Surpassing comfort zone | Stylianos Papardelas | TEDxHeraklion /

: Υπότιτλοι AUTHORWAVE Γεια σας. Καταρχήν να σας πω ότι υπάρχει τεράστια περίπτωση να ξεχάσω τα μισά, οπότε γι' αυτό έφερα το συμμενοματάριό μου μαζί. Λέγομαι Στυλιανός Παπαρδέλας και ήρθα σήμερα εδώ να σας πω μια ιστορία, η οποία αποτελείται από πολλές άλλες μικρότερες. Είχα και έχω την τύχη ν...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Φορέας:TEDx Heraklion
Μορφή:Video
Είδος:Μαρτυρίες/Συνεντεύξεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: TEDx Heraklion 2014
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=WwoxS1WLGgY&list=PLHBKRSO1xLrrgjPU_As9qEAkIVLK78JHV
Απομαγνητοφώνηση
: Υπότιτλοι AUTHORWAVE Γεια σας. Καταρχήν να σας πω ότι υπάρχει τεράστια περίπτωση να ξεχάσω τα μισά, οπότε γι' αυτό έφερα το συμμενοματάριό μου μαζί. Λέγομαι Στυλιανός Παπαρδέλας και ήρθα σήμερα εδώ να σας πω μια ιστορία, η οποία αποτελείται από πολλές άλλες μικρότερες. Είχα και έχω την τύχη να έχω δύο υπέροχους γονείς που με μεγάλωσαν με τον καλύτερο τρόπο, όμως για κακή τους τύχη δεν τους άκουγα ποτέ. Έκανα πάντα το αντίθετο από ότι μου έλεγαν, πήγαινα σε γειτονιές που δεν έπρεπε, πιέζα τα όρια τα δικά μου και τα δικά τους. Ήταν ένα παιχνίδι το οποίο για κάποιο λόγο τότε δεν το καταλάβαινα γιατί το έκανα, αλλά με εγωίτευε και μου άρεσε. Στα 15 μου χρόνια διαγνώστηκα με καρκίνο και ήταν ένα γεγονός το οποίο μου άλλαξε τη ζωή. Όχι όμως με τον τρόπο που νομίζετε. Ήταν το γεγονός που με οδήγησε σε ένα υπέροχο μέρος. Στα 17 μου λοιπόν πήγα στην κατασκήνωση που λέγεται Μπάρετσταουν. Εδώ. Είναι μια κατασκήνωση που ίδρυσε ο Πολ Νιούμαν και εκεί για πρώτη φορά γνώρισα τη διαφορετικότητα. Έτσι λοιπόν αποφάσισα, μετά από ένα χρόνο είχα ανηλικιωθεί, να γυρίσω πίσω σαν εθελοντής. Και έτσι έκανα το πρώτο μου ταξίδι. Βρέθηκα για μια μέρα στο Δουλίνο με πάρα πολλά πράγματα, σαν άπειρος ταξιδιώτης τότε. Νομίζω μόνο το κομοδίνο μου δεν είχα πάρει για να νιώθω άνετα. Και βρέθηκα σε μια πόλη η οποία είναι αρχιτεκτονικά και πολιτισμικά πολύ διαφορετική από ό,τι ήξερα μέχρι τότε. Έτσι λοιπόν ήμουσα χαμένος. Και ψάχνοντας κάπου να μείνω συνειδητοποίησα ότι υπήρχε μια συναυλία. Μάλλον λόγω της συναυλίας δεν υπήρχε ούτε ένα κρεβάτι για να μείνεις στο Δουλίνο, σε κανένα ξενοδοχείο. Είχα ψάξει όλη την πόλη. Όμως όντως κοινωνικό όν, είχα πιάσει κουβέντα με ένα παιδί το οποίο δούλευε σε ένα ίντερνετ καφέ που πήγαινα κάθε λίγο για να μιλάω με τους γονείς μου και τους φίλους μου και να νιώθω άνετα. Κάποιες στιγμές έφτασε 11.30 ώρα, δεν είχα που να