: Τί κοινό έχουν οι θερμοπύλες και τα πήματα του Καβάθη για τον Ιουλιανό το περιμένοντας τους βαρβάρους με το απολύπηνο θεός Αντώνιον, οι Ιθάκοι με το εν πορεία προς τη Σινόπιν, οι Πόλεις με τη διορία του Νέρονος, οι Τρώες και ο ηγεμών εκδητικής Λιβύης, ο Κεσαρίων και τα Τίχη. Τα πήματα που ασφαρτίζουν αυτά τα ζεύχη ηχούν ετερόκλητα διότι δεν έχουν εμφανεί κοινά συχεία στοιχεία μεταξύ τους και δεν ενήκουν σε εκείνα που συνήθως οι Καβαδιστές συνδέουν και συνεξετάζουν. Η Καβαδική Ποιητική του Μετεχμίου, όπως να πω καλό εγώ, συνδέει όλα τα παραπάνω και τα περισσότερα από τα 154 πήματα του Κανώνα, από το πρώτο τύχι του 1897 έως το τελευταίο εις τα περίγορα της αντιοχίας 1933. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται όσα ξεχώρησαν διαφρονικά για την απήχησή τους τους αναγνώστες και τους κλητικούς και όλες οι κατηγορίες των Καβαδικών Ποιημάτων ιστορικά και ψευδο ιστορικά, φιλοσοφικά, τα μη αμοιγός ερωτικά και τα περισσότερα από τα ερωτικά. Με τον όρο με τέχνιο εννοώ το ενδιάμεσο διάστημα ανάμεσα σε αντίθετους ή διαφορετικούς πόλους, περιστάσεις, αφετηρίες ή επιβεβαιές. Η πίεση του Αλεξανδρινού εστιάζει το ενδιαφέρον της στον ενδιάμεσο χωρόχρονο, σε καταστάσεις ενεξελίξη, σε πρόσωπα και πράγματα εγκινήσει, σε ανοιχτές επιλογές και αντιθέσεις κάθε είδους. Ανάλογο με το ποιήμα, άλλοτε προβάλλονται οι δύο πόλοι, άλλοτε μόνο το μεσοδιάστημα και άλλοτε υπάρχει συνδυασμός, αλλά η ποιητική είναι ενιαία. Η ποιητική του μετεχνίου ως στοιχείο ενότητας του καπαφικού έργου και ως κριτικό και ερμηνευτικό εργαλείο συστεγάζει κάθε λογικής μετεχνιακή διάσταση της καπαδικής ποιήσεις, χωροχρονική, θεματική, διανοητική, συμπινησιακή και ιδεολογική. Σε ένα ποιήμα κατά κανόνα συνηπάρχουν περισσότερες από μια εκφάνιση της ποιητικής του μετεχνίου, που μπορεί να αναφέρονται συνδυαστικά στον τόπο, την περίσταση, το θέμα και τα πρόσωπα. Η ποιητική του μετεχνίου οφείλεται και το γεγονός ότι, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί, η καπαδική ποιήσει αφήνει κατά κανόνα μετέωρο τον αναγνώστη ανάμεσα σε αντίθετες απόψεις και κρίσεις που διατυπώνουν τα πρόσωπα ή ο ίδιος ο ποιητής. Επιχειρήσω να οικοδομήσω σταρδιακά την έννοια της ποιητικής του μετεχνίου, διευρύνοντας το πεδίο των διαπιστώσεων προς την κατεύθυνση της ύληψης του όλου, επαγωγικά. Για παράδειγμα, αποτελεί κοινό τόπο της καβαθικής ποιητικής ότι τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη τοποθετούνται σε μετεχνιακές περιόδους της ιστορίας και του πολιτισμού. Μια πολύ γνωστή περίπτωση μετεχνιακής περιόδου είναι το πήμα στα 200 Απροχριστού του 1931. Το πήμα αυτό υπενθυμίζει την εξάπλωση του Ελληνισμού προς Ανατολάς μέσω της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου σε μια σημαδιακή χρονιά, δηλαδή το 200 Απροχριστού, οπότε ξεσπά ο Δεύτερος Μακεδονικός Πόλεμος. Τότε ακριβώς ξεκινά η επέκταση της δρόμις στην Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου και η σταδιακή οικοδόμηση της Αυτοκρατορίας που θα διαδεχθεί την άλλοτε επικράτεια του Μακεδόνα στρατηλάθη με την κατάκτηση των κρατών που δημιούργησαν οι διάδοχοι. Ο Δεύτερος Μακεδονικός Πόλεμος είναι η αφορμή, επειδή ο Φίλιππος είχε βοηθήσει τον Πύρο, τους δίνει ευκαιρία να πατήσουν το πόδι τους στην περιοχή. Κάναντας ένα βήμα παραπέρα, μπορούμε εύκολα να συνδέσουμε τις μεταβαθικές ιστορικές περιόδους της καβαθικής φύσης με τα χαρακτηριστικά τη δράση και τους τρόπους των προσώπων που εντάσσονται σε αυτές. Πολλά από τα πρόσωπα της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής περιόδου σκιαγραφούνται ως ευισκόμενα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες ταυτότητες και κουλτούρες, εκείνο χαρακτηριστικό ότι πρόκειται για μη Έλληνες, ανατολίτες κάθε φυλής αλλά και Ρωμαίους που απεικονίζονται ως Ελληνίζοντες στη γλώσσα, τους τρόπους, τη θρησκεία και τον τρόπο ζωής ως Ελληνομαθείς και φιλέλληνες. Στο πεδίο της πολιτικής, βασιλείς, ηγεμόνες και αξιωματούχοι κινούνται συχνά ανάμεσα στη Ρώμη και την Ελληνική Ανατολή ή ανάμεσα στο Α και το Β ελληνιστικό ή βάρβαρο βασιλείο κτλ. Μια άλλη χαρακτηριστική περίοδος είναι αυτή της μετάβασης από την Αρχαία στη Βυζαντινή εποχή. Εδώ καμπάθει σε εντάσεις χαρακτήρες που κινούνται ανάμεσα στην εθνική και τη φριστιανική ταυτότητα, που μεταστρέφονται και παλινδρομούν, που κρύβουν την ταυτότητά τους, που διατονούν στοιχεία από τη μία ταυτότητα ενώ έχουν υιοθετήσει άλλοι. Σαν τον Μιεκτία, στο πείημα τα Εκτικίντηνα, ο οποίος περιγράφεται ως ενέρι εθνικός και ενέρι χριστιανίζων, ή σαν τον Μύρη, στο πείημα Μύρης, Αλεξάνδρια του 440 μ.Χ. 1029, που ήταν χριστιανός αλλά μοιραζόταν τον βίωταν εθνικών και μάλιστα υπερέβαλε και αυτούς ακόμη τους εθνικούς στις ιδονές και τις διασκεδάσεις. Στην Ποιητική του Μετεχνίου εβράζεται η εμμονή του Καβάθη με τον Ιουλιανό και τιμάται η προσπάθειά του για επαναφορά της παλαιάς θρησκείας. Ήταν μια θρησκετική μεταρρύγμηση εν εξελίξει, με παλινδρομήσεις και σε δυναμική σχέση με τον χριστιανισμό. Συνολικότερα, το Καβάθη δεν ενδιαφέρουν οι τελειωμένες καταστάσεις, δηλαδή ο εξελινισμός και ο χριστιανισμός, αλλά κατεξοχήν οι ενδιάμεσες καταστάσεις, οι μετακινήσεις, οι αλληλυτές επιλογές. Η Καβατική Ποιητική του Μετεχνίου δεν ισχύει μόνο για τις μεταβατικές περιόδους, αλλά εντοπίζεται σε κάθε ιστορική περίοδο σε μυθολογικά θέματα, σε συμβολικές και καθολικές περιστάσεις. Υπάρχουν εκφάνσεις αυτής της Ποιητικής που γιαθυρώνουν με διάκριτο τρόπο όλες τις κατηγορίες ποιημάτων του Αλεξανδρινού. Αρκετά είναι για παράδειγμα τα βήματα που δραματοποιούν την προσδοκία, την αναμονή, τη διορία, την προθεσμία, την προειδοποίηση, την ολιγορία, τη μάταιη προσπάθεια, τον αντισταυμό, τη διακοπή, την αναβολή, δηλαδή γενικότερα το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε αντικειμενικές ή υποκειμενικές καταστάσεις και προσωπικές στάσεις. Σε ορισμένες περιτώσεις το στοιχείο αυτό αποτυπώνεται στον δίπλο. Διακοπή 1901, περιμένοντας τους βαρβάρους 1904, ιδιορία του Νέρονος 1918, ο Ιουλιανός ορόν ολιγορίαν 1923. Αρκετά είναι τα ποιήματα που θεματοποιούν το πρόσχερο και το προσωρινό, μιαν εκδοχή της ποιητικής του μετεχμείου που συγκενεύει με την προηγούμενη. Στο ποιήμα Εύμια του Αλεξάνδρου Βάλλα, ο ευδοούμενος του αυτοκράτορα Βάλλα διασκεδάζει επαναπαβόμενος στο αύριο της πρόσχερης εξουσίας του αυτοκράτορα, 150-146 π.Χ., ο οποίος σύντομα θα νικηθεί στο επαιδείο της μάχης και θα δώρει ο πολιτή. Είναι το ελληνιστικό ανάλογο του ποιήματος Ιδιορία του Νέρονος. Στο ποιήμα Μελαχολία του Ιάσονος Φλεάνδρου Ποιητού εν Κομαγινή, 595 μ.Χ., η γέρανση του σώματος περιγράφεται ως πληγή από φρικτό μαχαίρι και προκαλεί μελαχολία στο ομιλούν καμπαθικό πρόσωπο. Προσωινή θεραπεία, νάρκης του άλλου, δοκιμές κλπ., για την ανακόφευτη φθορά του χρόνου προσφέρει η τέχνη της πίσεως. Στην ίδια πτυχή της Ποιητικής του Μεδεχνίου εντάσσονται και αμοιγώς ερωτικά ποιήματα όπως η νόησης, 1918, με θέμα τις εφήμερες μεταμέλειες και το ομί σχετικά με τους καθημερινούς όρχους που δεν τηρούνται για αποκεί από τις νυκτερινές ερωτικές απολάψεις. Με τεχμιακώς δεν είναι μόνο ο χρόνος αλλά συνολικά ο χωρόχρονος της καμπαθικής ποιήσης. Στο π.ΜΑΤΙΑΙΔΗ ο Αρτεμίδωρος επιχειρεί να προειδοποιήσει τον Ιούλιο Ακέσαρα ενώ βρίσκεται καθοδόν προς τη Σύγκλιπτο όπου το περιμένει ο θάνατος. Θέλω να προσέξετε αυτό το σημείο από όλες τις προειδοποιήσεις που έλαβε ο Κέσαρας, τις οποίες επαναλαμβάνει και ο Σέξ π.ΜΑΤΙΑΙΔΗ. Η μοναδική που του δίδεται στο δρόμο είναι αυτή με τον Αρτεμίδωρο. Να αφήνει και ο π.ΜΑΤΙΑΙΔΗς, μπορείς να κατανομάσεις τον Αρτεμίδωρο. Η μοναδική που γίνεται εν κινήσει και καθοδόν προς τη Σύγκλιπτο. Στο π.ΜΑΤΙΑΙΔΗ προς τη Σινόπιν ο Καβάδης παρασταίνει τον βασιλιά του Πόντου Μιθρηδάτη τον 5ο τον Ευεργέτη να πορεύεται προς τη Σινόπιν και να ρωτάει μέσα ενός αξιωματικού έναν Μάντι για το πόσα ακόμα πλούτη και ισχύ θα αποκτήσει στο μέλλον. Ο Μιθρηδάτης δεν περιμένει να ακούσει την προειδοποίηση του Μάντι, αλλά συνεχίζει την πορεία προς τη Σινόπιν όπου πρόκειται να δολοπονηθεί. Δεν αρχί λοιπόν μόνο ο εντοπισμός των πηγών του Καβάδη, οι οποίες έχουν άλλωστε μελετηθεί εξαντλητικά, αλλά επιβάλλεται να αξιολογήσουμε κάθε φορά τον λόγο που ο ποιητής επέλεξε να δραματοποιήσει το α ή το β κωριό. Αυτό θα το συζητήσω σε μια περίπτωση ειδικότερα παρά κάτι. Οι εφαρμογές της ποιητικής του μετεχμίου είτε κατασκευάζονται από τον Καβάδη εκεί όπου πηγή παρέχει στον ποιητή την ελευθερία να το κάνει είτε έχουν την εφετηρία τους στην πηγή που επιλέγει. Αυτό είναι ένα πολύ λεπτό και ενδιαφέρον σημείο. Οι φράσεις «Σα βγείς των δρόμων έξω του ποιήματος ΜΑΠΙΑΙΒ» αποτελεί σήμα κατατεθέν του καβαθικού μετεκμιακού χωρόχρονου. Αποτυπώθηκε στη μήμη μας κυρίως με τον πρώτο στύπο της καβαθικής Ιθάκης που δημοσιεύτηκε επίσης το 1911, «Σα βγείς στον ποιημό για την Ιθάκη». Υπενθυμίζει ότι κατά τη σύνδεση του ποιήματος ο Καβάφης δεν επέλεξε καμία από τις δυο κεντρικές ποιητικές παραδόσεις για τον Οδυσσία και την Ιθάκη. Ούτε αυτοί που ξεκινούσαν από τον Όμυρο και εστιέζετον ενδιαφέροντας στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, στο Νόστο, ούτε αυτοί που θεματοποίησε τη συνέχεια του ταξιδιού του Οδυσσέα μετά την Ιθάκη, Δάντε, Τέννησον και ο ίδιος ο Καβάφης σε μια προγενέστερη μορφή. Αντίθετα ο Καβάφης επικεντρώθηκε στο μετέχμιο, στο ίδιο το ταξίδι που το αποδέσμεψε από την πίεση για άφιξη στον προορισμό. Το 1912, ένα χρόνο μετά την Ιθάκη, ο Καβάφης δημοσίευσε το ποίημα στην Εκκλησία. Το κέριο κμήμα του ξεκινά με το στίχο «Εκεί σαν πω μέσα σε Εκκλησία των Γρεκών». Το ρήμα κίνηση «σαν πω» μας εισάγει στην Εκκλησία όπου τελείται η Θεία Λειτουργία και μάλιστα στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Αυτή είναι η στιγμή που διεγείρει το συνέστημα και το νου του ποιητή. Με βάση το ιστορικό γεγονός, τον τόπο και το όνομα, ο χωρόχρονος των Θερμοπηλών, 1903, είναι εξορισμού μετεχμιακόση. Τα ποιήματα Τίχη, 1897, εις το Επίνιον, 1918 και εις Ιταλικήν παραλίαν, 1925, έχουν ενσωματώσει το μετεχμιακό χώρο στον τίπλο τους, όπως αντίστοιχα σε άλλα ποιήματα από εκεί η ιδιορία του Νέρονος, ο Ιουλιανός, ο Ρόνος, ο Λιγορίας, ο τίπλος ενσωματώνεται μετεχμιακό χρόνο. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση πρόκειται όμως για μετεχμιακό χωρόχρονο, όπως φαίνεται από την ανάμυνωση των ποιημάτων. Η αναλογία στην αποτύπωση του χώρου και την αποτύπωση του χρόνου μεταβάλλεται από ποιήμα σε ποιήμα. Και επίσης σε άλλες περιπτώσεις το στοιχείο του χώρου ή του χρόνου προβάλλεται λιγότερο ή ελάχιστα, ενώ αντίθετα δείτε έμφαση συσθεματικές ιδεολογικές και λυπές εκφάνσεις της ποιητικής του μετεχμίου. Για παράδειγμα πολλά ποιήματα δραματοποιούν τη διάσταση ανάμεσα στο φαίνεσθε και το είναι, ζεύγος που σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί ιδεολογική επένδυση του μέσα και του έξω, παραθέτω τίπλους τέτοιου ποιημάτων, ο Βασλεύς Δημήτριος, Αλεξανδρύνη Βασιλής, της Αρέσκης του Σελευκίδου, Μανουήλ Κομινός, Εμιλιανός Μονάη Αλεξανδρεύς, Αριστόβουλος, Ήγε Ετελέφτα, Άννα Κομινή, Θέατρο της Ιδώνος, από Ιαλή χρωματιστό, Απολώνιος Τιανεύσεν Ρόδο, Ιγεμών Επτυντικής Βιβλίας. Το ευρύτατο καβαφικό γεωγραφικό ορίζοντα δεν διαμορφώνουν τα ιστορικά γεγονότα αυτά κάθε αυτά, αλλά η καβαφική ποιητική της ιστορίας, όπου ξεχωρίζουν η πρόσληψη των ιστορικών γεγονότων, στην οποία θα αναπετώ παρακάτω, και η κινητικότητα των προσώπων. Ξεχωρίζουν οι μετακινήσεις προσώπων μια από όλη η περιοχή στην άλλη, μετακινήσεις που συχνόντατα συνεπάγονται στις ζητήματα ταυτότητας και επιλογών, ως προς τη γλώσσα, τους τρόπους, τη θρησκεία ή την τέχνη. Πρόκειται για μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκπάνσεις καβαθικής ποιητικής του μεταχμίου. Η καβαθική ποιήσει βρήθη από τέτοιες μετακινήσεις. Οι ίδιοι τίτλοι των ποιημάτων δηλώνουν ορισμένες φορές πρόσωπα ενκινήσεις σε σχέση με κάποιο τόπο, όπως πρέσβης από την Αλεξάνδρια, διζαντινός άρχον εξόριστος στι Κουργών, Απολώνιος Τιανεύς εν Ρόδο. Ο Απολώνιος Τιανεύς ως σοφιστής περιπλανόταν με τεκίνητο έτσι όπως ξέρει τη δουλειά του. Καταλαβαίνει ότι αυτός είναι ένας σταθμός στις περιγήσεις του. Μεγάλη συνοδεία εξιαρέων και λαϊκών, σοφιστής απερχόμενος εξυρίας, ηγεμών εκδητικής Λιβύης εν πορεία προς την συνόπινη που σας διάβασα παραπάνω. Η πόλης και η σατραπία, δύο ποιήματα του 1910 με καθολικό νόημα, αποτελούν πρόημες εκδοχές της ποιητικής της μετακίνησης με αναφορά στην αλλαγή βίου. Το πρώτο τοποθετεί το καβαθικό πρόσωπο ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί. Είπες θα πάγω σαν τη γη θα πάγω σαν τη θάλασσα. Το δεύτερο το τοποθετεί αρχικά ανάμεσα στο εδώ και το εκεί και φεύγεις ο τυπόρος για τα σούσα και στη συνέχεια ανάμεσα στο εκεί και στο εδώ άλλαζει την ψυχή σου η άλλα κλαίει τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών. Ο καβαθής πραγματεύτηκε δύο φορές στο θέμα ένας Ρωμαίος πεθαίνει στην Αλεξάνδρια με αντικείμενο την αυτοκτονία του Μάλκου Αντωνίου. Το 1907 με τίτλο «Το τέλος του Αντωνίου που ανήκει στα κρυμμένα» και το 1911 με τίτλο «Απολύπινο θεός Αντώνιου». Και στις δύο περιπτώσεις αντλεί το θέμα του «Απογειτονικά χωρεία του βίου του Αντωνίου του Πλουτά». Και στις δύο περιπτώσεις ο Αντώνιος απεικονίζεται λίγο πριν το θάνατό του και ανάμεσα στη Ρωμαϊκή και την Αλεξανδρινή ταυτότητα. Αλλά το δεύτερο πείημα αναντρέπει το πρώτο. Στην παλιότερη εκδοχή ο εθιμοθάνατος Μάρκος Αντώνιος απαρνιέται ολοκληρωτικά την Αλεξανδρινή του ταυτότητα και επιλέγει τη Ρωμαϊκή ενώ στο Απολύπιν καλείται από τον ποιητή να φύγει από τη ζωή όπως έζησε δηλαδή ως Αλεξανδρινός. Στο Απολύπιν η ποιητική του μετεχνίου ξερρυπλώνεται με πέντε διαφορετικούς τρόπους. Για αυτό και βλέπετε γιατί επέλεξε τη δεύτερη εκδοχή και ο Υψιμπρός βέβαια. Πέραν του ότι αισθητικά δεν τέρει και το βλέπετε η Αλεξάνδρια. Αρχικά είναι η Αλεξάνδρια που απεικονίζεται σε ποροφρονικό μετέχνιο με τον αόρατο θίαζο εν κινήσει. Ο Αντώνιος απεικονίζεται ανάμεσα στη Ρώμη τα έργα σου που απέτυχαν και την Αλεξάνδρια που αξιώθηκες μία τέτοια πόλη. Ανάμεσα στο μέσα και το έξω του χώρους διαμονής του, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο και άκουσε και τέλος τη στιγμή που γεύεται για τελευταία φορά τον ιδονικό του βίο και αποχαιρετά την Αλεξάνδρια. Δεν είναι τυχαίο ότι θεωρείται ένα από τα λειτουργήματα του Καβάφη και ίσως μπορεί να είναι γεωδοσμένος, ίσως είναι και το καλύτερο του Πήμα. Ένας από τους λόγους είναι ότι συνδυάζει πέντε διαφορετικές εκδοχές της ποιητικής του μετεχνίου. Η πηγή του απολύπνυν βρίσκεται σε προηγούμενο χωρίου του βίου του Αντωνίου του Πλουτάθο, στα κεφάλαιο 75. Ο Αντώνιος έχει αποφασίσει να επιδιώξει ένδοξο θάλατο στη μάχη. Να σας πω κάτι, στο τέλος του Αντωνίου είναι τραγματισμένος και ατιμοθάλατος, είναι στην αγκαλιά της κλαιοπάτρας. Εκεί είναι την προηγούμενη μέρα πριν συγκουστή μετακέντρια. Το παντέμα του Κέσρα βρίσκονται έξω από την τύκη της πόλης, αυτός είναι και συνομιλή με τους ευαφρικτά τους στρατηγούς του, τους φίλους του κτλ. Μας πηγαίνει λίγο παραπίσω, αλλά να δείτε τι πλεονεκτήματα μεγάλα έχει αυτό το παραπίσω που μας πηγαίνει. Ο Αντώνιος έχει αποφασίσει να επιδιώξει ένδοξο θάλατο στη μάχη της επόμενης μέρας με τον Ιούλιο Κέσρα και στην Αλεξάνδρια επικρατεί άκρα ησυχία και κατήθεια, μέχρι στα μεσάνικτα ακούστηκαν ξαφνικά ήχοι οργάνων και βαθικές κραβιές από μια συνοδεία που θύμιζε διονυσιακό θίασο και διέσχιζε την πόλη κατευθυνόμενος στην τύλη της στραμμένης τους στεχρούς. Εκεί ο θόρυβος έγινε εποφαντικός και έφυτα έσβησε στο βάθος. Κάποιοι μας λέει ο Προύμεχος ερμήνευσαν αυτό το συμβάν ως σημάδι ότι ο Θεός, δηλαδή ο Διόνυσος κατά πάσα ικανότα, με τον οποίον ο Αντώνιος επιδίω και σε όλη του τη ζωή να μοιάζει και να καθίσεται, τον εγκατέληπε. Ενώ το σχόλιο για τον πρώτερο διονυσιακό βίο του Αντωνίου έδειχνε προς την κατεύθυνση της Καββαθικής Αλεξάνθριας, η ρητή επιδίωξη του Αντωνίου για ηρωικό θάνατο ως το ενδοξότερο είδος θανάτου έδειχνε προς την ακριβώς αντίπτυ κατεύθυνση, δηλαδή προς την επιλογή της ρωμαϊκής ταυτότητας. Για λόγους ιστορικής ακρίβειας ο Καβάθης δεν μπορούσε να βάλει τον Αντώνιο να επιλέγει την Ανατολή, μπορούσε όμως να αποσιωπίσει την απόφαση του Αντωνίου για ηρωικό θάνατο και να ανατήξει εκείνο το σημείο όπου ο πλώταρφος αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίον ο Αντώνιος έζησε έως τότε. Έτσι κατασκεύασε το πείημα ως αποστροφή προς τον Αντώνιο μέσω της οποίας τον καλεί να παραμείνει πιστός μέχρι τέλους στον καταδιώνισσον βίον του. Αυτό που διαμόρφωσε τον Καβάθη ως ποιητή ιστορικό ορισμός είναι δικό του. Δεν ήταν η ιστορική διάσταση και η ιστορική ακρίβεια των ποιημάτων του. Βαρύνοντα ρόλο στη δημιουργία της ιστορικής πείησης του Καβάθη έπαιξαν η εκείλογή της ιστορικής ύλης και ο μετασχηματισμός της επίησης, ο ευρυματικός και αρμονικός συνδυασμός της ιστορικής ακρίβειας με την ποιητική κατασκευή. Κατά παράδοξο τρόπο η εμμονή του Καβάθη στην ιστορική ακρίβεια ήταν αυτή που καλλιέργησε την ευρυματικότητά του στο μετασχηματισμό της ιστορίας επίηση. Ο Καβάθης επιδίωκε ταυτόχρονα και να είναι ιστορικά ακριβής και να υπερβαίνει την ιστορική ακρίβεια χωρίς να κυρώνει. Ο Καβάθης είτε εντοπίζει την μετεχμιακή διάσταση στην ποιή του και στη συνέχεια την αναπτύση, είτε την κατασκευάζει ο ίδιος με αφητηρία ιστορικά γεγονότα. Μια τεχνική που ακολουθεί συχνά στη δεύτερη περίπτωση είναι να αξιοποιεί το ιστορικό γεγονός ως είδηση, δηλαδή όχι το ίδιο το γεγονός αλλά την πρόσδυψή του, το μανιπουλάρισμα της ιστορικής πληροφορίας. Στο ποίημα εις ιταλικήν παραλίαν ο Κύμος Μενεδόρου, ένας ιταλιότης νέος που περνά τη ζωή του μέσα στις διασκεδάσεις, βλέπει τα πλοία να ξεφορτώνουν στην παραλία όπου βρίσκεται τη Λία από την Κόρινθο που κατέστρεψαν οι ρωμαίοι του 146 π.Χ., σημανιακή οικονομολογία, μελαχολεί και αποφασίζει να απόσχει για μια μέρα από τις μυθιές του. Ο Καβάφης σκοινοθέτησε την πρόσδυψη της καταστροφής πάνω σε μετεχμιακό χώρο στην παραλία, στο μετεχμιακό χρόνο του προσωρινού για μια μέρα, για τον οποίον μίλησα ήδη παραπάνω, και με πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο με διπλή ταυτότητα, δηλαδή ικανιώτη, δηλαδή Έλληνα, της κατακτημένης από τους ρωμαίους κάτω Ιταλίας. Στα πίματα το 31, προκουστούς την Αλεξάνδρια και εν δίμο της Μικράς Ασίας, η Ναυμαχία του Ακτίου έχει συντελεστεί και ο Οκταδιανός έχει νικήσει. Ο Καβάφης θεματοποιεί την πρόσδυψη της έκβασης της Ναυμαχίας, τοποθετώντας την αντίστοιχα ανάμεσα στη διάδοση και την αλήθεια, ανάμεσα στην προσδοκία και την αλήθεια. Έτσι έρεται, έτσι έρεται, αν θέλετε, και η δυσκολία που θα είδαμε, δηλαδή ο Καβάφης επιμένει τόσο πολύ στην ακρίβεια, με τα μανείας, ήταν ο ψέστης λεκτικά με την ακρίβεια. Αξιοποιεί το γεγονός ως ήδηση, ως πληροφορία, το ίδιο συμβαίνει και στο περίπτωπο ποιήμα, η μάχη της μανεσίας. Τα ερωτικά και τα επιτύμβια ποιήματα, και τα ποιήματα που αναφέρονται σε καλλιτέχνες, εντάσσονται και αυτά στην ποιητική του μετεχνίου. Ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να τα συζητήσω, θα αναφέρω απλώς ότι στα περισσότερα ερωτικά ποιήματα η ερωτική εμπειρία περιγράφεται ως ανάμνηση, ως πρόσκαιρη ανάκληση στη μνήμη εμπειριών που τα πρόσωπα είχαν σε μια ηλικία που έχει παρέλθει. Εδώ τα πρόσωπα κοινούνται ανάμεσα στο παρόν, βιολογικός χρόνος και το παρελθόν ερωτικός χρόνος. Θα κλείσω με ένα σχόλιο πάνω στη σχέση ανάμεσα στην ποιητική του μετεχνίου και το δραματικό στοιχείο. Παρ' όλο που η καβαθική θεματική υλική οργανώνεται γύρω από δύο πόλους, οι οποίοι μπορεί να είναι πρόσωπα, συμπάντα, απόψη, συνευστήματα ή κάτι άλλο, από την άλλη πλευρά όμως, αυτοί οι δύο πόλοι δεν συγκροτούν μια δραματική πλοκή που οδηγεί σε σύγκρουση. Το γεγονός ότι στο επί και το γρήσκεται η μετεχνιακή περίσταση, ότι τα δηλήματα μένουν ανοιχτά, ότι τα πρόσωπα μπορεί να κάνουν μια επιλογή και να παλινδρομούν, ότι μια καυτότητα δεν εξοδετερώνει την άλλη, αποτελούν στοιχεία που αμβλύνουν ή ακυρώνουν το συγκρουσιακό στοιχείο. Με άλλα λόγια, η ποιητική του μετεχνίου αποδραματοποιεί την ένταση και την προοπτική της σύγκρουσης που εν υπάρχει δυνάμη στις αντιφέσεις. Ακούστε το παρακάτω παράδειγμα με το οποίο θα τελειώσω. Το 1926 η αρρώστια του Κλήτου, ο 23χρονος Κλήτος, γόνος επιφανούς χριστιανικής οικογένειας, είναι βαριάρρωστος και κινδυνεύει να πεθάνει. Ευκαιρία για ένα πολύ δραματικό πείμα. Η γριά υπηρέτρια που τον μεγάλωσε και τρέμει για τη ζωή του, όπως και οι γονείς του νέου, ήταν κάποτε εθνική, αλλά έγινε χριστιανή όταν ήρθε να δουλέψει στην οικογένεια του Κλήτου. Πιστεύοντας ότι μπορεί να τον σώσει, αφήνει στην παλαιότερη μισοξεχασμένη λατρεία της σε ένα είδωλος το οποίο κάνει προσφορές και ηκαισία με λόγια που μισοθυμάται. Ο νεαρός ήρωας του Καβάθη βρίσκεται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, αλλά δεν μαθαίνουμε τι γίνεται στο τέλος. Ο φόβος της υπηρέτριας εκβάλλει σαν σε παράκαμψη στο δίπολο εθνικός χριστιανός, που με τη σειρά που ακυρώνεται από την πρόσχερη και άτεθνη θρησκευτική παλινδρόμηση της υπηρέτριας. Και το σχόλιο του ποιητή για τη ματαιότητα της ηκαισίας μπορεί να σημαίνει ότι στο τέλος ο πλήτος θα πεθάνει, αλλά τυπικά το θέμα παραμένει ανοιχτό και συνολικά η ένταση οθείται στο πεληθόριο της συγκεκριμένης περίστασης. Σας ευχαριστώ πολύ. |