: [♪ Μουσική Τώρα, οι πόλεμοι των γηπέδων είναι χειρότεροι από τους κανονικούς διότι γίνονται για το τίποτα, για το τρύπιο πάπλομα, για το τρύπιο σοφρακάκι. Τέλος πάντων. Να ξέρετε ότι δεν υπάρχει πιο, για εμάς στο λέξημα, στη δική μου ζωή, πιο κραυγαλέο δείγμα αβεβαιότητας, λευκό έτσι σαν άσπρο συννεφάκι από τη λευκή σελίδα που μας περιμένει κάθε μέρα στο γραφείο. Μουλαράζα, που λέγαμε στο πανεπιστήμιο μια φορά και έναν καιρό στην αρχαιότητα. Τη λευκή σελίδα. Βέβαια, ζούμε σε εποχή όπου η δημοσιογραφία είναι λίγο πιο εύκολη, είναι λίγο διαφορετική. Είναι η δημοσιογραφία του non paper και του δελτίο τύπου, όπου παραλαμβάνουμε το non paper ή το δελτίο τύπου από την ομάδα ή από το κόμμα. Copy-paste, παλιά γινόταν με ψαλίδι και με cellotape αυτό, του συνεργάτη μας κυρίου Ξουραφάκια έλεγε ένας συγχωρημένος συνάδελφος, καλά να είναι εκεί που πήγε. Αν αισθανόμαστε δημιουργικοί αλλάζουμε και τον πρόλογο ή τον επίλογο, βάζουμε την ονοματάρα μας από πάνω και περνάμε την υπόλοιπη μέρα παίζοντας τέτρις στο γραφείο ή το αντίστοιχο σημερινό του τέτριξ, έχω χάσει κάποια τεύχη σε αυτό το θέμα. Αλλά δεν ήταν πάντοτε έτσι. Τις περιπέτειες της γαλάζιας Brother γραφομηχανής μου, αυτής εδώ που βλέπετε, μπορεί όλα και κάποιοι να τις έχετε διαβάσει στο βιβλίο μου, ο Νίκος Λύπη, εκδόσεις Key Books, θα το βρείτε και απ' έξω, τέλος γκρίζας διαφήμησης. Τότε δεν υπήρχε ίντερνετ, δεν υπήρχαν καν υπολογιστές. Με αυτό το θηρίο δουλεύαμε, το οποίο έκανε μαζί μου τα χιλιόμετρα, στα λεωφορία, στα τρένα, στα γήπεδα, προφανώς. Και το δεύτερο βοήθημα, η δεύτερη, η πραγματική βεβαιότητα σε όλα αυτά, ήταν ένα μικρό πράσινο σημειωματάριο, μια μικρή πράσινη ατζέντα. Τηλεφωνικός κατάλογος, έλεγε. Πράσινη ατζέντα, μπλε στιλό, αυτή ήταν η βεβαιότητά μας. Την εντοπίζω καμιά φορά στο συρτάρι με τα κινήλια από την αρχαιότητα και δάκρυα κυλούν στις παριές μου, συγκινούμαι. Τώρα βέβαια πάνε αυτά, τώρα έχω τούτο. Ένα μικρό πράσινο σημειωματάριο στο άσπρο κινητό με τη ροζ θήκη για να καλύπτουμε και την μετροσέξουαλ διάσταση του πράγματος. Θα μπορούσα, όπως και έκανα δηλαδή, να καλύψω το χθεσινό ρημάδι, το derby του μπάσκετ για παράδειγμα, μέσα από αυτή τη συσκευή, από το ξενοδοχείο μου εδώ στην Πάτρα, να δω το παιχνίδι μέσα από την εφαρμογή της Νόβα, που το έδειχνε, ή της Euroleague TV, να παρακολουθήσω τις δηλώσεις από κάτι αντίστοιχο, να κλέψω τον κόπο άλλων δηλαδή, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο θα είχαν κλέψει τον κόπο κάποιον άλλον. Θα έγραφα το κείμενό μου στο μιλητό, διότι υπάρχουν και τέτοιες εφαρμογές, οι τα λες και το ρημάδι τα γράφει από μόνο του, και μέσα σε όλη αυτή την αναμπουμπούλα μπορεί να είχα παραγγείλει και τα σουβλάκια, το σημαντικότερο από όλα δηλαδή, από το delivery.gr. Οπότε η μόνη αβεβαιότητα στις μέρες μας, πολύ μακριά από τις μέρες του χαρτιού και του μολυβιού, ή της γραφομηχανής, αυτό είναι από το Final Four του 88, αρχαιότητας. Η μόνη αβεβαιότητα λοιπόν είναι η ύπαρξη Wi-Fi, όπως αντιλαμβάνεστε, διότι από αυτό εξαρτάται η επιβίωσή μας, η επαγγελματική, η κρυμμένη πίσω από ένα τετραψήφιο κωδικό. Τι συναντατάτε κι εσείς παντού την αβεβαιότητα του Wi-Fi. Λέω στον άνοιψιό μου, τον 17χρονο Θάνο, στην Ίσυρο να πάτε διακοπές, είναι ωραία. Θα έχει ωραίες αμμουδιές, θα φάτε καλά, θα πιείτε, θα χορέψετε με την κοπελίτσα σου, θα πάτε και ροματζάδα στο κατάστρωμα, στο πλοίο. Άσε ρε Μπάρμα, μου απαντάει ο άλλος. Wi-Fi έχεις στο κατάστρωμα, Wi-Fi έχεις τις αμμουδιές. Αυτό είναι όλο, αυτή είναι η αβεβαιότητα που γίνεται αβεβαιότητα. Οπότε η ζωή μου, ο κόσμος μου επαγγελματικός είναι κρυμμένος μέσα εδώ. Τόση ώρα έχω το χέρι στην τσέπη για να κρατάω το κινητό, νιώθω καλύτερα, πιο σίγουρος. Η πράσινη ατζέντα έχει γίνει ένα ευρετήριο, η μαγική κίνηση του δακτύλου λύνει όλα τα προβλήματα. Κρατάω ακόμα και τα τηλέφωνα αυτού που έχουν φύγει, αυτού που έχουν εγκαταλείψει αυτό το μάταιο κόσμο στα 60, στα 50, στα 40, στα 30, διότι σε αυτή τη δουλειά που τόσο αγχώνει πολλούς από εμάς, η ίδια η ζωή δεν είναι καθόλου βεβαιότητα. Σήμερα είναι, αύριο δεν είναι. Οπότε, ψάχνοντας, βλέπω και τα ονόματα φευγάτων. Φίλιππο Συρίγος, δάσκαλός μου, «Να μη μιλάς πολύ στις μεταδόσεις», μου έλεγε όταν ξεκινούσα. Ήταν, μάλιστα, ασυπτωματικό το ότι βρέθηκα για πρώτη φορά στο μικρόφωνο σε μεγάλο ματς. Άστα και πέθαινε απ' το άγχος του. Κι εγώ ήταν απ' το άγχος του ο Φωκαράς. «Να αφήνεις την εικόνα να μιλάει», μου έλεγε, «αυτή είναι η μοναδική βεβαιότητα». «Ναι, ναι, ναι, ναι», έλεγα εγώ. «Μια, δυο, τρεις, φρασίτατος, εγώ πήρα φάρος». Και στην επόμενη κακοτοπιά, λέω, με τη φωνούλα μου, την ανική, τότε, 23 ετών, «Φάουλ ήταν αυτό». Ακούγεται το κλικ μέσα απ' τα ακουστικά, γιατί τον άκουγα τόση ώρα, πότε ήθελε εκείνος. Και η φωνή του, με την τόσο χαρακτηριστική εκφορά που είπα αλλιότεροι, την γνωρίζετε πολύ καλά. Κλικ. Παλιό μαλάκα, κοίτα το ριπλέι και θα καταλάβεις ότι δεν υπήρχε κανένα φάουλ. Κλικ. Μαγκώθηκα, δαγκώθηκα, είδα το ριπλέι, είδα ότι είχε δίκιο. Ξέρετε, στις μέρες μας, η μοναδική βεβαιότητα στο ρεπορτάζ του μπάσκετ ήταν ο Συρίγος, η ευθεντία του, η φωνή του. Αλλά μια ωραία πρωία, μια δυόλου ωραία πρωία, ξεκίνησε να πάει να κάνει την εβδομαδία του εκπομπής στο ραδιόφωνο, στον Spor FM. Ο Συρίγος και πολλά ανοιχτά μέτωπα. Το Αθήνα 2004 με τα