Διάλεξη 10 / Διάλεξη 10 / Διάλεξη 10

Διάλεξη 10: Εκκλησιαστικά Δικαστήρια Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 10η διάλεξη του προπτυχιακού εαρινού μαθήματος του Εκκλησιαστικού Δικαίου, όπως ήδη προναγγείλαμε στην 1η, την προηγούμενη διάλεξή μας, θα ασχοληθούμε με τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια. Ο νόμος που διέπει τα Εκκλησιαστικά Δικ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Κυριαζόπουλος Κυριάκος (Επίκουρος Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ (Προπτυχιακό)
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=a138d88b
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 10: Εκκλησιαστικά Δικαστήρια Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 10η διάλεξη του προπτυχιακού εαρινού μαθήματος του Εκκλησιαστικού Δικαίου, όπως ήδη προναγγείλαμε στην 1η, την προηγούμενη διάλεξή μας, θα ασχοληθούμε με τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια. Ο νόμος που διέπει τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια είναι ο νόμος 53-83 του 1932, όπως ισχύει μέχρι σήμερα μετά από αλεπάλληλες τροποποίησεις. Τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια είναι τα εξής. Πρώτο, το Επισκοπικό Δικαστήριο συγκροτείται σε κάθε Μητρόπολη από τον ηκείο Μητροπολίτη ως Πρόεδρο και δύο ενεργεία εφημερίου της Μητρόπολης, οι οποίοι διορίζονται με τριετή θητεία από τη διαρκή ασύνοδο μετά από πρόταση του Μητροπολίτη. Τον Πρόεδρο αναπληρώνει ο Πρωτοσύγγελος ή ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος και τους εφημερίους δύο εφημέροι αναπληρωτές τους, που ορίζονται κατά τον ίδιο τρόπο. Καθίκοντα Γραμματέα εκτελεί ο Γραμματέας της Μητρόπολης, με αναπληρωτή αυτού άλλων κληρικών που ορίζεται από τον Μητροπολίτη. Στο δικαστήριο αυτό αποφασιστική ψήφο έχει μόνο ο Μητροπολίτης. Οι συμπαρεδρεύοντες δικαστές δικιούνται απλώς να καταχωρήσουν στα πρακτικά την τυχόν διαφορετική τους γνώμη. Στην περίπτωση όμως που απουσιάζει ή κολλείται ο Μητροπολίτης, όλα τα μέλη του δικαστηρίου έχουν αποφασιστική ψήφο. Το Επισκοπικό Δικαστήριο δικάζει τα εκκλησιαστικά παραπτώματα των κληρικών, πρεσβυτέρων και διακόνων, και μοναχών της Μητροπόλεως, οπουδήποτε κι αν διαπράχθηκαν, καθώς επίσης τα παραπτώματα που διαπράχθηκαν μέσα στην περιφέρεια της Μητρόπολης από οποιοδήποτε κληρικό ή μοναχό. Μεταξύ συναρμόδιων δικαστηρίων προτιμάται εκείνο, το οποίο πρώτο κάλεσε τον κατηγορούμενο για ανάκριση. Το Επισκοπικό Δικαστήριο εκδικάζει τα παραπτώματα των διακόνων, πρεσβυτέρων και μοναχών, εφόσον τιμωρούνται με τις εξής ποινές. Πρώτον, επίπληξη. Δεύτερον, στέρηση μισθού ή σύνταξης έως τρεις μήνες ή χρηματική ποινή. Τρίτον, αργία έως ενάμιση έτος σε έγγαμους κληρικούς και έως ένα έτος σε ιερομονάχους. Τέταρτον, σωματικό περιορισμό μέχρι 15 ημέρες σε έγγαμους και έως τρία χρόνια σε άγαμους κληρικούς. Και πέμπτον, έκτοση από το αξίωμα. Στην περίπτωση που τα διαπραχθέντα αδικίματα είναι σοβαρότερα και τιμωρούνται με αυστηρότερες ποινές, το Επισκοπικό Δικαστήριο κηρύσει τον εαυτό του αναρμοδίον και βέβει την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο. Δεύτερο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, το πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο συγκροτείται από τον πρώτο τη τάξη Συνοδικό Μητροπολίτη ως Πρόεδρο και