μείνω. Αποφάσισα ότι θα κοιμηθώ έξω. Του το είπα και μου είπε, έλα στο σπίτι μου. Έτσι λοιπόν κατάφερα να κοιμηθώ κάπου. Βγήκα στην κατασκήνωση και εκεί γνώρισα άτομα πολύ διαφορετικά από ό,τι είχα γνωρίσει μέχρι τώρα. Νέα παιδιά, οι εθελοντές, οι εργαζόμενοι, νέα παιδιά, πολύ δημιουργικά, ταξιδιώτες, με πολύ ενέργεια. Βρισκόμουν σε συζητήσεις στις οποίες έλεγαν ότι ο ένας έμενε τους τελευταίους τρεις μήνες στην Κούβα, ο άλλος είχε πουλήσει όλα τα πράγματα για να ταξιδέψει στον κόσμο και έλεγαν πώς το κάνετε αυτό, πώς γίνεται, με τι λεφτά το κάνετε, δεν φοβάστε. Έτσι λοιπόν γύρισα στην Ελλάδα μετά από αρκετή ταλαιπωρία και σκέφτηκα το ταξίδι και αυτό που μόλις είχα περάσει. Μεγάλωσα στην Ελλάδα και αν θα μπορούσα να το εξηγήσω σχηματικά, θα ήταν ότι νιώθω ότι εδώ λειτουργούμε σε μια ευθεία γραμμή. Ξεκινάμε το σχολείο, περνάμε σε ένα καλό πανεπιστήμιο, προσπαθούμε να βρούμε μια καλή δουλειά, να κάνουμε οικογένεια και τα λοιπά και τα λοιπά. Μια ευθεία γραμμή και ένας τρόπος, ο οποίος δεν μου τέργιαζε προσωπικά. Έτσι λοιπόν βρέθηκα στο πρώτο σταυροδρόμιο της ζωής μου. Είπα στον εαυτό μου ότι γνώρισες κάτι πολύ διαφορετικό και έχεις και τον γνώριμο σου τρόπο για να ζήσεις. Αποφάσισα λοιπόν να πάω κόντρα σε αυτή την ευθεία γραμμή και όχι μόνο να παρεκκλίνω, αλλά να μην έχω καμία επαφή με κανένα σημείο της. Έτσι λοιπόν ξεκίνησα να κάνω ταξίδια στην Ευρώπη, σιγά-σιγά, και κάπου εκεί, ανάμεσα στα ταξίδια, μπήκε και στη ζωή μου φωτογραφία. Πήγα στη φωτογραφική ομάδα του Πανεπιστήμιου Κρήτης και άρχισα να βλέπω τον κόσμο διαφορετικά, με άλλο μάτι. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ στα ταξίδια μου στην Ευρώπη γιατί βρέθηκα σε μέρη και καταστάσεις στις οποίες δεν θα βρισκόμουν πριν για να τραβήξω φωτογραφίες. Όμως και πάλι, σε αυτά τα ταξίδια ένιωθα ότι πρέπει να είμαι πολύ οργανωμένος, να έχω αρκετά λεφτά μαζί μου, γιατί ένιωθα μια άλφα ανασφάλεια. Έτσι λοιπόν έβαλα ένα στίχημα κάποιο στιγμό στον εαυτό μου, όταν συνειδητοποίησα ότι μου αρέσουν πάρα πολύ τα ταξίδια γιατί κάποια στιγμή θα ήθελα να είμαι άνετος να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο όπως θα ήμουν άνετος να πάω μια βόλτα στη κοιτονιά μου, χωρίς λεφτά, χωρίς να σκέφτομαι από τι ώρα θα γυρίσω και με ποιον τρόπο. Με τη βοήθεια του καλού μου φίλου, Στέλιο Καρουζάκη, έγινα φωτογράφος. Μου έμαθε να δέχομαι τη σκληρή κριτική, να τη χρησιμοποιώ δημιουργικά και να κάνω αυτοκριτική. Και έτσι λοιπόν οι ανάγκες για τη φωτογραφία μεγάλωσαν. Έψαχνα άλλα θέματα. Και αυτό ήρθε και κόλλησε σε συνδυασμό με το όνειρό μου για τα ταξίδια. Περί τα 20 μου χρόνια ένιωθα ότι αυτό το όνειρο έκαιγε μέσα μου. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια, το σκεφτόμουν συνέχεια. Και μιλώντας με τους φίλους μου, τους υποσχόμουν και τους ανακοίνωνα ότι σε ένα χρόνο θα φύγω, θα κάνω το γύρο της Ινδίας, θα ταξιδέψω, θα τα παρατήσω όλα. Αλλά και εγώ είχα τις δικές μου αφιβολίες και τους δικούς μου φόβους. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο. Για να καταφέρεις κάτι τέτοιο πρέπει να πας πρώτα κόντρα στον εαυτό σου και μετά και στον κοινωνικό σου περίγυρο. Όμως αποφάσισα ότι για να ξεπεράσεις τους φόβους σου πρέπει να τους κοιτάξεις όσο πιο πολύ ώρα μπορείς στα μάτια. Έτσι λοιπόν το 2010 αποφάσισα να κάνω το πρώτο μου ταξίδι εκτός Ευρώπης. Σκεφτόμουν στο πού θα πάω, σκεφτόμουν ότι μου ήρθε μια ιδέα στο μυαλό ότι μέχρι τώρα έβλεπα εικόνες από την Αφρική, οι οποίες ήταν μόνο στενάχωρες. Θλιβερές εικόνες για τους ανθρώπους εκεί και αναρωτιόμουν με τον εαυτό μου. Είναι δυνατό να υπάρχει μόνο αυτό. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να πάρω τη φωτογραφική μου μηχανή και να πάω να δω με τα μάτια μου. Επέλεξα εντελώς τυχαία την Ουγκάντα. Ένα δύσκολο πρώτο ταξίδι και μια δύσκολη πρώτη απόφαση. Και έτσι βρισκόμενος σε μια συζήτηση με τη φίλη μου την Πέτρα, κάποια στιγμή ήμουναν αποφάσιστος για να κλείσω τα ιστήρια, κάποια στιγμή με κοίταξε τα μάτια και μου είπε, κάν' το, τι είναι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί. Αυτή η φράση ρίζουσε μέσα μου. Ήταν σαν να την περίμενα χρόνια να την ακούσω. Και έτσι λοιπόν την επόμενη μέρα έκλεισα ιστήρια για Ουγκάντα χωρίς να έχω κανονίσει τίποτα, χωρίς να έχω επικοινωνήσει με κανέναν, χωρίς να κάνω ένα πλάνο, χωρίς τίποτα. Σκέφτηκα ότι θα προσγειωθώ εκεί και τι είναι το χειρότερο που θα μου συμβεί. Έτσι λοιπόν έφτασα στην Ουγκάντα και οι πρώτες μου εικόνες από αυτή τη χώρα ήταν διαφορετικές από ό,τι είχαν συνηθίσει μέχρι τώρα. Εντυπωσιάστηκα, αλλά αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερα από όλα ήταν ότι οι άνθρωποι που γνώρισα εκεί ήταν ίδιοι με εμάς. Κατάλαβα ότι είμαστε όλοι ίδιοι σε όλο τον κόσμο. Όλοι θέλουμε να αγαπάμε, όλοι θέλουμε να έχουμε ανθρώπους δίπλα μας, όλοι θέλουμε να κάνουμε πράγματα που μας κάνουν ευτυχισμένους και αυτό με έκανε να νιώθω άνετα. Έτσι, λοιπόν, άρχισα να ξεπερνώ και άλλες προκαταλήψεις που είχα και με τη βοήθεια της φωτογραφίας. Σταμάτησα να κρίνω με τη δική μου κουλτούρα. Είδα τη ζωή αυτών των ανθρώπων από τα δικά τους μάτια. Και τελικά, για να σας δείξω και σε εικόνα, κάποια στιγμή έβγαλα μια φωτογραφία που και περιέγραψε για μένα την άλλη πλευρά του νομίζματος, και όλα αυτά τα συναισθήματα που είχα περάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αυτή εδώ η φωτογραφία τραβήκτηκε σε ένα σπίτι, σε εισαγωγικά, στην Ουγκάνδα. Με αυτή την κοπέλα και την οικογένειά της έκατσα, έφαγα, παίξαμε με τα παιδιά, περάσαμε πάρα πολλές ώρες μαζί. Και εκεί ανακάλυψα έναν καινούργιο κόσμο. Έναν κόσμο από χαμόγελα. Έναν κόσμο που οι άνθρωποι αγαπάνουν τους ανθρώπους και είναι φιλόξενοι. Ανακάλυψα τον άνθρωπο. Έτσι χαλαρός, λοιπόν, ξεκίνησα να κοιτάω τους ανθρώπους στα μάτια, να μένω με ανθρώπους που είχα γνωρίσει μόλις πέντε λεπτά. Χαμογελούσα και μου χαμογελούσαν πίσω. Και ξαφνικά άρχισα να βγάζω φωτογραφίες και να προσεγγίζω τους ανθρώπους, οι οποίες έμοιαζαν κάπως έτσι. Αυτές είναι φωτογραφίες από πολλά μέρη από τον κόσμο. Κάπου εκεί έφτιαξαν ένα δικό μου κόσμο στο κεφάλι μου. Είπα στον εαυτό μου ότι θα εμπιστεύω με τους ανθρώπους. Δεν με νοιάζει πόσες φορές θα με κλέψουν, πόσες κακά θα μου τύχουν. Εγώ εμπιστεύω με τους ανθρώπους. Γιατί σκέφτηκα ότι τα χρήματα και τα αντικείμενα χάνονται, έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή. Η ηρεμία μέσα στο μυαλό μας και η ασφάλεια που νιώθουμε όταν έχουμε εμπιστοσύνη προς τον συνάνθρωπο, δεν χάνεται ποτέ. Και ήθελα να το κρατήσω μαζί μου. Κάποια στιγμή, πριν ένα μισό χρόνο, βρέθηκα στην Καμπότζη. Εκεί γνώρισα ένα παιδί από την Ολλανδία και αποφασίσαμε να πάρουμε δύο ποδήλατα και να πάμε μια βόλτα στα γειτονικά χωριά. Κάποια στιγμή, λοιπόν, σε αυτόν εδώ το δρόμο, πέρασε ένα μηχανάκι, το οποίο προσπάθησα να με κλέψει. Είχα τη μηχανή μου περασμένη στο νόμο, μου την τράβηξε, παλέψα με λίγο εγκυνήσει και κάποια στιγμή έπεσα, έσπασα το φακό μου, έγδαρα τα πόδια μου και γέμισα αίματα. Σηκώθηκα, βέβαια, του φώναξα για να τον φοβήσω εκείνη την ώρα, μου βγήκε σαν αντίδραση και έφυγαν. Συζητώσα λοιπόν με τον φίλο μου, αν θα γυρίζαμε πίσω ή όχι, του είπα ότι όχι, δεν θα γυρίσουμε πίσω, γιατί αν γυρίσουμε πίσω, ο φόβος θα έχει κερδίσει. Έτσι λοιπόν πήραμε τα ποδήλατά μας και 500 μέτρα παρακάτω σταματήσαμε σε ένα σπίτι και βρήκα μια οικογένεια, η οποία με το που με είδε, στην κατάσταση που ήμουν, με φρόντισαν, μου φρόντισαν τις πληγές, μου έβαλαν να φάω, παίξαμε για ώρες με τα παιδιά τους και κάναμε αστεία, μάλιστα χωρίς να μιλάμε την ίδια γλώσσα. Αυτή εδώ ήταν η οικογένεια. Και λίγο παρακάτω, ενώ φύγαμε, έβγαλα αυτή εδώ τη φωτογραφία, η οποία είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου. Έτσι λοιπόν σκέφτηκα ότι αν εκείνη τη στιγμή είχα κάνει πίσω και είχα υποκύψει τον φόβο, θα είχα χάσει όλες αυτές τις εμπειρίες που κέρδισα. Ξέρω ότι είναι δύσκολο και στην καθημερινότητά μας, πολλές φορές χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στον άνθρωπο. Αλλά θα σας παρακαλέσω να μην τη χάνετε. Και πάλι πριν ένα μισό χρόνο περίπου, ήμουν στο Βιετναμ και από εκεί έχασα και εγώ την εμπιστοσύνη μου στον άνθρωπο για κάποιες ώρες. Όμως, μια γυναίκα ήρθε για να μου αποδείξει το εντελώς αντίθετο. Βρισκόμουν και πάλι με μια φίλη, με την οποία δουλεύαμε στην κατασκήνωση που σας είπα στην αρχή. Πήραμε δύο μηχανάκια και θέλαμε πάλι να κάνουμε μια βόλτα στα γειτονικά χωριά. Η φίλη μου, η Ντάρια λοιπόν, δεν είχε οδηγήσει ποτέ τη μηχανή, ποτέ. Όμως και αυτή δεν το έβαλε κάτω, είπε θα το προσπαθήσω. Πήρε μία μηχανή, είναι εδώ, και προσπάθησε να οδηγήσει σε αυτούς εδώ τους δρόμους. Και τα κατάφερε. Περάσαμε δύο-τρεις μέρες μαζί και κάποια στιγμή αποφάσισα να φύγω να πάω στο βόρειο Βιετναμ. Έτσι λοιπόν έκλεισα ένα εισιτήριο και έπρεπε να φύγω από τη διπλανή πόλη, ήταν πέντε χιλιόμετρα μακριά. Ήταν η στάση του λεωφορείου εκεί. Έτσι λοιπόν της είπα να με οδηγήσει η ίδια με το μηχανάκι στην επόμενη πόλη, να πιούμε ένα καφέ και μετά να φύγει και να γυρίσει πίσω με ασφάλεια και να φύγω κι εγώ. Δέχτηκε, ξεκινήσαμε τέσσερις ώρες πριν και φτάσαμε σε μια πόλη που συνειδητοποιήσαμε ότι κανένας μα κανένας δεν μιλάει αγγλικά. Και μάλιστα, η γλώσσα του σώματος είναι εντελώς διαφορετική. Δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιούμε με κανένα τρόπο. Εκεί λοιπόν άρχισα να εκνευρίζομαι. Είχα περάσει τρεις ώρες, δεν έβρισκα τη στάση του λεωφορείου και έπιασε καταραχτόδης βροχή. Και όταν βρέχει στο Βιετνάμ, οι δρόμοι είναι ποτάμια. Τα πράγματα γινόταν χειρότερα από λεπτό σε λεπτό για εμένα. Και μάλιστα, ξεκίνησα να έχω και τίψεις ότι φεύγοντας θα άφηνα τη φίλη μου την τάρια, η οποία μόλις είχε μάθει να οδηγάει η μηχανή, να γυρίσει σε τέτοιους δρόμους μέσα στη νύχτα και με ποτάμια από βροχή, να γυρίσει πίσω. Ένιωθα ότι μπορεί κάτι να πάθει, ότι δεν θα ανασφαλείς. Κάποια στιγμή, κοιτώντας το ιστήριο, βρήκα ένα παρόμοιο όνομα σε μια επειγραφή. Μπήκα μέσα και νόμιζα ότι το βρήκα. Έδωσε το ιστήριο στην κοπέλα, με κοίταξε και μου είπε ότι αυτό δεν είναι δικό μας. Εκεί τα έχασα. Εκεί έχασα εντελώς την εμπιστοσύνη μου, εκνευρίστηκα, άρχιζα και φώναζα, χτυπούσα τα τραπέζια, νομίζω ότι με κοροείδεψαν, ότι μου πούλησαν ψεύτικο ιστήριο. Η κοπέλα έχει σε αστήσει. Κάποια στιγμή, κάπως με κάποιο τρόπο, πήρα ένα τηλέφωνο και βρήκε την κοπέλα που μου είχε πουλήσει το ιστήριο, η οποία μου είπε ότι θα είμαι εκεί σε 20 λεπτά. Έξω γινόταν ακόμα χαμός. Εγώ δεν έδωσε σημασία και κάποια στιγμή βλέπω τη γυναίκα μου πουλήσει το ιστήριο και φτάνει με το μηχανάκι 20 με 30 λεπτά δρόμος, 5 χιλιόμετρα μακριά, μέσα σε καταλακτόδι βροχή, με το μικρό της σκοριτσάκι μπροστά. Εκεί έμεινα άναυδος. Ένιωσα άθλια με τον εαυτό μου και νόμιζα ότι θα κατέβει κάτω και θα με χτυπήσει. Η γυναίκα κατέβηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο με αγκάλιασε, βρεγμένη μέχρι το κόκκαλο και μου είπε έλα να σου δείξω από πού θα φύγεις. Εκεί για δεύτερη φορά συνειδητοποίησα ότι είναι το δικό μου πρόβλημα το ότι απλά ήθελα να φύγω σήμερα και όχι αύριο. Δημιούργησε ένα τέτοιο πανικό και όμως αυτή η γυναίκα ήταν εκεί και μου χαμογελούσε. Ξεκινήσαμε λοιπόν να φτάσουμε στο μέρος στο οποίο ήταν η στάση του λεωφορίου. Το ένα μηχανάκι μας άφησε από βενζίνη, πήρα ένα ταξί και έβαλα το κοριτσάκι μέσα για να μην βρέχεται. Κάποια στιγμή πήρα το εισιτήριό μου και είχα χαλαρώσει πλέον. Γυρνώντας πίσω κοίταξα και δε μια σκηνή η οποία μου άλλαξε τη ζωή. Οι φίλοι μου η Ντάρια μαζί με το παιδί και τη γυναίκα γελούσαν και έπαιζαν σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Συγκινήθηκα πάρα πολύ και φυσικά πήγα μαζί τους και παίξαμε για ώρα. Φεύγοντας με αγκάλιασαν και οι τρεις. Τελικά οι φίλοι μου η Ντάρια γύρισε μαζί με τη κοπέλα που ήταν ντόπια, οπότε με ασφάλεια και έκατσα σε ένα παγκάκι δίπλα και έβαλα τα κλάματα. Συνειδητοποίησα ότι χωρίς λόγο είχα εκνευριστεί, είχα χάσει την εμπιστοσύνη μου και με τον καλύτερο τρόπο αυτή η γυναίκα με βοήθησε να ξακερδίσω την εμπιστοσύνη μου στον κόσμο. Και σαν κερασάκι στην τουρτα ένας τύπος από δίπλα που δεν τον ήξερα με είδε ότι έκλαιγα και ότι ήμουν αναστοτωμένος και μου έφερε ζεστό τσάι. Γι' αυτό λοιπόν σας λέω, ελάτε να μην χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στον άνθρωπο. Σε αυτές τις στιγμές που ζει η χώρα μας αυτή τη στιγμή είναι πολύ εύκολο. Αλλά θα ήθελα να σκεφτόμαστε ότι κάθε τέλος του κόσμου είναι μια καινούργια αρχή. Στα βροδρόμια θα υπάξουν πολλά στη ζωή μας. Σήμερα είμαι φωτογράφος, αύριο δεν ξέρω. Το θέμα είναι ότι κάνουμε να το κάνουμε με αγάπη, με πάθος και με σεβασμό προς τον άνθρωπο. Και υπάρχουν τόσα πράγματα που μπορούμε να βρούμε και να αγαπήσουμε. Και θα κλείσω με μία συμβουλή που μου έδωσε ένας παππούς κάπου στο Λάκο, στο Ιράκλειο. Με κοίταξε τα μάτια και μου είπε, «Γέμου, πιέστη ζωή σαν ένα παγωμένο ποτήρι νερό το καλοκαίρι». Ευχαριστώ. Ευχαριστώ.