σκάνδαλά του, το doping, το καραϊσκάκι, τον υπόδρομο, χωνόταν παντού. Ήταν δημοσιογράφος παλαιού τύπου, ίσως ο τελευταίος. Τον περίμεναν μέρα, μεσημέρι, κάτι καλό παιδά κάτω από τα γραφεία του σταθμού. Μαχαιροβγάλτες. Ίσως ο Συρίγος, μία, δύο, τρεις, πέντε μαχαιριές δίπλα στη μοδελική στήλη. Γιατί, γιατί έτσι, γιατί ενοχλούσε στην εντατική. Πάλευε για τη ζωή του. Την κέρδισε εκείνη τη μάχη. Έδωσε μια καινούρια μάχη, με τη βοήθεια των αρχών, υποτίθεται, για να βρεθούν οι ένοχοι, μέχρι που κατάλαβα ότι εδώ είναι Βαλκάνια, ότι είναι εδώ Ελλάδα, απίβδησε. Τα παράτησε. Και τα παράτησε, διότι στην επόμενη γωνία τον περίμεναν χειρότερος εχθρός. Αδυσσόπητος. Σχεδόν ανίκητος. Θυμάστε τι σας είπα, η ζωή δεν είναι σίγουρη σε αυτό το επάγγελμα. Τον χάσαμε στα 65. Ο Γιάννης Κούτρας, τον ξέρετε. Και αν δεν τον ξέρετε, ξέρετε τη φωνή του, από τον εμβληματικό σταυρό του Νότου. Πρώτο ταξίδι, μην φεύγετε, δεν θα τραγουδήσω. Αν ήταν θα με έβαζαν τελευταίο για να αδειάσει η αίθουσα. Ο Γιάννης Κούτρας, είναι αγαπημένος φίλος, και καταρχήν είναι αρρωστάκι με τον μπάσκετ. Καλό πράγμα. Εγώ είμαι αρρωστάκι με την καλή μουσική, κάπου μέσα στις δύο ασθένειες τα βρήκαμε. Το θέμα είναι ότι εκείνος από τη φύση του επαγγέλματος του, αναγκάζεται συχνά να τραγουδήσει μπροστά σε εκείνο που δεν πολύ ενδιαφέρεται για αυτά που ακούει. Έτυχε να βγει και να μπει στο πρώτο μαγαζί που βρήκε μπροστά του. Αυτά ρε κύριος μου τραγουδάς, κλασική μουσική, παίξε καλά εικόνα μερακλώσου. Άλλους δεν τους νοιάζει. Αποδέχονται την πραγματικότητα αυτοί και κλείνουν τα αυτιά, κλείνουν τα μάτια, τα λένε, παίρνουν το μεροκάμα το φεύγουν. Αυτό τσακώνεται ο Γιάννης. Ρε παιδιά, αφού δεν σας ενδιαφέρει αυτό που ακούτε, γιατί δεν πάτε κάπου αλλού να τα πείτε. Ο Αλκύναιος το λέει ευρέ αυτό. Ήρθατε για να τα πείτε στον Αλκύναιο. Πικρό χιουμόρ. Άλλο λοιπόν, δεν τον νοιάζει. Αυτό τσακώνεται. Το θέμα είναι ότι, επειδή μια και πιάσα με το παράδειγμα του, μια και αυτόν βρήκα στο Ευρετήριο, συνεχίζω με την δική του ιδιαιτερότητα. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι δεν είναι συμφέτης, δεν παίζει μουσικά όργανα, είναι ερμηνευτής. Αυτό σημαίνει ότι το μεροκάματο του εξαρτάται εξολοκλήρω από άλλους. Από το κοινό με το οποίο τσακώνεται και την επόμενη φορά θα πει, θα πάω να ακούσω, κάποιος μου δεν είναι δίστροπος και δεν λέει και κλασική μουσική. Ή από τον συνθέτη που θα πρέπει να του δώσει ή να μην του δώσει τραγούδια, αλλά αν βγάλει τη φήμη του δύσκολου θα πει, θα βρω άλλο. Η χαρά του ελεύθερου επαγγέλματος είναι αυτή. Και καλά, ειδικημένος ξέρει ότι τουλάχιστον αυτά που λέει σε ένα μίνιμουμ κοινό έχουν γγελ. Θα