Αλέξης Καλοκαιρινός: Για τον ερωτικό Καβάφη /

: Μεταρασανίκτυα ζωάνι του ΟΠΙΚΛΟΥ, περνάς μέτρας το 12ο. Είπα ο Δημήτρης προηγουμένως ότι πάνε στη σκοτεινή πλευρά. Και αυτό ισχύει ως ένα σημείο και από ένα σημείο και μετά δεν ισχύει, γιατί θα συζητήσουμε και θέματα που είναι καλύτερα πέραν του φωτός και τους πότους. Τώρα, ερωτικός Καβάφης. Νομίζ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Ιστορικό Μουσείο Κρήτης 2013
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=jrWGA0Vt7xI&list=PLgt5xY8eO6dPEoH-UStJeKdCdAg0noIiu
Απομαγνητοφώνηση
: Μεταρασανίκτυα ζωάνι του ΟΠΙΚΛΟΥ, περνάς μέτρας το 12ο. Είπα ο Δημήτρης προηγουμένως ότι πάνε στη σκοτεινή πλευρά. Και αυτό ισχύει ως ένα σημείο και από ένα σημείο και μετά δεν ισχύει, γιατί θα συζητήσουμε και θέματα που είναι καλύτερα πέραν του φωτός και τους πότους. Τώρα, ερωτικός Καβάφης. Νομίζω ότι πρέπει να ξεκαταλύσουμε ορισμένα πράγματα, όταν μιλάμε για τον έρωτα στον Καβάφη. Δεν μιλάμε για τον έρωτα γενικά, την αγάπη δηλαδή, μιλάμε για το σεξ. Η αγάπη και ο έρωτας στον Καβάφη είναι σαρκική αγάπη και σαρκικός έρωτας. Το πώς με εντουσιώμαστε είναι ένα ζήτημα, βέβαια. Μάλλον είναι το θέμα μας αυτό. Μπορούμε να παρακολουθούμε τα βέλη. Τον έρωτα που ήθελες, τον έρωτα που ήθελα, είναι σεξ. Άλλωστε όλα αυτά συμβαίνουν εκεί πάνω στην άδημη της κάλωσης, που τελικά δεν είναι άδημη όμως, αλλά και αυτό θα το δούμε στη συνέχεια. Και μπορούμε και να συγκρατήσουμε και στην πρώτη-ελευταία στιγμή αυτό το «έμα και το δέρμα» ενόησαν. Αν το «έμα και το δέρμα» ενόγουν, μάλλον δεν πρόκειται για κάτι ιδιωτικό. Και ο έρως τι φτιάχνει. Ο έρωας φτιάχνει ωραία σώματα, δεν φτιάχνει ωραίες ψυχές. Μάλλον δεν μας ενδιαφέρει ο έρωας να φτιάχνει ωραίες ψυχές. Μπορεί και να φτιάχνει, αλλά δεν είναι κάτι το οποίο μας απασχολεί τον, θα έπρεπε να πω, απασχολεί. Και βέβαια η υπαρρυσία στο έρωτος είναι η υπαρρυσία στο έρωτος των άκρως αισθητών. Δεν είναι ένα περπερό αγγελάκι το οποίο κεντρίζει ευαίσθητες ψυχές με την κοινή αινία της ευαισθησίας. Και η αγάπη, λοιπόν, για ένα μήνα αγαπηθήκαμε, σημαίνει ότι για ένα μήνα το κάναμε. Έτσι έφυγε στην Σμίρνη, το εσφαλό μου τον έφυσα. Και, από αυτή την έννοια, πρέπει να διαβαστούν και τις αγάπης ισχυές, οι οποίες αν έρθουν πρέπει να έχουν τις ισχυές της αγάπης και είναι μία αγάπη αυτή, η αγάπη των άκρως αισθητών. Και αν το δούμε και μαζί, τον έρωτα με την αγάπη, βλέπουμε βέβαια ότι και αυτή η πύρα του έρωτος και στο τέλος, στο τελείωμα του ποιήματος, είναι η αγάπη στην οποία ένας έθιμος παραδίνει για πρώτη φορά στο αγνό του σώμα. Για την ψυχή του δεν μας ενδιαφέρει, αλλά ίσως να τη σώσει και μέσω του σώματος του. Και αυτό είναι μάλλον μέσα στην προβληματική του καλάφι. Η αγάπη είναι αισθητική. Και δεν αποκλείεται να υπάρχει και αίσθημα. Απλώς δεν χρειάζεται να υπάρχει αίσθημα, αν υπάρχει και αίσθημα. Ωστόσο βέβαια σε αυτό το ποιήμα που διοτρέφοντας λιγάκι τις δεκαετίες φτάσαμε, μπορεί να διακριτεί και μία χρειά υγρονίας. Και όλο χαρά και δύναμη σε αίσθημα και ωραιότητα. Εδώ υπάρχει και ένας αριθμός, που βέβαια κατά τη συνήθεια του καλάφι θα εγκαταλειπθεί στη συνέχεια, θα σπάσει ο αριθμός αυτός. Και αν μιλάμε όχι απλώς για αίσθημα και ωραιότητα, αλλά για ομαθή αίσθημα, εδώ μιλάμε σε ιρωνικά συμφρασμόμενα. Και μάλιστα και ιρωνικά, αλλά συμφρασμόμενα διάψευσης. Γιατί ο νέος επόμενος στίχος, που λέει «Η παλιά αγάπη