Α. Προκόβα, "Τα πήλινα ειδώλια από το ιερό της Παρθένου της αρχαίας Νεάπολης" /

: Και τώρα μιλάει η κυρία... Εντάξει, είναι ήδη στο κύμα. Η κυρία προκόβαται να μας μιλήσει για τα ειδόλια από τον Ιερό της Μαρθένου στην Αρχαία Νέα Πολή, σημερινή Καμάδα. Σας ακούμε. Καλησπέρα σας και από εμένα. Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκαμε εδώ, σε αυτό το συμβόσιο. Στην κατάλληλη ακριβώς ομίγυρ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: AMTh 2018
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=tXsMx-khK0Y&list=PLEpOBHfJsEAYadEsrDiLVk5TdfDUP3PRd
Απομαγνητοφώνηση
: Και τώρα μιλάει η κυρία... Εντάξει, είναι ήδη στο κύμα. Η κυρία προκόβαται να μας μιλήσει για τα ειδόλια από τον Ιερό της Μαρθένου στην Αρχαία Νέα Πολή, σημερινή Καμάδα. Σας ακούμε. Καλησπέρα σας και από εμένα. Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκαμε εδώ, σε αυτό το συμβόσιο. Στην κατάλληλη ακριβώς ομίγυρη για να παρουσιάσω το χοροπαστικό υλικό από το ναό της Παρθένου της Νέα Πολής, καθώς και κάποιες σκέψεις για τη λαμπρία της θέας. Δεν πρότειται βέβαια για ένα νέο αρχαιολογικό έβλημα. Αντίδατα, έχει πρέπει πολύ πενταρήσει μια που αποκαλύφθηκε κυρίως σαν ασκαφιά στις δεκαετίας του 60. Κάποια από τα ειδόλια του ιερού, τα καλύτερα ριβηλημένα, είναι αρκετά γνωστά. Αλλά, ναι που εκτίθενται εδώ και χρόνια στα μόνιμη έκθεση του Νοσείου της Καβάλλας. Τα περισσότερα, που αλλάζε πολύ τραγματική μορφή, φυλάσσονται στις αποθήκες του ίδιου Μουσείου. Στο συνολό τους, αποτέλεσαν το θέμα της τεκτορικής διακρυβίσμης στον πανεπιστήμα της ευφαλονίας. Το ιερό Δεσπαρθένου, το κύριο ιερό της αρχαίας πόλης Νεάπολης, στη θέση της σημερινής Καβάλλας, είναι βέβαια πολύ γνωστός ως αρχαιολόγος της βόρειας Ελλάδας, όχι τόσο τυπίας των Βουλτολίων, αλλά εξαιτίας του ιστέα λαναχαϊκού μνημιακού ναού του, και για την κλούσια κεραμική του. Για την ιστορία της Νεάπολης, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πω πολλά στον περίσσομενο χρόνο μας, ωστόσο, αμερικά, βασικά, θα αναφέρω. Σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, ιδρύθηκε στο δεύτερο μεσό του 7ου αιώνα π.Χ. ως εκπληκτική στάσου, η οποία μερικές δεκαετίες νωρίτερα είχε επικηστεί από τις Παρίους. Η ύδρυση της Νεάπολης ανέκει πιθανότατα στην πρώτη φάση του θασιακού επικισμού της Τρακικής Περαίας, το δεδοτικό παραλείο, που κατέληψε στην είδηση μιας μακράς σειράς ατυχίων και εμπορικών σταθμών της λαγόμενης θασιακής περαίας. Στη συνέχεια, στον πέμπτο αιώνα, σας μαρτυρούν ιστορικές πηγές, οι σχέσεις της Νεάπολης από τη Μητρόπολη της θάσου, που πέρασαν κρίση, που κορυφώθηκε στα χρόνια του Παλοποννησιακού Πολέμου. Η Νεάπολη προσδέθηκε στο άρμα της Αθήνας και βρέθηκε στο αντίπαλο στον τόπο τα παιδιά