Διάλεξη 1: Παρακαλώ, αγαπητοί φίλοι μου. Το μάθημα του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου εξετάρισε συγκριτικό επίπεδο τους τρεις πηλώνες του αντικειμένου του καθαυτό εκκλησιαστικού δικαίου. Υπενθυμίζω ότι οι τρεις αυτοί πηλώνες του αντικειμένου του εκκλησιαστικού δικαίου είναι οι εξής. Πρώτος πηλώνας, θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα σε οικουμενικό επίπεδο διεθνές, σε περιφερειακό επίπεδο διεθνές, σε ευρωενοσιακό επίπεδο, σε εθνικό επίπεδο. Δεύτερος πηλώνας του αντικειμένου του εκκλησιαστικού δικαίου. Σχέσεις του κράτους με τα θρησκεύματα ή με τους κοσμοθερωτικούς οργανισμούς, κάθε είδους. Και τρίτος πηλώνας του αντικειμένου του εκκλησιαστικού δικαίου. Εσωτερικά δίκαια θρησκευμάτων ή κοσμοθερωτικών οργανισμών, εφόσον υπάρχουν και σε αυτά εσωτερικά δίκαια. Το συγκριτικό, λοιπόν, εκκλησιαστικό δίκαιο, ανεξάρτητα από τον πηλώνα του αντικειμένου του εκκλησιαστικού δικαίου, τον οποίο αναφέρετε, εξετάζει σε συγκριτικό επίπεδο διάφορα επιμέρους αντικείμενα, που ανήκουν σε έναν από τους τρεις πηλώνες του καθαυτό εκκλησιαστικού δικαίου. Στη σειρά αυτή μαθημάτων του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου, επιλέγουμε να εξετάσουμε σε συγκριτικό επίπεδο έναν επιμέρους αντικείμενο, που είναι η καταχώρηση των θρησκευτικών ή κοσμοθεωτικών οργανισμών και καταχώρηση σημαίνει την απόκτηση νομικής προσωπικότητας με βάση τις εθνικές νομοθεσίες των κρατών. Δηλαδή, ποιες είναι οι προϋποθέσεις και ποια είναι η διαδικασία απόκτησης νομικής προσωπικότητας με βάση τις εθνικές νομοθεσίες των κρατών. Αυτό το αντικείμενο, το επιμέρους του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου, επιλέγουμε για να πραγματευθούμε σε αυτή τη σειρά των διαλέξεων του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου. Αυτό το επιμέρους αντικείμενο, δηλαδή η απόκτηση της νομικής προσωπικότητας των θρησκευτικών ή κοσμοθεωτικών οργανισμών σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες μπορεί να ενταχθεί και στον πρώτο πυλώνα το αντικείμενο του εκκλησιαστικού δικαίου και στον δεύτερο πυλώνα, δηλαδή εντάσσεται στον πρώτο πυλώνα του εκκλησιαστικού δικαίου, διότι το δικαίωμα στην απόκτηση νομικής προσωπικότητας από τους θρησκευτικούς ή κοσμοθεωτικούς οργανισμούς είναι ένα διεθνές και συνταγματικό δικαίωμα, το οποίο πηγάζει κατά μεν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από το συνδυασμό της θρησκευτικής ελευθερίας με την ελευθερία του συνεταιρίζεστε. Κατά δε την Επιτροπή του Συμφώνου Λιλατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΥΕ πηγάζει μόνο από τη θρησκευτική ελευθερία. Για να υλοποιηθεί αυτό το δικαίωμα στην απόκτηση νομικής προσωπικότητας από τους θρησκευτικούς ή κοσμοθεωτικούς οργανισμούς, από τις θρησκευτικές ή κοσμοθεωτικές κοινότητες, πρέπει να παρεμιληθεί η νομοθετική διαδικασία των κρατών. Τα κράτη, λοιπόν, πρέπει να νομοθετήσουν τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία απόκτησης νομικής