Διάλεξη 1: Εκκλησιαστικής Περιουσίας Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στα πλαίσια του μαθήματος Δευτέρου Εξαμήνου του Προπτυχιακού Εκκλησιαστικού Δικαίου θα ασχοληθούμε με το δίκαιο της εκκλησιαστικής περιουσίας. Θα χρησιμοποιήσουμε ως βάση των διαλέξεών μας, μεταξύ των άλλων περιεκτικές σημειώσεις του κυρίου Αποστολάκη Γεωργίου Πρόεδρου Εφετών. Η εκείντη περιουσία ήταν πάντοτε το σημαντικότερο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Πηγέστης ήταν οι εκούσιες εισφορές των απλών πιστών και κληρικών, με αφιέρωση γεών ή διατάξεις τελευταίας βουλήσεως. Οι βασιλικές χορηγίες στη Βυζαντινή περίοδο, οι αγορές της εκκλησίας, ιδιαίτερα τορμονών, που εξασφάλιζαν το τίμμα από δικούς τους πόρους, λόγω χάρη την εργασία των ίδιων των μοναχών, αλλά και πρωτότυποι τρόποι κτίσεως, όπως η κατάληψη γεών και η χρησιγκτισία αυτών. Ιδιαίτερη ήταν η αύξησή της στη Βυζαντινή περίοδο και φυσικά σημαντική η μείωσή της στη Δρουκοκρατία. Στη νεότερη εποχή, το κράτος ήδη από τα χρόνια της βαβαροκρατίας έδειξε έγδυλο το ενδιαφέρον του για την εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία, με σκοπό όχι μόνο να την ελέγξει διαχειριστικά, αλλά βασικά να την απαλλοτριώσει αζημίως, με διάφορες μεθοδεύσεις και τεχνάσματα. Η τελευταία απόπειρά του ήταν ο νόμος 1700 του 1987, που δημιούργησε σοβαρή ρήξη στις σχέσεις κράτους και εκκλησίας. Ως προς τη νομική κατάσταση των αρχαίων εκκλησιαστικών ακινήτων. Με βάση το προησχύσαν δίκαιο. Η κυριότητα και η ενωμή όλων των αρχαίων ανήκε στο κράτος. Η κυριότητα αυτή ήταν πρώτον αποκλειστική και δεύτερον διηνεκής. Όλα τα αρχαία θεωρούνταν πράγματα κοινόχριστα. Άρθρο 967 αστικού κώδικα και συναιπώς ήταν εκτός συναλλαγής. Άρθρο 966 αστικού κώδικα. Αποτελούσαν ειδική κατηγορία δημοσίων πραγμάτων και υπάγονταν στη γενική προστασία των δημοσίων κτημάτων. Επομένως ήταν ανεπίδεκτα χρησικτισίας. Άρθρο 1054 αστικού κώδικα. Και δεν μπορούσαν να είναι αντικείμενα της κατά το ιδιωτικό δίκιο κτίσεως είτε κατά κυριότητα είτε κατά νομή από οποιοδήποτε τρίτου. Σε καμία διάταξη νόμου δεν υπήρχε χρονολογικός προσδιορισμός των αρχαίων. Το ζήτημα ήταν κρίσιμο διότι έπρεπε να οριοθετηθούν χρονικά τα πράγματα που θεωρούνταν αρχαία. Ώστε να είναι γνωστό επί ποιον ακριβώς ίσχυαν τα προαναφερόμενα. Το ζήτημα αφορούσε το προς τη νεότερη εποχή χρονικό όριο μέχρι το οποίο έφτανε η χρονική περίοδος που προσέιδε την ιδιότητα του αρχαίου. Συγκεκριμένα αμφισβητούνταν εάν το όριο αυτό ήταν το 1453 ή το 1830 μετά Χριστόν. Στην ομολογία έχει επηγραφεί σταθερά η άποψη ότι αρχαία λογίζονται τα έργα τα οποία παρήκτησαν μέχρι το 1453 μετά Χριστόν. Ο Μιλών είχε την τιμή στην τακτορική του διατριβή με θέμα προστασίας πολιτικών αγαθών και θρησκευτική ελευθερία να πραγματευτεί ακριβώς μεταξύ των άλλων θεμάτων και το νομικό καθεστώς των αρχαίων εκκλησιαστικών ακίνητων και ακίνητών πραγμάτων. Ο νέος αρχαιολογικός νόμος, ο νόμος 3028 του 2002 εγκαταλείποντας τον κανόνα περί αποκλειστικής κυριότητας του κράτους επί όλων ανεξέρετα των αρχαίων αναγνωρίζει δικαίωμα κυριότητας και νομής και σε άλλα νομικά και φυσικά πρόσωπα. Το ζήτημα της κυριότητας και της νομής έπειτων μνημείων ρυθμίζεται μάλιστα με κύριο κριτήριο τη χρονική περίοδο στην οποίαν αυτά ανάγονται σε συνδυασμό με την ιδιωτικά τους ως ακινήτων ή κινητών. Στο δημόσιο πλέον ανήκουν εξ λέτζε τα αρχαία ακίνητα που χρονολογούνται έως και το 1453 αλλά και όλα όσα ανακαλύφθηκαν ή ανακαλύπτονται κατά την εκτέλεση ανασκαφών ή άλλης αρχαιολογικής έρευνας ανεξάρτητα από τη χρονολόγησή τους. Δηλαδή τα τελευταία μπορεί να χρονολογούνται και πέραν το 1453 μέχρι το 1830. Έξαντι διεστολής συνάγεται ότι στα μεταβυζαντινά και νεότερα εκείνη τα μνημεία, τα μεταγενέστρα δηλαδή του 1453 αρχαία ακίνητα εξερουμένου εκείνων που ανακαλύπτονται στις ανασκαφές κλπ είναι δυνατόν να έχουμε κυριότητα και νομή, παρότι δεν αφέρεται ρητά στο νόμο, από φυσικά ή άλλα απλή του δημοσίου νομικά πρόσωπα, υπό αυστηρούς βέβαια περιορισμούς και πάντοτε υπό τον διαρκή και αυστηρό έλεγχο των υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού. Ωστόσο, για τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα και για τα μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα που κατέχουν, προβλέφθηκε μια εξαιρετική ρύθμιση που αναγνωρίζει κυριότητα, ανεξάρτητα από τη χρονολόγηση του μνημείου. Η διάταξη του άρθρο 73 εξαιρεί από τους περικυριότητας κανόνες των άρθρων 7 και 21, όχι όλα τα μνημεία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, αλλά μόνο τα μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα, ορίζοντας ότι αυτά ανήκουν στην κυριότητα των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, έστω και αν είναι προγενέστερα του 1453 μ.Χ. Αυτό είναι μια πολύ σημαντική νεότερη ρύθμιση, δεδομένου ότι στην προναφερθήσα ενδιακτορική διατριβή μου είχα επισημάνει ότι υπό τον προγενέστερο αρχαιολογικό νόμο αυτό δεν ίσχυε. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας δεν πρέπει να ταυτίζεται με το λατρευτικό προορισμό του μνημείου, ούτε πάλι πρέπει να ταυτίζεται με την έννοια εκείνων των πραγμάτων, τα οποία είναι προορισμένα για εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών και είναι εκτός συναλλαγής κατά το άρθρο 966 αστικού κώδικα. Δεν πρόκειται δηλαδή μόνο για τα ιερά και άγια πράγματα, όπως η εννοιά τους θα αναλυθεί κατωτέρω. Έχουν σαφώς ευρύτερη έννοια και περιεχόμενο. Τα θρησκευτικά μνημεία αντιδιαστέλλονται προς τα κοσμικά μνημεία. Έτσι, στην εξαιρετική ρύθμιση του άρθρου 73, παράγραφος 1, υπάγονται όλα τα μνημεία, κινητά και ακίνητα, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, που βρίσκονται στην κατοχή του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου και σχετίζονται με οποιαδήποτε λειτουργική δραστηριότητά του, είτε δηλαδή εξυπηρετούν ή εξυπηρετούσαν στο παρελθόν, άμεσα ή έμεσα, λατρευτικό ή αγιαστικό προορισμό, είτε τον διατηρούν, είτε τον απέβαλαν, λόγω χάρη τα ιερά σκεύη, τα άμφια, τα λειτουργικά βιβλία, οι εικόνες, αλλά και τα στασίδια κι άλλα. Επίσης, κι όσα μνημεία σχετίζονται ή σχετίζονταν στο παρελθόν με τον ευρύτερο θρησκευτικό βίο της θρησκευτικής κοινότητας του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, έστω και κατά τρόπο δευτερεύοντα, λόγω χάρη ενδύματα και κελιά μοναχών, κελάρια, αποθήκες, μετόχια των μονών στις πόλεις, αστικές κατοικίες, πανδοχεία για την εξυπηρέτηση των προσκυνητών