Η Απόλυτη Βεβαιότητα της Αβεβαιότητας | Hilda Papadimitriou | TEDxPatras /

: Είμαι η Χίλντα Παπαδημητρίου και είμαι μεταφράστρια και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Αν πρέπει κανείς να πει κάτι για εμένα, θα ήθελα να πω κάτι για εσάς. Είμαι η Χίλντα Παπαδημητρίου και είμαι μεταφράστρια και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Είμαι η Χίλντα Παπαδημητρίου και είμαι μεταφ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Φορέας:TEDx Patras
Μορφή:Video
Είδος:Μαρτυρίες/Συνεντεύξεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: TEDx Patras 2020
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=QWobxq2U_A4&list=PLndeeREyJnDQHRCpDp3Xy2JQIUVIppA3Q
Απομαγνητοφώνηση
: Είμαι η Χίλντα Παπαδημητρίου και είμαι μεταφράστρια και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Αν πρέπει κανείς να πει κάτι για εμένα, θα ήθελα να πω κάτι για εσάς. Είμαι η Χίλντα Παπαδημητρίου και είμαι μεταφράστρια και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Είμαι η Χίλντα Παπαδημητρίου και είμαι μεταφράστρια και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Είμαι η Χίλντα Παπαδημητρίου και είμαι μεταφράστρια και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Είμαι η Χίλντα Παπαδημητρίου και είμαι μεταφράστρια και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Είμαι η Χίλντα Παπαδημητρίου και είμαι μεταφράστρια και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Είμαι η Χίλντα Παπαδημητρίου και είμαι μεταφράστρια και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο κόμμας μου είναι α phones snack. Ο thoughtSiSí qualified wavesRIVE starsında sat josσε. να βρούμε, στη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι ήταν ήρεμοι και σχετικά ασφαλείς. Και πάλι, και σε αυτούς τους φτύλακες, όταν μιλάμε, αναφερόμαστε στον επονομαζόμενο πρώτο κόσμο. Αφού η ζωή στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική, στην Ασία, ήταν ανέκαθεν μια διαρκής μάχη ενάντια στα στοιχεία της φύσης, στη φτώχεια και σε εμάς τους πολιτισμένους που θέλαμε να τους εκπολιτήσουμε και να τους κάνουμε ανθρώπους. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο 21ο αιώνας μας μπήκε λίγο ζόρικα και συμβολικά ξεκινάει με τους δίδυμους πύργους. Ναι, έκτοτε η γενικότερη ανασφάλεια είναι ακόμα πιο έντονη, η αβεβαιότητα και πολύ από σας, οι μικρότεροι, φαντάζομαι, δεν θα θυμούνται άλλες εποχές όσο από αυτές της οικονομικής κρίσης, της διαρκούς αγωνίας για την επιβίωση, για τη δουλειά, για την επαγγελματική αποκατάσταση. Ίσως όμως θα πρέπει να μάθουμε ότι τα πράγματα που μας έλεγαν κάποτε δεν είναι ακριβώς έτσι. Θα πρέπει δηλαδή να αλλάξουμε τις ιδέες μας για τη ζωή και να συνειδητοποιήσουμε ότι η προσπάθεια να μείνουμε προσκολλημένοι με τα νύχια και με τα δόντια στον ασφαλή μικρό κόσμό μας δεν είναι κάτι που συνάβει με την ανθρώπινη συνθήκη. Να σας πω τώρα για τις δικές μου προσωπικές εμπειρίες. Ανήκω στη γενιά της μεταπολίτευσης. Αυτό σημαίνει ότι τέλειωσε το σχολείο μετά τη μεταπολίτευση, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 70. Οι γονείς εκείνη την περίοδο το μόνο που ήθελαν για τα παιδιά τους, είναι οι ίδιοι νοπές τις πληγές της γερμανικής κατοχής, του εμφυλίου και της δικτατορίας. Οι γονείς το μόνο που ήθελαν για τα παιδιά τους ήταν μια ασφάλεια, που γι'αυτό σήμανε μια δουλειά στο δημόσιο, σε ένα δημόσιο οργανισμό ή σε μια τράπεζα. Και η προσπάθεια αυτή να εξασφαλίσουν τα παιδιά τους από την αβεβαιότητα, φαίνεται πολύ καθαρά και στον οικιστικό αστικό ιστό, στις μικροαστικές γειτονιές της Αθήνας αλλά και όλων των πόλεων της Ελλάδας, σ'εκείνα τα τριόροφα, όπου στον πρώτο όροθο οι γονείς έκτιζαν αιματηρές οικονομίες ένα σπιτάκι για να ζήσουν και στη συνέχεια έριχναν δυό ρόφους από πάνω για τα παιδιά τους, για να τα κρατήσουν κοντά τους, για να μένει η οικογένεια μαζεμένη, ασφαλής. Αν είναι δυνατόν κλεισμένη στο καβούκι της, στις πατριαρχικές αξίες και στην οικογενειακή ρουτίνα και στον έλεγχο της ηθικής συμπεριφοράς. Συγχρόνως βέβαια, στα τέλης της δεκαετίας του 70, άρχισε να εισρέει ένας όγκος πληροφοριών, ένας κατακλεισμός κυριολεκτικός, των πραγμάτων που δεν μαθαίναμε στα προηγούμενα χρόνια λόγω της λογοκρισίας που υπήρχε επί δικτατορίας. Έτσι μάθαμε λίγο καθυστερημένα για τα κινήματα τα νεανικά της δεκαετίας του 60, δηλαδή τα αντιπολεμικά κινήματα, τα κινήματα για τα δικαιώματα των μαύρων, τα κινήματα κατά της πυρηνικής ενέργειας. Μάθαμε για το Μάι του 68 και επίσης συνέβαιναν και διάφορα πράγματα γύρω μας και δίπλα μας. Ας πούμε, θυμάμαι το punk εν τη γενέση του, όπως θυμάμαι και τις αρχές του hip hop στις ΗΠΧ. Και επιπλέον, ενημερωθήκαμε πια και μάθαμε και για το γυναικείο κίνημα. Όσο λοιπόν οι γονείς προσπαθούσαν να μας κρατήσουν δεμένους στα σπίτια και στην οικογένεια και στις δικές τους αξίες και αρχές, τόσο εμείς, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι των συνομιλίκων μου, πάλευαν ενάντια σε αυτό το πράγμα. Ας πούμε, θυμάμαι την εφημική μου παρέα, ότι θεωρούσε πιο σημαντική αξία την έκφραση της προσωπικότητας του καθενός, το να κάνει ο καθένας μας μια δουλειά που να τον εκφράζει και να γινάει το βράδυ στο σπίτι του ευτυχισμένος, περισσότερο από το να βρει μια δουλειά με μεγάλη κοινωνική καταξύωση και πολλά λεφτά. Εγώ σπούδασα νομικά, παρότι δεν σκόπευα να γίνω ούτε δικαστήνα, ούτε συμβολιογράφος, ούτε δικηγόρος. Βέβαια, υπήρχαν και υπάρχουν πολλές εναλλακτικές βγαίνοντας από τη νομική. Άλλωστε, αν δείτε τα έδρα της βουλής, θα δείτε το ποσοστό των δικηγόρων και θα καταλάβετε τι εννοώ. Εμένα όμως δεν με ενδιέφεραν τα νομικά. Με ενδιέφερε πάρα πολύ να βρω τι ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να πω, πώς ήθελα να είναι η ζωή μου και πώς θα ήταν ο τρόπος ο δικός μου να εκφράσω τη δική μου αλήθεια. Η παρέ μου, η εφηβική, εκφραζόταν μέσω της μουσικής, της υποκριτικής, της φωτογραφίας, της γλυπτικής και της αγγιοπλαστικής, της γραφής. Εγώ τότε δεν τολμούσα να σκεφτώ ότι θα γράψω γιατί το πρώτο υπό μου, το μέτρο σύγκρισης για μένα, ήταν η Virginia Woolf. Και έλεγα ότι μετά τη Virginia Woolf εγώ το πολύ πολύ να γράφω τη λίστα για τα ψώνια μου, τίποτα παραπάνω. Έτσι όταν τέλειωσα τη νομική, αποφάσισα να κρατήσω τη βιβλία του πατέρα μου γιατί ξέχασα να σας πω ότι ο πατέρας μου είχε ανοίξει το πρώτο δισκάδικο στη Νέα Σμύρνη, στο οποίο εγώ δούλευα από 15 χρονών, γιατί ήταν ένας τρόπος να μάθω όλες αυτές τις υπέροχες μουσικές που μέχρι τότε δεν μπορούσαμε να ακούσουμε. Μπορεί να φαίνεται αδιανόητο για τους σημερινούς νέους που θεωρούν το ίντερνετ αυτονόητο στη ζωή τους, αλλά εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχε ούτε Spotify ούτε YouTube, ο μόνος τρόπος να ενημερωθείς για τη μουσική ήταν από το ραδιόφωνο, από το νεογέννητο MTV και από τα δισκάδικα. Με ενδιέφερε πάρα πολύ η σχέση της μουσικής και της εξέλιξής της εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών και των κινημάτων. Αυτό ήταν πάντα η μανία μου και η αγάπη μου. Και το δισκάδικο του πατέρα μου ήταν ένα μέρος όπου μπορούσα και να ακούω μουσική και να διαβάζω. Θα μου πείτε σιγά την επαναστατική ενέργεια το να πάρεις στη δουλειά του πατέρα σου μια έτοιμη δουλειά. Ναι, ήμουν όμως 25 χρονών και ξαφνικά βρέθηκα με μια επιχείρηση την οποία πρέπει να την κρατήσω μόνη μου, να τη διαχειριστώ σε όλα τα επίπεδα. Δηλαδή και τα φορολογικά και τη σχέση με την εφορία και την τιμολογιακή πολιτική και την παραγγελία των εμπορευμάτων και την αισθητική του καταστήματος. Αυτόχρονα έφυγα από το πατρικό μου σπίτι γιατί ένα έτοιμα πολλών ανθρώπων της γενιάς μου ήταν να αποκολληθούν από την πατρική οικογένεια. Να ζήσουν μόνοι τους και να φτιάξουν τη ζωή τους όπως την ήθελαν αυτοί. Κάτι που είναι για μένα πάρα πολύ σημαντικό. Γιατί πιστεύω ότι αν δεν ζήσεις μόνος σου και δεν μάθεις να στέκεσαι στα πόδια σου, να τρώς τα μούτρα σου και να ξανασυκώνεσαι, να μάθεις ότι από τις αποτυχίες μπορούμε να μάθουμε πράγματα, να διδαχτούμε, είσαι καταδικασμένος. Να πιστεύεις σε εκκλησία όπως το «Happily Ever After». Τη δεκαετία του 80' στην οποία αναφέρομαι τα δυσκάδικα πολλαπλασιάζονταν σαν τα μανιτάρια. Ερχόντουσαν πια πάρα πολύ δίσκοι, αυτή δυσέδρετη δίσκη εισαγωγής και έπρεπε για να μπορέσεις να αντέξεις τον ανταγωνισμό, να ορίσεις το στίγμα του δικού σου μαγαζιού. Εγώ εκείνη την περίοδο άκουγα πάρα πολύ μαύρη μουσική. Εκτός από το rock που ακούω και άκουγα πάντοτε, με ενδιέφερε πάρα πολύ η μαύρη μουσική. Και η τζάζ, και η soul, και η reggae, και το afrobeat. Με ενδιέφερε πάρα πολύ η ethnic μουσική, αυτή που ονομάστηκε στη συνέχεια ethnic. Ήταν η περίοδος που ο Peter Gabriel έφτιαξε την εταιρία Real World και μας έφερε σε επαφή με τις μουσικές όλου του κόσμου. Όπως επίσης άκουγα τους μινημαλιστές και ambient μουσική, που ήταν μια καινούργια τάση εκείνη την περίοδο. Αλλά άκουγα πολύ και κλασική μουσική με εστίαση στο μπαροκ. Έφτιαξα λοιπόν ένα μαγαζί, το οποίο έγινε ένα σημείο αναφοράς για όσους ενδιαφέρονταν για τα soundtrack, για τη τζάζ μουσική, για την καλή παραδοσιακή μουσική, την ελληνική, για τη soul, για όλες τις μουσικές του κόσμου. Και για την κλασική μουσική. Κυρίως το κομμάτι της πριν από τους ρομαντικούς συνθέτες, αν σας λέει κάτι αυτό. Αυτές οι φωτογραφίες που βλέπετε, δείχνουν πώς ήταν η ζωή μου εκείνα τα χρόνια. Ήταν ένα πανηγύρι. Αυτό μ' άρεσε πολύ περισσότερο, από το να είμαι κλεισμένη σε ένα γραφείο, να έχω μια συγκεκριμένη επαφή με ορισμένους ανθρώπους και να επαναλαμβάνω καθημερινά την ίδια δουλειά. Το δισκάδικο, όπως όλα τα ελεύθερα επαγγέλματα, εμπεριέχει το ρίσκο του απρόβλεπτου, της αβεβαιότητας. Δηλαδή κάθε μέρα που πήγαινα, θα είχα να αντιμετωπίσω κάτι διαφορετικό. Αλλά το πιο γοητευτικό για μένα, ήταν η επαφή μου με ανθρώπους αγνώστους, στο μυαλό των οποίων προσπαθούσα να μπω, για να σκεφτώ τι θα ήταν αυτό που θα τους άρεσε, και το δισκάδικο μπορούσα να τους προτείνω, ώστε το βράδυ που θα γύριζαν σπίτι τους και θα τον έβαζαν στο πικάπ, να νιώσουν την απόλαυση που είχα νιώσει εγώ, όταν τον πρωτοάκουσα ή όταν τους τον σύστηνα. Αλλά επειδή, όπως είπαμε και πως είναι και το θέμα του Τέντεξ, τίποτα πιο αβεβαίο από τη ζωή, η βεβαιότητα της δουλειάς αυτής που είχα, διαλύθηκε μέσα στη δεκαετία του 90. Για δύο λόγους. Κάποιος ήταν ότι οι μεγάλες μουσικές, η διεθνής μουσική βιομηχανία, έκανε μια σειρά από λάθη, τεράστια τραγικά λάθη στις επιλογές της, οδηγώντας σε μια πλήρη κατάρρευση το όλο σύστημα, και ακόμα και το τελευταίο τροχό της αμάξης που ήταν τα δισκάδικα. Και ενώ βέβαια την απόφαση των δισκογραφικών, να εξαφανίσουν το βινήλιο, εν μία νηκτή, διότι αντικαταστήσουν με το CD, και το οποίο δεν φανταζόταν τότε ότι θα αποδειχτεί εγγράψιμο, και βέβαια δεν μπορούσαν να φανταστούν, τις εξελίξεις που θα άρχονταν με το ίντερνετ, και με την αποσύνδεση της μουσικής, από το ενσώμα, το υλικό αντικείμενο. Επιπλέον, τη δεκαετία του 90, με όλα αυτά τα μαύρα χρήματα που κυκλοφορούσαν, η πλατεία της Νέας Μύρινης, δεν σήκωνε πια δισκάδικα, καταστήματα λευκών ειδών, ιαλοπολία, χρωματοπολία, χαρτοπολία. Όλοι οι ιδιοκτήτες ήθελαν να κάνουν τα μαγαζιά τους μπαράκια και καφέ, γιατί εκεί ήταν τα πολλά λεφτά. Έτσι λοιπόν, βρέθηκα μια μέρα με μια έξωση ιδιόχρησης. Η εύκολη, ίσως η αναμενόμενη λύση, μάλλον εκδοχή που περίμεναν όλοι από μένα, ήταν να βρω έναν άλλο επαγγελματικό χώρο, δηλαδή ένα άλλο μαγαζί, ίσως σε μια πιο ήρεμη γειτονιά με λιγότερα κρυβανίκια, ή να αναζητήσω δουλειά σε μια δισκογραφική. Αλλά, και εδώ είναι η ουσία της ομιλίας μου, πόσο μεγαλύτερη τύχη μπορεί να είναι, στο κατόφυλλο των 40 χρόνων σου, να σου δοθεί ευκαιρία να αλλάξεις τελείως τη ζωή σου, τη δουλειά σου ή και τη χώρα που ζεις. Έτσι λοιπόν, μέχρι τότε, όταν δεν είχα πελάτες στο μαγαζί, διάβαζα, και πέρα γύρισα νάπουδα τη ζωή μου και άρχισα να μεταφράζω βιβλία ακούγοντας μουσική. Ήταν πιο εύκολος ο ειδωτικός χώρος στη δεκαετία του 90, αλλά και τότε είχε τις δυσκολίες του. Και το λέω αυτό γιατί η μετάφραση είναι μια δουλειά που την κάνεις πατώντας σε δύο βάρκες, αν μου επιτρέπετε μια παρομείωση. Δύο κόσμοι, δύο πολιτισμοί, δύο γλώσσες, δύο αξίες διαφορετικών κόσμων και πολιτισμών, αυτό που είπα ήδη. Πρέπει να μπεις στο μυαλό ενός άγνωστος συγγραφέα, να καταλάβεις ακριβώς τι θέλει να πει και να το εκφράσεις με ένα τρόπο που να γίνει κατανοητός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό χωρίς να τον διαψεύσεις, χωρίς να γράψεις τα δικά σου πράγματα. Ποτέ όταν παραδίδω ένα βιβλίο, εγώ τουλάχιστον ως μεταφράστρια, δεν νιώθω 100% σίγουρη ότι δεν μου έχει ξεφύγει κάτι. Γιατί πάντα υπάρχουν αναφορές σε κάποιο θεατρικό έργο, σε κάποιο μουσικό τραγούδι, σε κάποιο βιβλίο, που ενδεχομένως να μην τις έχω πιάσει. Αλλά έχει τρομακτική γοητεία αυτή η δουλειά και το άγνωστο που εμπεριέχει. Δεν με κάνει να πλεί το ποτέ. Τώρα, παρότι σας είχα πει ότι φοβόμουν πάρα πολύ να εκφράσω τις δικές μου σκέψεις, το γεγονός ότι όλα τα χρόνια αυτά που έκανα μετάφραση, ασχολιόμουν πολύ, διάβαζα πάρα πολύ και γι' αυτό που με ενδιαφέρει πολύ για τα κινήματα, την εξέλιξη της μουσικής, άρχισα να γράφω σε μουσικά έντυπα καταρχήν. Στη συνέχεια έγραψα δύο μουσικά δοκίμια για τους Μπίτλς και τους Κλάς, είναι εξαντλημένα, άρα δεν κάνω διαθήμηση. Και έφτασε μια στιγμή που ένιωσα πιο σταθερά στα πόδια μου και αποφάσισα να περάσω στο μυθιστόριμα, να γράψω το πρώτο δικό μου βιβλίο. Εδώ επίσης υπάρχει μια τεράστια ανασφάλεια. Το μυθιστόριμα, αν μου επιτρέψετε πάλι μια παρομοίωση, είναι σαν να χτίσεις μια πολυκατοικία εκθεμελιών, στην οποία πρέπει να βρεις τους ενήκους, να διηγηθείς στην ιστορία τους και στη συνέχεια να μπλέξεις τις ιστορίες τους μεταξύ τους, κυρίως το αστυνομικό που γράφω εγώ. Επίσης είναι μια φοβερή έκθεση το να γράψεις, γιατί μιλάς πολλές φορές και για τον εαυτό σου, αναφέρεις σε αναφορές και σε πράγματα που σε απασχολούν, χωρίς να ξέρεις αν θα βρεις τον αποδέκτη τους, το αναγνωστικό κοινό. Τώρα βέβαια θα μου πείτε, σε σχέση με τη μεγάλη εικόνα του κόσμου, σιγά τις αβεβαιότητες και τις δυσκολίες. Και θα συμφωνήσω. Δηλαδή ζούμε σε μια εποχή που οι άνθρωποι αναγκάζονται, εν μια νύκτυ να αρπάξουν τα παιδιά τους, μερικές φορές και τα ζωάκια τους, και αυτό με συγκινεί πάρα πολύ, να διασχίσουν πεζί αχανής εκτάσεις, να θαλασσοπνιγούν και να αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα μπροστά τους. Γιατί αυτό που αφήνουν πίσω τους είναι αβίωτο. Πιστεύω, δεν είμαι αισιοδοξός άνθρωπος, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι στην αβεβαιότητα του κόσμου, τα πράγματα που μπορώ να αντιτάξω εγώ, οι δικές μου μικρές βεβαιότητες είναι η μόρφωση, η αξία της μόρφωσης, είναι η ανθρωπιά, είναι η συμπόνια και είναι και η προσπάθεια να βρούμε πραγματικά τι είναι αυτό που μας ικανοποιεί επαγγελματικά, έτσι ώστε κάποια στιγμή να πάψουμε να μπερδεύουμε την έννοια της δουλειάς με τη λέξη δουλεία. Θα ήθελα να τελειώσω με τους στίχους ενός πολύ αγαπημένου μου τραγουδιού. Είναι της Johnny Mitchell που είναι μια καναβέζα τραγουδοποιός. Το έγραψε το 1967 διαβάζοντας ένα βιβλίο του Saul Bellow που λέγεται «Χέντερσον ο βροχοποιός». Λένε λοιπόν αυτή η στίχη. «Έμαθα πια να βλέπω τη ζωή και από τις δυό πλευρές της και σαν κέρδος και σαν χασούρα. Παρ' όλα αυτά τις ψευδεστήσεις της ζωής αναπολώ. Τι είναι η ζωή ακριβώς δεν μπορώ να πω». Σας ευχαριστώ πολύ.