τέσσερα ακόμα μέλη της Διαρκού Συερά Συνόδου που ορίζονται με κλήρωση κατά την πρώτη συνεδρίαση κάθε συνοδικής περιόδου. Η θητία των μελών του Δικαστηρίου συμπίπτει με τη συνοδική περίοδο. Τον Πρόεδρο αναπληρώνει το επόμενο κατά Πρεσβεία της Αρχιερωσύνης μέλος του Δικαστηρίου. Τα μέλη δε ο νεότερος κατά Πρεσβεία συνοδικός Μητροπολίτης. Καθί κοντά γραμματέα ασκεί ένας από τους γραμματείς της Διαρκού Συερά Συνόδου που ορίζει η ίδια με τον αναπληρωτή του. Το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο δικάζει σε πρώτο μεν βαθμό τα παραπτώματα των πρεσβυτέρων διακόνων και μοναχών για τα οποία το Επισκοπικό Δικαστήριο κήρυξε τον εαυτό του αναρμόδιο ως δεύτερο βαθμό της εφαίσεις κατά των αποφάσεων του Επισκοπικού Δικαστηρίου. Τρίτο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, το δεύτερο βάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο αποτελείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως Πρόεδρο και έξι συνοδικούς Μητροπολίτες που είναι εκείνοι οι συνοδικοί που δεν κληρώθηκαν ως μέλη του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου. Η θητεία του είναι επίσης Εττύσια και συμπίπτει με τη συνοδική περίοδο. Τα μέλη του Δικαστηρίου αναπληρώνει καταρχήν ο νεότερος κατά τα Πρεσβεία συνοδικός Μητροπολίτης κι αν κολύονται περισσότερα μέλη, καλούνται σε αναπλήρωσή τους από την διαρκή Ιερά Συνοδό παρεπηδημούνται στην Αθήνα οι όμοροι εν ενεργία Μητροπολίτες. Γραμματέας του Δικαστηρίου είναι ο αρχιγραμματέας της διαρκούς Ιερά Συνόδου που αναπληρώνεται από έναν γραμματέα. Το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά δικαστήριο δεύτερου βαθμού και δικάζει τις εφαίσεις κατά των αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου. Τέταρτο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, το Πρωτοβάθμιο για τους Αρχιερείς Δικαστήριο συγκροτείται από όλα τα μέλη της διαρκούς Ιερά Συνόδου εκτός του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και τελεί υπό την προεδρία του αρχαιότερου κατά Πρεσβεία της Αρχιερωσύνης μέλους του. Μέλη που τυχόν κολλείονται, αναπληρώνονται από άλλους μη συνοδικούς αρχιερείς κατά Πρεσβεία της Αρχιερωσύνης και κατισομυρία από της Μητροπόλης Αυτοκέφαλης της Εκκλησίας Ελλάδος και της Μητροπόλης των λεγωμένων νέων χωρών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Καθήκοντα γραμματέας και ένας γραμματέας της διαρκούς Ιερά Συνόδου ή άλλος υπάλληλος που ορίζεται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου. Το πρωτοβάθμιο για τους αρχιερείς Δικαστήριο δικάζει σε πρώτο βαθμό τα παραπτώματα των αρχιερέων και μπορεί να επιβάλλει όλες τις ποινές που απειλούνται κατά αυτόν και συγκεκριμένα. Πρώτον, μομφή. Δεύτερον, αργία από κάθε ιεροπραξία. Τρίτον, έκτοση από το θρόνο και τέταρτον, καθέρεση. Και προχωρούμε στο πέμπτο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο. Το δεύτερο βάθμιο για τους αρχιερείς Δικαστήριο αποτελείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως Πρόεδρο και τους δεκατέσσερις αρχαιότερους κατά Πρεσβεία της Χειροτονίας μη Συνοδικούς Μητροπολίτες, από τους οποίους επτά προέρχονται από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και οι άλλοι επτά από της Μητροπόλης των λεγωμένων νέων χωρών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Γραμματέας του Δικαστηρίου είναι ο