: Παράλληλα, διδάσκω ιστορία στη Νομική Σχολή Αθηνών. Κοινώς είμαι καταδικασμένη να μιλάω με ιστορίες. Κάτι σαν τον Ιησού, χωρίς τα θαύματα, όπως καταλαβαίνετε. Θα σας πω, ήρθα εδώ για να μοιραστώ μαζί σας μερικές από τις πιο διαφωτιστικές και αξιοσημείωτες ιστορίες που συνάντησα στη ζωή μου. Οι πρώτοι από αυτές μου κλειδίστηκαν στο Ιησού Χριστό, όταν ήμουν στη Γοστόνη. Ο άνθρωπος αυτός, ο Γιάννης, μου είπε για τους γονείς του, οι γονείς του ήρθαν από ένα χωριό στη Μάνη, ας το ονομάσουμε Μάνο Γαϊντουράγκαθο, πάνφτωχο, πάνφτωχε και αυτοί, φτάσανε αρχές της δεκαετίας του 60' στην Γοστόνη, και έφτασαν από το Ιησού Χριστό, φτάσανε αρχές της δεκαετίας του 60' στην Γοστόνη, δούλεψαν πολύ σκληρά και τελικά τα κατάφεραν. Έφτιαξαν, σωστά μαντέψατε, ένα εστιατόριο, και το ονόμασαν, σωστά μαντέψατε, το Λαμπρό Γαϊντουράγκαθο. Πήγανε καλά, κάνανε και το παιδάκι τους, όλα πήγαιναν περίφημα και εν τέλειο ο μπαμπάς του θυμήθηκε, όχι ότι το έχει ξεχάσει, Familia Umberales όπως ξέρετε, ότι είχε αφήσει τη μάνα του στη μάνη, η μάνα του είχε πια στα 80' πια, θα ήταν μόνη της στο χωριό. Πέταξε, λοιπόν, μέχρι τη μάνη, σαπουλή, πήρε τη γιαγιά, τη γιαγιά τη, Λένη, και την έφερε πίσω στη Γοστόνη. Και έτσι βρέθηκε η γιαγιά, η Λένη, μια, ξέρετε πώς είναι η γυναίκα της μάνης, είναι Ιωνί άντρες, παίρνουν την πέτρα και τη στύβουν, κουμαντάρουν την κατάσταση. Βρέθηκε, λοιπόν, η κυρα Λένη από το χωριό της που βίγλυζε στα περίχωρα της Βοστόνης, ένα δίπατο ξύλινο κυριλέ. Εκεί, λοιπόν, που περίμεναν τα παιδιά της οικογένειά της ότι θα άνθιζε και θα μπουμπούκιαζε η κυρα Λένη, δεν μπουμπούκιαζε, μαράζονε. Την έβλεπε ο γιος της, μια μέρα στο κυριακάτικο τραπέζι, της λέει ρε μάνα πώς είσαι έτσι. Πώς είμαι, ενώ μεταξύ είχε φορτώσει η κυρα Λένη, ήταν φορτωμένη γενικώς, του λέει πώς είμαι. Του λέει, ξέρω εγώ πώς είσαι ρε μάνα, κλωμή, σαν κλαμτσάουντερ είσαι. Κλαμτσάουντερ για όσους δεν έχουν πάει προς εκείνα τα μέρη, είναι μια σούπα θαλασσινών, που είναι πάρα πολύ νόστιμη, αλλά χάλια στην όψη. Λευκή, υδαρή, ξέρετε, χάλια. Οπότε η κυρα Λένη κοκκινίζει, χτυπάει το χέρι στο τραπέζι και του λέει, ξέρεις γιατί δεν είμαι καλά. Γιατί ρε μάνα. Γιατί λέει, δεν ξέρω αν με βρίζεις. Τι είναι αυτό το κλαμτσόντα που είπες. Με βρίζεις παιδί μου, τι λες. Δεν ξέρω να πάω στο μπακάλι και να ψωνίσω για να σας μαγειρέψω, το καταλαβαίνεις αυτό. Του λέει, αυτό τι να κάνουμε ρε μάνα, αφού πηγαίνουμε εμείς στο σοπερμάρκετ, δεν κάνεις έτσι. Του λέει, δεν κατάλαβες τι σου λέω. Το ξέρεις ότι άμα πάρω φωτιά, δεν μπορώ να φωνάξω βοήθεια, θα καώ ζωντανή. Τότε σοβάρεψε η ατμόσφαιρα, την κοιτάγανε, ποιητρείς και λένε μάνα, πες μας τι θες να κάνουμε. Έτσι είναι η κατάσταση. Οπότε λέει και αυτή το ανύποτο, μήπως λέει να μάθαιναν αγγλικά. Αυτό κάνανε και η οικογένειά της, σκάσανε στα γέλια, νευρικά