: Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπό'MC sekarang Ταstem Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Π.Ό.Ξ. 13-13- SP vastus Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Λέγεται ότι οι Γηγάλοι, κατά το πέρασμά τους από την περιοχή μας, στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, υλωτόμησαν το δάσος καστανιάς στα υψήπεδα της σημερινής καστανιάς, μετέφεραν την ψηλία με το τρενάκι Jacobin στον συνδυαλονικό σταθμό Παίριας και από εκεί τυπρώθησαν στα αλληνοβιβαϊκά σύνορα, δοκιμένου να στήσουν ή και να ενισχύσουν τα ρακόματα. 20 Ιουλίου 1924 Ιδρύεται από σαν τέους προσφύγες η καστανιά. Η περιοχή ομοιάζει με τη χαμένη της πατρίδα στον πόντο. Φόβος ελλανοσίας που δεις. Πρώτα κατασκευάζουν όλοι μαζί τα σπίτια οικουγενειών με παιδιά. 1925 Στο ίσως της καστανιάς, επί της παλαιάς εθνικής οδού Βέρρειας Κοζάνης, παλαιότερα και Βέρρειας Αθηνών, χτίζεται ένα μικρό χάρι. Αργότερα λειτουργεί ως κουρίο και τελικά ως εστιατόριο. Για χρόνια θα λειτουργήσει υπό τη διάθεση της οικογένειας του Χρήστοφ Κιμωνίδη. Αργότερα θα περάσει στα χέρια της οικογένειας του Γεωργίου Βιαννίδη και θα κλείσει τον κύκλο του στα χέρια της οικογένειας Τριανταφυλίδη. 1951 Το Σωματείο Παναγίας Σουμελάς με το βουλείο του προμνέου γοραματιστή και κτήτωρα Φύλλο Νακθενίδη θεμελιώνει την νέα Παναγία Σουμελά στην Καστανιά. Η εικόνα τοποθετείται στον μικρό ναό που χτίστηκε το 1952. 2004 Κλείνει το γραμμρού. Αμέσως μετά την έναξη λειτουργίας της Εγνατίας Οδού. Λίγο αργότερα το κτίριο του εστιατορίου κατελαφεί. Τέλη του 2017. Ανοίγει και πάλι το γραμμού. Ο τόκος δεν είναι μόνο φυσικές γεωμετρικές διαστάσεις. Είναι κυρίως βιώματα. Κατακλείζεται από ιστορίες συμβάνεων, διεγονότων, τα οποία με τους κατάλληλους τρόπους κινητοποιούν τον άνθρωπο. Θέρνοντάς τον πρόσωπο με πρόσωπο με τη βαθύτερη σημασία των πραγμάτων και της σχέσης του με αυτά. Τα τοπόσιμα καταδούν νεκρόσιμα όταν δεν αποδίδεται σε αυτά η αξία που τους αρμόζει. Και τότε τα έλλειχνη χάνονται. Δεν υπάρχει συνέχεια. Οι δεσμοί και ό,τι επροσωπούν αυτού καταλείονται. Αυτή τη δυναμική του χώρου την επαυτού και εξαυτού ιερότητα του βλέμματος συχνά η εξουσία τη φοβάται και γι' αυτό την περιορίζει με λύθη, καταστολή και περιφράξεις. Το πόσυμο του τόπου και του χρονού ψυχή της περιοχής στο γραμμρού. Επί οδόντα χρόνια υπήρξε καταφύγιο αυτοκίνητοιστών, ιστοριών, συμβάντων, ανθρώπινων προβλημάτων, λιωφιστικών αναζητήσεων. Σήμερα, από τα τέλη του 2017 μέσω της προσπάθειας των παιδιών μέσω του δικού