Αρχιγραμματέας της Διαρκού Σιεράς Συνόδου, ο οποίος αναπληρώνεται από ένα γραμματέα της που ορίζει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου. Το Δεύτερο βάθμιο για τους Αρχιερείς Δικαστήριο δικάζει τις εφαίσεις κατά των αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο για τους Συνοδικούς συγκροτείται από το ένα τρίτο των ενεργείας μητροπολιτών, που πάντως πρέπει να είναι περισσότεροι από 15, οι οποίοι ορίζονται με κλήρωση μεταξύ όλων των μερλών της ιεραρχίας, εξηρουμένων εκείνων των μητροπολιτών που διετέλεσαν συνοδικοί, κατά την περίοδο κατά την οποίαν διαπράχθηκαν τα παραπτώματα για τα οποία οι κατηγορούμενοι διώκονται. Τα μέλη του Δικαστηρίου προσκαλούνται με προεδρικό διάταγμα που ορίζει τον τόπο και τον χρόνο των συνεδριάσεων. Το Δικαστήριο αυτό δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα παραπτώματα που ο Πρόεδρος και τα μέλη της Διαρκού Συερά Συνόδου συγκεκριμένης συνοδικής περίοδου διέπραξαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και επιβάλλει όλες τις ποινές που προβλέπονται για τους αρχιερείς. Άλλα δικαιοδοτικά όργανα, εκτός των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, οργάνων με αμυγός δικαιοδοτικό χαρακτήρα υπάρχουν στο ισχύον δίκαιο της Εκκλησίας Ελλάδος και άλλα όργανα προεχόνδος διοικητικά τα οποία όμως είναι επιφορτισμένα με συγκεκριμένες δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Πρώτον, η Σύνοδος της Ιεραρχίας επιβάλλει προ την ποινή του μεγάλου αφορισμού. Ποινή που είναι δυνατόν να επιβληθεί σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας και συνεπάγεται την οριστική αποκοπή τους από την Εκκλησία. Δεύτερον, επιλαμβάνεται των ετήσεων αναθεωρήσεως κατά των τελεσυδίκων αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά προσβητέρων διακόνων και μοναχών. Άρθρο 4, περίπτωση γιώτα του καταστατικού χάρτη. Διάταξη η οποία ακόμη δεν έχει δυνατότητα εφαρμογής επειδή δεν έχει εκδοθεί ο προβλεπόμενος από τον καταστατικό χάρτη νέος νόμος για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Τρίτον, εκδικάζει τις ενστάσεις για εγγραφή εμείς στον κατάλογο των εκλογήμων για αρχιερατεία ή για διαγραφή από αυτών. Η διαρκή σειρά σύνοδος. Πρώτον, ασκεί την ποινική δίωξη κατά των αρχιερέων. Δεύτερον, αποφασίζει για τη διαγραφή εμείς από τον κατάλογο των εκλογήμων για αρχιερατεία σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον καταστατικό χάρτη. Άρθρο 22. Τρίτον, ο Μητροπολίτης αυτοτελώς. Πρώτον, επιβάλλει τον μικρό αφορισμό κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως ή και εκτός αυτού. Δεύτερον, ασκεί την εκκλησιαστική ποινική δίωξη κατά κληρικών, πρεσβυτέρων ή διακόνων ή μοναχών. Τρίτον, επιβάλλει γελαφά παραπτώματα στους υπαυτών κληρικούς. Μετά από προφορική έγγραφη από λογία του κατηγορουμένου ποινιαργίας έως 30 ημερών, εάν δε το παράπτωμα προξένησε σκάνδαλο έως 6 μηνών μετά ή άνευ εκπτώσεως από το εκκλησιαστικό αξίωμα. Τέταρτον, δικάζει σε δεύτερο βαθμό τις διαφορές μεταξύ μοναχών και της Μονής, οι οποίες αφορούν στις οφειλόμενες προς τους μοναχούς παροχές. Ο πνευματικός επιβάλλει τον μικρό αφορισμό κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως. Το Ιγουνο Συμβούλιο εκδικάζει σε πρώτο βαθμό τις διαφορές των μοναχών με τη Μονή, που σχετίζονται με τις οφειλόμενες προς αυτούς παροχές. Στη