προσωπικότητας για τους θρησκευτικούς ή κοσμοθεωτικούς οργανισμούς, προβλέποντας διάφορες μορφές νομικής προσωπικότητας για αυτούς και ρυθμίζοντάς. Διότι το θέμα της ρύθμισης της νομικής προσωπικότητας όλων των νομικών προσώπων περιλαμβανομένων και των θρησκευτικών ή κοσμοθεωτικών κοινοτήτων είναι ένα ζήτημα το οποίο ανήκει κατά αποκλειστικότητα στην δικαιοδοσία τη νομοθετική των κρατών ως εξωτερική υπόθεση των θρησκευμάτων. Όλες οι εξωτερικές υποθέσεις των θρησκευμάτων αποτελούν δικαιοδοσία του κρατική. Το διεθνές και συναγματικό δικαίωμα στην απόκτηση νομικής προσωπικότητας εμπεριέχει αξίωση, όπως όλα τα δικαιώματα, των θρησκευτικών και κοσμοθεωτικών κοινοτήτων, έναντι του κράτους ώστε το κράτος να ρυθμίσει μορφές νομικής προσωπικότητας που να ανταποκρίνονται στο πολίτευμά τους, δηλαδή στην οργάνωση και στη διοίκησή τους. Δεν εμπεριέχει συγκεκριμένη αξίωση αυτό το διεθνές και συναγματικό δικαίωμα. Δεν εμπεριέχει συγκεκριμένη αξίωση για συγκεκριμένη μορφή νομικής προσωπικότητας. Πάντως, το κράτος, νομοθετώντας τις διάφορες μορφές νομικής προσωπικότητας, τις οποίες θέτει στη διάθεση των θρησκευτικών ή κοσμοθεωρητικών κοινωντήτων, δεν μπορεί να αναιρεί την ουσία αυτού του δικαιώματος, που δεν μπορεί να προκαλεί διακρίσεις σε βάρος οποιασδήποτε θρησκευτικής ή κοσμοθεωρητικής κοινότητας. Θα ξεκινήσουμε την πραγμάτευση αυτής της σειράς διαλέξεων με τον πρόσφατο ελληνικό νόμο 4301 του 2014 για την οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινωντήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα. Στη συνέχεια θα κάνουμε μια επισκόπηση του ζητήματος αυτού, δηλαδή της απόκτησης νομικής προσωβικότητας από τις θρησκευτικές ή κοσμοθεωρητικές κοινότητες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες με βάση τις νομοθεσίες τους. Και σε τρίτη φάση θα εξετάσω με κάποιους από τους νόμους των κρατών της Ευρώπης που αφορούν και αυτό το ζήτημα, δηλαδή την καταχώρηση των θρησκευτικών και κοσμοθεωρητικών κοινωντήτων, δηλαδή την απόκτηση νομικής προσωβικότητας από αυτές με βάση τους εθνικούς νόμους. Αλλά παρεπιπτόντως θα δούμε και άλλα ζητήματα τα οποία ρυθμίζουν αυτοί οι νόμοι, οι εθνικοί που είναι οι δικοί νόμοι για τα θρησκεύματα. Και ξεκινούμε με την παρουσίαση, την ανάλυση και την ερμηνεία του νόμου 4301 του 2014 της Ελλάδος για την οργάνωσης νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινωντήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό, μέχρι της δημοσιεύσεως τελευταίας κυβερνήσεως αυτού του νόμου 7 Οκτώβριου 2014 δεν υπήρχε κάποιος νόμος ειδικός στην Ελλάδα, ο οποίος να ρυθμίζει μορφές νομικής προσωπικότητας για τις θρησκευτικές ή κοσμοθεωρητικές κοινότητες. Το ελληνικό κράτος έθεθε στη διάθεση αυτών και των κοινοτήτων τις μορφές νομικής προσωπικότητες οι οποίες εμπεριέχονται στο Ναστικό Κώδικα. Δηλαδή, πρακτικά, μια θρησκευτική ή κοσμοθεωρητική κοινότητα θα μπορούσε να επιλέξει ιδίως μεταξύ Σωματείου Ιαστικής Εταιρείας. Βέβαια, υπάρχει