τους τρόπου προσέγγισης ενσωματώνοντας ιστορίες, πραγματικότητες, φαντασία, τεχνοτροπίες, ήχους, γεύσεις δηλαδή κομίζοντας ήλι και υπέρβαση ταυτόχρονα το γραμμρού καταφέρνει να βρει αλλά και να γίνει και πάλι καταφύγιο. Αναδείεται ξανά μέσα από το συναρπαστικό graphic novel των παιδιών και συνεχίζει την πορεία του μες στον χρόνο. Ο Τάσος Ζαφυριάδης, ο Γιάννης Παλαγός και ο Θανάσης Πέτρου έχουν φτήσει ένα πρωτότυπο εικόνο γραφίδιμα ο τρόπος που οργανώνουν το υλικό τους, οι χρωματικές ενότητες, το κλίμα μυστηρίου μια εξαιρετική δουλειά μυθοκλασίας και εικόνων αναμυγνύοντας με μαεστρία στοιχεία του φανταστικού με πραγματικά γεγονότα της ευρύτερης περιοχής ιδανικό παράδειγμα της νέας εποχής του ελληνικού κόμικ, λένε οι ειδικότεροι. Όμως το πολυεπίπεδο γραμμού των παιδιών δεν εξαγγείται στις έντυπες έκδοσεις. Γίνεται ακόμα πιο απολαυστικό συνοδεία του εικονικού σαούντρα που συνέδρεσε ο Μιχάλης Σιγανίδης. Μοναχικούς ανθρώπους του στοιχεώνει ένα γεφύρι πάνω στα περάσματα της Καστανιάς. Το γεφύρι, που στην περίπτωση μας θυμίζει κατα πολύ την δική μας Καραχμέτ είναι ο άλλος πρωταγωνιστής του έργου πέρα από το εστιατόριο. Τα κουρακοδαρήτικα, η γλώσσα οι μαγικοί των λαϊκών μαστόρων που πολύτιμα στεριώνουν το γεφύρι, ένα κορίτσι, όνειρα και όλα αυτά μαζί συμβάλουν έμεσα, έτσι όπως αρμόζει στη λειτουργία της τέχνης, στην ανασύσταση της συλλογικής μνήμης. Πώς χώροι και χρόνοι πολλαπλή συμ υπάρχουν ενός ενός, πώς το παρελθόν βασισμένο στα ήθνη που αποκαλύπτουνται στο παρόν προβάλλει έναν πιθανό μέλλον εξοδελίζοντας κάθε είδους δεχότητα τουριστικής αντίληψης για έναν τόπο, πώς μελετώντας και παρατηρώντας ανθρώπους, δημιουργήματα, ιστορίες, τοπογραφίες, χρόνους, πώς περπατώντας και καταγράφοντας ανασυγκροτείται ο χώρος και ο χρόνος ώστε να γίνουν κατανοητές η συλλογική μνήμη και η ταυτότητα ενός τόπου, πώς μπορούμε σε μια εποχή που τα σύνορα πότε αλλάζουν, πότε ανοίγουν, πότε απαγορεύουν, να κατανοήσουμε την ουσία των πραγμάτων κοιτάζοντας πέρα από τα σύνορα και προς τις δύο πλευρές τους και το σημαντικότερο πτήσος, πώς δοξάζει και δοξάζεται η σημασία της απομονωμένης μονάδας που σταδιακά εξελίσσεται σε κοινωνική, πώς αυτή επιστρέφει, πώς ένας νέος κόσμος αναδίεται. Η Εγνατία οδός παρακάνουν το γραγκρού και οι πελάτες μειώνονται γραμματικά, όμως ο ειδικιωμένος εστιάτορας δεν το είτε, αυτός βρίσκεται εκεί για άλλο λόγο, φυλάει τον τόπο. Κρατάει τα κλειδιά του διτισμένου στην ομίθλη του παράξενου γεφυλιού, που στέκεται δίπλα του σχαμένου και αγέροχου για να χωρίζει το εδώ από το εκεί, αυτός παραμένει εκεί για όλους εκείνους που από μιαν ανεξήγητη παρόρμηση, ένα όνειρο που είδαν, μια σποντινή επιθυμία, μια πάση φυγής από κάτω του στου χιόνι, ένα βαθιά κρυμμένο μυστικό, τολμούν να φουγγαστούν, να αντιμετωπίσουν τα αδυσσόπιτα γραγκρού γραμμάζια του χρόνου, που ρέει διαβροντικά κάτω από τα πόδια όλων μας. Τα γεφύρια γραγκρού δεν ενώνουν μόνο τόπους, ενώνουν κυρίως άλλου είδους διαστάσεις χρόνου. Γεφυρώνουν αυτή την αφανή διαφανή πλευρά της ζωής που λέγεται μεταφορά, μετάσταση, μετάπτωση μιας ασυνήτης της έντασης που επιτείνεται από την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε μια διάβαση, ένα σύνολο και ότι το γραγκρού ήταν το φυλάκιο γεφύρι για να περνάς απέναντι, ίσως όπως η σκάλα της ζωής του άντρα, που στόλυζε τον εσωτερικό χώρο του ιστορίου. Αυτή είναι σαν τη μορφημένη από τους τόπους που φέρνει εις πέρας η σεβάζια τρέλα των παιδιών. Τι υπάρχει απέναντι, οποιος περνάει απέναντι δεν επιστρέφει, κάποιος πρέπει να φυλάει και πέρας. Κάτι βαρύ συμβαίνει εγώ, κάτι βαρύ τους φέρνει εγώ. Το γραγκρού, κάθε γραγκρού πρέπει να μείνει ανοιχτό, έστω σαν ένα κβάζαρ μακρινό, με εξαιρετικά λαμπρό και ενεργό, ένας πυρήνας, μια σημειακή πηγή φωτός. Μια πυκνία άδλος μυνήμης, που θα περιβάλλει τον τόπο, και να μην περιφέρεται αυτός και οι άνθρωποι του στο κενό. Όπως μια αόρατη πυρήνα όμως υπακτή και αρχιρά σαν αυτή που περιγράφεται στον πύλιο των παιδιών, για να μην είμαστε εξόριστοι στον ίδιο μας τον τόπο, για να μην συντελέσουμε και εμείς αδιαφορώντας, αγνοώντας ή μη, σε μία ακόμη ιστορία αφανισμού. Υπάρχει αυτή η γέφυρα εκεί πάνω, δεν την βλέπουμε, άρα μόνο φτάνει πάνω στους παγωκριστάλους μας, πότε η διάθλαση και πότε η ανάθλαση της φωτός της. Κάποιοι την έχουν διαδεί. Ακόμη και αν δεν γύρισε κανείς από την άλλη πλευρά, η γέφυρα, το φως της, υπάρχει. Το βραβλό πρέπει να μείνει έντονο, το ότι βρισκόμαστε όλοι εδώ σήμερα μαζεμένοι για κάτι και μάζετα για κάτι που δεν είναι αριστοκρατικό, που έπαψε να υπάρχει πριν από χρόνια, είναι το μεγαλύτερο κέρδος, ελπίδα, καλλιέργεια της μνήμης. Ελεώνω αποδίδοντας τιμή στους ανώνυμους και πόνιμους αυτακτηνιστές, που διάσχισαν τα υψώδα της καστανιάς, συχνά ψηφίσκοντας καταφύγες στην ασκή του αιώνα. Ένα αποστασμαφάντικο μου πληροφοριέντα πέντε περίπου. Τελευταία διαδρομή. Ο χορόδρομος κομπανούσε στις θέαδες του αμέκρινες διαδρομές. Άνανε σήμα κάθε τόσο στο αίμα του και ξεκινούσε για άλλη μια φορά, ακόμη και τώρα που ήταν στη σύνδεξη. Ένιωσε σήματα μέσα στο