: Υποτιτλισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Ελλάδας Υποτιτλισμός της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Επιτροπής της Ε γραμμένο σε 863 οχτά στοιχείες τροφές, στο οποίο ο στοιχουργός περιγράφει τα γεγονότα που έζησε ως απτόπτης μάρτυρας του πολέμου και ίσως με την ιδιότητα του Καπουκίνου μοναχού τα τέσσερα τελευταία χρόνια της πολιορκίας του Χάνδακα. Χωρίς να διεκδικεί ποιητικές δάφνες, περιγράφει στην αρχή συνοπτικά τα γεγονότα της απόβασης των Τούρκων στη Δυτική Κρήτη, την παράδοση των Χανίων και του Ρεθύμνου και επικεντρώνει την αφήγησή του στα τέσσερα τελευταία χρόνια της πολιορκίας του Χάνδακα. Τεράστιο όμως ενδιαφέρον για τον Κρητικό πόλεμο παρουσιάζουν και οι οθωμανικές αφηγηματικές πηγές, μεγάλο μέρος των οποίων παραμένει ανέκδοτο. Πολλές από τις πηγές αυτές απορέουν από την οθωμανική πολιτική που οφείλεται, όπως είπαμε, στην στρατιωτική ανάκαμψη της αυτοκρατορίας, ύστερα από την πολυμετοπική κρίση που γνώρισε στις τελευταίες δεκαετίες του 16ου και στις πρώτες του 17ου αιώνα. Οθωμανικά ιστορικά έργα και κυρίως χρονικά εμφανίζονται από τις πρώτες κιόλας μέρες του πολέμου, όπως είναι η ιστορία της κατάκτησης των Χανίων του Πυρή Πασά-Ζαντέ-Φαχρή Χουσέιν, που συμμετείχε στην πολιορκία και την άλωση της πόλης, η ανώνυμη συντόμευση της «Θρίαμβη των Χανίων», οι ανώνυμες επίσης αφηγήσεις εξτρατεία της Κρήτης και ιστορία της κατάκτησης της Κρήτης, που αναφέρονται οι πρώτοι στα γεγονότα του 1645 και η δεύτερη φτάνει ως το 1655. Το βασικό όμως οθωμανικό έργο για τον Κρητικό πόλεμο είναι το απάνθισμα ιστοριών σχετικά με τα ανδραγαθήματα του Κιουπρουλού-Ζαντέ-Φαζίλ-Αχμετ Πασά, που σώζεται σε πολλά χειρόγραφα διασκορπισμένα σε διάφορες βιβλιοθήκες της Τουρκίας και της Βητικής Ευρώπης, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου καταλαμβάνει η εξτρατεία του Μεγάλου Βεζίρη για την κατάκτηση του Χάνακα. Στην βασική αυτή ιστορική πηγή πρέπει να προσθέσουμε και το ιστορικό έργο του διανοούμενου του 17ου αιώνα «Κια τίψε λεμπί» με τίτλο «Επιτωμή» καθώς και την ανέγδοτη ακόμη «Σύνοψη ιστοριών» του Σχεζάρ Φεν Χουσαίν Εφέντη, που ως αυτόπτις μάρτυρα στην τελευταία φάση του πολέμου περιγράφει την κατάκτηση της Κρήτης. Στην ελληνικόγλωσσα η Γραμματεία του 17ου αιώνα μας είναι γνωστά εννέα τουλάχιστο έμετρα κείμενα εμπνευσμένα από τον 25ο αιτή Κρητικό Πόλεμο ή από συγκλονιστικά επιμέρους γεγονότατου γραμμένα στην κοινή ομιλούμενη γλώσσα της εποχής σε ιδιωματική ή λόγια αρχαΐζουσα. Πρόκειται για στιχουργήματα σε θρηνιτική κυριοσμορφή τα οποία διαφοροποιούνται από τα άλλα ξενόγλωσσα ως προς τη γνησιότητα των συναισθημάτων γιατί οι συγγραφείς τους αφηγούνται ένα πόλεμο που τους αφορά άμεσα και οι αιματηρές μάχες του γίνονται στο γενέθλιο τόπο τους με θύματα κυρίως τους δικούς τους ανθρώπους. Τέσσερα από τα κείμενα αυτά συνέθεσαν επώνυμοι Κρητικοί. Ο γιατρός Αθανάσιος Πικρός, ο Εμμανουήλ Τζάνες Μπουνιαλής, ο λόγιος Πατριάρης Αλεξανδρείας Γεράσιμος Παλαδάς και ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής, ενώ ένα πέμπτο στιχούργημα με τίτλο «Λεηλασία της Παρικίας της Πάρου» παραδίδεται ανώνυμο και θεωρείται κριτικό. Δύο επίσης κείμενα έγραψαν στιχουργοί που σχετίζονται με το ευρύτερο βενετοκρατούμενο χώρο. Ο Ιωακύμ ο Κύπριος και ο Κεφαλονίτης Ιερομόναχος Ακάτιος άνθιμος διακρούσης, ενώ ο Λεωνάρδος Φιλαράς και ο Ιωάννης Κοτούνιος με τις συνθέσεις τους, που τίποσαν στο Παρίσι και στην Πάδοβα αντίστοιχα και δεν έχουν θρηνιτική μορφή, απευθύνονται κυρίως στους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης. Ο κριτικός γιατρός και λόγιος Αθανάσιος Πικρός έζησε όλα τα δυνά του κριτικού πολέμου και τα περιγράφει στο μακροσκελέστι χουργημά του, που αποτελείται από δύο άνη σαμέρη. Στο πρώτο, που επικράφεται Αθανασίου εκ Πικρύδων ιακτρού θρήνος, θρηνεί κυρίως για τον θάνατο του γιού του, που προώθηκε τον Ιούλιο του 1647 στην εκστρατεία των Βενετών στη Μεσαρά, αλλά και για τον Χάνδακα και την συμφορά της Κρήτης. Το δεύτερο μέρος, το κύριο σώμα του στιχουργήματος, συναποτελούν 23 ενότητες, στις οποίες ο Πικρός εκθέτει τα πολεμικά γεγονότα από την άλωση των Χανίων στις 12 Αυγούστου 1645 μέχρι το Φθινόπωρο του 1659. Όταν ο βενετικός στόλος, ύστερα από την χαλάρωση της πολιορκίας, μετέφερε από το Χάνδακα στη Μάνη ως ανεπιθύμητο πιαπρόσωπο στο νησί, τον έκτοτο Πατριάρχη Ιωαννίκιο και τελειώνει με τη δράση στην Κρήτη ευρωπαίων στρατιωτικών, όπως του Αλμερίου Γκορδέστε και του Γάλλου Ορχιστρατίου Τζιρόν Φρασουά Δεβίγη. Εκτός όμως από τα συμβαίνοντα στον πολιορκούμενο Χάνδακα, όπως επιδημίες, πείνα, δοκιμασίες του λαού και γενικότερα στην Κρήτη, ο Πικρός γνωρίζει ακόμα τα συμβαίνοντα στη Δυτική Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο, τις συγκρούσεις του βενετικού στόλου με τον Τουρκικό, τις μάταιες εκκλήσεις της Βενετίας προς τους Ευρωπαίους για βοήθεια. Πρόκειται, όπως εύστοχα επισημένει ο Θεοχάρης Δετοράκης, για μια πηγή πλούσιων, πικίλων και προπαντός αξιόπιστον κατά κανόνα πληροφοριών, οι οποίες δεν έχουν ακόμα αξιολογηθεί και οι οποίες θα πλουτίσουν και θα στερεώσουν τις γνώσεις μας για τη δραματικότερη περίοδο της ιστορίας της Κρήτης. Ο Εμμανούληλ Τάνετ Μπουνιαλής, γόνος γνωστής ρεθυμιώτικης οικογένειας, γεννημένος το 1610, αρχικά πρόσφυγα στην Κέρκυρα, μετά την κατάληψη της γενέτειράς του από τους Τούρκους και στη συνέχεια στη Βενετία, όπου διατέλεσε για πολλά χρόνια ιερέας του ιστορικού ναού του Αγίου Γεωργίου, είναι διάσημος για το ζωγραφικό του έργο και λιγότερο γνωστός ως συγγραφέας κειμένων θρησκευτικού περιεχομένου. Το ποιημά του με τίτλο «Ισέπαινον του εκλαμπρωτάτου και υπερτάτου κυρού Ανδρέου Κορνάρου, του ποτέ Γενεράλε Κρήτης, το μόνο κοσμικό κειμένό του, ανήκει στους έμετρους επιδεικτικούς λόγους και πιο συγκεκριμένα στους εγκωμιαστικούς και αποτελείται από εκατόν ενενήντα ομοιοκατάληξους δεκαπεντασύλλαβους στίχους». Τυπώθηκε το 1668, 22 χρόνια μετά το θάνατο του γενικού προβλεπτή Κρήτης Ανδρέα Κορνάρο και είναι αφιερωμένο στους τρεις γιους του Κατερίνο, Φρυδερίκο και Ιερόνιμο, οι οποίοι κατήχαν σημαντικά αξιώματα στη διοίκηση της Γαλληνοτάτης. Το ιστορικό πλαίσιο του ποιήματος είναι η πολιορκία του Ρεθύμνου που άρισε το Σεπτέμβριο του 1646 και έληξε με την κατάληψη της πόλης στις 13 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου και η προσπάθεια του γενικού προβλεπτή να την αποτρέψει. Ο Ανδρέα Κορνάρο σκοτώθηκε από σφαίρα πυροβόλου όπλου κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Και καβαλάρης τρέχοντας του κάστουρι στην σκάλα, μια του φετιάν του εσύρασε και του δοκινημπάλα εις την πλευράν και φώναξε. Γυρίσετε παιδιά μου, σταθείτε, πολεμήσετε, τσεχθούς για το όνομά μου, δέτε με πως ευρίσκομαι, στο σκότι λαβωμένος, πνευματικών μου φέρετε γιατί είμαι αποθαμένος. Το τρίτο από τα πηγήματα με τίτλο «Θρύνος της Κρήτης» είναι έργο του κριτικού λογίου και ιεράρχη Γεράσιμου Παλαδά, ο οποίος έζησε στην Κρήτη ως την άλλο Σύτη στα 1669. Αρχικά υπηρέτησε την Ορθόδοξη εκκλησία της πατρίδας του ως ιεροκύρικας και αργότερα έγινε Μητροπολίτη στην Καστοριά και την Ανδριανούπολη. Το 1688 εκλέγεται Πατριάρχης Αλεξανδρίας και κρατεί το θρόνο ως το 1710. Πέθανε ύστερα από τέσσερα χρόνια στο Άγιο Όρος. Ο «Θρύνος της Κρήτης» του Παλαδά περιέχεται στο χειρόγραφο 184 του Αρχαιολογικού Μουσείου Ριακλίου και αποτελείται από 210 στίχους σε πεντάστιες στροφές. Ο Παλαδάς με το έργο του αυτό γραμμένο σε απλή γλώσσα και σε σπάνιο μέτρο και το οποίο στερείται ιστορικού χαρακτήρα θρηνεί την υποταγή της Κρήτης και του Χάνδακα στους Τούρκους το 1669. Αναφέρεται με βαθύ αίσθημα στην αστάθεια του κόσμου, στον μακρό και πολύ νεκροπόλεμο και στα δεινά που προκάλεσε. «Κρήτης, πατρίς μου τα τέκνα σου, τα αναθρεμμένα πουλάκια σου εχωριστήκαν και σκοτωθήκαν στα πυρωμένα χαντάκια σου». Αναφέρεται επίσης στον εκπατρισμό των Κρητικών στις περιπέτειες, ναβάγια και άλλα δεινά που βασάνισαν τους πρόσφυγες ώσπου να φτάσουν στα επτάνησα, στη ζωή τους, στην ξανιθιά, στην επιστροφή μερικών από αυτούς στην Κρήτη και στην απελπισία τους όταν αντίκρισαν τις εκκλησίες τους αλλαγμένες από τους κατακτητές σε τζαμιά, λουτρά και σταύλους και τα κόκκαλα των προγόνων τους πεταγμένα έξω από τα μνήματα τους. Και τα τρία ελληνικά κείμενα που ως τώρα μνημονεύσαμε τα ξεπερνά όπως σημειώνει ο Στυλιανός Αλεξίου σε λογοτεχνικό, γλωσσικό και ιστορικό ενδιαφέρον ο κρητικός πόλεμος του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλίου, ο οποίος έζησε στη γενέτειρά του το Ρέθυμνο ως την κατάληψη της πόλης. Έπειτα πέρασε όπως και ο αδελφός του Εμμανουήλ ως πρόσφυγας από το Χάνδακας στην Κέρκυρα. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Βενετία όπου ανάμεσα στα 1669 ή 1670 και στα 1677 όπως δείχνει η αφιέρωση του έργου του στο Μητροπολίτη Φιλαδελφίας Μελέτη ο Χορτάτζι ο οποίος πέθανε το έτος αυτό ολοκλήρωσε το ποίημά του. Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στα 1681 από τον τυπογράφο Ανδρέα Ιουλιανό με εκτενή τίτλο «Διήγησης διαστήχων του Δινού Πολέμου του Εντινήσου Κρήτης Γενωμένου». Στο μακρότατο αυτό κείμενο ο Ρεθυμιώτης ποιητής αφηγείται η καταχρονολική σειρά τα καθέκαστα του πολέμου από την αφορμή, την απόβαση των Τούρκων στο νησί, την κατάληψη των Χανίων και του Ρεθύμνου ως την παράδοση του Χάνδακα. Παράλληλα παρακολουθεί και τη δράση του βενετικού στόλου στο Αιγαίο και τα Δαρδανέλια, στο δεύτερο δηλαδή πεδίο των πολεμικών επιχειρήσεων, καθώς και τον αντίκτυπο που είχαν οι μεγάλες ναυμαχίες στη Βενετία και την Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε αυτό της μάρτυρας ορισμένων γεγονότων που περιγράφει όπως η δραματική πολιορκία και κατάληψη της γενέτειράς του στα 1646. Ο Τζάνες δίνει με ποιητική δύναμη στιγμές του βοβαρδισμού της πόλης του Ρεθύμνου. Καράβια, κάτεργα, λιγνά, όλα τον εκολούσαν και καβαλάρι και πεζί εις τα βουνιά γλακούσαν. Ο κουρνιακτός και ο καπνός έσμηξαν και πλακώσαν, τον κρουσταλένιον ουρανό και όλον τον εθαμπόσαν. Τέσσερις ώρες μοναχάς λουμπάρδες εκτυπούσαν και ο κόσμος εταράσσετο και τα βουνιά βροντούσαν. Ορισμένα άλλα γεγονότα του πολέμου τα γνώριζε από διηγήσεις προσφύγων. Που έφταναν κυρίως μετά το 1669 στη Βενετία, όπως δείγματος χάρη την πολιορκία και παράδοση του Χάνδακα, δίνοντας με χαρακτηριστικού στίχους την εικόνα της φρίκης, όταν η πρωτεύουσα της Κρήτης βρίσκεται κατά την τελευταία φάση του πολυετούς αποκλεισμού της, στην επιθανάτη αγωνία της από τους φοδρούς βομβαρδισμούς. Εκτός από τις προσωπικές αναμνήσεις του, από τα γεγονότα του ρεθύμνου και τις διηγήσεις των προσφύγων για την πολιορκία και την παράδοση του Χάνδακα, ο Μαρίνος Τζάνες είναι πιθανό να γνώρισε τα κύρια γεγονότα του πολέμου και από ιταλικές πηγές. Όμως βασική πηγή του, όχι μόνο ιστορική αλλά και λογοτεχνική, είναι το έργο του ιερομονάχου Ακάκιου Άνθιμου Διακρούση, το οποίο θα δούμε στη συνέχεια. Ακόμη, ο Τζάνες γνώριζε σίγουρα τους δύο συμπατριώτες του ποιητές, τον Γεώργιο Χορτάτζη και τον Ιωάννια Ανδρέα Τρόιλο, τους οποίους και μιμείται σε ορισμένα σημεία, καθώς και τον επίσης ρεθυμνιώτη Αντώνιο Αχέλι, αφού και αυτός, όπως και ο Τζάνες, αφηγείται έναν πόλεμο Τούρκων και Χριστιανών την πολιορκία της Μάλτας το 1565. Ο Τζάνες χαρακτηρίζεται από τον Σεφέρη ως μία από τις πιο αξιαγάπητες φυσιογνωμίες της Κρήτης της εποχής εκείνης, ενώ ο Αλεξίου σημειώνει ότι αναδεικνύεται αξιόλογος ποιητής. Αν στερείται την ιδιοφυΐα, την μόρφωση, τον έντεχνο λόγο και την άψογη στυχουργία ενός Χορτάτζη ή ενός Κορνάρου, έχει όμως αναμφισβήτητο αφηγηματικό ταλέντο και έναν προσωπικό λαϊκό παλμό, που κατά διαστήματα υπερβαίνει τη χαλαρή και πρόχειρη έκφραση και φτάνει σε μεγάλη ένταση και ακρίβεια, ενώ δραματική ζωντάνια έχουν οι διάλογοι που αποδίδουν την ψυχολογική κατάσταση των προσώπων. Το ανώνυμο πιθανότατα κρητικό, όπως είπαμε κείμενο, λέει «Λασσία της Παρικίας της Πάρου», στο οποίο μνημονεύονται και επεισόδια του κρητικού πολέμου, θεωρείται, όπως θα ακούσουμε και σε ανακοίνωση στο συνέδριό μας, ως μια παραγνωρισμένη λογοτεχνική πηγή για τον κρητικό πόλεμο. Επομένως, για το κείμενο αυτό δεν θα επεκταθώ περισσότερο. Τα γεγονότα του κρητικού πολέμου πραγματεύτηκε σε ένα εχθενές ποιήμα με τίτλο «Βιβλίων ονομαζόμενων πάλι, ίγουν μάχη των Τουρκών μετά του ευσεβεστάτου και κλαμπροτάτου μεγάλο αυθεντός και πριντσίπου της λαμπροτάτης Δενετίας», ο Ιωακύμ Αρχιμανδρίτης ο Κύπριος. Αποτελείται από 10.240 ιαμβικούς 15 σύλλαβους τείχους και γράφτηκε πριν από την τελική έκβαση του αγώνα, πιθανότατα τον Αύγουστο του 1665. Στον πρόλογο, ο συγγραφέας δηλώνει και την πρόθεσή του. «Εβάλθηκα, γράφη, να κάνω το παρόν σύνταγμα εις πεζήν φράση, διαενθύμησιν εις το ευσταβέστατο γένος μου». Στην αρχή δηλώνει επίσης την πρόθεσή του να παρουσιάσει πώς συνέβησαν λοιπόν τα σκάνδαλα τους Τούρκους με τους Ενετούς Αυτουνούς και με τους Μαμαλούκους. Κατηγορεί τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, διηγείται γεγονότα που συνέβησαν πολύ πριν τον πόλεμο, όπως η κατάληψη της Βαβυλώνας από τον Μουράτ, η εκμαλωσία ενός καραβιού με μια Μαλτέζα, που κατευθύνεται με τη μητέρα της στην Ισπανία, τις οποίες φέρνουν στην πόλη και η κόρη παραδίδεται στον Μουράτ, ο οποίος την κάνει σουλτάνα, στοιχεία που λείπουν από τα άλλα κείμενα. Κατόπιν ο Ιωακύμ ο Κύπριος έρχεται στα κύρια γεγονότα του Κρητικού κουπολέμου. Το εκτενές του το στοιχούργημα περιλαμβάνται στο χειρόγραφο 37 της Βιβλιοθήκης της Ρουμανικής Ακαδημίας του Βουκουρεστίου και εκδόθηκε το 2012. Ο κεφαλονίτης Ιερομόναχος Ακάτιος Άνθιμος Διακρούσις βρέθηκε, όπως λέει ο ίδιος, τυχαία στα Χανιά, ότι ως ξένος έτυχα καγό σε αυτόν τον τόπο. Ήδε από κοντά τα γεγονότα του 1645 και ως αυτόν της μάρτυρας περιγράφει τις πρώτες κινήσεις του Ισβολέα, καθώς και την πολιορκία της πόλης των Χανίων με τις συγκλονιστικές ανακτηνάξεις τους βοβαρδισμούς που σπέρνουν την καταστροφή και το θάνατο. Φόβος και τρόμος ήτανε των λουμπαρδιών οι μπάλες, όπου στη χώρα έριχναν κοίτον πολλά μεγάλες κι οι χριστιανοί ερήχνασι λουμπάρδες από μέσα, σπαΐδών και γεννήτσαρων πολλά κεφάλια πέσαν. Περίγραψε επίσης την κατάληψη του Ρεθύμνου και βάση πληροφοριών μέρος της πολιορκίας του Χάνδακα. Ο Διακρούσης συνέθεσε το ποιημά του «Διήγησης διαστήχων του Δινού Πολέμου του Εντινήσου Κρήτη Γενωμένου», το οποίο αποτελείται από 1.382 ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους τείχους, στο κελί του ιερέα Τζαφουρνάρου, μέσα στο καμπαναριό στο χώρο του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία, όπου και εντυπώθηκε για πρώτη φορά στα 1667 οικείης αυτού αναλόμαση. Στον ίδιο αυτό χώρο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων τον είχε γνωρίσει προσωπικά ο ρεθύμιος ομοτεχνός του Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής. Ανέφερα συνοπτικά επτά κείμενα της Ελληνικής Γραμματείας του 17ου αιώνα, που ως τώρα γνωρίζουμε, εμπνευσμένα από τα συγκλονιστικά γεγονότα του πολέμου, εκτός όμως από τα κείμενα αυτά στη διάρκεια του πολέμου κυκλοφόρησαν σε αντίπη μορφή και σύντομα στοιχουργήματα που αναφέρονται στον Κρητικό Πόλεμο ή σε μεμονωμένα πολεμικά γεγονότα. Το 1653 ο Ιωάννης Κοτούνιος από τη Βέρεια τίποσε στην Πάδοβα επίγραμμα με τίτλο «Ποστιδόν Έλλην» με αφορμή «Τη νίκη του βενετικού στόλου» κατά του Τουρκικού μέσα στο λιμάνι της Φώκεας στις 12 Μαΐου 1649. Επίσης ο Λεωνάρδος Φιλαράς από την Αθήνα τίποσε ένα δίφυλλο με έξοδα του δύο χρόνια πριν από την παράδοση του Χάνδεκα στο Παρίσι. Σύντομο στιχούργημα το αποτελείται από οχτώ ιαμβικά δεκαπεντασύλλα βαδίστυχα μεταφρασμένο και στα λατινικά με τίτλο «ΕΠΕΝΟΝ ΤΗΣ ΓΑΛΙΝΟΤΑ ΤΗΣ ΑΦΕΝΤΙΑΣ ΤΟΝ ΒΕΝΕΤΟΝ. Δράμετε νίκες δράματε ψάλετε ταπεάνια της αφεντίας των Βενετών πλέξτε χρυσά στεφάνια. Εκείνοι πάντα ενίκησαν των Τούρκων τα φουσάτα δια θαλάσσης και ξηράς». Στην Ελληνόγλωση Γραμματεία με θέμα την κατάληψη της Κρήτης εντάσσονται και ορισμένα κρητικά δημοτικά τραγούδια της εποχής της Βενετοκρατίας όπως αυτό που αναφέρεται στη Βασιλοπούλα κόρη του Σουλτάνου που ζητά από τους Πασάδες ίσως στην αρχή του πολέμου να πάρουν για χάρη της το νησί. Βασιλοπούλα κάθεντο είσαι ψηλό πελάτη, τζι Κρήτης σε θυμήθηκε πως ήτον του Κυρούτζη, εννιά Πασάδες έκραξε και κουσουλτάριζεν τζι. Πασάδες κι αν την πάρετε την ξακουσμένη Κρήτη θα σας εντύσω λόχρυσα κι ολομαλαματένια, τζι γούνες όπου βάνετε χρουσές θα σας τσικάνω. Υπάρχουν κι άλλα κρητικά δημοτρικά τραγούδια της ίδιας εποχής που αναφέρονται επίσης στην προδοσία του Ανδρέα Μπαρότση καθώς και στην πολιορκία και την καταστροφή του κάστρου. Εχθώς από τα παραπάνω κείμενα στη διάρκεια του πολέμου και κυρίως κατά την πολιορκία του Χάνδακα, κυκλοφορούσαν και σε ελληνικά χειρόγραφα αφηγήματα για τα δραματικά αυτά γεγονότα. Το 1652 τυπώθηκε στη Βενετία ένα δέκα εξασέλιδο φυλάδιο με τίτλο «Η ναυτική νίκη όπου εγίνηκε από τον στόλο της Γαλινότα της Πολιτείας των Ενετών» στο οποίο γίνεται ο λόγος για την αυμαχία στα νερά της Νάξου και της Πάρου στις 10 Ιουλίου 1651. Ο συνθέτης, ίσως κάποιος λαώνικος ζαμήτρης, απευθύνεται «προς τον υψηλότατον ενδοξότατον φιλόχρηστον ηγεμώνα της Ρωσίας Ζινόβιον Εχμηλίσκη και τον Γαλή, ως καθώς πάλε Κωνσταντίνος, με τον ζωηφόρον και νικηφόρον σημάδι του Σταυρού, εκαταπάτησε του εχθρούς, έτσι κι εσύ ασήκωσε το σημάδι που σου προσφέρνω εναντίον εις τους άπιστος». Ένα ακόμη παρόμοιο φυλάδιο τυπώθηκε στη Βενετία το 1657 με τίτλο «Ανδραγαθία του εκλαμπρωτάτου και ανδριωτάτου Λαζάρου Μιτσινίγου», το οποίο παραμένει ανέκδοτο. Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για ορισμένα γεγονότα του Κρητικού πολέμου υπάρχουν και σε πρόχειρες σημειώσεις στο περιθώριο χειρογράφων, δηλαδή στις ενθυμίσεις με τις οποίες ο συγγραφέας ή ο αντιγραφέας θέλει να διατηρήσει την ανάμνηση αξιωμιμών ευτών γεγονότων του πολέμου. Δύο τέτοιες ενθυμίσεις των ετών 1646 και 1647 είναι καταγραμμένες με νεότερο χέρι στα τελευταία φύλλα του Χαρτόου Πατμιακού Κόδικα 623 του 16ου αιώνα της Ιεράς Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου. Οι πρώτοι 1646 επήρε το Ρέθεμνος. Εις το Άννο Θενέτος έπεσε μεγάλη πανούκλα εις την Κρήτην και ύψε από τη μια μέρα ναι ως την άλλην τόσον εθέρισε τους Τούρκους ως σαν Φράγκους και Ρωμαίους. Και η δεύτερη ενθύμιση αναφέρεται σε γεγονότα των πρώτων χρόνων του πολέμου. Είχε προηγηθεί η παράδοση των Χανίων και του Ρεθύμνου. Υπήγε και ριβάρισε εις το μέρος των Χανίων εις τον τόπον λεγόμενον Γωνία και πολέμα μέρα και νύχτα και χάλασε όλα τα παλάτια και σπιτιά. Και σε 58 ημέρες επαρέδωσε το κάστρο. Αυγούστο 10 και στις 15 ήμπανε μέσα. Παράλληλα με τις ενθυμίσεις ενδιαφέροντα στοιχεία, μαρτυρίες για τον Κρητικό Πόλεμο, απαντούν και σε νοταριακά έγγραφα ιδιαίτερα στις Διαθήκες, κείμενας τα οποία καθρεπτίζεται όσο σε κανένα άλλο έγγραφο η προσωπικότητα και το περιβάλλον του κάθε ανθρώπου. Σε αρκετές από τις Διαθήκες που συντάχθηκαν στη διάρκεια του πολέμου περιγράφονται με τα μελανότερα χρώματα οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια μέσα στην πόλη του Χάνδακα λόγω των επιδημιών, του κινδύνου από τον πόλεμο των Αγαρινών και τελευταίας της απώλητης ανέχειας στην οποία είχαν περιέλθει οι κάτοικοι από τον πολιετή αποκλεισμό. Οι διαθέτες ανήκουν στα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα, επίσης τους πρόσφυγες από όλα τα μέρη της Κρήτης, καθώς και στους ευγενείς βενετούς αξιωματούχους που ζούσαν ή παρεπηδημούσαν στην πόλη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Πρόκειται για κείμενα σχεδόν ανερεύνητα στο σύνολό τους, μολονότι περικλείουν άφθονες ιστορικές μαρτυρίες και ορισμένες υψηλού επίπεδου λογοτεχνικές περιγραφές. Στα κείμενα αυτά αποτυπώνονται οι καθημερινές πολεμικές συγκρούσεις έξω από τα τείχη ή πάνω στα τείχη του Χάνδακα, καθώς και η ιδινή οικονομική κατάσταση των κατοίκων της πόλης αλλά και της Βενετίας. Στις Διαθήκες αποτυπώνεται ακόμη η εικόνα μιας πόλης η οποία λόγω και των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων εκκινεί το αργά αλλά σταθερά προς την καταστροφή. Θα τελειώσω με ένα σύντομο και μισοτελειωμένο στοιχούργημα. Έκλειση και παράπονο ταυτόχρονα προς τη Βενετία, γραμμένο στο κριτικό ιδίωμα με λατινικούς χαρακτήρες, στο οποίο διαφαίνεται η προϊούσα κατάρευση οικονομική και στρατιωτική της Γαλληνοτάτης και η δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι κάτοικοι του Χάνδακα τα τελευταία χρόνια της πολιορκίας. Το έγραψε στις 15 Μαΐου 1666 ο Μιχαήλ Φόσκολος, γιος του Μαρκαντόνιου Φόσκολου του ποιητή του Φορτουνάτου, σ' ένα από τα λευκά φύλλα του μοναδικού χειρογράφου στο οποίο σώζεται η κριτική κωμοδία και το οποίο βρισκόταν στα χέρια του τουλάχιστον ως την παράδοση του Χάνδακα. «Ο μάνα Βενετιά πως ταπομένεις και η σέγνια δε θωρώ να μπαίνεις. Την Κρήτη πολεμούνε ο πουν παιδί σου και αφήνεις να την πάρουν οι γιοχθροί σου. Κοντό δεν το κατέχεις πριν το μάθεις πως γδέχεται από σένα βοήθεια να έχει». Σας ευχαριστώ. Το λόγο έχει τώρα η κυρία Αναστασία Μαρπαδία Λάλα, η οποία είναι καθηγήτρια του Βενετιά. Είναι γνωστή για τις έρευνες της για την Κρήτη την εποχή της Μενεκοπρατίας. Κυρία Παπαδία έχετε τον λόγο. Σας ευχαριστώ πολύ και καλησπέρα σας. Ο Κρητικός Πόλεμος, ένας πόλεμος πέμπτος στη σειρά ανάμεσα σε επτά πολέμους με τους ίδιους κύριους πρωταγωνιστές, Βενετούς, Οθωμανούς και Έλληνες, στην ίδια γεωγραφική περιφέρεια του παραδοσιακού ελληνικού χώρου και της ευρύτερης ανατολικής μεσογείου. 24 χρόνια πολεμικής σύραξης, 21 χρόνια πολιορκία μιας πόλης του Χάνδακα και χωρισμό σταδιό ενός νησιού της Κρήτης. Χιλιάδες νεκροί στις μάχες, τις επιδημίες, τις κακουχίες, προσθεγικά κύματα και μια μεγάλη έξοδος δίχως επιστροφή, λήξη και έναρξη δυο μακραίων ξένων κυριαρχιών, ανάδυση νέων ιδεολογικών τάσεων και συγκρότηση καινοφανών ταυτότητων, μεγάλα μεγέθη και σύνθετα ιστορικά φαινόμενα αποτυπωμένα σε ένα ογκώδες πρωτογενές ιστορικό υλικό, σε μια πλούσια βιβλιογραφία με παράλληλες ωστόσο σιωπές ή ερευνητικές διαδρομές που δεν διασταυρώνονται και μια ισχυρή μυθολογία του πολέμου μέσα από τη συνεχώς ανατροφοδοτούμενη παράδοση. Με εύλογη ερευνητική αμυχανία μπροστά στο εύρος της θεματικής, η παρούσα εισαγωγική εισήγηση για την ιστοριογραφία, τις προσλήψεις και τις ερευνητικές προοπτικές του κρητικού πολέμου εκ των πραγμάτων εμπεριέχει αναγκαστικούς περιορισμούς και υποκειμενικές επιλογές. Με αυτά τα δεδομένα έναν πρώτο οδηγό στη διαρρέμνηση του θέματος θα αποτελέσουν οι ίδιοι οι όροι του συνεδρίου, ο κρητικός πόλεμος 1645-1669, άγνωστιες πτυχές, που σύμφωνα και με την αρχική εγκύκλιο διοργανώνεται με τη συμπλήρωση 350 χρόνων από την άλωση του Χάνδρακρ από τους Οθωμανούς. Καταρχάς, οι άγνωστιες πτυχές ως ερευνητικό ζητούμενο του συνεδρίου σε πρώτο επίπεδο παραπέμπουν στο προφανές, σε νέα άγνωστα ιστορικά τεκμήρια, αρχαιακά, φιλολογικά, αρχαιολογικά και άλλα. Ωστόσο, σε δεύτερο επίπεδο η έννοια των άγνωστον πτυχών διευρύνεται και σε αυτήν εγγράφονται και οι επαναναγνώσεις γνωστών στοιχείων, κατηγοριοποιήσεις, τυπολογίες, νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις και ο διάλογος πρωτογενών και δευτερογενών πηγών διαφορετικής προέλευσης, βενετικών και άλλων ευρωπαϊκών, ελληνικών και οθωμανικών. Κατά δεύτερο, σε γόνιμες ερευνητικές διαδρομές μπορεί να οδηγήσει και όρος κριτικός πόλεμος στα δύο σκέλη του, τόσο στο τοπικό όσο και στην κατηγορία του πολέμου ως μέλος ευρύτερων συνόλων όπως ενδεικτικά είτε οι βενετοτουρκικές συγκρούσεις, βενετοτουρκικές σύμφωνα και με τις βενετικές πηγές, είτε διεπιστημονικά θεωρητικά σχήματα. Οι επτά πόλεμοι μεταξύ Βενετών και Οθωμανών από το 1463 έως το 1718 δεν έχουν αποτελέσει έως τώρα το αντικείμενο ειδικής συνθετικής και συγκριτικής μεταξύ τους μελέτης. Σε αυτή την κατεύθυνση το παράδειγμα του κριτικού πολέμου σε αναφορά με τους υπόλοιπους πολέμους μπορεί να αποτελέσει μια γόνιμη ερευνητική προοπτική που θα αναδείξει κοινά στοιχεία και ιδιαιτερότητες στη μακρά διάρκεια. Ενδεικτικά, ο κριτικός πόλεμος, ο πέμπτος από τους πολέμους αυτούς, είναι ο μόνος που ως προς την ορολογία του έχει εμπεδοθεί να καθορίζεται με άξονα την τοπικότητα και όχι τη χρονική ακολουθία. Μερική αναλογία εμφανίζει μόνο ο τέταρτος βενετοτουρκικός πόλεμος γνωστός και ως πόλεμος της Κύπρου, ορολογία ωστόσο που δεν έχει πλήρως επικρατήσει. Στην περίπτωση του κριτικού πολέμου, ο τοπικός προσδιορισμός αποραίει προφανώς από τη σύνδεση του πολέμου με την Κρήτη το κύριο και μακρόχρονο θέατρο της πολεμικής σύραξης. Σημειώνεται πάντως ότι και οι υπόλοιποι πόλεμοι σηματοδοτήθηκαν από τη σύνδεσή τους με συγκεκριμένες περιοχές κατά περίπτωση την Εύβοια, την Μεθώνη και την Κορώνη, τον Ναύπλιο και την Μονεμβασία, την Κύπρο ή την Πελοπόνισο, ενώ από την άλλη, όπως πολλαπλά υπήρξαν τα μέτωπα στο Αιγαίο, στο Ιόνιο και στην ελληνική Χερσόνησο σε όλους τους υπόλοιπους πολέμους, έτσι και ο κριτικός πόλεμος δεν περιορίστηκε στην Κρήτη αλλά κατά διαστήματα επεκτάθηκε στο Αιγαίο μέχρι και τα Δαρδανέλια ή την Πελοπόνισο. Ο κριτικός πόλεμος στο δυτικό κόσμο απέκτησε ισχυρούς συμβολισμούς για τα μεγέθη και της απώλειας και της αντίστασης. Σε συγκριτικό επίπεδο η βενετική ήτα με την οποία ολοκληρώθηκε αποτελούσε την κοινωνική κατάληξη όλων των βενετουρκικών πολέμων με την εξαίρεση του 1684-1699 και μάλιστα χωρίς αντιστάθμισμα όπως συνέβη στο δεύτερο βενετουρκικό με την ενσωμάτωση στο βενετικό κράτος της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης. Εξάλλου ο Χάνδακας υπήρξε από τις πόλεις που παραδόθηκαν από τους ίδιους τους βενετούς όπως η Κωρώνη και το Ναύπλιο κατά την πρώτη βενετοκρατία στην Πελοπόννησο σε αντίθεση με τις βιέους κατακτηθήσεις Χαλκίδα ή Λευκωσία αλλά και από τις πόλεις εκείνες στις οποίες σεβαστεί από τους Οθωμανούς έγιναν οι όροι της παράδοσης σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις όπως αυτή της αμοχός του. Από την άλλη ο Κρητικός πόλεμος είναι ο μακρότερος χρονικάβενετοτουρκικός διάρκειας 24 ετών με επόμενα τα 16 χρόνια του πρώτου και τα 15 χρόνια του έκτου ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις πόλεμοι κοιμένονται μεταξύ των τριών και τεσσάρων ετών. Ειδικότερα ως την πολιορκία του Χάνδακα η δεδομένη θέση της μεταξύ των μακρότερων πολιορκιών στην ιστορία αποκτά ιδιαίτερο βάρος και σε σύγκριση με τις πολιορκίες άλλων πόλεων στο πλαίσιο των βενετοτουρκικών πολέμων. Επόμενη σε διάρκεια υπήρξε η τρίχρονη πολιορκία του Ναυπλίου 1537-1540 και ακολουθεί η διάρκεια σχεδόν ενός έτους πολιορκία της Αμοχός του 1570-71 ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι ισχυρά οχυρωμένες πόλεις της Ελληνοβενετικής Ανατολής, η Χαλκίδα, η Ναύπακτος, η Μεθώνη και η Κορώνη, η Λευκωσία αλλά και τα Χανιά και το Ρέθυνο όπως και οι πόλεις της Πελοποννήσου του 1715 κατακτήθηκαν ή παραδόθηκαν μετά από πολιορκία λίγων μηνών ή και λίγων ημερών. Ένα ακόμη πεδίο σύγκρισης θα μπορούσε να αποτελέσει η ανάπτυξη της πολεμικής επιχείρησης. Η πολιορκία της σημαντικότερης πόλης και συνήθως πρωτεύουσας μιας περιοχής ως το τελευταίο στάδιο μιας πολεμικής επιχείρησης και αφού είχαν προηγηθεί η σταδιακή κατάκτηση μικρότερων πόλεων και της υπέθρου που εφαρμόστηκε στο Χάνδακα δεν ήταν άγνωστη τακτική όπως μαρτυρεί ενδεικτικά το παράδειγμα της Χαλκίδας το 1470. Από την άλλη αντίστροφη πορεία ακολουθήθηκε σε άλλες περιπτώσεις όπως την Πελοπόννησο της Δεύτερης Βενετοκρατίας με την Οθωμανική κατάκτηση της οχυρής πρωτεύουσας του Ναυπλίου να προηγείται της κατάκτησης όλων των υπόλοιπων νοτιότερων Πελοποννησιακών πόλεων φρουρίων. Τέλος μια ιδιαίτερη πτυχή είναι ο Ευρωπαϊκός παράγοντας. Παρά τις κατά καιρούς στρατιωτικές και οικονομικές ενισχύσεις Ευρωπαϊκών κρατών στον κριτικό πόλεμο η Βενετία ουσιαστικά βρέθηκε μόνη και εκτός ευρύτερων οργανωμένων συμμαχιών σε αντίθεση με άλλους βενετουρκικούς πολέμους των τρίτων, των τέταρτων, των έκτω, στους οποίους συμμετείχε ως ισότιμο μέλος ισχυρών ευρωπαϊκών και διηερών συνασπισμών. Οι τυπολογικές αυτές προσεγγίσεις του κριτικού πόλεμου στο πλαίσιο των βενετουρκικών πολέμων οδηγεί σε ένα επιπλέον ερευνητικό αιτούμενο, αυτό τη συνομιλίας του με την πλούσια θεωρητική βιβλιογραφία περί πολέμου, με αυτονόητη αφετηρία το θεμελιώδες έργο περί πολέμου του Καρλφον Κλάουσβιτς αλλά και τις πολλαπλές μεταγενέστερες επεξεργασίες τους μεταξύ των οποίων η φιλοσοφική και η σύνδεσή του με τη μαρξιστική σκέψη από τον Παναγιώτη Κονδήλη. Παράλληλα όμως ο κριτικός πόλεμος και ειδικά ο πολιορκούμενος Χάνδακας μπορεί να μελετηθεί με βάση της θέσης της κοινωνικής τροφής της περί τον πόλεμο ιστοριογραφίας από τη δεκαετία του 1970 όπου στις μελέτες για τον πόλεμο στο επίκεντρο ετέθησαν οι κοινωνικές του διαστάσεις για να εξελιχθεί σε ένα συνθετικό ερευνητικό πεδίο όπου συνηπάρχουν ο πόλεμος, η ειρήνη που προηγείται και ακολουθεί και η κοινωνία. Οι απουσίες είναι αμφίδρομες. Ο κριτικός πόλεμος ως ιστορικό παράδειγμα δεν μνημονεύεται στο έργο του Κλάουσβιτς αλλά ούτε και σε πρόσφατες πλέον ιστορικοποιημένες προσεγγίσεις του πολέμου όπως η μεγάλη σειρά History of European War and Society και μάλιστα το αναφερόμενο στο 17ο και 18ο αιώνα έργο του καθηγητή Άντερσαν ενώ από την άλλη στα περί τον κριτικό πόλεμο έργα ελάχιστα αξιοποιούνται τα απορρίσματα της σχετικής βιβλιογραφίας. Σε μια ερευνητική προοπτική ο κριτικός πόλεμος με τις πολύπλευρες εκδοχές του, επίθεση, άμυνα, μάχη τακτικών στρατηγμάτων και ευνηδιασμία τάκτων, πολιορκία πόλεων και δολιοφθορές, εντατική πολεμική δραστηριότητα και μακρά διαστήματα αδράνειας αποτελεί ένα πρόσφορο πεδίο εφαρμογής των μεθοδολογικών εργαλείων της ανθρωπολογικής θεώρησης, της φιλοσοφίας του πολιτισμού, αλλά και της πολεμικής θεωρίας που προσφέρει ο Κλάουσβιτς. Παραδειγματικά αναφέρονται μια δυνητική του διερεύνηση με βάση της θέσης του για τη διάκριση του πολέμου σε αμυγή ή πραγματικό με την έννοια της στόχευσης είτε στην καταστροφή του εχθρού με όρους αποκλειστικά στρατιωτικούς, είτε στην υποταγή του στο πλαίσιο μιας δεδομένης ιστορικής πραγματικότητας, όπου και μάλλον υπάγεται ο Κρητικός Πόλεμος. Για τη σχέση ισχύος και βίας, για την εκδήπλωση πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων μέσα στον πόλεμο με τη μορφή του μίσους και της εχθρότητας και τις εξιδανικευμένες μεταμορφώσεις τους σε θάρρος και τελικά σε διάνοια. Για την ουσιώδη συγγένεια πολιτικής και πολέμου μέσα από την έννοια της σύγκρουσης, αλλά και για την πολιτικοποίηση του πολέμου με την πολιτική να αναδεικνύεται στον κόλπο μέσα στον οποίο αναπτύσσεται ο πόλεμος. Παράλληλα και στην περίπτωση του κρητικού πολέμου δεν μπορεί να αγνοηθεί ως παράγοντας η σταδιακή σύνδεση των κρατών με τον αναδειόμενο εθνικισμό και η μετατροπή τους σε εθνική υπόθεση με εθνική ιδεολογία και εθνικούς στρατούς. Αυτή η τελευταία παρατήρηση οδηγεί σε μια ακόμη κέρια ερευνητική όψη του πολέμου ως παράγοντας συγκρότησης ιδεολογίας και ταυτοτήτων στην ιστορία αλλά και στην ιστοριογραφική τους αποτύπωση. Ο κρητικός πόλεμος υπήρξε όντως η σύγκρουση δυο κρατών της προνεωτερικής εποχής του Οθωμανικού και του Βενετικού που ωστόσο κατεξοχήν διαξύχθη στο κρητικό έδαφος και ενέπλεξε εγχώριους πληθυσμούς μιας άλλης ταυτότητας ελληνοορθόδοξους στην πλειονότητά τους και υπηκώους εν της πράγμας ή δυνάμι των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Κι αν ο κρητικός πόλεμος στην ιστορία και την ιστοριογραφία ευλόγως αποτελεί για τους μεν Οθωμανούς μια μεγάλη νίκη, για δε τους Βενετούς μια τραυματική ύτα και για την περίπτωση των κρητικών επίσης παγιωμένη είναι η αντίληψη για μια αντιτουρκική στάση τους και την εξαρχή θεώρηση της Οθωμανικής κυριαρχίας από την πλευρά τους ως υποδούλωσης των πατριών εδαφών και των ιδίων. Στις ρογμές αυτού του σχήματος κινήσεις προσχώρησης στην Οθωμανική πλευρά συχνά εξηγούνται ως προδοτικές ή αναγκαστικές ενώ χωρίς να αγνοείται ωστόσο συχνά ατελώς ερμηνεύεται το γεγονός ότι και η Βενετία υπήρξε μια ξένη κατακτητική δύναμη, έναντι της οποίας κατά καιρούς εκδηλώθηκαν επαναστατικές κινήσεις και ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις. Οι αντιλήψεις αυτές εκφράζονται ήδη σε έργα σύγχρονο στα γεγονότα όπως ο Μαρίνο Τζάννης Βουνιαλής και όλοι όσοι ανέφερτησαν προηγουμένως από τον κύριο Μαυρομάτη, ενώ αντίστοιχες είναι οι θεωρήσεις της ελληνικής ιστοριογραφίας από το 19ο αιώνα σε μια σαφή προβολή των εθνικών αγώνων της εποχής στον 17ο αιώνα. Στην ιστορία του ελληνικού έθνους ο Κωνσταντίνος Παπαρυγόπουλος σημειώνει την αντίδραση των Κρητικών και την οδυνηρή επιλογή της προσφυγιάς μπροστά στην υποταγή. Ο Κωνσταντίνος Άθας στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα παραθέτοντας τον Βουνιαλή ενισχύει με σύντομα σχόλια στην εικόνα μιας πρόημης αντίστασης σε σύμπνοια με τη βενετική πλευρά, όταν οι μεγάθυμοι Κρήτες αναγγέλουν στον Μοροζίνη ότι κατ' ουδένα τρόπον στέργουσι ή να ζήσωσιν υπό την τουρκικήν δεσποτείαν. Στον 20ο αιώνα ο Στέφανος Ξανθουδίδης στην έγκυρη ιστορία του για τη βενετοκρατία στην Κρήτη δεν συμπεριλαμβάνει τον Κρητικό πόλεμο. Υπογραμμίζει ωστόσο αναφορικά με το έργο του Βουνιαλή ότι συγκινεί τον αναγνώστην ο πόνος του εξορής του Κρητός, ο οποίος αλαχού του ποιήματος κατορθώνει να κινεί την συμπάθεια του αναγνώστου προς τα παθήματα των συμπολιτών του. Ενώ στα συμπεράσματα του έργου θεωρεί την Κρήτη επιβενετών ως το αξιολογότερο πνευματικό κέντρο του νέου ελληνισμού, παρότι το έργο του αυτό επιγράφεται η ενετοκρατία εν Κρήτη και η κατά των ενετών αγώνες των Κρητών. Από τη νεότερη βιβλιογραφία εντελώς ενδεικτικά στο μεγάλο κεφάλαιο για τον Κρητικό πόλεμο του Ιωάννη Χασιώτη στην ιστορία του ελληνικού έθνους, έμφαση δίδεται στις ευρωπαϊκές διαστάσεις του γεγονότος και στις δημογραφικές κοινωνικοικονομικές επιπτώσεις του πολέμου, ενώ οι Κρητικοί αντιμετωπίζονται ως ενιαίου σύνολο με αναφορές πάντως στη φυγή ιδίως των αστών κατά τον Χασιώτη. Ανάλογη είναι η θέση και του Θεοχάρη Δετοράκη στην ιστορία της Κρήτης, όπου ειδικά οι προσχωρήσεις της οθωμανικές δυνάμεις αποδίδονται εν πολλής στις άθλιες συνθήκες της εποχής ως μια αναγκαστική επιλογή. Τέλος η Χρύσα Μαλτέζου στο συλλογικό έργο «Κρήτη ιστορία και πολιτισμός» αναδεικνύει την κοινωνική διάσταση του φαινομένου σημειώνοντας την ολόθυμη στήριξη στην Βενετία των κατοίκων των πόλεων και την αδιάφορη, έναντι μιας αλλαγής κυριαρχίας τάσης των αγροτικών πληθυσμών, χωρίς πάντως να αγνοούνται και οι πολλές αισθείες αντίστασης στην οθωμανική προέλευση της κρητικής υπέθρου και μάλιστα από εκκλησιαστικούς, το παράδειγμα του Γεράσιμου Βλάχου. Η θέση αυτή είναι σήμερα η επικρατούσα συνηστοριογραφία και ασφαλώς μπορεί να εμπλουτιστεί με νέες έρευνες σε διασταύρωση και με τις οθωμανικές πηγές. Τέλος, κύριε συνιστώσα στην έρευνα του κρητικού πολέμου, αποτελούν οι αρχαιακές πηγές που με τη σειρά τους επαναφέρουν στη συζήτηση το αρχικό ζήτημα των άγνωστον νέων ή ανανεωμένων πτυχών του κρητικού πολέμου. Και αν ζωντανό, παραμένει το ερευνητικό ενδιαφέρον για το στρατιωτικό και διπλωματικό σκέλος του πολέμου, το οποίο διπλωματίζει τη διάρκεια του πολέμου και τη διάδραση της βενετικές, ευρωπαϊκές και οθωμανικές πηγές, ωστόσο σε εξίσου γόνιμο ερευνητικό πεδίο αναδεικνύεται η καθημερινότητα που διαδραματίζεται εντός και εκτός των πολεμικών μετόπων και μάλιστα στην πόλη του Χάνδακα στα 21 χρόνια της πολιορκίας σε σύνδεση με την πρώτου πολέμου εποχή στο πλαίσιο αυτό όπου συχνά έχει υπογραμμιστεί κεντρικό ρόλο κατέχουν οι αποκείμενες στην Βενετία αρχαιακές πηγές των Νοτάι Ντικάντια και Ντούκα Ντικάντια. Ως προς τους συμβολεωγράφους ιδιαίτερη σημασία για την ανοίχνευση των συνεχειών έχουν εκείνοι που εμφανίζονται να ασκούν αδιάσπαστα το έργο τους στην πόλη πριν και μετά την πολιορκία ή και που μεταφέρθηκαν στην πόλη από την Ήπεθρο όπως ένας Τζανάκης Σουριάν από την Αλιτζανίμωνο Φατσίου. Το πλούσιο υλικό των συμβολεωγράφων του Κρητικού πολέμου αναξιοποιείται ως πρόσφατα σταδιακά αρχίζει να αποτελεί το αντικείμενο σιωβαρών ερευνητικών σχεδιασμών μεταξύ των οποίων και η αναγγελθήσα έκδοση των Διατικών του Χάνδακα από τον Γιάννη Μαυρομάτη. Από την άλλη μια αξιοπρόσεκτη συνέχεια παρουσιάζουν τα κατάστηχα του Δούκα της Κρήτης με την εξαίρεση των φακέλων που αντιμετωπίζουν τις νέες οδυνηρές πραγματικότητες της πολιορκίας όπως τον επιστητισμό του δοκιμαζόμενου πληθυσμού που έχει μελετήσει ο Αντώνης Πάρδος. Στο πλαίσιο αυτό εν μέσω των πολλών ρήξεων της πολιορκίας των δημογραφικών ανακατατάξεων των θανάτων και των προσφυγικών κυμάτων, στις αρχιακές σειρές της εποχής εξακολουθούν να απονέμονται τα τοπικά αξιώματα και οι παλιηλικές θέσεις σε λαϊκούς, ευγενείς και κατώτερα στρώματα. Εκκλησιαστικά αξιώματα σε καθολικούς και ορθοδόξους. Θέσεις ηγουμένων σε μονές εντός της πόλης αλλά και συμβολικού χαρακτήρα στην κατηλειμμένη από τους Οθωμανούς Κρητική ύπεθρο. Και επιπλέον τη διατήρηση της αυστηρής κοινωνικής διαστρομάτωσης της μακραίων της Βενετοκρατίας επιβεβαιώνουν τα μοναδικά σωζόμενα μετά τον 14ο αιώνα εξαιρετικού ενδιαφέροντος και ανεπαρκώς αξιοποιημένα έως σήμερα βιβλία των συνεντριάσεων του κοινοτικού συμβουλίου του Χάνδακα με μέλη και κατά βάση και πάλι ευγενείς. Όπως επίσης τα ελάχιστα μελετημένα βιβλία γάμων, βαπτίσεων, γεννήσεων και βαπτίσεων των ευγενών αλλά και οι αιτήσεις απόνομεις της κρητικής ευγένειας διαδικασίας που απέβλεπε όχι μόνο στην κατάκτηση του εξέχοντος καθεστότος της εντός της δοκιμαζόμενης πόλης αλλά προετοίμαζε το διαφαινόμενο μέλλον εκτός Κρήτης. 