τον ακούσουν κάποιοι. Εγώ καμιά φορά σκέφτομαι και αγχώνομαι για λογαριασμό τους, τους κωμικούς, τους stand up comedians, οι οποίοι βγαίνουν σε ένα τέτοιο κοινό, σε μια έθοσα όμως, που μπορεί να μην είναι γεμάτης αντί σημερινή, μπορεί να είναι άδεια, δεν ξέρουν πόσους θα βρουν και όχι μόνο αυτό, αλλά δεν ξέρουν καν αν θα καταφέρουν να συντονήσουν το humor τους με αυτό του κοινού και η αβεβαιότητα έγκειται στο ότι μπορεί μόνοι τους να τα λένε, μόνοι τους να τα ακούνε, μόνοι τους να γελάνε και καλά, η πληγή στο εγώ του καθενός είναι το λιγότερο. Η πραγματική πληγή αρχίζει, η πραγματική αβεβαιότητα αρχίζει όταν το τραπέζι μείνει χωρίς ψωμί. Λοιπόν, γιώργος Κούδας, θεός ε, οι νεότεροι που βλέπω, πολλούς νεότερους, μάλλον δεν ξέρουν για τι πράγμα μιλάμε, αλλά οι πιο παλιοί ξέρουν ότι ο άνθρωπος αυτός έπαιζε στη δεκαετία του 70 την μπάλα του 2020, ήταν μισό αιώνα μπροστά. Πήγα και τον βρήκα για μια συνέντοξη για την εφημερίδα που δουλεύω για το ντοκουμέντο με δική μου πρωτοβουλία, από σεβασμό. Δεν με νοιάζει η μπάλα, δεν με νοιάζει καθόλου. Με νοιάζει ο αγώνας, η ζωή, ο Κούδας. Αν ήταν σήμερα 12 χρονών, μπορεί να ζούσε εσόκλειστος, οικειοθελός βεβαίως, σε μια ποδοσφαιρική ακαδημία κάποιας Μπαρσελόνα ή Άλιαξ, να είχε επιστήμονες φυσιοθεραπευτές να του κάνουν αέρα και να προσέχουν κάτι του ανάγκη, να τρώει με χρυσά πυρούνια και να παίζει την παλίτσα του ξένιαστος. Ο Γιώργος Κούδας ήταν προσφυγόπουλο. Όταν έπαιζε μπαλά στα δέκα του, στα δώδεκα, έπαιζε με τρύπια παπούτσια. Ή με καθόλου παπούτσια. Άλλαζε σπίτι κάθε μερικούς μήνες. Τους έδιωχναν, δεν τους ήθελαν τους πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη, ιδίως όταν ήταν φτωχοί και δεν είχαν να πληρώσουν το ενίκιο στην ώρα του. Έτρωγε ό,τι περίσευε στη λαχαναγορά, αν του έδινε κάποιος μια κολοκήθια να πάρει στο σπίτι μερικά φρούτα. Έμαθα όμως κάτι, του το δίδαξε ο πατέρας, να είναι αξιοπρεπής, να μη ζητιανεύει. Και αυτό το πράγμα το μετουσίωσε σε μια κουβέντα που μου είπε σε αυτή τη συνέντευξη και που μου έχει μείνει. Η προσφυγιά, μου είπε, είναι προνόμιο. Η φτώχεια είναι προνόμιο. Η αβεβαιότητα, αν θέλετε, είναι προνόμιο. Κανείς προφανώς δεν τη θέλει, αλλά όταν δεν μπορείς να την αποφύγεις, υπάρχουν τρόποι να σε βοηθήσει να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Η ευμάρια πολλές φορές φέρνει την τεμπελιά, την αδιαφορία, διότι αυτός που κοιμάται μακαρίως είναι ο πρώτος, που θα χτυπηθεί από το τσουνάμι. Το περάσαμε το ΚΑΠΑ. Δεν την ξέρετε, Κικίτσα Καλδίμη λέγεται. Η κοπέλα αυτή θα πρέπει να την ξέρετε, διότι είναι υπεραθλητρια. Έχει ανέβει στο Εβερέστ. Αυτό που έχει καταφέρει δεν μπορεί να το κάνουν ούτε ποδοσφαιριστές, ούτε μπασκετμπολίστες, ούτε τριπλουρίστες, ούτε κανένας άλλος από τους εθνικοί ήρωες του αθλητισμού μας. Το θέμα είναι ότι ο δρόμος για την κορυφή του Εβερέστ είναι διάσπαρτος με ξεπαγιασμένα πτώματα, με ανθρώπους που άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή και δεν υπάρχει τρόπος να τους κατεβάσουν. Δεν γίνεται. Στα 8.500 μέτρα δεν μπορεί κάποιος να σε πάρει στην πλάτη του να σε κατεβάσει χωρίς να ρισκάρει σε ακραίο βαθμό τη δική του ζωή. Ούτε φτάνει ελικόπτερο λόγω του αραιού οξυγόνου. Το αραιό οξυγόν, όμως, χτυπάει και αδερφία στον εγκέφαλο. Η υποξία, όπως την λένε, αν δεν έχω λάθος, δεν σε αφήνει να σκεφτείς καθαρά, να πάρεις τη σωστή απόφαση. Πώς νομίζετε ότι ξυλιάζουν τα πτώματα, δεν θα μπορούσαν να γυρίσουν πίσω. Βλέπουν την κορυφή στα 300 μέτρα. Μπορώ. 300 μέτρα είναι. Τι είναι 300 μέτρα, από εδώ μέχρι το πάρκι. Δεν μπορείς, όμως, σε κατάσταση εξάντλησης και παγωνιάς. Έλα μου ρε, τα σύννεφα θα φέρουν κατεγίδα. Θα έρθει σε μια ώρα η κατεγίδα. Πρόλαβαίνω να πάω στην κορυφή και να γυρίσω και να ανάψω και μια φωτιά για να ζεσταθώ. Δεν προλαβαίνεις. Δεν μπορείς να σκεφτείς καθαρά. Οι κικοί, λοιπόν, είναι ζωντανοί. Θα μπορούσε να είναι εδώ να σας τα λέει, το παλαιότερο τέντεξ, επειδή πήρε τη σωστή απόφαση. Και πήρε τη σωστή απόφαση, διότι άκουσε τον οδηγό της, τον έμπειρο άνθρωπο με τον οποίο ανέβηκε μαζί στο βουνό. Δεν έκανε του κεφαλιού της την τελευταία στιγμή. Αλλιώς θα μπορούσε να είχε γίνει και η ίδια σημάδη, όπως είναι τόσα άψυχα κορμιά εκεί πάνω. Και να λένε οι άλλοι, μεταξύ τους ή οι άλλοι ορειβάτες, θα συναντηθούμε εκεί στην παγωμένη Ελληνίδα με το κόκκινο μπουφάν. Καλός ορειβάτης λέει, το λέει η κοπέλα αυτή, και το λένε και όλοι όσοι έχουν γυρίσει για να πουν την ιστορία, καλός ορειβάτης είναι ο ζωντανός ορειβάτης. Κάθε βήμα είναι αβεβαιότητα σε βαθμό ζωής και θανάτου. Όλοι το ξέρουν, λίγη το εφαρμόζουν. Αυτόν τον ξέρετε. Χειροκρότημα να μας ακούσει από την Αμερική. Είχε και τα γυναίθλιά του χθες ο Γιάννης Αντετοκούμπο, σήμερα τον αγαπάμε όλοι, αισθανόμαστε εθνικά υπερήφανοι, τον καμαρώνουμε, είναι ο καλύτερος του κόσμου, μπράβο του και του βγάζουμε και το καπέλο και χαιρόμαστε τις νύχτες που τον βλέπουμε να παίζει μπάσκετ ή τις μέρες που παίζει με την εθνική όπως εδώ στην φανέλα αυτή. Το θέμα είναι ότι όταν τον πρώτο ανακάλυψαν και ήταν 16 χρονών ας πούμε, το παιδί έπασχε από αβυταμίνωση, γιατί δεν έτρωγε ή γιατί έτρωγε τα λάθος πράγματα, ότι έβρισκε. Ζούσαν έξι άνθρωποι σε ένα υπόγειο και μετά σε ένα άλλο υπόγειο. Οι γονείς και τέσσερα αγόρια, μαντράχαλοι. Δύο πιο μικρά σε ηλικία και δύο