της Μητρόπολης. Στον τέταρτο αιώνα πια, οι αντιθέσεις των δύο πόλεων μάλλον αγγλύνονται. Άλλωστε, στο δεύτερο βυσό του, ανήκουν πια Νεάπολη και Θάσος στο Μακεδονικό βασίλειο και ακολουθούν τη δική τους πορεία. Αρχαιολογικά, η Νεάπολη δεν έχει ερευνηθεί συστηματικά. Ένα μέρος των τυχών της έχει αποκαλυφθεί από το Δακαλάκι, στην περίμετρο της Βραχώδος και Ρεσονίσου, που σήμερα ονομάζεται Παναγία. Το τέμερος της αρχαίας πόλης, αυτό της Παρθένου, είναι ο μόνος χώρος του αστικού ιστού που έχει ερευνηθεί μερικώς, έστω και μόνο με σωστικές ανασκαθές, στρατιμαστικές τομές, από τις Βακαλάκη, Λαδαρίδη και την κυρία Χάιδα του που όλοι βλέπουμε εδώ απέναντί. Το ιερό βρισκόταν στη δυτική πλευρά της Βραχώδος και Ρεσονίσου, πάνω από την είσοδο του αρχαίου λιμανιού με θέα Θάσου. Για τη θεότητα του ιερού, που τουλάχιστον από τα κλασικά χρονιά γνωρίζουμε πως ήταν υποηλούκος της νεάβολης, ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά, πέρα από το όνομά της. Οι προσωτικότητα και τα λατρευτικά της χαρακτηριστικά παραμένουν ανοιχματικά. Οι πρώτα αίσθηση έχουν γίνει πολλές, καθώς και προτάσεις να ταυτιστεί με μοινά της μεγάλης θέης του δωρικά θεού, όπως την Αθηνά ή την Άρτημη που λατρεύονταν στη Μητρόπολη Θάσου ή έστω με μια πιο θρακική απόχρωσή τους. Καμία μας δε στηρίζεται αιστέρια στα αρχαιολογικά δεδομένα ή ιστορικές πηγές και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το όνομα παρθένος αποτελούσε λατρευτικό επίθετο ή επίκληση συλλοδεμένη με κάποιο άλλο θεϊκό όνομα. Είναι λοιπόν μια πρόκληση να τηρεμνηθεί αν και κατά πόσο μέσα τις μελέτες των ειδολίων θα μπορούσαν να παρασταγγιστούν πτυχές της αυτότητας της θεότητας και του περιεχόμενου της λατρείας της. Και πρέπει, ίσως, να αναγνωρίσουμε ότι παρά τις γενικότερες δυσκολίες ερμηνείες των αναθυμάτων, τα ιδόλια μπορούν να συμβάνουν στην προσέγγιση της αρχαίας λατρευτικής πρακτικής και τα λειτουργίας, περισσότερο από άλλες κατηγορίες αφιερωμάτων. Βασικό χαρακτηριστικό τους ήταν η ασωμάτωση τους λατρευτικές πράξεις. Απατελούν υλικά κατάλληλα της λατρευτικής πρακτικής στην ασκημονίας. Και όπως όλα τα αναθύματα, απατελούν δομικά στοιχεία μιας σχέσης επικοινωνίας ανάμεσα στη θεότητα, το άτομο που αναθέτει και στο κοινωνικό του περίγυρο. Όμως, όπως πολλές φορές τον είστε και σήμερα εδώ, το μικρό τους μέγεθος, το φθινό υλικό τους, η μαζική τους παραγωγή και η ανομία του αναθέτει τα καθιστούν ακατάλληλα για την ατομική προβολή πλούτου ή ευσέδειας. Στην περίπτωση των ειδωλίων, το άτομο που αφιερώνει δεν βρίσκεται στο προσκήνιο. Σημασία έχει η πράξη της ανάθεσης, ενταγμένη στην τελετουργία της λατρευτικής κοινότητας και η σύνδεση της βέβαιας με τη θεότητα. Είναι αλήθεια ότι η εικόνα της λατρευτικής κοινότητας