το παθεί αίσθημάτον», αυτός ο άλλος ήταν ψεύτης, παλιό παιδοσοστό, του είχε φάει πολλά λεφτά και λοιπά, ας πούμε, και τελικώς τον παράτησε. Βέβαια η αίσθηση είναι τη συνέχεια του ποιήματος, παίρνει μια αμάδναν απάντηχη τροπή, είναι το κομμάτι που δεν έχετε στην οθόνη, διότι αυτός ο ψεύτης βρίσκεται πια σε ένα φέρετρο και τα ωραία λουδούρια είναι αυτά που του φέρνει ο εαστής του, ο ταλειπορημένος του εαστής. Τώρα, ποιητές όπως ο Καβάφης, δοκιμάζουν να απαντήσουν σε δύσκολα ερωτήματα και μάλλον ορίζουν και τη δυσκολία των ερωτήματων. Ποιητές αυτού του φειράματος, δηλαδή μεγάλοι ποιητές, ασχολούνται με αυτό που λέμε πίληση προβλημάτων, κάνουν problem solving. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δουλεύουν πολύ, γιατί βέβαια δεν εκφράζουν τον εσωτερικό τους κόσμο, δεν χύνουν τον εαυτό τους στο χαρτί. Αν αυτό μπορεί να συμβεί, ορισμένοι πιστεύουν ότι και γίνεται. Το ερωτικό πρόβλημα το οποίο μας απασχολεί, κατά την ανάγνωση που σας προτείνω, έχει μια διπλή δυσκολία. Θα μιλήσω για το ερωτικό πρόβλημα στον Καβάφη. Το πρώτο πρόβλημα, του συνολικού ερωτικού πρόβληματος, είναι αυτό το οποίο με όλους θεωρητές θα λέγαμε, διάσταση ανάμεσα στην αναπαράσταση και την εμπειρία. Δηλαδή, τη σχέση ανάμεσα στο γράψιμο και στο νιώσιμο, ανάμεσα στο διάβασμα και το νιώσιμο. Το ζήτημα είναι, μπορείς γράφοντας να νιώσεις ερωτικά, σαν να είσαι μέσα στον έρωτα και μπορείς να διαβάσεις και αυτό, να είναι τόσο ερωτικό που να έχεις την ερωτική εμπειρία μέσα από την γραφή. Αυτό τίθεται ως ορίζοντας και φυσικά δεν γίνεται αυτό. Και όχι μόνο δεν γίνεται, αλλά ούτε η φιλοσοφία μπορεί να το αντιμετωπίσει. Το ζήτημα από το οποίο ξεκινάει η ερωτική εκδοκή του προβλήματος. Γιατί βέβαια το ζήτημα, το φιλοσοφικό, είναι το γνωστό άλλητο φιλοσοφικό ζήτημα για τη σχέση ανάμεσα στην αίσθηση και την νόηση. Ανάμεσα σε αυτό το οποίο ονομάζεται ψυχή, το λέμε, εμείς σαλανούς εννοούσαν οι άνθρωποι του διαφωτισμού και το σώμα, άγμα είναι ο γαλλικός όρος. Ο γαλλικός όρος περισσότερο είναι μάιντ πάντως παρά σόλ. Ή εμπέσβελτος είναι κάτι που είναι μάιντ και σόλ. Το καβαφικό έτημα, δηλαδή ο παραγωγικός παράγοντας της πίησης, αυτό που παράγει τα ποιήματα το ένα μετά το άλλο, στο πεδίο το ερωτικό, είναι η σύμπτωση της πίησης με την ανεδρονική ενθυρία. Μπορεί να είναι αυτό, μπορεί να είναι έρωτας αυτό που γράφω, μπορεί να είναι έρωτας και αν όχι η σύμπτωση είμαστε περίπτωση η σύμπτωση. Τώρα το δεύτερο πρόβλημα είναι η επέκταση των συνόρων της πίησης σε έδαφος κοινωνικής απαγόρευσης. Δηλαδή είναι το πρόβλημα της ομοερωτικής πίησης. Και επειδή οι μεγάλοι ποιητές έχουν μεγάλη δυνοτοξία, ο Καβάφης συμβλέκει αυτά τα δύο ερωτήματα. Και το ερώτημα λοιπόν είναι μπορεί η πίηση να μιλά για τον έρωτα, μπορεί η πίηση να γίνει εκείνο για το οποίο μιλά, μπορεί η πίηση να είναι έρωτας, μπορεί η πίηση να είναι ομοερωτική, μπορεί η πίηση να είναι ομοερωτική και να είναι έρωτας. Και σε αυτά τα συμπραζόμενα διαβάζω τη ρήση του Ιωσήφ Μπρόστι που έχετε εδώ. Η πίηση είναι το μοναδικό όπλο για τη νίκη επί της γλώσσας με τη χρήση των ίδιων των μέσων της γλώσσας. Νομίζω ότι είναι μια ενδιαφέρουσα φράση. Τώρα στον ίδιο τον Καβάφη θα βρούμε την εκφώνηση αυτού του προβλήματος σε διάφορες εκδοχές, μερικές εκδοχές όμως, όπως εδώ για παράδειγμα. Σε μια εποχή που φαίνεται ότι το ζήτημα αυτό τον απασχολεί πάρα πολύ και είναι ενώψη μιας