κόκκινο υγρό παιδιακόνιο, όταν είδε στην πλατεία ορολογιού το πρώτο φορτικό. Κατηγόρησε αυτό τα ψώματα της πόλης και στάθηκε μπροστά του. Εκείνη την ώρα του ανέβηκε όλο το αίμα στο κεφάλι. Κρατήθηκε από τον προφυλακτήρα του για να μην πέσει και τότε η μυρωδιά από τα λάδια και τα πετρένια της μηχανής χώθηκαν στα λουφούνια του και δεν τον εκατελούσαν ποτέ. Έσκυψε τότε και είδε το ρυσαβρό που μύριζε καμιά χιλιόμετρα να μπαίνει μέσα του και να παίρνει θέση στις θουσκωμένες του φυλαίδας. Έτσι ξεκίνησε την πρώην διαδρομή. Με ένα γκραζοζέ στο αίμα του έφτιαξε ταξίδια. Όταν κάθισε βοηθός μετά τον πόλεμο ήξερα πέξω τον δρόμο. Εκεί στα βουνά της Καστανιάς στα περάσματα της παλιάς εθνικής οδού το αίμα μαρτυρούσε τον τρόπο και τις δυσκολίες. Άλλοτε δίπλωνε το κορμί κόντρα στο φιόνι και έκανε κουμάντα στο αφεντικό που δεν έβλεπε μέσα στις ομίχτητες. Και το αίμα εκεί οδηγός ποτέ δεν τον πρόοδος. Κι όλο είχε στο νου του το μεγάλο ταξίδι. Τόπος και χρόνος ένα είναι. Κι όλα ίσως να συμβαίνουν ταυτόχρονα με τη βοήθεια μιας γέφυρας που ενώνει τις δύο πλευρές. Παρόν και παρελθόν, μην είμαι ηλίθι, αλήθεια όνειρα όχι τώρα. Σαν το στρατιώτη του βιβλίου που έρχεται από το παρελθόν διασχίζει τη γέφυρα και πεθαίνει στον παρόν. Ποιος ξέρει, ίσως όλα δεν είναι ενδιάμεσα, κάτι το μεταβατικό. Ένα μετέωρο ριξοκύρινο δήμα πάνω στο λαξετμένο γύσο ενός γεφύλιου. Αργύν με τόρκος, γέφυρα, κλαδί, δέντρο, καστανιά, μνήμα. Ευχαριστούμε πολύ στον Τζαφεκιάνη Κιθαρί για το υπέροχο κοινωνό. Το βραδό πρέπει να μην είναι ανοιχτό. Το βραδό έχει τυλίθια, αλλά είναι ανοιχτό όταν τόσοι άνοιχτοι είναι εγώ για να φιλιθούν και για να λιμονέσουν αυτό το δυνατό μέρος, το οποίο στη δική μας μνήμη έχει κάτι από την άβρα του μαγικού. Και νομίζω ότι από τη σημερινή μας, όλοι όσοι είμαστε εδώ σημερινά, χρειαστούν πάρα πολλές παρουσίες εδώ για μας. Κάναμε παρουσίαση του τρίου στην Αθήνα, αλλά στην Αθήνα ήταν τίποτα σε σχέση με αυτό που είναι εδώ σήμερα, γιατί το λέγαμε από την αρχή ότι θέλουμε να καλά κάτι τρόπο να ειστρέψουμε το βραδό στον τόπο του. Όλοι μπορείτε να δείτε σε εμάς, αλλά μένουμε εμείς στην Αθήνα, ο τάσος της Θεσσαλονίκης. Μαζευτείκαμε εδώ για αυτό το σκοπό που έχει κάτι το μαγικό όπως είχε και ο τόπος ο ίδιος. Ευχαριστώ πάρα πολύ για το δώσεις σας. Ο δικός μας σκοπός είναι να πούμε δυο λόγια για τι σημαίνει το βραδό για μας, γιατί αυτό το βίνο είναι η δική μας εκδοχή του τι είναι το βραδό. Και θα πούμε λιγάκι για το πώς το στείχαμε, πώς το εμπνευστείκαμε και όλα αυτά. Ευχαριστώ πάρα πολύ να ακούσουμε και τη δική σας εκδοχή του βραδού. Είμαστε εδώ 100 άνθρωποι και 100 κλωπάκες του βραδού, κατά βάση από τη θάλασσα εδώ. Και πάνω από όλα έχουμε εδώ τον κύριο Λιαννίδη και την κυρία Πειρό και η μέλη της κογένειας Χιμωνίδη, που ήταν οι άνθρωποι που λειτουργούσαν σχεδόν με τη λειτουργική έννοια του λειτουργού του βραδού, η οποία έκανε σχεδόν πριν 80 χρόνια. Και θα μπορούμε να ακούσουμε και τις δικές μας μυμήμες και σκέψεις γι' αυτό το εργομέλος. Τάσο, μια που από σένα ξεκίνησε η ιστορία, θα είχατε ιδιολόγια. Καλησπέ, εργομέλος. Καταρχήν να πω ότι το βιβλίο δεν είναι μια πραγματική ιστορία, είναι μία φανταστική ιστορία, η οποία το υποθετείτε στην Καπανιά, στο βραδού, άρα δεν μιλάμε για ακριβώς αποτύπωση, δεν μπαίνει κύριε Βιαγιέδη μέσα στην Εκλαίω. Αλλά παρ' αυτά, μάλλον θα ξεκινήσω από την Αρχία. Η ειδική εικόνα που ήρθα στον Ιωλόγο όταν ξεκινήσαμε αυτή την ιστορία, ήταν μία γέφυρα, η οποία φάνεται στην Ομίχλης, σε ένα άγνωστο απέναντι, το οποίο δεν είναι σαφές τι είναι, γι' αυτό που το περνάει, δηλαδή υπάρχει ένα κάλυμμα στο οποίο περνάμε απέναντι και δεν ξέρουμε πώς τι είναι. Αυτή η αταφής εικόνα της Ομίχλης ενώστηκε σε μία νόμιμη με την Ομίχλη του Τυρακής, το οποίο είναι το Βερμίου, κυρίως του Συμβερνούς Βερμήνε. Και σε αυτή τη διαδρομή που λίγο πολύ, εσείς σίγουρα την έχετε κάνει πολύ παραπάνω από μένα, αλλά κάποτε σε δεύτερες ώρες προς τη δυτική Μακεδονία λιγότερο ή περισσότερο περνούσαμε από αυτό το μέρος. Και σε μια διαδρομή, η οποία τώρα παρακάμπεται σε 20 λεπτά περίπου, δηλαδή η διαδρομή ΒΑΙΑ-Κοζάνη είναι πια πολύ γρήγορη, λόγω της Ελλατίας, αλλά εκείνη τη διαδρομή και την αρχή. Το γραφό ήταν ένα το πόσο είναι το οποίο ως παιδί εγώ περίμενα πάντα από το παράθυρο να περάσει. Έχω σταματήσει και εγώ κάποιες φορές, αλλά κυρίως ο Γιάννης είχε φάει, δεν θα το βοηθήσω. Οπότε είχε μια, για μένα το ίδιο το γραφέντο, είχε μια μαγική ιδιότητα. Όπως είπε και η αφήγη, το γραγκρού ήταν ένας φάρος στην ομίκλη. Δηλαδή μέσα στη στροφή και μέσα στην ομίκλη και μέσα στο κρύο, το γραγκρού είναι έναν καταφύγιο της πνευματικότητας, όπου σταματούσες για να φας, κυρίως για να έχεις την αίσθηση ότι ζεσταίνεσαι εκεί μέσα. Και αυτή τη ζεστασιά θέλαμε, στο βαθμό που μπορούσαμε με το κείμενο, κυρίως με τις εικόνες, γιατί ο Θανάσης θα πει περισσότερα για το πόσο το γράφησε, αυτή είναι τη ζεστασιά στον καταφυγείο με τη σόμπα να βουμύζει, ενώ τα δάνα ήταν θωλωμένα. Αυτή είναι η μητική εικόνα, αυτή θέλαμε να είναι της αγκαλιάς, σε σχέση με το έτσι κρύο και αφιλόξενο και ψυχικά με την αλγωρία της γέφυρας, του τοπίου, ας πούμε, θέλαμε να αποδώσουμε. Συγνώμη, τεράστους ιδέες. Ήθελα να πω, από την αρχική εικόνα, φυσικά, έπρεπε κάπως να βρω μια δικαιολογία, γιατί υπάρχει μια γέφυρα εκεί πάνω. Άρα, ψάχνοντας πολύ πολύ στο λευστικό στάδιο την ιστορία, έφτασα για πέντε να γεφύγια στη Βέρια, ή στο Βέρνιο, και έπεσα πάνω, να το πω έτσι, στην γέφυρα καρφέ, που είναι στη Μαρμπούττα, φαντάζομαι, που δείτε όλοι, η οποία αποδίδεται λαθασμένα στον Μιμάρ Σινάν, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος δημοφωνός ακτιτέκτορας του 16ου αιώνα, αν δεν κάνω λάθος. Αυτό αργότερα κατάλαβα το πρώτο για παρανόηση, γιατί υπήρχε κάποιος τοπικός άνθρωπος, τουρκός, στον οποίον αποδίδεται το δαμή, επίσης διωθώ ότι θα κάνω λάθος. Οπότε λόγω αυτής της συνονιμίας, επήγε αυτό το πέντε, αλλά αυτό το πέντε με μένα μου γέφυγε την ιστορία του γιατί, τι είναι να τη γέφυγε και από πού, και από πού προέκυψε την ιστορία μου, οπότε ήταν αρκετή δικαιολογία για να συνεχίσουμε την ιστορία προς την κατεύθυνση. Μεγάλο ρόλο στην αποθύμωση του γραμμού, για εμένα ειδικά, ήταν κυρίως ένα μέρος της διαδρομής. Έπαιξε η Μαρία Τοπάλι, ο οποίος είναι καθανοιότητα, φιλοξέντει τον Γιάννη ένα βράδυ, είπε πολλά για το χωριό, πώς ήταν πριν η δενατία, μετά την δενατία και πολλά. Πολλά από αυτά εντάξαμε σιωπηρά στο ίδιο δοκόμ. Δηλαδή υπάρχει μια πραγματικότητα στο δοκόμ, παρ' ό,τι η ιστορία είναι φανταστική. Δεν ξέρω, τελείωσε το δικό μας κομμάτι. Ο Θανάς παρέαζε με το κείμενο και από εκεί πέρα ανέλαβε. Καλησπέρα και από εμένα. Σας ευχαριστούμε πραγματικά από καρδιά, φίλους, φίλες, βεργιώτες, καστανιώτες και αγνώστες που ήρθατε, φίλους του προεχωρού, πελάτες του γραβρού. Εγώ είμαι Θεσσαλονικιός, είχα περάσει πολλές φορές από την Καστανιά, πηγαίνοντας προς Κοζάνη. Δεν είχα την τύχη ποτέ να σταματήσω στο γραβρού, οπότε όταν γράφει κάποιος ένα κείμενο είναι εύκολο. Τα λόγια δεν είναι εύκολα, περιμένετε με, δηλαδή, δεν είναι εύκολα τα λόγια, αλλά είναι σχετικά πιο εύκολο να γράψεις μια περιγραφή με τις δυσκολίες που έχει και αυτό φυσικά. Αλλά όταν πρέπει να το απεικονίσεις αυτό, μετά αρχίσουν λίγο πιο δύσκολα ζητήματα, γιατί ήταν ένα πραγματικό μέρος στο γραβρού, δεν ήταν κάτι φανταστικό, άρα έπρεπε να βρουμε φωτογραφίες, να το δω, και όταν κάνεις ένα κόμι πρέπει να σχεδιάσεις κάτι πάρα πολλές φορές. Πρόσωπα, κινήσεις, ανθρώπους, χώρους, αλλά για να το κάνεις αυτό πρέπει να τη ζήσεις την ιστορία στο μυαλό σου, να τη φανταστείς πώς θα κινηθεί κάποιος μέσα σε έναν χώρο. Οπότε βρήκαμε κάποιες φωτογραφίες από φίλους, από φίλες που μας τις παραχώρησαν και μέσα από αυτά τα ψύγματα, τα λίγα ψύγματα πληροφορίας, προσπάθησα να επικονίσω κάτι το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχα δει ποτέ. Αυτό δεν είχα δει πραγματικά ποτέ μέσα στο γραβρού. Επομένως, όποιος πήγαινε, το ήξερε, μπορεί να με διορτώσει αυτή τη στιγμή τώρα, το μόνο πληροφορίσμα που είχε πει ο Γιάννης, πού ήταν αυτά τα τραπέζια, πριν το ξεκινήσουμε να το φτιάχνουμε, νομίζω στο έξαξα να βρω στο ίντερνετ φωτογραφίες σε μπαλαχαναγρού, πρέπει να υπάρχει και μία φωτογραφία και μία σπρόγραφη που ήτανε διαστάσεων 5x3 εκατοστά. Οπότε δεν μπορεί να υπηρετούσε πολλά, πολύ. Θα σας ευχαριστούσα πολύ, αν κάνατε παρατηρήσω ότι δεν ήταν έξυρε πέτρου, πέτρου, τι είναι αυτό, δεν ήταν έξω τα τραπέζια, ούτε τα παράθυρα ήταν έζι, αλλά και πάλι, και να μην έτσι δεν πειράζει, θα διαβάσετε μια ιστορία, η οποία έχει, δεν το λέω γιατί τη φτιάξανε μαζί, γιατί είχε έναν διαφέρον, θα προβληματιστείτε νομίζω για τη μοναξιά του ανθρώπου. Ναι, γιατί όλοι έχουμε γονείς, αδέρφια, φίλους, μας αγαπάνε, τους αγαπάμε, αλλά κάποια στιγμή ένας άνθρωπος πρέπει να πάρει μια απόφαση από μόνος του. Ό,τι και να το συμβουλέψει κάποιος, πρέπει να το αποφασίσει αυτός. Και αυτό θα έχει πολύ μεγάλη συνέντευξη στη ζωή του. Όλη η ιστορία μας, η ιστορία που γράψουν τα παιδιά για την ικονογράφηση, βασίζεται σε αυτό το πράγμα. Και κάποιος πρέπει να πάρει μια απόφαση πολύ μεγάλη που θα του αλλάξει στη ζωή του. Η ιστορία του κραυγού είναι το εξήγηση του κόμμιστου κραυγού. Είναι ότι το κραυγούς πραγματικότητα είναι ένα θυλάκιο δίπλα σε μια γέθιρα, που δεν ξέρουμε πού οδηγεί. Και είναι σαν ένας τόπος αναμονής. Άνθρωποι καλούνται, βλέποντας ένα όνειρο, με ψυχαναλυτικούς όρους, και πρέπει να περάσουν στη γέθιρα ψάχνοντας κάτι, που είναι αυτό που θα βρουν πίσω από την ομίκλη. Οπότε το γραβρού, λειτουργεί ως χώρος αναμονής και συνάντησης αυτού των ανθρώπων οι οποίοι είναι μοναχικοί, οι οποίοι καλούνται να λάβουν μια σημαντική απόφαση για τον αυτόκοινο, οι οποίοι μπορούν και τους ίδιους να είναι κρυμμένοι, να μην ξέρουν τι ίδιοι γιατί είναι εκεί. Και η γέθιρα αυτή ως έναν νοητό όριο είναι αόρατη. Την βλέπουν μόνο αυτοί που είναι να την περάσουν. Η Ροήρα μας είναι μια τέτοια κοπέλα από την Πτώλα Μαΐδα, η οποία περιοδοφορίου έρχεται στο γραβρού και πιάνει βουλιά στο γραβρού διότι θυστάζει να περάσει απέναντι. Εκεί γνωρίζει άλλους ανθρώπους που έχουν το ίδιο θέμα. Και δεν σας λέω ότι είναι σκοτέλος, θα πρέπει να το δείξω. Σήμερα μάθαμε και την πληροφορία από τον Γιάννη Καθαρίδη ότι υπήρχαν όπως κάποια γεφύρια στο Ρέμα εκεί. Είναι εδώ. Ναι, δεν το ξέραμε αυτό που πριν. Περιμένε λίγο να τα πείτε στο μικρόφωνο για να ακούσουμε όλοι. Αυτή η γεφύρα αυτή ήταν μαρμαρό πέτρα. Άσπρη πέτρα στισμένη σε καμάρα. Ήταν δύο γεφύρες, ήταν και λίγο παραπάνω, άλλη μία καμιά 60 μέτρα παραπάνω. Δύο γεφύρες αυσού ήταν. Αν τελειώντας και τώρα τελευταία μετά που έληξαν οι πόλεμοι, βάλανε λαμαρινιένια και έλεγανε σπίτια. Ήτανε δύο γεφύρες. Ήτανε δύο γεφύρες αυσού ήταν. Ήτανε δύο γεφύρες αυσού ήταν. Ήτανε δύο γεφύρες αυσού ήταν. Ήτανε δύο γεφύρες αυσού ήταν. Ήτανε δύο γεφύρες αυσού ήταν. Ήτανε δύο γεφύρες αυσού ήταν. Ήτανε δύο γεφύρες αυσού ήταν. Ήτανε δύο γεφύρες αυσού ήταν. Ήτανε δύο γεφύρες αυσού ήταν. Ήτανε δύο γεφύρες αυσού ήταν. Ήτανε δύο γεφύρες αυσού ήταν. Επιτυχητή πέρα να βάλουμε τα κεφάλαια και ό,τι ζητάνε, καμάρες. Προτού γίνει ο πόλεμος, υπολογίζανε που θα γίνει ο πόλεμος, τίμι εις ετοιμάσανε, εις τρυπίσανε κάτω, μόνο βάλανε τα εκκλητικά μέσα. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί τους, περιμένανε οι σύμμαχοι, καθούν από τη μέρα προς τα πάνω, αλλά οι Γερμανοί έρθανε από την πόζανη, από τη πίσω μεριά, από τη Γιβουσλαβία. Όταν εγκατέλυσαν από αυτό, Αγγελικός στρατός και Νεοζυλανδοί ήταν, η εθνικό τάγμα ήταν πρώτα, μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος στην Αλβανία μας, κηρύξανε οι Ιταλοί, σηκώθηκε από εκεί το τάγμα που ήταν οι Έλληνες, όλοι φύγανε στο μέτρο, και τους ήταν το 41, Αυστραλοί, Νεοζυλανδοί και Άγγλοι, από τη Λιμπή κάτω, τους αντικατέστησανε αυτοί και περιμέναν τους Γερμανούς να έρθουν από κάτω, μας σκέφτησαν και κλίνει το πόλεμο. Και επειδή δεν μπορέσανε οι Ιταλοί να μας καταβάλλουνε, πήγε και ο Ελληνικός στρατός και τους πήραμε και τη νησία Αλβανία. Και έφτιαξαν και ο Νεοζυλανδοί και Αυστραλιο, όλοι τους περιμένανε από κάτω, τους Γερμανούς και αυτοί. Είχαμε, άνθρωπον, έχουμε μια ιστορία με στρατιών, οι οποίοι έρχονται να προβληνάνε μεγιά σωμή και εσάς το πέσαμε μέσα. Όλα τα λάθος. Αλλά έχουμε τη μεγάλη χαρά, έχουμε εδώ τον κύριο Γιαννίδη, και θα θέλαμε να πρόσφυγουμε... Πρόσφυγες, κύριε Σω Εγώ θα ήθελα να δώσω τον λόγο στον κύριο Γιαννίδη, να μας πει δύο λόγια εκείνος, να μας πει δύο λόγια, να μας πει δύο λόγια, να μας πει δύο λόγια, να μας πει δύο λόγια, να μας πει δύο λόγια, να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. Να μας πει δύο λόγια. |