γέλια. Η κυρα Λένη παρεξηγήθηκε, σηκώθηκε, μανιάτισε λέμε, φεύγει, πάει στο δωμάτιό της και δεν ξέρω να μιλάει γι' αυτό. Πέρασαν τρεις μήνες, μου λέει ο γονός της, μεγάλος πια. Και ξαφνικά μια μέρα, ήμασταν μόνοι μας στο σπίτι, εγώ πάνω έκανα τα μαθήματά μου, η κυρα Λένη κάτω στην κουζίνα, νόμιζε να μαγείρευε. Ακούω, λέει, κάτι όμως, θορύβος από την κουζίνα. Γιατί διάλογη είναι εκεί πέρα, λέει, έφωνε μόνη της. Κατεβαίνει, βλέπει την πόρτα της κουζίνας, κλειστή. Και άκουγε φωνές. Στήνει αυτή και ακούει την κυρα Λένη να επαναλαμβάνει, ξέχασα να σας πω εδώ, ότι υπήρχε ένα λιγουαφόν στο σπίτι. Που το είχαν πάρει γονείς για το παιδί, να ακούει ελληνικά-αγγλικά, για τα ελληνικά. Λοιπόν, οπότε στήνει αυτή και ακούει την κυρα Λένη να λέει, this is an egg. This is an egg. Τρελαίνεται το παιδί. Ανοίγει την πόρτα, τη βλέπει πάνω από το λιγουαφόν. Λέει, γιαγιά, τι κάνεις εδώ? Αυτή πηγαίνει περήφανα στο ψυγείο, το ανοίγει, του δείχνει ένα αβγό και του λέει, this is an egg. Τι θες να κάνω, ρε χαμένο, του λέει, μαθαίνω αγγλικά, να ψωνίζω από το μπακάλι, να σου μαγειρεύω. Ο έναν εγγόνι το έχω, νηστικό θα το αφήσω. Η κυρα Λένη, όπως καταλαβαίνετε, δεν χρειαζόταν στη συνέχεια καμία βοήθεια, διότι ήξερε ότι τη λένε help. Η κυρα Λένη έκανε ένα θαύμα, χωρίς να το συνειδητοποιεί. Παράβλεψε, άνοιξε τις πόρτες της φυλακής που της είχαν χτίσει οι πιο δικοί της άνθρωποι, στην πραγματικότητα. Βγήκε έξω και έκανε το δικό της. Σε δύο χρόνια, έβλεπε σαν πουνόπερες. Τώρα θα μου πεις καλό, είναι αυτό. Ρε αδερφέ, πήγαινε στον Μπακάλι, έπιασε κολλητυλίκια με τον Μπακάλι. Μη Τάρζαν Γιου Τζέιν, βέβαια, αλλά τα κατάφερε. Παρέβλεψε μία σειρά από στερεότυπα. Δηλαδή, 80 χρονών θα μάθεις αγγλικά γιατί, τα μιλάς στον παράδεισο. Αγράμματι, δεν ξέρεις να γράψεις ελληνικά και θα μάθεις αγγλικά, πας καλά. Όλα αυτά, λοιπόν, τα παρέβλεψε, ξέρετε γιατί. Γιατί είχε πεποίθηση νίκης. Γιατί ήταν μια γυναίκα που στο χωριό της ήταν βασίλισσα. Δεν μπορούσε ξαφνικά να γίνει δουλάκι, να κρέμεται από τους άλλους. Αυτό, λοιπόν, ήρθα να σας πω εδώ, ότι αυτό είναι όλα τα λεφτά. Όταν γεννιόμαστε, η κοινωνία, οι γονείς μας, μετά το σχολείο, όλοι, ράβουν ένα κοστουμάκι συνήθως για εμάς και μετά προσπαθούν να μας τριμώξουν εκεί πέρα, είτε χωράμε, είτε δεν χωράμε. Αρχίζουν, λοιπόν, να μας λένε τι πρέπει και τι δεν πρέπει. Που σημαίνει τι μπορούμε να κάνουμε και τι δεν μπορούμε να κάνουμε. Τι είναι unthinkable. Έτσι, λοιπόν, σου λέει, είσαι κοντός, δεν μπορείς να γίνεις, παιδί μου, αθλητής, βασκευολίστας, κόψε κάτι, μα ογκάλις έγινε. Αντά μου, και πολύ πτυχημένος. Είσαι κορίτσι, δεν μπορείς να γίνεις πειροσβέστης. Δεν υπάρχει καν η λέξη πειροσβέστρια. Γι' αυτό δεν υπάρχει, για να απαγορεύει τη φαντασία. Μη γελάτε, είναι πολύ σοβαρό αυτό. Ό,τι είμαστε, είναι επειδή το έχουμε