: Οι γονείς σας πού ήταν? Από τα Κούλα. Πότε ήρθαν εδώ? Το 1921 με 1922. Και οι πρώτοι που βήκανε σαν πρόσφυγες είμαστε εμείς. Δηλαδή ο πατέρας μου και η μάνα μου έξασαν ότι η γονή ήταν μαγειρίου. Ήταν 16 οικογένειες εδώ. Το στρατιωτικό σχολείο. Το στρατιωτικό σχολείο. Το στρατιωτικό σχολείο. Το στρατιωτικό σχολείο. Το στρατιωτικό σχολείο. Το στρατιωτικό σχολείο. Το σπίτι το δικό μας ήταν επί της Αγίου Δημητρίου. Μόλις ανέβαινε τα σκαλάκια από τον Στατινίδη. Εκεί ήτανε. Εγώ πέτυχα και την οδόστρωση της Αγίου Δημητρίου. Ήτανε χώματα. Χωματόδρομος ήτανε. Ποια χρονιά? Μωρό ήμουνα. Καμιά 3-4 χρονών. Το 1961 είμαι γεννημένη και γύρω στο 1963-64 να έγινε η οδόστρωση του δρόμου. Ένας ο δεύτερος κουβέττας βάζανε από μία κουβέττα ο καθένας. Πρόσφυγες από μία κουβέττα. Ένα δωμάτιο για μια κουζίνιτσα. Κάναμε κουβέττες. Και καθόντουσαν με σεριάντα. Ήρθαν μετά από μας. Ο πρώτος κουζίνιτσας ήταν ο πατέρας μου. Ήτανε να φύγουν οι Ιντούργοι. Λένε το πατέρα μου. Λέει θα χρειάσεις αυτή τη Ιούνια. Θα χαλάσεις μέσα στη μουζίνα αυτή να όλοι. Ήρθανε ένα δωμάτιο. Πιάνανε τα χέρια του πατέρα. Για κανέναν δωμάτιο για μια κουζίνιτσα. Και πήρε τη μάνα μου και την έφευγε. Ήρθανε να γεννήσει. Κάτσε εδώ τώρα. Θα πλακώσουν πάρα πολύ σε αυτά τα κτήρια. Κάτσε εδώ. Και αυτό είναι το καλύτερο βέβο. Γιατί ξέρει ο Τούρκος πολύ καλά για την Ελλάδα. Τον αγάψει ο πατέρας μου. Κάτσε εδώ. Θα πλακώσεις ένα σωρό εδώ. Μεσένα μήνα γέμιζαν όλα αυτά τα κτήρια από πώς ήρθες. Και κάτω πλειώσεις πέρανται από μας. Στο μαγειρίο που σας λέω στη γωνία. Είχε μία στοάχα από κάτω. Μία στοάχα. Η εργοστάσια που είχε κάνει ο κύριος Θανάσης. Και έβλεπε κουβάδες. Είχε καμιά 19 εργάτες μέσα από κάτω κάτω. Είχε δυο πόρους, ένα δωμάτιο, μία σαν κουζίνα. Και πίσω ήταν το μαγειρίο. Εγώ φοβόμουνα να πάω στο μαγειρίο. Γιατί είχε μία μεγάλη καυμαγόρθο. Βαντζάτο, έκανα τέλος πάντων. Που ήτανε γεμάτος πίση. Και ήταν ανοιχτός, ψηλός ο χώρος και φοβόμουνα. Εντεξί, εδώ κάτω. Ήτανε κοινός, κοινόχρητος χώρος πλισταριό. Από κει πήρε φωτιά το 1978. Και μετά τελειώθηκε το σεισμό. Ήτανε ανοιχτός χώρος. Μαζεύονταν οι γυναίκες, είχαν συνενοηθεί. Κάθε πέμπτη βάζανε τα καζάνια τους. Και είχε και, πώς το λένε, νυπτύρας. Βράζανε νερό, ρίχνανε μέσα στους νυπτύρες και πλέναν τα ρούχα. Αυτή ήτανε. Νερό δεν υπήρχε. Υπήρχε εδώ εκείνη η βρύση. Μετά την είσοδο. Μετά την πύλη. Και πέρνανε με τα ντενακεδάκια νερό. Και το πηγαίνανε στο μουσλούκι. Τον νυπτύρα λοιπόν. Και για το πρωινό πλύσιμο, για τα πιάτα. Αυτή ήταν η ζωή τους. Δύσκολες συνθήκες, εδώ που τα λέμε, για τους περισσότερους. Ζηλεύαμε αυτούς που είχαν πάρει αν το πάρουχες. Εμείς φύγαμε με τον μπαμπά μου. Θυμάμαι και τη μετακόμιση που κάναμε. Δυο καρέπλες και ένα τραπέζι. Στα τέσσερα και στα πέντε. Εδώ είχε ένα, εδώ είχε πλεκτήρι. Εδώ είχε ένα τεράστια καλυβιά. Κάτω απ' αυτά. Εδώ πέρα, έκτη ό,τι είχε μεραιμένη το έκανε ο πατέρας. Και έκανε τα ντουβάρια του Λίγη Μασίου. Τα ντουβάρια του Νίου. Τα βλέπανε εκεί που περνούσαν. Μαστουλιαντί, έκαναν τα ντουβάρια γύρω γύρω. Ύστερα το φουνάξουν τον Αξελιθιώτη. Έκαναν τον Αξελιθιώτη τα μπεραιδέτια γύρω γύρω. Τον ίδιο Αξελιθιώτης. Και δεν έρθε σε εγώ, λέει, να δομέτει. Και εγώ έκανα τα κουφώματα για τις Βάνεχ. Καταλάβατε, κι από μόνο είναι σύνταξη ο άνθρωπος. Εξυλαιτέσαι, χωρίς να μ Εξυλαιτέσαι, χωρίς... |