συνέχεια θα δούμε σχετική νομολογία, δηλαδή νομολογία που αφορά τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Και εμπρό της να δούμε την σημαντική απόφαση 825 του 1988 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά την οποία τα πολυμελή εκκλησιαστικά δικαστήρια έχουν χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων. Και οι αποφάσεις τους όταν επηρεάζουν την υπηρεσιακή σχέση κληρικού εκκλησίας υπόκεινται σε ακυρωτικό έλεγχο. Και είχε και μία ψηφία αυτή η απόφαση. Διαβάζω το κείμενο της απόφασης 825 του 1988 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ούτως ώστε στη συνέχεια να σχολιάσω με την λόγο απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Από τις διατάξεις του Συντάγματος που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η απονομή της δικαιοσύνης ανατίθεται αποκλειστικά στα τακτικά δικαστήρια που συγκροτούνται όπως αναφέρθηκε και λειτουργούν με τις εγγυήσεις που επίσης συνταγματικά καθιερώνονται άρθρα 93 και επόμενα του συντάγματος. Κανενός άλλου δικαστηρίου δεν είναι ανεκτή από την ελληνική έννομη τάξη. Η ύπαρξη και η υπαγωγή σε αυτό λόγω της ασκήσου λειτουργήματος ή επαγγέλματος ορισμένης κατηγορίας πολιτών. Κάτω από αυτό το πρίσμα ερμηνευόμενες οι εκτεθίσεις διατάξεις του καταστρατικού χάρτη της Εκκλησίας Ελλάδος και του νόμου 53-83-32 έχουν την έννοιότητα παραπάνω εκκλησιαστικά δικαστήρια που συγκροτούνται από κληρικούς δεν είναι φορείς δικαστικής εξουσίας. Η ιδέα από το νόμο απονομή της ονομασίας αυτής δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση τους όπως αυτή καθορίζεται από τους βασικούς κανόνες οργανώσεως του κράτους. Τα όγωνα αυτά της Εκκλησίας ιδρύθηκαν για τη διατήρηση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και την τιμωρία των υποπεσόντων σε παράπτωμα κληρικών. Τη μηθαρχική της αυτή ερμοδιότητας και η Εκκλησία με τα όγωνα της αυτά, άλλοτε μεν επιβάλλουσα πνευματικής μονοφύσεως πεινές που σαν τέτοιες διαφεύγουν τον δικαστικό έλεγχο, άλλοτε δε με πεινές που επηρεάζουν αμέσως την υπηρεσιακή σχέση κληρικού-εκκλησίας και τα από αυτήν προκύπτον τα δικαιώματα, στέρηση μισθού, χρηματική ποινή, αργία, έκτοση κλπ. Στην τελευταία αυτή η περίπτωση, τα πειθαρχικά όργανα της Εκκλησίας όταν λειτουργούν συλλογικά έχουν το χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων που για την εξασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης πρέπει να ακολουθούν τουλάχιστον ως προς τη σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία της βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου. Οι εκδηδόμενες από αυτά αποφάσεις ως εκτελεστές πράξεις διοικητικών αρχών προσβάλλονται με έτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κάτω την μειοψηφία, τα υποτονωσάν οδιατάξεων χαρακτηριζόμενα ως εκκλησιαστικά δικαστήρια είναι όργανα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας πνευματικού καθαρά χαρακτήρα, με τα οποία η εκκλησία αυτή πειθαναγγάζει τους κληρικούς της και τους μοναχούς της να εκπληρώνουν τα χρέη και τα καθήκοντα της επαγγελίας τους, όπως τούτος αφού συνάγεται. Πρώτον, εκ τού, ήδη από το έτους 1830 με τη διακήρυξη περί της ανεξαρτησίας Ελληνικής Εκκλησίας γνωρίστηκε ότι μεταξύ των άλλων καθαρός εσωτερικών μνευματικών ζητημάτων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή δόγμα λατρεία