παραγωγής ισχυρών ερωτικών κειμένων. Αλλά εμείς της τέχνης κάποτε με ένταση του νου και βέβαια μόνο για λίγη ώρα δημιουργούμε ειδονήν, η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζη. Και το ενδιαφέρον βέβαια είναι πως συνεχίζει το ποιήμα γιατί η εκφώνηση του προβλήματος δεν σημαίνει και λύση του. Έτσι! Στο μπάρο προχθές βοηδώντας πιο ένας πολύ ωραίος του τεχνικού σαν κολλισμός είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική και το κατάλαβες με φαίνεται. Και έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες. Ήταν πολύ ανάγκη αυτό. Γιατί μόλις την φαντασία και με το μάγονιό πνεύμα χρειαζόταν να βλέπω και τα χείλη σου. Χρειαζόταν να είναι το σώμα σου κοντά. Και βέβαια αυτός που ένιωσε έτσι και βοηθήθηκε με την συνελουχή και τη σωματική εγγύτητα του άλλου να το νιώσει δεν είναι ποιητής απαραίτητα. Αλλά είναι μέσα στο ποιήμα. Και έτσι γίνεται ποιήμα και γίνεται ποιήση. Και δοκιμάζεται μέσα από τη συμβλοκή του έτσι που γυρίζει την εκφώνηση του προβλήματος σε ένα μικρό αφήγημα δοκιμάζεται μια λύση του. Αλλά βέβαια είμαστε μακριά νομίζω ακόμα από την λύση. Στην πραγματικότητα δεν φτάνουμε ποτέ στη λύση. Αλλά παράγεται μια ποιητική διαδρομή μέσα από αυτή την προσπάθεια. Και επίσης νωρίτερα λιγά κέντρα σε εποχή που ο Καβάφης το ψάχνει πάρα πολύ. Το προηγούμενο κομμάτι του πολύ σπανίως είναι ένας γέρος που είναι χάλια και κυκλοφορεί στους δρόμους κατάσταση όχι πολύ καλή. Ωστόσο, έφυγε τώρα τους δικούς του στίχους λένε «Στα μάτια των ταζογερά περνούν οι οπτασίες του. Το υγιές ιδονικό μυαλότον, οι έυγραμοι σφιχτοδεμένοι σάρκατον με τη δική του έκφανση του ωραίου συγκινούνται». Και εδώ έχουμε αρκετά πράγματα. Ο Καβάφης είναι ακριβώς 50 εκεί, είναι στα 50 του. Και μπορεί να φαντάζετε τον εαυτό του και πιο για εργάδωστα και ο Κοραΐς στα 50, γιατί είναι τελειωμένος. Μυαλό και σάρκα, λόγος και όραση, μάτια που βλέπουν, αλλά κυρίως μάτια που βλέπονται. Και στα μάτια που βλέπονται βρίσκονται οι οπτασίες, οι οποίες βλέπουν από αυτό που είπαμε νους ψυχοί. Και αυτός ο λόγος πρέπει να παράγει μία συγκινήση, η οποία είναι νοητική και σαρκική συγκίνηση. Ναι, γιατί έχουμε και το μυαλό και τη σάρκα εδώ. Αλλά αυτά θα μπορέσουν να συντιένουν. Δεν είμαστε ακόμα εκεί, δεν είμαστε στη σύγκληση. Αλλά εν πάση περίπτωση ας κρατήσουμε και μάλλον παρανθετικά θα το αναφέρω, ωστόσο όχι τελείως, διότι αυτό συνδέεται με το δεύτερο σκέδος του προβλήματος, δηλαδή το πρόβλημα της ομοερωτικής ποιήσεις. Το υγιές μυαλό, έτσι, το υγιές μυαλό. Και ωστόσο 10 χρόνια νότερα, στα 60 μας δηλαδή είμαστε τώρα, η νωσηρά στιγματισμένη ηδονή, τη στιγματισμένη του έσπους ηδονή. Αλλά δεν το λέει ο Καβάφης, γιατί ένα στίχο παραπάνω από το βελάκι, είπε εκείνος. Κάποιος το ελέγει αυτό, δεν το λέει ο Καβάφης. Δεν λέει ο Καβάφης ότι η ηδονή είναι νωσηρά. Η ηδονή είναι απολύτως υγιής, είναι υγιές. Και βέβαια η ηδονία αντιδιαστέται με την υγιεινή. Η υγιεινή με τι έχει να κάνει? Έχει να κάνει με την προχάμενη ηθική. Γιατί στην μέση, με σεοβελάκι, οι ανώμανες έλξεις είναι όμορφες, αλλά είναι και υγιείς. Η ανωμαλία είναι υγεία. Και βέβαια η άτιμη σκάντα που λέγαμε προηγουμένως, δεν είναι και τόσο άτιμη, γιατί η φώσανη ανωμαλία είναι υγεία και η ατιμία είναι τιμή. Χαρά και μοίρα της ζωής μου. Πολύ γνωστό είναι τώρα αυτό για να το διαβάσουμε. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται. Αυτή βέβαια είναι μια gay pride, η οποία ίσως είναι λίγο ιδιωτική ακόμα. Θα πρέπει να δουλευτεί περισσότερο για να βγει με έναν πιο υποστηρικμένο τρόπο. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον δεν υπάρχει gay shame. Όχι τροπή για μένα. Και μάλιστα δεν υπάρχει με την ιδιότητα του ποιητή. Τι ποιητής και τι τεχνίτης θα έχουν. Καλύτερα να ασκείτευα το οποίο είναι πραγματικά humor εδώ. Και εντάξει, τώρα από εκεί και πέρα... Πολύ γνωστό έτσι. Η εδός είναι αστεία όταν αφορά την μορφή της απολαύσεις. Η εδός δεν είναι γενικά αστεία στον κατάφι. Η εδός για την μορφή της απολαύσεις όμως είναι αστεία. Εδώ τώρα, ίσως θα σας δούσα πολλά, θα σας δούσα να κρατήσετε και... Το ξεκίνημα του ποιηματος που λέει για τα 2-3 βιβλία. Γιατί θα μας χρειαστεί στην συνέχεια. Απλώς θα σας θυμίσω ότι σας το είπα στην συνέχεια. Και βέβαια είναι υγεία, γιατί είναι και έμφυτη. Τώρα από εκεί και πέρα, αν η κοινωνία είναι σεμνότιφη... ...και αν μας συσφετίζει κουτά, αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Είναι ένα πρόβλημα και για τον κατάφι προφανώς. Και πάμε πηγαίνοντας πίσω τώρα... ...και εδώ είναι ο κατάφις στα 40 του. Σε ένα προγραμματικό ποιήμα, νομίζω πάρα πολύ δυνατό, ανέκδοτο. Ίσως γι' αυτό είναι και ανέκδοτο, μένει ανέκδοτο στην εποχή αυτή. Αυτό νομίζω όμως θα το διαβάσουμε. «Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δεναμώσει, να βγει από το σέβαση και την υποταγή. Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει, αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει. Και νόμους και έθιμα και από την παραβελεγμένη και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει. Συντονές πολλά θα δημιουργηθεί. Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξη. Το σπίτι, το μισό, πρέπει να κρεβιστεί. Έτσι θα αναπηθεί ενάρετα στη γνώση». Έχουμε λοιπόν αρετή. Αρετή, υγεία, μία αναβογή στη φύση, αλλά παρενθετική η υγεία. Άρα και θα σε παρένθεσε το έμφυτη μόνο του. Το καβάδες δεν είναι πολύ ενδιαφέροντα τώρα για το ζήτημα της φύσεως, στον έρωτα. Ο καβάδες λοιπόν, το ξέρουμε και νομίζω ότι και όσα μας είπε και ο Δημήτρης προηγουμένως, ενισχύουν ότι ήταν ένας ηλικιωδός, φιλόδοξος ποιητής και είναι ένας μεγάλος ποιητής. Τώρα περνώντας σε μία ειδικότερη συζήτηση, θα περάσω και έναν υπότιτλο εδώ. Μέρος δεύτερο. Αυτή η φράση δεν υπάρχει στον καβάδες, αλλά υπάρχουν επιμέρους φράσεις και θέλω να δοκιμάσουμε να πάμε από το αιματωμένο πράγμα σε μία άλλη φράση, το φράβσμα από στίχο είναι αυτό που λέει το πράγμα του ερωτός μου, το αίμα. Ο Καβάφης ξεκινάει τα ερωτικά τοχο πάρα πολύ μακριά και ήδη αυτό, αν είναι ένα ερωτικό ποιήμα, δεν είναι ένα ερωτικό ποιήμα. Στη δεκαετία του 80' έχει γράψει και ευτικώς, ο ίδιος προφανώς με τον φιλοσοφικό του Έλεγχου όταν θεωρήσει ότι μπορεί να δημοσιεύσει, μία σειρά που σπαρταριστά ρομαντικά ποιήματα, αν μη γάπας, όπου τα ποιήματα αυτά είναι ετεροερωτικά. Είναι πολύ δυστυχής βέβαια με αυτή την επιγραφή και φυσικά θα την αφήσει για τελείως άλλους λόγους, μάλλον για τους αντίθετους λόγους από τους οποίους αφήνει άλλα ποιήματα σωσιετάρι, ποιήματα σωσιετάρι μένουν για διαμετρικά αντίθετους λόγους. Τώρα εδώ τι να διαβάσει κανείς στην Σαλώμη. Το μόνο που έχει κάποιο γούστο είναι ότι στην πραγματικότητα στυχωθητείται ένα απόσπασμα από το The Journal που αναφέρονται σε ένα απόγρυφο Ευαγγέλιο και σε ένα απόγρυφο κείμενο ιερό. Και αυτή είναι η Σαλώμη η οποία, τι κάνει όμως τουλάχιστον, κάποια στιγμή φέρνει από την αρχή, φέρνει το κεφάλι του Ιωάννη Μαπτιστή. Στον Σοφιστή που είπα τον έρωτα με αδιαφορία γέρνει είναι μια ψιλοάσχετη μετάφραση αυτού που βλέπουμε στην άλλη ερακτή που σημαίνει ότι ο Σοφιστής απαρνιέται τον έρωτα. Με αδιαφορία γέρνει δεν βγάζει νόημα μάλλον. Ούτε για τον Καβάφη γιατί έβγασα και πολύ νόημα, όμως δεν έχει πολύ νόημα να το ανασχοληθεί και με αυτό πολύ περισσότερο. Και ο νέος πάνω θέλει την κεφαλή της Σαλώμης, ο οποίος ο δούλος έρχεται αδρομαίως και φέρνει την κεφαλή της Ευρωμένης ο Λόξανδη επάνω σε χρυσόσινη. Πλήνει την επιδίμια ότι η Θεσσίνια ο Σοφιστής έχει ξεχάσει μελετώντας τα αίματα που στάζουν το αιματωμένο πράγμα. Εδώ έχουμε το αιματωμένο πράγμα. Το αιματωμένο πράγμα από το οποίο ξεκινάει και το πράγμα του αίματος από το οποίο θα ξεκαταλήξει είναι αίμα το οποίο βγαίνει από το σώμα. Είναι αίμα το οποίο νιώθει και αυτό, νιώθει μαζί με το δέραπαν, νιώθει μαζί με το σώμα. Οι ορμές του αίματος μου στη λάχνη πάθηση που δίδονται και λοιπά. Δεν είναι ακριβώς έτσι στα επικίνδυνα. Ο Μιλτίας Σύρρος που ζητήσει στην Αλεξάνδρια. Αυτό είναι επίσης μια θεματική αλλά είναι η γενικότερη θεματική του σώματος. Είναι όμως η γενικότερη δική μας θεματική. Αυτό λοιπόν το αιματωμένο πράγμα είναι «La chose son gland» που βλέπουμε στην έξαρση και του γαλλικού κειμένου. Το αιματωμένο πράγμα. Και αυτή είναι μια σαλόμη της εποχής. Γουστάβ Μωρό, αισθητισμός, μία από τις πολλές. Όπως και ο Καβάφης είχε εμμονές και μόνο με εμμονές μάλλον μπορεί κανείς να δουλεύει. Και ο Μωρό είχε παρακάγει μια σειρά από σαλόμες. Και ταιριάζει με το ποίημα αυτό. Βέβαια εδώ έχουμε σπουδαία ζωγραφική από τη μια μεριά και τελείως ασήμαντη ποίηση από την άλλη. Το εγχείρημα λοιπόν αυτό το οποίο θα βγει από την περιοχή της ασυμμαντότητας, ο Καβάφης το αναλαμβάνει κατά βάσην, το προγραμματίζει στην δεκαετία του 1900. Το αναλαμβάνει στην δεκαετία του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και εδώ έχουμε σπαράγματα από ποίηματα αυτής της δεκαετίας του 1910. Και από εκεί και πέρα τώρα τι γίνεται όταν ο Καβάφης φτάει σε ένα ποιήμα σαν αυτό που ίσως είναι λίγο ουριακό. Θα επικαλούνται το πέραν της γλώσσας. Πώς γυάλισαν, πώς έτρεμαν, πώς έλαμπτε, πώς έτρεμαν, πώς έτρεμαν, πώς έτρεμαν, πώς έτρεμαν. Θα έλεγα ότι μέχρι εδώ δηλαδή η ρύση του Βρόντσκη, που διαβάζαμε προηγουμένως, δεν δικαιώθηκε. Δεν δικαιώθηκε τη θυμίσση του Καβάφη μέχρι το σημείο αυτό και εν πάση περιπτώσει αυτή η κρίση μπορεί να τεθεί πλάι στις κρίσεις που εορτάζουν τη θυμίσση του σώμα και βέβαια σε καλύτερες περιπτώσεις που αλλάζουν και τα φώτα όταν πρόκειται για κάποιους γεννήτορες της διστήμης του. Εν πάση περιπτώσει το πείημα κατά κάποιο τρόπο σώζει τη μνήμη του σώματος έτσι και από εκεί και πέρα το πείημα υπάρχει χάρη σε αυτήν και την παράγει και υπά. Επειδή ακριβώς αυτό το πείημα είναι προβληματικό, νομίζω γενικά όταν έχουμε να κάνουμε με υψηλού επεδομήση τα πείηματα είναι προβληματικά και τα προβληματικά πείηματα βγαίνουν σε σειρές ή σε διάδες τουλάχιστον σε ζεύγι. Από την ίδια εποχή έχουμε ένα απόσπασμα του από την 39 που εδώ τι γίνεται, εδώ δεν λέει σώμα κάνε δείξε, έτσι, αλλά είναι το είδωλον του νέου μου σώματος που ήρθε και με θύμησε, πλυεσμένες κάμερες από τον νέος και περασμένη είναι η ιδωνή, τι τρολμήρει η ιδωνή. Εδώ το σώμα κάνει, δεν του λέμε να κάνει