φανταστεί. Ό,τι μπορούμε να είμαστε. Αν δεν μπορούμε να το φανταστούμε, δεν θα είμαστε ποτέ αυτό. Το ντρεσάρισμα, που λέω, γίνεται και σωματικά και ψυχικά. Στην Κίνα, όπως ξέρατε, δένανε τα πόδια των κοριτσιών, για να τραμπαλίζουν όταν περπατάνε, να φαίνονται έφτραυσες και να βρίσκουν σύζυγο. Στις μέρες μας, δεν δένουν τα πόδια, δένουν τις ψυχιές, όμως. Θα σας πω για μια φοιτητριά μου, που τη δέσανε. Κάθε χρόνο έχω ένα ή δύο παιδιά, που είναι καταπληκτικά. Μερικάνικες από την αίθουσα. Αυτά τα παιδιά φροντίζουν να τα πλησιάσουν με κάθε τρόπο, ώστε να βεβαιωθώ ότι δεν θα πάνε χαμένα. Εκείνη τη χρονιά είχα δύο, ένα γόρι και ένα κορίτσι. Το μάθημά μου είναι διπλωματική ιστορία, οπότε βλέπω τα παιδιά που διαφέρουν σε αυτό τον τομέα. Και γενικά, βέβαια. Αυτά τα παιδιά είχαν κάνει και μαζή έργαση, και σκίζανε δύο μελλοντικούς διπλωμάτες, έτοιμους, και ήταν 18 χρονών. Άρχιζα να τους ρωτάω τι θα κάνετε και τα λοιπά, το αγόρι μου λέει αμέσως, κυρία Διβάνη, εγώ διπλωματικό σώμα. Του λέω, ακριβώς. Εσύ, λέω στην κοπέλα, μου λέει, εγώ κυρία Διβάνη, πάρα πολύ θα ήθελα να πω στον διπλωματικό σώμα, αλλά όπως καταλαβαίνετε, δεν γίνεται. Λέω, δεν καταλαβαίνω, γιατί δεν γίνεται. Μου λέει, δεν σ' αρέσουν τα ταξίδια. Μου λέει, αστειεύεστε, ψοφάω για τα ταξίδια. Ποιο είναι το πρόβλημα, κουλάκι μου, σου λέω. Μου λέει, ο άντρας μου, το παιδί μου. Λέω, συγγνώμη, έχεις άντρα. Όχι, βέβαια, μου λέει. Έχεις παιδί. Όχι καλέ, μου λέει, 18χρονών είμαι. Τι παιδί. Λέω, τότε τι μου λες τώρα. Δηλαδή, δίνεις ένα ψαλίδι στον μελλοντικό άντρα, αν υπάρξει. Και στον μελλοντικό παιδί, αν υπάρξει. Και σου ψαλιδίζει αυτό που μπορείς να κάνεις καλύτερα από όλα τα πράγματα. Αυτός εδώ και δεν το σκέφτηκε. Δεν θα πάρει γυναίκα. Δεν θα κάνει παιδί. Και μου λέει το παιδί, το κοριτσάκι, αφθόρμητα, αυτός είναι αγόρι. Λέω, εκεί? Μένει παγωμένη. Πρώτη φορά σκέφτηκε ότι δεν έλεγε λόγια δικά της, αλλά λόγια άλλων. Και μετά μου λέει, έλα, ντε. Μίλησα σε αυτό το κορίτσι. Αυτό που έμαθα ήταν ότι οι γονείς του, και ειδικά η μητέρα του, δυστυχώς, διώνιζε τα αυτιά, παιδιόθεν, πρώτο μέλημα της γυναίκας είναι η οικογένειά της. Πρώτο μέλημα της γυναίκας είναι η οικογένειά της. Αυτό το παιδί έφτιαξε μια φυλακή, ένα νόμο της ρομποτικής στο κεφάλι του, που έλεγε πρώτο μέλημα της γυναίκας είναι η οικογένειά της. Για να βγει από αυτή τη φυλακή, την φυλακή που του χτίσανε από τόσο νωρίς, έπρεπε να έχει μία δύναμη που είναι πάρα πολύ δύσκολο να τη βρεις μεγάλως. Γι' αυτό σας λέω γονείς και δάσκαλοι, προσέξτε πάρα πολύ. Γιατί το ντρεσάρισμα, μπορείτε να είστε η ευεργεσία του παιδιού σας, μπορείτε να είστε η κατάρα του παιδιού σας, ιδιαίτερα οι γονείς. Γιατί η Ιουντόρα Βέλτη λέει, Home is the most dangerous place. Και είναι. Κοιτάξτε τώρα πώς μπορεί να γίνει το ντρεσάρισμα ανάποδα. Είχε έρθει ένας