και λοιπά είναι και το ζήτημα της εκκλησιαστικής πειθαρχίας. Δεύτερον, εκ τού ότι τόσο ο νόμος 5383 του 32 όσο και ο νόμος 590 του 1077 για τον καθαραστατικό χάρτη ορίζουν ότι εκκλησιαστικά δικαστήρια επιβάλλουν κανονικά σκυρώσεις για παράβαση των οσάνων χρεών της επαγγελίας δηλαδή για κανονικά παραπτώματα. Και τρίτον εκ τού ότι ο νόμος 590 του 77 ορίζει ότι ανώτατο ουσιαστικό εκκλησιαστικό δικαστήριο για τους αρχιερείς είναι ο οικουμενικός πατριάρχης ενώπιον του οποίου ασκείται το έκλειτο το οποίο είναι ένα από τα μέσα με τα οποία εξασφαλίζεται ή και συνταγματικά κατοχυρωμένη πνευματική ένωση της εκκλησίας Ελλάδος με το Πατριαρχείο. Με τα εδομένα αυτά τα εκκλησιαστικά δικαστήρια ούτε πολιτιακά δικαστήρια είναι ούτε διοικητικά πειθαρχικά όργανα μπορούν να λογιστούν. Οι δε αποφάσεις τους εκτελούνται σε βάρος των κληρικών και των μοναχών μόνο εφόσον αυτοί εξακολουθούν να συμφωνούν με τη δασκαλία της εκκλησίας. Σε περίπτωση δε αρνεί σε όσους προς τούτο η πολιτεία δεν δίκαιο ούτε να παράσχει στην εκκλησία τη συνδρομή της προς εκτέλεση αυτών. Γιατί τούτο θα ήταν αντίθετο με το άρθρο 13 του Συντάγματος. Οι κληρικοί ακόμη και όσοι κατέχουν οργανικές θέσεις εφημερίων και λοιπά δεν είναι μόνιμοι δημόσοιοι πάλληλοι και δεν απολάβουν των εγγυήσεων μονημότητας που καθιερώνται από το άρθρο 103 του Συντάγματος. Συνέπεια αυτή είναι ότι δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα η συγκρότηση υπηρεσιακών γι' αυτούς συμβουλίων που ονομοδοτούν ή αποφασίζουν για τις υπηρεσιακές μεταβολές της μεταθέσεως ή εισπαύσεως. Και τώρα προχωρήσουμε στο σχολιασμό αυτής της απόφασης παρηθμών 825 του 1988 του Συμβουλίου της Επικρατίας. Η πλειοψηφία του Συμβουλίου της Επικρατίας αλλά και η μειοψηφία συμφωνούν ότι σύμφωνα μας διατάξει τον άρθρο 93 και επόμενα του Συντάγματος οι οποίοι σ' αφορούν τη δικαστική εξουσία του κράτους. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν προβλέπονται ως κρατικά δικαστήρια. Τα κρατικά δικαστήρια είναι αυτά τα οποία αναφέρονται από το Σύνταγμα στα άρθρο 93 επόμενα και δεν μπορούν να υπάρχουν άλλα κρατικά δικαστήρια. Στη συνέχεια όμως έχουμε μία διαφοροποίηση στο σκεπτικό μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηβίας. Η μειοψηβία υποστηρίζει ότι όχι μόνο δεν είναι κρατικά δικαστήρια, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, αλλά δεν είναι ούτε και διοικητικά, πειθαρχικά συμβούλια, ενώ η πλειοψηφία του Συμβουλίου Επικρατίας είναι μια απόφαση αυτή. Δέχεται ότι εάν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια επιβάλλουν ποινές οι οποίες είναι πνευματικές, τότε οι αποφάσεις τους διαφεύγουν τον δικαστικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατίας. Αν όμως επιβάλλουν ποινές που επηρεάζουν άμεσα την υπηρεσιακή σχέση κληρικού και εκκλησίας, καθώς και τα δικαιώματα που προκύπτουν από αυτή την υπηρεσιακή σχέση, όπως η εστέρηση μίσου, η χρηματική ποινή, αργή έκτρος κλπ, τότε τα εκκλησιαστικά δικαστήρια είναι πειθαρχικά συμβούλια της Διοικήσεως, τα οποία πρέπει να τηρούν την πειθαρχική διαδικασία και τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου ως προς τη σύνθεση και την πειθαρχική διαδικασία, δηλαδή πρέπει να τηρούν τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου. Και τούτο για να διασφαλιστεί ότι θα εφαρμόζονται οι αρχές