και των πρακτικών της είναι στην περίπτωση της Νέα Απόλης πολύ θολή. Η αρχαιολογική πληροφορία που συνοδεύει τα ειδόλια του ιερού της είναι περιορισμένη. Αποκαλύφθηκαν το συνολό τους σε σωστικές ανασκαφές και τα ανοσταθηκά δεδομένα τους είναι ελάχιστα. Η λειτουργία τους ως αναθήματα είναι πάντως αδιαφυσβήτητη, ναι που βρέθηκαν μέσα στον χώρο του ιερού, τα περισσότερα ασιακοθέσεις μαζί με πολυάριθμα καιραμικά κυρίως ευρήματα. Αρκετά από αυτά από τα όρσα των Αγίων έφεραν και επιγραφές με το όνομα της Παρθένου. Σώζονται σήμερα 460 περίπου πύληνα ειδόλια ή θράσματα ειδολίων. Ένας αριθμός σχετικά μικρός αν το συγκρίνουμε με τις πολλές εκατοντάδες και χιλιάδες κοροπλαστικά αναθήματα που βρέθηκαν σε άλλα ελληνικά ιερά όπως το κοντινό αρτενίσιο της Τάσου. Ναι ιδιαιτερότητα του κοροπλαστικού υλικού από τον ιερό της Παρθένου είναι ότι μπορεί να διακριθεί, όπως βλέπετε, σε δύο ξεκάθαρες ειχανολογικές φάσεις. Στην πρώτη ερχαϊκή φάση του συμβίπτη και με την πρώτη περίοδο ζωής του ιερού ανήκουν τα 4-5 του συμόλου του υλικού. Στην δεύτερη φάση που τοποθετείται χρονικά στα ελληνιστικά χρόνια τα ειδόλια είναι πολύ λιγότερα και σώζονται σε πιο αποσοβατική κατάσταση. Από τα στοιχεία που έχουμε φαίνεται πως τα κοροπλαστικά εναθήματα αρχίζουν να παίζουν ένα ρόλο στη λοτρευτική πράξη μετά τις πρώτες δεκαετίες του έκτου αιώνα π.Χ., δηλαδή πενήντα χρόνια περίπου μετά την ίδρυση της πόλης. Φαίνεται δε ότι ο ρόλος πως αυτός αναβαθμίσσεται ιδιαίτερα στο δεύτερο μεσό του έκτου αιώνα. Στο αρχαϊκό υλικό της Νεάπολης τα ειδόλια που δεν είναι κατασκευασμένα είναι μήτρες αποτελούντας εξαιρέσεις και μερικές τέτοιες βλέπετε εδώ. Στην πλειονότητά τους είναι προϊόντα μαζικής παραπογής και αντιπροσωπεύουν γνωστούς οικονομικούς τύπους της χρονοπλαστικής του έκτου αιώνα. Αρκετές φορές οι ίδιοι τύποι έχουν δημορφωθεί και σε πλαστικά αγγεία. Υπάρχουν βέβαια αναγνωρίσιμες δημιουργίες των αναπαστηρίων της ΣΤΑΣΟ, όπως πολύ γνωστή εδώ κύριε Μεπόλο. Αντροπροσωπεύονται όμως με έναν μικρό αριθμό ειδολίων στο σύνολο. Αντίθετα ίσως απ' ό,τι θα περίμενε κανείς για την πρώην φάση μιας επικείας. Στο ελικό των αρχαϊκών χρόνων κυριαρχούν αδιαφυλλονίκητα τα ειδόλια της λεγόμενης ιωνικής κοινής. Όλοι οι εικοναγραφικοί τύποι των αναπαστηρίων του Ανατολικού Αιγαίου αντιπροσωπεύονται. Οι πρωτομές, οι ντιμέν πουροι, οι σειρήνες, οι λεγόμενοι κυλαράδες δαίμονες, οι προγάστολες νάνοι στη μέση επάνω, οι γονατιστίνελοι. Αυτές όμως που κρατούν αριθμητικά με μεγάλη διαφορά είναι οι γυναικείες μαρτές, όρθιες του καθιστές. Πρόκειται για προϊόντα μαζικής παραγωγής, κατασκευασμένα πέρα από τα ιωνικά και σε άλλα εργαστήρια που τα αναπαράγουν πιστά. Τέτοια ήταν τα κοροπαστικά εργαστήρια της ΣΑΣΟ, που με βεβαιότητα