κι άλλα. Επίσης, αναμνιστικά αντικείμενα του βίου θρησκευτικών προσωπικοτήτων που απεβίωσαν, εργόχειρα, εργατέχνης μοναχών και άλλων εκκλησιαστικών προσώπων αφιερωμένα από πιστούς σε ναό ή σε μονή εργατέχνης και άλλα αντικείμενα συνδεδεμένα με το βίο και την ιστορία του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, έστω και αν έχουν μόνο διακοσμητικό προορισμό και χρήση. Με άλλα λόγια, για να χαρακτηριστεί ένα μνημείο, κινητό ή ακίνητο, ως θρησκευτικού χαρακτήρα, πρέπει καταρχή να κατέχεται από κάποιο εκκλησιαστικό, νομικό και όχι μεμονωμένο φυσικό πρόσωπο, δημοσίου ιδιωτικού δικαίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, των Πατριαρχείων Αλεξανδρίας Αντιοχίας Κυρουσολίμων, της Ιεράς Μονής του Σινά, των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, των Ιερών Μονών της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική, των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και το Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτω. Επίσης αναγνωρίζεται η κυριότητα και άλλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων ή άλλων ενώσεων προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα που εκπροσωπούν άλλες θρησκείες ή δόγματα. Τέλος, απαιτείται και αρκεί ο οποιοσδήποτε ακόμη και ο ευρύτερος σύνδεσμος του μνημείου στο ιστορικό παρελθόν ή στο παρόν με τον γενικότερο βίο και δραστηριότητα της σκεφτικής κοινότητας που αντιπροσωπεύει στο νομικό κόσμο το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ή η απλή ένωση προσώπων. Για τα κατεχόμενα από τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα κινητά και ακίνητα αρχαία μνημεία που δεν έχουν τέτοιο χαρακτήρα, αλλά είναι κοσμικά, ισχύουν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 7 και 21, δηλαδή μπορεί να ανήκουν στην κυριότητά τους αν χρονολογούνται μετά το 1453. Τα νοτερό ισχύουν για όλα τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας Ελλάδος είτε έχουν νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, όπως λόγω χάριν οι Ιερές Μονές, είτε έχουν νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου, όπως λόγω χάριν τα Ισυχαστήρια και τα προσκυρήματα. Τα αρχαία μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα των ονοτέρων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων ανήκουν στην κυριότητά τους, έστω και αν χρονολογούνται μέχρι το 1453. Γι' αυτό άλλωστε έπρεπε να προβληφθεί η δική ρυθμίση του άρθρο 93 παράραφος 1, διότι για τα μεταγενέστε, δηλαδή για τα βυζαντινά και τα νεότερα μνημεία, η κυριότητα θα τους ανήκει βάση των γενικών ρυθμίσεων των άρθρων 7 και 21. Αν και το γράμμα του νόμου αναφέρει ότι τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα έχουν μόνο την κυριότητα των θρησκευτικού χαρακτήρα μνημείων, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν και τη νομή αυτών, διότι ο νομοθέτης εκφράστηκε προκειμένου στενότερα από ότι ήθελε, δεδομένου ότι σε καμία άλλη διάταξή του δεν επιφυλάσσει την νομή των μνημείων αυτών υπέρ του δημοσίου ή άλλου προσώπου. Άλλωστε ενόψει τον άρθρο 2 και 1, 2 παράγραφος 1 και 3 παράγραφος 1 Ανακαστικού Νόμου 1539 του 1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 εισαγωγικού νομαστικού κώδικα και τα οποία ισχύουν και για τις Ιερές Μονές και τους Ναούς, η κτίση κυριότητας από τις Μονές και τους Ναούς επιφέρει αυτοδικαίως και την κτίση της νομής χωρίς μάλιστα να απαιτείται η απόκτηση φυσικής εξουσίας. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στα εκκλησιαστικά κίνητα εκτός συναλλαγής. Γενικότερα τα εκκλησιαστικά πράγματα διακρίνονται πρώτον σε Ιερά και δεύτερον Άγια. Ιερά είναι τα εκκλησιαστικά, όσο εκκλησιαστικά πράγματα εξυπηρετούν αποκλειστικά και άμεσα λατρευτικές ανάγκες. Περαιτέρω διακρίνονται σε καθιερωμένα και αγιασμένα. Καθιερωμένα είναι εκείνα τα οποία επέκτησαν την ιδιότητά τους με ειδική τελετή, όπως ο Ναός. Αγιασμένα δεν είναι εκείνα τα ιερά πράγματα τα οποία επέκτησαν την ιδιότητά τους είτε με απλή ευλογία είτε με μόνη την εισαγωγή τους σε καθιερωμένο χώρο λόγω χάρη, τα άμφια, οι εικόνες, τα λειτουργικά βιβλία. Άγια τελωστερούνται εκείνα που αν και δεν ανήκουν στην κατηγορία των ιερών πραγμάτων εξυπηρετούν έμεσα λατρευτικούς σκοπούς λόγω χάρη τα στασίδια του Ναού. Σύμφωνα με το άρθρο 966 αστικού κώδικα τα πράγματα τα οποία είναι προορισμένα για εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών είναι εκτός συναλλαγής. Ως τέτοια θερρούνται με βάση της παραπάνω διακρίσεις μόνον τα ιερά καθιερωμένα και αγιασμένα. Δεν μπελαμβάνονται τα Άγια συνέπεια αυτού είναι ότι κάθε δικαιοπραξία με αντικείμενο πράγμα ιερό λόγω χάρη πόλης ή εκμίστωση ναού νεκροταφίου μονής είναι σύμφωνα με το άρθρο 174 αστικού κώδικα άκυρη. Δεν μπορεί επίσης να αποτελέσει αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής. Δεν μπορεί να παλωτριωθεί ή να κατασκευθεί αναγκαστικά. Εξαιρείται από τη σύσταση υποθήκης. Για να καταστήσει όμως ένα ακίνητο εκτός συναλλαγής δεν αρκεί μόνο η αφήρουσή του στη λατρεία. Απετείται να είναι αφηρωμένο στη δημόσια λατρεία. Για να αποκτήσει την ιδιότητα αυτή πρέπει να μεταβιβαστεί από τον κύριό του σε κάποιο φορέα δημόσιας λατρείας, λόγω χάρη ενωρία. Απετείται σύμβαση με τον τύπο του συμβολεού και δεν αρκεί μονομερής δικαιοπραξία. Άρα ένας ιδιόκτητος ναός πριν γίνουν τα δεν είναι εκτός συναλλαγής. Το ότι είναι εκτός συναλλαγής δεν σημαίνει ότι τα ακίνητα αυτά δεν έχουν κύριο. Φυσικά ανήκουν στην κυριότητα του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι αν και στα ιερά πράγματα η άσκηση του δικαιώματος κυριότητας είναι αδύνατη. Ωστόσο δεν αποκλείται να είναι αντικείμενα κάποιων εμπράγματον σχέσεων υπό περιορισμούς. Λόγω χάρη είναι δυνατή η δωρεά ημίστοση ναού, η σύσταση δουλείας στο οικοπεδό του. Αρκεί όλα αυτά να γίνονται πάντοτε με σκοπό χρησιμοποίησεως του ναού ως τόπου λατρείας. Συνδυάζοντας τις διατάξεις των άρθρων 966, 971 στο κώδικα και 45 παράγραφος 1 νόμου 590-1977, εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα εκτός συναλλαγής εκκλησιαστικά ακίνητα διατηρούν την ιδιότητα αυτή και όσα συνεπάγεται όσο τελούν σε λατρευτική χρήση. Έτσι αποβάλουν την ιδιότητά τους σύμφωνα με το άρθρο 971 στο κώδικα, όταν παύουν να επιτελούν λατρευτικό σκοπό. Αρκεί όμως η απλή προσωρινή ή οριστική πάυση λατρείας για την αποκαθιερωσή τους ως πραγμάτων θρησκευτικών σκοπών. Λοιπόν, η ορθή απάντηση είναι ότι δεν αρκεί. Μόνο η πλήρης φυσική καταστροφή