και το Ίδρυμα, αλλά το Ίδρυμα επειδή απαιτεί τη σύμπραξη της διοίκησης για την έγδοση προεδρικού διατάγματος, μετά τη διάθεση περιουσίας από αυτόν που κάνει το Ίδρυμα, είναι πιο περιπεπλεγμένη διαδικασία. Και γι' αυτό δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί από πλευράς των μειονωτικών θρησκευμάτων στην Ελλάδα σαν μορφή νομικής προσωπικότητας. Έτσι απέμεναν οι δύο ομορφές. Υπάρχει βέβαια και η Ελληνική Επιτροπή, αλλά η Ελληνική Επιτροπή ιδερύεται για να κάνει μόνον Ελλάδους, δεν μπορεί να έχει άλλο σκοπό. Και όπως απέμεναν μόνο δύο ομορφές, ή της Αστικής Εταιρείας ή του Σωματίου. Σε αυτή την περίπτωση θα ήθελα παραπληπτόντος να αναφέρω την περίπτωση της ανοιτολογίας στην Ελλάδα, η οποία είχε ιδερυθεί αρχικά ο Σωματίο, είχε συστήσει Σωματίο μάλλον με την επωνυμία ΚΕΦΕ, Κέντρο Εφαρμοσμένης Φιλοσοφίας Ελλάδος. Δεν εμφανιζόταν δηλαδή η ανοιτολογία στην Ελλάδα ως θρησκεία, αλλά ως ένα φιλοσοφικό σωματίο. Όταν έγινε κατοίκον έρευνα στα γραφεία της ανοιτολογίας από τον Αντισαγγελέα Αγγελή, στη συνέχεια η ανοιτολογία και μετά τη διάλυση από το Πρωτοδικείο Αθηνών του Σωματίου του ΚΕΦΕ, ύστερα ποέτηση του Νομάρχη Αθηνών, η ανοιτολογία ισχυρίστηκε, υποστήριξε ότι είναι θρησκεία, ενώ πριν δεν το έλεγε και συνέστησε αστική εταιργία. Αυτό ήταν ένα παράδειγμα για το πώς μπορεί να λειτουργήσει για θρησκευτικές και κοσμοθεωρητικές κοινότητες το σύστημα της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει διάφορες μορφές νομικής προσωπικότητας. Και μπαίνουμε στο νόμο 4301 για την οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεων τους στην Ελλάδα. Στο άρθρο 1 δίνεται η έννοια της θρησκευτικής κοινότητας. Ψημένη θρησκευτική κοινότητα κατά την έννοια αυτού του νόμου. Ορίζει λοιπόν το άρθρο 1 την θρησκευτική κοινότητα ως εξής. Είναι ικανός αριθμός φυσικών προσώπων με συγκεκριμένη θρησκευτική ομολογία γνωστής θρησκείας, μόνιμα εγκατεστημένον σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή, με σκοπό την κοινή άσκηση της λατρείας της και την τέλεση των καθηκόντων που απαιτούνται από την κοινή ομολογία των μελών της. Ενώ προσπαθεί να δώσει το άρθρο 1 έναν ορισμό της θρησκευτικής κοινότητας, εισάγει διάφορες αόριστες έννοιες. Αλλά με αόριστες έννοιες δεν μπορεί να δίνεται ένας ορισμός, όταν ο σκοπός του νόμου είναι να δοθεί ορισμός. Η θρησκευτική κοινότητα είναι ικανός αριθμός. Τι ικανός, δηλαδή πόσο ικανός φυσικών προσώπων. Δηλαδή ποιος είναι αυτός ο αριθμός προσώπων. Θα μας το πει παρακάτω σε άλλη διάταξη. Ποιος είναι ο ελάχιστος αριθμός φυσικών προσώπων που μπορούν να ιδρύσουν θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Εδώ δεν μας λέει όμως η θρησκευτική κοινότητα, που βέβαια άλλο πράγμα είναι το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο και άλλο είναι η θρησκευτική κοινότητα. Εδώ μας δίνεται ο ορισμός της θρησκευτικής κοινότητας. Τη θρησκευτική κοινότητα θα μπορούσε να αποτελέσουν και δύο άτομα. Ενώ εδώ αναφέρεται ικανός αριθμός. Πόσο