προμήθευαν τη ΝΑΑ πολύ και τις άλλες πόλεις της Περίας με τα προϊόντα τους. Ωστόσο τα ιωνικά αυτά οι δόλια, τόσο ρευαδομένα σε όλο το Μορειολαδικό χώρο, όπως φαίνεται και από τα ευρήματα της ΑΜΙΣ, της ΊΜΔΟ, του Αρχοντικού, της ΑΚΑΧΟ στην τρέχουσα έκθεση του Μουσείου, έφταναν στην νεάπολη πιθανότατα και από άλλους εμπορικούς δρόμους και προφανώς και μαζί και με άλλα εμπορεύματα, όπως η Κεραμική. Προς το τέλος αυτής της φάσης του ιερού, στις αρχές του 5ου αιώνα δηλαδή, εμφανίζονται λίδια με ομολομένα δείγματα των Αττικών εργαστηρίων, δεν έχουν όμως συνέχεια στη διάρκεια του 5ου αιώνα. Πάντως, εικονογραφική τύπη ιδολίων με εξαφανικευμένα χαρακτηριστικά ή λατρευτικά σύμβολα που αναπηκονίζουν με τρόπο ξεκάθαρα την Φαχθένο δεν απαντώνται. Κάτι που δεν είναι όμως καθόλου σπάλια για ιερά θεενών αυτό το χρόνο. Τελικά, τα κύρια χαρακτηριστικά των ιδολίων του ιερού στα αρχαϊκά χρόνια μπορούμε να τα συνεψήσουμε σε τρία. Είναι η επικράτηση των ελληνικών εφικονίσεων, η μονότονη επανάληψη εικονογραφικών τύπων και άρα απουσία πρωτοτυπίας, η κυριαρχία των τύπων της ιωνικής σκηνής. Και εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με ιδιαιτερότητες του υλικού από το ιερό της Παρθένο. Αντίθετα, τα στοιχεία αυτά, χαρακτηρίζουν συνελλα αναθυματικών ιδολίων και σε πολλά άλλα ιερά δυναίκειων θεότητων αυτής της εποχής, όπως τα αρκεμίσια της Θάσου και της Εφέσου, τα ιερέα της Σάμου και της Δήλου, το ιερό της Λίνδου στη Ρόδο και της Αφθέας στην Έγινα. Για να αναφέρω μόνο μερικά. Η εντύπωση της τυποποίησης και συμβατικότητας που του κομίζει κανείς από τα νοθηματικά ιδόλια σε αυτά τα ιερά είναι λοιπόν κοινή και αντικατοτρίζεται θανότατα την ύπαρξη ενός κανονιστικού πλαισίου σε λατρείες θεοτήτων με κοινά αλλά τουριστικά χαρακτηριστικά. Η οικονολογική ανάλυση των δύο τουλάχιστον πιο δεδομένων τύπων της ιωνικής σκηνής σε όλα τα παραπάνω ιερά, δηλαδή της όρθιας νεαρής χώρης και της καθυστής σε θρόνο γυναίκας υποδεικνύει πως μία τουλάχιστον πλευρά της λατρείας σχετίζονταν με τους δύο διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους των γυναικών στην αρχαιόπιτα. Και παρά το ότι οι θέες έφεραν κατά τόπος διαφορετικά ονόματα είχαν ένα κοινό τομέα ισχύους και επιρροείς. Δηλαδή προστάθητες των γυναικών κατά τη μετάβασή τους από το στάδιο της παρθένου κόρης σε αυτό της γυναίκας και μητέρας. Σε αυτή την κατηγορία θένων πρέπει εγωμένως να εντάξουμε και την παρθένα της Νέαπολης, η οποία άλλωστε φέρει και το κατάλληλο όνομα. Επιπλέον ένδειξη στην κατέθεση αυτή αποτελεί το γεγονός ότι μαζί με τα ιδόλια σε κάποιες από τις κυλότητες του βράχου του ιοδού της παρθένου, είναι κανόπως αναφέρει ο Μπακαλάκης και η Αστράβλη, αφιερώματα που συνδέονται με τις θελετουργίες της