350 χρόνια μετά τη λήξη του Κρητικού πολέμου τα τείχη του Ηρακλείου ανακοινούν βιωματικού συνεργμούς και υποκινούν συναισθήματα πέρα από τον ξύλινο λόγο των ιστορικών. 350 χρόνια μετά τη λήξη του ο Κρητικός πόλεμος παραμένει ένα σημαντικό γεγονός του 17ου αιώνα και μια ερευνητική περιοχή με πλούσιες προοπτικές στα πεδία της αρχαιακής έρευνας, της ιστορικής ερμηνείας και του επιστημονικού διαλόγου. Σας ευχαριστώ. Ας συνεχίσω με άλλη ιδιότητα. Το λόγο έχει η κυρία Χρύσα Μαλτέζου. Είναι πολλές ιδιότητές σας, θα ξεχάσω σίγουρα αρκετές. Ακαδημαϊκός. Φτάνει αυτό. Μου επιτρέπετε να πω και κάτι άλλο. Και πρώην διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτού Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Η νίκη, σύμφωνα με τη γνωστή επιτυχημένη διατύπωση, έχει πολλούς πατεράδες σε αντίθεση με την ίτα που είναι ορφανή. Στην περίπτωση του Κρητικού πολέμου, η ίτα που υπέστηκε στη Βενετία από τους Τούρκους ήταν ιδιαίτερα σημαντική με βαρύτατες συνέπειες στον πολιτικό, οικονομικό και ιδεολογικό τομέα. Με την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης, οι Βενετοί έχασαν τη σπουδαιότερη κτίση που είχαν στο θαλάσσιο κράτος τους, έπαψαν να ηγεμονεύουν στην Ανατολική Μεσόγειο και συγχρόνως δέχτηκαν ισχυρότατο πλήγμα στο είδη καταρακομένο μετά την απώλεια της Δυτικής Κρήτης γοητρώτους. Η διαχείριση μιας τόσο μεγάλης ίτας δεν ήταν εύκολη υπόθεση και η Βενετία, όπως έδειξαν αργότερα τα πράγματα, έπρεπε να επινοήσει διάφορους τρόπους προκειμένου να αντιστρέψει το κλίμα οργής, θλίψης και απεσιοδοξίας που είχε συνεπάρει τη βενετική κοινωνία, η οποία παρακολουθούσε συγκλονισμένη τη δισμενή για τα συμφέροντα και το κύρος της πολιτείας της κατάσταση που είχε διαμορφωθεί με την επικράτηση των Τούρκων στην άλλοτε Κάντια Νόστρα. Δεν αντιμετώπιζε για πρώτη φορά η Βενετία το πρόβλημα της διαχείρισης στρατιωτικών αποτυχιών και απώλειας εδαφών της. Η βενετοτουρκική ωστόσο συνθήκη του 1669 με την οποία η Κρήτη αποσπάστηκε από το βενετικό κράτος, είχε αμαυρώσει την έγκλη που περιέβαλε τη βενετική εξουσία και είχε προξενήσει στην εικόνα της Γαλληνοτάτης που έντεχνα προβαλόταν προς τα έξω βαθύ τραύμα το οποίο χρειαζόταν άμεσα να επουλωθεί. Η τακτική που ακολουθούσε έως τότε η βενετική πολιτεία σε ανάλογες καταστάσεις ήταν να αποδίδει τις ευθύνες για την παράδοση των κτίσεών της στον εχθρό στους αξιωματούχους που έστενε ως εκπροσώπους της στις διάφορες κτίσεις. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα παραδείγματα. Το πρώτο αφορά την Εύβοια, σπουδαίο εμπορικό σταθμό του θαλάσσιου βενετικού κράτους. Ο πρώτος βενετοτουρκικός πόλεμος 1463-1479 είχε ως αποτέλεσμα εκτός από την πολιορκία της Ρόδου και την κατάληση του Δουκάτου των Τόκων, την πτώση το 1470 του βασιλείου του Νεγροπόντε στα χέρια των Τούρκων. Στη διάρκεια της πολιορκίας είχαν χάσει τη ζωή τους 6.000 χριστιανοί. Η τουρκική κατάκτηση της βενετικής κτίσης προκάλεσε αλγυνή εντύπωση στους Βενετούς, οι οποίοι έσπευσαν να κατηγορήσουν ως υπέτειο της πολεμικής αποτυχίας τον αρχηγό του βενετικού στόλου, Νικολό Δακανάλ. Δεν ήταν τυχαία προσωπικότητα ο Δακανάλ. Είχε μεταξύ άλλων εκλεγή κάποτου συμβουλίου των 10 πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη και το 1469 γενικός προνοητής της θάλασσας. Ήταν φίλος του Ιταλού Λογίου του 15ου αιώνα Φραντσέσκο Φύλελφο και σύμφωνα με τον χρονογράφος Ανούντο ήταν ικανός να διαβάζει βιβλία και όχι να δει εκεί τα πράγματα της θάλασσας. Ενδεικτικό των πνευματικών ενδιαφερόντων του είναι το γεγονός ότι πηγαίνοντας στην Εύβοια είχε πάρει μαζί του το σύγραμμα του ξενοφώντα Κύρου Πεβία σε μετάφραση του Φύλελφου και ότι το συνόδευε στο ταξίδι του ο ουμανιστής ποιητής Παόλο Μάρσι. Η κατηγορία που προσήψαν οι Βενεττοί στον κανάλ καταλογίζοντάς του η πετιότητα για την απώλεια της έβοιας ήταν ότι καθυστέρησε να διατάξει το στόλο να επιτεθεί εναντίον του εχθρού. Οδηγήθηκε σε ιδιωροδέσμιο στη Βενετία και εκεί δικάστηκε για την αδράνεια που είχε δείξει κατά τη διάρκεια της βενετοτουρκικής σύραξης. Καταδικάστηκε σε εξωρία στο Πορτογκρουάρο και παρά τις προσπάθειες φίλων του να του δοθεί χάρη, πέθανε μακριά από την πατρίδα του. Κακό τέλος είχαν επίσης, χωρίς να έχουν προσαχθεί σε δίκη, οι αξιωματούχοι που είχαν τεθεί επί κεφαλής των βενετικών δυνάμεων στη διάρκεια του δευτέρου βενετοτουρκικού πολέμου. Ο Μάρκο Γαμπριέλ, προνοητής της Μεθόνης, η οποία παραδόθηκε στους Τούρκους το 1500, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ένα χρόνο μετά την άλωση της πόλης εκτελέστηκε. Όσο για το φρούραρχο του Ναυαρίνου, Κάρολο Κονταρίνη, κατηγορήθηκε ότι μετά την απώλεια της Μεθόνης παρέδωσε άναδρα την πόλη στους εχθρούς, συνελήφθη από τον Στόλαρχο και καρατομήθηκε προς παραδειγματισμό στην πρόωρα της ναυαρχίδας του. Αντίθετα, πολύ αργότερα, το 1570, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την αμμόχωστο, ο τελευταίος Βενετός υπερασπιστής της πόλης Μαρκ Αντόνιο Μπραγκαντίν δεν πρόλαβε να επιστρέψει η τιμένος στη Μητρόπολη. Όπως είναι γνωστό, βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους, οι οποίοι αφού πρώτα του έκοψαν τα αυτιά και τη μύτη και τον περιέφεραν σε κλουβή για να τον βλέπουν οι στρατιώτες, τον έκδαραν ζωντανό, γέμισαν με άχυρο το δέρμα του και δεμένο στο κατάρτη της γαλέρας του ναυάρχου Μουσταφά, τον ετέφεραν στον άσταυμο της Κωνσταντινούπολης, από όπου στη συνέχεια το λείψανό του κλάπηκε για να καταλήξει στη Βενετία. Από την καχυποψία με την οποία οι Βενετοί της Μητρόπολης αντιμετώπιζαν τους ανώτερους αξιωματούχους που είχαν την ηγεσία του βενετικού στρατού ή του στόλου στις περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις της Βενετίας αποτύχαναν, δεν είχε γλιτώσει ούτε ο Πολής Σεμπαστιαν ο Βενιέρ, αρχηγός των βενετικών δυνάμεων στη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Με γράμμα που κυκλοφόρησε σε όλη τη Βενετία, ανονιμογράφος κατηγόρησε τον Βενιέρ ότι από αδράνια και ακαταλληλότητα δεν είχε εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία της ναυμαχίας, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να καταγάγει περηφανείς νίκες στο Αιγαίο προς όφελος των βενετικών συμφερόντων. Ανεξάρτητα αν οι κατηγορίες, αβάσιμες καθώς ήταν, δεν έβλαψαν το Βενιέρ, ο οποίος επέτυχε λίγο αργότερα να ανέλθει στο ύπατο αξίωμα του Δόγη, είναι ωστόσο ενδεικτικές της ρωπής της Βενετίας προς την απόδοση ευθυνών στους αξιωματούχους της, όταν η σύγκρουση με τους εχθρούς της δεν κατέληγε σε ποθητή νίκη. Στην ιδεολογική αυτή συνάφια εντάσσονται οι κατηγορίες που εξαπολήθηκαν εναντίον του Μοροζίνη, έπειτα από τη συνθηκολόγηση με τους Τούρκους και την παράδοση του Χάνδακα στους εχθρούς της Γαλληνοτάτης. Δεκατέσσερις μήνες αφού ο Τιμεριαλόνησος είχε περιέλθει στους Τούρκους, ο Μοροζίνη μετά την επιστροφή του στη Βενετία και αφού είχε εκλεγεί προκουρατόρε της Αμμάρκο, φυλακίστηκε και το Δεκέμβριο του 1670 κρίθηκε για την δράση του στην Κρήτη. Οι αγορεύσεις του κατηγόρου Αντόνιο Κορέρ από τη μια μεριά και του συνοιγόρου Τζοβάνη Σαγκρέντο από την άλλη, ενώπιον του Μεγάλου Συμβουλίου, έχουν διασωθεί σε διάφορα αντίγραφα και έχουν τυπωθεί τον 19ο αιώνα με τη φροντίδα του βιβλιοφύλακα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης Μπαρτολομέο Γκάμπα. Στα ήδη γνωστά κείμενα των αγορεύσεων ας προσθεθεί ένα άγνωστο ως τώρα, που σώζεται στο Αρχείο Νάνη στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Ευκρινίζω από την αρχή ότι δεν θα με απασχολήσουν στην ανακοίνωσή μου οι λόγοι για τους οποίους ο Αβογκατόρεντος κομμούν Αντόνιο Κορέρ είχε κινηθεί εναντίον του Μοροζίνε. Οι τελευταίοι πρέπει να διαρευνηθούν μέσα από τη θεώρηση των προσωπικών φιλοδοξιών, των ανταγωνισμών μεταξύ των βενετικών ηγετικών οικογενειών και των διενέξεων γενικότερα μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων. Το ενδιαφέρον μου στρέφεται στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν ο καθένας από την πλευρά του κατήγορος και συνήγορος καθώς και στην οπτική όπως αυτή υποδηλώνεται στα δύο κείμενα μέσα από την οποία η βενετική κοινωνία χειρίστηκε τη νύχτα του Κρητικού πολέμου. Τρεις ήταν οι βασικές κατηγορίες που διατύπωσε εναντίον του Μοροζίνη ο Αντόνιο Κορέρ. Υποστήριξε ότι ο ανώτατος βενετός αξιωματούχος ήταν δηλός ότι είχε συνθηκολογήσει χωρίς να έχει εξουσιοδότηση από τη Βενετία και ότι για να παραδώσει το χάδακα στους Τούρκους είχε δεχθεί δώρα από το βεζίρι. Τα κύρια σημεία της αγόρευσής του είναι τα ακόλουθα. Όταν μαθεύτηκε η παράδοση της Κρήτη στους Τούρκους, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κατηγόρου, οι Χριστιανοί έκλεγαν στις εκκλησίες ενώ στα τζαμιά οι Μουσουλμάνοι γλεντούσαν. Κατά τους περασμένους βενετουρκικούς πολέμους οι υπεύθυνοι των βενετικών κτίσεων που είχαν περιέρθει στους Τούρκους είχαν λογοδοτήσει για τις πράξεις τους και είχαν στο τέλος τιμωρηθεί. Κι αυτοί ήταν ο γενικός προνοητής της θάλασσας Νικολόδο Μπακανάλ που είχε εξοριστεί από τη Βενετία μετά την απώλεια της Εύβοιας και ο φρούραρχος του Ναυαρίνου Κάρολο Κονταρίνη που είχε αποκεφαλιστεί μετά την απώλεια της Μεθόνης. Στην περίπτωση τέλος του πολέμου της Κύπρου ο Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίν δεν είχε μετά την παράδοση της αμοχός τους τους Τούρκους λογοδοτήσει στη δικαιοσύνη επειδή λόγω της βαρβαρότητας των Τούρκων είχε βρει τραγικό θάνατο πριν προλάβει να επιστρέψει στη Μητρόπολη. Ο μόνος που δεν είχε κληθεί να λογοδοτήσει για την απώλεια της Κρήτης ήταν ο Μοροζίνη. Κι ας ήταν η Κρήτη το προπύριο όχι μόνο της Ιταλίας και του θαλάσσιου κράτους της Βενετίας αλλά και ολόκληρης της χριστιανοσύνης. Στη Σπάρτη ξεπροβόδιζαν τους πολεμιστές με την έκφραση «out in hok, out kon hok, non sine hok» δηλαδή ήταν οι επιτάσεις. Ο Μοροζίνη από δηλία είχε χαρίσει την Κρήτη στους Τούρκους. Αντίθετα ο γενικός καπιτάνος Αλβίζεμ ο Τσενίγκο στον Κρητικό πόλεμο είχε με σθένος αντισταθεί στους Τούρκους λέγοντας στους στρατιώτες ότι η οικογένειά του δεν παραλάβανε φρούροι από την πατρίδα για να τα παραδίδει στο Τούρκο. Συνεπώς έπρεπε όλοι να πεθάνουν με εκείνον πρώτο πολεμώντας στα τείχη της Μεκαλονήσου. Ο Μοροζίνη πάντοτε σύμφωνα με τον Κορέρ είχε συνάψει την τερατόδη ατιμοτική και σκανδαλώδη συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους χωρίς να έχει εξουσιοδοτηθεί για αυτήν την ενέργεια από την κεντρική εξουσία. Οι βενετικές αρχές είχαν εξαπατηθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίον εξαπατάται ως ητοπαραγωγός ο οποίος πιστεύει τον πράκτορά του που τον ξεγελά γράφοντάς του ότι το σιτάρι είναι σε κακή κατάσταση και ότι πρέπει να σπεύσει να το πουλήσει σε χαμηλή τιμή. Δεν είχε δικαίωμο ο Μοροζίνη να συνθηκολογήσει χωρίς προηγούμενη εντολή από τη Μητρόπολη. Υπενθύμησε εδώ ο Κορέρ στα μέλη του μεγάλου συμβουλίου που τον άκουγα ότι ο Ρωμαίος Μάνλιο Τορκουάτο είχε σκοτώσει το γιο του βολονότι είχε νικήσει τον εχθρό επειδή είχε παρακούσει τις εντολές του. Στην αγώρευσή του ο κατήγορος έκανε ακόμη λόγο και για το οικονομικός κέλος της θετιωτικής επιχείρησης ζητώντας να μάθει πώς είχαν δαπανηθεί τα μεγάλα χρηματικά ποσά που είχαν προσφέρει για τις ανάγκες του πολέμου ο κλήρος, οι ναοί και οι συντεχνίες. Με τον Κορέρ φαίνεται πάντως πως συντασσόταν μια μεγάλη μερίδα της βενετικής κοινωνίας αν κρίνει κανείς από δύο κείμενα στα οποία καθερευτίζεται με καυστικό τρόπο το κλίμα που είχε διαμορφωθεί εναντίον του Μοροζίνη. Το πρώτο είναι γνωστό ως «Τεσταμέν τον Τικάντια» διαθήκη του Χάνδακα και συγκεκριμένα ο κωδί κελώστης. Προσωποποιημένος ο Χάνδακας συντάσει τη διαθήκη του και ορίζει τα πρόσωπα στα οποία επιθυμούσε να μοιραστεί η περιουσία του. Συγκαταλέγεται σε αυτά ο Μοροζίνη για τον οποίον σημειώνεται στη διαθήκη ότι είχε μείνει μαζί με την πρωτεύουσα της Βενετοκρατούμενης Κρήτης ως την τελευταία της πνοή και ότι την είχε συνοδεύσει όταν πήγαινε να πέσει στα χέρια των Τούρκων. Έναντι των υπηρεσιών που του είχε προσφέρει ο Χάνδακας άφηνε στον Μοροζίνη όλο το χρυσάφι και όλα τα πολύτιμα σκεύη που υπήρχαν στα θησαυροφυλάκια του. Με περισσότερη ειρωνία αντιμετωπίζεται ο Μοροζίνη στο δεύτερο κείμενο, ένα σατυρικό ποίημα συνταγμένο δίφεν με την ευκαιρία του θανάτου του Μοροζίνη. Γράφει λοιπόν ο ανώνυμος στιχουργός της Σάτηρας ότι όταν πέθανε ο Μοροζίνη πήγε στον κάτω κόσμο και εκεί, αφού πρώτα τον κυνήγησε ο ψυχοπομπός, απαιτώντας να του δώσει τα οφειλόμενα χρήματα για τη μεταφορά του στον Άδη, έγινε δεκτός από τον Μπλούτονα. Από το θεό του κάτω κόσμου, ο Μοροζίνη, πάντα σύμφωνα με τη Σάτηρα, ζήτησε να τον αφήσει να ξαναγυρίσει για λίγο στη γη, μαζί με τους στρατιώτες του, σε ανταμοιβή όλων εκείνων των νεκρών στιατοτών που του είχε στείλει κατά τη διάρκεια του πολέμου, με την υπόσχεση να επιστρέψει στον Άδη με πολλούς άλλους σκοτωμένους στρατιώτες. Ο Μπλούτον ρώτησε τότε τους στρατιώτες αν συνενούσαν να επιστρέψουν και να πολεμήσουν πάλι μαζί με τον Μοροζίνη. Εις τότες απάντησαν πως δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω για να τρώνε λίγο παξιμάδι και να παίρνουν ημερίσιο μισθό τέσσερις μονάχα γαζέτες. Κυρίως όμως είπαν στον Μπλούτονα πως δεν επιθυμούσαν να επιστρέψουν στον κόσμο των ζωντανών, ή δεν ήθελαν να πολεμήσουν με αρχηγό κάποιον ο οποίος δεν είχε πίστη και ο οποίος απέβλεπε μόνο σε πλούτη και τιμές. Μετά την αρνητική στάση των στρατιωτών, ο Μπλούτον απάντησε στο έτοιμα του Μοροζίνη για επιστροφή στον κόσμο των ζωντανών, προκειμένου να συνεχίσει τον πόλεμο, πως δεν υπήρχε κανείς ανάμεσα στους στρατιώτες που να προτιμούσε να αλλάξει το καπέλο του με το τουρμπάνι. Το σκοπτικό ύφος στα λόγια του Πλούτονα, που παραπέμπουν στις ύποπτε συναλλαγές του Μοροζίνη με τους Τούρκους, είναι πρόδυλο. Την υπεράσπιση του Μοροζίνη ανέλαβε μετά την αγόρευση του Κορέρ ο πρέσβης και προκουρατόρε της Αμμάρκο Τζοβάνη Σακρέντο και μαζί με τον ιστοριογράφο Μικέλε Φοσκαρίνη αντέκτουσαν της κατηγορίας. Ο Μοροζίνη δεν ήταν δηλός, αλλά πολεμούσε εδώ και χρόνια τους εχθρούς της Γαλληνοτάτης με το ματωμένο σπαθί του αντιμετωπίζοντάς τους στήθος με στήθος. Από ζήλια υποστήριξαν οι συνήγοροι, είχε κινηθεί ο Κορέρ εναντίον του και τον είχε κατηγορήσει άδικα. Οι δενετικές αρχές είχαν επικυρώσει τη συνθήκη, επομένως δεν είχε σημασία αν ο Μοροζίνη ήταν ή όχι εξουσιοδοτημένος να τη συνάψει. Ως προς την κατηγορία ότι είχε δεχθεί δώρα από τους Τούρκους, ο Σαγκρέτο αντέτεινε ότι όλοι οι αξιωματούχοι δωροδοκούνταν κατά τις διαπραγματεύσεις και ότι ο Μοροζίνη, σε αντίθεση με πολλούς που είχαν πλουτίσει από τον πόλεμο, δεν είχε αυξήσει την περιουσία του. Ξόδευε τα χρηματικά δώρα που έπαιρνε στην οργάνωση συναισθιάσεων, στις οποίες καλούσε τους αρχηγούς των στρατευμάτων. Στη συνέχεια ο υπερασπιστής του Μοροζίνη ανέφερε ότι τρεις ήταν οι πιο αιματηρές πολιορκείες του αιώνα. Της Ωστένδης στη Φλάντρα, της Ροσσέλ, Ροζέλλα στη Γαλλία και του Χάνδακα. Η Ωστέλλα καταστράφηκε το 1607 μετά από η πολιορκία των Ισπανών που είχε διαρκέσει τρία χρόνια. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας είχαν σκοτωθεί ή πεθάνει από σητεία 100.000 άνθρωποι. Οι υπερασπιστές της πόλης όχι μόνο δεν είχαν κατηγορηθεί για την ΙΠΑ αλλά είχαν δοξαστεί για την ανδρεία τους. Όσο για τη Ρωσσέρ, κατά τον πόλεμο μεταξύ καθολικών και πρωτεσταντών, η πόλη, αφού αντιστάθηκε για διάστημα 14 μηνών, κατέληξε το 1627 στα χέρια των εχθρών της. Και σε αυτή την περίπτωση οι κάτοικοι, που τρέφοντας τη διάρκεια της πολιορκίας με ποντίκια, αντί να τιμωρηθούν απ' τον εχθρό, αντίθετα έγιναν αποδέκτες προνομίων. Γιατί λοιπόν Μονάχο Μοροζίνη έπρεπε να τιμωρηθεί αντί να αναμυφθεί όπως του άξιζε για τις υπηρεσίες του? Η πολύχρονη πολιορκία του Χάνδακα ήταν μια κόλαση. Ήταν σημαντικότερη από τις άλλες δύο και ήταν ιδιαίτερα αιματηρή, αφού κατά τις μάχες που γίνονταν εκεί με το σπαθί στο στήθος και όχι με τα κανόνια, τα οποία ήταν σε χρήση στις πολιορκίες της Ροσσέλ και της Σωστένδης, είχαν βρει το θάνατο 130.000 Τούρκοι. Ας προσθεθεί εδώ ότι σύγχρονοι αρευνητές, επιχειρώντας να απαλείψουν τις σκοιές που έχει αφήσει στην ιστοριογραφία η στάση του Μοροζίνη στον πόλεμο της Κρήτης, τονίζουν ότι ο γενικός καπιτάνος της άλασσας είχε μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσει και την προδοσία του Ανδρέα Μπαρότσι, που πρέπει ασφαλώς να τον είχε οδηγήσει στην απόφαση να παραδώσει το μεγάλο κάστρο στους Τούρκους. Μετά την αγόρευση του Τζοβάνη Σαγκρέντο, με την οποίαν καταρρίφθηκαν οι κατά του Μοροζίνη κατηγορίες για ανυπακοή και για δίψα προς τα χρήματα και τη δόξα, η δικαστική δίοξη του τελευταίου υπερασπιστή του Χάνδακα δεν συνεχίστηκε. Ο Μοροζίνη ακολούθησε έτσι την ανωδική πορεία του, συνέδεσε το όνομά του με την ανακατάκτηση της Πελοποννής από τους Τούρκους, επέστρεψε θεραπευτή στη Βενετία και κλέχτηκε δόγης της. Είναι φανερό ότι η Βενετία είχε αποφασίσει να κλείσει το θέμα του Κρητικού πολέμου, κρίνοντας ότι καθώς η κατάληξή του δεν ενδιέφερε πλέον τα ευρωπαϊκά κράτη και δεν επηρέαζε σημαντικά τα συμφέροντά της, έπρεπε να αφαιρεθεί από την κορυφή της πολιτικής της ατζέντας. Ήδη, αρκετά χρόνια πριν από την τελική έκβαση της πολιορκίας το 1657, ο ίδιος ο Δόγης, Μπερντούτσο Βαλιέρ, είχε προτείνει μέσω του Βενετού Βαΐλού της Κωνσταντινούπολης τη σύναψη ειρήνης με τους Τούρκους και τη συνθηκολόγηση. Ένας αποσπασμένος με τη βία βραχίωνας, θέρετε να είχε πει τότε ο Δόγης, παίρνει μαζί του τη ζωή του ανθρώπου, αλλά ένας βραχίωνας κομμένος με μαϊστρία από ανάγκη σώζει την ανθρώπινη ζωή. Η απάντηση του μεγάλου βεζίρη παραδίδεται πως ήταν η ακόλουθη. Εάν η Δημοκρατία της Βενετίας ήθελε να αγοράσει προσφέροντας όλο το χρυσάφι του κόσμου, μια πέτρα ή ένα τυφλό σκυλί που θα βρισκόταν στο βασίλειο της Κρήτης, ο Σουλτάνος θα αρνιόταν να τα δώσει, προτιμώντας να χάσει την αυτοκρατορία. Να γράψει στον Δόγη, συνέχισε ο βεζίρης, ότι η Κρήτη θα γίνει η δική μας όταν εμείς και μόνο όταν εμείς το θελήσουμε. Ήταν συνεπώς έτοιμη η Βενετία να διαπραγματευτεί με τους Τούρκους, οπότε η κατηγορία που εξαπολήθηκε κατά του Μοροζίνη ότι δεν είχε εξουσιοδότηση να προβεί στη θρηκολόγηση, ακόμα και αν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, ελάχιστη ή καμία σημασία δεν είχε για τα βενετικά μητροπολιτικά όργανα. Όμως η ηττα που είχε υποστεί η Βενετία μετά από τη μακρόχρονη ευρωπαϊκής διάστασης πολιορκία του Χάνδακα, είχε μειώσει βαθύτατα το κύρος της που όφειλε γρήγορα να αποκατασταθεί. Η κατάπτυση της Πελοποννήσου είχε δώσει στη Γαλληνοτά την ευκαιρία να επουλώσει το πληγωμένο γοητρό της. Η απόλυα εν τούτης της Κρήτης ήταν χρία να καλυφθεί ιδεολογικά και να παρουσιαστεί στους Βενετούς ως εποφελής όχι μόνο για τη Βενετία αλλά και για όλο το χριστιανικό κόσμο. Εμπνευστής της προπαγαντιστικής αυτής γραμμής ήταν ο Τζοβάνης Αγκρέντο, που στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί το Μοροζίνι και να προβάλλει τη γενεότητα που είχε επιδείξει στις πολεμικές επιχειρήσεις ο κατηγορούμενος, έστριψε την προσοχή των Βενετών στον μεγάλο αριθμό των εχθρών που είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο. Ήταν γράφει 130.000 οι Τούρκοι που είχαν εξολοθερθεί, 100.000 οι χριστιανοί στρατιώτες που είχαν θυσιαστεί και 250 Βενετοί ευγενείς. Για να γίνει αντιληπτή η σπουδαιότητα των αριθμών, αρκεί να σημειωθεί ότι ο αριθμός των 250 ευγενών ή 280, σύμφωνα με τον πρόσφατο υπολογισμό του Καϊτάνο Κότσι, που είχαν σκοτωθεί στα τείχη του Χάνδακα, αντιστοιχούσε στο ένα πέμπτο των μελών του Μεγάλου Συμβουλίου της Βενετίας. Ήταν δηλαδή πάρα πολύ. Ο Σαγκρέντο προχώρησε τον συλλογισμό του ακόμη πιο πέρα. Υποστήριξε ότι με τον θάνατο τόσων εχθρών είχαν γλιτώσει τους κατακτητές η Ελλάδα και η Ανατολία, αφού δεν υπήρχαν πια στα εδάφη τους Τούρκοι. Από την άλλη πρόσθεση, η συνεχής απασχόληση των Τούρκων στην Κρήτη είχε προσφέρει στη Γερμανία, την Πολωνία και το τάγμα της Μάλτας τον χρόνο να ετοιμαστούν για να αποτρέψουν τις επιθέσεις εναντίον τους. Οι Τούρκοι λοιπόν, στην αντίληψη του Σαγκρέντο, είχαν χάρι στο Μοροζίνι αποκτήσει την Κρήτη με πολύ ακριβό τιμήμα. Οι ένδοξοι συμπατριώτες μας, θα δηλώσει με τη σειρά του ο Βενετός Ευγενής Μάρκο Τρεβιζάν, σκοτώθηκαν στον Κρητικό πόλεμο εναντίον των Τούρκων, πολεμώντας για την πίστη, για την πατρίδα, για την χριστιανωσύνη ολόκληρη. Να πολεμήσουν προφήντε ετ προπάτρια για την πίστη και την πατρίδα, παρότρινε άλλωστε τους συμπατριώτες του ο Κατερίνο Κορνέρ, πολεμώντας στον προμαχόνα του Αγίου Ανδρέα και βρίσκοντας εκεί ηρωικό θάνατο. Όποια κι αν ήταν πάντως η κατάσταση, στη ρύση του Τρεβιζάν διακρίνει κανείς με καθαρότητα την ιδεολογική βάση, επάνω στην οποία έντεχτα στηρίχθηκε η μεταστροφή της βενετικής ίδας στην Κρήτη σε νίκη όλης της χριστιανωσύνης. Η μυθοποίηση του κριτικού πολέμου είχε με τον τρόπο αυτό συντελεστεί. Σας ευχαριστώ. Κυρίες και κύριοι, στο πρόγραμμα προβλέπεται και συζήτηση. Όμως θα διαπιστώσατε ότι οι συγκίσεις ήταν γενικές, αυτός εξάλλου ήταν και ο στόχος μας. Τέθηκαν βέβαια πάρα πολλά θέματα. Επειδή έχουμε υπερβεί λίγο το χρόνο και κυρίως επειδή όλα τα θέματα που τέθηκαν θα εξειδικευθούν πιθανότατα στις επόμενες συναιδρίες, το προηδείο προτείνει να τελειώσουμε στο σημείο αυτό και να έχουμε συζητήσεις από αύριο πάνω σε όλα αυτά τα θέματα. Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ. |