μεγαλύτερα, ο Γιάννης και ο Θανάσης επίσης, μπασκετμπολίστρας, ο αδελφός του μεγαλύτερος. Τις μέρες πουλούσαν μπιχλιμπίδια για να ζήσουν όλη την οικογένεια, CD, γυαλιά, ηλίου, ότι έβρισκαν. Τα απογεύματα έπαιζαν μπάσκετ, περίμεναν κανένα σάντουιτς απ' την καλωσύνη των ξένων, τα βράδια κρύβονταν για να μην τους βρουν τα τάγματα εφόδου. Και αυτή ήταν η ζωή τους. Όταν γύριζαν στο σπίτι, τα λίγα κέρδη της ημέρας τα μοιράζονταν για να φάνε, όχι όμως σε εξημισίας. Πρώτα έτρωγαν τα μωρά, μετά οι γονείς που ευτυχώς δεν ήταν υπερίλικες. Άλλο αν ο πατέρας έφυγε νωρίς και δεν πρόλεπε να καμαρώσει τα κατορθώματα του γιου. Και τελευταία έτρωγαν τα δύο μεγάλα παιδιά, ό,τι περίσευε. Συχνά δεν περίσευε τίποτα. Η αθάνατη, ακοίμητη Ελλαδάρα τον έσωσε, τον επιβράβευσε, όταν κατάλαβα ότι είχε κάτι να κερδίσει από αυτόν. Ή όταν φοβήθηκε ότι θα της τον κλέψει κάποιος άλλος για να κερδίσει από αυτόν. Η Νιγηρία, η πατρίδα των γονιών του. Αυτοί σώθηκαν. Σαν αυτούς, υπάρχουν εκεί έξω δεκάδες χιλιάδες άλλοι, που δεν είναι δυο μέτρα, δεν ξέρουν να κλωτσάνε την μπάλα, δεν διδάχτηκαν κάποιο επάγγελμα, δεν ξέρουν κάποια τέχνη. Είναι τα φαντάσματα της κοινωνίας μας. Αυτοί ζουν την αβεβαιότητα σε κάθε τους βήμα, σε κάθε μέρα που ξημερώνει, κάθε φορά που βγαίνουν για το μεροδούλι και δεν γνωρίζουν καν αν θα υπάρξει το βράδυ μεροφάει. Ελευθερία Μουράτογλου. Αυτή δεν την ξέρετε. Το μικρούλι το ξέρετε. Μην κοιτάτε, είναι λίγο shocking, sorry για το σκηνικό, αλλά αυτή ήταν η πιο γλαφυρή φωτογραφία που βρήκα. Τι γυναίκα λοιπόν. Δεν την ξέρετε, ούτε εκείνη ξέρε κανένα όταν πρώτο ήλθες στην Ελλάδα το 22. Κοίταζε πίσω και έβλεπε το σπίτι της να καίγεται. Κοίταζε μπροστά και δεν έβλεπε τίποτα. Ίσως επειδή τα μάτια της ήταν δακρυσμένα. Ήταν και παιδί μικρό τότε, η θεία μου, γιατί περιθείας πλόγκεται, αδερφή της γεγιάς μου. Στην οικογένειά μου την ευρύτερη, μια εμβληματική στιγμή που δυσκολεύομαι να τη διηγηθώ χωρίς να μου ανέβει κόμπος στο λαιμό, οπότε ανεκτείτε με λίγο, αν συγκινηθώ. Όταν άναβα γεννά, ηθοποιός, ανέβασε ένα θεατρικό στην Αθήνα, και όχι μόνο στην Αθήνα, ίσως να ήρθε και στην Πάτρα, με θέμα από το προσφυγικό, την Αγγέλα Παπάζογλου, έτσι λέγονταν, ένας μονόλογος συγκλονιστικός. Η Ελευθερία Μουράτογλου, το μικρό παιδάκι που πλέον ήταν μια ηλικιωμένη κυρία, καθόταν στην πρώτη σειρά εδώ των καθισμάτων. Και μόλις τελείωσε ο μονόλογος και κόπασε το χειροκρότημα, η θεία σηκώθηκε με τη φωνή της που ήταν σπασμένη από το γύρας, αλλά στεντόρια, βροντερή, έτσι ήταν μέχρι το τέλος, και της είπε, κόρη μου, αυτά που λες τόση ώρα, εγώ τα έζησα. Εγώ ήμουν στον βαππόρι. Και η ηθοποιός την ανέβασε στη σκηνή για να κλάψουν μαζί για μερικά λεπτά. Αυτή είναι η πραγματική αβεβαιότητα. Να βγαίνεις από ένα καράβι, από ένα φουρσκοτό, μπορεί να είναι και τρίπιο, να βγάλεις σε ένα ξένο τόπο άγνωστο, να αφήνεις πίσω το σπίτι σου να καίγεται, να μην έχεις δραχμή στην τσέπη, να είναι κουρελιασμένα τα ρούχα σου, να μην γνωρίζεις πού πας και να σε αντιμετωπίζουν και με έχθρα. Γι' αυτό σας εκκληπαρώ, αν θέλετε, αυτούς τους ανθρώπους, ας μην μας αρέσει φάτσαπτος, ας τους αντιμετωπίζουμε με ανθρωπιά, γιατί χθες ήμασταν εμείς αυτοί. Άρα μπορεί να είμαστε πάλι εμείς αυτοί. Ο πόλεμος δεν χαρίζεται σε κανέναν. Νάστα το ρημάδι το κινητό, αυτό μου λέει η μαμά μου. Προσπαθώ να πω ότι στη ζωή μας, σας έβαλα και λίγο γκάλι έτσι, για να ανοίγει το μάτι, να το ελαφρύνουμε λίγο, στη ζωή μας η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα. Αυτό προσπαθώ να πω, ότι δεν ξέρουμε δηλαδή κάθε μέρα από ποια πλευρά θα ξημερώσει. Αν θα βγει από εδώ ή από εκεί ο ήλιος. Κάποτε μπορεί να έχουμε δύο ήλιους. Έναν αληθινό στο ηλιοασίλεμα και έναν πυρηνικό. Υπάρχει ένα τραγούδι του Pink Floyd, ψάξτε του, του Sons in the Sunset. Μέχρι τότε να θυμόμαστε ότι ένας αθλητής εκεί που τρέχει σαν ελάφι, μπορεί να παραπατήσει, να γυρίσει στο γόνατό του, να τα χάσει όλα. Πάει καριέρα. Ένας τραγουδιστής δεν μπορεί να γεμίσει την αίθουσα. Την επόμενη φορά δεν θα τον θέλει κανένας για συναυλία. Ένας δημοσιογράφος δεν θα βρίσκει την είδηση. Δεν θα μπορεί να γεμίσει την τάμπουλα ράζα. Μία, δύο, τρεις, την τέταρτη θα απολυθεί. Την πέμπτη δε θα ξαναβρει δουλειά. Μέρες που είναι κιόλας στην εποχή που ζούμε. Ένας νοικοκύρης, ξένιαστος και ενάρετος και όλα αυτά, και βλέπει τηλεόραση ωραία και καλά, και ξαφνικά αρχίζουν να πέφτουν βόμβες στο σπίτι του και χάνει τα πάντα και μπαίνει στο πλοίο και φεύγει και δεν ξέρει πού πάει. Η αβεβαιότητα είναι ο μοναδικός κανόνας. Ας θυμόμαστε ότι μπορεί, όπως έλεγε ο Γιώργος Σκούδας, να είναι και προνόμιο. Διότι μερικές φορές, η τεθλασμένη δεν είναι προφανώς ο συντομότερος δρόμος, αλλά καμιά φορά είναι ο καλύτερος. Από τα εμπόδια καταλαβαίνεις καλύτερα. Η ευθεία γραμμή δημιουργεί αντικατοτρισμούς, όπως στην έρημο. Βλέπεις νερό και στην πραγματικότητα είναι άμος. Βλέπεις δέντρα και δεν είναι άμολοφοι. Οπότε το ταπεινό μήνυμά μου είναι να σκεφτόμαστε, να ανησυχούμε, να διαβάζουμε, να ταξιδεύουμε, να κάνουμε το μυαλό να λειτουργεί, να μην το αφήνουμε να κοιμάται. Διότι η μόνη λύση για να ανοίγει η πόρτα μπροστά μας είναι να έχουμε τα μάτια και τα αυτιά ανοιχτά. Μία στιγμή, αν τα κλείσουμε, μπορεί το δικό μας πόδι να βρεθεί στο χείλος της Αβύσσου. Ευχαριστώ που με ακούσατε. Ευχαριστώ. |