και ολοκληρωτικός αφανισμός του ναού ή της Μονής, εφόσον εγκαταλειφθεί και δεν ανοικοδομηθεί, επαναφέρει το ακίνητο στην κατηγορία των κοινών πραγμάτων. Αν δίφταει η εγκατάληψη, η μερική καταστροφή, η πάυση, η αναστολή της λατρείας λόγω εχθρικής κατοχής κλπ, δεν έρουν την ανωτέρο ιδιότητα του ιερού, διότι στο κανονικό δίκιο της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν προβλέπεται διαδικασία για την άρση της αφιερώσεως ιερού ακινήτου πράγματος. Ούτε η πολιτεία έχει εξουσία καθαγιασμού ή άρσεως του καθαγιασμού ενός θρησκευτικού χώρου. Ο αρχαιολογικός νόμος διακρίνοντας, όπως προναφέρθηκε, τα μνημεία σε εκείνα που ανήκουν στο δημόσιο και σε εκείνα που ανήκουν σε φυσικά οι άλλα πλήν του δημοσίου νομικά πρόσωπα. Αξιολογή στα άρθρα 7 παράγραφη 1 ως 2, 22 παράγραφη 1 και 3 ως πράγματος εκτός συναλλαγής μόνο τα πρώτα. Εξ αντιδιαστολής λοιπόν συνάγεται ότι τα μνημεία που ανήκουν σε άλλα πλήν του δημοσίου φυσικά και νομικά πρόσωπα άρα και στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα εντάσσονται στη κατηγορία των εντός συναλλαγής πραγμάτων. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο αρχαιολογικός νόμος επιτρέπει τη μεταβίβαση εν ζωή η αιτία θανάτου της κυριότητας κινητών μνημείων που δεν ανήκουν στο δημόσιο εξαρτώντας βέβαια το κύρος της μεταβιβάσιος από την τήρηση ειδικών όρων. Άρθρο 28, παράγραφη 38. Αν και για τα ακίνητα μνημεία που δεν ανήκουν στο δημόσιο, ο νόμος σιωπά πρέπει ωστόσο να γίνει δεκτό, τη σιωπή δεν συνιστά απαγόρευση μεταβίβασης. Παρά την έλλειψη ρητής ειδικής ρύθμισης θα ισχύει η γενική ρύθμιση του άρθρου 1033 αστικού κώδικα. Επιχείρημα υπέρ το απαλλοτριωτικού χαρακτήρα αυτών των ακινήτων μνημείων, άρα και των εκκλησιαστικών ακινήτων μνημείων, ανλείται από το γεγονός ότι γενικότερα επιτρέπεται η κατάσχεση των αρχαίων που ανήκουν σε ιδιώτες και περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία. Κατά άρθρα 7 παράγραφους 4 σε συνδυασμό με 22 παράγραφους 2 έως 4. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να διαφωνήσω και με αυτή την προτεινόμενη ερμηνεία και να πω ότι τα μνημεία που ανήκουν σε εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα θα έπρεπε να θεωρούνται ότι και αυτά εντάσσονται στην κατηγορία των εκτός συναλλαγής πραγμάτων. Δεδομένου ότι η πλειονότητα των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων είναι δημοσίου δικαίου και όταν αναφέρεται ο αρχαιολογικός νόμος οισυχίων στο δημόσιο προφανώς καταλαμβάνει και τουλάχιστον τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Εκκλησιαστικά ακίνητα τώρα και χρήση εκτισία. Και προχωρούμε στα ακίνητα μονών και τη χρήση εκτισία. Με βάση στο άρθρο 21 του 1926 νομοθετικού διατάγματος περί διοικητικής αποβολής και λοιπά τα κάθε αθήσεως ακίνητα των ιερών μονών από τις 12 να του 1915 και στο 6 είναι ανεπίδεκτα χρήση εκτισίας από οποιοδήποτε τρίτο δημόσιο ή ιδιότη. Τα ίδια άλλωστε επαναλήφθηκαν και σε νεότερα νομοθετήματα όπως λόγω χάρη στο άρθρο 4 παράγραφος 2 παράγραφος 3 του υπαριθμών 4 του 1959 Κανονισμού της Ιεράς Συνότησης Εκκλησίας Ελλάδος και στο άρθρο 62 παράγραφος 2 νόμου 590 του 1977 αλλά και στο άρθρο 58 παράγραφος 2 νομοθετικού διατάγματος 86 του 1969 ειδικά για τα μοναστηριακά δάση. Επομένως και αν ακόμη οι ιερές μονές αποβοληθούν από τη νομή η κυριότητά τους δεν καταλείεται διότι η νομή του καταλαβώντος τρίτου δεν μπορεί κατα νόμου να οδηγήσει σε χρησικτησία. Εφαρμόζονται αναλόγως οι ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις του Αναγκαστικού Νόμου 1539 του 1938 περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων. Η Διαίρα Μονή θεωρείται ότι έχει αδιαλείπτωση στην νομή της τακίνητά της πλασματική νομή ασχέτος προς οποιαδήποτε αφαίρεση αυτής από τρίτους. Η προστασία αυτή ίσχυε και για τα μονοστιριακά κτήματα που είχαν χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως εκποιητέα και τα διαχειριζόταν ο ΔΕ. Σύμφωνα με το Βυζαντρομαϊκό Δίκιο για της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία του Ακυνήτου που ανήκει στη Ιερά Μονή και για την παραγραφή των ευραγμάτων δικαιωμάτων αυτής, απαιτείται τεσσακονταϊτής νομή η οποία όμως έπρεπε να έχει συμπληρωθεί το βραδίτρο μέχρι το 12.9.1915 και γι' αυτό πρέπει να έχει αρχίσει τουλάχιστον από το 12.9.1875. Η προστασία αυτή ισχύει για όλες ανεξέρετα τις Ιερές Μονές που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια. Είτε ανήκουν στα όρια της δικαιοδοσίας εκκλησίας της Ελλάδος είτε σε άλλες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες λόγω χάρη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Πατριαρχείου Ιεροσολίμων ή άλλων Πατριαρχείων επίσης, είτε είναι κατα νόμο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου είτε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Οι γραμματικοί διατύπους στο άρθρο 21 του από 24, 16.5.1926 νομοθητικού διατάγματος περί διοικητικής απαβολής κλπ, σύμφωνα με το οποίο τα επί των ακυνήτων δικαιώματα του δημοσίου και των Ιερών Μονών δεν υπόκειται στο μέλλον σε καμία παραγραφή, είναι σαφής. Αναφέρεται σε όλα τα ακύνητα όλων ανεξέρετα των Ιερών Μονών. Δεν παρέχει κανένα έδαφος να υποστηριχθεί η ερμηνεία ότι αναφέρεται στα κτήματα των Ιερών Μονών μόνο της Εκκλησίας της Ελλάδος ή στα κτήματα εκείνων μόνο των Ιερών Μονών που είναι κατά το νόμο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Η μοναδική προϋπόθεση που τάσει είναι ότι πρόκειται για κτήματα Ιερών Μονών που εξυπακούεται είναι νόμιμα συναισθημένες σύμφωνα με το κανονικό και πολιτιακό δίκιο. Και στη συνέχεια θα δούμε το ζήτημα των ακυνήτων των Ναών και τη χρησικτησία. Με βάση το βυζαντινονομαϊκό δίκιο τα ακύνητα των Εκκλησιών και των Ευαγών Ίκων δεν υπόκεινται σε τακτική χρησικτησία. Με την εισαγωγή του αστικού κώδικα από 23 Δευτέρα του 1946 αρχίζει η σύμφωνα με τις διατάξεις του χρησικτησία σε βάρος ακυνήτων των Ιερών Ναών και των Ενοριών εκτός βέβαια από τα ακύνητα των ίδιων των Ναών που είναι εκτός συναλλαγής κι άλλων επίδεκτα χρησικτησίας κατά το άρθρο 1054 αστικού κώδικα. Στη συνέχεια με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του Κανονισμού 4 του 1969 της Ιερασυνόδου ορίστηκε ότι για όλα τα εκκλησιαστικά κτήματα εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του από 24, 16, 5 του 1926 νομοθικού διατάγματος περιδικητικής αποβολής και λοιπά ενώ με το άρθρο 62 παράγραφος 2 του νομο 590 του 1977 ορίστηκε ότι σε όλα τα εκκλησιαστικά κτήματα. Άρα και των Ιερών Ναών εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του αναγκαστικού νόμου 1539 του 1938 περί προστασίας δημοσίων κτημάτων. Επομένως χρησικτησία σε βάρος κτήματος Ναού μπορούσε να αρχίσει από τις 23 Δευτερού 1946 και να συμπληρωθεί μέχρι τις 18, 8, 1969 υπό τον όνομα ότι η νομή του κτήματος δεν είχε αφαιρεθεί αλλά είχε παραχωρηθεί στο χρήση δεσπόζοντα από τον ενοριακό ναό έστω και ατυπά. Στη συνέχεια θα δούμε το θέμα ακίνητα λοιπόν εκκλησιαστικών νομικών προσώπων και χρησικτησία. Τα ησυχαστήρια που λειτουργούν μέσα στην εδαφική περιοχή της εκκλησίας της Ελλάδος είναι είτε άτυπες ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη θρησκευτικού σκοπού άρθρο 107 αστικού κώδικα, είτε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, σωματεία, ιδρύματα, αστικές εταιρίες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Διέπονται από τον οργανισμό τους. Για τα ακίνητα των ησυχαστηρίων δεν υπάρχει λιττηρύθμιση αλλά πρέπει να εφαρμοστούν αναλογικά όσα ισχύουν για τα ακίνητα των ιερών μονών. Δηλαδή από τις 12-19 του 1915 και έως το εξής είναι ανιπίδεκτα χρήση εκκλησίας. Φέβαια το γράμμα του άρθρο 21 το από 24-25 του 1926 νομοθητικού διατάγματος αναφέρεται σε ακίνητα μονών και τα ησυχαστήρια είναι μεν μοναστικά ιδρύματα με την ευρύτερη έννοια του όρου αλλά δεν συνιστούν μονές κατά νομική ακρίβεια. Ωστόσο η ταυτότητα της φύσης του μοναχικού σκοπού και ιδεόδους που επιδιώκουν οι μονές και τα ησυχαστήρια αλλά και η ταυτότητα του νομικού λόγου της ρύθμισης επιβάλλει μια ευρύτερη ερμηνεία της ενωτέρου διατάξεως ώστε στη ρύθμιση της να ενταχθούν όλοι οι μοναχικοί σχηματισμοί της Εκκλησίας Ελλάδος. Την ερμηνευτική αυτή ανάγκη επιτείνουν και τα εξής. Πρώτον, όλα πλέον ανεξέρεται τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα του άρθρου 1 παράγραφος 4 Νο. 590-1977 απολαμβάνουν αυτό το προνόμιο και δεν συντηρέχει κάποιος λόγος να εξαιρεθούν τα ησυχαστήρια. Δεύτερον, γίνεται ορθά δεκτό ότι η προαναφερόμενη ρύθμιση ισχύει όχι μόνο για τις ιερές μονές της επικρατούσας θρησκείας αλλά για όλα τα μοναστικά καθηδρίματα των γνωστών θρησκιών για λόγους θρησκευτικής ισότητας. Όταν λοιπόν αλλόδοξα ή αλλόθρησκα μοναστικά καθηδρίματα απολάβουν το προνόμιο αυτό, οι ίδιοι λόγοι ισότητας επιβάλλουν την επέκτασή του και στα κίντα των ισυχαστηρίων. Τέλος από την ισχύ του καταστατικού χάρτη, δηλαδή του νόμου 590 του 1977, τα κίντα και όλων των άλλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων που ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος δεν υπόκεινται σε χρησιχτισία, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παράγραφος 4 και 62 παράγραφος 2. Έτσι είναι πλέον απαράγραπτα τα εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων των Μητροπόλεων, των προσκυνημάτων, των εκκλησιαστικών ορφανοτροφίων και οικοτροφίων και των λοιπών καθεδριμμάτων ανεξάρτα από τη νομική προσωπικότητά τους. Και τώρα θα εξτάσουμε το ζήτημα του κατασκετού της εκκλησιαστικής περιουσίας. Αλλά επειδή όμως ο χρόνος της παρούσας διαλέξειας έχει παρέλθει, θα διακόψουμε εδώ, ούτως ώστε να συνεχίσουμε στην επόμενη διάλεξή μας. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |