Διάλεξη 3: Στο σημερινό μας μάθημα, συνεχίζοντας την παρουσίαση των διαφόρων ομάδων των Αγίων της Θεσσαλονίκης, θα ασχοληθούμε με την πολυπληθέστερη ομάδα Θεσσαλονικαίων Αγίων, γενικότερα Αγίων της Θεσσαλονίκης, δεδομένου ότι όπως θα δούμε και κατά την παρουσίαση των επιμέρους θεμάτων, αρκετοί από τους Αγίους αυτής της ομάδος δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως Θεσσαλονικείς Άγιοι, αφού συνδέονται με τη Θεσσαλονίκη εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο οι ίδιοι ομολόγησαν τη χριστιανική ιδιότητά τους. Η ομάδα αυτή, η πολυπληθή σε αυτή η ομάδα, δεν είναι άλλη από την ομάδα των μαρτύρων της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη αριθμητικά ομάδα που υπερβαίνει τους 50 μάρτυρες. Τα ονόματα των περισσότερων εκ των οποίων σήμερα είναι σχεδόν άγνωστα και στην εκκλησιαστική ζωή της πόλης, αλλά ακόμη θα μπορούσαμε να πούμε και στη λειτουργική μνήμη της ζωής της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, αφού οι περισσότεροι μάρτυροι της Θεσσαλονίκης καθίσταν γνωστοί μόνο από κάποιες πηγές και από κάποιες συλλογές, οι οποίες σήμερα δεν βρίσκονται σε λειτουργική χρήση ή εν πάση περιπτώσει είναι γνωστές και εξαιτίας της γλώσσας στην οποία μας έχουν παραδοθεί. Στην σημερινή λειτουργική και εκκλησιαστική ζωή της πόλης. Πρόκειται για τους μάρτυρες της αρχαίας περιόδου, της περιόδου της αρχαίας εκκλησίας, της περιόδου που μας είναι γνωστή με τον χαρακτηρισμό ή περίοδος των διωγμών, που αφορά μία μακρά περίοδο τριών και πλέον αιώνων και για την Θεσσαλονίκη, προσδιορίζεται ιδιαίτερα στην έκταση που έλαβε ο διωγμός εναντίον των Χριστιανών σε μία συγκεκριμένη περίοδο και η περίοδος αυτή είναι η ονομαζόμενη περίοδος του μεγάλου διωγμού, δηλαδή του διωγμού του Διοκλητιανού που σχετίζεται όπως θα δούμε με την ανάδειξη κατά την περίοδο αυτή της Θεσσαλονίκης ως διοικητικής έδρας της τετραρχίας. Έτσι λοιπόν οι μάρτυρες της Θεσσαλονίκης αναδεικνύονται σε μία μεγάλη κοινότητα, σε έναν αριθμό πολλών αγίων που καθίσταν γνωστοί και από κάποια αρχαιολογικά τεκμήρια, κυρίως όμως από τις γραπτές πηγές για τις οποίες θα κάνουμε λόγο στο σημερινό μας μάθημα, πηγές οι οποίες δεν είναι πάντοτε εκτενείς αλλά πολλές φορές πολύ συχνά περιορίζονται σε μία μόνον πολύ συνοπτική αναφορά στα ονόματα και στο μαρτύριο και στην ημέρα του μαρτυρίου αυτών των χριστιανών αγίων της Θεσσαλονίκης. Είπαμε ότι συνολικά ο αριθμός των μαρτύρων που σχετίζονται με την Θεσσαλονίκη κατά την ονομαζόμενη περίοδο των διωγμών θα μπορούσαμε να την προσδιορίσουμε από τα μέσα περίπου του 1ου αιώνα, όταν έχουμε τον πρώτο διωγμό δηλαδή λίγο μετά την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας στην Παλαιστίνη, στον χώρο της Παλαιστίνης, στα Ιεροσόλυμα και στην Παλαιστίνη και εκτείνεται ως τις αρχές του 4ου αιώνας. Αυτή είναι λοιπόν την μακρά περίοδο που την ονομάζουμε περίοδο των διωγμών. Γνωρίζουμε ότι καταρχήν ότι η εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρά ζητήματα ως προς την υπόστασή της και την αποδοχή των κοινοτήτων της μέσα στον Ρωμαϊκό κράτος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, η περίοδος αυτή έχει ένα βασικό γνώρισμα, το γνώρισμα της ιστορικής πορείας της εκκλησίας κάτω από αντίξοες και δεισμενείς συνθήκες που προσδιορίζονταν από το γεγονός ότι ο χριστιανισμός πολεμούνταν, μας είναι γνωστό ότι υπήρχε καταρχήν μια πολεμική σε θεωρητικό πλαίσιο, σε ένα πλαίσιο δηλαδή καταπολέμησης της διδασκαλίας του χριστιανισμού, όπως αυτή βεβαίως ήταν γνωστή στους αντιπάλους του χριστιανισμού, είτε ήταν Ιουδαίοι, είτε ήταν εθνικοί ειδωλολάτρες ή πρέσβευαν κάποιες άλλες θρησκευτικές δοξασίες. Εκείνο όμως το οποίο είναι το σημαντικότερο είναι ότι αυτή η θεωρητική πολεμική, η πολεμική έναντι της διδασκαλίας του χριστιανισμού μετουσιώθηκε αρκετά συχνά σε μια σκληρή πολεμική που εξαπολήθηκε μέσα από τους διωγμούς, από τις συλλήψεις δηλαδή και τους θανάτους, τους ατομικούς ή τους συλλογικούς θανάτους αρκετών χριστιανών στην πρόημη αυτή περίοδο, διωγμοί οι οποίοι εξαπολύονταν είτε σε κεντρικό επίπεδο από τους ίδιους τους ρωμαίους αυτοκράτορες και γνωρίζουμε κάποιους σημαντικούς τέτοιους γενικούς διωγμούς όπως ονομάζονται, διωγμούς δηλαδή οι οποίοι εξαπολύονταν σε όλη την επικράτεια του ρωμαϊκού κράτους, σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια μέσα από διατάγματα, από έδεικτα των αυτοκρατόρων, είτε και τοπικούς διωγμούς οι οποίοι εξαπολύονταν σε τοπικό επίπεδο σε διάφορες ρωμαϊκές επαρχίες. Για την Θεσσαλονίκη, ειδικότερα η έρευνα που έχει υπάρξει στις αρχαίες πηγές ή και στα σωζόμενα αρχαιολογικά κατάλυπα, έχει καταδείξει ότι μας έχει καταστήσει γνωστή την ύπαρξη 54 μαρτύρων που μαρτύρησαν στη Θεσσαλονίκη και σε αυτήν την πολυπληθή ομάδα. Θα πρέπει να προσθέσουμε και μια ακόμη σημαντική ομάδα που κατέστη τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα γνωστή μέσα από την έκδοση μιας ακολουθίας της βυζαντινής περιόδου και η οποία αφορά σε 36 χριστιανούς μάρτυρες οι οποίοι μαρτύρησαν στη Θεσσαλονίκη αλλά προέρχονταν από την Αίγυπτο. Χριστιανοί της Αιγύπτου οι οποίοι οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι όπως ήδη προαναφέραμε και θα το παρουσιάσουμε, θα το δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, η Θεσσαλονίκη λειτούργησε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα ως διοικητική έδρα της τετραρχίας στα τέλη του 3ου μετά Χριστών αιώνα και στις αρχές του 4ου μετά Χριστών αιώνα. Έτσι λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνολικά ο γνωστός αριθμός των μαρτύρων της Θεσσαλονίκης σχεδόν εγγίζει τους 100. Αυτό λοιπόν είναι ένα σημαντικό δεδομένο που έρχεται να καταδείξει ακριβώς τη σημασία που έχει στην αγιολογική παράδοση της Θεσσαλονίκης, στην αγιολογική ιστορία της Θεσσαλονίκης η παρουσία των Χριστιανών μαρτύρων της πόλεως και ασφαλώς καταδεικνύει βεβαιότατα το ενθουσιαστικό φρόνημα, το κυρίαρχο ενθουσιαστικό στοιχείο το οποίο επικρατούσε μεταξύ των Χριστιανών της Θεσσαλονίκης κατά τους πρώτους αυτούς αιώνες, κατά την περίοδο όπως είπαμε που ονομάζεται περίοδος των διωγμών. Δεν μας έχουν σωθεί δυστυχώς πάρα πολλές πληροφορίες από τις ιστορικές πηγές ή γενικότερα από γραπτές πηγές γύρω από τα γεγονότατα τα οποία εκτιλήκθηκαν κατά τη διάρκεια των διωγμών της ρωμαϊκής περιόδου στην Θεσσαλονίκη. Ασφαλώς θα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο ότι κάποιοι από τους γνωστούς από τα ονόματα αυτών των Χριστιανών μαρτύρων δεν μαρτύρησαν μόνον κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού που όπως θα δούμε είναι ο διωγμός κατά τη διάρκεια του οποίου μαρτύρησαν οι περισσότεροι Χριστιανοί της Θεσσαλονίκης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μαρτύρησαν και οι περισσότεροι γενικότερα από τους μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας σε όλες τις τοπικές εκκλησίες, ο μεγάλος διωγμός του Διοκλητιανού, αλλά ασφαλώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάποιοι από τους Χριστιανούς μάρτυρες της Θεσσαλονίκης μαρτύρησαν και σε προγενέστερους διωγμούς. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι κάποιοι εξαπολήθηκαν με μεγάλη ένταση όπως είναι για παράδειγμα ο διωγμός του Δεκίου κατά τον οποίο μαρτύρησαν πάρα πολύ Χριστιανοί σε διάφορες περιοχές και μας έχει σωθεί ένας μεγάλος αριθμός μαρτύρων αυτού του συγκεκριμένου διωγμού. Ωστόσο δεν έχουμε συγκεκριμένες αναφορές, είτε ιστορικές αναφορές, είτε προερχόμενες δηλαδή από ιστορικές πηγές, είτε και ιστορικές ενδείξεις μέσα από τα σωζόμενα μαρτύρια των μαρτύρων της Θεσσαλονίκης, από τα σωζόμενα κείμενα δηλαδή για τους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης. Αυτό όμως το οποίο είναι απολύτως εξακριβωμένο, ιδιαίτερα από τις Βυζαντινές πηγές και από την αγιολογική παράδοση που αναπτύχθηκε μετά το τέλος των διωγμών στον χώρο της Θεσσαλονίκης, είναι ότι τα μέλη της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης καυχόνταν ιδιαίτερα για αυτό το μαρτυρικό παρελθόν της πόλεως. Είπαμε στο προηγούμενο μάθημα ότι ένα πρώτο στοιχείο κάυχησης και προβολής και αναδείξεως της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης ήταν το στοιχείο της αποστολικότητας της αποστολικής, δηλαδή ιδρύσεως της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης από τον Απόστολο Παύλο κατά την παράδοση και με τη συμβολή, με τη συνδρομή και του Απόστολου Ανδρέα, αυτών των δύο μεγάλων Αποστόλων που σχετίζονται με το αποστολικό παρελθόν της πόλεως, σύμφωνα με τις