13η Διάλεξη: Αυτό το σημερινό μας θέμα έχει να κάνει με την πολιτικηταρική οργάνωση και την οργάνωση και την επικοινωνία και τη σύνδυση μεταξύ των γιτάρων. Και αυτό γιατί είναι σημαντικό. Γιατί μέχρι τώρα καταρχάς μιλήσαμε για το κύταρο, για τα κύταρα, για τη δομή τους, για το οργανισμό, για τη δομή τους. Αυτό το σημερινό μας θέμα έχει να κάνει με την πολιτικηταρική οργάνωση και την επικοινωνία και τη σύνδυση μεταξύ των γιτάρων. Και αυτό γιατί είναι σημαντικό. Γιατί μέχρι τώρα καταρχάς μιλήσαμε για το κύταρο, για τα κύταρα, για τη δομή τους, για το οργανισμό, για τη δομή τους. Τι κάνουν, πώς το κάνουν. Αλλά τα κύταρα των ζωικών οργανισμών και μάλιστα των ανθρώπων, δεν είναι ξαφνικά τα πιο πολλά τουλάχιστον. Είναι οργανωμένα σε ιστούς. Από συγκεκριμένες συνθήκες και για παράδειγμα ένας υπατικός ιστούς, είναι πάντα αν πάρουμε μία τομή ενός υπατικού ιστού και κάποιου άλλου, πάντα θα έχουμε την ίδια εικόνα. Στη μορφολογία. Όπως για παράδειγμα, αν κοιτάξουμε το επιθύλιο ενός εντέρου, δεν έχει σημασία πόσες τομές θα κάνουμε, από πόσα δείγματα. Η εικόνα που θα πάρουμε θα είναι ίδια. Τα κύταρα είναι επακριβώς οργανωμένα και τα κύταρα τα οποία βρίσκονται σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο, στο επιθύλιο για παράδειγμα εντέρου, έχουν μια πολύ συγκεκριμένη δομή. Από κάποια άλλα κύταρα. Το ερώτημα που μείνω, είναι απλό και πολύ πλόγο ταυτόχρονα. Πώς αυτά τα κύταρα ενώνονται μεταξύ τους. Και πώς στηρίζονται μεταξύ τους. Λοιπόν, για να μιλήσουμε γεράνιστο, θα πρέπει αυτά τα κύταρα, με κάποιο τρόπο, να συνδέονται μεταξύ τους στον ιστό. Κι ένας ιστός αποτελείται μόνο από κύταρα, ή και από κάτι άλλο. Θα δούμε ότι αποτελείται για πολλά άλλα πράγματα. Αποτελείται από κάποιες δομές, πάνω στις οποίες στηρίζονται τα κύταρα, συνδέονται πάνω τους, πατάνε έτσι δυνατά, και δίνει αυτό δομική σταθερότητα. Αλλά θα δούμε επίσης ότι ένας ιστός δεν αποτελείται μόνο από κύταρα, αποτελείται από διάφορες ουσίες που βρίσκονται ανάμεσα στα κύταρα. Και αυτές είναι οι ουσίες του εξωκυταρίου χώρου, που παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στη δομή και στη λειτουργικότητα πολλές φορές των ιστών. Και αυτό εδώ δεν ισχύει μόνο για τα ζωικά κύταρα, αλλά και για τα κύταρα των φυτών. Δηλαδή, ακόμα και σε ένα φυτικό ιστό, άμα δούμε, βλέπουμε κάποια πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Βλέπουμε ότι υπάρχουν τα κύταρα και ανάμεσα στα κύταρα, γύρω από τα κύταρα υπάρχει ένα κυταρικό τείχωμα, το οποίο είναι σαν ένα σύνορο μεταξύ του ενός κύταρα και του διπλανού του. Από τι αποτελείται αυτό το κυταρικό τείχωμα? Αυτό το κυταρικό τείχωμα αποτελείται κυρίως από πολυμερίοι, από πολυτσαχαρίτες. Όχι από έναν, από πολλούς. Έχουμε ακούσει την Κιταρίνη, για παράδειγμα, είναι εκεί, αλλά υπάρχουν και άλλοι πολυτσαχαρίτες, πιο πολυπλογοί, όπως οι Πικτίνες, οι οποίες αποτελούν αυτό, ας πούμε, το εξοκυτάριο στρώμα, ταυτόχρον και κυκταρικό τείχωμα, των φυτικών ιστών. Ας δούμε επίσης μερικά πράγματα, πριν πάμε να δούμε ακριβώς τη δομή, σε σχέση με τον κύριο πολυτσαχαρίτη των κυταρικών τειχωμάτων, την Κιταρίνη. Αν δούμε στο ηλεκτρονικό μητροσκόπιο την Κιταρίνη, βλέπουμε να είναι σε μορφή νηδεία. Και αυτά τα νήδια δεν είναι πυχαία διαμορφωμένα, αλλά είναι σε παράλληλες δέσμες. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί, όπως θα δούμε, έχει να κάνει με το γεγονός ότι ανάλογα με το περιβάλλον, για παράδειγμα το ζωοδικό περιβάλλον, το κυταρικό τείχωμα, που αποτελείται, όπως είπαμε, και από την ίδια Κιταρίνη, μπορεί να επιτρέπει στο κύταρο να μεγαλώνει σε όγκο ή να μικρένει. Όπως, για παράδειγμα, όταν μαρένεται ένα φύλλο από μαρουλάκι. Λοιπόν, μαρένεται γιατί? Γιατί χάνει νερό και σαν ένα κορντεόν, οι ίνες της Κιταρίνης κλείνουν ολιστώς. Όταν ενιδατώνεται το κύταρο, μεγαλώνει σε κατάλληλος ζωοδικό περιβάλλον, απέντει νερό, επιτρέπουν αυτές οι δομές, ότι οι ίνες της Κιταρίνης είναι παράλληλες, το επιτρέπουν να ανοίγει το κύταρο σαν ένα κορντεόν. Βέβαια, αυτό είναι λίγο παράλογο, γιατί αν έχουμε πολλές παράλληλες ίνες, πώς αυτές μπορούν να στεθεροποιηθούν μεταξύ τους. Θα πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο, το οποίο να τις προσδένει μεταξύ τους και να τους δίνει μια δομική σταθερότητα. Λοιπόν, και εδώ βλέπουμε τον ρόλο, εκτός από την Κιταρίνη, και κάποιον άλλον πόλιν Ζαχαριτών, όπως για παράδειγμα της ίνη Κιταρίνης και την Πικτίνη, από που μιλήσαμε. Γιατί αυτό είναι σημαντικό, γιατί η Κιταρίνη δεν μπορεί από μόνη της, αυτά τα ίνιδια της, να ανοθούν τώρα μετά άλλο. Γιατί, όπως θα θυμάστε ίσως από τις πρώτες διαλέξεις, η Κιταρίνη, ένας γραμμικός πολυτσαχαρίτης, που έχει μόνο β1,4 γλυκοσυδικούς δεσμούς, και δεν είναι διακλαδισμένος, για να γίνουν διακλαδώσεις χρειάζεται και είτε α, είτε β1,6 γλυκοσυδικός δεσμός. Αυτό το έχει η ίνη Κιταρίνη, άρα ως διακλαδισμένος πολυτσαχαρίτης μπορεί να μπει ανάμεσα σύναις κιταρίνης και να τις πλέξει μεταξύ τους. Αυτό λοιπόν, όπως στο ακορντεόν έχουμε το ύφασμα το οποίο διασυνδέει τα μεταλλικά τετράγωνα τα οποία αποτελούν το πλέγμα του, έτσι και εδώ έχουμε την ίνη Κιταρίνη, τις πικτίνες που το κρατάνε. Λοιπόν, πάρα πολύ ωραία. Λοιπόν, είπαμε ότι εδώ η κιταρίνη έχει μια πολύ συγκεκριμένη οργάνωση, δηλαδή τα ίνη Κιταρίνη είναι το ένα παράλληλο με το άλλο, είπαμε πως πλέκονται μεταξύ τους, αλλά ακόμα δεν είπαμε πως βιοσυνδύθενται τα μόρια της Κιταρίνης με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε όλα να είναι παράλληλα το ένα με το άλλο. Έχουν μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Προφανώς κάτι κατευθύνει. Τι είναι αυτό κάτι? Αυτό κάτι, για να το καταλάβουμε, πρέπει να καταλάβουμε πως φτιάχνονται, πως συνδύθενται οι ίνας Κιταρίνης. Συνδύθενται, είπαμε, η Κιταρίνη είναι ένας γραμμικός πολυσαχαρίτης, αποτελούμενος από μονομεροί. Ποια είναι τα μονομεροί? Είναι μόρια γλυκόσεις. Λοιπόν, πού γίνεται η σύνθεση και από τι γίνεται η σύνθεση. Υπάρχουν ειδικά ένζυμα τα οποία λέγονται συθετάς Κιταρίνης. Τα συγκεκριμένα ένζυμα δεν βρίσκονται μέσα στο κύταρο, βρίσκονται έξω, στο εξοκυταρίο χώρο. Ακριβώς, όχι ακριβώς, βρίσκονται πάνω στο εξωτερικό μέρος της κυταρικής μεμβράνης των φυτικών κυτάρων. Αλλά, ταυτόχρονα, είναι συνδεδεμένα και με κάτι ακόμα. Με τι ακόμα είναι συνδεδεμένα? Διαπερνώντας τη μεμβράνη, είναι συνδεδεμένα με μικροσολυνίσκους, οι οποίοι βρίσκονται ακριβώς από κάτω από την κυταρική μεμβράνη. Επομένως, αυτό το οποίο βλέπουμε είναι ότι τα ένζυμα αυτά εδώ μετεκινούνται κατά μήκος των μικροσολυνίσκων. Οι μικροσολυνίσκοι, το μεταξύ, έχουν παραταχθεί παράλληλα ο ένας με τον άλλο κάθε επιφάνεια. Και έτσι, όταν γίνεται η βιοσύνθεση των ινειδίων κυταρίνης, γίνεται, είπαμε, από τη συνθετάς κυταρίνης έξω από το κύταρο, με την κατεύθυνση των μικροσολυνίσκων. Τι κατευθύνει αυτά τα ένζυμα? Τα κατευθύνουν κινητήριες πρωτεΐνες, οι οποίες, όπως έχουμε πει, συνδέονται με την κεφαλή τους, πάνω στους μικροσολυνίσκους με τις δεουρές τους πάνω στα σύμπλοκα της συνθετάς κυταρίνης, τα οποία μετακινούνται. Και φυσικά να μην ξεχνάμε ότι για να γίνει αυτή η διαδικασία πρέπει το κύταρο να στείλει προς τα έξω μόρια γλυκόζης, τα οποία είναι τα υποστρώματα της συνθετάς κυταρίνης και αυτή είναι μια ενεργός διαδικασία, για την οποία όμως δεν θα μιλήσουμε. Σήμερα θα μείνουμε μόνο στο απλό. Αυτό λοιπόν που βλέπουμε είναι ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ούτε είναι τυχαίο ότι η παράταξη των ιδίων της κυταρίνης είναι συγκεκριμένη, είναι παράλληλη, ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι, δηλαδή δεν σχηματίζονται τυχαία, αυτό γίνεται με τη βοήθεια των μικροσολυνίσκων που ήδη έχουν οργανωθεί στο εσωτερικό του κυτάρου. Αυτά λίγα για τα θετικά κύταρα, γιατί, ναι και είμαστε φανακοποίοι, αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο είναι τα ζωικά κύταρα. Έτσι, τα κύταρα των θηλαστικών. Και αν δούμε τώρα το αντίστοιχο, αν δούμε τα ζωικά κύταρα, από τι περιβάλλονται, βλέπουμε ότι, βλέπουμε εδώ ένα, μια διατομή ενώσιστου, για παράδειγμα στο επιθύλιο του εντέρου, βλέπουμε τα επιθυλιακά κύταρα και ας το πούμε από τώρα και θα το ξαναδούμε αργότερα. Βλέπουμε ότι αυτά τα επιθυλιακά κύταρα στηρίζονται πάνω σε ένα πρωτεϊνικό, σε μια πρωτεϊνική μεμβράνη, την οποία τη λέμε βασικό ημένα. Θα μιλήσουμε αργότερα να δούμε χημικά από τι αποτελείται αυτός ο βασικός ημένας. Είναι πρωτεϊνικής φύσης, ας το πούμε από τώρα. Είναι πρωτεϊνικής φύσης και αποτελείται κυρίως από μόρια κολαγόνο. Λοιπόν, κάτω από το βασικό ημένα βλέπουμε ότι η δομή των κυτάρων είναι τελείως διαφορετική. Άλλα κύταρα βρίσκονται κατά την επιθυλιακή στη Βάδα. Είναι πολλές οι κατηγορίες, αλλά ένας κλασικός έννοικος αυτής της περιοχής, κλασική έννοικη είναι οι ινοβλάστες, κύταρα τα οποία έχουν την ικανότητα της πετακίνησης, αλλά και του πολλαπλασιασμού. Αυτό όμως το οποίο βλέπουμε σε όλες τις φωτογραφίες αυτού των νηστών, βλέπουμε ότι ανάμεσα σε αυτά τα κύταρα υπάρχει κάτι που στο μητροκόπιο φαίνεται σαν κενό. Δεν είναι κενό, είναι κάτι το οποίο γεννίζει τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα σε αυτά τα κύταρα. Τι είναι αυτό το κάτι, αυτό είναι το εξοκητάριο στρώμα. Και το εξοκητάριο στρώμα, αν θέλουμε να το δούμε πολύ χοντρικά, αποτελείται από δύο τύπους ουσιών, κάποιες ινώθης φρωτεΐνες, κυρίως κολαγόνα και κάποια θεμέλια ουσία, και θα δούμε από τι αποτελούνται αυτά εδώ κυνήκα. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι ινώθης φρωτεΐνες είναι οι ίνες του κολαγόνου, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους, περιπλέκονται μεταξύ τους. Και θα μιλήσουμε για λίγο για τη δομή του κολαγόνου, το οποίο σχηματίζει μια τριπλή έλικα, αλλά και από κάποια άλλα μόρια, τα οποία τα λέμε πρωτογλυκάνες. Άρα, τι γίνεται εκεί μέσα. Έχουμε λοιπόν αυτές τις ίνες του κολαγόνου που δίνουν μηχανική σταθερότητα, γιατί είναι σαν σκοινιά με μεγάλη μηχανική σταθερότητα, και το ενδιάμεσο γεμίζεται από κάτι το οποίο είναι σαν ζελέ. Και είναι σαν ζελέ γιατί είναι ιδατώνεται, μπορεί να προσλάβει νερό. Αν έχουμε πολύ κολαγόνου και λίγο από το ζελέ αυτό εδώ, τότε ο εξοκητάριος χώρος, το εξοκητάριος τρόμα, φαίνεται να είναι πιο σκληρό, για παράδειγμα η χόνδρη. Αν έχουμε λιγότερη πρωτεΐνη και πιο πολύ ζελέ, τότε είναι πιο ιδαρές. Αλλά να δούμε τι είναι αυτό ζελέ. Αυτό ζελέ βλέπουμε ότι αποτελείται κυρίως από πρωτογλυκάνες. Τι είναι πρωτογλυκάνες. Πρωτογλυκάνες είναι πρωτεΐνες του εξοκηταρίου στρώματος, οι οποίες όμως περιέχουν πολλαπλά μόρια γλυκοζάμινογλυκανών, τις λεγόμενες γκάγκς. Τι είναι αυτά εδώ. Είναι διακλαδισμένοι, πόλιγος ζαχαρίδες. Μια τέτοια πρωτεΐνη μοιάζει σε ένα βουτσάκι, όπου οι άκρες που ραξέχουν τα βουτσάκια, οι δρίχες στα βουτσάκια, είναι ουσιαστικά αυτές οι γλυκοζάμινογλυκάνες. Βλέπουμε, επειδή αυτές οι πρωτεΐνες, οι πρωτογλυκάνες, έχουν τόσα πολλά ζάχαρα, μπορούν και ενιδατώνονται έντονα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί είναι μια πλαστικότητα και ελαστικότητα στο εξοκητάριο στρώμα. Αν γυρίσουμε τώρα ένα βήμα πίσω προς το κολαγόνο, είναι καλό να το κοιτάξουμε για να καταλάβουμε τη διδομή του, αλλά και κάποια άλλα χαρακτηριστικά του. Όταν μιλάμε για το κολαγόνο, μιλάμε για ένα τύπο ενώδους πρωτεΐνης, η οποία περιπλέκεται και δίνει μηχανική σταθερότητα. Ας καταλάβουμε, όμως, ένα πράγμα. Ότι δεν έχουμε μόνο ένα κολαγόνο, έχουμε πολλά κολαγόνα. Υπάρχουν περίπου 20 γωνίδια κολαγόνων στα αγωνιδιώματα των φυλαστικών. Το δεύτερο είναι, ποια κύτερα βιωσιθένται το κολαγόνο. Μόνο ένας τύπος κυτάρων, όλα τα κύτερα. Ποια? Συνήθως, τα κύτερα τα οποία βιωσιθένται το κολαγόνο, είναι οι υνοβλάστες. Αυτοίς το φτιάχνουν και αφού το βιωσιθένται μετά τη βιωσύνδεση, ουσιαστικά, έρποντας πάνω στο κολαγόνο και τεντώνοντάς το, διαμορφώνουν τη δομή στο χώρο. Που έρπουν και τι διαμορφώνουν. Μια ύνα της πρωτεΐνης, μια πολυπτητική αλυσίδα, όχι. Ναι μεν, το κολαγόνο είναι μια πολυπτητική αλυσίδα, αλλά η μία πολυπτητική αλυσίδα συνήθως σχηματίζει μία τριπλή έλικα, τα τρίκλωνα μόρια του κολαγόνου, τα οποία κατόπιν περιπλέκονται μεταξύ τους στα εινίδια και μετά σύννοια στο κολαγόνο. Είναι δηλαδή σαν να βλέπουμε ένα χοντρό καλώδιο του ηλεκτρικού, το οποίο έχει μέσα πολλά καλωδιάκια, είναι πολύ πιο πολύπλοκο από ό,τι το βλέπουμε απέξω. Με τη διαφορά βέβαια, ότι σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι στα καλώδια μιας ήνας τηλεφώνου που είπαμε ή ηλεκτρικής, αλλά τα διάφορα ημίδια είναι πλεγμένα το ένα με το άλλο. Πράγμα πολύ σημαντικό για να δώσει μηχανική σταθερότητα σε αυτές τις χοντρές, είναι στο κολαγόνο. Ο πολυμερισμός του κολαγόνου από μονομερές σε τρίκλωνο μόριο είναι αφθόρμητος, είναι πολύ γρήγορος. Και αυτό δημιουργεί ένα πρόβλημα. Γιατί αμέσως αμέσως σκεφτόμαστε, οκ, οι υνοβλάσσες φτιάχνουν κολαγόνο, το βυσυνθέτου. Προφανώς είναι μια πρωτεΐνη, φτιάχνεται στα νυφοσώματα. Και μετά θα πρέπει να εκκληθεί προς τα έξω. Γιατί δεν συσσοματώνεται το κολαγόνο μέσα στο κύταρο. Αν γινόταν αυτό, τότε φαντάζοσατε ότι θα υπήρχε ένα τεράστιο πρόβλημα, γιατί το κύταρο θα πέθαινε. Τα συσσοματώνονταν τεράστιες ποσότητες πρωτεΐνης και θα μπλόγαραν τη λειτουργία του κυτάρου. Επομένως, πρέπει να καταλάβουμε ότι στην εξελίξη, για να αποφευχθεί αυτό, το κύταρο δεν βιωσιθέται το όριμο κολαγόνο, το πολυπληθήδιο, αλλά μια πρόδρομη μορφή του, το πρόκολαγόνο. Και σε αυτήν την πρόδρομη μορφή, το πρόκολαγόνο εκκρίνεται στο εξοκητάριο περιβάλλον, στο εξοκητάριο χώρο. Τώρα το πρόκολαγόνο, από μόνο του, δεν έχει τη δυνατότητα να πολυμεριστεί. Να σχηματίσει σε θρύκλο, αμμώριο και του καθεξής. Τα πιο πολύπλογα. Εκτός εάν βρεθούν ειδικά ένζιμα στην περιοχή, το οποίο επίσης εκκρίνονται από τους συνοβλάστες, οι κολαγονάσες, οι οποίες είναι εξειδικαιμένες προτεάσεις, οι οποίες κόβουν το πρόκολαγόνο, δημιουργούν το ώριμο κολαγόνο και το ώριμο κολαγόνο πλέον έχει αυτήν την αυθόρμητη ικανότητα να πολυμερίζεται. Επομένως, καταλαβαίνουμε τη σημασία που έχει αυτή η αδυνανή απολυμπερισμού μέσα στο κύταρο. Και η εξειδικαιμένη προτεόλυση στη δομή του κολαγόνου, στη δομή του εξοκητάριου χώρου και αν το δούμε συνήθως η φυσιολογία ή την παθολογία του οργανισμού. Και εδώ καταλαβαίνουμε και το πολύ σημαντικό ρόλο της κολαγονάσης. Όπως σας είπα, το κολαγόνο μπορεί να βρίσκεται είτε σε ίνες μέσα στο εξοκητάριο στόμα, εκεί που είδαμε ανάμεσα στο οποίο πλέον, για παράδειγμα, είναι ο βλάστες, ή να αποτελεί κάποιες άλλες δομές, όπως ο βασικός σημένας, που είναι σαν μια μεμβράνη. Άρα βλέπουμε ότι μπορεί να είναι σε μορφή ινιδίων, ή να περιπλέκονται και να σχηματίζουν μια διδιάστατη δομή, που είναι ο βασικός σημένας. Και όπως είπαμε, ο βασικός σημένας είναι πολύ σημαντικός προκειμένου να γυροβολήσουν. Επάνω τα κύτταρα. Έχουμε λοιπόν το κολαγόνο του εξοκητάριου χώρου, είναι ασφασικό η μένα, και έχουμε και τα κύτταρα όμως. Και τα κύτταρα με κάποιο τρόπο θα πρέπει να γυροβολήσουν πάνω στο κολαγόνο. Είπαμε για παράδειγμα ότι είναι ο βλάστες, συνδέονται στο κολαγόνο και το τραβάνε, έτσι ώστε αυτό να εκτείνεται και να πάρει τη δομή του. Ωραία. Πώς συνδέονται οι υνοβλάστες πάνω στα αινίδια του κολαγόνου? Συνδέονται σε συγκεκριμένες θέσεις που λέγονται θέσεις στιακής επαφής, μάλλον με συγκεκριμένες θέσεις. Και φυσικά για να γίνει αυτή η σύνθεση, εμπλέκονται εξειδικευμένες πρωτεΐνες του κυτάρου. Η μία πολύ σημαντική πρωτεΐνη λέγεται ιντεγκρίνη, είναι μια λόγια οικογένεια πρωτεΐνών, οι ιντεγκρίνες, τις οποίες τις δούμε και εδώ στις θέσεις που μιλάμε για θέσεις στιακής επαφής, αλλά και αργότερα όταν θα μιλήσουμε κυρίως για τα πιθυλιακά κύτταρα στα ήμιδες μοσομάτια. Θα μιλήσουμε για τις διαφορές και τις ομοιότητες. Βλέπουμε λοιπόν ότι σε μια θέση στιακής επαφής, η ιντεγκρίνη, πρέπει να συνδεδεί με το κολαγόνου, το οποίο βρίσκεται έξω από το κύτταρο. Πώς το κάνει αυτό εδώ? Κατ' αρχάς πρέπει να καταλάβουμε τη δομή της τεγκρίνης. Οι ιντεγκρίνες αποτελούνται από δύο πτυδικές αλυσίδες, οι οποίες είναι δύα μεμβρανικές και οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με ομοιοπολικούς δεσμούς και δυσκολυτικούς δεσμούς συγκεκριμένα. Με δύο δυσκολυτικούς. Άρα λοιπόν, εάν δούμε αυτή την πρωτεΐνή, βλέπουμε ότι διαπερνά τη μεμβράνη ως διμερές και το άμυνο τελικό της άκρο βρίσκεται έξω από το κύτταρο, το καρβόξι τελικό άκρο μέσα στο κύτταρο. Το άμυνο τελικό άκρο έχει τις θέσεις σύνδεσης με το κολαγόνο. Σωστά, λάθος. Ναι, δεν υπάρχει σύνδεση αλλά αυτή η σύνδεση δεν είναι άμεση. Δηλαδή, οι ιντεγκρίνοι δεν συνδέεται άμεσα με το κολαγόνο. Χρειάζεται κάποιες ενδιάμεσες φρωτεΐνές προσαρμογής, όπως για παράδειγμα την ινοδονεκτίνη. Αγγλικά λένε fibro-nectin. Λοιπόν, άρα ναι μεν η ιντεγκρίνη παίζει ρόλο σύνδεση με το κολαγόνο αλλά χρειάζεται και άλλες πρωτεΐνες προσαρμογής για να κολλήσει πάνω στο κολαγόνο στις θέσεις εστιακής επαφής. Ωραία λοιπόν, το αμυνοτελικό άκρο των ιντεγκρινών συνδέεται με την ινοδονεκτίνη και με το κολαγόνο. Τι γίνεται στο ιστορικό του κητάρου? Στο ιστορικό του κητάρου αυτό ποιο όπως έχουμε πει στη ρίζη του κήταρου είναι ο κηταροσκελετός του. Άρα λοιπόν με κάποιον τρόπο θα πρέπει οι ιντεγκρίνες να συνδέονται με τον κηταροσκελετό. Ο κηταροσκελετός όμως αποτελείται από τρεις κατηγορίες πρωτεΐνών. Μικροσολυνίσκους, με αυτού συνδέεται η ιντεγκρίνη. Όχι, τα ενδιάμεσα είναι ίδια, ούτε με αυτά συνδέεται σε αυτήν την περίπτωση. Με τι συνδέεται? Συνδέεται με τα ενίδια, με τα μημάτια συγκεκριμένα της ακτήνης. Και όπως θα δούμε ακόμα και η σύνδεση και με την ακτίνη και είπαμε ότι εδώ αυτή η σύνδεση γίνεται με το καρβόξ τελικό άκρο της ιντεγκρίνης δεν γίνεται άμεσα αλλά χρειάζεται πρωτεΐνες προσαρμογής για τις οποίες θα μιλήσουμε, είναι η ταλήν, είναι η ακτινήν, είναι κι άλλες. Λοιπόν, άρα βλέπουμε ότι αυτό το οποίο συνδέει το κύταρο πάνω στο κολαγόνο, την νοβλάστη αυτό είναι το κύταριο το οποίο μιλάμε πάνω στο κολαγόνο, είναι η ιντεγκρίνη η οποία από τη μια μεριά συνδέεται με το κολαγόνο, από το εσωτερικό συνδέεται με τα μημάτια ακτήνης του κύταροσκελετού. Λοιπόν, αλλά και στις δύο περιεπτώσεις και στις δύο συνδέσεις η συνδέση δεν είναι άμεση, είναι έμεση. Χρειάζεται πρωτεΐνες προσαρμογής. Είναι ο δονεκτίνης για σύνδεση με το κολαγόνο, άλλες πρωτεΐνες για σύνδεση με την ακτήνη. Εδώ βλέπουμε σε μεγάλη ανάλυση τη δηδομή και τις συνδέσεις των ιντεγκρινών και βλέπουμε τις δύο αλυσίδες των ιντεγκρινών. Η μία είναι η ενιαία πολυποδητική αλυσίδα, η δεύτερη είναι δύο διασυνδεμένες με δυσφλουδικό δεσμό. Λοιπόν, η δομή της ιντεγκρίνης, για να ολοκληρωθεί, χρειάζεται δυσθενή κατειώντα και συγκεκριμένα ασβέστιο. Επομένως, αυτά που είπαμε για τη σύνδεση με το κολαγόνο του εξοκηταρίου στρώματος απαιτούν την ύπαρξη ενός δυσθενούς κατειώντος. Επίσης, εδώ βλέπουμε σε μεγάλη ανάλυση, και αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι όταν συνδέονται οι ιντεγκρίνες, στη αισθιακή συμβαφής δεν είναι ένα μόριο ιντεγκρίνης, είναι πολλά μόρια ιντεγκρίνης τα οποία υπάρχουν σε ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος και τα οποία με τη βοήθεια ετεροηγών γενών πρωτεϊνών, τις βλέπετε εδώ, ακτινίνη, τα λίνη, οι βιγκουλίνη, συνδέονται με πολλά ινείδια ακτινής στο εσωτερικό του κυτάρου. Αυτό δίνει και μεγάλη μηχανική σταθερότητα, αλλά επειδή όπως έχουμε πει, τα ινείδια της ακτινής συνδέονται με τη μειωσύνη, την κινητήριά τους πρωτεΐνη, αναδιάταξη των ινειδίων της ακτινής και του σχήματος του κυτάρου μπορεί ουσιαστικά να μετεκινεί και την ύνα του κολαγόνου, την οποία όπως είπαμε σε μερικές περιπτώσεις, ο ινοβλάστης έρχοντας πάνω, την τεντώνει έτσι ώστε να εκταθεί. Επομένως, είναι μια πάρα πολύ ισχυρή σύνδεση, αλλά γίνεται μόνο σε συγκεκριμένες θέσεις, θεσσιακής επαφής και όχι, για παράδειγμα, σε όλο το πλάτος της κυταρικής μεμβράνης μιας ινοβλάστης. Βέβαια, μέχρι τώρα μιλούσαμε για ινοβλάστης και είπαμε ότι οι ινοβλάστης έχουν την ικανότητα να κινούνται, να έρπουν και να πολλαπλασιάζουν. Τι γίνεται όμως σε ιστούς που είναι πιο οργανωμένοι, για παράδειγμα σε πολύ συγκεκριμένα επιθύλια. Και αν δούμε τα επιθύλια και τα επιθυλιακά φύλλα, βλέπουμε ότι έχουμε πολλούς τύπους πριν προχωρήσουμε στις διασυνδέσεις. Βλέπουμε ότι μπορεί να έχουμε ένα απλό μονόστιγο επιθύλιο, μια σειρά κιτάρων τα οποία πατούν πάνω στη δομή αυτή που είπαμε, το βασικό ημένα που αποτελεί από κολαγόνο. Μπορούμε να έχουμε ένα πολύ στιβό επιθυλίο, δηλαδή σε αυτήν την περίπτωση έχουμε μία στιβάδα κιτάρων τα οποία ενώνονται στο βασικό ημένα και πάνω τους τα υπόλοιπα κίταρα ουσιακά είναι το ένα πάνω στο άλλο. Και επίσης σε μονόστιβο επιθύλιο μπορεί, ανάλογα με το σχήμα των κιτάρων, να το πούμε κυλινδρικό, πλακόδες ή κυβικό. Επίσης, όταν βλέπουμε ένα επιθύλιο πάντα θα καταλαβαίνουμε ότι είναι τα επιθυλιακά κίταρα τα οποία στηρίζονται στο βασικό ημένα, αλλά κάτω