1η Διάλεξη του Γιάννη Σμαραγδή, στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο του Δήμου Αλίμου. /

: Καλησπέρα σε όλους σας, καλωσορίσατε και καλή χρονιά. Νομίζω δεν υπάρχει καταλληλότερος δάσκαλος, ισυγητής για να κάνει υποδαρικό στο ανοιχτό μας πανεπιστήμιο για το 2018 από τον ισυγητή που φιλοξενούμε, έχουμε τη μεγάλη τιμή να έχουμε κοντά μας απόψε, τον εξαιρετικό δημιουργό, τον διακεκριμένο σκ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΗΜΟΥ ΑΛΙΜΟΥ 2018
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=4D0Km0hS3MU&list=UC5uRYl1cQd2FpE4m1sS-zvA
Απομαγνητοφώνηση
: Καλησπέρα σε όλους σας, καλωσορίσατε και καλή χρονιά. Νομίζω δεν υπάρχει καταλληλότερος δάσκαλος, ισυγητής για να κάνει υποδαρικό στο ανοιχτό μας πανεπιστήμιο για το 2018 από τον ισυγητή που φιλοξενούμε, έχουμε τη μεγάλη τιμή να έχουμε κοντά μας απόψε, τον εξαιρετικό δημιουργό, τον διακεκριμένο σκηνοθέτη, τον κύριο Γιάννη Σμαραγδή, καλωσορίσατε. Τολμώ να πω ότι έχουμε γίνει φίλοι με τον κύριο Σμαραγδή, είμαστε φίλοι λοιπόν και θέλω να σας εξομολογηθώ ότι κάθε φορά που μιλάω με τον κύριο Σμαραγδή και τη συζυγό του, την εξαιρετική κυρία Ελένη Σμαραγδή, παραγωτή ταινιών του, στο τέλος της κουβέντας μας, κάθε φορά αισθάνομαι καλύτερος άνθρωπος, πιο δυνατός, σαν να έχει περάσει ένα κύμα από μέσα μου και να έχει ξεπλύνει ό,τι άσχημο, αρνητικό, στενοχόριες, ευθέλειες, ό,τι αρνητικό μπορεί να ακουβαλάει κάθε άνθρωπος και νομίζω ότι στο τέλος της κουβέντας και στο τέλος και του κύκλου των μαθημάτων αυτών, θα το αισθανθείτε και εσείς. Νομίζω είναι ό,τι υπολτιμότερο, ότι έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη τη σημερινή εποχή. Όταν κουβετιάσαμε και το ρώτησα ποιος θα είναι ο τίτλος του μαθήματος των σεμιναρίων, μου είπε το ελληνικό φως. Και αμέσως θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει η Μαρίνα Καλογύρου, η πρωταγωνίστρια της τελευταίας του ταινίας, Αλιμμιώτισα και πολύ καλή φίλη και ευχαριστώ πολύ Μαρίνα που είσαι απόψε κοντά μας. Τώρα τι να πούμε, συγχαρητήρια για την ταινία είναι πολύ πολύ λίγο. Πραγματικά είδα εκατοντάδες ανθρώπους να βγαίνουν από τις αίθουσες και να κλαίνε. Μεταξύ αυτών και εγώ και τις δύο φορές που είδα την ταινία. Και θα τη δω και τρίτη. Μου είπε λοιπόν ότι το καλοκαίρι θα ανοίξουμε με την ταινία αυτή, τον κινηματογράφο, το σινιάλιμος. Αλλά να πάτε τώρα να τη δείτε, μην περιμένετε με το καλοκαίρι. Μου είπε λοιπόν ότι θα είναι το ελληνικό φως και θυμήθηκα αυτό που μου είπε η Μαρίνα όταν έπαιζε σε μία ταινία που ήταν παραγωγή από το Χόλιγουτ που είχαν έρθει να γυρίσουν στη Σαντορίνη. Τι δυσκολία είχαν οι άνθρωποι οι Αμερικάνοι που είναι μεγάλη μάστορ στον κινηματογράφο να διαχειριστούν το ελληνικό φως που είναι τόσο δυνατό και καθαρό. Και σκέφτηκα ότι το ελληνικό φως είναι τελικά αυτό που φέρνει τα πράγματα στην απόλυτα καθαρή τους διάσταση. Νομίζω αυτό έχει και μια μεταφορική έννοια, δηλαδή και ο ελληνικός πολιτισμός που γεννήθηκε από αυτό το φως, ο λόγος ελληνικός βάζει τα πράγματα επίσης στη σωστή τους διάσταση. Λοιπόν, γι' αυτά πιστεύω και για πολλά, πολλά ακόμα θα έχουμε την τύχη απόψε και για δύο Δευτέρες ακόμα να ακούσουμε τον εξαιρετικό δάσκαλο τον κύριο Γιάννης Μαραγδή, στον οποίο δίνουμε τον λόγο και είμαστε όλοι ευθεία για να τον απολαύσουμε. Ευχαριστούμε και πάλι πολύ που είστε εδώ απόψε. Τα πολλά λόγια μην τα ακούτε. Έχουνε βέβαια αυτά μέσα αγάπη, διότι ο φιλούς μου ο δήμαρχός σας έχει βοηθήσει να γίνει ταινία που δεν το λέει. Για ρίξτε τώρα ένα χειροκρότημα γι' αυτό. Κοιτάξτε να δείτε, έτσι πρέπει να ξεκινήσω. Αυτή η ταινία, η οποία στην πραγματικότητα προσπαθεί να ενεργοποιήσει το θετικό στοιχείο της ύπαρξής μας, δηλαδή να βάλει σε κίνηση το καλό. Και επειδή τα πράγματα στον κόσμο που ζούμε, ίσως στο σύμπαν, αλλά δεν το ξέρουμε ακριβώς, κινούνται κατά ζεύγι. Δηλαδή το θετικό με το αρνητικό, το καλό με το κακό, το αρμονικό με το χαώδες κλπ. Κάθε φορά που ενεργοποιείται το καλό, αντιστοίχως ενεργοποιείται και το κακό. Το καλό, λοιπόν, για να μπορέσει να κάνει τη διαδρομή του και να επικυριαρχήσει, ας πούμε, δεν μπορεί παρά να είναι ενωμένο. Διότι το κακό μπορεί να είναι πιο μικρό, αλλά συνήθως είναι ενωμένο. Το καλό είναι πλατύτερο, αλλά δεν αισθάνεται την ανάγκη να συνενωθεί, δεν συνομοτεί το καλό. Το κακό συνομοτεί. Στο κακό, λοιπόν, έπρεπε να απαντηθεί, δηλαδή για να γίνει το έργο, να βρεθούν άνθρωποι που θα συνηπάρξουν για ένα σκοπό. Να βάλουμε σε κίνηση ότι ανώτερο μας έχει γεννήσει μας τους Έλληνες. Διότι μας έχουν γεννήσει ανώτερα πράγματα, τα οποία όχι μόνο είναι σημαντικά σε μια στιγμή που δοκιμάζεται η χώρα από μια κρίση, η οποία δεν είναι οικονομική, το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε οικονομική κρίση, είναι μια κρίση αξιών, δηλαδή εμείς δεν είμαστε στην καλή μας στιγμή. Και ήρθε και μας έδωσε μια κατραπακιά, οι παγκοσμιοποιητές, αυτοί που σαρώνουν τους πολιτισμούς και προσπαθούν, δηλαδή κόβουν τα δέντρα για να γίνουν θάμνοι. Εμείς δέντρα είμαστε, δεν είμαστε θάμνοι. Εκεί λοιπόν πρέπει να μπαίνουνε ορισμένοι άνθρωποι μπροστά για να μας βάζουνε στη σωστή διάσταση εμάς σε σχέση με αυτό που μας γέννησε. Γιατί δεν είναι μόνο για να βγούμε από την κρίση εμείς, αλλά αυτό που μας γέννησε επειδή το έχει ανάγκη το μέλλον του γηνού, του ανθρώπινου πολιτισμού, πρέπει να μη χαθούμε για να μπορούμε να το εκπροσωπούμε και να είναι παρόν τη στιγμή που η ανθρωπότητα θα το χρειαστεί. Ποιο είναι αυτό το μέτρο. Έχει χαθεί το μέτρο σε αυτό το πλανήτη που ζούμε και ακριβώς επειδή έχει χαθεί το μέτρο, κυριαρχούν τα αρνητικά στοιχεία και όχι τα θετικά. Τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει ότι έχουμε μπει σε ένα μεσαίωνα. Σε τρεις τέσσερις αιώνες μπορεί να συνέχει η ανθρωπότητα, ίσως. Η Ελλάδα θα περάσει μια 30 χρόνια δύσκολα. Χρήσιμο είναι σε αυτά τα χρόνια που έρχονται να κατανοήσουμε το μερίδιο της ευθύνης που έχει ο καθένας από εμάς για την κρίση. Διότι αν δεν είχαμε κρίση εμείς, πως θα μπορούσε να έρθει ο σαρωτής. Δεν θα μπορούσαν τα δέντρα να τα κόψουν, να τα κάνουν θαμνός. Εμείς είμαστε αδύναμοι. Και είμαστε αδύναμοι γιατί ξεχάσαμε αυτό που μας γέννησε, τι είναι. Τι λένε αυτή τη λέξη φιλότιμο, αλλά εννοούν ότι οι άνθρωποι εμείς φτιάξαμε οργανώσει με τον πολιτισμό μας πάνω στην κατανόηση του αδύναμου. Είμαστε το μόνο έθνος στον κόσμο, που ενώ βρέθηκε να επικυριαρχεί παραπάνω από μια φορά στον πλανήτη, πάντα μιλάμε για το δυτικό στην ουσία πολιτισμού, αλλά είχαμε φτάσει μέχρι τη Βακτριανή στους Ινδούς, δεν κάναμε ποτέ γενοκτονιές. Κοιτάξτε ο Μέγας Αλέξανδρος που έφτασε και θα σας πω ένα περιστατικό το οποίο μου έχει κάνει με ένα τρομερή εντύπωση, τι είναι ο πολιτισμός που μας γέννησε θέλω να πω και γιατί έχει αυτό το πολιτισμό ανάγκη ανθρωπότητα. Το 1994, περνάμε τα χρόνια, είχαμε πάει στην Αλεξάνδρια για να κάνουμε γυρίσματα για την ταινία Καβάφης, πήγαμε στην Αλεξάνδρια σε μια κακόφιμη περιοχή, ένα είδος τρούμπας, για να κάνουμε γυρίσματα για μια σκηνή. Σύγχναζε ο Καβάφης λόγω της ιδιαιτερότητας του, σύγχναζε σε αυτές τις περιοχές. Και χρησιμοποιήσαμε ορισμένους κομπάρσους, ας πούμε, εκεί από την περιοχή. Όταν τελειώσαν τα γυρίσματα, έπρεπε ο διεθείς παραγωγής να τους πληρώσει. Και επειδή εκεί δεν είχε πάει ποτέ κινηματογραφικό συνεργείο και ξέρετε, ο κινηματογράφος είναι μια μαγεία, όταν γίνεται μια μαγεία, έβλεπα να ανάβουν φώτα, να ξαφνικά μέσα σε μια καθημερινότητα να εμφανίζονται πρόσωπα με άλλες στολές, με άλλες συμπεριφορές, να κινούνται διαφορετικά. Μαζευτήκαν περίπου 50.000 άνθρωποι, ήταν και μια πλατεία δίπλα. 