ικανός, αόριστο. Δεν το ορίζει ο νόμος. Δεν χρειάζονταν δηλαδή να αναφερθεί ότι είναι ικανός αριθμός φυσικών προσώπων. Δεν εξυπηρετεί τίποτα αυτό, διότι το ζήτημα των ιδρυτών, τί θέσετε σε σχέση με την ίδρυση των νομικών προσώπων των θρησκευτικών κοινοτήτων, όχι σε σχέση με την ίδρυση της θρησκευτικής κοινότητας. Διότι η θρησκευτική κοινότητα δεν έχει νομική προσωπικότητα. Η θρησκευτική κοινότητα μπορεί να ιδρύσει θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Επανέρχομαι λοιπόν στην έννοια της θρησκευτικής κοινότητας. Κατά το άρθρο 1, θρησκευτική κοινότητα είναι ικανός αριθμός φυσικών προσώπων με συγκεκριμένη θρησκευτική ομολογία γνωστής θρησκείας. Βέβαιος κάθε θρησκεία έχει θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ομολογία σημαίνει θρησκευτικές πεποιθήσεις. Προφανώς εννοεί και θρησκευτικές πρακτικές. Προφανώς εννοεί και οργάνωση και διοίκηση. Χωρίς βεβαίως να προβλέπετε συγκεκριμένως, ούτε θα έπρεπε να προβλέπετε, ούτε προβλέπετε συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης και διοίκησης. Εξάλλου, όπου έχουμε περισσότερα φυσικά πρόσωπα, θα υπάρχει, ακόμα και αν δεν υπάρχει τυπικά σε ένα εσωτερικό καταστατικό δηλαδή μία οργάνωση και διοίκηση, όμως στην πράξη έστω υπάρχει μία οργάνωση και διοίκηση όταν υπάρχουν περισσότερα από ένα φυσικά πρόσωπα. Επομένως ως συσκευτική ομολογία θα πρέπει ιδίως να εννοήσουμε τις συσκευτικές πεποιθήσεις και τις θρησκευτικές πρακτικές γνωστής θρησκείας. Ο όρος γνωστή θρησκεία είναι περητός και γι' αυτό ενδεχομένως περιοριστικός. Αυτό είχε επισημανθεί ο όρος γνωστή, είχε επισημανθεί ήδη από τον ειδικό εισηγητή για τη θρησκευτική μισαλλαδοξία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΥΕ, όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα το 1996 και συνέταξε την έκθεση του για την επιτόπια επίσκεψή του στην Ελλάδα για τη μελέτη της κατάστασης των θρησκευτικών ανθρωπινων δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Εκεί έγραψε σε αυτή την έκθεση του ο ειδικός εισηγητής ότι ο όρος γνωστή που υπάρχει στο Σύνταγμα, αλλά και στη νομοθεσία που επαναλαμβάνεται, γνωστή θρησκεία, όρος γνωστή, το επίθετο γνωστή, αποτελεί ένα επίθετο περιοριστικό. Βέβαια, το τι σημαίνει γνωστή, πρέπει να υπενθυμίσω ότι μέχρι το 1975 σήμανε άλλο πράγμα, δηλαδή άλλος ήταν ο ορισμός της γνωστής θρησκείας και μετά το 1975 είναι άλλος, τουλάχιστον στο Συμβούλιο της Επικρατίας, στο Ανώτο Διοικητικό Δικαστήριο. Σύμφωνα με την νομολογία του Συμβουλίου Επικρατίας αλλά και των άλλων δικαστηρίων και σύμφωνα με την έως τότε νομική θεωρία, γνωστή σήμαναν δύο πράγματα. Πρώτον, να έχει φανερό δόγμα και φανερή λατρεία και δεύτερον, οι υπεπιθύσεις και οι πρακτικές να μην είναι αντίθετες στη δημόσια τάξη για τα Χριστά Ήθη. Το 1975, όταν εξέδωσε δύο αποφάσεις το Συμβούλιο της Επικρατίας για να αναγνωρίσει ως γνωστή θρησκεία τους μάρτρες του Ιεχωβά, τότε απάληψε την δεύτερη προϋπόθεση της έννοιας της γνωστής θρησκείας. Δηλαδή, οι