από το βασικό ημένα έχουμε το συνδετικό ιστό, ο οποίος αποτελεί, όπως είπαμε, από κολαγόνο και πρωτογλυκάνες με τις γκάγκς, μέσα στον οποίο υπάρχουν άλλοι τύποι κιτάρων, μεταξύ των οποίων και η νοβλάστης. Τώρα, αν κοιτάξουμε για λόγους απλότητας ένα μονόστιβο επιθύλιο, βλέπουμε δύο πράγματα. Βλέπουμε ότι αυτά κίταρα πρέπει με κάποιο τρόπο να στηρίζονται με το βασικό ημένα, να συνδέονται πάνω του και οι δομές αυτές με τις οποίες τα κίταρα στηρίζονται στο βασικό ημένα λέγονται ημιδεσμοσομάτια. Λοιπόν, αν κυροδετούν από μονός τα κίταρα πάνω στο βασικό ημένα, ποια είναι η κύρια πρωτεΐνη που υπάρχει στα ημιδεσμοσομάτια, θα δούμε ότι είναι πάλι οι ντιγρίνες. Βλέπουμε επίσης όμως ότι ανάμεσα στα κίταρα έχουμε δύο-τρεις ακόμα τύπου συνδέσεων και κάτι ακόμα, το οποίο δεν είναι ακριβώς σύνδεση. Βλέπουμε λοιπόν ότι έχουμε κάποιες δομές που λέγονται στεγανείς σύνδεσμοι. Αυτοί βρίσκονται στην κορυφαία επιφάνεια του επιθυλίου, στο πάνω μέρος του λοιπόν. Αμέσως μετά έχουμε τις συνδέσεις προσκόλησης, τα δεσμοσομάτια, αυτές είναι οι τρεις κύριοι τύποι σύνδεσης και δούμε ότι έχουμε και έναν άλλο τύπο ο οποίος δεν είναι ακριβώς τύπος σύνδεσης, αλλά επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ των κιτάρων που τα λέμε χασμοσυνδέσμους. Ας κοιτάξουμε λίγο το τι κάνει το καθένα από αυτά. Βλέπουμε ότι όταν έχουν μια στιβάδα επιθυλιακών κιτάρων αυτό που θέλουμε πρώτα, αυτό το οποίο είναι απαραίτητο, είναι να στεγανωποιήσουμε αυτή τη μεμβράνη. Αλλά αυτή τη μεμβράνη αποτελείται από κύτταρα. Καταστούμε λοιπόν ότι το καθένα κιτάρο είναι ένα τούβλο. Αν κάνουμε μια στιβάδα από τούβλα και βάλουμε νεράκι, θα δούμε ότι εδώ θα φύγει ανάμεσα τους. Επομένως με κάποιο τρόπο πρέπει να κλείσουν οι δρύπες. Σύνδεση, όταν χτίζουμε βάζουμε τσιμέντο, ή άλλες τέτοιες ουσίες. Στα κύτταρα δεν έχουμε τσιμέντο, έχουμε στεγανούς συνδέσμους οι οποίοι το τσιμέντο κλείνει όλο το χώρο ανάμεσα τούβλα. Στα κύτταρα δεν έχουμε τσιμέντο, έχουμε στεγανούς συνδέσμους. Αυτό το οποίο γίνεται είναι φανταστείτε ένα βιολογικό φερμοάρ, το οποίο κλείνει ανάμεσα τα κύτταρα. Κλείνει δηλαδή, κλειδώνει το ένα κύτταρο με το διπλανό του και το καθεξής. Πώς κλειδώνει αυτό το φερμοάρ? Είναι ένα βιολογικό φερμοάρ, το οποίο αποτελείται από πρωτεΐνες. Τις οποίες τις λέμε, λεγονται κλοντίνες και οκλουντίνες. Επομένως, αυτές οι πρωτεΐνες ενώνονται μεταξύ τους, όχι σε ένα σημείο, αλλά σε πολλαπλά, δηλαδή δεν έχουμε μόνο ένα φερμοάρ αλλά το ένα καταπτάλλο, έτσι ώστε γύρω γύρω από το κύτταρο να στεγανοποιηθεί ο χώρος με πολύ έτσι έντονη σύνδεση με τα διπλανά του κύτταρα. Άρα λοιπόν οι στεγανοί συνδέσμοι λέγονται στεγανοί γιατί στεγανοποιούν το πυθύλιο. Αυτός είναι ο κύριος ρόλος τους. Κάτω από αυτούς, όπως είπαμε, υπάρχουν οι σύνδεσμοι προσκόλυσης και τα δέσμο-σωμάτια. Και οι μερ και οι δε ουσιαστικά βασίζονται, δομούνται, με συγκεκριμένες πρωτεΐνες που τις λένε Καντερίνες. Είναι διαμευρανικές πρωτεΐνες, είναι μια ολόκληρη οικογένεια, οι οποίες τι κάνουν, και το ένα κύτταρο και το άλλο έχει Καντερίνες, οι οποίες όμως εμπλέκονται σε ομόφυλες αλληπιδράσεις. Τι σημαίνει ομόφυλη αλληπίδραση, Καντερίνη με Καντερίνη. Στην τεκρίνη είδαμε ότι δεν είναι η τεκρίνη με τεκρίνη, είναι η τεκρίνη με κολαγόνο και με την ινοδονεκτίνη για την οποία μιλήσαμε. Εδώ η μία Καντερίνη συνδέεται με την άλλη. Και το K των Καντερινών προέρχεται από το ασβέστιο. Για να γίνει αυτή η ομόφυλη αλληπίδραση χρειάζεται ασβέστιο. Επομένως, έχουμε Καντερίνες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους. Αλλά είπαμε ότι εδώ έχουμε δύο τύπους συνδέσεων. Έχουμε σύνδεσμους προσκόλεις, έχουμε και δεσμασμασμάτια. Τι διαφοροποιεί το ένα απ' το άλλο. Και σε δύο περιπτώσεις έχουμε Καντερίνες. Αυτό που τα διαφοροποιεί είναι με τι συνδέονται οι Καντερίνες στο εσωτερικό του κυτάρου. Δηλαδή με ποιο τμήμα του πιταροσκελετού συνδέονται. Και βασικά αυτό που βλέπουμε είναι ότι στους συνδέσμους προσκόλεις εις οι Καντερίνες, με τη βοήθεια πάλι, όχι άμεσα, έμεσα έτσι, με τη βοήθεια αρκετών άλλων πρωτεϊνών, όπως πήγα τον Νίκο, στις Κατενίνες κτλ, συνδέονται με τα ίνιδια της Ακτίνης. Αντίθετα, στα δέσμο