Αλβανός σπίτι μου πριν χρόνια, όταν πρωτοήρθαν οι Αλβανοί, η πρώτη φουρνιά, και που ήταν όλοι αξιοθρύνει την κατάσταση, εμφανισιακός και ψυχικός, και φαινόταν αυτό. Ήταν σαν τους Έλληνες στο Hell's Island, αν έχετε δει φωτογραφή. Εκείνος ο τύπος όμως που ήρθε ήταν πολύ διαφορετικός, ήταν αλλιώς. Ήταν ψηλός, επιδείς, είχε έναν αέρα εξουσίας που έλεγες που τον βρήκε ο άνθρωπος. Κάποια στιγμή πέφτει το μάτι του στο τραπεζάκι όπου είχα ένα βιβλίο μου. Λέει, ειδικό σου είναι αυτό το βιβλίο, ναι, μειονότητες, αρχίσαμε να συζητάμε, είδα επίπεδο, του λέω, έχεις σπουδάσει. Ναι, μου λέει, καλών τεχνών, ζωγράφος είμαι. Αυτό βέβαια δεν είναι απάντηση, γιατί έχω δει γιατρίνες να συγκρατήσουν σκάλες εκείνη την εποχή, πάρα πολλές. Δαιμονίστηκα και άρχισα να το ψάχνω περισσότερο και ρώτα, ρώτα, ρώτα, ρώτα, έφτασα στην απάντηση και ποια ήταν, κυρίες και κύριοι, ο πατέρας αυτού του παιδιού, όχι παιδιού, νέου ανθρώπου, ήταν υπαξιωματικός του Χότζα. Αυτό το παιδί μεγάλωσε σαν πριγκιπόπουλο. Και ξέρετε τι έγινε. Ήταν μπογιατζής εκείνη τη στιγμή, σε δύο χρόνια ήταν business man. Γιατί είχε συνηθίσει, έναν πριγκιπόπουλο. Είχε κάνει μία επιχείρηση με τυροπιτάδικα στον Βόλο και μία παράλληλη επιχείρηση με συνεργία και ο ίδιος κυκλοφορούσε με ιταλική καμπαρντίνα, αγνώριστος. Ιθηκόν δίδαγμα. Από τότε που τη συνειδητοποίησα εγώ, ως εκπαιδευτικός και ως συγγραφέας, ουκαά με καθεύτην αυτό. Δηλαδή, πρώτα απ' όλα για τον εαυτό μου, που φροντίζω κάθε μέρα να μην μπαίσω στη λακούβα με τα στερεότυπα και να αφήσω όλα τα τριαντάφυλλα μέσα μου να ανθίσουν. Και των άλλων, των ανθρώπων που αγαπάω, των παιδιών που διδάσκω, των αναγνωστών μου. Γιατί ξέρετε πόσο εύκολα το δυνατό γίνεται αδύνατο. Βάζεις ένα α και γίνεται αδύνατο. Αλλά και το ανάποδο γίνεται, γι' αυτό είναι στο χέρι μας. Το αδύνατο, του βγάζεις ένα α και γίνεται δυνατό. Επομένως, απευθύνω έκκληση σε όλους σας να μην πέφτετε και να μην ρίχνετε τους άλλους στην παγίδα με τα στερεότυπα. Μη κουρεύετε τα φτερά των παιδιών σας σαν να είναι ομόλογα. Σας παρακαλώ. Οι γονείς του Στίβεν Χόκινγκ δεν έπεσαν στην παγίδα της αυτολύπησης να πούν ότι έχω ένα παιδί με βαριάν απειρία που θα πεθάνει σύντομα. Είπαν, φαντάζομαι, ότι έχω ένα από τα καλύτερα μυαλά του 20ου αιώνα εδώ, στο σπίτι μου. Και ο Στίβεν Χόκινγκ δεν έπεσε και ο ίδιος στην παγίδα της αυτολύπησης και της διάγνωσής του, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να έχει πεθάνει εδώ και 40 χρόνια. Δεν έπεσε σε αυτή τη μαύρη τρύπα, αντίθετα. Ανεκάλυψη θεωρία της μαύρης τρύπας. Οπότε, προσπαθήστε. Έχουμε εργαλεία. Και το πιο μεγάλο εργαλείο είναι, μας το έχει αποκαλύψει ο Δουσσέας Ελίτης, για να θυμηθούμε για ένα συνάδελφο. Είπε, λοιπόν, η άνοιξη είναι μέσα σου. Αρκεί να πιάσεις το πρέπει από το ιότα, για να το γδάρεις μέχρι το πίς. Καλησπέρα. |