μετάβασης από την ηλικία της αφουρδίας στην ομιλικίωση. Τέτοιες θελετουργίες έπαζαν και τελικό ρόλο για τη συνέχεια και τη συνοχή της λαταυτικής κοινότητας και δεν ήταν υπόθεση από πως δικά των γυναικών. Η παρθένος ήταν άλλωστε η θεά προστάτη δάρκτου συνόλου της πόλης και αντιπροστάπευε την κοινότητα και προς τα έξω. Αυτό στεχειοθετείται ξεκάθαρα στα κλασικά χρόνια από τις μαρτρίες των γρατών πηγών, αλλά βέβαια και από το μνημιακό ναό της στο ιερό για το οποίο σημαίνουμε. Στα χρόνια αυτά όμως, στα κλασικά, στον πέμιον του 14ου αιώνα, τα κοροπλαστικά ανθήματα θέλετε να αποσιάζουν από το αρχαιολογικό υλικό της Νέαπολης. Είναι άραγε αυτό ένα τυχαίο γεγονός που οφείλεται στην περιορισμένη έκταση της ανασκαθικής έρευνας ή μήπως ανικατατρίζει μια μεταβολή της λαδευτικής πράξης. Με το δεδομένο μας δεν μπορεί να δωθεί ασφαλής απάντηση. Είναι πάντως γεγονός ότι στις αρχές του 15ου αιώνα η μορφή του ιερού της παρθένου αλλάζει ρυζικά. Τα παλαιότερα φιερώματα απομακρύμονται, αποτίθενται σε μικρούς ή μεγαλύτερους βόθλους ή σε κοιλότητες του εδάφους, ο ιερός χώρας οδεδώνεται και αναγείρεται ο μνημιακός μαρλάιβινος ναός της θεάς. Με βάση από τα υπάρχοντα ευρήματα μπορούμε να διπιστώσουμε πως τα ιδόλια έχουν και πάλι έναν κάποιο ρόλο στη λατρεία της θεάς τον 3ο και τον 2ο αιώνα προχριστού. Αριθμητικά είναι πολύ λιγότερα από τα αρχαϊκά και η κατάσταση διατήρησης ίστος είναι πολύ χειρότερη γιατί βρέθηκαν διεσφορπισμένα σε όλο το αναζυγκαμένο χώρο. Οικονογραφικά όμως δεν διφορεπίγονται τόσο, να και στα ελληνιστικά χρόνια κυριαρχούν και πάλι οι γυναικείες μορφές. Πρόκειται για όρθιες γυναίκες δημιένες με κοιτών αγκεϊμάτιων συνήθως, κάποιες ισοσκονεύτριες σε μία επικοιλία τύπων μεγαλύτερη από αυτήν των αρχαϊκών χρόνων, χαρακτηριστική όμως της ελληνιστικής χοροπλαστικής. Και σε αυτή τη φάση του λυκού τα ιδόλια ανήκουν στην πλειονότητά τους στην επικρατούσα καλλιτεχνική γλώσσα της εποχής, στο στυλ της Τανάγλας. Ανάμεσα τους διεκρίνονται προϊόντα και φυρωές πολλών διαφορετικών παραμόζικών εργαστηρίων της εποχής. Της Σάσου, της Αττικής, της Μακεδονίας, των Αυδείρων, της Μικράς Ασίας. Το μικρό δείγμα και η αμφίβολη αντιπροσωπευτικότητά του καθιστά παρακυδευμένη την εξεγωγή συμπερασμάτων για τη θέση των ιδολίων στη λατρεία, στις ελληνιστικά χρόνια. Ωστόσο η Θεά φαίνεται ότι διατηρεί και στα χρόνια αυτά μία τουλάχιστον λατρευτική της υπόσταση από τα παλιά αυτήν της προστάτηδας των γυναικών, ειδικά στα κρίσιμα στάδια της ζωής τους. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ερμηνευτεί η παρουσία του ιδολίου μία σπουροτρόφου και μία σκυβέλις, για την οποία πολλά εικόνθηκαν προηγουμένως, αλλά και δύο μικρών ερώτων, με τα οποία κλείνω την παρουσία σήμερα. Ευχαριστώ πολύ.