σωμάτια, αυτό που βλέπουμε είναι ότι πάλι έχουμε Καντερίνες, οι οποίες στο εσωτερικό συνδέονται με ενδιάμεσα ίνιδια. Κυρίως με ίνιδια Κερατίνης, έτσι, πάλι με τη βοήθεια ενδιάμεσων πρωτεϊνών προσωμογέων, όπως για παράδειγμα της δέσμο Πλακίνης. Άρα, οι Κατερίνες είναι μια οικογένεια, όλες λέγονται Κατερίνες, αλλά αποτελείται οικογένεια πολλά και διακριτά μέρη. Εδώ, για παράδειγμα, μπορεί να έχουμε τη δεσμογλαιήνη και τη δεσμοκολλήνη. Βλέπουμε ότι αυτή η οικογένεια των Κατερίνων εμπλέκεται και στα δέσμο σωμάτια, το σχηματισμό των δέσμων σωματίων και των συνδέσμων προσκόλησης, απλά στην περίπτωση των δεσμοσωματίων στο ιστορικό του κυτάρου, οι Κατερίνες συνδέονται με τα ενδιάμεσα ενίδια συνδέσεις προσκόλησης, με την ίδια κτήμη. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί ουσιαστικά ενώνοντας μέσω των Κατερίνων τους κυταροσκελετούς γειτονικών κυτάρων, ουσιαστικά οι ιστοί μας έχουν πολύ μεγάλη σταθερότητα έτσι και δεν διασπώνται όταν εφαρμόζεται πάντως πηγανική πίεση. Αν δεν υπήρχε αυτό εδώ και τραβούσαμε λίγο μία επιφάνεια, τα κύτρα θα διαχωρίζονται το ένα απ' το άλλο. Με αυτόν τον τρόπο συνδέονται πολύ έντονα. Καυτόχρονα, στις ιδέες προσκόλησης, επειδή έχουμε την ακτίνη και επειδή, όπως είπαμε, η ακτίνη είναι συνδεμένη με τη νεοσύνη, η οποία μπορεί να την πετακινήσει, εκεί σε εκείνα τα σημεία τα κύτρα μπορούν να σφίξουν το ένα με το άλλο, έτσι και να αλλάξει σχήμα ο ιστός, το επιθύλιο. Τέλος, να πάμε στα ημιδεσμό σωμάδια που είπαμε είναι ο τρόπος με το οποίο συνδέονται τα επιθυλιακά κύτρα με το βασικό ημένα. Ο οποίος από τι αποτελείται? Αποτελείται πάλι από κολαγόνο, μία συγκεκριμένη μορφή κολαγόν, το κολαγόνο 4, το οποίο σχηματίζει, όπως είπαμε, αυτή τη διάστατη, δυσδιάστατη μεμβράνη του κολαγόνου. Στα ημιδεσμό σωμάδια πάλι έχουμε μόρια την κρίνης, για τα οποία μιλήσαμε, τα διμερή, τα οποία στο εξωτερικό συνδέονται με το κολαγόνο του βασικού ημένα. Βέβαια εδώ θα πρέπει να προσέχουμε γιατί, ενώ και σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι άμεση, είναι έμεση, δεν έχουμε εμπλοκή της πρωτεϊνής προσαμογείας, που την είπαμε προηγουμένως, της ινοδονεκτίνης. Εκείνο ισχύει για τη τα ημίδια του κολαγόνου σε στέση στιγικής επαφής, έτσι. Εδώ η ενδιάμεση πρωτεϊνή προσκολά την εντεγρίνη, στο βασικό ημένα λέγεται λαμινίνη. Και θα πρέπει να μην την περδεύετε με τα ενδιάμεσα ενίδια του πρινικού φακέλου, τα οποία είναι οι πρινικές λαμίνες. Μοιάζουν πολύ τα ανώματα, αλλά πρέπει να τα αποφεύγουμε. Άρα λοιπόν, οι εντεγρίνες αγκυροβολούνται από τις χλιακά κύτταρα στο βασικό ημένα, με τη βοήθεια της λαμινίνης. Στο εσωτερικό όμως, η εντεγρίνη σε αυτήν την περίπτωση, στα ημίδια σωματιά, δεν συνδέεται, όπως είδαμε, στέση στιγικής επαφής με ακτίνη, αλλά συνδέεται με τα ενδιάμεσα ενίδια, πάλι με τις κερατίνες. Και βλέπουμε ότι εδώ εμπλέκονται πάλι πρωτεΐνες του σαμογής, όπως η BP180, BP230, αλλά επίσης, και γνωστή μας η πρωτεΐνή, την οποία την είχαμε πει η πλεκτίνη, η οποία μπορεί και διασυνδέει και τα ενδιάμεσα ενίδια μεταξύ τους, και με αυτές τις επαφής, αλλά μπορεί να διασυνδέσει τα ενδιάμεσα ενίδια, ακόμα και με οι ίδια κτίνες. Λοιπόν, βλέπουμε ότι στα ημίδες μοσομάτια, οι ιντεγκρίνες διασυνδέουν το κύταρο, και το κάνουν να πατήσει, διασυνδέοντας τον κύταρο σκελετό του, τα ενδιάμεσα ενίδια, με το κολαγόν του βασικού ημένα, σχηματίζοντας πολλές και στέρεες επαφές. Λοιπόν, τέλος, αν κοιτάξουμε δύο βιθλιακά κύταρα, θα δούμε ότι δεν είναι νησιά, δεν είναι απομονωμένα το ένα απ' το άλλο, αλλά αυτό το οποίο λαμάνει η χώρα στο ένα του κύταρα, μπορεί να επηρεάζει το διπλανό του. Πώς? Μπορεί και το επηρεάζει, γιατί υπάρχουν συγκεκριμένες συνδέσεις, που τις λέμε χάσμος συνδέσεις, και το χάσμο μας δίνει αμέσως μια ιδέα ότι αυτό είναι μια τρύπα, οι οποίες αυτές συνδέσεις αποτελούν ένα τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των κυταροπλασμάτων, των γειτονικών κυτάρων. Είναι δηλαδή σαν να έχουμε σωλήνες, οι οποίοι να βοηθούν το ένα κύταρο να επικοινωνήσουμε το άλλο. Αυτές οι σωλήνες, να το πούμε έτσι, έχουν μια πολύ συγκεκριμένη μικρή διάμετρο. Και γι' αυτό επιτρέπουν μόνο ιόντα και μικρομωριακού βαρουσίες να διεχυθούν από το ένα κύταρο στο άλλο. Και όχι με μεγάλα μόρια όπως RNA ή πρωτεγίνες κτλ. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί πάρα πολλές φορές, όπως γνωρίζετε, όταν γίνεται μια φυσιολογική αντίραση, μέσα σε ένα κύταρο μπορεί να αλλάγει της ισχέδρος των ιόντων του, το ασφαίστου, για παράδειγμα, που έχει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη σηματοδότηση, και μέσα από αυτό χασμοσυνδέσμον το μήνυμα αυτό μπορεί να διασπαρεί σε όλο το νηστό, έτσι ώστε να έχουμε συγχρονισμένη απόκριση. Αλλά ταυτόχρονα μπορεί και τροφικοί παράγοντες να μεταφέρονται από ένα κύταρο στο διπλανό του. Άρα το ερώτημα παραμένει. Αυτοί οι χασμοσύνδεσμοι τι φύσης είναι, από τι αποτελούνται. Και βλέπουμε ότι αυτό από το οποίο αποτελούνται είναι από πρωτεγίνες, οι οποίες λέγονται κονεξίνες, οι οποίες παρατάσσονται μία δίπλα από την άλλη, σχηματίζοντας ένα αυλό, το κέντρο του οποίου είναι άδειο, είναι κενό, είναι υδρόφυλλο. Επομένως φανταστείτε στη μεμβράνη του ενός κυτάρου να υπάρχουν 6 κονεξίνες, στη μεμβράνη του άλλου άλλες τόσες και οι δύο αυλοι να έρχονται σε επαφείο ένας με τον άλλο. Άρα λοιπόν εδώ ο χασμοσύνδεσμος είναι μια σύνδεση, η οποία δεν έχει να κάνει με τη μηχανική σταθερότητα του υπηλιακού φύλου, δεν κρατάει δηλαδή τα κύτταρα ενωμένα όπως τα δισμοσομάτια ή συνδέσμεις προσκόλησης. Ο κύριος ρόλος τους είναι για να εξυφαλίσει την επικοινωνία των κυτάρων, έτσι ώστε να έχουμε οργανωμένη απόκριση σε επίπεδο ιστού. Λοιπόν και δεν θα πάω παραπάνω, αλλά οι χασμοσύνδεσμοι είναι εξαιρετικά μεγάλη σημασίας επίσης και γιατί φαρμακευτικοί, γιατί φανταστείτε ότι όταν δίνουμε μικρομόρια, μικρομωριακά φάρμακα στα κύτταρα μπορούν να περάσουν από ένα κύτταρο στον υπλανό του. Λοιπόν, αυτό οι χασμοσύνδεσμοι ισχύουν και υπάρχουν στα ζωικά κύτταρα. Τελειώνοντας να κοιτάξουμε έτσι πως αρχίσαμε, ξεκινήσαμε τα φυτικά κύτταρα, τελειώσουμε στα φυτικά κύτταρα. Τα φυτικά κύτταρα επικοινωνούν μεταξύ τους, ναι ή όχι. Και αν ναι με τον ίδιο τρόπο, η απάντηση είναι ότι ναι επικοινωνούν, αλλά λίγο διαφορετικά. Εάν κοιτάξουμε δύο φυτικά κύτταρα, βλέπουμε ότι και εδώ υπάρχουν οπές, υπάρχουν κενά. Απλά, στην περίπτωση των ζωικών κύτταρα αυτά κενά, αυτές οι οπές επικοινωνίας, ήταν πρωτεϊνικής φύσης. Είχαμε τις κονεξίνες που είναι πρωτεΐνες, που σχηματίζονται κονεξόνια κτλ. Εδώ, αυτές οι οπές, οι δομές, λέγονται πλασμοδέσματα. Και αν τις κοιτάξουμε, βλέπουμε ότι στα πλασμοδέσματα αυτό που έχουμε είναι μεμβράνες του ενδοπλασματικού δικτύου του ενός κυτάρου να επικοινωνούν με τον ενδοπλασματικό του διπλανού του. Λοιπόν, ναι, ναι, υπάρχει επικοινωνία μεταξύ των κύτταρα πλασμάτων, αλλά αυτή είναι μεμβρανικής φύσης και είναι επικοινωνία των ενδοπλασματικών δικτύων. Και δεν ξέρω αν θυμάσαι τους φραγμοπλάστες, αλλά όταν μιλήσαμε για την κυταρική διέρευση των φυτικών κυτάρων, είπαμε ότι βιουργείται ο φραγμοπλάστης, ο οποίος αποτελείται από μικροσολυνίσκους, υπολήματα της συσκευής Golgi και πάνω σε αυτόν χτίζεται σιγά σιγά το κυταρικό τείχωμα. Σε ορισμένες, λοιπόν, θέσεις του φραγμοπλάστη, καθώς χτίζεται το κυταρικό τείχωμα, το ενδοπλασματικό δίκτυο των κυτάρων, του κυτάρου που έχει διαιρεθεί και μας έχει δώσει δυο θυγατρικά κύταρα, ουσιαστικά δεν πηγαίνει στο έναν κύτρο ή στο άλλο, αλλά μένει στη μέση. Οπότε διαπαιρνά το φρέσκο, το νεοσυνθετεμένο κυταρικό τείχωμα και σχηματίζει αυτά τα πλασμαδέσματα, τα οποία, όπως και στην περίπτωση των σωικών κυτάρων, όπως είδαμε, εβλέκονται στην επικοινωνία και τη συγχρονισμένη απόκριση των φυτικών ιστών σε εξωτερικά ή ρομονικά ερεθίσματα. Επομένως, αυτό που είδαμε σήμερα ήταν σε έναν πολύ απλό τρόπο, σε πολύ γενικές γραμμές, όπως τα κύταρα συνδέονται το ένα με το άλλο, τι υπάρχει επίσης ανάμεσα στα κύταρα, εκτός από άλλα κύταρα, δηλαδή, από τι αποτελεί αυτός ο εξοκυτάριος χώρος και ποιες πρωτεΐνες και ποια είδη συνδέσεων εμπλέκονται είτε στις διασυνδέσεις μεταξύ κυτάρων, είτε μεταξύ συγκεκριμένων κυτάρων, για τα οποία μιλήσαμε, των ινοβλαστών με τον εξοκυτάριο χώρο. Και σε αυτό το σημείο θα σας ευχαριστώ για την προσοχή σας τελειώντας αυτή τη διάλεξη. |