θρησκευτικές πεπιθύσεις και πρακτικές να μην είναι αντίθετες στη δημόσια τάξη για τα Χριστά Ήθη. Και κράτησε μόνο την πρώτη προϋπόθεση, ως αποκλειστική προϋπόθεση, το ορισμού της έννοιας της γνωστής θρησκείας. Δηλαδή, να έχει φανερή λατρεία και φανερή δασκαλία, φανερό δόγμα. Ο ειδικός λοιπόν, η Σιγητής για τη Σκεφτική Μισαλοδοξία, σήμερα ο ειδικός Σιγητής για τη Σκεφτική Μισαλοδοξία, έχει άλλο τίτλο, ειδικός Σιγητής για τη Σκεφτική Ρευθερία, τότε λεγόταν ειδικός Σιγητής για τη Σκεφτική Μισαλοδοξία, είπε ότι αυτό το επίθετο το περιοριστικό γνωστή είναι αντίθετο στους διεθνείς κανόνες για τη θρησκεία ή την κοσμοθεωρία. Δηλαδή δεν προβλέπουν οι διεθνείς κανόνες για τη θρησκεία ή την κοσμοθεωρία την έννοια της γνωστής θρησκείας, μόνο την έννοια της θρησκείας, η οποία, όπως λέει και το Γενικό Σχόλιο Ακτιμώσιος 22 της Επιτροπής του Συμφώνου για νομικά και πολιτικά δικαιώματα, θα πρέπει να ερμηνεύεται ο όρος θρησκεία εβραίος. Επομένως, μια ομάδα αν ισχυρίζεται ότι είναι θρησκεία, τότε ή θα είναι θρησκεία ή θα είναι ψευδοθρησκεία. Δεν μπορεί να υπάρχει έννοια της γνωστής θρησκείας. Δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει τέτοια έννοια στους διεθνείς κανόνες με τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται κάθε κράτος μέρος στις διεθνείς συμβάσεις ή κάθε κράτος το οποίο έχει αναλάβει διεθνείς δεσμεύσεις για την εφαρμογή των διεθνών κανόνων που αφορούν τη θρησκεία ή την κοσμοθεωρία. Αλλά το ζήτημα της θρησκείας ή ψευδοθρησκείας δεν τίθεται σε επίπεδο απόλαυσης των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων με βάση τις διεθνείς συμβάσεις και διακηρύξεις, δηλαδή με βάση των διεθνείς δίκαιων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ή με βάση το σύνταγμα. Το ζήτημα της θρησκείας ή ψευδοθρησκείας αφορά άλλο επίπεδο. Αφορά το επίπεδο απονομής προνομίων, θρησκευτικών προνομίων, από ένα κράτος προς θρησκευτικές ή κοσμοθρητικές κοινότητες. Εκεί μπορεί να αντιληθεί το ζήτημα ενός νομικού ορισμού της θρησκείας που να μην προκαλεί διακρίσεις. Δεν τίθεται επομένως ζήτημα θρησκείας ή ψευδοθρησκείας, όπως έχω ήδη πει, στο επίπεδο της απόλαυσης των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δηλαδή της θρησκευτικής ελευθερίας και των άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν έχουν θρησκευτική διάσταση, όπως η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία της συνάθεσης, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθε κλπ. Δηλαδή για την απόλαυση των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αρκεί μία ομάδα να ισχυρίζεται ότι είναι θρησκευτική, δηλαδή ότι είναι θρησκεύμα, προκειμένου να απολαμβάνει τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν νοημοποιείται το κράτος να ελέγχει αν μία ομάδα, η οποία ισχυρίζεται ότι είναι θρησκευτική αν είναι πράγματι, αν είναι ειλικρινά θρησκευτική ή είναι ψευδοθρησκεία, δεν νοημοποιείται σε επίπεδο απόλαυσης των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων να το κάνει αυτό το κράτος. Να αναφέρω και εδώ μία περίπτωση για να γίνει κατανοητό αυτό, στην περίπτωση της αρνητολογίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η νομική αρνητολογία έχει αποκτήσει φορολογική απαλλαγή από τη νομοσπονδιακή υπηρεσία εισοδήματος, επειδή είχε θεωρηθεί ως θρησκεία. Όταν αργότερα ανακλήθηκε η φορολογή της απαλλαγής από τη νομοσπονδιακή υπηρεσία εισοδήματος, διότι θεωρήθηκε ότι η οικονομική της δραστηριότητα υπερακόντιζε τη θεσκευτική της δραστηριότητα, έτσι έκρινε η ομοσπονδιακή υπηρεσία εισοδήματος των Ηνωμένων Πολιτείων, τότε ανακάλυσε τη φορολογική απαλλαγή της αρνητολογίας, αλλά δεν έπαψε η αρνητολογία παρόλα αυτά, παρά την ανάκληση της φορολογικής απαλλαγής, δεν έπαψε να θεωρείται ως θρησκεία, στο επίπεδο της απόλαυσης των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο επίπεδο λοιπόν μόνο των προνομίων και μόνο σε αυτό το επίπεδο τίθεται η δυνατότητα διατύπωσης ενός νομικού ορισμού της θρησκείας, που να μην προκαλεί διακρίσεις, ούτως ώστε να ελέγχεται αν μία ομάδα που ισχυρίζει ότι είναι θρησκευτική, αν είναι όντως θρησκευτική προκειμένου να αποκτήσει τα προνόμια τα θρησκευτικά που παρέχει το κράτος θρησκευτικές κοινότητες. Τέτοια προνόμια είναι οι φορολογικές απαλλαγές. Είναι η θρησκευτική υπηρεσία νόπλων δυνάμεων, είναι το μάθημα των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία, είναι η αναγνώριση των θρησκευτικών γάμων ως έγκυρον τύπο τέλεσης γάμου κατά το κρατικό δίκιο. Αυτά τα προνόμια είναι δικαιώματα που τα δίνει ένα κράτος πέραν των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται είτε από το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων είτε από τα συντάγματα των κρατών. Μόνο λοιπόν ως προς αυτά τα θρησκευτικά δικαιώματα που παρέχονται από το κράτος πέραν των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δηλαδή μόνο ως προς τα προνόμια μπορεί να τεθεί, όπως είπα, το ζήτημα της διατύπωσης ενός νομικού ορισμού, της θρησκείας που δεν είναι βέβαια εύκολος να διατύπωθει και πάντως δεν πρέπει να προκαλεί διακρίσεις προκειμένου να κριθεί αν μία ομάδα είναι θρησκεία για το σκοπό του νόμου για τον οποίο διατυπώνεται ο νομικός ορισμός. Παράδειγμα, μπορεί να εντυπωθεί ένας νομικός ορισμός της θρησκείας προκειμένου να κριθεί αν μία ομάδα που ισχυρίζει ότι είναι θρησκευτική, αν είναι όντως θρησκεία, προκειμένου να αποκτήσει φορολογική απαλλαγή. Εν όψι λοιπόν ως νόμου φορολογικού, δεν μπορεί να εντυπωθεί μέσα σε αυτό το νόμο ένας νομικός ορισμός της θρησκείας. Πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει βεβαίως στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες ευρωπαϊκές διότι το ζήτημα της θρησκείας αντιμετωπίζεται κάπως ρασσιτεχνικά. Δεν έχει μελετηθεί από νομική άποψη όπως έχει μελετηθεί στις ΗΠΑ τόσο σε επίπεδο νομολογιακό όσο και σε επίπεδο νομικής θεωρίας. Εδώ θα πρέπει να σταματήσω με την πρώτη διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |