμπνεώμενοι από την παράδοση έναν κόσμο απλοϊκό και ανθρώπινο, που μας βοηθά να μην ξαστρατήσουμε ούτε στους δίσβατους δρόμους, ούτε στα κακοτράγαλα μονοπάτια. Το έργο της κυρία Στακάκη μοιάζει σαν ένα σεντούκι γεμάτο ανεκτήμη της αξίας εργόχειρα και ξυπνά αναμνήσεις σχεδιώματα αλωτεινών καιρών, τότε που τα χωριά μας δεν είχαν δρόμους, αυτοκίνητα, ηλεκτρικό, τηλέφωναν και οι άνθρωποι δεν κινηγούσαν το χρήμα και το χρηματιστήριο, αλλά λαγούσαν και πέρδικες. Ένας κόσμος απλοϊκός, απλός, όμορφος, φτωχός, αλλά αφτάρκης και περήφανος, απληροφόρητος, αλλά σοφός και φιλοσοφημένος, βασανισμένος, αλλά ψυχικά ήρεμος, σχεδόν ευτυχής. Ένας κόσμος στα ανθρώπινα μέτα. Καλό τάξι δοκί αυτό το βιβλίο σου Άννα, και θα κλέψω δύο στίχους από το πείσμα σου. Ώρα καλή καράβι μου, καλό σου κατεβόδιο. Ώρα καλή άσπρο πουλί, γαλάσσιο πετροπούλι, στη θάλασσα στα κύματα, στα πέλαγα του κόσμου. Δε σε φοβούμαι στι καιρού και στα κρυγιά μπουγάζια, δε σε φοβούμαι στο βορά, στο γρέγο, στους τυφώνες, θαλασσωμάνας δίζασμα, σώμα ιερόπατέχης. Καλή συνέχεια, γιατί χρεώνεσαι με συνέχεια. Σε ευχαριστώ. Και εγώ σε ευχαριστώ. Ναι, έχουμε και συνέχεια, αγαπητοί φίλοι. Και μπορεί να τα ξαναπούμε εδώ κάποια στιγμή. Και κλείνω. Θα μας μιλήσει γενικά για το έργο της τώρα η κυρία Τακάρκη. Ναι. Είναι λοιπόν για μένα σημαντική στιγμή αυτή να μεταφέρω τον κριτικό μου λόγο και εκτός Κρήτης. Άλλωστε, τους Κρήτης και τους Μακεδόνες, από πολύ παλιά, μας ενώνει, όπως ξέρετε, ένας ισχυρός δεσμός. Ευχαριστώ γι' αυτό τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συλλόγου Κρητών Νομού Ιμαθίας για την ευγενική τους πρόσκληση να είμαι σήμερα ανάμεσά σας. Πολλά όμως και τα ευχαριστώ μου στην κυρία Χάιδο Ματσαρά Τζίκα και είμαι ευτυχής που την έχω φίλη μου, η οποία ήταν και ο συνδετικός Κρήτος να είμαι σήμερα ανάμεσά σας, γιατί η ίδια επισκεφτόμενη πολλές φορές στην Κρήτη έχει εκτιμήσει την κουλτούρα της και επίσης έδωσε βάση στο λογοτεχνικό μου έργο. Και όπως είπα ότι εξαιτήσαμε να γνώρισα την ψυχή της Κρήτης, έτσι και εγώ εξαιτίας της αγαπημένης μου Χάιδος, γνώρισα την Μακεδονία και θα τη γνωρίσω ακόμα περισσότερο. Ευχαριστώ πολύ την φίλη μου και όλους σας. Λοιπόν, πήρετε, όπως είδατε, μια γεύση από τα πονήματά μου και θα ήθελα να αναφερθώ με λίγα λόγια πώς οτήθηκα ή πώς ξεκίνησα να γράφω. Πιστεύω να μην σας εκοράσω, είναι ακόμα τρία-τέσσερα λεπτά. Από μικρή δεν έγραφα, όμως κατέγραφα στη φαντασία μου ότι με συγκινούσε ιδιαίτερα. Ο τόπος όπου γεννιέται, ζει και μεγαλώνει ο άνθρωπος, έχει σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξη και στη μετέπειτα πορεία του. Παίζει επίσης εξής σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, στον τρόπο σκέψης και στο συναισθηματισμό του. Και εγώ έζησα και μεγάλωσα σε ένα όμορφο τόπο, ένα πανέμορφο τοπίο βουνού και θάλασσας, όπου οι άνθρωποι ήταν ήρενοι, αληθινοί, βινήσει χαρακτήρες με την ιδιαίτερη γλώσσα, τα ήθητα, έθιμα, τις παραδόσεις, με τις μαντινιάδες και τα ποιήματα, τον ερωτόκριτο, να τραγουδούν στους γάμους και στις γιορτές, έζησα με τις ιστορίες που μου έλεγε η γεγιά μου και οι οποίες χάνονταν στα βάση των νεών μου. Οι μνήμες μου ακόμη ζωντανές από τον ξεγητεμό της οικογένειας του πατέρα μου και πολλών της εχωριανών μου, που έφευγαν κατά σειροδόν τη δεκαετία του 60. Έζησα ακόμη τις κουβέντες και τα αστεία πειράγματα των συγχωριανών μου, την αγάπη και την συντροφικότητα, το μεράκι τους για τη ζωή και την δύσκολη επιβίωσή τους, τα γλέντια και τις καντάδες τους. Τη σοφία που είχαν οι άνθρωποι την ανακάλυψα σιγά σιγά μέσα από την τοψιολαλιά, η οποία εκτός του ότι είναι μια πλούσια γλώσσα με ρίζες αρχαϊκές, αραβικές, ενετικές και πολλές τουρκικές, είναι γεμάτη από λόγο παρημιακό αλλά και γλώσσοπλαστικό, δηλαδή οι ίδιοι άνθρωποι του χωριού μου έφτιαχνα λέξεις και μου έδωσαν τα πρώτα ερεθίσματα. Μου καλλιέντησαν χρόνο με το χρώμα της σκέψης, τος ώστε σε μια όρη μεγάλικη αφλέον, που είχαν κατασταλάξει συναισθήματα, εμπειρίες και γνώσεις, ήρθε από μόνη της η έμβρευση και με βρήκε. Έτσι άρχισα να γράφω τα πρώτα μου πείηματα, τα πείηματα που μέχρι τώρα έχω εκδόσει, έχουν το χρώμα και το άρωμα της Κρήτης, γιατί εκεί ζω και ομειρέομαι γραμμένα πάντα στο τοπικό ήδειομα της ητίας. Ένα παρακλάδι της πλούσιας κριτικής διαλέκτου, μια γλώσσα με μουσικότητα και ήχο, με παραστατικότητα και πλούτο λέξεων και φράσεων που με συγκινεί ιδιαίτερα. Στα πείηματα όπως και στα πεζά μου, καταθέτω τις εμπειρίες μου και τα προσωπικά μου βιώματα, επηρεασμένη πάντα από τις παραδόσεις και τα ήδη του τόπου μου. Πολλούς από τους χαρακτήρες που περιγράφω ήταν πρόσωπα υπαρκτά. Θέλησα να εκφραστώ στην τοπιολανιά, γιατί εκτός του ότι είναι η μητρική μου γλώσσα την οποία κατέχω, έχει και μια άλλη μεγάλη δύναμη. Εκεί ο δραματικός και ο σατερικός λόγος φέρνει μια άλλη μορφή, εντονότερη θα έλεγα, και στο άκουσμα έχει ιδιαίτερο και ζωντανό χρώμα. Άλλο κίνητρο ήταν η αναμνή στον παιδικό μου χρόνο, με τη γειτονιά και τις γειτόνισσες, το πόδι μας τους τύπους με τους ανεμόμυλους, οι καντάδες και τα έθιμα, οι γιορτές με τα βιολιά και τις κιθάρες, τα λαογραφικά πρόσωπα της εποχής αυτής, και το σημαντικότερο, να αποτυπώσω μια κοινωνία η γη, που η λέξη άγχος ήταν άγνωστη και η εργασία ήταν χαρά. Πιστεύω, λοιπόν, πως γράφοντας αυτή τη γλώσσα καταθέτω και ένα κομμάτι της έγνοιας μου, ότι τουλάχιστον και αν περάσουν χρόνια, και αυτό το ιδίωμα χρόνο με το χρόνο αλλειωθεί ή χαθεί, ένα βιβλίο, μια ιστορία μιας άλλης εποχής, πολλά έχει να θυμίζει ή να μαθαίνει τις νεότερες γενιές. Και τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κύριον Γιάννη Παντερμαράκη για την παρουσίαση του έργου μου και την ωραία πακαιλία του, τη φίλη μου κυρία Πατσαρόλος που έκανα το συντογισμό και την προλόγηση, και όλους εσάς που βρεθήκετε απόψε και έχετε την εμπομονία να μας ακούσετε μια ώρα, αγαπημένοι μου πατριώδες, αγαπητοί φίλοι και φίλες της Βέρειας, κλείνω με μια ματινιάδα. Παίξε πατρίε τα δοξαριές, να σου κρυκούν οι ξένοι, να λένε πως συγκριτικοί παντού είναι μονιασμένοι. Ευχαριστώ τον Σύλλογο Κριτών, ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ. Και να πάρετε ένα κέρασμα απ' έξω που έφερα καλιτσούνια λιχναράκια. Ευχαριστούμε για την παρουσία σας, εδώ τελειώσαμε. Το κέρασμα είναι χειροπίδο της κυρίας Τακάκη, το φτιάχνουν μόνο στη Σιτία, είναι σιτιακό. Τα κατσούνια αυτά συγκεκριμένα δηλαδή, τα λέτε λιχναράκια λέει η κυρία Τακάκη. Επίσης υπάρχουν στην είσοδο και βιβλία της, όποιος δεν έχει πάρει και θέλει μπορεί να το πάρει και να το υπογράψει η κυρία Τακάκη. Ευχαριστούμε και πάλι για την παρουσία σας, καλό σας βράδυ. Ευχαριστούμε.