50.000 άνθρωποι! Μπορεί να ήταν και παραπάνω. Έφυγε λοιπόν ο διεθείς παραγωγής με ιστορικές ανταγυρίσματα και πήγε αυτούς τους 20-30 ανθρώπους που έκαναν προσωπί, βγάλαν τα ρούχα που φορούσαν και πήγαν να τους πάνε να τους πληρώσει. Έκανε το λάθος λοιπόν να βάλει το χέρι από τα τζέπι, να βγάλει όλα τα χρήματα τα οποία είχε για την παραγωγή, που όποιος τα έπαιρνε, ένας από αυτούς, θα ρούχ, σε όλη τη ζωή. Τα χάσανε τελείως αυτό εκεί και πέφτουν επάνω του. Αυτός προφθένει τρέχοντας και μπαίνει μέσα σε ένα πλουμανάκι που είχαμε εκεί. Και κλείστηκε μέσα στο κουμπουνάν εκεί. Είναι λοιπόν μια που μας συνόδευε, μας λέγανε ότι είναι αρχαιολόγος, τελήκαμε στοιχεία σε επηρεσίες της Αιγύπτου. Είναι καλά κάνουν οι άνθρωποι να προστατεύσουν, επειδή κάναμε γυρίες με δικές περιοχές που είχαν αρχαία, η οποία τα χάσε και άρχισε να φωνάζει, βγάζει μια ταυτότητα, λέει αστυνομία, αστυνομία. Είναι ποιος θα ανοίξει την πόρτα να πάρει τα δολάρια του. Και πώς τη σκόβει και ανεβαίνει πάνω στον καπώ και φωνάζει, μας λένε σε αυτές τις περιοχές, τους Έλληνες, «Γιουνάν». Ανεβαίνει λοιπόν πάνω στον αυτοκίνητο και φωνάζει αυτή, «Είναι Γιουνάν! Είναι Γιουνάν!» Και άνοιξε σαν τριαντάφυλλο αυτός ο κόσμος. Με τη μαγική λέξη Έλληνας, εκεί που πέρασε ο Αλέξανδρος. Κοιτάξτε τι εικόνα έχουν για τον Έλληνα. Αυτή την εικόνα, εμείς, αυτή η εικόνα είναι που πρέπει να μας οδηγεί. Και αυτή την εικόνα δεν πρέπει να αλλιώσουμε. Και εμείς για τον εαυτό μας και για τους συνελληνες και για τους υπόλοιπους ανθρώπους. Γιατί συμβαίνει τώρα αυτό. Κοιτάξτε τώρα ο Αλέξανδρος που πέρασε από εκεί. Δεν πλήραξε τους άλλους λαούς. 25 αιώνες πριν και 50 χρόνια πριν οι Γερμανοί τι έκαναν. Έκαιγαν ανθρώπους στους φούρνους. Κοιτάξτε τι ήταν αυτό που έφερε αυτός ο άνθρωπος. Που είναι στο κοίταρό μας. Και γι' αυτό και ο Καβάφης ας πούμε, γιατί μένει. Μένει πρώτα απ' όλα διότι είχε την ελευθερία. Κοιτάξτε την ελευθερία να υπερασπίζεται η ερωτική ιδιωτητά του. Σε μια εποχή που αυτά τα πράγματα δεν ήταν απότεχτα πως είναι σήμερα. Και για τα ποιήματα που οδηγούσαν, που λέει ας πούμε αυτό το τρομερό στίχο, «και εμείς», ως την Βακτριανή την πήγαμε, ως τους Ινδούς, εμείς την ελληνική γλώσσα, εμείς ελληνικός κοινότητος κόσμος με έγας, αυτό, αυτός ο ήχος, αυτή την μαγεία που μας γέννησε την ξαναβάριση της κίνησης. Δεν πεθαίνει δηλαδή ο Καβάφης δεν πεθάνει ποτέ. Εμείς θα φύγουμε, τα ποιήματα θα μείνουν. Το λέω αυτό γιατί οι πανκοσμοποιητές τα υψηλά δέντρα πρέπει να κόψουν για να υποταχθούν και τα μεσαία δέντρα. Δηλαδή σε αυτό που πρέπει να πέσει κάτω, να πέσει, είμαστε εμείς. Ε, δεν θα τους το κάνουμε το χατήρι, διότι όπως λέει και ο κύριος Καζεντζάκης, μια και τον κάναμε, τον βάλαμε σε κίνηση, πάντα στην αρχή μοιάζει να κερδίζει το κακό, αλλά πάντα στο τέλος είναι. Αλλά για να αιτηθεί πρέπει το καλό να ενωθεί. Αλλιώς, τι είναι τώρα αυτό το φως το ελληνικό. Οι καλλιτέχνες Μαρίνα και τον δήμαρχο βάζω μέσα στους καλλιτέχνες. Πιάνονται πάντα από το προσωπικά τους βιώματα για να κατανοήσουν κάτι και όταν το κατανοήσουν καλά μπορεί να το κάνουν και οι υπόθεσσες των υπολοίπων ανθρώπων. Είμαστε μεταποιητές αισθημάτων, αρωματοποιοί, δηλαδή παίρνουμε πολλά τριαντά φύλλα και βγάζουμε μια σταγόνα. Κάτι δηλαδή με αυτό που μπορεί να έχει σχέση με τη μαγεία αλλά πάντα αυτά έχουν μια κινητήρια αφορμή. Κάτι που σε έχει εσένα διαγύρι για να μπορείς να το κάνεις βιωματικά υπόθεση και των άλλων ανθρώπων. Είμαι λοιπόν το 1972, έχω πάει στη Γαλλία να σπουδάσω. Ήμουνα τότε γαλλόπληκτος, ήμουνα και εγώ στις μόδες εκεί. Έχω κάνει και ένα μικρό φιλμ, δυο-τρία πράγματα το λέγανε, που έμοιαζε τότε με τα μοδάτα πράγματα της Γαλλίας. Μια μπάφα ήταν αυτό που είχα κάνει και είχε πάρει αυτή μπάφα, ένα βραβίδο και ένα στο Γαναδά και νομίζω ότι είχα το κέντρο του κόσμου. Πήγα λοιπόν στη Γαλλία μετά από αυτό και επειδή ήμουνα γαλλόπληκτος προσπάθησα να ανοίξω τους οριζοντές μου. Και καθώς έμμενα στη Γαλλική κουλτούρα σκοτήνιαζα και έλεγα ξαφνικά και εκεί στο πρώτο χρόνο, αυτό είναι η Γαλλική κουλτούρα. Δηλαδή ποια είναι, γιατί εγώ δεν αγαπώ την Ελλάδα και τον Ελληνισμό. Και άρχισα λοιπόν να έχω από εδώ από κάτω το Μπαδιαμάντιε, από εκεί τον Ελλήτη και το ΜΕΣΑ το σε φέρει. Και τα διάβαζα τα βράδια και έκλεγα. Άρχισα να καταλαβαίνουν τι είναι η Ελλάδα έξω, δεν το καταλαβαίναν εδώ. Εδώ κοίταζα τα λατόματα, τα μικρά. Και με έπιανε λοιπόν κατά περιόδους μια νοσταλία, τότε ήμουνα βαθιά ερωτευμένος με τη γυναίκα μου, ακόμη είμαι. Θα διστοπίσει της γυναίκας μου, Марίνα, ότι το είπα ε, εντάξει. Ναι, και μια μέρα ήταν λίγο έτσι σκοτεινιασμένη και το Παρίσι δεν έχει πολύ ήλιο. Κρύωνα κιόλας, μου λείπει η γυναίκα μου, δεν είχαμε παντρευθεί ακόμα. Και με βγάλανε τα βήματά μου εκεί δίπλα στη Σικουάννα, μπήκα μέσα στο λούβρο. Μπαίνοντας μέσα, όσοι το έχετε επισκεφθεί, είναι η Άπτερος Νίκη επάνω εκεί, που είναι αυτό. Δεν χρειάζεται να δεις τα υπόλοιπα. Άλλα, εν πάση περιττώση, εγώ κινήθηκα σε ένα μεγάλο διάδρομο που πηγαίνε προς τα ελληνιστικά και στα ελληνικά αγάλματα και έπεσα πάνω στην αφροδίτη της Μηλού. Από νοσταλγία της πατρίδας, της γυναίκας μου που μου λείπε, του ελληνισμού που άρχισε πια να με τσιγκλάει, έβαλα το χέρι έτσι και ακούπησα τα δάχτυλά μου στα ακροδάχτυλα του παιδιού της αφροδίτης. Είναι ένας φύλακας εκεί και μου λέει στα γαλλικά μη το αγγίζετε, απαγορεύεται. Λέω, εσείς δεν μπορείτε να μου πείτε ότι απαγορεύεται να το αγγίξω γιατί αυτό είναι δικό μας. Εγώ είμαι Έλληνας και αυτό είναι ελληνικό. Μου λέει, ήταν δικό σας, μη το αγγίζετε. Και πάω στην πλανή έτουσα κλαγώντας. Και είπα τώρα πρέπει να γυρίσω στην πατριδά μου. Και πίσω ήταν χειμώνας. Πήγα στον Παρθενώνα, δεν είχα πάει μέχρι τότε ο Ασεβής. Δεν ήξερα τι ήταν. Και ανεβαίνοντας επάνω ήταν λίγο μετά από μια βροχή. Και στην αίσθηση ότι αν έκανα στο χέρι μου τον Παρθενώνα θα ακουμπούσα τον ημητό. Είχαν έρθει όλα τόσο κοντά που εκεί κατάλαβα τι ήταν αυτό που ζούσανε οι προγόνιοι μας και πόσο κοντά αισθανόντουσαν τα μεγάλα και τα μη φυσικά. Ότι όλα στην Ελλάδα έχουν το μέγεθος του ανθρώπου χωρίς να χάνεται το υπερφυσικό, το ανώτερο. Δηλαδή είναι όλα μέσα. Την ίδια στιγμή που είναι έξω αλλά μέσα. Ότι εμπεριέχουμε το ανώτερο. Ότι μας δόθηκε να είναι συγγενικό μας πράγμα. Ότι ευλογηθήκαμε κάποια στιγμή για να γίνει αυτό το πέτρινο καράβι μέσα στον χρόνο λέει ο Σεφέρης. Τρομερός Σεφέρης, πέτρινο καράβι μέσα στον χρόνο λέει για τον Ακρόπολη. Δηλαδή αμετακίνητο μέσα στον χρόνο. Δεν αλλάζει αυτό γιατί κρατάει το μέτρο της σχέσης που έχει το ανθρωπινό. Σε αυτόν εδώ τον τόπο με το Θεό. Διότι ο παρθενώνας γιατί είναι έτσι και δεν είναι έτσι, έτσι είναι. Τι κάνει σε υποχρεώνει να κοιτάξεις ψηλά. Υπάρχεις γιατί υπάρχει το από πάνω. Με αυτό έχεις σχέση. Τι κάνει τώρα αυτό τον Πέποδο Ευανα. Η χρυσή εποχή ας πούμε της Αθήνας. Λέει ο Πλάτωνας, λέει ο Σοκράτης. Αυτά τα οποία λέγω δεν τα λέω εγώ. Τα λέει ένα εσωτερικό μαντίο. Δεν το έχω κάνει έτσι. Τι προέλευε στο οποίο αγνοώ. Δεν αγνοεί. Λέει ότι αγνοεί. Ξέρει αλλά δεν μπορείς να πεις στον άλλο ξέρω. Διότι τότε δείχνεις ότι είσαι προπαίτης. Ένας άνθρωπος ο οποίος η συνέσθηση του τι είναι δεν το λέει. Δεν λέει μου τα λέει το εσωτερικό μαντίο που είναι μέρος του θείου. Στον αφήνει τον άλλο να το καταλάβει. Γιατί? Για να το βρει και αυτός. Αφού το έχει. Όλοι ανάσα θεού είμαστε. 25 αιώνας αργότερα σε αυτόν εδώ τον τόπο. Λέει ο Οδυσσίας Ελλήτης. Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ. Ωστόσο λάμπει. Τι άλλαξε. Τίποτα δεν άλλαξε. Είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα. Από την ίδια ακριβώς γωνία βλέπει και ο Οδυσσίας Ελλήτης 25 αιώνας αργότερα. Με τον ίδιο τρόπο προσλαμβάνει το θείο. Με την ίδια αγάπη που αισθάνεται ότι στέλνει το θείο μιλάει. Με τον ίδιο τρόπο κατανοεί την ύπαρξη του φωτός μέσα μας. Με τον ίδιο τρόπο βλέπει το φως να λαμπειρίζει πάνω στα ίδια νερά. Για αυτό λέει αυτή την τρομερή φράση ο Οδυσσίας Ελλήτης το γυναικείο σώμα. Σαν ωραίο οχτώ όταν χτυπάει ανάποδα του, σαν κανάτι. Κανάτι είναι εδώ, γυναίκα είναι εκεί, το φως είναι εκεί, όλα υπάρχουν. Λάμπουν. Μια μέρα μου είπε είχαμε σχέση με τον Ελλήτη. Είχα αυτή την τύχη για να είμαι ακριβής. Είχε ερωτευθεί τη γυναίκα μου. Γιατί είναι αυτό. Η γυναίκα μου ήταν και είναι μια πανέμορφη γυναίκα, δεν έχω φωτογραφεί. Σας είπα ότι είμαι παντρεμένος, εσείς το είπαμε αυτό. Και τη γνώρισε και της είπε, 35 χρονών ήταν η γυναίκα μου τότε. Να τώρα θα ήθελα, ας πούμε, μια γραμματεία σε και σένα, γιατί έχω καλλιλογραφία με το εξωτερικό. Λέω, ωραία το είπε, της λέω. Αλλά εννοούσε και άλλα. Άμα θες, λέω, δεν πειράζει να πω. Πάσε, ας πούμε, τον Οδησία Ελλήτη, ο Οδησίας Ελλήτης είναι. Θα κάνουμε μια υποχώρηση. Ναι. Και μια μέρα μου είπε, αυτό κοιτάς, μου λέει, για να με φίλει βέβαια με τον Οδησία Ελλήτη. Επίσης έχω μια εμπειρία από τον Οδησία Ελλήτη, προσωπική θα σας την πω. Θέλω δύο ευρώ από τον καθένα για να τα πω αυτά. Όχι, ε? Να τα, εντάξει. Τι είναι δύο ευρώ μπροστά στην αιωνιότητα. Λοιπόν, μου λέει μια μέρα, πού αλλού μπορείς να δεις, Γιάννη, όταν φυσάει το ευλογημένο αυτό βοριαδάκι, να σηκώνεται τα σύννεφα σαν άλογα καλπάζοντα. Πού θα το δεις, Γιάννη, αυτό το βαθύ μπλε με το άσπρο. Πήγαμε, λοιπόν, μια μέρα να κάνουμε ένα γύρισμα στο σπίτι του. Είχαμε γίνει φίλοι και καθυστέρησε αυτό. Έχει ένα άγγελο αυτός, ήθελα να τον κινηματογραφίσουμε να υπάρχει, τον έχουμε τραβήξει, δηλαδή. Το ζούσε σε ένα σπίτι, είχε πάει νόμπλ, πάρα πολλά δεστά, και το σπίτι του ήταν σκουφά 23 στο νέχτο όροφο. Έχετε πάει στο σπίτι του? Ένα φοιτητικό δωμάτιο ήταν, δηλαδή ένα... 25 τραγωνικά. 25 τραγωνικά, ναι. Έχει, λοιπόν, ένα δωμάτιο, μια σειρώμενη πόρτα, που ήταν το κρεβάτι και επήρχε από τη μια μεριά του τείχου μισό μέτρο, ούτε. Εμείς κάναμε, λοιπόν, το γύρισμα εδώ, σε αυτό το σαλονάκι, ας πούμε, και αυτός οχτώ η ώρα, το βράδυ, έβλεπε οι δήσεις τότε. Και κατηστηρούσε αυτό και τον είδα εγώ κάποια στιγμή ανησυχούς, του λέω τελειώνουμε, τελειώνουμε. Και μέχρι να καταλάβαινε ότι θέλαμε λίγο χρόνο ακόμα, γιατί πάντα φωτίζεις, είναι λίγο κινηματογράφος έχει αυτά τα... Και πήγε και έκατσε στην άκρη του κρεβαθιού. Έτσι που ήταν το σπίτι του και εδώ σειρώμενη πόρτα, το κρεβάτι εδώ, έκαθισε εδώ, με τον τείχο, εγώ ήμουνα εδώ. Και έβλεπα αυτό εδώ το σημείο, από το σημείο που ήμουνα έβλεπα αυτή την περιά. Και σιγά σιγά άρχισε να συγκεντρώνονται. Και κάποια στιγμή είχε μεγαλώσει το μάτι του σε τέτοιο βαθμό που έβλεπε τους... ήμουνα σίγουρος ότι έβλεπε τις λέξεις στον τείχο. Είχε δηλαδή αυτή τη συγκέντρωση, οι μεγάλοι δημιουργοί κάποια στιγμή συγκεντρώνονται. Και συγκεντρώνονται για να τους δοθεί, γιατί σου δίδονται τα πράγματα. Και σου δίδεται αυτό το οποίον ουσιαστικά διεκδικείς από τη δική σου εσωτερική ανάγκη. Στη δική σου εσωτερική ανάγκη απαντάει η κεντρική γνώση, ο Θεός δηλαδή. Περνάνε τα χρόνια και συνεργάζουμε με τον μεγάλο μουσικό που έχουμε, που το σύστημα δεν τον έπαιξε ποτέ που είναι ο Βαγγέλης Παπαθενασίου, του οποίου μουσικές από τη Μυθοδεία είναι στο Διαστημόπυλο που πηγαίνει στο διάστημα. Και άμα βρουν, το βρει ένας άλλος νοήμων πολιτισμός, θα δούνε από τις μουσικές ποιο είναι το ήθος του του πλανήτη, που είναι ελληνικό ήθος, τον σύρρανε, γιατί τον σύρρανε και σηκώθηκε και πήγε στη Γαλλία. Και έτσι θέλει να ξαναγυρίσω, όπως και ο Παρατζέκης δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Έκανε και εκεί και είπε, την αγαπάω την Ελλάδα, αλλά να είχε και άλλους Έλληνες, όχι αυτούς που βλέπω, πως τους έλεγε κάπως. Όχι όλους, βέβαια. Μια μέρα, λοιπόν, μου είχε γράψει ο Βαγγέλης Μουσκι στον Καβάφη και στον Γκρέκο, χωρίς αμοιβή. Πέρυσι έμαθα πόσο έπαιρνε στην κάθε ταινία. Τη μου χάρισε, δηλαδή. Έπαιρνε 1 εκατομμύριο 200 χιλιάδες για την κάθε ταινία. Μου χάρισε 2,5 εκατομμύρια, δηλαδή. Και δεν μου το είπε και ποτέ. Λέει, ναι, μεγάλος Έλληνας, θα τον βρει ο άλλος αιώνας τώρα. Για αυτό θα μιλάνε αλλιώς. Και γιατί θα μιλάνε αλλιώς και γιατί το λέω αυτό. Διότι η ΝΑΣΑ που τον φώναξε και πήρε τη σχέση της Ευρώπης, όλα τα διάστημα που λέει και πάνε στο διάστημα, στις μυστικές έρευνες που έχουν κάνει, που έχουν βρει ήχους από το σύμπαν, είναι σαν τις μουσικές του Βαγγέλη. Παρακαλώ. Και τι είναι οι μουσικές του Βαγγέλη? Το μέσα βαθύ ελληνικό ήθος. Εκεί είναι. Που λέω λοιπόν μια μέρα, πώς συλλαμβάνεις. Πώς. Να σας πω ότι, το ελληνικό ήθος, να σας πω ότι ο Βαγγέλης, έχει φτιάξει σε ένα, του έχουν φτιάξει ένα κομπιούτερ, το οποίο μόνο αυτός ξέρει να το δουλεύει, είναι μια ειδική παραγγελία που έγινε, ότι όταν ένα πράγμα έρχεται, μια μελωδία μπορεί να την κάνει την ίδια στιγμή, με πολλά όργανα δηλαδή, γίνεται μια αυτομάτια ενορχίστρωση. Αυτό μόνο, είναι γιατί. Διότι όταν το ρώτησα πώς συλλαμβάνεις, μου λέει εσύ πώς συλλαμβάνεις με ένα με ρώτησε. Του λέω κάτι μου σφινώνεται στο μυαλό. Και μετά προσπαθούν να καταφέρουν, τι είναι αυτό. Καμιά φορά μου δείτε το κι ολόκληρο. Και μου λέει η μουσική είναι λίγο διαφορετικά. Το ίδιο είναι, αλλά δε σας πω. Που λέει, κοίταξτε, η μουσική υπάρχει. Διάχειται. Είναι το μέρος της αρμονίας, που μετατρέπεται στην ουσία σε μουσικούς φθόγγους. Σε μελωδίες δηλαδή. Το σύμπαν δηλαδή έχει μουσική. Τώρα το πώς παίρνεις τη μουσική, είναι όπως βάλε στο μυαλό σε ένα ποτάμι που κατεβαίνει με νερό. Το νερό τρέχει συνέχεια η μουσική δηλαδή. Από τη στιγμή σου και με τον τρόπο που θα βάει στο κύπελο, θα πάρεις τη μουσική. Δηλαδή το κομμάτι του Θεού θα πάρεις. Αυτό συνέβαινε με τον Ελλητική. Τι του συνδέει το ελληνικό ήθος? Αυτό του συνδέει. Αυτό ποιος θα μπορέσει να το σκοτώσει. Αφού από το αιώνιο παίρνουν και στο αιώνιο το στέλνουν. Τώρα ο καθένας με το μέγεθός του συμβάλει και πρέπει να συμβάλει, για τον εαυτό μου το λέω, εκεί που είναι να βλέπει τους γίγαντες σαν γίγαντες και να βλέπει το μέγεθος του ανθρώπου με το μέγεθός του, αλλά και με το μέσα μέγεθος. Αυτή είναι το δουλειά του καλλιτέχνη. Να βλέπει και αυτό που δεν βλέπει το ανθρώπινο μάτι, να το εμπεριέσει το έργο μέσα. Έλεγε ο κύριος Καζανδάκης, Θεό δεν τον έχει καλά, να μας ευλογεί κιόλας, Μαρίνα, ότι μια φορά συνάντησε, ο Καζδέχης είχε γράψει κάτι καταπληκτικά ταξιδιωτικά. Όχι δεν τα έχετε διαβάσει, σας συνιστώ να τα διαβάσετε, είναι τρομερά. Όταν είχε πάει να επισκεφτεί τον Ελ Γκρέκο, να πάει στο Μουσείο Ελ Γκρέκο στο Τολέδο, συνάντησε ένα ιερέα καθολικό και του έλεγε για την Αγία Θηραισία. Έλεγε η Αγία Θηραισία λίγο αδυναμμένος. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος, αλλά το μέσα της ύψος ήταν τεράστιο. Τώρα γιατί το βάζει ο Καζδέχης αυτό, στα ταξιδιωτικά που πηγαίνει στον Γκρέκο, διότι ο Γκρέκος αυτός ζωγραφίζει. Τα πρόσωπά του, είδατε τι είναι, ανεβαίνουν προς τα πάνω και όταν δεν έχει πρόσωπα να βάζει προς τα πάνω, έχει πάντα δάχτυλα, τα πορτρέτα δηλαδή, βάζει δάχτυλα εκεί. Το ένα πάντα δείχνει πάνω. Και το καλύτερο, το μεγαλύτερο του έργο, ίσως το καλύτερό του, το πιο οργανωμένο, είναι η ταφή του κόμματος στον Γκάθ, που είναι ο διπλός κόσμος του πλάτωνα. Κάτω τα σώματα, πάνω οι ψυχές. Και ενδιαμέσως οι άγγελοι. Και στο κέντρο το Φως, το Θεός. Και τι είναι ο διπλός κόσμος του πλάτωνα, είναι ότι η νοσταλία της ψυχής να επανασυγκολυθεί μέσω της αγάπης με την κεντρική πηγή, δηλαδή το Θεό. Μιλάει για την Αγία Θηρεσία, την ίδια στιγμή που μιλάει για τον Δωμήνικο Θεοκόπουλο και για το τι είναι αυτό που βάζει σε κίνηση ο Δωμήνικος Θεοκόπουλος. Τον πλάτωνα βάζει σε κίνηση. Και σε ένα βαθμό τον Πλωτίνο, δηλαδή είναι ένας μεταγενέστερος φιλόσοφος, ο οποίος βρίσκει τα κοινά πράγματα και τώρα αυτό που ζει η Ορθοδοξία, δηλαδή, και σωστά, το οξύνισμα με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, που λέει, λέει ο Ελλήτης, και το ασύμωμα της Παναγιάς πάνω στα νερά. Τα νερά που κουβαλάνε το φως και την ανάκλασή του και όλο το ελληνικό πνεύμα, το ταξίδι του Οδυσσέιντα, είπα, και από πάνω η Παναγία. Ένα είναι. Εκεί δε που πάνε αυτοί, δεν τους ρωτάνε, εκεί που κάθονται, εκεί που ανεβαίνουν στον υπεροράνιο τόπο καταπλάτωνα, δεν τους ρωτάει κανείς. Ήταν χριστιανοί ή καθολικοί, ήταν καλοί άνθρωποι, να έχουν πράξει το καλό. Αυτό είναι. Δηλαδή, να έχεις συνομιλήσει με τον Ανώτερο σου εαυτό. Εμείς, λοιπόν, οι καλλιτέχνες. Μικρή μεγάλη δεν έχει σημασία. Τι κάνουμε, είμαστε διάμεση. Κατεβαίνει το φως και όσο πιο ανοιχτός είσαι και δεχτικός, ανοίγεις για να περάσει. Για να περάσει από σένα, να το περιποιηθείς όσο μπορείς, οι άνθρωποι με τους οποίους θα κάνεις ό,τι θέλεις στο σινεμά. Δηλαδή, τους ανθρώπους, τους οποίους, κυρίως, όλοι μαζί, να κάνετε κάτι το οποίο θα απενθυθεί στις ανθρώπινες ψυχές. Διότι τα έργα τέχνης είναι το λιπαντικό της ψυχής. Ή το ηλεκτρικό ρεύμα της ψυχής. Ή το απαλό χαράδι της ψυχής που το χρειάζεται. Και τι κάνουν οι ανθρωποι, ας πούμε, οι μισολαβητές, οι διάμεσοι, αφού έχουν βάλει την αγάπη τους και τα έργα πάρουν μια υπόσταση, ανεβαίνουν σε ένα ροπέδιο. Στα ροπέδια εκεί καταφεύγουν οι ψυχές. Εκεί που μπορούν να απευθυνθούν οι ψυχές, τα έργα ανεβαίνουν, δημιουργούν ροπέδια καταφυγής της ανθρωπινής ψυχής. Και η κάθε ψυχή θα μπορεί να συνομιλήσει με αυτά τα έργα, τα οποία είναι αιώνια, εμείς που τα μεσολαβούμε φεύγουμε, τα έργα μένουν, ο άνθρωπος θα μπορεί να συνομιλήσει με όποιο έργο, θέλει τη στιγμή εκείνη που το θέλει να συνομιλήσει μαζί του, για να πάρει δύναμη ή να παρηγορηθεί ή να του λυπάνει την ψυχή. Και εμείς οι ίδιοι που μεσολαβούμε, εκεί πηγαίνουμε μερικές φορές για να παρηγορηθούμε. Τώρα εγώ αμόλισα κάτι του Λάμπι μέσα με εκείνο που είναι αγνώστος ο Λάμπι, άμα είμαι ζορισμένος, αυτό λέω ή το χαρτί του το φεγγαράκι. Ο πατέρας μου έλεγε ένα παλιό τραγούδι που το λέγανε «Άστα τα μαλάκια σου ανακατεμένα». Όλα αυτά εκεί που είναι δεν βαθμολογούνται. Κάνουνε το λάθος οι άνθρωποι να βαθμολογούν, διότι τα έργα είναι εκεί, γιατί οι ψυχές συνομιλούν με αυτά. Δεν ξεκινά η ψυχή να δει τώρα πέντε αστερίες βάλανε στο χαρτί του το φεγγαράκι. Οι σχέσεις είναι πέρα από αυτά, γι' αυτό οι άνθρωποι πρέπει που πιάνουν επένες και ασχολούνται με το να ασχολιάζουν τα έργα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί, να μην είναι ασεβής. Τη ζήσαμε αυτήν την ασέβεια έντονα και τη ζούμε και θα τη ζήσουμε και για το επόμενο έργο που είναι ο Καποδίστρης, γιατί και αυτό θα ενοχλήσει. Γιατί? Διότι στον τόπο μας αυτά τα έργα που συζητάμε, να βάλουμε και το κατσατσάκι μια γεία, δημιουργούν αναχώματα σε αυτά τα έργα αυτή. Και εμείς δημιουργούμε αναχώματα και τα κάνουμε για να μην σαρωθεί η χώρα. Διότι στο τέλος εκεί που το πάνε αυτοί είναι να γίνουμε όλοι τα ανθρωπάκια του γαϊτη. Όμια και έτοιμα να σαρωθούν από τα εμπορεύματα. Να είμαστε απλώς καταναλούτες. Αυτό είναι το σκοτεινότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί. Έχουν τον τρόπο να το κάνουν. Εμείς όμως είμαστε κάτι περίεργο οι Έλληνες. Λέμε ναι, ναι, ναι και μετά λέμε όχι. Να σας υποτάξουμε ναι και θα γίνετε... Ναι και θα σας φτώχει τη γυναίκα σας. Ναι και θα σας φάμε και το φιλότιμο. Όχι. Όχι να βγάλουν μια γουτζουγκράνα ή να βγάλουν το μπανανι στο κεφάλι. Τι ξέρουνε γιατί οι Έλληνες δεν εξαφανίστηκαν. Αν το ξέρουν θα μας ευόττουσαν. Και πρέπει να τους αποδείξουμε εμείς τώρα που έχουμε συνέστηση, αλλά πρέπει να συνομιλήσουμε με τον ανώτερο μας εαυτό γιατί δεν εξαφανιστήκαν και γιατί μας έχει ανάγνει η ανθρωπότητα. Ξέρετε το ελληνικό φως. Να πω κάτι. Να πω ένα κουτσομπολίστικο πραγματικό. Παίρνω δίφραγκο δήμαρχο για το κουτσομπολίστικο. Κι εκεί. Στην πρεμιέρα, κάναμε καταρχήν μία πρεμιέρα στην Κρήτη, μία πρεμιέρα στον φίλο μου τον Ανδρέα. Χειροκροτήστε το δήμαρχο. Μπράβο σας. Παναγία μου. Βοήθησε για την ταινία, το είπαμε αυτό. Έχει σημασία. Καλή άνθρωποι πρέπει να μαζεύονται στα σώρικα. Να σας καλωδημορίω. Το λέω από την καρδιά μου. Κάναμε λοιπόν εδώ μία πρεμιέρα και μετά κάναμε αυτή την επίσημη που λένε στο Παλάσ. Και είχε έρθει και ο Κώστας Καραμπαλής. Εγώ είμαι αριστερός. Με την έννοια που λέει ο κύριος Γιώργος Ιωάννη ο συγγραφέας, αριστερά διαρκής ευαισθησία. Θα ξεκαθαρίσουμε τα θέματα. Όποιος είναι διαρκώς ευαίσθητος, όποιος δεν είναι, δεν έχει σημασία πώς εμφανίζεσαι. Ήταν μέσα ο Κώστας Καραμπαλής. Ο οποίος βγήκε μετά δηλαδή τις δύο απόπειρες δελοφονίες που του έχουν κάνει. Εγώ ξαναλέω είμαι αριστερός. Κοιτάζω τους ανθρώπους και βλέπω τους ανθρώπους. Κοιτάζω το μυαλό και βλέπω και τις πρακτικές. Είναι η πρώτη φορά που βγαίνει και πηγαίνει σε καλλιτεχνική εκδήλωση. Ήταν σε εμάς. Του είχα δείξει ένα τρέιλερ, αυτό που έλεγε η Μαρίνα. Χαίρομαι που ήμουν άνθρωπος, άνθρωπος και Έλληνας. Και σηκώνεται πάνω και μου λέει πώς με έκανες ρε μπαγάσα, μπαγάσα. Να περιμένω να δω την ταινία. Του λέω θα σε καλέσω στην πρεμιέρα. Μου λέει να δούμε, δεν πάει. Και μετά τον είδα, τον συνάντησα σε αρνιαφροτυχία δηλαδή. Και του λέω θα έρθεις. Πότε είναι μου λέει, του λέω είναι στις 20 Νοεμβρίου. Πού μου λέει, λέω στο Παλάσ. Στο Παλάσ είχαμε κάνει την πρεμιέρα του Γκρέκο και επειδή ήταν τότε πρωθυπουρώς, είχε έρθει η βασίλισσα της Ισπανίας και τα είπα. Έχω διάφορες ιστορίες, δεν τις λέμε σήμερα. Μου λέει να το συζητήσουμε και τελικά είπε ναι. Έκατσα λοιπόν πάνω στο θεωρείο δίπλα του. Και όταν έφυγε, κατέβηκα κάτω για να κάνω την παρουσίαση. Του είπα, κατεβαίνω κάτω, δεν τον είδα μετά. Και διαβάζω μια μέρα σε μια εφημερίδο που είχε πάει λίσμερα μετά σε μια κοινωνική, ένα γάμο, ενός φίλου του, γιατί πάει σε αυτά, στους φίλους τους στηρίζει, τους έλεγε να πάει να δείτε την ταινία. Και μάλιστα, γιατί να δείτε στην ταινία αυτή πώς παίζει η Καλογύρου και πώς εμφανίζεται στη ταινία ο Σικελιανός. Διότι επειδή υπήρχε ένα θέμα, αν ο Σικελιανός στην ταινία ήταν έτσι, ο Καραμπαλής που είναι ένας άνθρωπος εξαιρετικά καλλιεργημένος και ήξερε τι ήταν ο Σικελιανός, επάσης, όταν του έκουνα ούτως ή άλλως τα έργα, υπάρχουν για να μας αρέσουν ή να μας αρέσουν. Και όταν είσαι κάποιος που λέει, δεν μου άρεσε, του λέεις εσύ, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, το έρωια γίνε. Άμα του αρέσεις Σικελιανός, άλλοι δεν τους αρέσουν Σικελιανός. Σε όλους άρεσε η Μαρίνα. Ρίξτε ένα χειρόλογο. Κάτι μου δίνει για τα λεωμένοι. Δεν ζητάω πολλά, αλλά... Διεμπράγκο, διεμπράγκο, διεμπράγκο, διεμπράγκο. Διεμπράγκο, διεμπράγκο, διεμπράγκο, διεμπράγκο. Τώρα γιατί το είπα αυτό. Γιατί καμιά φορά τα έργα λειτουργούν σε ανθρώπους που δεν πάει το μυαλό μας. Θέλω να πω για τον Καραμαλή κάτι, γιατί καμιά φορά μας ξαφνιάζουν, παρά εμένα με ξαφνιάζουν, και αυτό τα λέω. Ήταν λοιπόν στην πρεμιάρα. Στην πρεμιάρα εγώ δεν καταλαβαίνω ποτέ τίποτα, ούτε θυμάμαι τίποτα, ειδικά δες τον Γκρέκο που ήταν και... όλοι ήταν εκεί. Δεν θυμόμουν τίποτα. Θυμάμαι μόνο μια στιγμή που η Βασίλη Σοφία με τραβούσε, που είχε να πάει να βγάλει κάτι φωτογραφίες, γιατί με περιμένανε φωτογράφι, αλλά μου είχαν πιάσει κάτι δημοσιογράφιο, γιατί το καλό της ταινίας το έκανε η Σοφία. Δεν το έκανε για κανένα λόγο, δεν είχε να γίνει να βγάλει φωτογραφίες. Αυτό μόνο θυμόμουν, μόνο το καναμάλι. Και πάρα σε περίπτωση, δύο χρόνια μετά, μου ζήτησε μέσω ενός κοινού φίλου που έχουμε με τον καναμάλι, τον Λουδοβίκο των Αναλογίων. Φίλος μου, καρδιακός φίλος. Άξιρο, πολύ καλό παιδί και με φοβερό χιούμορ. Και καλλιτέχνης σπουδαίος. Και του είπε ο καναμάλις, έχει εξαντληθεί ο Γκρέκο, δεν λες το φίλος, ο Γιάννης μου στείλει μια ταινία, τον έστειλα. Δύο χρόνια αργότερα, με δύο χρόνια, δύο χρόνια αργότερα, με παίρνει τηλέφωνο ο Λουδοβίκος. Μου λέει, ξέρεις, με πήρε ο καναμάλις και μου είπε, πες στο φίλος στο Σμαραγδί ότι την τρίτη φορά που είδα τον Γκρέκο, κατάλαβα γιατί έκανε την ταινία. Λέει ο Λουδοβίκος, γιατί να έκανε. Λέει για να πει ότι και το καλό και το κακό είναι προστατευμένο από τον Θεό. Και του λέω, τον Λουδοβίκο, Γεώργιο το λένε αυτό, Γεώργιο Τραγμουντάνη, μου έλεγε, σε Γεώργιο, στην Ελλάδα είναι ο πρώτος άνθρωπος που κατάλαβε γιατί έκανε την ταινία. θα είναι κι άλλοι, εγώ δεν τους ξέρω, λέω από αυτούς που μίλησα. Οι αθώες ψυχές καταλαβαίνουν. Γιατί, διότι ενώ οι άνθρωποι είναι σύνθετοι, είμαστε σύνθετα όντα, πολύ υπλοκά, με πολλαπλούς ψυχισμούς, έχουμε και καρμίκες υποχρεώσεις, πολλαπλές ζωές, έχουμε κι άλλες να κάνουμε, δύσκολα πράγματα, σύνθετα. Τα όνειρα που μπαίνουν μέσα και δεν ξέρουμε τι είναι, το κάρμα μας ποιο είναι, η μοίρα μας ποιο είναι, θα σας πω για τη μοίρα αμέσως μετά. Και σε αυτό δεν θα ζητήσω χρήματα, δήμαρχε, θα το αφήσω έτσι, με γενναιόδαρα σου. Το σύμπανό όμως φαίνεται, δεν είναι σύνθετο. Είναι μάλλον απλό για τις ανθρώπινες οντότητες μιλάω. Είναι καλό, κακό και πάνω πάνω ο Θεός. Και ο άνθρωπος πρέπει να διασχίσει αυτά τα μεγάλα πελάγη, τους μεγάλους αυτούς ο κένους και η ανθρώπινη βούληση, δηλαδή γιατί αν δεν υπάρχει η ανθρώπινη βούληση, είναι το πώς τοποθετούμαστε απέναντι σε αυτό. Και τα δύο λοιπόν τα δίνει ο Θεός για να κάνει να δοκιμαστούμε. Η κάθε μας ζωή είναι μια δοκιμασία. Εξετάσεις δίνουμε δηλαδή. Αν πας προς τη μεριά του καλού, στην επόμενη σου μετασομάτωση κατά Πιθαγόρα, θα το βρει η ψυχή. Εάν πας με το κακό, θα γυρίζεις πίσω μπορεί και στο ζώο. Ένας δηλαδή που κάνει δολοφονία, γυρίζει πίσω. Ένας άνθρωπος που έχει συνέστηση του καλού, είναι σίγουρο ότι και σε αυτή τη ζωή θα του δοθεί και ας μη φαίνεται, γιατί τα πράγματα τα δίνει το σύμπαν, όχι όπως θα θέλουν οι άνθρωποι, αλλά όπως το σύμπαν θέλει να τα κατεβάσει κάτω. Και αυτό πάντα σε σχέση με το πώς έχεις δοκιμάσει, πώς έχεις τοποθετηθεί εσύ μέχρι τότε. Και γι' αυτό λένε οι σοφοί άνθρωποι που ξέρουν, κάνε το καλό. Δεν έχεις λεφτά να δώσεις, λέγε καλημέρα. Είναι ένας γι' γειτονάς που σου έχει κλέψει κάτι από την αυλή. Καλημέρα να το λες εσύ. Έχω λοιπόν ένα προσωπικό περιστατικό. Εγώ δεν είχα καλή ιδιοθεσία με την ιδιοθεσία, είχα ποτέ καλή σχέση. Έχω μια γυναίκα, να το πεις τη γυναίκα που το λέω, ότι είναι άγγελος και με προστατεύει. Και όταν πέθανε ο πατέρας, άφησα κάτι οικοπεδάκι στις Λιβανάτες. Δεν πήγαινα να τα δω εγώ. Εγώ δεν σε παντρεύτηκα γι' αυτό. Και πήγαινα κάποια μέρα να οριοθετήσει ένα πράγμα που τα κώστα δεδραγωνικά ήταν. Εκεί λοιπόν είναι ελιές και τα σύνορα είναι πάντα ανάμεσα στις ρίζες. Ο από πάνω είχε κτήσει μια διλάρα, είχε κλέψει. Λέω στη ίντεκα, σου κλέψε, ας τον είχε. Ο από κάτω στην οριοθετησία έλεγε ναι στη μέση, αλλά ο παππούς του παππού του παππού μου και το έφερε λοιπόν και έκλευε από την πρόσεψη. Ο παππούς του παππού του παππού μου δεν είχε κλέψει από πίσω. Είχε κλέψει από την πλευρά του δρόμου. Και έπαιρνε λοιπόν το τέτοιο και το πήγαινε εκεί. Είχε φέρει μια θεία της γυναίκα, η μάνα της έπεθανε, ο πατέρας έπεθανε. Ο πατέρας έφτιαξε αυτό. Πριν έφτιαξε λοιπόν σε μια διαμάχη. Λέω, τους κοίτασα. Λέω σε αυτόν. Λέω, πού λες ότι είναι. Αντί να είναι έτσι, το πήγαινε έτσι. Λέω, άσ' τον παππού. Εσύ. Είχαν βάλει ένα σκηνί και είχαν βάλει ένα παλούκι. Λέει, άσ' τον παππού. Πού θέλεις. Εδώ. Καρφώσε εδώ, του λέω. Το καρφώνει. Λέω, τελειώσαμε. Λέει, ο παππούς μου. Άσ' τον παππού σου τώρα. Είσαι ευχαριστμένος. Πάμε να φύγουμε. Φεύγοντας λοιπόν, λέω στη γυναίκα μου. Τι σου έκανε τώρα αυτός. Σου έκλευσε ας πούμε πενήντα μέτρα. Πόσο είναι σε ευρώνια. Έκανε μια άτιμη πράξη αυτός. Άσ' τον. Θα του το γυρίσει πίσω το σύμπαν. Αυτός τώρα νομίζει ότι εσύ είσαι ο ιτημένος. Εσύ είσαι ο νηκητής. Γιατί δεν έγινε σαν κι αυτόν. Ήρθε, ήρθε, ήρθε, ήρθε. Και αυτός δεν είχε νερό. Και επειδή αυτό το τέτοιο. Έχω ένα όνομα ας πούμε. Τέτοις Μαναγλή. Μας βάλανε νερό. Αυτό δεν έπρεπε να βαζω άλλο. Και βέβαια, είχε ξηρασία. Δεν έχει να ποτίσει τα τέτοια του. Το έχει περιφράξει η γυναίκα μου. Το έχουν ανοίξει κάτι άλλο. Βούλγαροι και τα λοιπά μπαίνουν μέσα. Παίρναν τα φρούτα. Λέω στη γυναίκα μην το κλείσεις. Ή τα πουλιά θα τα τρώνε. Άσ' τον. Δεν πήρα. Τα ποτίσαμε. Τα καθαρίσαμε. 1500 ευρώ το λεμόνι. Τι να σου πω τώρα. Επισηρείς τρομερές. Και έρχεται λοιπόν από κάτω. Και δεν έχει να ποτίσει. Και λέει στη γυναίκα μου. Έχω, ξέρετε, είμαι εγώ μέσα. Όσο νερό θέλεις. Άρχισε από κει και μετά να ντρέπεται. Αυτό θέλω να σας πω. Εκεί που έκανε το... Τους έριξαν, να πούμε. Πέφτει. Θέλω να τους πω με τίποτα. Ποιος κέρδισε. Το καλό κέρδισε. Θέλω να πω. Μας δείτε τα ευκαιρία πάντα να κάνουμε. Μην να μην κάνουμε το καλό. Ας κάνουμε το καλό. Κι ας θεωρούν οι άλλοι ότι μας κοροϊδεύσαν. Δεν πειράζει. Το σύμπαν θα σας το γυρίσει αλλιώς. Και μας πως μας το γυρίζει το σύμπαν. Όταν πηγαίνουμε στις Λιβανάτες. Λέω στη γυναίκα μου να μην περάσουμε από κει. Γιατί τα πράγματα που θα μας δώσουν. Δεν χωράνε στα αμάξι. Γιατί αφήνεις μια αύρα. Αφήνεις τα αύρα. Αφήνεις τα αύρα. Αφήνεις μια αύρα. Αφήνεις την αύρα ότι δεν είσαι άδικος. Και σου δίνουν. Ουρουνόπουλα. Αυγά. Ναι. Πώς έρχεται από αλλού. Αυτό θέλω να πω. Καταλαβαίνετε. Λοιπόν. Τι ώρα είναι. Πω πω πω. 8 και 20. Λοιπόν τώρα. Ή θα κάνουμε ένα διάλειμμα. Θέλω να σας πω κάτι για τη δημιουργία. Για τη μοίρα. Για τη μοίρα. Είπα χωρίς 2 ευρώ. Άρα θα το πάμε έτσι. Να μη σταματήσουμε. Διάλειμμα. Όχι. Ένα ποτήρι νερό έχω. Εγώ. Χαλκέντερος. Να πιω ένα ποτήρι νερό. Ναι. Και όσοι θέλουν και όσοι θέλουν το κακό μας. Δαυλώ στον κόλλο τους. Όταν ήμουνα μικρός δεν τα έλεγα αυτά που θα σας πω τώρα. Άμα μεγάλωσα είπα δεν βαριέσαι. Ας τα λέμε και... Τέλος πάντων. Ευχαριστώ πολύ. Πληρώσω κάτι ή όχι? Όχι. Είναι από τα 2 ευρώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ο πατέρας μου ήταν εμποροράπτης. Είχε ένα ραφείον στον κεντρικό δρόμο του Ιρακλείου. Από εκεί πέρασε η κυδεία του Καζέγι όταν ήμουν 10 χρονών. Τι θυμάμαι την κυδεία. Θυμάμαι κάτι τσί. Και ήταν... Ο πατέρας μου ήταν... Νομίζω ότι αν σε κάποιον άνθρωπο, εντότητα δηλαδή, οφείλω ότι κάνω αυτό το πράγμα, λειτουργός διάμεσα για τα έργα αυτά, το οφείλω στον πατέρα μου. Γιατί... Αυτός είναι ένα αριστερός, αλλά με την έννοια που σας είπα, γιατί όταν τελείωσαν αυτά και μπήκαμε στον εφήλιο, ο πατέρας μου είπε μην ασχοληθείς ποτέ με την πολιτική μου ένα παιδί. Μην ασχολείς, είναι βρωμικό πράγμα. Δεν ήθελα να ισχύω. Του έκανα αργότερα, λίγο πριν πεθάνει, πρότασε να κατέβει η βουλευτή, και είπε, αυτά είναι για άλλους. Τι έκανε ο πατέρας μου. Καθόταν το φθινόπωρο, έξω από το κατάστημά του, που κατεβαίναν τα παιδιά από τα χωριά, για να πάνε στο σχολείο, με κάτι μέσα στον εφήλιο, πατελόνια, δεν ήταν ακριβώς πατελόνια αυτά που ήτανε, κουρέλια. Και φώναζε τα παιδιά, τα φτωχά, τα πιο φτωχά, και τους έπαιρνε μέτρα, και μετά τους έδινε ένα πατελονάκι, χωρίς να ξέρει ποια είναι. Και εμείς δεν είχαμε να φορέσουμε. Από αυτό. Από αυτή τη στάση του ανθρώπου που δίνει, χωρίς να περιμένει ανταπόδαση. Αυτό είναι η τέχνη. Αυτό ακριβώς κάνει. Κάνεις για να κατέβει κάτι στους άλλους. Και όχι για εσένα. Εάν το κάνεις για εσένα, θα στερέψει η πηγή. Ε, τώρα για τη μοίρα. Προσωπικά πιστεύω ότι ο καθένας είναι εδώ για κάποιο λόγο. Εάν αποκτήσει συνέστηση ο καθένας από εμάς γιατί είναι εδώ, μπορεί να οδηγηθεί στην ευτυχία. Αυτό μπορεί να συμβεί, είτε είσαι ένας καλλιτέχνης ή μεγάλος καλλιτέχνης ή αν είσαι και ένας οδοκαθαριστής. Έχω γνωρίσει ένα οδοκαθαριστή που καθάριζε τα γραφεία μας, έξω από τα γραφεία μας τον κίζει, ενώ βρωμούσε η Αθήνα. Αυτός, ένας που δεν τον ήξερα, καθάριζε σαν να ζωγράφιζε. Και ένα πρωί πήγα πρωί πρωί, γιατί σκούπιζε πρωί, πήγα πιο νωρίς στο γραφείο να δω ποιος είναι αυτός που καθαρίζει σαν να ζωγραφίζει και λάμπει, λάμπει με ταπεζοδρόμενο γύρω η Ευρωμαϊα-Αθήνα. Και ήταν ένας άνθρωπος, ήρεμος, συμφιλιωμένος με αυτό που του δόθηκε. Τα παιδιά του θα είναι καλά παιδιά και στρώνει να καθαρίσει αυτό που του δόθηκε για να περνάνε οι άλλοι άνθρωποι μες στην καθαριότητα. Αυτός ο άνθρωπος ζει ευτυχία και ξέρετε γιατί? Ο διπλανός που έχει μια τσατήλα για τον προστάμενό του που είναι με το δάφυλο έτσι και κάθε, με την βρωμοποδάρα του πάνω στο γραφείο, ο προστάμενος που έχει ένα μέσον και έχει πάει σε αυτή τη θέση και είναι συνέχεια έτσι και βρίζει και πηγαίνει και βρήκε τη γυναίκα του και βαράει και στο παιδί του γιατί ήθελε να γίνει προστάμενος του προσθάνουμενου. Ενώ αυτός δεν έχει καμία τέτοια αγωνία γι' αυτό είναι συμφιλιωμένος με αυτό που κάνει και γι' αυτό μπορεί να κάνει καλύτερα παιδιά και γι' αυτό είναι χρήσιμος άνθρωπος για τους άλλους. Αν λοιπόν όλοι μας αποκτήσουμε αυτή τη συνέσθηση συμφιλιωθούμε με αυτό που μας δοδοθεί. Τώρα το πώς μπορεί να καταλάβει ο καθένας από εμάς γιατί είναι εδώ, υπάρχει τρόπος. Αυτό μπορεί να είναι μια ξεχωριστή συνεδρία, συνεδρία να την πούμε. Καταβάζει με δυο λόγια. Εδώ, εδώ από κάτω, στο υπογάστριο, εκεί είναι απολύξη νεύρων αλλά λένε εκεί η ψυχή. Γιατί εκεί είναι η ψυχή. Η ψυχή λένε, αυτοί που ξέρουν, εγώ δεν ξέρω, ότι είναι ακριβώς κάτω από τον ομφαλό. Γι' αυτό και στον καλζέκι βγαίνει από εκεί η ψυχή. Ναι, δεν το ξέρει ο πολύς κόσμος αλλά αυτοί που ξέρουν, ξέρουν ότι… Τώρα αυτό το είπε, πρέπει να μου δώσετε δύο ευρώ. Εκεί, αν το ρωτάς και ασκηθείς να το ρωτάς, σου απαντά. Το δοκιμάσεις στην αρχή, δηλαδή χτυπάτε τηλέφωνο και λες ο Κώστας είναι. Είναι ο Κώστας, το σηκώνεις, δεν είναι ο Κώστας. Το ρωτάς εδώ, κοιτάς από κάτω να σου μιλάει. Είναι ένας τρόπος, είναι πρόχειρο τώρα αυτό που σας λέω, γιατί θέλει η δική συνεδρία με εισιτήριο. Χτυπάει, χτυπάει, όχι, κάνει ένα πετάρισμα. Είναι σαν να έχει φτεράκι πάνω να πετάξει. Κάνετε μια προσπάθεια, όχι, αλλιώς πρέπει να το πω. Εκεί είναι η ψυχή, αλλά πολλοί άνθρωποι με το μέσα του σώμα, δεν μιλάνε με αυτό, το επωγάστριο ας πούμε. Αυτό το λέει ο Ελλήτης, του γαστέρα το άγκρισμα. Του γαστέρα το άγκρισμα, γιατί ο γαστέρας είναι εκεί, αυτό είναι άγκρισμα. Σφίγγια σου. Άλλοι το έχουν εδώ, άλλοι εδώ, άλλοι στη ραχοκοκαλιά. Και πώς μπορεί κανείς να το δει για να συνομιλεί μαζί του. Τώρα, εγώ είμαι 71 ετών. Δεν έχω πολλά περιθώρια να το επεξεργαστώ, αλλά θα το πω. Σας ομιλεί το σώμα στο σημείο που προτερστάθηκε ένα, μια ανατριχή λέγα ρίγος, όταν πρωτοερωτεύεται ο άνθρωπος. Εκεί δηλαδή που το Σύμπαν του λέει ότι πρέπει να πας με άλλο ένα άνθρωπο να κάνεις τη διαδρομή. Εκεί. Δύο ευρώ οπωσδήποτε τώρα. Λοιπόν, μοίρα, μοίρα, μοίρα. Προσωπικά, μιλάω, δεν τα έλεγα αυτά παλιά. Η μαμά μου επέθανε πριν από δύο χρόνια. Όταν ο ποτέρας ήταν στην εξωρία, στο νεοφύλιο μέσα, πριν γυρίσει πήγαμε στο Βυλωρίτι, στο σύνολο χωριό, ο παππούς μου ήταν πλούσιος άνθρωπος και έγινε πάνθοχος από αυτά. Εκεί είχε ένα παλιό εργοστάσιο, μέναμε εκεί, έβρεχε το χειμώνα, δυστυχία. Είμαστε ένα βράδυ, καμιά σαρνταριά, πενήντα παιδιά που παίζανε, εκεί στην άκρη ένας δρόμος που πήγαινε στο πάνω χωριό, στα Νόγια, το χωριό του Λουδοβίκου, τα Νόγια. Εγώ είμαι γωνιάς, είναι 6 χιλιόμετρα πριν. Κι εκεί λοιπόν πέρασε ένα βράδυ ένας άνθρωπος που πλούσε εικονισματάκια από ευτελή υλικά. Ήταν σούρουπο και θα πήγαινε στα Νόγια, αυτός ήταν ο στόχος, δεν σταμάτησε στο χωριό. Έχει έκανε μια παυσεκοίτα στα παιδιά, είδε εκεί ένα παιδί, εντόπισε ένα παιδί και πήγαινε, ρώτησε τι νοσοί είναι αυτό το παιδί, του είπανε ότι είναι της κυρίας Ελευθείας Αθανασίας το παιδί εκεί, πήγαινε ρώτησε την κυρία Αθανασία, έδειχνε, λέει αυτός είναι το παιδί σου, όλοι τότε, ένα πράγμα ήταν. Το βρήκανε το παιδί. Αυτό το παιδί ήμουν εγώ και είπες τη μητέρα μου αυτά που συνέβησαν και συμβαίνουν μέχρι τώρα. Η μητέρα μου, επειδή είχα ένα πολύ μεγάλο κεφάλι και με λέγανε Καζάνα και ήμουνα πάρα πολύ ζοηρός και απτίθασος, είπε και αυτός είναι τρελός και το παιδί μου. Δεν υπάρχει παιδί δες. Και ούτε έδωσε σημασία, ούτε και το είπε και ποτέ. Μέχρι που όταν παντρεύτηκα τη γυναίκα μου. Δεν είχα παντρευτεί το 1982, πήρα αυτό το μικρό μήκρο, μία μπάφα που έκανα. Ένα βραβείο εδώ και είναι στο Καναδά. Ήρθαν η γυναίκα μου, που ήταν πολύ καλός νάνοχος όντως, της είπε η μάνα μου, ξέρεις και συνέβη αυτό το πράγμα εκεί και άρχισε να της λέει λες. Και η γυναίκα μου δεν μου το είπε. Επίσης δεν της το κρατάω. Πώς το ξέρε και ήξερε λέτε. Εάν είναι σχεδιασμένο, ο αγωβηματισμός μας είναι συγκεκριμένος, η στάση μας απέντη στο ίδιο σημαίνει απέντη στο καλό ή στο κακό δεν είναι σχεδιασμένο. Αυτό είναι ο καθένας από εμάς, δηλαδή κάνεις τη διαδρομή, μπορεί να την κάνεις και σαν καλός άνθρωπος και σαν κακός άνθρωπος, όμως αυτό θα επιβαρύνει το μέσα σώμα την ψυχή. Γι' αυτό λέω ότι όταν συμφιλιώθεις με αυτό που σου δίδεται, τότε καταλαβαίνεις πρέπει εκεί που είσαι να κάνεις πράγματα για τους άλλους, και όχι για εσένα, να αφήσεις αυτό εγώ δηλαδή. Μου λένε πιστευικά είσαι εγωίσταρος, άθλιο υποκείμενο ήμουνα, έτσι σήκωνα μήκας στο σπαθί μου, νόμιζα ότι θα αλλάξει το κόσμο. Μέχρι που κατάλαβα ότι η αγάπη, η αγάπη μπορεί να σε αλλάξει, γιατί άμα δώσεις αγάπη, θα ήρθε, ήρθε. Τη ζώ, τη ζήσαμε και δημόσια και η Αμαρίνα, και τώρα στο Λοναδίες που ήμασταν στην Ιόρκη. Παντού, στο δρόμο περοπατάμε, γιατί στέλνεις αγάπη. Άρα, εγώ προσωπικά πιστεύω, γι' αυτό. Εκ των πραγμάτων πιστεύω. Να πω επίσης ένα άλλο περιστατικό που... δεν τα έλεγα εγώ αυτά παλιά, πού να τα πω. Εδώ η μάνα μου δεν τα λέει στη γυναίκα μου. Είναι 2007, Ιούλιος, που κάνει ο Λουδοβίκος τα Λουδοβίκια, και επειδή πρόκειται να βγει η ταινία, ο Γκρέκουι πρόκειται να βγει, στους χινηματογράφους, με φώναξε ο Λουδοβίκος, σε μια συνευλία ο Μάλα μας με τον... πώς το λένε τώρα αυτόν που λέει... το Ιάχα Φίβος, όχι, Αλτίονος. Ένα γλυκύτατο πλάσμα. Αυτός είναι άγγελος. Άγγελος είναι, και είναι η μοναφωνή του, είναι άγγελος ο ίδιος. Εκεί θα έδινα μια συνευλία και μου λέει, έλα να πεις δυο κουβέντες για τον Γκρέκο σου, εκεί να... και πήγα να πω τις κουβέντες. Και ήμουν έξω... με μία... ένα δημοσιοπρόσωπο, δεν θα πω ποιο είναι, με τη μητέρα της. Και ετοιμάζαμε να πούμε μέσα. Και πριν πούμε μέσα σε αυτό το θεατράκι, είχαν σταματήσει και κατημερώντου, έφυγε αυτή η φίλη μου να μπει μέσα, μου λέει, θα σου κρατήσω θέση, Γέννη. Και εκεί λοιπόν που ήμουν απ' έξω, και ετοιμαζόμουν να πω μέσα, έρθει μια γυναίκα, κανονική, κανονικός άνθρωπος, χωρίς ηλικία. Πρέπει να ήταν... τριάντα με πενήντα χρόνια, λεπτή, με μαλλιά μέχρι εδώ, καστανά, πολύ ήρεμο πρόσωπο, άγνωστη βέβαια σε μένα, μου λέει, γεια σας, χέρι μου, λέει, τι κάνετε, γεια σας. Πώς είστε, καλά είναι. Είστε λίγο αγχωμένος, μου λέει. Λέω, λέμε κάτι κοινότυπα πράγματα, ναι, λέω, είμαι αγχωμένος γιατί είναι όπως οι γυναίκες που δεν είναι στον όγοδο ένα το μήνα και θυμάζονται να γεννήσουν, δεν ξέρουν πώς είναι το παιδί, έχουν κάποιο άγχο. Και εμείς τώρα τα παιδιά μας, τα έργα, να βγαίνουν, περιμένουμε να δούμε πώς θα τα δουν οι άλλοι, αν είναι όμορφα, άσχημα. Αυτό είναι αγωνία μου, όχι, μου λέει. Δεν... Γιατί έχει τα αγωνία. Εγώ σήμερα το πρωί πήγα στην εκκλησία και μου είπε ο αρχάνγελος Μιχαήλ να σας πω ότι όλα θα πάνε καλά. Ποιος λέω εγώ, εγώ δηλαδή, δεν πήγαινα και στην εκκλησία και δεν τα ήξερα καλά. Μου λέει, ο αρχάνγελος Μιχαήλ μου πήρε να σας το πω, μην ανησυχείτε, δηλαδή, μην ανησυχείτε, να είστε καλά. Φεύγω, μπαίνω μέσα, πάω βρύχει ο τυφίλη μου, ανεβαίνω να μιλήσω και από το σοκ, έλεγα διάφορες ασυναρτησίες, όπως και τώρα ίσως. Πάρες, μάρες, κουκουμάρες. Μου λέει, είχε κάθο μέλη. Ήταν αυτή η γυναίκα, καλά, καλά. Μου λέει, με έχει ακούσει, είναι γνωστό, ότι είμαι καλός δρύτωρας. Με ήξερε από το Πανεπιστήμιο, από κάποιο μάθημα, ήξερε ότι έχω έναν τρόπο να είμαι στα παιδιά, μ' αγαπούσαν και... Δηλαδή, ότι δεν μου συμβαίνει συχνά να παθαίνω, ας πούμε, ένα τρακ και να λέω χωρίς θυρμό πράγματα. Μου λέει, πώς έγινε αυτό, Προμογέννη, με εκπλήσεις. Εγώ δεν ξέρω, μου το είπε και κάπως επιθετικά. Λέω, τώρα τι να σου πω, πες μου, μου λέει. Λέω, έτσι και έτσι έγινε. Λέω, πώς έπε ο αρχάνγκηρος Γαβρίλη. Μιχαήλ μου είχε πει, λέω εγώ, δεν τα ξέρω καλά, ο αρχάνγκηρος Γαβρίλη, ότι... Αρχάνγκηρος του Γαβρίλη σου είπε. Δεν είναι λόγος, γιατί μου λέει, τίς λέω. Μήπως σου είπε Μιχαήλ. Ναι, Μιχαήλ μου είπε. Που το ξέρεις, λέω εσύ. Εσύ που το ξέρεις. Μιχαήλ σου είπε, αυτός θα κάνει αυτά. Ποιά κάνει όλα αυτά. Επενδύνει στον ανθρώπους, έρχεται και τους λέει. Δεν το ξέρεις, μου λέει αυτό. Όχι. Πολύ πίσω σε βρίσκω, μου λέει. Εσύ καλλιτέχνησες. Περνάει στην αυλία. Το βράδυ πρέπει να φάμε γαλαχτομπουρέκο. Ο Λοβίκος μας πήγε εκεί γαλαχτομπουρέκο να φάμε. Και είναι με τη μαμά της αυτή. Μου λέει, για πες μου λοιπόν, μου λέει αυτή. Λέω, τα ίδια της ξαναείπα. Αλλά εσύ λέω, γιατί μου λες ότι ήταν Μιχαήλ. Λέει η μάνα της. Μη σοκαριστείτε που θα σας πω τώρα. Είναι 100% αλήθεια. Πώς τώρα τα λέω αυτά, γιατί σήμερα έχω... Δεν τα λέω αυτά. Πραγματικά δεν τα λέω. Όχι. Λέει η μάνα της. Εγώ θα σου πω, μου λέει η Γιάννη. Η κόρη μου, 35 χρονών, παντρέσει και μετά λίγο. Ένα βράδυ, μια μέρα βρέθηκε σε ένα κοινό χώρο, σε μία δημόσια πρόσβαση. Που ήταν και ο λαζόπουλος. Γι' αυτό σας είπα, μη σοκαριστείτε, για αυτό θα σας πω. Και την πλησιάζει ο λαζόπουλος και της έχει χαιρετάγια. Άως τι κάνεις. Βάζει το χέρι του στο κεφάλι της. Και της λέει, δεν πάνε να κάνεις μία αχτινογραφία. Λέει, για ποιον από λόγο να κάνω αχτινογραφία. Λέει, για πήγαινε. Λέει, συγγνώμη, γιατί μου το λέτε. Ε, λέει, κάνε το. Πάει λοιπόν και λέει στη μαμά της, είναι τρελός ο λαζόπουλος. Εγώ πρώτη φορά το γνωρίζω για να κάνω μία αχτινογραφία. Τι είναι τώρα αυτό. Τι λέει η μάνα του. Ζει αυτό το πρόσωπο, γι' αυτό το λέω. Δεν θα σας πω ποιος είναι. Λέει, αυτό το πρόσωπο, λέει η μάνα της. Ε, τώρα σου είπε κι αυτός μια κουβέντα για να ησυχάσεις, δεν πας. Τι να κάνω λέει εγώ. Ε, πήγαινε σαν αυτός. Πάει λοιπόν σε ένα νοσοκομείο, έτσι κάνουν μια, τι είναι αυτή που τους έκαναν. Καρκίνω σε πρόημο στάδιο. Κάνει εγχείρηση, σώζεται και έκτοτε πήγαινε στη Λέσβο στο Μανταμάδο. Ναι, και την κρατάει ζωντανή μέχρι τώρα. Γι' αυτό όσοι παρακολουθούν πράγματα, κάθε φορά που λένε πράγματα για το λαζόπουλο, ανεξάρτητα από τα πολιτικά και τις τοποθετήσεις του που καθένας έχει δικαιόμανα να κάνει ότι θέλει, συμφωνούμε, διαφωνούμε, είτε το κάνει με όμαλο τρόπο είτε με ανόμαλο, δηλαδή τεταμένο, ο Λάκης φέρνει άλλες δυνάμεις και βγαίνω πάντα και λέω δεν είναι ο λαζόπουλος αυτό που λέτε, άλλο είναι και δεν το λέει ο ίδιος. Και ξέρετε γιατί συμβαίνει αυτό? Γιατί ο λαζόπουλος βοηθάει ακριφά ανθρώπους. Κάνει το καλό δηλαδή και δεν το χάνει αυτό και το χρησιμοποιούν άλλες δυνάμεις. Και ξέρετε ποιος άλλος άνθρωπος έκανε το ίδιο και γι' αυτό τον είχαμε εμείς στον Κατζαντζάκι, ο Ψάλτης. Όχι, άλλο λέω, ο Ψάλτης ήρθε σε εμάς και του δόθηκε το βήμα να παίξει σε μια ταινία και να αφήσει το ύχνος του όπως θα το ήθελε που θα μπορούσε να λειτουργήσει, που λειτουργήσε ως γομολάστηχα για να σβήσει τα πράγματα που η ζωή του έδωσε να κάνει, που δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά και που του στέρισε τη δυνατότητα να δείξει το μεγάλο του ταλέντο. Να σας πω τώρα κάτι, άρα και τι έκανε, γιατί του δόθηκε, γιατί έκανε καλωσύνες. Όλα λοιπόν γυρίζουν να πούμε ότι το καλό είναι αυτό, όλοι δουλεύουμε για αυτό το πράγμα. Τώρα, έχω μάρτυρα τη Μαρίνα. Όχι, δεν έχω μάρτυρα τη Μαρίνα, έχω μάρτυρα τον Θεό. Παίζεται στη τηλεόραση, να πω κατ' αρχήν όταν ήρθε όλοι οι θοποιοί που ήρθαν σε αυτή την ταινία, κάποιος τους έστειλε. Και τη Μαρίνα. Ποιος, δεν ξέρω. Για τον Ψαλτίδη να σας πω, όταν τον φωνάξα να παίξει, του είπα, ξέρεις, τις υποκριτικές σου ικανότητες, τις ξέρουμε. Εγώ θέλω να βάλεις την ψυχή σου εδώ. Και μου είπε, μα γι' αυτό ήρθα, Γιάννη. Παίζεται στη τηλεόραση, έχει πεθάνει. Εγώ δεν ήξερα ότι ήταν άρρωστος. Δεν το ξέρα. Το ξέρε αυτός, όμως. Παίζει. Όταν έπαιζε, όταν έγινε αυτή η σκηνή, έτρεξε ο σπουδαίος Οδυσσέας Παπασφιλιόπολος, που έκανε τη σκηνή στην πρόβα και μου λέει, τι είναι αυτός ο άνθρωπος, Γιάννη, τι ψυχή έχει αυτός. Τι ψυχή έχει αυτός ο άνθρωπος όταν το ξέραμε. Τι είναι αυτός. Τι θύριο είναι αυτό. Είχε μείνει άφωνος. Αν προσέξετε, για όσους έχουν την ταινία, το βλέμμα του είναι από κόσμο. Με παίρνει τηλέφωνο ένας άνθρωπος που έχει σχέση με τα μεταφυσικά, υπάρχουν δυο-τρεις άνθρωποι στην Ελλάδα που έχουν αληθινή σχέση με τα μεταφυσικά, όχι αυτά τα, όχι αυτά τα. Και μου λέει, είδα το Ψάλτι, αυτούν το εθερικό σώμα είχε φύγει οχτώ μήνες πριν και έμεινε για να παίξει στην ταινία. Αυτό του δώθηκε, φαίνεται, επειδή έκανε καλωσύνες. Υπάρχουν άπειροι άνθρωποι, εγώ ήμουνα στην κηδεία του, μου ζήτησε και η οικογένεια να βγάλω την επικίδιο, τον έβγαλα. Και πιο μπροστά βγήκε ένας τοπιός, δεν θα πω το όνομά του, που μπλούσε 25 λεπτά και διέλυσε, μας διέλυσε την εκκλησία μέσα. Υπήρχαν άνθρωποι που κρατούσαν τη φωτογραφία τους σαν να ήταν Άγιος. Έκανε καλωσύνες σε τέτοιο βαθμό που αγόραζε σπίτια σε ανθρώπους φθοχούς, τους συντρούσε και αυτός έμεινε στο ενίκιο. Και όταν έπαθε αυτό που έπαθε, αυτό μπορώ να σας το διαβεβαιώσω 100%. Λείπανε 50 ευρώ να πληρώσουν το νοσοκομείο για το δωμάτιο. Έφυγε παν φτωχός και ξέρετε τι χρήματα περάσαν από τα χέρια του, γιατί έκανε τις καλωσύνες. Έτσι του δώθηκε το χάρισμα, του δώθηκε η ευλογία να αφήσει πίσω του το ίχνος όπως το θελε, δηλαδή θέλω να πω πάντα όταν κάνεις το καλό θα σου έρθει. Και την τελευταία στιγμή μάιστα. Κοιτάξτε τώρα μετά από αυτό, πώς είναι η ευλογία, την τελευταία στιγμή μάιστα, κοιτάξτε τώρα μετά από αυτό, τώρα γιατί το λέω αυτό, το ίδιο ακριβώς δεν έγινε και με το Μουστάκα. Το ίδιο ακριβώς. Οι συνδόσεις είναι συντριπτικές όμοιες, συντριπτικά όμοιες. Ήρθανε και οι δυο με καρκίνο. Σεπτέμβριο γίνανε, οχτώβριο, αφθινόπωρο τα γυρίσματα. Έτσι. 62 χρονών και 66 και οι δυο. Καρκίνο και οι δυο. Σεπτέμβριο τα γυρίσματα. Άνοιξη προς το καλοκαίρι πεθαίνουν και οι δυο. Και αδερφέ να δουν είναι δυναία. Και οι δυο. Και οι δυο ήρθανε και πάνε τα θέλουμε λεφτά. Πώς μπορεί να γίνεται. Και ξέρετε γιατί λέω εγώ ότι γίνεται διότι νομίζω Μαρίνα ότι επειδή η αγκαλιά ήταν ανοιχτή ήρθανε. Ότι δηλαδή αυτό που θέλουν να αφήσουνε θα τα αφήσουνε απείραχτο. Και αν δει κανείς ας πούμε την ώρα που εκεί που κάνουμε τα βραβούσα να τα μέει κοινό αφιέδα λοιπά εγώ δεν του έλεγα πως να παίξει. Ακούστε οι σκηνοδέτες είναι τροχονόμοι αισθημάτων δεν είναι τροχοδρόμου λέει. Λέει εσύ λίγο πιο εκεί πια. Και εσύ πιο έτσι. Δεν κάνουν. Οι ηθοποιοί στον γηματογράφο είναι τα πρόσωπα. Η ψυχή των ταινιών περνάει μέσα από τους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί ενσωματών την ψυχή της ταινίας. Τη βάζουν σε κίνηση δηλαδή. Εσύ τροχοδρόμοι βάζεις έτσι, ε Μαρίνα. Να το είπε. Όλα βλέπετε τα γυρίζουμε και εκεί γυρίζουν το καλό γεννάει καλό. Και όπως είπαμε ας πούμε και όπως θέλουν να κάνουν να είναι στραβή ζαλιά τους λένε στην Κρήτη. Τώρα αυτή είναι μια πολύ άγρια κατάρα γιατί να είναι στραβή ζαλιά τους σημαίνει το εξής. Δεν μπορείς να μετακινηθείς. Είναι κατάρα. Ενώ το άλλο στο αυτό του δεν μπορείς να μετακινηθείς. Ενώ το άλλο στο αυτό του μπορεί να αρέσει κιόλας. Τα είπαμε όλα. Παναγία μου εις Χριστέ μου. Νομίζω ότι επειδή έχουμε άλλη μια μέρα να πούμε και άλλη μία πιο πέρα ευχαρίστως αν θέλετε τι ώρα είναι αν θέλετε να κάνετε ορισμένες ερωτήσεις να σας απαντήσω μη χειροκροτήσετε μη χειροκροτήσετε μη μη μη μη μη μη μη Παλιά άνθρωποι οι καλλιτέχνες το εχειβιάσουνε το χειροκροτήμα. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. Σας κοίταζα πως... Ό,τι θέλετε. Μπορώ να μιλήσω. Καλησπέρα. Σε χαρητήρια για τον Καζατζάκη. Ήταν υπέροχο. Ευχαριστώ πολύ. Σε χαρητήρια για τον Καζατζάκη. Ήταν υπέροχος. Μην στεναχωριέστε για τους Κρητικούς. Θα παρακολούθησα όλα. Πιστεύω στην Ελλάδα ότι αξίζει. Φθονείτε κιόλας. Και πετροβολείτε και φθονείτε. Οπότε μην ασχολείστε με αυτά. Ήταν υπέροχη ταινία. Σε χαρητήρια 100 φορές. Θα σας θυμίσω ένα καλοκαίρι στην Ορεινή Νάξο που ήρθατε και προβάλατε τον καβάφι σας. Είχαμε μιλήσει. Ακριβώς στο φιλότι. Μέσα στο ακροατήριο υπήρχαν βοσκοί και αγρότες οι οποίοι δεν είχαν δει ποτέ κινηματογράφο. Για μένα που ήμουν και εγώ εκεί, θεωρώ μεγάλη επιτυχία το ότι αυτοί οι άνθρωποι είδαν τον καβάφι σας. Νομίζω η επιτυχία σας ήταν αυτό ακριβώς. Εκείνο το βράδυ στην Ορεινή Νάξο. Αυτό θέλω να σας πω. Συγχαρητήρια και πάλι. Και εγώ ευχαριστώ. Κυρίες Μαραγδή, να κάνω και εγώ μια ερώτηση. Έχω παρατηρήσει ότι οι ταινίες σας αφορούν προσωπικότητες ιστορικές από διαφορετικούς χώρους προερχόμενες, που όμως μέχρι σήμερα δεν έχουν ζήσει στην Ελλάδα, αλλά στο εξωτερικό. Εκτός βέβαια από την τηλεοπτική σειρά, νομίζω με τον Παπαδιαμάντη. Ναι. Υπάρχει κάποιος λόγος. Θέλετε να το μοιραστείτε. Ο ελληνικός πολιτισμός, και ο Παπαδιαμάντης ας πούμε περιφέρεται, ο ελληνικός πολιτισμός στην ουσία μετά τη Βυζαντινή κατάρευση οργανώθηκε στην περιφέρεια. Και η πληγή που δημιούργησε τα μεγαλύτερα προβλήματα στο νεότερο ελληνισμό είναι η κεντρική Ελλάδα. Το πρόβλημα δηλαδή, κοιτάξτε να δείτε, είναι μέσα, είναι στο κέντρο. Δηλαδή την ίδια στιγμή, θα σας πω, ήταν από το Καποδίστρια. Η Πελοπόννηστος το σκότωσε. Το Καζαντζάκι, η Αθήνα τον διώξε. Κατά Βάρχεν υπάρχει ένας Αθηνάο... Αυτό. Όπου έχουν εισχωρήσει τα αρνητικά στοιχεία των υποταγμένων Ελλήνων από την τροκοκρατία. Που είναι η Στερά Ελλάδα, κυρίως όμως η Πελοπόννηστος. Αν θα δείτε σε όλα αυτά, ο Μελάς που κινήζησε, έχασε το νόμπλ, ο Καζαντζάκις, από εκεί ήταν. Δηλαδή, παράδειγμα λέω, οι άνθρωποι οι οποίοι λάσπωσαν τον Καζαντζάκι, αυτοί ήταν. Αυτοί σκότωσαν κυρίως το Καποδίστρια. Ο Βαρβάκης, επίσης, ο οποίος τι ήταν, ένας πειρατής που και φόνους είχε κάνει. Όταν πειράτευε, σκοτώνεις. Όταν έγινε ζάμπλτος στην Κασπία θάλασσα, απέκτησε συνέστηση του ρόλου του, ότι μπορεί να είναι αληθινά χρήσμος από το σημείο και μετά, που ό,τι είχε, το εχώρησε. Στους τοχούς ανθρώπους εκεί, γι' αυτό τον λατρεύουν εκεί που πέρασε στην Κασπία και στην Τάγκαρονγκ και στην πατρίδα. Και ήρθε εδώ και έστελνε καραβιές από πάνω από την Οδυσσόκη, από την Τάγκαρονγκ, στη διάρκεια της Επανάστασης και μετά κατέβηκε με καραβιές, ας πούμε, πράγματα μέσω Ιταλίας, και ήρθε εδώ, στην Ελλάδα, τον λασπώσανε ότι είναι πράκτορας των Ρώσων, και τον... Οι έγγλαιζοι, μαζί με τους τότε κυβερνώντας που ήταν από την Ελληνία, τον στείλανε στη Ζάκινθο ότι έπασε από μία μολυσματική στο λιμοκαθάριτο, όπως το έχει, το λέει η ταινία δηλαδή, έτσι ακριβώς, και τον εξόντωσαν. Φανταστείτε δε, για να δείτε τι ήταν τότε η Ελλάδα και τι πειρώνουμε ακόμα, και ειδικά μετά τα θάνατα του Κακοδίστρια, ότι όταν ήρθε ο Βαρβάκης και πήγε σ' ένα από τα λιμάνια της Πελοποννήσου για να κατεβάσει τα τρόφιμα και τα ρούχα που είχε φέρει για τους ξεσηκωμένους Ελλήνες και κυρίως για τους πρόσφυγες από τα καμμένα ψαρά και τα λοιπά που είχαν πάει στη Μονεβασιά, αυτοί που σκότωσαν τον Κακοδίστρια αργότερα, τους ζήτησαν να πληρώσει στο λιμάνι που ήλενχαν, για να κατεβάσουν τα προϊόντα, τα πράγματα που έφερε για τους πρόσφυγες, τα προϊόντα, τα πράγματα που έφερε για τους φτωχούς Έλληνες. Και πώς σκοτώσαν τον Κακοδίστρια όταν ο Κακοδίστριας είπε θα φτιάξουν κράτος. Εσείς παίρνετε λεφτά για το λιμάνι. Λέει, είπανε μαύρο Μιχαλό, ναι διότι οι Τούρκοι μας το επέτρεψαν. Όχι, είπε ο Κακοδίστριας κράτος οργανώνουμε, τώρα το κράτος εισπράττει για να μπορεί να στήσει, όχι εσείς και το σκοτώσαν. Αυτή την Ελλάδα, την έσε Ελλάδα που σκοτώνει, δεν θέλω να την αγγίξω. Εγώ παίρνω το γύρο-γύρο που έφτιαξε την Ελλάδα, που φτιάχνει μια Ελλάδα, που δημιουργεί την ελπίδα για μια Ελλάδα. Όλοι λοιπόν οι ήρωές μου και ο Καβάφης στην Αλεξάνδρια. Ο Καζαντζάκης είναι κριτικός και άνθρωπος του κόσμου. Έζησε συνεχώς έξω στην ουσία. Μην ήρθε να εγκατασταθεί εδώ, επειδή πήγε και εντάχτηκε σε μια κυβέρνηση στήλσα μαρά, σε μια περίοδο δύσκολη για την Ελλάδα, πήγε να οργανωθεί μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ας πούμε, για να μην μπούμε σε έναν φίλιο, το έβλεπε, το έβλεπε ότι το πολώνουν τα πράγματα για να μπάνουν στον φίλιο και τον λασπόσανε. Φανταστείτε σε τι βαθμό λασπόσανε το Καζαντζάκη που πήγε σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας για να καταγράψει αυτές τα εγκλήματα των Γερμανών για τις αποζημιώσεις. Ο Καζαντζάκης είχε να λέει να το κάνει αυτό. Και τον λασπόσανε, γιατί τον θεωρούν, οι αριστεροί τον λέγανε δεξιό, οι δεξοί τον λέγανε κομμουνιστή, τον βρίζαν όλοι και σκότωσε για βία. Και είπε δεν θέλουν, θέλουν νεκρός να πηγηρήσει πίσω. Ποιοι ήταν αυτοί που το κάνανε, η Κυντρική Ελλάδα. Λάσπη, ψέματα, κάτι ξέρω από αυτά, κάτι ξέρω από αυτά, λάσπη, ψέματα. Και το πιο σοβαρό από όλα, εκαταφέραμε εμείς, εγώ είμαι τυχερός λίγο άνθρωπος, σε σχέση με τον Κατζέλη, τόξα στον Θεό, αυτό ήταν το μέγεθο πιο μεγάλο και έφαγε. Είχανε στρέψει και τον κόσμο εναντίον του. Ενώ εδώ δεν το κατάφεραν, είχε βγει η ταινία, όταν έλεγα πέσει λάσπη, αλλά ο κόσμος μπήκε και μετά έλεγαν και τους άλλους. Και έτσι ξέρετε ότι ο Καζαντζάκης περνούσε από ένα κεντρικό δρόμο του Ιρακλείου που ήταν σιδεράδες και όταν περνούσε είχανε φτιάξει έτσι τον κόσμο που χτυπούσανε τα αμμόνια για να μην τους σπάσουν το κεφάλι. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει να λιθοβολείς τα καλύτερά σου παιδιά. Και μας το εξομολογήθηκε η Νίκη Σταύρου που την έχει βαφτίσει η Ελένη Καζαντζάκη ότι φοβόντουσαν ότι δεν μπορούσαν να περπατήσουν να βγουν στους δρόμους, δεν ήξεραν τι θα τους συμβεί. Ποιον αυτό που σήμερα το κάνουμε αεροδρόμια, δρόμους κτλ και λέμε ο καλύτερός μας. Κοιτάξτε σε αυτή τη χώρα, δεν αφήνουν τα παιδιά, τα τρώει τα παιδιά της αλλά όταν πεθάνουν όλοι μαζί. Σπουδαίος, έχω εγώ να ακούσω. Καλημέρα σας. Καλημέρα σας. Πώς ήταν ο Μαράχαρης, σπουδαίος ήταν. Τι, αστεία βέστε. Τι του γράφανε τώρα και τα λένε οι ίδιοι που τα γράφανε. Δεν το λέω για μένα, με συγχωρείτε, δεν έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Το λέω ως παράδειγμα, αλλά δεν σε ενδιαφέρουν. Εσένα σε ενδιαφέρει αυτό που σου δόθηκε να το πας μέχρι εκεί που μπορεί να φτάσει από σένα. Τα άλλα είναι οι άλλους. Άλλωστε, μην κοροϊδευόμαστε τώρα. Ο κύριος Τσαρούχης, τον έζησα στα τελευταία του. Είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος. Μια μικρή ιστορία θα σας πω για τον Τσαρούχη, δωρεάν. Ο Τσαρούχης έλεγε, καταρχήν, τα έργα είναι αυτοπροστατευόμενα. Γιατί είναι μεγάλη η κουβέντα. Δε λεωρώνονται. Τσάμπα τα κάνουν. Τα έργα έχουν ένα μηχανισμό, μια ψηφία δηλαδή, η οποία δεν ακούει, παίρνει μόνο τη θετική ενέργεια. Μόνο. Την ενεργητή δεν πετάει. Γι' αυτό και δεν πεθαίνουν τίποτα. Βλέπετε, ας πούμε, την Τζοκόντα, η ταφή του Κόμπτες Σολγκάθ, και λες και χθες το πρωί έγινε. Τέσσερις ώρες πριν. Αλλά στον πάνω, εκεί που είναι αυτά τα έργα, δεν υπάρχει χρόνος, όλα μαζί είναι. Να δείτε τώρα ο σοφός άνθρωπος για τον Ζαρούχι τον, ο οποίον δεν χρειάζεται να σας πω, του τη Λάσπη έφαγε, πρωτοσέλια τον είχαν κάνει, κλέφτη, αρχαιοκάπηλο, και ο Χατζιδάκης, που έχει πάθει καημένος. Αυτό θα όμως επέμενε, δεν έφευγε. Ο Ζαρούχις πήγαινε και στο Παρίσι. Το 1981 είχα κάνει το καλύτερο για τον κύριο Αλέξανδρε, αυτή μια σωρά ήταν μια τελεδαινία, για τον Παπα Διαμάντη, η οποία ήταν, οι μερικοί λένε ότι είναι η καλύτερη μου ταινία, για τηλεόραση. Ο Ζαρούχις δεν ήτανε στην Ελλάδα τότε. Ήρθε το 82 και ο Βασίλης Ζωφωτόπουλος, ένας σπουδαίος σκηνογράφος, που είχε κάνει στο Σορμπάτας, κοινικά είχε πάρει και το Όσκαρ, που ήταν φίλια με τον Ζαρούχι, του είπε, όταν ήρθε, υπάρχει μια ταινία που έχει γίνει για τηλεοράση, που λέγεται «Καλή νύχτα και Λέγες», να τη δεις, του λέει, έχει σημασία. Έψαχνε ο Ζαρούχις, σε υπάρχει σημασία, να τη βρει, δεν μην ήξερε και οργανώσαμε μια προβολή να γίνει στο Studio Era στη Σταδίου, ένα υπόγειο ήτανε. Μια εποχή, μια περίοδος, έβρεχε, μαζευτείκανε τελικά καμιά 30 άτομα εκεί, διάφοροι και καθυστερούσε να έρθει ο Ζαρούχις, καλή ώρα, όπως εγώ συμβαίνω. Και τον περίμενα εγώ σε μια στοά και ήρθε ας πούμε, τον έφεραν κάποιος, ο σκηνογράφος, είχα ένας σκηνογράφος στην ταινία και δηματολόγο, λέει υπάρχει μια τουαλέτα να μην προδοθώ, τον πήγαμε λοιπόν γιατί τουάλετα να μην προδοθεί, μπήκε μέσα, είχε αρχίσει λίγο, το είδε το έργο, όταν τελείωσε, λέει συγχαρητή, δεν καταλάβαινες ποτέ καλά τι έλεγε, του λέει λοιπόν ο σκηνογράφος, να δείτε τι είναι μεγάλος δημιουργός τώρα, θα σας πω, του λέει ο δηματολόγος, πώς σου φάνηκαν τα κουστούνια, τα κουστούνια, τα γυναικεία, είχαμε κάνει τα γερήματα στη σκιάθο, ήταν τα γνήσια ρούχα που φορούσαν οι σκιάθιδησες, τα ανδρικά τα είχε φτιάξει ο σκηνογραφός και τα είχε βάψει, δηλαδή είχε επέμβει, λέει ο τε ρούχος, τα ανδρικά μου άρεσαν πολύ, τα γυναικεία καθόλου, του λέω, αλλά τα γυναική είναι τα πραγματικά και λέει ο τε ρούχος, το πραγματικό δεν είναι ποτέ καλλιτεχνικό, η μετάβαση είναι. Ένα πράγμα για να πάρει καλλιτεχνική υπόσταση πρέπει να μεσολαβήσει η μετάβασή του στο πεδίο της ομορφιάς, πρέπει να μεσολαβήσει το ανθρώπινο στοιχείο που αποκαλύπτει ή μπαίνει μέσα στη σημαντική αρμονία, στη ομορφιά. Αλλιώς δεν το παίρνεις το βάζεις, αλλιώς δεν είναι δημιουργημα, άρα δεν είναι χρήσιμο για τους άλλους ανθρώπους. Για αυτό και η μοντέρα τέχνη είναι άχρηστη, γιατί παίρνει τα ευτελή υλικά και προσπαθεί να τα κάνει να μπουν στην σημαντική αρμονία. Και παίρνουν ας πούμε τα σκουπίδια, πώς θα μεταβούν, πώς θα μεταβούν, δεν υπάρχει μετάβαση να υπέρσει ένα υλικό χειρίστου είδους και το βάζεις στην περιοχή της ομορφιάς, θα το ξεράσει η ιστορία. Όπως έλεγε και πολύ σωστά ο Χίτσκο, τα έργα κρίνονται από την ιστορία και τις αγαθές ψυχές των απλών ανθρώπων που θα τα ακουμπήσουν. Οι αγαθές ψυχές οσμίζονται την ομορφιά, δεν τους κοροϊδεύεις. Δεν πρέπει να παραδίφαγω τώρα… Άρα πολύ, λοιπόν, πω πω 9 και 10. Ευχαριστούμε πάρα πολύ, έτσι πρέπει να το πούμε, θες να πεις κάτι δήμαρχε, όχι. Λοιπόν, ευχαριστώ πάρα πολύ για την προσοχή σας. Θα κρατήσουμε απουσίες για την επόμενη φορά. Ευχαριστώ πάρα πολύ για την προσοχή σας. Ευχαριστώ πάρα πολύ για την προσοχή σας. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ.