Ελευσίνα 2021 // Συνάντηση «Πολιτισμός 2030» (2018) // Αλέξανδρος Μιστριώτης /

: Λοιπόν, έχουμε τη τιμή και τη χαρά να καλωσορίζουμε τον Αλεξανδρο Μυστριώτη, καλλιτέχνη. Και θέλω να πω δύο λόγια και θα δώσω τον λόγο στον Αλεξανδρό. Η συνάντηση αυτή είχε ο στόχος να φέρει κοντά τους διαφορετικούς actors του πολιτιστικού πεδίου. Τους ανθρώπους που εμπλέκονται στη διαμόρφωση της...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: 2023 Eleusis 2018
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=y1XuSy3Bjro&list=PLZsmcocWWX-Pnl6lPSD7ljKWlVXv0bI3H
Απομαγνητοφώνηση
: Λοιπόν, έχουμε τη τιμή και τη χαρά να καλωσορίζουμε τον Αλεξανδρο Μυστριώτη, καλλιτέχνη. Και θέλω να πω δύο λόγια και θα δώσω τον λόγο στον Αλεξανδρό. Η συνάντηση αυτή είχε ο στόχος να φέρει κοντά τους διαφορετικούς actors του πολιτιστικού πεδίου. Τους ανθρώπους που εμπλέκονται στη διαμόρφωση της πολιτικής, τους επιμελητές και τους ανθρώπους που εμπλέκονται στη διαμόρφωση της πολιτικής. Τους ανθρώπους που εμπλέκονται στη διαμόρφωση της πολιτικής, τους επιμελητές και τους πολιτιστικούς διαχειριστές που έχουν την ευθύνη της διαχείρισης και της οργάνωσης των πραγμάτων και τους καλλιτέχνες φυσικά. Έτσι λοιπόν και στις τρεις κεντρικές ομιλίες ξεκινήσαμε έχοντας την προοπτική της πολιτικής ηγεσίας, των διαμορφωτών της πολιτικής με την ομιλία της Υπουργού Πολιτισμού της κυρίας Μιρσίνη Ζορμπά. Περάσαμε στο Γιάν Γκούσενς, δηλαδή στην προοπτική του επιμελητή και καταλήγουμε στην προοπτική του καλλιτέχνη γιατί αυτή νομίζω είναι η πιο σημαντική προοπτική και αυτό που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όλοι οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι στο πεδίο είναι ότι στην ουσία ο ρόλος υπαρξής μας, ο ρόλος που υπάρχουμε είναι επειδή υπάρχει ο καλλιτέχνης και το εργοτέχνης. Αν ο καλλιτέχνης και το εργοτέχνης δεν μπορεί να υπάρξει τότε όλη η διαχείριση ή η διαμόρφωση της πολιτικής δεν έχει κανένα νόημα γιατί δεν έχουμε αντικείμενο ενασχόλησης. Με αυτό λοιπόν θα ήθελα να σας καλωσορίσω και να καλωσορίσουμε και να απολαύσουμε τον Αλέξανδρο Μυστριώτη. Χαίρετε, ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση. Λοιπόν, αγαπή φίλη μου ζητήθηκε να συμβάλω σε αυτήν την μεγάλη συζήτηση και να πω δυο λόγια για τη θέση του καλλιτέχνη. Είναι προφανές ότι στάνουμε μια συστολή όχι μόνο απέναντι στο θέμα και όχι μόνο απέναντι σε εσάς αλλά και στο γεγονός ότι βρισκόμαστε σε ένα χώρο που έχει τεράστια σημασία, ο οποίος από πίσω του κρύβει πάρα πολλές ανθρώπινες ιστορίες που συνδέονται με την Ελευσύνα αλλά πάνε πολύ πιο μακριά από την Ελευσύνα. Είναι λίγο αμύχανο να μιλάς για πράγματα τα οποία ουσιαστικά είναι η καθημερινή σου διατριβή. Είναι εντελώς προσωπικά αλλά αναγκαστικά θα κάνουμε πάρα πολλές γενικεύσεις. Παραδόξως, ελπίζω ότι δεν έχω τίποτα καινούριο να σας πω. Η ελπίδα μου είναι ότι ό,τι θα πω είναι κοινός τόπος. Και ότι στην πραγματικότητα απλώς φέρνω πάνω στο τραπέζι τα υλικά με τα οποία θα μπορέσουμε, έχοντας τα θυμηθεί, να κάνουμε τη συζήτηση πιο πυκνή και πιο αποτελεσματική τις επόμενες ώρες, τις επόμενες μέρες, τις επόμενες εβδομάδες. Τα θέματα που θα θέλαμε να κάνουμε, τα οποία θα θέλαμε να κάνουμε, θα θέλαμε να κάνουμε, θα παρακολουθούμε το επόμενες εβδομάδες. Τα θέματα αυτά είναι εκ των πραγμάτων καθημερινά αλλά είναι τόσο προφανή που εξαφανίζονται. Στόχος μου είναι να κινηθώ μεταξύ τριών σημείων βασικών. Το ένα είναι να υπενθυμίσω πώς αλληλεπιδρούν το πεδίο της πολιτικής και το πεδίο του πολιτισμού με την ευρύτερη του έννοια, που πιάνει όλες τις εκδηλώσεις, όλους τους τρόπους, τις διαδικασίες που ορίζουν τις σχέσεις μας στην καθημερινότητα. Και μέσα σε αυτό να τοποθετήσω κάπως ανάμεσα την φωνή, το βλέμμα, την ιδιότητα του καλλιτέχνη. Το δεύτερο σημείο είναι να περιγράψω αυτό το παράδοξο, την απόσταση που χρειάζεται για να πάμε κοντά στα πράγματα, ειδικά όταν μιλάμε για τους καλλιτέχνες. Και το τρίτο είναι να συνδέσω την πάλη για ισότητα και δημοκρατία μαζί με το πρόβλημα της περιφερειακής ανάπτυξη, αν θέλετε, το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας. Ένα πρόβλημα το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό και ταυτόχρονα τι να απουσιάζει από τις συζητήσεις μας. Ας ξεκινήσω, λοιπόν, με ένα ερώτημα. Ο καλλιτέχνης εργάζεται για τον εαυτό του ή για τους άλλους? Μη διαστείτε να απαντήσετε, είναι παγίδα η ερώτηση γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει απάντηση. Υπάρχει αυτή η φράση που λέει «το Ζεϊμπέκικο δεν το χορέψει για τους άλλους», παρ' όλα αυτά, τώρα πια θα δείτε ότι όταν κάποιος χορέψει Ζεϊμπέκικο είναι όλοι γύρω-γύρω και ο κ. Κρωτάνα. Δεν αναιρεί την Ζεϊμπέκια, πριγόν ως τι άλλαξε η σχέση μας μαζί του. Σε όλα τα επίπεδα, λοιπόν, ο ζωγράφος ο οποίος για μήνες ζει με πάθος το χτίσιμο ενός πίνακα ή ένας ηθοποιός ο οποίος ψάχνει έναν χαρακτήρα και τον χτίζει από μέσα προς τα έξω, δουλεύει εξίσου και για τον εαυτό του και για τους άλλους. Και ακόμα περισσότερο μέσα στην καλλιτεχνική διαδικασία και το ποιος είναι ο αυτός και ποιος είναι ο άλλος διαρκώς αλλάζουν δυναμικά θέσεις. Με χίλιους τρόπους ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας σαν κάποιον άλλον. Και επίσης ανακαλύπτουμε ή βλέπουμε τους άλλους σαν αποκαλύψεις του πιο μυστικού του, του βαθύτερου εαυτού μας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κάποιες φορές γίνεται και τελείως αντεστραμμένα. Έχουμε καλλιτέχνες οι οποίοι έδωσαν τη ζωή τους για να δώσουν φωνή στους άλλους, σε έναν λαό, σε μια κοινότητα που δεν έχει φωνή και τελικά αυτό που έλεγαν ήταν μια πάρα πολύ προσωπική ιστορία. Ίσως και γι' αυτό ήταν και πιστική. Και συμβαίνει επίσης και το ανάποδο. Πάγουν φορές που κάποιοι καλλιτέχνες βυθίζονται μέσα σε μια αιμονή, σε ένα πάθος, σε μια αγωνία, σε ένα ενθουσιασμό, απολύτως δικό τους, εντούτοις για μας αυτή η εμπειρία, ή τόσο αιμονική, τόσο ιδιωτική, φωτίζει τον πιο απόμακρο, τον πιο εντατικό εαυτό μας ή αντίστοιχα μας δείχνει που τύνουν καθημερινές συνήθειες και επιθυμίες τις οποίες τις αντιλαμβανόμαστε ίσως με περισσότερη λαφρότητα ή με μεγαλύτερη βαρύτητα. Οπότε ο καλλιτέχνης είναι ακριβώς στο σημείο που το εγώ και ο άλλος τύνουν να μπερδεύονται, τύνουν να χάνονται και αυτή η σχέση να χτίζεται όλο και πιο δυναμικά. Θα ήθελα τώρα να πω μερικά πράγματα για την πολιτική. Στην οικογένειά μας υπάρχει μια ιστορία που λέει ότι ο παππούς μου από τη μεριά της μητέρας μου έλεγε ότι αν γινόμουν πρωθυπουργός, κλασική φράση, θα κρέμαγα τους ποιητές γιατί αυτοί ευθύνονται για τους πολέμους. Είναι μια πολύ ισχυρή φράση και την λέει ένας άνθρωπος ο οποίος γνώρισε τον πόλεμο. Ήταν στη μικρασιατική εκστρατεία, έφτασε μέχρι το Σκησεχήρ. Νομίζω ότι δεν υπάρχει φράση η οποία να δείχνει με πιο ισχυρό τρόπο την πίστη ακριβώς στην πίηση. Την πίστη στην τέχνη κατεπέκταση και η οποία να μην μας υπενθυμίζει επίσης και την ευθύνη που έχουν όχι μόνο οι καλλιτέχνες βεβαίως, αλλά όλοι οι υδρόντες μέσα στο παιδί του πολιτισμού. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι για μια χώρα σαν την Ελλάδα μπορούμε πολύ εύκολα να θυμηθούμε ότι από τον Ρήγα και τον Θούριο μέχρι τον εθνικό μας σπίτι, τον Διονύο Σολομώ, τον Κάλβο, πολλούς τραγουιστές και τραγουδοποιούς που δίνανε κουράγιο στους ανθρώπους, μυθιστοριωγράφους, πάντα από το πεδίο το καλλιτεχνικό έρχεται κάτι που κρατά την φλόγα και το νόημα της κοινής περιπέτεια ζωντανό. Οπότε εκεί κάπου, με έναν τρόπο πολύ πιο απαλό, λιγότερο βίαιο, λιγότερο άμεσο, λιγότερο αποφασιστικό από το πολιτικό πεδίο, οι καλλιτέχνες και ο πολιτισμός γενικά είναι που δίνουν το νόημα στην πολιτική απόφαση. Αυτό σημαίνει ότι οι καλλιτέχνες κάνουν στρατευμένη τέχνη ή ότι κάνουν προπαγάντα, όχι. Στην ουσία σημαίνει ότι πολύ απλά κάνουν τη δουλειά τους. Πιθανά θα έχετε ακούσει ότι στον τάφο του Εσχύλου ήταν ένα επίγραμμα πάρα πολύ μικρό, το οποίο έλεγε το εξής. «Τον γιο του Εφορίωνα, τον Αθηναίο Εσχύλιο, κρύβει νεκρό το μνήμα αυτό στη γέλα με τα πολλά τα στεροχόραφα. Την άξια νιότη του θα ειπεί το ιερό άλσος που έστισαν στον παραθώνα μετά τη μάχη και ο Πέρσις με τα μικριά τα μαλλιά που την γνώρισε καλά». Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι το μόνο που αναφέρει είναι τη νιότη του και τη συμμετοχή του στη μάχη του μαραθώνα. Μιλάμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος έγραψε 70 έργα τουλάχιστον και όταν έγραψε έργα, σκεφτείτε, δεν έγραφε μονοκείμενο, έγραφε και μουσική και ήταν και πολύ γνωστό σαν πολύ καλός χορογράφος ο Εσχύλος. Επίσης, είχε γνώρισε μεγάλη δόξα στην πόλη του, γνώρισε μεγάλες νίκες, μεγάλες περιπέτειες. Μπορούμε να πούμε ότι αυτό το επίγραμμα με κάποιον τρόπο δείχνει ότι υποτιμά την καλλιτεχνική του ιδιότητα. Νομίζω πως όχι, νομίζω πως συμβαίνει το αντίθετο, ότι φωτίζει με ποιον τρόπο έβλεπε, με ποιον τρόπο καταλάβαινε την ιδιότητα την καλλιτεχνική. Και έχουμε λόγους αυτό να το υποθέσουμε, γιατί αφενός ξέρουμε ότι ο Εσχύλος ήταν ο πιο πιστός, ο πιο παραδοσιακός από τους αρχαίους τραγουδούς και υπάρχει και μια ιστορία που αποδίδει το χάρισμά του στη γραφή στον ίδιο τον Θεό Διόνυσο. Ότι τον είδε σε ένα όνειρο και του είπε, θέλω να γράφεις θέατρα, είσαι για εμένα, θέλω να δεις έργα, και από τότε έγραφε χωρίς μεγάλη δυσκολία. Αλλά αυτό είναι λιγότερο σημαντικό ως επιχείρημα. Υπάρχει ένα άλλο το οποίο νομίζω δείχνει με ποιον τρόπο το αντιλαμβάνονταν οι ίδια οι πόλοι της Αθήνας. Γιατί στην κωμοδία η δάτρα έχει το Αριστοφάνι, όταν ξαφνικά ο Διόνυσος έχει βαρεθεί γιατί τα έργα που βλέπει είναι πραγματικά όχι ικανοποιητικά, πάει και οργανώνει ένα διαγωνισμό μεταξύ του Εσχύλου και του Ευρυπίδη. Και σε μια στιγμή, σε ένα σχόλιο όπου συμπυκνώνει το εγκόμιο με τη Σάτυρα, βάζει ο Αριστοφάνι στον Εσχύλου να λέει ότι στον καιρό μου δεν υπήρχαν λιποτάκτες. Και αυτό το συνδέει ακριβώς με την θεατρική του διαδρομή. Οπότε αυτό που θα ήθελα να κρατήσουμε από αυτό είναι ότι η μάχη με το σπαθί και η μάχη με την πένα με κάποιο τρόπο είναι δύο μάχες που συναντιούνται. Ότι η μάχη μέσα στην πόλη και η μάχη έξω από την πόλη είναι μάχες, νοήματος, οι οποίες έχουν πάρα πολλά κοινά. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι ο πιο διαδεωμένος ορισμός του πολέμου από τον Κάλφον Κλαουσεβίτς είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Τώρα θα περάσω λίγο στο επόμενο κομμάτι που έχει να κάνει με τη σχέση της πολιτικής με τις αξίες. Αυτό που υπενόησα λίγο νωρίτερα. Γιατί αυτή η σχέση δεν είναι πάντα προφανής. Η πολιτική διαπραγματεύεται τις έννοιες και τις αξίες που της αποδίδει το ευρύτερο πεδίο του πολιτισμού. Η έννοια του δικαίου που έχουμε κάθε μέρα διαμορφώνεται από τις εμπειρίες μας τις προσωπικές και τις λογικές. Το γεγονός ότι στην κοινωνία μας σήμερα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, τουλάχιστον έτσι νομίζω, οι ανάπηροι και οι γέροι να εκτελούνται γιατί είναι βάρος στην κοινωνία. Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας διαρκούς, ακατάπαυτης συνεχούς συζήτησης που γίνεται σε όλα τα παιδεία και οποία αθριστικά δημιουργεί ένα κοινό κλίμα ή αν θέλετε ένα ήθος. Αυτή η διαδικασία με κάποιο τρόπο έρχεται και επιβάλλει στο πεδίο της πολιτικής ποια είναι τα περιθώριά της για να κινηθεί. Με αυτόν τον τρόπο όλοι εμείς εδώ ψηφίζουμε, συμμετέχουμε σε μια διαδικασία η οποία είναι βαθύτατα πολιτική και επιδραστική αλλά πολύ αργά. Με έναν τρόπο διάφανο, ελαφρύ, σχεδόν αόρατο. Αλλά έχουμε πολύ μεγάλη ευθύνη για το παραμικρό πράγμα που λέμε και αυτό δεν πρέπει να το πάρουμε σαν μια αίσθηση ότι πρέπει να είμαστε ένοχοι απλώς να ξέρουμε ότι η ανθρώπινη ζωή έχει σημασία στις πιο ελάχιστες στιγμές της. Θα μπορούσα να σας δώσω ένα άλλο παράδειγμα. Όταν μπαίνετε σε ένα ταξί και ακούτε ένα τραγούδι το οποίο λέει ότι πλούσι και φτωχοί είμαστε το ίδιο ή ότι τα χρήματα δεν φέρνουν την ευτυχία, μπαίνετε μέσα σε έναν χώρο νοήματος ο οποίος δεν είναι συντονισμένος ακριβώς με την λογική που επικρατεί στα μεγαλύτερα κέντρα αποφάσεων της εποχής μας που υπάρχει ένας γενικευμένος οικονομισμός όπου η οικονομία, τα νούμερα που μας δείχνουν ότι πάνε καλά τότε και η κοινωνία πάει καλά. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι και ευτυχισμένοι. Ή, αν όχι στην τεχνολογική του εκδοχή ο οικονομισμός, μπορεί να είναι και στην πιο κοινική του. Όταν θέτεις κάποια ζητήματα αξιακά και κάποιος σου λέει, ναι αλλά αυτό σου έβαλε την καλή. Το τραγούδι έρχεται και παραμένει μέσα στον χρόνο και υπενθυμίζει με έναν άλλο τρόπο, πιο διακριτικό, τις αξίες και τα υλικά με τα οποία μπορεί κάποιος να αποφασίσει και να αξιολογήσει τη δική του ζωή, την κοινή μας ζωή, τη ζωή των άλλων. Είπαμε, λοιπόν, αρκετά γύρω από την πολιτική αλλά μένει να πούμε δυο-τρία πράγματα για το αν είναι δυνατόν, για το τι είναι πολιτική. Ένας απλός ορισμός είναι οι διαδικασίες που μας επιτρέπουν να ζούμε μαζί, να μοιραζόμαστε χώρο και χρόνο, να διαπραγματευόμαστε, να οργανώνουμε τη ζωή μας. Ή θα μπορούσε να πει κανείς, όχι μόνο να ζούμε αλλά ακόμη και να πεθαίνουμε μαζί. Αυτή η διαδικασία είναι μια διαδικασία πολεμική, εξού και η φράση ότι ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα στην πραγματικότητα αυτό φωτίζεται και από την ανάποδη. Η πολιτική διαδικασία είναι εξ ορισμού μια διαδικασία που περιέχει συγκρούσεις. Μέσα σε αυτό το παιχνίδι, εμείς πρέπει διαρκώς να σκεφτούμε σε ποιο πεδίο διεξάγεται η διαπραγμάτευση της στιγμής. Τι εννοώ. Αυτή τη στιγμή που βρισκόμαστε. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι βρισκόμαστε στην Ελευσύνα. Θα μπορούσε κάποιος επίσης να πει ότι βρισκόμαστε στην Ευρώπη. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι βρισκόμαστε στην Ελλάδα. Κάποιος θα έλεγε ότι βρισκόμαστε σε αυτό το δωμάτιο. Νομίζω ότι όλοι έχουν δίκιο. Και ανάλογα με ποιο ζήτημα μας αποσχολεί, ανάλογα με ποιο ζήτημα διαπραγματευόμαστε και ποιο πρόβλημα θέλουμε να λύσουμε, θα καταλάβουμε τον χώρο αναλόγως. Βρισκόμαστε σε πάρα πολλούς διαφορετικούς χώρους ταυτόχρονα. Αλλά σε κάθε τέτοιο πεδίο υπάρχουν πάντα κάποια βασική διαχωρισμή. Ας πούμε ότι υπάρχουν οι ανίσχυροι και οι ισχυροί. Και αυτοί οι δύο πάντα διαπραγματεύονται μεταξύ τους. Και εδώ θέλει μια προσοχή γιατί οι ισχυροί δεν σημαίνουν ότι είναι οι κακοί ούτε επίσης ότι οι ανίσχυροι είναι οι καλοί. Αυτό όμως που λέει είναι ότι δεν μπορούν αυτοί οι δύο να έχουν την ίδια ευθύνη. Η ευθύνη καταμερίζεται αναλόγως με την ισχύ. Και αυτό γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον αν σκεφτούμε το εξής, ότι στην πραγματικότητα ο ισχυρός πάντα έχει ένα εργαλείο για να φτιάχνει είτε ιστορίες, είτε εικόνες, σκηνοθεσίες που θα εξαφανίζουν την ευθύνη του. Και αυτό είναι το πρόβλημα αυτού του κυκλώματος. Ότι δεν αποδίδεται η ευθύνη σε αυτόν που την έχει γιατί έχει εργαλεία αφηγηματικά ώστε αυτή την ευθύνη να την αποσύει, να την τοποθετεί κάπου αλλού. Και εκεί οι καλλιτέχνες και όλο το πεδίο του πολιτισμού είναι ο κρίσιμος παράγοντας. Γιατί αυτές οι ιστορίες, αυτές οι εικόνες είναι ακριβώς αυτό που φτιάχνουμε, αυτό που υπηρετούμε, αυτό που νερβόμαστε εμείς. Και έτσι πολύ εύκολα ένας καλλιτέχνης και όχι μόνο ένας καλλιτέχνης και ένας επιμελητής μπορεί να μπει σε μια διαδικασία η οποία θα κάνει τον ισχυρό ισχυρότερο και τον άδικο κόσμο ακόμα πιο άδικο. Σε αυτήν τώρα την ευαίσθητη ισορροπία νομίζω βλέπουμε μια σχέση η οποία είναι πάλι κάθετη. Και εδώ έρχεται το ζήτημα της περιφέρειας γιατί στην πραγματικότητα αυτή η σχέση των πάνω με τους κάτω υπάρχει και οριζόντεα. Και τότε είναι που τύθει το ζήτημα του κέντρου και της περιφέρειας. Αυτοί που βρίσκονται στην περιφέρεια δεν έχουν την ίδια πρόσβαση ούτε την ίδια επίρροη πάνω στην εκσουσία. Αυτός που βρίσκεται στην περιφέρεια δεν έχει φωνή. Οπότε με τον ίδιο τρόπο που παλεύουμε να ισορροπίσουμε τη σχέση μεταξύ του πάνω και του κάτω πρέπει να παλεύουμε να διερωτήσουμε λίγο αυτή τη σχέση του κέντρου με την περιφέρεια. Σε αυτήν την πάλι, πάλι, υπάρχει η θέση του καλλιτέχνη, που είναι πάρα πολύ λεπτή. Με ποιον τρόπο μπορείς να μιλήσεις για την περιφέρεια. Μπορείς να μιλήσεις αν δεν είσαι περιφέρεια. Μπορείς να μιλήσεις εξ ονόματός της. Τότε, εάν νομίζεις ότι της δίνεις φωνή, είναι πολύ πιθανό ότι της την παίρνεις. Και επίσης, επειδή μιλήσαμε για τα παιδεία, το δωμάτιο, την Ήπειρο, την χώρα, πρέπει να σκεφτείτε ότι αυτό το παιχνίδι έχει πλανητική διάσταση. Και ήθελα να σας πω το εξής ανέκδοτο. Υπάρχουν πάρα πολύ σημαντικοί άνθρωποι, οι οποίοι έχουν επισκεφθεί προφανώς την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Μια πολύ γνωστή ιστορία, για την οποία θα μπορούσαμε να μιλήσουμε πολύ, είναι η ιστορία με τον Φρόιντ, που έρχεται στην Αθήνα, βλέπει την Ακρόπολη και χάνει τη φωνή του. Μια άλλη ιστορία όμως, η οποία είναι μάλλον λιγότερο γνωστή, εξίσουν ιαθαίρουσα, είναι όταν επισκέπτεται το 1919, ο Ραμπιτρανάθη Ταγκόρ, που είναι κάτι σαν να λέμε, ένας από τους εθνικούς ποιητές της Ινδίας, πάλι τον Παρθενώνα. Και τι κάνει ο άνθρωπος αυτός, βάζει τα κλάματα. Και γιατί βάζει τα κλάματα, γιατί ο Παρθενώνας είναι τόσο άσχημος. Προσέχτε να δείτε όμως, γιατί υπάρχει ένα επίπεδο που νομίζω είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Γιατί όταν κλαίει, παίρνει την εκδίκησή του. Γιατί όταν θα δείτε τα κτίρια της αγγλικής διοίκησης στην Ινδία, όπου φανταστείτε η Ινδία είναι μια χώρα που πολιτισμικά, όχι μόνο πληθυσμιακά, συγκρίνεται πολλές φορές με την Ευρώπη, την δικούσαν οι Άγγλοι και όλα τους τα κτίρια θυμίζανε ρωμαϊκά ή ελληνικά κτίσματα. Και όλη η επίκληση της αγγλικής επικοιοκρατίας ήταν ότι εμείς φέρνουμε τον πολιτισμό. Οπότε όταν βλέπει το σύμβολο του πολιτισμού, ο Ταγκόρ, με έναν τρόπο διακριτικό, κάνει μια πράξη αντίστασης και μια πράξη, η οποία περιέχει περιφρόνηση. Και στην ουσία μιλάει απέναντι στο μηχανισμό, το πολιτισμικό συμβολικό μηχανισμό, που νομιμοποιούσε την δική του καταπίεση του λαού του. Το κλάμα, λοιπόν, μας λέει κάτι για τη σχέση της περιφέρειας με το κέντρο και σε τοπικό επίπεδο. Με τον ίδιο τρόπο που σήμερα στις πόλεις μας, οι πιο πολλές υποδέστερες κοινωνικές τάξεις, επειδή οι πόλεις γίνονται ακριβές, εκτοπίζονται από το κέντρο και πάνε στην περιφέρεια της πόλης. Και το ίδιο πράγμα αναπαράγεται και σε εθνική κλίμακα. Πάλι, έχουμε το κέντρο, ένα υδροκεφαλικό κέντρο, το οποίο θεωρεί ότι όλα προφανώς συμβαίνουν εκεί και όλοι οι υπόλοιποι επικράτες, οι οποίοι σιγά-σιγά αφιδατώνεται. Και τώρα θα ήθελα να σας πω μια άλλη προσωπική ιστορία, ξανά για να πάμε λίγο στο θέμα της σχέσης του καλλιτέχνη με την κοινωνία. Όταν ήμουν πολύ μικρός, πρέπει να πει ένα δημοτικό, πήγαμε στο κάστρο της Χαλκίδας, από όπου κατάει η οικογένειά μου, να ακούσουμε μια συναυλία του Μίκη Θαδωράκη. Τραγουδούσε η Μαρία Φαραντούρη και μεταξύ άλλων τότε δεν καταλάβαινα. Άκουγα τη μουσική, άκουγα κάποιες λέξεις, μέσα σε αυτή τη μάζα ήχων και λέξων, ξαφνικά θυμάμαι να με χτυπάει, έχουν και μια εικόνα από κόκκινα, θολά φώτα, η φράση «Σας παρακαλώ σας μη λυσμονάτε τη χώρα μου». Και ξαφνικά αυτή η φράση πάγωσε μέσα μου και έκτοτε την φέρω μαζί μου. Ξέρω ότι αυτή η αδαισθησία, η οποία εκείνη τη στιγμή αποτυπώθηκε, προϋπήρχε. Θυμάμαι να στεναχωριέμαι όταν έλπω τον παππού μου που δεν ήταν καλά, να περιγορώ τη μητέρα μου, αν έλπω κάποιος παιδί να κλαίει, αλλά εκείνη τη στιγμή, ξαφνικά αυτό το θυματισμένο συνέστημα έγινε κάτι το οποίο δεν είχε να κάνει απλά με έναν, δύο, τρεις ανθρώπους, είχε να κάνει με κάτι πολύ μεγαλύτερο και συνέχισα να το κουβαλώ μαζί μου. Πριν λίγα χρόνια, κάνοντας μια άσχετη έρευνα, έπεσα στην περίπτωση του Στέλιου Κυριακίδη. Τον έχετε υπόψη σας? Όχι, ο γιοδρομαίας. Λοιπόν, είναι συγκινητικό το ότι δεν θυμόμαστε τον Στέλιο Κυριακίδη. Και θα καταλάβετε σε λίγο. Ναι, ναι, ναι. Ναι, ναι. Πολύ καλά. Λοιπόν, ο Στέλιος Κυριακίδης είναι ένας Κύπριος δρομαίας μεγάλων αποστάσεων, ο οποίος αφού έχει κερδίσει τη δόξα στην χώρα του, έχει την κακή ιδέα να έρθει στην Αθήνα λίγο πριν ακριβώς την κήρυξη του πολέμου. Οπότε έρχεται λίγο πριν το 1940, εγκαθίστησταν στην Αθήνα και ζει όλη την περιπέτεια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Έχει αντιστασιακή δράση, ένας άνθρωπος με ένα αίσθημα αυτοθυσίας, που τον θέτησε κίνδυνο. Και όταν τελειώνει πλέον η διαδικασία της κατοχής, του εμφυλίου, θέλει να πάει να τρέξει στη Βοστόνη για δεύτερη φορά, την πρώτη φορά δεν είχε κερδίσει και το κάνει αισθανόμενος ότι πρέπει να υπερασπιστεί και να τιμήσει τον τόπο του. Πουλάει την κουζίνα του, πουλάει το ραδιοφωνό του, έχει γυναίκα και τρία παιδιά, για να πάρει εισιτήρια, ώστε να μην πάρει καράβι, γιατί θα είχαν πάρα πολλές προπονήσεις, για να πάρει αεροπλάνο. Τελικά φτάνει στην Αμερική, του λένε οι γιατροί ότι δεν θα τα καταφέρει, γιατί λόγω της κατοχής είναι λιμπό σαρκός πλέον, η φυσική του κατάσταση θένεται ότι είναι κάπως διαλυμένη. Αυτός υπογράφει ένα έγγραφο ότι αναλαμβάνει την ευθύνη, τρέχει και τελικά κερδίζει. Το ενδιαφέρον όμως ξεκινάει τώρα, γιατί με το που κερδίζει, είναι μια πολύ μεγάλη διάκριση εκείνη την εποχή, κάνει μια περιοδία σε όλη την Αμερική, μαζεύει τεράστιες ποσότητες και από χρήματα και 25.000 τόνους εφόδια, τα οποία μετά χρειάζονται δύο καράβια για να έρθουν στην Ελλάδα. Και όταν φτάνει, τον υποδέχονται ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Ίσως αυτά τα νούμερα να είναι λίγο φουσκωμένα, αλλά καταλαβαίνετε γιατί τάξιος, γιατί φαινόμενο, γιατί μιλάμε. Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος, ξέρετε τι έλεγε, όπου πήγαινε, έλεγε «Σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου». Λέει ακριβώς την φράση που γράφει ο ποιητής μέσα στο «Αξιονεστή», που εκδίδεται το 1959. Ο Κυριακίδης, όπως πολύ σωστά η λέξη, κερδίζει το «Μαραθώνιο της Βωστών» το 1946. Οπότε τι γίνεται. Σε πρώτη φάση έχουμε την αίσθηση ότι έρχεται ο ποιητής και δίνει αυτές τις λέξεις που μέσα μας κάνουν πραγματικό ένα αίσθημα αλληλεγγύης, που συνδέουν την προσωπική μοίρα με την κοινή μοίρα. Όμως τελικά, δεν είναι ακριβώς ο ποιητής ο οποίος έρχεται και μιλάει. Είναι ο ποιητής ο οποίος έρχεται και ακούει. Δεν είναι αυτός που μιλάει, είναι η κοινωνία που μιλάει. Είναι αυτός ο ασήμαντος, αποφασισμένος, πραγματικά εμμονικός άνθρωπος, ο Κυριακίδης ο οποίος μίλησε. Και έρχεται ο ελίτης, παίρνει αυτόν τον λόγο και τον αφομιώνει. Και τι κάνει λέει. Της δικαιοσύνης σύλλη ενοηταί, που είναι αναφορά στον Ακάθιστο Ήμνο και η εμμυρσύνη εισήδοξαστική, που είναι αναφορά κατά πάση πιθανότητα σε μια αρχαία αναφορά, σας παρακαλώ, μη λυσμονάτε τη χώρα μου. Και έρχομαι εγώ σήμερα να σας πω αυτή την ιστορία. Και έτσι τα πράγματα κυλούνται και έτσι δεν ξέρουμε και οι ίδιοι καλλιτέχνες πότε μιλάμε εμείς, πότε μιλάνε οι άλλοι. Και ποια είναι η σχέση ακριβώς του καλλιτέχνου με την κοινωνία. Και εδώ νομίζω ότι είναι η στιγμή να μιλήσουμε λίγο για τη σχέση του καλλιτέχνη και με την κοινωνία και με την πολιτική. Γιατί αυτή η σχέση πρέπει να παραμένει πάντα ανοικτή. Είπα ότι η πολιτική έρχεται και διαπραγματεύεται υλικά που της αποδίδει ο χώρος του πολιτισμού. Πρέπει να προσθέσω τώρα ότι αντίστοιχα όμως η πολιτική μπορεί και διαμορφώνει. Δεν είναι παθητική, είναι μια σχέση η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα. Οπότε πότε μοιάζει η μία να προσδιορίζει την άλλη και αυτή η σχέση μοιάζει να είναι μια άλλητη διαρκής διαμάχη. Αυτό το ένιγμα το οποίο πολλοί έχουν αισθανθεί τον πειρασμό να το λύσουν και να πούνε ποιος τελικά είναι αυτός που είναι πιο σημαντικός όχι απλά ποιος κυριερχός πρέπει να μην είναι ανοιχτή. Και σε αυτή τη διαδικασία αυτού του αυτής της πάλης να μην κερδίσει ο ένας ή ο άλλος ο καλλιτέχνης παίζει έναν ρόλο. Εάν η πολιτική καταφέρει να ηγεμονεύσει και να ελέγξει τον πολιτισμό τότε πολύ απλά θα έχουμε φαινόμενα όπως η λογοκρισία, η προπαγάνδα, η δημαγωγία. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα έχουμε μια ασφιξία του δημοσιού λόγου. Εάν συμβεί το ανάποδο τότε θα έχουμε την τέχνη να ηγεμονεύει και σε αυτή την περίπτωση θα έχουμε έναν αισθητισμό και έναν αλλητισμό ο οποίος πάλι δεν θα δίνει φωνή στην κοινωνία. Θα αρχίσει να ασχολείται με ερωτήματα αισθητικά εγκαταλείποντας το έτημα για δικαιοσύνη και αλήθεια το οποίο έρχεται και ολοκληρώνει αυτή τη μεγάλη συζήτηση. Ο καλλιτέχνης λοιπόν δεν είναι ότι έχει μία θέση ανάλογα με το πλαίσιο του καιρού και αυτό το βλέπουμε στις διαφορετικές γενιές λογοτεχνών, ζωγράφων, μυθιστοριωγράφων, κινηματογραφιστών. Άλλες γενιές έρχονται να ενδυναμώσουν την μία πλευρά, άλλες την άλλη. Και μέσα σε κάθε γενιά υπάρχουν και αποκλήσεις, θέλω να πω, δεν είναι ότι αυτό είναι τόσο μαζικό αλλά είναι μια μάχη η οποία δεν σταματά ποτέ. Και θα μπορούσα να πω ότι αυτοί που αποκαλούμε καλλιτέχνες έχουν σαν μέρημνα να ενώνουν αλλά και να χωρίζουν τα μικρά και τα μεγάλα. Την ασήμαντη χαρά του ενός με την έγλη των άστρων, τον ελάχιστο θάνατο του ενός με τη μοίρα χιλιάδων άλλων, την αίσθηση πως όλα είναι ψέμα, μαζί με την επιθυμία που έχουν τα πλήθη να πηγαίνουν σε γιορτές, σε πλατείες, σε παραλίες, σε μουσεία. Όλον αυτόν τον παλμό της ζωής που ταυτόχρονα μπορεί να μοιάζει χωρισνόημα. Ο καλλιτέχνης το υποθετεί εκ των πραγμάτων σε αυτή την ενδιάμεση περιοχή. Και νομίζω ότι τώρα είναι πιο εμφανές και πιο εύκολο να φέρουμε ξανά στη συζήτηση τον εθνικό μας ποιητή. Γιατί ο Διονύσιος Ολωμός ο οποίος ταυτίστηκε με την περιπέτεια του πολέμου της ανεξαρτησίας, δεν είχε τίποτε άλλο στο μυαλό του εκτός από την ελευθερία και τη γλώσσα, δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Η Ελλάδα δημιουργήθηκε, πάλεψε για αυτήν, αλλά παρέμεινε εκεί που ήτανε. Υπήρξε Ιταλός υπήκος, υπήρξε Άγγλος υπήκος, νομίζω ότι υπήρξε Ελλείο και Γάλλος υπήκος, αλλά όχι Έλληνας υπήκος. Αυτή η απόσταση λοιπόν, ακριβώς του εθνικού ποιητή, μπορεί να λειτουργήσει σαν μια μεταφορά, σαν μια προβολή, ακριβώς αυτής της απόστασης που είναι απαραίτητη, όχι μόνο στον καλλιτέχνη στην πραγματικότητα, αλλά και στον καθένα από μας. Όμως έχουμε μιλήσει για τον καλλιτέχνη σαν να υπάρχει κάπου, σαν να είναι μια θυριμένη έννοια και νομίζω ότι πρέπει να θέσουμε και αυτό το ερώτημα. Ποιος είναι αυτός ο καλλιτέχνης? Ποιοι είναι καλλιτέχνες? Είναι κάποιοι που έχουνε ταλέντο, είναι κάποιοι που έχουνε γνώση, είναι κάποιοι που έχουνε καλλιέργεια. Θα μπορούσε κανείς να πει, νομίζω με αρκετή ευκολία, είναι οι άνθρωποι που έχουνε χρόνο να καλλιεργήσουν το ταλέντό τους, γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που έχουνε ταλέντο και δεν αποκτούν αυτήν την στάμπα του καλλιτέχνη. Και επίσης είναι οι άνθρωποι που έχουν χρόνο να καλλιεργηθούν, γιατί υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι φιλωμαθείς, αλλά δεν καταφέρνουν να καλλιεργηθούν. Και για τις ικανότητες πάλι, για να αναπτυχθούν, χρειάζεται χρόνος. Και όταν λέμε χρόνος, εννοούμε και κάτι άλλο προφανώς, μιλάμε για χρήματα. Οπότε αυτό που δείχνουν οι έρευνες, είναι ότι σε γενικής γραμμής, καλλιτέχνες γίνονται αυτοί που βρίσκονται σε ένα περιβάλλον, είτε οικογενειακό, είτε κοινωνικό, που τους παρέχουν μια οικονομική στήριξη. Και αυτό που μας πάει, στο σχετικά προφανές, ότι αν δεν υπάρχει στήριξη, οι μόνοι που θα είναι οι καλλιτέχνες, είναι αυτοί που έχουν χρήματα. Δεν θα είναι τελικά αυτό που καθορίζει τα πράγματα, ούτε το ταλέντο στην πραγματικότητα, ούτε η καλλιέργεια, ούτε οι γνώσεις. Και σε αυτή την περίπτωση, ήδη βλέπουμε το πόσο βαθιά επικίνδυνο και πόσο βαθιά είναι η ρυζωμένη ανισότητα μέσα στο πεδίο το καλλιτεχνικό, άρα κατά πέκταση και στο γενικότερο πολιτεσμικό. Εκεί λοιπόν, πρέπει να δει κανείς, όχι ότι θα ήταν κακό να είναι οι άνθρωποι που έχουν χρήματα καλλιτέχνες, απλώς ότι θα έρχονται από μια πολύ συγκεκριμένη περιοχή κοινωνική, μια θέση μέσα στο πεδίο πολύ συγκεκριμένη και όταν θα βγαίνουν από το πεδίο τους θα έρχονται ως εκπολιτιστές, ως διαφωτιστές, ως πολύ ωραίοι και σημαντικοί, οι οποίοι πάνε προς τους άλλους, οι οποίοι χρειάζονται να διαφωτιστούν, να εκδημοκρατιστούν κτλ. Νομίζω είναι εύκολο να συμφωνήσουμε, ότι αυτό είναι μια προβληματική κατάσταση και ότι οποιαδήποτε κοινωνία θέλει να είναι υγιής και εύρωστη, θα πρέπει να το σκεφτεί και να το αντιμετωπίσει. Και εδώ βρίσκουμε επιτέλους ξανά το θέμα της σχέσης του κέντρου με την περιφέρεια. Γιατί και εκεί αποτυπώνεται το ίδιο ζήτημα και το ίδιο πρόβλημα. Γιατί εάν δεν στηρίξουμε φωνές που συνδέονται με τον τόπο, τότε αυτός ο τόπος δεν θα έχει φωνή. Θα είναι αποκλεισμένος. Και οι μόνες φωνές που θα έχει θα είναι μεταφράσεις που κάνουμε μέσω από το εθιές, καλλιεργημένο, πολύ τάλαντο παιδί από το οποίο ερχόμαστε εμείς οι άλλοι. Οπότε είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μια βιωμένη σχέση η οποία δεν είναι κατ' ανάγκη σχέση αίματος ή τόπου αλλά είναι σχέση εμπειρίας με τον τόπο και μάλιστα αυτό δεν φτάνει με τη σχέση αυτού του τόπου με το έξω από αυτόν, ώστε να μην πέσουμε στην τοπικότητα, δεν είναι η περιφερειακότητα το θέμα, είναι η σχέση του κέντρου με την περιφέρεια. Και επειδή αυτή η συνάντηση με κάποιο τρόπο οργανώνεται γύρω από αυτό το ερώτημα και οι επόμενες, τα επόμενα χρόνια που θα γίνουν θα θέτουν ξανά και ξανά αυτό το πρόβλημα νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να πω και κάτι ακόμα. Μιλάμε για ανάπτυξη, έχουμε κουραστεί να συζητάμε για ανάπτυξη αλλά για να υπάρχει ανάπτυξη χρειάζεται ηθικό σθένος. Και τι εννοώ όταν λέω ηθικό σθένος νομίζω ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου μιλάμε αθενώς για το σθένος ενός ανθρώπου ο οποίος αντιστέκεται απέναντι στη διαφθορά ο οποίος μπορεί να κρατά τις αξίες του όρθειας και να μην παρασύρεται από τη σύγχυση, τη δυσκολία της ζωής και δεν είναι ηθικός η αξιολόγηση που κάνω. Μια ηθική απόλυα είναι πολύ σημαντική και για αυτόν που την υφίσταται αυτός που διαθήρεται αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και μια άλλη διάσταση που είναι πολύ σημαντική και νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία το έζησε με πολύ μεγάλη ένταση είναι όταν όλοι σου λένε ότι έχεις λάθος όταν όλοι σου λένε ότι δεν αξίζεις να έχεις το ηθικό σθένος να αντέξεις το βλέμμα του άλλου. Και αυτό είναι πάρα πολύ συνδεδεμένο ακριβώς με αυτή την καθημερινή διαδικασία που μπορεί να έχει να κάνει με ένα θέατρο μπορεί να έχει να κάνει με ένα καφενείο μπορεί να έχει να κάνει με το τραπέζι της οικογένειας ένα βράδυ ή μια Κυριακή. Οπότε, εάν θέλουμε να μπορούμε να έχουμε ανάπτυξη αν θέλουμε να έχουμε με κάποιον τρόπο την αίσθηση όχι της εγκατάληψης και του ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα χρειαζόμαστε ηθικό σθένος και αυτό συνδέεται πάρα πολύ με την πολιτική του πολιτισμού ή αν θέλετε με τη σχέση του πολιτισμού με την πολιτική. Έκλεισα τον κύκλο μου και βεβαίως μιλήσαμε για πράγματα τα οποία ακόμη και αν τα αγγίξαμε με γενικεύσεις και επί τροχάδιν είναι κρίσιμα και σημαντικά. Δεν μπορώ να σας κρύψω ότι κάτι με ενοχλεί γιατί μέσα σε όλα αυτά που σας είπα δεν μίλησα για το πιο σημαντικό το οποίο ίσως δεν χωράει σε αυτή την ομιλία που έχει να κάνει με το ότι τέχνη χωρίς χαρά απόλαυση δεν υπάρχει. Οπότε, ό,τι είπα για τη θέση του καλλιτέχνη τώρα κατά κάποιον τρόπο είναι βαθιά αντικαλλιτεχνικό. Βέβαια όταν μιλάμε για απόλαυση δεν μιλάμε απλά για την απόλαυση μια εφορία κατ' ανάγκη. Μιλάμε για την απόλαυση που έχουμε συχνά όταν βλέπουμε ένα πολύ σκοτεινό κομμάτι του αυτού μας που δεν θα τολμούσαμε να κοιτάξουμε κατάματα. Μπορεί να είναι μια τέτοια απόλαυση. Εν τούτης υπάρχει μέσα σε όλη αυτή την σοβαρότητα σε αυτή την έλλειψη ενός στοιχειώδης αυτοσαρκασμού και αυτοανέρεσης που έχει διαπραγμάτευση αυτού του θέματος ένα πρόβλημα. Και θα ήθελα να κλείσω λοιπόν με το εξής. Ότι εάν οποιοσδήποτε από εμάς θέλει να στηρίξει τους καλλιτέχνες και το κάνει χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς πίστη, χωρίς να είναι έτοιμος για αυτοσαρκασμό και αυτοανέρεση, τότε είναι πιθανό να είναι καλύτερα να μην το κάνει. Καλύτερα να μην στηρίξουμε τους καλλιτέχνες με αυτόν τον τρόπο σαν εργαλεία για μια πολιτική πολιτική και νομίζω ότι και χωρίς στηρίξη τελικά κάτι θα καταφέρουμε. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την υπομονή σας. Ευχαριστούμε.