του κράτους δικαίου και της Χριστής Διοίκησης. Από το 1988, λοιπόν, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια θεωρούνται από το Συμβούλιο της Επικρατίας ως πειθαρχικά συμβούλια. Εάν δούμε παλαιότερη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατίας, παράδειγμα, αν δούμε την απόφαση 36 του 1975, οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστήρων όλες διέφευγαν τον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατίας. Ας δούμε ειδικότερα το σκεπτικό αυτής της υπαριθμών 36 του 1975, αποφάσιος του Συμβουλίου της Επικρατίας. Επειδή καθά εκρήθη ήδη τα εκκλησιαστικά δικαστήρια όργανα, δια των οποίων η εκκλησία ενεργούσε, όχι ως νομικών πρόσωπον δημοσίου δικαίου ασκούν διοίκηση, αλλά υπό την ιδιότητά της ως πνευματικού καθαρός οργανισμού, που θα αναγκάζει τα μέλη αυτής να εκπληρούν τα χρέη και τα καθήκοντα, τα απορέοντα εκ της επαγγελίας αυτών, και καθοριζόμενα υπό των διεπών των αυτήν ιερών κανόνων, διεπιβολής εκκλησιαστικών ποινών έτινες, έχουσι χαρακτήρα καθαρός πνευματικών και συνεπώς τα δικαστήρια τα αυτά δεν είναι δικαστήρια της πολιτείας, όστα υπό τους συντάγματος προορεπόμενα, εδε αποφάσεις αυτών ούτε αποφάσεις πολιτειακών δικαστηριών είναι ούτε εκτελεστέ διοικητικές πράξεις. Εκ τούτων παρέπεται ότι το κύρος των αποφάσεων των δικαστηρίων τούτων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατίας ούτε ευθέως, ούτε επαραιπιπτόντος. Επομένως, μέχρι το 1988, ισχύει αυτή η νομολογία, δηλαδή η παλαιότερη νομολογία είναι το σκεπτικό της μοιοψηφίας πλέον στην απόφαση 825 του 1988 του Συμβουλίου της Επικρατίας. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια έλεγε αυτή η παλαιότερη απόφαση. Δεν είναι όργανα του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που ασκεί η διοίκηση, αλλά είναι πνευματικά, έχουν πνευματικό χαρακτήρα, δεν έχουν διοικητικό χαρακτήρα. Διοικητικό, κρατικό χαρακτήρα, έχουν πνευματικό χαρακτήρα. Και συνεπώς, ο εξαναγκασμός από την εκκλησία των μελών της να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους με την επιβολή εκκλησιαστικών ποινών, δεν συνεπάγεται ότι αυτές οι ποινές έχουν χαρακτήρα ποινών κρατικού δικαίου ενώ δεν έχουν τίποτε μορφής, αλλά έχουν χαρακτήρα καθαρά, πνευματικό. Και τα δικαστήρια αυτά δεν είναι δικαστήρια της πολιτείας που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Επίσης, αν δούμε και μια παλαιότερη ακόμα απόφαση του Συμβουλίου της Εμπικρατίας, την υπαριθμών 2800 του 1973, παρατηρούμε ότι τότε το Συμβούλιο Επικρατίας είχε στο σκεπτικό του ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια ανήκουν στη έννομη τάξη εκκλησίας και οι αποφάσεις τους, επειδή δεν δημιουργούν αμέσως σχέση δημοσιοδικαίου, δεν υπόκεινται σε έλεγχο από το Συμβούλιο της Επικρατίας. Ενώ η μοιοψηφία στις αποφάσεις 420-422 του 1980 του Συμβουλίου της Επικρατίας τέτατο τμήμα, είχε υποστήριξει ότι οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων προσβάλλονται με έθιση ακυρώσεως, προβάλλονται λόγοι που αφορούν διαδικαστικούς κανόνες δικαίου, δηλαδή αυτή η γνώμη η μοιοψηφούσα στις αποφάσεις 420-422 του 1980 του Συμβουλίου της Επικρατίας, ουσιαστικά συνιστά τον πρόοδρομο της αλλαγής της θέσης του Συμβουλίου της Επικρατίας, η οποία έγινε με την απόφαση 825 του 1988. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.