βιβλικές ή τις εξωβιβλικές μαρτυρίες που μας έχουν σωθεί. Ωστόσο, κατά την Βυζαντινή εποχή προβλήθηκε και τονίστηκε ιδιαίτερα ακριβώς και αυτό το βασικό γνώρισμα, το στοιχείο δηλαδή του μαρτυρικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε διάφορα εγκόμια που μας έχουν διασωθεί και βέβαια τα περισσότερα από τα εγκόμια αυτά σχετίζονται με τον επιφανέστερο μάρτυρα της Θεσσαλονίκης που δεν είναι άλλος από τον Άγιο Δημήτριο, στον οποίο θα φιερώσουμε όμως ένα ιδιαίτερο μάθημα, το επόμενο μάθημα, στον κύκλο των μαθημάτων αυτών για τους Αγίους της Θεσσαλονίκης. Στη σχετική λοιπόν γραμματεία συναντούμε αρκετά συχνά χαρακτηρισμούς, εγκομιαστικούς χαρακτηρισμούς για την Θεσσαλονίκη που σχετίζονται ακριβώς με αυτήν την ιδιότητά της ως μιας πόλεως, μιας εκκλησίας των μαρτύρων. Μαρτυροπλούτιστος, μαρτυροφύλακτος χαρακτηρίζεται συχνά η Θεσσαλονίκη ή σε κάποια από τα εγκόμια, τα μεσοβυζαντινά εγκόμια της Θεσσαλονίκης σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι αυτό το οποίο κυρίως αποτελεί στοιχείο καυχίσεως για την πόλη είναι ότι υπήρξε τροφός, υπήρξε η πόλη η οποία γέννησε πολλούς μάρτυρες και πολλούς ωσίους. Μια τέτοια χαρακτηριστική αναφορά βρίσκουμε σε ένα εγκόμιο για τον Άγιο Νέστορα, για τον Μάρτυρα Νέστορα, τον μαθητή του Αγίου Δημητρίου στην μεσοβυζαντινή περίοδο όπου συντάκτησα αυτού του κειμένου σημειώνει ότι ο δε τούτον μίζωνεσθει, αυτό το οποίο είναι το σημαντικότερο από όλα αυτά, μάλιστα είμαι την πόλη αυχίσε, κυρίως θεωρώ ότι είναι ότι η πόλη καυχάται με το γεγονός ότι μαρτύρων και ωσίων τροφός ουκ ολίγων εδείχθη. Δηλαδή το γεγονός ότι η πόλη αυτή αναδείχθηκε σε μία τροφό, σε έναν χώρο όπου γεννήθηκαν πολλοί μάρτυρες και πολλοί ωσίοι, δηλαδή πολλοί ασκητές που τιμήθηκαν και ως Άγιοι. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέσα από τους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης, από τους μάρτυρες που γεννήθηκαν μέσα από τα σπλάχνα της εκκλησίας Θεσσαλονίκης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι επαληθεύεται αυτός ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης κατά τους τελευταίους χρόνους και επαναλαμβάνεται σε πάρα πολλά κείμενα ότι η εκκλησία της Θεσσαλονίκης είναι Αγιοτόκος, ότι γεννά δηλαδή πολλούς Αγίους. Αυτό λοιπόν είναι ένα σημαντικό στοιχείο στην ιδιοπροσωπία θα μπορούσαμε να πούμε, την πνευματική ιδιοπροσωπία της εκκλησίας Θεσσαλονίκης. Η συνείδηση δηλαδή ότι στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης είχε αναδείξει πολλούς μάρτυρες. Ότι πολλοί μάρτυρες ήταν αυτοί οι οποίοι είχαν θεμελιώσει θα μπορούσαμε να πούμε με το αίμα τους την γέννηση και την άνδρωση, την ανάπτυξη, την αύξηση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Και αυτό άλλωστε το στοιχείο το συναντούμε σε πάρα πολλά κείμενα για τους μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας, όπου ακριβώς οι μάρτυρες προβάλλονται ως τα πρόσωπα εκείνα μέσα από το μαρτύριο των οποίων γαλουχήθηκε η νέα πίστη, γαλουχήθηκε η εκκλησία και αυξήθηκε και επεκτάθηκε στα πέρατα της χριστιανικής οικουμένης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι ακόμη και στην οικονογραφία χρησιμοποιούνται των μαρτύρων της Αρχαίας Εκκλησίας, χρησιμοποιούνται τέτοιοι εξυκονισμοί, συμβολικοί εξυκονισμοί, όπως είναι η συχνά απαντώμενη απεικόνιση του αποκεφαλισμού των μαρτύρων της Αρχαίας Εκκλησίας. Ο αποκεφαλισμός, όπως θα μιλήσουμε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπήρξε μια από τις συνήθις πεινές, θανατικές πεινές, οι οποίες επιβάλλονταν στους μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας και πραγματικά είναι έτσι άξιο παρατηρήσως και άξιο σχολιασμού το γεγονός ότι μια τέτοια αρχαία θανατική πεινή βλέπουμε ακόμη και να επανέρχεται στις ημέρες μας σε περιοχές, σε χώρους όπου διώκεται ο χριστιανισμός, διώκονται οι σταυροφόροι εντός εισαγωγικών, αυτοί δηλαδή οι χριστιανοί οι οποίοι φέρουν το χάραγμα του σταυρού με την πίστη τους και μαρτυρούν με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή το αποκεφαλισμό που βλέπουμε μέσα από τις αποτρόπες αυτές πράξεις που σήμερα καθίσταν γνωστές στον χώρο όπου δρούν οι σύγχρονοι ιδιόκτες του χριστιανισμού. Εκείνο λοιπόν το οποίο είναι σημαντικό για να επανέλθουμε στο στοιχείο του συμβολισμού στις αποικονίσεις αυτές των αρχαίων μαρτύρων για την συνείδηση την οποία έτρεφαν και καλλιεργούσαν οι χριστιανοί της αρχαίας εκκλησίας γύρω από το μαρτύριο των χριστιανών της αρχαίας εκκλησίας είναι ότι όχι μόνο ότι τελειώθησαν, ετελειώθησαν ένα όρο, ένα ρήμα το οποίο βλέπουμε συχνά να χρησιμοποιείται στα κείμενα της μαρτυρικής γραμματείας, ετελειώθη, όχι ακριβώς για να δηλωθεί μόνο το τέλος, το μαρτυρικό τέλος, αλλά για να δηλωθεί και η τελείωση, η τελείωση ως μια πράξη μέσα από την οποίαν καταδεικνυόταν και επαληθευόταν η τελεία αγάπη. Τελειώθησαν ότι τελείαν αγάπη εν εδείξαντο, ότι δηλαδή πραγματικά με το μαρτύριό τους αποτύπωσαν την ύψιστη αγάπη προς τον Χριστό και προς τον Θεό, η ύψιστη τους προς τον Θεό που αποτελούσε ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο στοιχείο προβολής και μιμήσεως της πράξεώς τους από τους υπόλοιπους χριστιανούς. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο στην θεολογία των πατέρων των πρώτων μετά τους διωγμούς αιώνων θα μπορούσαμε να αναφερθούμε για παράδειγμα στα κείμενα, στα μαρτύρια και στα εγγόμια, στις ομιλίες που εκφώνησαν οι μεγάλοι Καπαδόκες πατέρες στον 4ο αιώνα, οι οποίοι προέβαλαν τους μάρτυρες των εκκλησιών τους, των τοπικών εκκλησιών στην Καπαδοκία ή σε άλλες περιοχές, ή τα αντίστοιχα εγγόμια και τις ομιλίες του Αγίου Ιέων του Χρυσοστόμου για τους μάρτυρες της Αντιόχειας και της Κωνσταντινούπολης αργότερα, όταν ανήλθε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, τονίζουν ιδιαίτερα αυτό το στοιχείο ως ένα οντολογικό, θα μπορούσαμε να πούμε συμβολικά, γνώρισμα της εκκλησίας. Το μαρτύριο, η μαρτυρία είναι ένα γνώρισμα συστατικό των μελών της εκκλησίας και σχετίζεται ασφαλώς με τους ίδιους τους λόγους του Χριστού που αναφέρονται στην ομολογία της πίστεως. «Όστις ομολογήσει εν εμί έμπροσθεν των αθρώπων, ομολογήσω καγό εν αυτό έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανείς». Και όποιος το αντίθετο δεν ομολογήσει, δεν με ομολογήσει έμπροσθεν των ανθρώπων, ουδέ καγό ομολογήσω αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανείς. Επομένως, έχουμε ήδη σε αυτούς τους, θα μπορούσαμε να πούμε, συστατικούς λόγους του Κυρίου για το χριστιανικό μαρτύριο, το αφετηριακό σημείο που δίνει κεντρικό ρόλο στο χριστιανικό μαρτύριο μέσα στη ζωή της Αρχαίας Εκκλησίας. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μάρτυρες μέσα στη ζωή της Αρχαίας Εκκλησίας είναι τα πρώτα πρόσωπα τα οποία τιμήθηκαν, στα οποία αποδόθηκαν τιμές αγίων. Τιμήθηκαν με έναν εξαίρετο τρόπο μέσα από τις συνάξεις που καθιερώθηκαν προς τιμήν τους, προς τιμήν των μαρτύρων των τοπικών εκκλησιών και είναι τα πρόσωπα τα οποία σχετίζονται και με την δημιουργία, με την καλλιέργεια, με την ανάπτυξη των πρώτων τοπικών εορτωλογίων. Αν θα δούμε δηλαδή κάποια από τα αρχαιότερα εορτωλόγια, εορτωλογικούς καταλόγους δηλαδή που μας έχουν σωθεί και από την Ανατολή αλλά και από την Δύση και από την Αφρική ακόμη, από την Αίγυπτο ή από το μαρτυρολόγιο της Καρθαγένης, της Καρχιδώνος όπου έχουμε στη Βόρεια Αφρική ακμάζουν τις χριστιανικές κοινότες, θα βλέπαμε ακριβώς αυτό το στοιχείο. Ότι κατακλείζεται δηλαδή ο εορτωλογικός κύκλος των αρχαίων εκκλησιών από την παρουσία των μαρτύρων. Οι μάρτυρες δηλαδή αποτελούν θα μπορούσαμε να πούμε το βάθρο εκείνο, την κρυπίδα, την βάση εκείνη πάνω στην οποία οικοδομούνται οι τοπικές εκκλησίες. Και αυτό ασφαλώς δεν υπάρχει λόγος να αφησβητήσουμε ότι συνέβη και στην περίπτωση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Όπως θα δούμε άλλωστε, αυτό επαληθεύεται από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις, από τα αρχαιολογικά τεκμήρια, ιδίως αυτά που σχετίζονται με την παρουσία των τάφων των μαρτύρων στις χριστιανικές νεκροπόλεις, δηλαδή στους χώρους όπου ενταφίαζαν οι χριστιανοί τους νεκρούς τους. Έτσι λοιπόν έχουμε ένα βασικό, ένα σημαντικό στοιχείο που συμβολικά για να ολοκληρώσουμε αυτή την αναφορά στους συμβολισμούς για την παρουσία των αγίων ως των προσώπων εκείνων που εξέθρεψαν τη χριστιανική πίστη μέσα στις τοπικές χριστιανικές κοινότητες, αποικονίζεται, προβάλλεται μέσα από τις αποικονίσεις των χριστιανών μαρτύρων, των μαρτύρων της αρχαίας εκκλησίας ως των προσώπων τα οποία γαλούχησαν με το μαρτύριό τους, με το αίμα τους τις τοπικές χριστιανικές κοινότες. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο έχουμε ένα παράδοξο στοιχείο στην αποικόνιση του αποκεφαλισμού των χριστιανών μαρτύρων στην βυζαντινή τέχνη, ιδιαίτερα και στην μεταβυζαντινή τέχνη. Το γεγονός δηλαδή που καταγράφεται και σε αρκετά μαρτυρικά κείμενα, ότι από τον λαιμό των μαρτύρων κατά την στιγμή του αποκεφαλισμού τους δεν έρεε αίμα, αλλά έρεε έχουμε τυρεύσει γάλακτος και αυτό ακριβώς το στοιχείο ενέχει έναν πολύ ισχυρό συμβολισμό. Όπως το γάλα είναι αυτό με το οποίο η μητέρα τρέφει το βρέφος της για να αναπτυχθεί. Κατά αυτόν τον τρόπο μέσα από το αίμα τους που έρευσε από τα σώματα τους, ζωογόνισαν και ανέπτυξαν, οδήγησαν στην ανάπτυξη της εκκλησίας που βρισκόταν στα πρώτα της ιστορικά βήματα, στην πρώτη της ιστορική πορεία. Ως ένα βρέφος ζωοετράφηκε, αναπτύχθηκε μέσα από το αίμα τους που όπως είπαμε χρησιμοποιείται για το αίμα τους αυτός ο συμβολισμός του γάλακτος το οποίο ρέει από τον λαιμό και από τα σώματα των μαρτύρων κατά τη στιγμή του αποκεφαλισμού και του μαρτυρίου τους. Έτσι λοιπόν έχουμε έναν μεγάλο αριθμό που ακριβώς αναδεικνύει την Θεσσαλονίκη, θα μπορούσαμε να πούμε ως την σημαντικότερη όπως υποστηρίζουν ιστορικοί, σύγχρονοι ιστορικοί οι οποίοι μελετούν ιδιαίτερα τις πηγές και το ιστορικό πλαίσιο των διωγμών και των μαρτύρων αυτής της περιόδου, της ρωμαϊκής περιόδου. Διαπιστώνουμε ότι η Θεσσαλονίκη αποτελεί αριθμητικά την δεύτερη μετά την Ρώμη Εκκλησία μετά την Εκκλησία της Ρώμης Εκκλησίας από την οποίαν προήλθε, αναδείχθηκε ένας τόσο μεγάλος αριθμός χριστιανών μαρτύρων. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο δικαίως ασφαλώς διαπιστώνουμε ότι δικαίως προβάλλεται στην Βυζαντινή συνείδηση στη συνείδηση των Βυζαντινών συγγραφέων η Θεσσαλονίκη προβάλλει ως καύχημά της την παρουσία των μαρτύρων της. Γνωρίζουμε ασφαλώς ότι ήδη από τις πηγές για τους μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας γενικότερα σε διάφορες περιοχές ότι οι χριστιανοί μάρτυρες απέλαβαν μια ιδιαίτερη στιγμή από την στιγμή του ενταφιασμού τους ακόμη. Βεβαίως οι ιδιαίτερες συνθήκες του θανάτου τους και το γεγονός ότι ο θάνατός τους επερχόταν μετά από την καταδίκη τους και μάλιστα από μια καταδίκη η οποία ασφαλώς σχετιζόταν με μια ατιμοτική πράξη θανάτωσης όπως ήταν ο αποκεφαλισμός τις περισσότερες φορές ή η κάψη τους στην πυρά ή ο πνιγμός τους έχει να κάνει με το γεγονός ότι σήμερα δεν έχουμε ιδιαίτερα για την Θεσσαλονίκη τόσο πολλές μαρτυρίες για τους τόπους τους οποίους ενταφιάζονταν οι μάρτυρες της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης ή γενικότερα και για κατάλυπα για την λειτουργική μνήμη των μαρτύρων της Θεσσαλονίκης όπως είπαμε. Βεβαίως σε αυτό συνέβαλε σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό θα πρέπει να δεχθούμε και το γεγονός ότι προβλήθηκε ιδιαίτερα ένας από την μεγάλη αυτή ομάδα των θεσσαλονικαίων μαρτύρων, ένας μάρτυρας ο οποίος κατέστηκε προστάτης, πολυούχος και ιδαιμόνας της πόλεως κατά τους μετέπειτα αιώνες μετά το τέλος των διωγμών που δεν είναι άλλως ασφαλώς από τον Άγιο Δημήτριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον Άγιο Δημήτριο μας έχουν σωθεί τόσα κείμενα αγιολογικά, τόσα υμνογραφικά κείμενα περίπου 40 βυζαντινή κανόνες, ένας τεράστιος αριθμός όπως θα δούμε και στο επόμενο μάθημα που θα αναφερθούμε ιδιαίτερα σε αυτά τα κείμενα που επεσκίασε θα μπορούσαμε να πούμε η παρουσία του Αγίου Δημητρίου και η τιμή του Αγίου Δημητρίου την τιμή όλων των υπολοίπων μαρτύρων. Έτσι λοιπόν εξηγείται το γεγονός ότι ενώ για παράδειγμα και τον Άγιο Δημήτριο μας έχουν σωθεί μαρτύρια του, περισσότερα του ενός μαρτύρια, δηλαδή κείμενα στα οποία εξιστορείται, περιγράφεται η ζωή του κατά τη διάρκεια που ο ίδιος βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη και δίδασκε ως έχοντας τη διδασκαλική ιδιότητα στους νέους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης ή η σύλληψή του και το μαρτυρικό του τέλος, δεν έχουμε μεγάλο αριθμό τέτοιων κειμένων για τους άλλους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης. Μας έχουν σωθεί από αυτόν τον μεγάλο αριθμό μαρτύρων, είπαμε ότι είναι 54 ημεμονωμένοι μαρτύρες ή μαρτύρες κατά ομάδες που καταγράφονται στις σχετικές πηγές, τις οποίες θα παρουσιάσουμε σήμερα, μας έχουν σωθεί μόνο 8 μαρτύρια, 8 δηλαδή κείμενα στα οποία καταγράφεται με τη λογοτεχνική δομή αυτών των κειμένων, η ζωή αυτών των προσώπων, των χριστιανών αυτών αγίων, η σύλληψή τους, η ανάκριση τους, ο βασανισμός τους και τελικά η θανάτωσή τους σε κάποιες περιπτώσεις και τα θαύματα τα οποία επιτέλεσαν μετά το μαρτύριό τους. Δεν έχουμε όμως αυτόν τον μεγάλο αριθμό μαρτυρίων ή και εγκομείων που βλέπουμε να εμφανίζεται, ιδίως από τον 7ο αιώνα και μετά, με γεωμετρική προόδο να εμφανίζεται για το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου. Πραγματικά, ασφαλώς το γεγονός ότι τιμήθηκε ο Άγιος Δημήτριος ως ο προστάτης και πολιούχος της Θεσσαλονίκης, της εκκλησίας αλλά και της πόλης γενικότερα, δηλαδή έρχεται να εκτοπίσει την ειδωλολατρική προστασία θα μπορούσαμε να πούμε της Θεσσαλονίκης, ένας χριστιανός προστάτης, ο Άγιος Δημήτριος και αυτό φαίνεται ασφαλώς και από το απολυτικιό του, από έναν από τους αρχαιότερους ύμνους που γράφηκαν για τον Άγιο Δημήτριο, το γνωστό μεγανεύρατο, όπου εκεί ακριβώς θα δούμε ότι προβάλλεται αυτή η πολιουχική του ιδιότητα με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο και μάλιστα μεταλλάσεται κατά την πάροδο των αιώνων. Το γεγονός αυτό ασφαλώς οδήγησε σε αυτήν την ύφεση ή στο γεγονός ότι δεν έχουμε μια τόσο συστηματική καταγραφή κειμένων στα οποία να εξιστορείται το μαρτύριο των χριστιανών μαρτύρων της αρχαίας εκκλησίας. Επίσης ένας άλλος λόγος πολύ σημαντικός είναι το γεγονός είναι αυτό καθ' αυτό το ιστορικό πλαίσιο και για το ιστορικό αυτό πλαίσιο θα δούμε ότι καταγράφεται μια τέτοια αναφορά και στα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, στο πρώτο βιβλίο των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, δηλαδή μια πρώτη συλλογή που συγκροτήθηκε στις αρχές του 7ου αιώνα, όπου ακριβώς σημειώνεται γενικότερα για τους χριστιανούς μάρτυρες, για τους μάρτυρες της αρχαίας εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, ότι ο τρόπος με τον οποίον εξελίσσονταν οι διωγμοί και η σκληρότητα την οποίαν επεδείκνυαν οι διώκτες των χριστιανών ήταν τόσο μεγάλη ώστε οι χριστιανοί πρόχειρα ενταφίαζαν, απέκρυπταν τα σώματα των μαρτύρων, των χριστιανών μαρτύρων σε διάφορα σημεία και με αποτέλεσμα μετά την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος να χάνεται αυτός ο ιρμός, αυτή η ιστορική συνέχεια για το που είχαν ενταφιαστεί τα μαρτυρικά σώματα των αρχαίων χριστιανών μαρτύρων της Θεσσαλονίκης και έτσι στον 7ο αιώνα, όπως αναφέρει ο συγγραφέας του πρώτου αυτού βιβλίου, της πρώτης αυτής συλλογής των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, να μην γνωρίζουν οι χριστιανοί της Θεσσαλονίκης που βρίσκονταν τα μαρτυρικά λείψανα, οι τάφοι των μαρτύρων της Αρχαίας Εκκλησίας παρεκτός ενός μόνον, μιας μόνον περιπτώσεως, του μαρτυρικούς κοινόματος της Αγίας Μάρτυρος Ματρόνης που είναι η μοναδική η οποία κατονομάζεται στις πρώιμες αυτές πηγές ως η μάρτυς εκείνη για την οποία ήταν γνωστό που είχε ενταφιαστεί το μαρτυρικό της λείψανα. Έχουμε λοιπόν αφενός μεν την κυριαρχική παρουσία του Αγίου Δημητρίου, του μεγάλου μάρτυρα, του αθλοφόρου της πόλεως, όπως καταγράφεται, αφετέρωδε τον σκληρό διωγμό, τον απεινή διωγμό κατά των χριστιανών, ο οποίος δεν επιτρέπει στους χριστιανούς να ενταφιάσουν με τις προσήκους αισθημίες και να παραλάβουν τα σώματα των μαρτύρων τους και να το τοποθετήσουν σε επισήμους τόπους, δηλαδή σε σημεία συγκεκριμένα, αν και αυτό από κάποιες πηγές φαίνεται ότι σε ελάχιστες περιπτώσεις συνεύει, όχι στο σύνολο των περιπτώσεων αυτών, των 54 θεσσαλονικαίων μαρτύρων και της ομάδας των υπολοίπων 36 εγυπτίων μαρτύρων της Θεσσαλονίκης, αλλά σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις φαίνεται ότι τελικά οι χριστιανοί κατόρθωναν να παραλάβουν τα σώματα των χριστιανών μαρτύρων της Θεσσαλονίκης και να τα ενταφιάσουν με έναν τρόπο πιο επίσημο σε μέρη τα οποία σήμερα όπως είπαμε από την αρχαιολογική έρευνα έχουν καταστεί γνωστά, γνωρίζουμε πού βρίσκονται τέτοιες ταφές χριστιανών μαρτύρων για τις οποίες θα πούμε λίγα πράγματα στη συνέχεια του μαθήματός μας. Αυτό το οποίο κυρίως θα πρέπει να μνημονεύσουμε εδώ είναι ότι για τους μαρτύρες της Θεσσαλονίκης, για τους οποίους εκτός από τον Άγιο Δημήτριο θα αναφερθούμε στο σημερινό μάθημα, έχουμε όπως είπαμε στη διάθεσή μας μόνο 8 εκτενοί τέτοια κείμενα. Μόνο για 8 μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας έχουμε τέτοιες μαρτυρικές συγγραφές και μάλιστα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, δεν είναι όλες αυτές οι συγγραφές τα κείμενα τα οποία παρήχθησαν στην αρχική τους μορφή, τα πρωτόλια κείμενα, τα αρχικά κείμενα, αυτά που ονομάζουμε κατά τη λογοτεχνική μελέτη των μαρτυρίων ιστορικά μαρτύρια. Πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ ότι έχουμε δύο κατηγορίες μαρτυρίων, τα ιστορικά και τα επικά μαρτύρια και η αρχαιότερη από τις δύο αυτές κατηγορίες είναι η κατηγορία των ιστορικών μαρτυριών, δηλαδή είναι τα κείμενα εκείνα, οι διηγήσεις εκείνες τις οποίες κυριαρχεί το στοιχείο της ιστορικότητας αυτών των διηγήσεων. Καταγράφονται δηλαδή έχουμε καταγραφές χρονολογικές ή προσωπογραφικές για πρόσωπα γνωστά, είτε της ρωμαϊκής εξουσίας, είτε τοπικών αξιωματούχων, είτε ρωμαίων αξιωματούχων και βέβαια το σημαντικότερο γνώρισμα αυτών των ιστορικών μαρτυρίων είναι ότι κατά κύριο λόγος τα μαρτύρια αυτά έχουν ενσωματωθεί και τα πρακτικά της δίκης των χριστιανών μαρτύρων. Εκείνο το οποίο θα πρέπει να επισημάνουμε ιδιαίτερα είναι ότι στην περίπτωση των μαρτύρων της αρχαίας εκκλησίας κατά την ρωμαϊκή εποχή οι περισσότερες θανατικές καταδίκες των χριστιανών μαρτύρων αποφασίζονταν μετά από μια συγκεκριμένη διαδικαστική διαδικασία που ασφαλώς βασιζόταν στο ρωμαϊκό δίκαιο. Σε αυτό το δίκαιο το οποίο και σήμερα ακόμη θεωρείται βάση ευρύτερα του δικαίου και του ευρωπαϊκού δικαίου, του δικαίου των δυτικών κοινωνιών και σήμερα μελετάται το ελληνορωμαϊκό δίκαιο. Το ρωμαϊκό δίκαιο αποτελεί συνέχεια του ελληνικού δικαίου. Έτσι λοιπόν οι χριστιανοί αντιμετωπίζονταν ως μια ομάδα παραβατική. Ο χριστιανισμός, η εκκλησία ήταν μια ρελίγγιο ηλίκητας, μια παράνομη μη αποδεκτή θρησκεία μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας των πολλών θρησκιών και των πολλών δοξασιών του ρωμαϊκού κόσμου που οι περισσότερες από αυτές ήταν ανεκτές και αποδεκτές και λειτουργούσαν είτε σε τοπικό επίπεδο είτε και σε οικουμενικό επίπεδο εφόσον υιοθετούνταν από τους ρωμαίους αυτοκράτορες μέσα στο πλαίσιο της λειτουργίας του ρωμαϊκού κράτους. Η εκκλησία όμως, ο χριστιανισμός παρέμεινε, γνωρίζουμε παρέμεινε μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα μία ρελίγγιο ηλίκητας, δηλαδή όσο θα δούμε και στην 1η δεκαετία του 4ου αιώνα ο χριστιανισμός παρέμει μία ρελίγγιο ηλίκητας, μία θρησκεία η οποία διώκονταν εφόσον δεν ήταν αποδεκτή, δεν ήταν νόμιμη, δεν λειτουργούσε μέσα από μια νομιμοποίηση της αρχής από το ρωμαϊκό κράτος. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι χριστιανοί συλλαμβάνονταν και δικάζονταν ως παραβάτες και μάλιστα παραβάτες μιας πολύ αυστηρής νομοθετικής αρχής που αφορούσε την πίστη στο ρωμαίο αυτοκράτορα. Ήδη γνωρίζουμε ότι παράλληλα με την ανάπτυξη της χριστιανικής εκκλησίας έχουμε μέσα στη λειτουργία του ρωμαϊκού κράτους τη λεγόμενη αποθέωση των ρωμαίων αυτοκρατόρων, δηλαδή την ανάπτυξη της αυτοκρατορικής λατρείας. Το στοιχείο αυτό διαφαίνεται ήδη και μέσα στα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Βλέπουμε λοιπόν ότι παράλληλα με την ύπαρξη και με την αποδοχή και την εισαγωγή των διαφόρων θεοτήτων ανατολικών, αιγυπτιακών, ελληνικών θεοτήτων που συναποτελούσαν το πολύ ελαστικό ρωμαϊκό πάνθεο, ως προς την αποδοχή και άλλων θεών και άλλων θεοτήτων που δεν σχετίζονταν με τις αρχαίες λατρείες των Ρωμαίων, έρχεται να προσθεθεί και η αποθέωση του Ρωμαίου Αυτοκράτορα. Έτσι λοιπόν το στοιχείο αυτό της τιμής του Ρωμαίου Αυτοκράτορα ως θεού, της θεοπίεσης του Ρωμαίου Αυτοκράτορα και της ανάπτυξης μάλιστα κατά περιόδους σε πολύ μεγάλο βαθμό και η επιβολή της αυτοκρατορικής λατρείας είναι ένα στοιχείο το οποίο οδηγούσε τους χριστιανούς σε δινή θέση απέναντι στην ρωμαϊκή εξουσία, αφού αναγκάζονταν να αρνηθούν την πίστη στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα ο οποίος όμως είχε και χαρακτηριστικά θεού. Επομένως το να προσκυνήσουν να δηλώσουν πίστη ή να θυσιάσουν να τελέσουν σπονδές μπροστά στα αγάλματα των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων αυτομάτως δήλωνε και την αποδοχή της ειδωλολατρίας. Κάτι το οποίο ασφαλώς δεν αποδέχονταν οι χριστιανοί, οι περισσότεροι χριστιανοί οι οποίοι συλλαβάνονταν χωρίς βεβαίως να και το γνωρίζουμε αυτό και από τις ιστορικές πηγές και από τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς ότι έχουμε αρκετές περιπτώσεις και χριστιανών πεπτοκότων δηλαδή χριστιανών οι οποίοι τελικά κατά την διάρκεια της συλλήψεώς τους και κυρίως των βασανισμών τους αποδέχονταν, αρνούνταν την πίστη τους στον Χριστό καθίσταν το αρνησί χριστή και τελικά αποδέχονταν το να θυσιάσουν στα είδωλα και βέβαια πολλοί από αυτούς γνωρίζουμε ότι στη συνέχεια πάλι επανέρχονταν ή προσπαθούσαν να εισέλθουν και πάλι στις τάξεις της χριστιανικής εκκλησίας και γι' αυτό άλλωστε την εκκλησία την απασχόλησε ιδιαίτερα το πρόβλημα αυτό μέσα από την αντιμετώπιση του προβλήματος των λεγόμενων λάψη, των πεπτοκότων δηλαδή το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι πεπτοκότες, αυτοί οι οποίοι είχαν αρνηθεί τον Χριστό αφού θεωρούνταν από μια αυστηρή μερίδα χριστιανών ότι αφού άπαξα αρνήθηκαν τον Χριστό ήταν αδύνατον να επιστρέψουν και πάλι και να πιστεύσουν και πάλι στην χριστιανική πίστη, να πιστεύσουν και πάλι στο πρόσωπο του Χριστού και βεβαίως είναι ένα ζήτημα το οποίο είχε διάφορες προεκτάσεις το ζήτημα αυτό Έχουμε λοιπόν στην περίπτωση των θεσσαλονικαίων μαρτύρων κάποιες περιπτώσεις και θα αναφερθούμε σε αυτές στη συνέχεια του μαθήματος μας κατά τις οποίες οι χριστιανοί κατόρθωναν να συγκεντρώσουν στοιχεία για τους μαρτυρές τους και έτσι λοιπόν μας έχουν σωθεί όχι πολλά από τα 8 μαρτύρια τα οποία μας έχουν σωθεί εντοπίζονται στοιχεία ιστορικών μαρτυρίων μόνο σε δύο από αυτά από τα 8 μαρτύρια μόνο σε δύο από αυτά δύο από αυτά θα μπορούσαμε να τα εντάξουμε μέσα από κάποιες προϋποθέσεις στην ομάδα των λεγόμενων ιστορικών μαρτυρίων τα οποία είπαμε ότι επιμένουν στην τήρηση των ιστορικών εκείνων στοιχείων που έρχονται να επιβεβαιώσουν την ιστορικότητα της παρουσίας της συλλήψεως και του μαρτυρικού θανάτου αυτών των χριστιανών μαρτύρων και βέβαια το γεγονός της εισαγωγής μέσα στα κείμενα αυτά και της σύνδεσης με τα κείμενα αυτά των πρακτικών της δίκης των μαρτύρων Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο στη μελέτη γενικότερα της μαρτυρικής γραμματείας τόσο ο διαχωρισμός που κάτω από συγκεκριμένα λογοτεχνικά κριτήρια είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί των ιστορικών από τα επικά μαρτύρια τα επικά μαρτύρια είναι αυτά τα οποία έχουν υποστεί κάποια επεξεργασία και στα οποία τονίζεται περισσότερο ο επικός χαρακτήρας του μαρτυρίου των χριστιανών μαρτύρων ο ηρωικός δηλαδή χαρακτήρας και έτσι έχουμε την προσθήκη συγκεκριμένων στοιχείων που τονίζουν ακριβώς αυτό το ηρωικό στοιχείο μέσα στα κείμενα αυτά ενώ στα ιστορικά μαρτύρια έχουμε πάρα πολλές φορές μια σύνδεση των κειμένων των διηγήσεων αυτών με τα ίδια τα πρακτικά της δίκης των χριστιανών μαρτύρων αυτά που ονομάζονται πράξεις ή γκέστα ή άκτα στην λατινική ορολογία και είναι ακριβώς τα πρακτικά σε μια παρόμοια διαδικασία όπως αυτή που θα παρακολουθούσαμε και σήμερα κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης όπου τηρούνται πρακτικά από τον γραμματέα, από έναν γραμματέα, από έναν πρόσωπο του δικαστηρίου έτσι λοιπόν γνωρίζουμε ότι και στο ρωμαϊκό κράτος υπήρχαν ταχυγράφοι, οι νοτάροι, οι κρατικοί υπάλληλοι του ρωμαϊκού κράτος που κρατούσαν με έναν ταχυγραφικό τρόπο τα πρακτικά, τηρούσαν τα πρακτικά της δίκης αυτά όπως αντιλαμβανόμαστε ήταν ένα υλικό πολύτιμο για τους χριστιανούς για να γνωρίσουν και να θαυμάσουν και να δοξάσουν τον Θεό για τον τρόπο, για το σθένος, για τη δύναμη και την παρυσία με την οποία οι χριστιανοί αδελφοί τους που είχαν συλληφθεί ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό παρέμειναν πιστοί στην ομολογία της πίστης Θεός τους και τελικά επιβεβαίωσαν και με το θάνατό τους, με το μαρτυρικό τους θάνατο αυτήν την ομολογία τους. Έτσι λοιπόν έχουμε κάποιες τέτοιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια όπου έχουμε αυτόν τον συφυρμό, αυτήν την σύνδεση των διηγήσεων με τα πρακτικά της δίκης των χριστιανών μαρτύρων της Θεσσαλονίκης που ασφαλώς μας δίνουν πάρα πολύ σημαντικές πληροφορίες γενικότερα και για το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτιλήχθηκε το φαινόμενο των διωγμών στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση, ίσως η χαρακτηριστικότερη ενός ιστορικού μαρτυρίου που μας έχει διασωθεί από τον 4ο αιώνα από τον λεγόμενο δηλαδή μεγάλο διωγμό είναι η περίπτωση του μαρτυρίου τριών γυναικών, νέων γυναικών χριστιανών μαρτύρων της Θεσσαλονίκης της Αγάπης, της Ειρήνης και της Χιώνης. Αυτό όμως που θα πρέπει να δούμε πριν να προχωρήσουμε στην εξέταση αυτών των κειμένων είναι το γεγονός ότι είναι μια σύντομη ιστορική επισκόπηση αυτής της περίοδου των διωγμών για την Θεσσαλονίκη. Τι σήμενε δηλαδή η περίοδος αυτή, τις συνέπειες προκύπτουν μέσα από τις πηγές που μας έχουν σωθεί για την Θεσσαλονίκη. Είπαμε ότι δεν έχουμε ιστορικές πληροφορίες για το πώς εξελίχθηκαν ενδεχομένως προγενέστεροι γενική διωγμοί στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά οι πληροφορίες μας επικεντρώνονται κυρίως στον τελευταίο γενικό διωγμό που είναι γνωστό στις πηγές και ως ομέγας διωγμός, ο μεγάλος διωγμός, δεδομένου ότι και δίρκησε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά εξαιτίας ονομάστηκε μεγάς διωγμός, εξαιτίας της μεγάλης καταστροφής θα μπορούσαμε να πούμε, των αρνητικών αποτελεσμάτων που επέφερε στη λειτουργία της Χριστιανικής Εκκλησίας ο διωγμός αυτός, ο οποίος δεν ήταν ένας διωγμός μόνον προσώπων, αλλά ήταν γενικός ένας διωγμός της Εκκλησίας ως ενός θεσμού, ακόμη και μέσα από τη δήμευση των περιούσιων ή κυρίως σε πολύ μεγάλο βαθμό από την καταστροφή των ιερών αντικειμένων, των αντικειμένων λατρείας των εκκλησιαστικών κοινοτήτων και ασφαλώς των ιερών βιβλίων. Ο διωγμός των βιβλίων ήταν επίσης και η ποιερά των βιβλίων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μια εξίσου καταστροφική ενέργεια, τόσο σημαντική όσο και ο μαρτυρικός θάνατος των οποίων οδηγούνταν οι χριστιανοί οι οποίοι συλλαμβάνονταν από τις τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες. Οι τοπικές εκκλησίες στερούνταν τις ίδιες τις πηγές από τις οποίες τροφοδοτούσαν την πίστη τους, τροφοδοτούσαν το φρόνημά τους και βέβαια τελούσαν, είχαν τη δυνατότητα να τελούν και τις συναθρήσεις τους, τις χριστιανικές τους συνάξεις. Και γνωρίζουμε βέβαια ότι ο μεγάς αυτός διωγμός είναι εκείνος ο οποίος συνέβη κατά την περίοδο της τετραρχίας στο ρωμαϊκό κράτος και σε μια περίοδο κατά την οποία στη Θεσσαλονίκη, η Θεσσαλονίκη γνωρίζουμε ότι επελέγει ως διοικητική έδρα του ενός από τους τετράρχες, του ενός από τους δύο, για την ακρίβεια, του ενός από τους δύο κέσαρες. Γνωρίζουμε ότι η τετραρχία αποτελούνταν από δύο Αυγούστους, διοικούνταν από δύο Αυγούστους και δύο κέσαρες. Ένας Αύγουστος ο Διοκλητιανός και ένας Κέσαρας ο Γαλέριος, ο Αλέριος Μαξιμιανός, ήταν αυτοί οι οποίοι διοικούσαν το ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ο καθένας από αυτούς επέλεξε μια διαφορετική πόλη ως διοικητική του έδρα και γνωρίζουμε ότι ο Διοκλητιανός επέλεξε ως διοικητική του έδρα την Οικομίδια της Μικράς Ασίας και αυτός είναι ένας λόγος επίσης για τον οποίο βλέπουμε ότι αν θα ανατρέξουμε στα ονόματα των χριστιανών μαρτύρων της Αρχαίας Εκκλησίας, αρκετοί από αυτούς βλέπουμε ότι μαρτύρησαν εν οικομιδία την πόλη, δηλαδή οδηγήθηκαν τελικά για να δικαστούν και καταδικάστηκαν στην διοικητική έδρα του Αυγούστου του Ανατολικού Τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού όπως επίσης στο γεγονός ότι ο Γαλέριος ο Αλέριος Μαξιμιανός επέλεξε ως διοικητική του έδρα την Θεσσαλονίκη οφείλεται και το γεγονός ότι και στη Θεσσαλονίκη παρατηρείται ένας τόσο μεγάλος αριθμός χριστιανών μαρτύρων και είπαμε ότι οι 36 Αιγύπτιοι μάρτυρες αυτής της περιόδου της Θετραρχίας ακριβώς καταδεικνύουν αυτήν την πρακτική την πρακτική δηλαδή να οδηγούνται από διάφορες περιοχές ακόμη και από μακρισμένες βεβαίως γνωρίζουμε ότι η Θεσσαλονίκη διατηρούσε μια ναυτική επικοινωνία, μια θαλάσσια επικοινωνία υπήρχε μια θαλάσσια συγκοινωνία μεταξύ της Θεσσαλονίκης και της Αλεξανδρίας, της Αιγύπτου και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο οι Αιγύπτιοι αυτοί μάρτυρες, οι 36 αυτοί χριστιανοί ο οποίοι συνελήθησαν στην Αίγυπτο οδηγήθηκαν τελικά για να δικαστούν και θανατώθηκαν, μαρτύρησαν στην Θεσσαλονίκη Επί Γαλερίου ο Αλερίου Μαξιμιανού. Ο Γαλέριος Μαξιμιανός είναι ο γνωστός σε εμάς, σε όλους εμάς, Γαλέριος ο Ρωμαίος αυτός Κέσαρας με τον οποίο συνδέονται κάποια από τα ρωμαϊκά μνημεία της πόλης μας, όπως είναι η Αψίδα του Γαλερίου, η γνωστή Καμάρα κοντά στο Πανεπιστήμιο, όπως είναι το λαμπρό αυτό μνημείο πιθανότατα νεκρικής χρήσεως δηλαδή χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα και ως μαυσολείο το μνημείο της Ρωτώντας που χρησιμοποιήθηκε και ως χριστιανικός ναός αργότερα ως ο ναός των αρχαγγέλων στη Βυζαντινή εποχή και αργότερα μετονομάστηκε στην περίοδο της Οικοκρατίας μετά την περίοδο της Οικοκρατίας ως ναός του Αγίου Γεωργίου λόγω του παρακιμένου χριστιανικού ναού του Αγίου Γεωργίου και βέβαια και όλο αυτό το συγκρότημα, το ανακτορικό το οποίο έχει ανασκαφεί στην περιοχή του Ναυαρίνου ή ο υπόδρομος ο οποίος επικοινωνούσε με το ανακτορικό συγκρότημα συνήθως. Έχουμε λοιπόν ένα σύμπλεγμα κτιρίων που σχετίζονται με την οικοδομική δραστηριότητα του Γαλερίου Μαξιμιανού στην Θεσσαλονίκη όταν ο Γαλέριος επέλεξε την Θεσσαλονίκη ως έδρα του για να παραμείνει και να ασκήσει εδώ τα διοικητικά του καθήκοντα ως κέσαρας της τετραρχίας. Έτσι λοιπόν μας έχουν σωθεί πάρα πολλές πληροφορίες, πάρα πολλά στοιχεία από την περίοδο αυτή, την περίοδο του μεγάλου διωγμού που χρονολογείται στο 304 με 305 και έχει ως αφετηρία του το λεγόμενο τέταρτο έδεικτο του Διοκλητιανού το τέταρτο δηλαδή διάταγμα του Διοκλητιανού το οποίο χρονολογείται ακριβώς στην περίοδο αυτή, δηλαδή υπολογίζεται με βάση της μαρτυρίες που έχουμε, χρονολογείται στο Φεβρουάριο του 304 μετά Χριστόν. Το έδεικτο αυτό αποτελεί την αφετηρία, την απαρχή ενός γενικού διωγμού σε ολόκληρη την Ανατολή που οδήγησε στη σύλληψη και στο θάνατο πάρα πολλούς χριστιανούς μάρτυρες και αυτό φαίνεται, προκύπτει από το γεγονός ότι στο χριστιανικό μαρτυρολόγιο, στο σύνολο του χριστιανικού μαρτυρολογίου οι περισσότεροι χριστιανοί μάρτυρες φέρονται ότι μαρτύρησαν επί Μαξιμιανού ή επί Διοκλητιανού ή επί Γαλερίου, επί Διοκλητιανού και Γαλερίου των Ερκουλίων και τα λοιπά. Υπάρχει ένας ιστορικός αναχρονισμός σχετικά με την προστασία τους από τον Ιρακλή, γι' αυτό και ονομάζονται Ερκούλη. Έχουμε λοιπόν μία περίοδο, κατά την οποία η πόλη βέβαια της Θεσσαλονίκης αναδεικνύεται σε ένα πολύ σημαντικό διοικητικό κέντρο, από την άλλη όμως η παρουσία εδώ αυτού του σπουδαίου διοικητή, του σπουδαίου προσώπου της ρωμαϊκής κρατικής ιεραρχίας συνεπάγεται και έναν ιδιαίτερα οξύ και έντονο διωγμό, έναν διωγμό ο οποίος διήρκησε αρκετά. Αν μπορούμε να κρίνουμε από το γεγονός ότι η επίσημη πάυση αυτού του διωγμού, που είπαμε ξεκινάει τον Φεβρουάριο του 1934, επέρχεται στις αρχές του καλοκαιριού του 311 μ.Χ., δηλαδή επτά χρόνια αργότερα. Είναι ένας πολύ μεγάλος χρόνος διάρκειας ενός διωγμού, πραγματικά ένας μεγας διωγμός που καταλήγει, ξεκινάει όπως είπαμε με ένα έδικτο, με το έδικτο του Διοκλητιανού, με το τέταρτο έδικτο του Διοκλητιανού και ολοκληρώνεται, καταλήγει επίσης με ένα έδικτο, αυτή τη φορά με το έδικτο του ιδίου του γαλερίου του 311, που είναι ένα πολύ σημαντικό κείμενο, το οποίο μας έχει ισοθεί και στις χριστιανικές πηγές και από τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς παραδίδεται το έδικτο αυτό, το οποίο δεν είναι τόσο γνωστό, δεδομένου ότι κυρίως από την περίοδο αυτή μας είναι γνωστό ένα έδικτο που απολύθηκε, που κυκλοφόρησε λίγο αργότερα, δύο χρόνια αργότερα το 313 και είναι το λεγόμενο έδικτο της ανεξιθρησκίας, το έδικτο των Μεδιολάνων, το διάταγμα των Μεδιολάνων ή του Μεδιολάνου, κατά το οποίο ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος συνυπέγραψαν αυτήν την γενική ανεξιθρησκία και αποδέχθηκαν, φαίνεται ότι αποδέχονται, όχι φαίνεται, αποδέχονται μέσα στο κείμενο αυτό τον χριστιανισμό, τη χριστιανική θρησκεία, την εντάσσουν μέσα στις αποδεκτές θρησκείες, τις νόμιμες θρησκείες του ρωμαϊκού κράτους, όχι ασφαλώς ως την επικρατέστερη, η επικρατέστερη θρησκεία του κράτους καθίσεται ο χριστιανισμός αργότερα επί θεοδοσίου του μεγάλου, όπως γνωρίζουμε. Αυτό λοιπόν το έδικτο του Γαλερίου είναι ελάχιστα γνωστό, είπαμε ότι προηγείται κατά δύο έτη του διατάγματος των Μεδιολάνων και είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί πάβει επίσημα ο μεγάλος αυτός διώκτης, ο Γαλέριος, πάβει επίσημα τον διωγμό εναντίον των χριστιανών, διατάσει την επιστροφή των περιουσιών εκείνων που ανήκαν στις τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες, αποκαθιστά κατά κάποιο τρόπο τις τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες ακόμη και μέσα σε ένα πλαίσιο ή μη επίσημο, δεδομένου ότι δεν χαρακτηρίζει τον χριστιανισμό ανεκτή θρησκεία του κράτους. Ωστόσο είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό κείμενο και θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα πρόδρομο αυτού του διατάγματος που ακολουθεί δύο χρόνια αργότερα. Έχει ωστόσο βέβαια μέσα στην προσωπική ιστορία θα μπορούσαμε να πούμε αυτού του προσώπου, του Γαλερίου, που στις χριστιανικές πηγές είναι γνωστός ως ο απεινής διώκτης, ο σκληρός διώκτης των χριστιανών, έχει μια ιδιαίτερη σημασία και σημειολογία το διάταγμα αυτό, το έδεικτο αυτό, για τον λόγο ότι ο Γαλέριος είναι ο μοναδικός Ρωμαίος ανώτατος αξιωματούχος στο επίπεδο της ύπατης κρατικής ιεραρχίας ως Κέσαρας, για τον οποίο οι χριστιανικές πηγές επιφυλάσσουν και την ιδιότητα του πατέρα δύο χριστιανών μαρτύρων. Είναι κάτι το εξαιρετικά σπάνιο, γνωρίζουμε βεβαίως ότι αρκετοί από τους μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας ήταν πρόσωπα που ανήκαν στον ευρύτερο αυτοκρατορικό κύκλο ή στην στρατιωτική συνοδεία των αυτοκρατόρων, είναι οι μάρτυρες Παλατίνη, οι αυτοκρατορικοί θα μπορούσαμε να πούμε μάρτυρες, άλλωστε γνωρίζουμε ότι ο χριστιανισμός, η χριστιανική πίστη είχε εισέλθει ήδη στην οικία του Κέσαρα, στην εποχή του Αποστόλου Παύλου, όταν κάνει λόγο ακριβώς αναφέρεται στον χαιρετισμό αυτών των χριστιανών που βρίσκονταν εκ της του Κέσαρος οικίας, που βρίσκονταν ήδη μέσα στο αυτοκρατορικό ανάκτορα, του Ρωμαίου αυτοκράτορα, αλλά στην περίπτωση του Γαλερίου έχουμε αυτό το ιδιάζον στοιχείο, ότι δύο χριστιανοί μάρτυρες, η μάρτυς Θεοδώρα της Θεσσαλονίκης και ο μάρτυρας Νικίτας, στις χριστιανικές πηγές καταγράφονται ως παιδιά του Γαλερίου, ως τέκνα του Γαλερίου. Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτός ο σκληρός διόκτης του χριστιανισμού, όταν η ιστορία επεφύλασε με αυτόν τον σκληρό τρόπο την απάντηση στον διωγμό, τον οποίον θεωρητικά ο ίδιος εισήγαγε μέσα στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στην ανάδειξη δύο παιδιών του ως μαρτύρων της Αρχαίας Εκκλησίας. Μάλιστα, για τη Θεοδόρα, η Θεοδόρα είναι ένα πρόσωπο για το οποίο μας δίνονται κάποιες πληροφορίες, όχι από πρόημα κείμενα της περιόδου δηλαδή των διωγμών ή λίγο μετά τους διωγμούς, αλλά η Φίσταται είναι πολύ σημαντικό και χαρακτηριστικό ότι η Φίσταται μία παράδοση, επιβιώνει μία παράδοση και κατά τους μεταγενέστερους αιώνες ακόμη και ως τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, δηλαδή φτάνουμε στη Μεσοβυζαντινή περίοδο όταν ο ηγούμενος ενός σημαντικού μοναστηριού της Θεσσαλονίκης, της Μονής Ακαπνίου, ο ηγούμενος Ιγνάτιος, γράφει μια διήγηση που έχει εξαιρετικά σημαντικό, εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον, είναι η δίγηση περί της θεανδρικής εικόνος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ή της Απεκαλύφτη εν τη Ιερά Μονή του Λατόμου, είναι η δίγηση για το γνωστό σήμερα σπάνιο χριστιανικό ψηφιδοτό του Πέμπτου μετά Χριστόν αιώνα όπως χρονολογείται σήμερα από τους ιστορικούς της τέχνης, της παλαιοχριστιανικής τέχνης, το ψηφιδοτό του Σωτήρος Χριστού εν δόξη που βρίσκεται σήμερα στο εναπομήναν, στο ιερό βήμα του εναπομήναντος καθολικού της Μονής Λατόμου που σήμερα η εκκλησία αυτή είναι γνωστή με την ονομασία ο Ωσιος Δαβίδ στην Ανωπόλη και γι' αυτό το λαμπρό ψηφιδοτό της παλαιοχριστιανικής περιόδου ο Ιγνάτιος ο ηγούμενος της Μονής Ακαπνίου γράφει, συντάσει μια δίγηση, ένα κείμενο που έχουμε ένα συμφυρμό της ιστορίας με την παράδοση, με τις τοπικές παραδόσεις οι οποίες κυκλοφορούσαν, η οποία σχετίζεται με το ψηφιδοτό αυτό και σχετίζει, αναδεικνύει την δημιουργία αυτού του περίφημου παλαιοχριστιανικού ψηφιδοτού στην κόρη του Γαλερίου την Θεοδώρα, η οποία ως χριστιανή επέλεξε να απομακρυνθεί από το ανάκτορο του πατέρα της του Γαλερίου και να ζητήσει να ανεγερθεί ένας ιδιαίτερος οίκος για αυτήν στην Ανωπόλη όπου και έδωσε την οδηγία για να κατασκευαστεί αυτό το περίφημο ψηφιδοτό της Μονής Λατόμου. Έτσι λοιπόν έχουμε μια πρώτη πληροφορία για ένα πρόσωπο, μια χριστιανή γυναίκα μάρτυρα της Θεσσαλονίκης αυτής της περιόδου, της εποχής των διωγμών, στην διοίγηση μάλιστα για την οποία μας δίνονται και άλλες πληροφορίες όπως είναι για παράδειγμα το γεγονός ότι προσιλητήστηκε στη χριστιανική πίστη από ένα άλλο ιστορικό πρόσωπο και γι' αυτό είπαμε ότι έχουμε μια ανάμιξη της ιστορίας με τον θρύλο, με τους τοπικούς θρύλους, τους θρύλους της Θεσσαλονίκης. Έχουμε την αναφορά στο γεγονός ότι η Θεοδώρα γνώρισε τον χριστιανισμό και κατηχήθηκε στην χριστιανική πίστη από τον τελευταίο επίσκοπο, χριστιανό επίσκοπο της Πόλεως κατά την περίοδο των διωγμών και πρώτο επίσκοπο της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, της ελεύθερης πλέον Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης μετά το τέλος των διωγμών, τον Αρχιεπίσκοπο Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης που είναι ένα γνωστό ιστορικό πρόσωπο το οποίο μάλιστα διαδραματίζει όπως θα δούμε όταν θα μιλήσουμε για τους Αγίους Επισκόπους τους Ιεράρχες της Θεσσαλονίκης, τους Αρχιεπισκόπους και Μητροπολίτες οι οποίοι εντάχθηκαν στο Αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης διαδραματίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο και στα γεγονότα της πρώτης οικουμενικής συνόδου, στα γεγονότα που προηγούνται και τα γεγονότα που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της πρώτης οικουμενικής συνόδου στις αρχές του 4ου αιώνα μετά Χριστό. Είπαμε ότι μας έχουν σωθεί λίγα κείμενα και ανέφερα ως χαρακτηριστικότερο κείμενο, το κείμενο από την περίοδο αυτή, το κείμενο για τις τρεις Αγίες, την Αγάπη, την Ειρήνη και τη Χιονία οι οποίες επίσης μαρτυρούν κατά τη διάρκεια της παρουσίας εδώ του Γαλλεριού όπως και πολλοί άλλοι χριστιανοί μάρτυρες, αρκεί να αναφέρουμε ότι και ο Άγιος Δημήτριος ακριβώς είναι μάρτυρας αυτής της εποχής, αυτής της περιόδου του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού, του διωγμού του Γαλλερίου στην Θεσσαλονίκη. Και έτσι λοιπόν αυτό το πολύ σημαντικό κείμενο που μας έχει σωθεί στο Μαρτύριο των Αγίων Αγάπη, Συρήνης και Χιόνης Μαρτυρισάντων εν Θεσσαλονίκη μας δίνονται διάφορες ιστορικές πληροφορίες, διωγμού καταλαβόντως του καταμαξημιανών. Οι τρεις αυτές νέες χριστιανές γυναίκες εγκαταλείπουν τις κατοικίες τους και για να αποφύγουν τους διώκτες τους, όπως βλέπουμε ότι συνέβαινε στην περίπτωση αρκετών χριστιανών μαρτύρων, δεν ομολογούσαν αυτόκλητοι. Η Εκκλησία μάλιστα από κάποιος σημείο και μετά είχε απαγορεύσει το αυτόκλητο μαρτύριο, αλλά συνιστούσε ακριβώς το να αποφεύγουν και να κρύβονται οι χριστιανοί για να αποφύγουν τη σύλληψη, ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι είχαν ήδη καταγραφεί αρκετές περιπτώσεις χριστιανών, οι οποίοι πάνω στον ενθουσιασμό τους ομολογούσαν αρχικά την πίστη τους, αλλά στη συνέχεια κάτω από το βάρος των βασανιστήριων και των πιέσεων αρνούνταν τελικά την χριστιανική τους πίστη. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο βλέπουμε ότι και αυτές οι γυναίκες εγκαταλείπουν αρχικά τις κατοικίες τους και μάλιστα σημειώνεται ότι η καταλαμβάνουσιν όρος Τ υψηλών είναι μια γενική αναφορά, γεωγραφική αναφορά, η οποία μας επιτρέπει ίσως να υποθέσουμε ότι κατέφυγαν στο γειτονικό όρος της Θεσσαλονίκης, δηλαδή το όρος αυτό που σήμερα ονομάζουμε το όρος Χορτιάτης που γνωρίζουμε από τις αρχαιολογικές ανασκαφές ότι είναι ένας χώρος στον οποίο έχουν εντοπιστεί χριστιανικές οικήσεις αργότερα βέβαια ασκητών και τα λοιπά κατά την χριστιανική εποχή. Εκεί λοιπόν συλλαμβάνονται και είναι χαρακτηριστικό ότι στο κείμενο το οποίο μας έχει διασωθεί ο άγνωστος συγγραφέας αυτού του κειμένου καταγράφει, μας δίνει λεπτομερείς ιστορικές πληροφορίες και για τα πρόσωπα που σχετίζονται με τη σύλληψή τους. Για παράδειγμα, κατά την αφετηρία της διήγησης της ανακρίσεώς τους και της δίκης τους αναφέρεται ο ηγεμόνος, ο ηγεμόνος Δουλκίτιος, προκαθεί σαν τον Δουλκιτίου ηγεμόνος επί του βήματος, ο Κωμενταρίσιος είναι ένας στρατιωτικός αξιωματούχος, Αρτεμίσιος σημειώνει «Οπιαν νοτορίαν περί των παρεστώτων τούτων ο ενθάδες στρατιονάριος απέστειλεν προς τη συντύχην ή κελεύεις αναγινόσκο». Από το σημείο λοιπόν αυτό και μετά σε αυτό το πολύ σημαντικό κείμενο έχει χρησιμοποιηθεί και έχει εισέλθει το πρακτικό της δίκης αυτών των τριών χριστιανών γυναικών μαρτύρων, οι οποίες μάλιστα κατά τη διάρκεια της φυλακής τους συνάντησαν και μια ακόμη ομάδα χριστιανών νέων που δείχνει ότι είχαν συγκροτηθεί ομάδες θα μπορούσαμε να πούμε σε αυτή την πρωίμη περίοδο χριστιανών νέων στην Θεσσαλονίκη με την Ευτυχία, την Κασία, την Φιλίπα και τον Αγάθωνα, τεσσάρων χριστιανών νέων οι οποίοι γνωρίζονται με τις τρεις αυτές χριστιανές γυναίκες κατά τη διάρκεια της φυλακής τους στο Δεσμοτήριον, Αγάθων και Ηρήνη και Κασία και Φιλίπα και Ευτυχία δια των νέων της ηλικίας τέως εμβληθίσσονται στο Δεσμοτήριον και στη συνέχεια εξιστορείται ο τρόπος με τον οποίο ανακρίνονται οι απαντήσεις τις οποίες δίνουν βεβαίως πάρα πολύ σημαντικά στοιχεία για την διαδικασία που ακολουθούνταν και πρέπει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι τα κείμενα αυτά, ιδιαίτερα των ιστορικών μαρτυρίων αποτελούν θα μπορούσαμε να πούμε πολύ σημαντικές πηγές για την ιστορία και για την ιστορία του ρωμαϊκού δικαίου και γι' αυτό άλλωστε έχουν υπάρξει από ιστορικούς του δικαίου και ξένους αλλά και Έλληνες όπως είναι κάποιοι καθηγητές που διδάσκουν ιστορία του δικαίου στις νομικές σχολές της πατρίδας μας οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με τα κείμενα αυτά ως πηγές της ιστορίας του δικαίου, το δίκαιο στα γεωλογικά κείμενα είναι μια από τις κλασικές μελέτες που υπάρχουν σήμερα στην ελληνική βιβλιογραφία από την καθηγήτρια Καλιόπη Μπουρδάρα ή από την καθηγήτρια Ελευθερία Παπαγιάννη επίσης υπάρχουν αντίστοιχες εργασίες για τα γεωλογικά κείμενα ως πηγές για το εκκλησιαστικό δίκαιο, έχουμε πάρα πολύ σημαντικές πληροφορίες στα κείμενα αυτά για την απονομή του δικαίου στα ρωμαϊκά δικαστήρια και βεβαίως και πολλές άλλες πληροφορίες για το τι διαμιβόταν μεταξύ των ηγεμώνων, των ανακριτών προίσταντων της δίκης και των κρινόμενων, των συλληφθέντων χριστιανών. Για παράδειγμα η αναφορά εδώ ακριβώς αυτή την πληροφορία που έχουμε ότι κατά την σύλληψη των χριστιανών επιζητούνταν ιδιαίτερα και δεσμεύονταν και καταστρέφονταν ιδιαίτερα τα ιερά βιβλία, οι ιερές βίβλοι των χριστιανών. Άλλωστε αυτό γέννησε και την ανάγκη μετά το τέλος των διωγμών να διατάξει ο Μέγας Κωνσταντίνος την αναπαραγωγή ενός σημαντικού αριθμού γραφών, ιερών γραφών γιατί ακριβώς είχαν καταστραφεί πάρα πολλά από τα ιερά κείμενα των χριστιανών. Εδώ σε μια τέτοια περίπτωση όταν ανακρίνεται η Χιόνη γίνεται μια τέτοια αναφορά. Ο ηγεμόνας της λέει, την ρωτάει μη την αεστήν παρημήν των ανοσίων χριστιανών, ή υπομνήματα, ή διφθέρε, ή βιβλία, δηλαδή προσπαθεί να εκμεύσει πληροφορίες για τα κείμενα τα οποία, τα βιβλία τα οποία χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί. Και η απάντησή της είναι ότι ου και στην Κύρια δεν υπάρχουν διότι απάντα οι νυν αυτοκράτορες εξεφόρησαν. Όλα αυτά τα βιβλία μας τα έχουν αποστερήσει, τα έχουν δεσμεύσει οι σημερινοί αυτοκράτορες. Αυτή η πληροφορία ακριβώς δείχνει την μεγάλη έκταση την οποία είχε λάβει το φαινόμενο αυτό και γνωρίζουμε βέβαια από τις ρωμαϊκές πηγές ότι τα βιβλία αυτά καταστρέφονταν, συνήθως παραδίδονταν στη φωτιά ή το να παραδοθούν στη φωτιά. Η ποινή της παραδώσεως στη φωτιά ήταν μια ποινή η οποία αφορούσε στα βιβλία τα οποία καταδικάζονταν από την ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδεολογία και βέβαια τέτοια ήταν και τα βιβλία των χριστιανών. Έτσι λοιπόν έχουμε μια πολύ σημαντική τέτοια επιβίωση ενός αρχαίου πρακτικού δίκης μέσα στο σπουδαίο αυτό μαρτύριο των τριών χριστιανών, είπαμε των τριών και τεσσάρων, των επτά χριστιανών, νέων χριστιανών που μαρτύρησαν στην Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού. Η αυθεντικότητα αυτού του πρωτογενούς κειμένου, το γεγονός ότι το κείμενο αυτό δεν έχει υποστεί κάποια επεξεργασία, προκύπτει ακριβώς από τον ταχυγραφικό χαρακτήρα με τον οποίο παρατήθενται οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις. Ο ηγεμός είπε «Σι τι λέγεις ευτυχία, ευτυχία είπεν, το αυτό λέγω αποθανείν μάλλον θέλω». Ο ηγεμός είπε «Ανδρα έχεις, ευτυχία είπεν, ετελεύτησαν». Ο ηγεμός είπε «Πότε ετελεύτησαν, ευτυχία είπεν, προμηνών τάχα επτά». Έχουμε λοιπόν μία τέτοια στοιχομυθία, ερωταποκρίσεων, ερωτήσεων και απαντήσεων, στις οποίες βεβαίως η κατακλείδα είναι η ερώτηση για το αν αρνούνται την χριστιανική τους πίστη και ασφαλώς η απάντηση, η μονολεκτική απάντηση, χριστιανόσιμι. Είναι κάτι το οποίο χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τους χριστιανούς μάρτυρες. Αυτή η μονολεκτική, θα μπορούσαμε να πούμε, απάντηση, αυτή η σύντομη φράση, «χριστιανόσιμι», που πολύ συχνά συνηθίζουν να την εξτομίζουν κατά τη διάρκεια των ανακρίσεών τους και μάλιστα βλέπουμε ότι σε κάποια μαρτύρια, ακόμη και στις ερωτήσεις για την καταγωγή τους, οι μάρτυρες απαντούν με αυτή την φράση «χριστιανόσιμι» και βέβαια οι αρχαίοι απολογητές εμπνέονται από τη φράση αυτή για να τονίσουν ότι η φράση αυτή των αρχαίων χριστιανών μαρτύρων ακριβώς τόνιζε και εμπερίκλειε, περιελάμβανε μέσα σε αυτόν το σύντομο ομολογιακό χαρακτήρα μια πλήρη ομολογία, χριστολογική ομολογία της πίστεός τους. Και είναι ένα στοιχείο το οποίο αναπτύσσεται διεξοδικά ιδιαίτερα στο χώρο των κειμένων της λεγόμενης αρχαίας απολογητικής. Έχουν πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αυτές οι επεξηγήσεις, οι αναπτύξεις τις οποίες συναντούμε στα κείμενα των αρχαίων απολογητών. Εκτός από το κείμενο αυτό μας έχουν σωθεί κάποια ακόμη. Είναι το μαρτύριο των Αγίων Θεοδούλου και Αγαθόποδος, δύο σημαντικών προσώπων που μάλιστα είχαν και ιδιότητα κληρικών. Ο ένας υπήρξε διάκονος και ο άλλος ιερέας και άλλων προσώπων όπως είναι ο Αλέξανδρος, ο Μάρτις, ο Εν Πίδνη ή ο Εν Θεσσαλονίκη. Και βεβαίως και κάποια ακόμη μαρτύρια τα οποία μας έχουν σωθεί από αυτήν κυρίως την περίοδο, από την περίοδο του Μεγάλου Διωγμού, του Διωγμού του Διοκλητιανού. Μάλιστα ιδιαίτερη σημασία έχουν τα μαρτύρια δύο γυναικών μαρτύρων. Βλέπουμε ότι αρκετές γυναίκες πρωταγωνιστούν στα κείμενα αυτά. Είναι η Ανησία, το μαρτύριο της Αγίας Μάρτυρος Ανησίας και το μαρτύριο της Αγίας Ματρόνης, το οποίο δεν μας έχει διασωθεί στην πρωτότυπη γλώσσα, στην οποία γράφηκε, αλλά σε μια λατινική μετάφρασή της. Και βεβαίως, όπως ήδη σημειώσαμε για την Αγία Ματρόνα της Θεσσαλονίκης, έχουμε και πρόημες αναφορές για το γεγονός ότι είχε μεταφερθεί το λείψανό της, το μαρτυρικό της λείψανο μέσα στην πόλη από τον Αλέξανδρο, τον επίσκοπο Αλέξανδρο, μετά το τέλος των διωγμών, και είχε ανεγερθεί ευκτήριος οίκος, ο οποίος είχε αφιερωθεί στη μνήμη της Αγίας Ματρόνης. Μάλιστα, έχουμε και μεταγενέστερες μαρτυρίες, γιατί τελικά το λείψανο της Αγίας Ματρόνης εγκαταλείπει, φεύγει από την Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της λατινοκρατίας, της πόλεως, της φραγκοκρατίας, το 13ο αιώνα, και τελικά το λείψανο αυτό φθάνει στην Ισπανία, όπου και καταστράφηκε κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού στην Βασιλική, στην οποία φυλασσόταν το αρχαίο αυτό λείψανο μιας θεσσαλονικαίος χριστιανής μάρτυρος. Από τα κείμενα αυτά, μας δίνονται ασφαλώς, όπως ήδη αναφέραμε, κάποιες σημαντικές, γιατί είναι λίγες, τοπογραφικές πληροφορίες, από τις οποίες μπορούμε να εξάγουμε όμως, ή να συνδυάσουμε, να τη συνδυάσουμε με τις πληροφορίες που λαμβάνουμε από τις αρχαιολογικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τις τελευταίες, δεκαετίες ιδιαίτερα, αλλά και καθόλου τον τελευταίο αιώνα, δηλαδή τον αιώνα από την απελευθέρωση της Αισαλονίκης και εντεύθεν ως την εποχή μας, από το 1912 ως την εποχή μας. Έτσι λοιπόν, έχουμε την ευκαιρία σήμερα να γνωρίζουμε, ή να αποδίδεται σε κάποιους χριστιανούς μάρτυρες, να αποδίδονται συγκεκριμένα μαρτύρια τα οποία έχουν εντοπιστεί διάσπαρτα στα κοιμητήρια, τα χριστιανικά κοιμητήρια, αυτά που ονομάζονται νεκροπόλης, χριστιανικές νεκροπόλης, στο ανατολικό και στο δυτικό μέρος εκτός των τυχών της πόλεως. Γνωρίζουμε ότι σε αυτή την πρωίμη περίοδο, οι ταφές απαγορευόταν να πραγματοποιούνται μέσα στις πόλεις των λόγους υγείας, των δημόσιας υγείας, για να αποφεύγονται οι μολυσματικές ασθένειες και η διάδοση των διαφόρων ασθενειών στους πληθυσμούς. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο γνωρίζουμε και στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε άλλες αρχαίες πόλεις, οι ταφές οι οποίες έχουν εντοπιστεί εντοπίζονται στο ανατολικό και στο δυτικό μέρος εκτός των ανατολικών και των δυτικών τυχών της πόλεως. Έτσι λοιπόν έχουν εντοπιστεί επτά τέτοιες χριστιανικές νεκροπόλεις, είτε κοντά στα ανατολικά και στα δυτικά τείχη, είτε και σε μια σχετική απόσταση από αυτά. Και μάλιστα έχουν εντοπιστεί και κάποια ιδιαίτερα κτίσματα μέσα στις χριστιανικές αυτές νεκροπόλεις, τα οποία από την αρχιτεκτονική δομή τους προκύπτει ότι υπήρξαν ταφές, ότι κατασκευάστηκαν για να ενταφιαστούν χριστιανοί μάρτυρες της Θεσσαλονίκης. Η αρχαιολογική έρευνα έχει αξιοποιήσει σε αρκετά μεγάλο βαθμό τις πληροφορίες αυτών των πρώιμων μαρτυρίων και σήμερα μας έχει δώσει κάποιες προτάσεις γύρω από τον τόπο ενταφιασμού αυτών των γνωστών χριστιανών μαρτύρων, όπως είναι για παράδειγμα η Αγία Ανησία, για την οποία καταγράφεται στο μαρτύριό της την οποία βρισκόταν, είχε ενταφιαστεί και βρισκόταν αργότερα αναπτύχθηκε και ένα μοναστήρι που είχε αφιερωθεί στη μνήμη της της Αγίας Ανησίας, στη βυζαντινή εποχή, σε απόσταση δύο περίπου στα δύο από την Κασσανδρεωτική Πήλη, η οποία ήταν η Ανατολική Πήλη της Θεσσαλονίκης, η Ανατολική Πήλη από την οποία εισερχόταν κάποιος στην Λεωφόρο της Θεσσαλονίκης, στον κεντρικό δρόμο της βυζαντινής Θεσσαλονίκης και μάλιστα η ταφή αυτή εντοπίζεται μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο, στον χώρο του μετεωροσκοπίου όπου έχει βρεθεί ένα τέτοιο χριστιανικό μαρτύριο, ένα δηλαδή κτίσμα το οποίο κατά την αρχιτεκτονική δομή του προσιδιάζει σε ταφή μαρτυρα. Και βεβαίως έχουμε και άλλες τέτοιες ταφές, όπως είναι το σταυρόσχημο μαρτύριο του ναού της οδού Τρίτης Σεπτεμβρίου μεταξύ της διεθνούς εκθέσεως της Θεσσαλονίκης και του Τρίτου Σώματος Στρατού κάτω από την οδό Τρίτης Σεπτεμβρίου όπου έχει εντοπισθεί μια παλιοχριστιανική βασιλική και μέσα στην παλιοχριστιανική αυτή βασιλική υπάρχει αυτό το σταυρόσχημο μαρτύριο ή από την δυτική πλευρά επίσης ένα ανάλογο μαρτύριο που αποδίδεται στον μάρτυρο Ανέστορα δεδομένου ότι σύμφωνα με το μαρτύριο του γνωρίζουμε ότι μαρτύρισε στο δυτικό μέρος της πόλεως, ένα πεντάκογχο μαρτύριο στην περιοχή της Επταλόφου που αποδίδεται στους μάρτυρες Θεόδουλο και Αγαθόποδα ή ένα μαρτύριο στην περιοχή της Καληθέας που αποδίδεται στις τρεις αυτές μάρτυρες την αγάπη την ειρήνη και τη χιονία με βάση κάποιες πληροφορίες που παρέχονται από το μαρτύριό τους. Όλα αυτά τα στοιχεία λοιπόν οι γραπτές πληροφορίες με τα αρχαιολογικά τεκμήρια έρχονται να δέσουν και να μας προσφέρουν μια εικόνα όσο καθαρή μπορεί να είναι ελλείψη των πηγών για αυτήν την περίοδο για το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν τα μαρτύρια των χριστιανών της μαρτύρων της Θεσσαλονίκης και βεβαίως επεβίωσε η μνήμη τους όπως αυτή ασφαλώς επεβίωσε μέσα από τα ιδιαίτερα αυτά κτίσματα τους οικίσκους ή τα ιδιαίτερα όπως είπαμε σταυρόσχημα ή με άλλους αρχιτεκτονικούς τύπους κτίσματα στα οποία ενταφιάζονταν οι μάρτυρες και στα οποία βεβαίως όπως γνωρίζουμε οι χριστιανοί της αρχαίας εκκλησίας προσέρχονταν κατά την ημέρα του μαρτυρίου τους αυτήν την ημέρα που ονομάζεται στις πηγές η γενέθλειος ημέρα, η ημέρα ιντίες Νατάλης η ημέρα κατά την οποία οι χριστιανοί μάρτυρες γεννόνταν στην βασιλεία του Θεού προσέρχονταν λοιπόν στους οικίσκους αυτούς στα μαρτύρια των χριστιανών μαρτύρων για να επιτελέσουν τα της μνήμης τους και έτσι διαιώνιζαν μέσα από την λειτουργική τους μνήμη το πρότυπο της πίστης τους, το πρότυπο της ομολογίας της πίστης τους στους μεταγενέστερους χριστιανούς. Η παρουσία των χριστιανών μαρτύρων ήταν στην ζωή των τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων και της Ασαλονίκης ήταν πάρα πολύ σημαντική και γνωρίζουμε ότι αυτές, ιδιαίτερα από τις ταφές αυτές, ότι οι ταφές αυτές αποτελούσαν θα μπορούσαμε να πούμε τις κεντρικές ταφές στις χριστιανικές νεκροπόλης, στα χριστιανικά κοιμητήρια. Έχουμε τη λεγόμενη μια δόμιση θα μπορούσαμε να πούμε των χριστιανικών κοιμητηρίων με επίκεντρο αυτούς τους τάφους των χριστιανών μαρτύρων. Έχουμε τη συνήθεια κατά την χριστιανική εποχή να ενταφιάζονται οι χριστιανοί να έχουν την επιθυμία, τη βούληση να ενταφιαστούν κοντά στους τάφους των χριστιανών μαρτύρων. Είναι οι περίφημες ταφές αντσάνκτος, οι ταφές δηλαδή που βρίσκονταν κοντά ή επικοινωνούσαν με τους τάφους των χριστιανών μαρτύρων, μέσα σε ένα εσχατολογικό πλαίσιο, μέσα σε μια εσχατολογική θεώρηση αυτής της θεμελιώδους παρουσίας για τις αρχαίες εκκλησιαστικές κοινότητες των χριστιανών μαρτύρων. Να μην ξεχνούμε ότι οι χριστιανοί μάρτυρες, τα λείψανα των μαρτύρων της αρχαίας εκκλησίας χρησιμοποιήθηκαν από την αρχαία εποχή και σε όλη τη Βυζαντινή εποχή, σε μια λειτουργική παράδοση, η οποία εδραιώθηκε και φτάνει ως την εποχή μας, ως τα θεμέλια εκείνα πάνω στα οποία εδράζονται και καθαγιάζονται και σήμερα οι αγίες τράπεζες των νέων χριστιανικών ναών. Κατά την τελετή των εγγενείων των νέων χριστιανικών ναών, κάθε αγία τράπεζα καθαγιάζεται ακριβώς μέσα σε αυτό το εσχατολογικό και αποκαλυπτικό πλαίσιο, που βλέπουμε να καταγράφεται και από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, ο θρόνος του Θεού με τα ωστά των πεπελεκυμένων δια το όνομα του Αρνίου. Καθαγιάζεται λοιπόν ο τόπος της θυσίας, το ιερό θυσιαστήριο με την εναπόθεση, με την τοποθέτηση μέσα στο φυτό, όπως ονομάζεται δηλαδή στον κεντρικό κύωνα της Αγίας Τραπέζης, μέρους ωστών των μαρτύρων της Αρχίας Εκκλησίας. Αυτό ακριβώς το στοιχείο δείχνει τον κορυφαίο ρόλο τον οποίο διαδραμάτησαν οι αρχαίοι μάρτυρες στην ζωή της Χριστιανικής Εκκλησίας. Για να ολοκληρώσουμε το θέμα αυτό, στο σημερινό μας μάθημα, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε να συμπληρώσουμε ότι για πάρα πολλούς από τους μάρτυρες της αρχαίας αυτής περιόδου, τους θεσσαλονικείς μάρτυρες, μας έχουν σωθεί πληροφορίες σε αρχαίες μαρτυρολογικές συλλογές. Σε συλλογές μάλιστα, οι οποίες δεν έχουν σωθεί στην ελληνική γλώσσα, αλλά στη λατινική γλώσσα, για παράδειγμα, όπως είναι το ιερονομικό μαρτυρολόγιο, που είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, η πιο σημαντική πηγή του 5ου αιώνα στην Δύση, που καταγράφει όμως τα ονόματα μαρτύρων της Θεσσαλονίκης. Και αυτό οφείλειται στο γεγονός ότι, όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο μάθημα και θα το δούμε διεξοδικότερα και στα επόμενα μαθήματα, θα μιλήσουμε για τους αγίους, τους εξιεραρχών, τους εξεπισκόπων αγίους της Θεσσαλονίκης, η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης υπαγόταν εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρώμης. Έτσι, λοιπόν, τα γεωλογικά, θα μπορούσαμε να πούμε, δρόμενα της Θεσσαλονίκης αφορούσαν και καταγράφονταν στα δίπτυχα ή στις μαρτυρικές συλλογές, στις μαρτυρικές καταγραφές της Εκκλησίας της Ρώμης και έτσι μας έχουν διασωθεί σε αυτήν την πολύ σπουδαία συλλογή που ονομάζεται Ιερονομικό Μαρτυρολόγιο. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν και άλλες τέτοιες συλλογές, όπως είναι το Συριακό Μαρτυρολόγιο, το Breviarium Syriacum, που είναι πρόημο του τέταρτου αιώνα σε μια Συριακή μετάφραση, θεωρείται όμως ότι αποδίδει κάποια αρχαία ελληνική μαρτυρική τέτοια συλλογή και μας σώζονται, καταγράφονται τα ονόματα πολλών από αυτούς τους χριστιανούς μάρτυρες της Θεσσαλονίκης, τα ονόματα των οποίων στη συνέχεια πέρασαν και καταγράφηκαν στις μεγάλες βυζαντινές συναξαριακές συλλογές, όπως είναι στη μεσοβυζαντινή περίοδο το Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο κατά κύριο λόγο βρίσκουμε σύντομα ή εκτενέστερα υπομνήματα για τους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης και αργότερα βέβαια και στις άλλες συναξαριακές συλλογές, φθάνοντας ως την νεότερη που είναι ο Συναξαριστής του Οσίου Νικοδήμου του Αγιορίττι, ο οποίος επεξεργάζεται ασφαλώς αυτό το πρωτογενές συναξαριακό υλικό, το οποίο εντόπισε μέσα στο Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Μέσα από όλες αυτές τις πληροφορίες και τις αναφορές για τους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης, μπορούμε να διακρίνουμε ασφαλώς το συνεχές ενδιαφέρον των χριστιανών της πόλεως για αυτό το λαμπρό παρελθόν της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, που όπως είπαμε κατέστησε την Εκκλησία της πόλεως αλλά και ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη και μαρτυροφύλακτη, δηλαδή μια πόλη που προστατευόταν από τους μάρτυρες και κυρίως από τον σημαντικότερο μάρτυρά της ασφαλώς τον Άγιο Δημήτριο αλλά και μαρτυροπλούτιστη, δηλαδή αποτέλεσε τον πλούτο και το στολίδι της πόλεως της Θεσσαλονίκης και της Εκκλησίας της. |