κάτι, αλλά έχει γίνει ιδωλό όμως και αυτό είναι ένα πρόβλημα γιατί αν τα σώματα είναι ιδωλό τότε μάλλον βρίσκονται στη νόηση, οπότε η σωματικότητά τους έχει εξ αρχής υπονομευθεί. Και αυτό το σώμα τέλος πάντων το οποίο γίνεται τόσο ανθρωπομορφικό είναι προβληματικό, είναι προβληματικός ο ανθρωπομορφισμός του σώματος εδώ όπως στο ΜΝΙ από την ίδια κοιτονιά του χρόνου. Ο ΜΝΙ κάθε τόσο να αρχίσει πιο καλή ζωή, αλλά όταν έλθει η νύχτα με τις δικές της συμβουλές, με τους εμβασμούς της και με τις υποσχέσεις της, όταν έλθει η νύχτα με τη δική της δύναμη του σώματος, δύναμη του σώματος που θέλει και ζητεί. Το σώμα όχι μόνο θυμάται, όχι μόνο επισκέπτεται, έχει και βούληση, έχει και απέτηση. Αυτό όμως το σώμα έχει αρκετά αποσαματοποιηθεί πια μέσα στη γραφή, οπότε μάλλον δεν κινούμαστε προς την κατεύθυνση της λύσης του προβλήματος. Και πάλι στον ίδιο χρόνο, μια ήπια κελευστικότητα εις εαυτόν προσπάθησε να το φιλαξιπηθεί, όσο και αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται του ερωτισμού σου τα οράνωτα. Βάλλον τα μισοκριμένα μες στους βράσους. Πολλοί έχουμε επιμείνει σε αυτό το μισοκριμένο ποιημό. Προσπάθησε να τα κρατήσει σπιτι, όταν γύρονται μες στο μυαλό σου, έτσι τη νύχτα ή μέσα στη λάμψη του μεσημεριού. Έτσι είναι για όλες τις ώρες, αλλά μισοκριμένα σε κάθε περίπτωση. Και επειδή μάλλον το πρόβλημα αυτό ανακυκλώνεται και βεβαίως σε παράγγιοι ποιήματα, αλλά δεν έχουμε νομίζω προοδεύσει πάρα πολύ εδώ στο σημείο αυτό. Φτάνουμε στο 1922 σε ένα ποιήμα το οποίο είναι μια από τα ίδια. «Μια νύχτα που το φως το ωραίο της ελήνης στην κάμαρή μου εχύθη, η φαντασία κάτι παίρνοντας στη ζωής, πολύ ολίγο πράγμα, μια μακρινή σκηνή, μια μακρινή ιδονή, αλλά επιτέλους όμως ένα είδομα, όχι μισοίδομα, ένα είδομα δικό της έφερε τη σαρκώση, ένα είδομα δικό της σε κλείνει ερωτική». Αυτό είναι ατελέσπι. Είναι από τα ποιήματα που είχε δώσει η Ρενάτα Λαμανίνη. Και έχει ρίχνει και μια ανασύνθεση για να πάρει αυτήν την μορφή. Είναι από τα ποιήματα και είναι από τα οποία ο Καβάφης είχε ενδεκομένως πρόσεχα εργασία ακόμα. Και δεν λέει και πολλά πράγματα, αλλά αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι ο τίτλος «Γέννησης Ποιήματος». Και αυτό δείχνει και την προβληματική, δηλαδή παραγωγή. Είναι σαν να έχουμε μια μάτρικς, ένα πρότυπο από το οποίο να βγαίνουν ποιήματα, αλλά αυτό όμως αυτό το μάτρικς γίνεται μάλλον μια καθηλωτική μανιέρα και παράγει λιγάκι από τα ίδια. Βέβαια, οι παραλλαγές των ποιημάτων και αυτά είναι ωραίο πράγμα. Αλλά αν έχεις ένα πρόβλημα να λύσεις και έχεις αυτή τη φιλοδοξία, δεν θα ευχαριστείς με αυτό. Φαίνεται λοιπόν ότι έχουμε φτάσει σε αδιάξοδο. Αλλά δεν έχουμε φτάσει σε αδιάξοδο, γιατί υπάρχει ένα ποιήμα το οποίο εγγράφεται τρία χρόνια νωρίτερα από τη γέννηση του που βλέπουμε εδώ και ένα χρόνο μετά το θυμίσου σώμα. Και αυτό το ποιήμα νομίζω ότι είναι ένα από τα πιο αισθησιακά ποιήματα που έχουν γραφεί στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Δεμένος Όμος. Είπε που χτύπησε σε τείχον ή που έπεσε. Μα πιθανόν η αιτία να ήταν άλλη του πληγωμένου και δεμένου Όμου. Με μια κομμάτι βιοί κίνησιν από ένα ράφι για να κατεβάσει κάτι φωτογραφίες που ήθελε να δει από κοντά, λύθηκε εν ο επίδεσμος και έτρεξε λίγο αίμα. Ξανάδεσα τον Όμο και στο δέσιμο αργούσα κάπως, γιατί δεν πονούσε και μ' άρεσε να βλέπω το αίμα. Πράγμα του έρωτός μου, το αίμα εκείνο ήταν. Σαν να έφυγε ύπρα στην καρέλα εγγρός, ένα κουρέλι ματωμένο, τα πανιά κουρέλι που έμοιαζε για τα σκουπίδια κατευθείαν και που στα χείλη μου το πήρα εγώ και που το φύλαξα ώρα πολύ, το αίμα του έρωτός στα χείλη μου επάνω. Αυτός είναι ο δεμένος Όμος που, όπως διαπιστώνουμε σήμερα, κάνοντας έτσι μικρές καραφικές περιελοντίες, είναι αρκεπά άγνωστος. Και ο Καβάκης βέβαια άφησε το πίμα αυτό στο Σιτάρι και είναι ένα ερώτημα γιατί άφησε το πίμα αυτό στο Σιτάρι. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ελπίζω μια ικανή μέρη του Απρονατηριού να συμμετείζεται την εντύπωση, την ισχυρή εντύπωση, την οποία παράγει σε κάποιους τουλάχιστον αναγνώστας. Νομίζω παράγει σε αρκετούς αναγνώστας. Προσπάθησα να εντοπίσω αν υπήρχε μια αισθή από την οποία διαχαίρεται αυτή η ισχυρή εντύπωση, η οποία βέβαια ασφαλώς εμπεδόνται στην τελευταία στροφή. Η τελευταία στροφή είναι πάρα πάρα πολύ δυνατή στροφή. Το πίμα θα έλεγε κανείς ότι φεύγει να βέβει στη τελευταία του στροφή και δεν χρειάζεται κανέναν οθειλολογικό εορτασμό για να το κάνει. Και νομίζω ότι εκεί όπου υπάρχει ένα ζήτημα και στάθηκα, δεν θα ασφαλισθώ, είναι εδώ. Φράγμα του ερωτός μου το αίμα εκείνο ήταν. Και όταν διαβάζει κανείς το πίμα πρώτη φορά, ακριβώς επειδή το χτυπάει εδώ ο καμπάφις και χνηδιάζεται και υφίσταται το θάμος, έτσι και εκεί τα μάτια δεν έχουν ευκρινία και τί κανείς ασφαλά. Δεν το ξέρουμε. Αλλά εντάξει μερικώς αυτό το ίδιο σημείο, το οποίο είναι στοιχείο θάμους, θα έλεγα, στη δική μου την ανάγνωση, διαβάζοντάς το στην συνέχεια και μετά που πάω αρκετά χρόνια, το εντοπίζω και ως ένα πρόσκομα στην ανάγνωση. Και τι μπορώ να κάνω, αυτό που μπορούσα να κάνω ήταν να ανατρέξω στο σχεδίασμα του πίματος, διότι έχουμε το σχεδίασμα του πίματος αυτό. Και το σχεδίασμα τι λέει, είναι η πρώτη γραφή. Είπε που έπεσε και χτύπησε, μα πιθανόν να ήταν άλλη η αιτία του πληγωμένου και δεμένου χεριού. Δεν υπάρχει δεμένος όμως. Με μια κομμάτια βία η κίνηση, την ανοίξη του πατκονιού, την πόρτα για να δει τον κόσμο στην παράντα του ξενοδοχείου κάπου, λήθηκε ο επίδεσμος και στάξε λίγο αίμα. Προσεκτικά και όσο μπορέσαμε, πιο τεχνικά το χέρι ξαναδέσαμε. Σαν έφυγε, ύβρα στην καρέλα ένα κουρέλι από τον επίδεσμο ελαφρώς αιματωμένο. Κουρέλι που έμοιαζε και τα σκουπίδια κατευθείαν. Και που στο χείρι μου το πήρα εγώ και που, διαγραφή, το φύναξα ώρα πολύ το αίμα του έρωτος στα χείρι μου επάνω. Λοιπόν, αυτό το οποίο φαίνεται ότι συμβαίνει και αυτό που βλέπουμε με βάση το σχεδίασμα που το έχουμε στην αριστερή στήλη, με σκιασμένο με κίτρινο είναι τα κομμάτια που κρατάει και βλέπουμε και τις πυκνότητες σε σχέση με το σχεδίασμα και το τελικό άλλα αδημασία του κείμενου, τελικό πάντως. Αυτό που διαβάζει κανείς το σχεδίασμα είναι ότι το αίμα του έρωτος βρίσκεται στο τέλος του πείηματος αλλά δεν βρίσκεται εκεί όπου το εντόπισα αναγρομικά, το εντόπισα σαν πρόβλημα. Δεν υπάρχει εκεί. Και εάν, εφόσον δεν υπάρχει και αν προσπαθήσουμε να το διαβάσουμε έτσι μόνο του το σχεδίασμα, αυτό το αίμα του έρωτος που μας πηγαίνει, μας πηγαίνει στο αίμα το οποίο έτρεξε αρχικά και δεν ξέρουμε βέβαια ποια ήταν η αιτία για την οποία έτρεξε και ξανάτρεξε μετά από μια δεύτερη αιτία. Αλλά εάν αυτό είναι αίμα έρωτος και με δεδομένο ότι εδώ δεν έχουμε πολύ εμφανές σεξ ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, το που μπορεί κανείς να υποψιαστεί και μπορεί απλώς να το υποψιαστεί είναι ότι το αίμα που είναι αίμα του έρωτος στο σχεδίασμα είναι ένα γράσσιμο στο σεξ, γράσσιμο στην ερωτική πράξη. Είναι πράγματα τα οποία συμβαίνουν. Άρα λοιπόν, στο σχεδίασμα, αν το διαβάσουμε πριν από το τελειωμένο πείημα, αν μπορέσουμε να κάνουμε αυτή την αφαίρεση και είναι δύσκολο και αυτό, αλλά αν μπορέσουμε, ο έρωτας δεν είναι έρωτας του πρωτοβόλου χαρακτήρα. Δεν είναι, είναι το αίμα του έρωτος γενικά. Στην οριστική γραφή τι συμβαίνει, το αίμα του έρωτος μεταδίδεται στην στροφή, στο τέλος της τρίτης στροφής και εκεί τι γίνεται, γίνεται αίμα του έρωτος μου. Παρεμβάλλεται λοιπόν η φωνή, η πρασώνα, το ποιημότος, παρεμβάλλεται μέσα στο πείημα. Και βέβαια με αυτή την παρεμβολή πια, συσκοτίζεται η αναφορά στην αρχή, διότι ποιά λοιπόν όπως διαβάζει το αίμα του έρωτος μου, ανάγει το αίμα του έρωτος στο τέλος σε αυτό, στο αίμα του έρωτος μου. Αλλά δεν ξεκίνησε από εκεί το πείημα. Το πείημα ξεκίνησε από ένα αίμα του έρωτος που αφορούσε τον ποιον, εγώ τον ένομασα Ταφ τώρα αυτόν, και κάποιον άλλον. Μπαίνει μέσα όμως η φωνή και έτσι πλέον είναι ξεκάθαρο ότι έχουμε τρία πρόσωπα. Με την παρεμβολή λοιπόν αυτή με το μου, το αίμα του έρωτος μου, που μπαίνει εκεί, τι γίνεται, συσκοτίζεται η παρακομή στην αρχή, αλλά τι γίνεται, βέβαια κερδίζεται η συμμετοχή στον έρωτα του πρωτοπρόσωπου, χαρακτήρα, βέβαια με έναν τρόπο που είναι κάπως ανώμαντος, ανώμαντος ενώ κυβερνικά. Βέβαια η αντικατάσταση του χεριού με τον όμο την έχει διευκολύνει αυτήν την παρισάπογη του πρωτοπροσωπου. Ε, γιατί δεν βάζει περίπτωση αν ο όμος του προσώπου που φέρει το τραύμα είναι ορατός, μάλλον το πρόσωπο περιφέρεται τουλάχιστον ημίγυμνο, έτσι, από την αρχή του ποιήματος. Οπότε, είμαστε λίγο πιο έτοιμοι για τον έρωτα εκεί. Άρα, στη διαδρομή αυτού του ποιήματος υπάρχουν τρία πρόσωπα. Υπάρχει το πρόσωπο που φέρει το τραύμα, ο ΤΑΦ που έλεγα, και ο οποίος είναι το ερωτικό αντικείμενο δύο άλλων. Ενός με τον οποίο του γεννήθηκε το τραύμα και δεν ξέρουμε αν κονούσε και τώρα εκείνη. Ξέρουμε όμως ότι ο ΤΑΦ δεν κονούσε όταν ο πρωτοπρόσωπος χαρατήρας του ξανάδεσε τον όμο. Και εκείνου, λοιπόν, δεύτερον πρόσωπο, αυτό να το ονομάσουμε ΚΑΠΑ, που κάνει πράγμα του έρωτός του, το αίμα του έρωτος μεταξύ του ΤΑΦ που φέρει το τραύμα, και εκείνου που μπορεί να είναι και άγνωστος στον ΚΑΠΑ, ο οποίος το προκάλεσε και που δεν ξέρουμε πόσο εμπλέκεται στις περιστάσεις της παραγωγής αυτού του τραύματος. Λοιπόν, τώρα θα διαβάσουμε πέρα από αυτές τις υποθέσεις που έχουν, ερήτωνται, κατά μία έννοια σε εκκλημενικές ενδείξεις, μέχρι εκεί, όμως. Μπορούμε να διαβάσουμε το πείημα «In the making». Έχουμε αυτή την ευκαιρία, μας την δίνει ο Καβάφης, έχοντάς μας αυτήσεις και το σχεδιασμα και το τελικό πείημα. Τι γίνεται, λοιπόν, εδώ, τι έχουμε. Ο Καβάφης, προφανώς, αντιλαμβάνεται ότι, γράφοντάς το σχεδιασμα, ότι έχει μία φοβερή βάση της τελευταίας στροφή, γιατί πρέπει από την τελευταία στροφή να ξαναχτίσει το πείημα. Και τι θα κάνει, λοιπόν, θα το δουλέψει, μάλλον, από το τέλος προς την αρχή, δεν ξέρουμε αν λίγο θα το δουλέψει, αλλά εμάς, περίπτωση, εμείς που είμαστε υποχρεωμένοι σε κάποια γραμμικότητα της ανάγνωσης, θα λέγαμε, μάλλον, ότι κάνει μία καλή αρχή, γιατί αλλάζει το χέρι με τον όμο. Αυτό είναι πάρα πολύ κρίσιμο. Εκεί θα μας οδηγήσει και έστω τον δεμένο όμο. Δεν είναι το πείημα ένα δεμένο χέρι. Ήταν άδειο, λοιπόν, στην αρχή που δείχνει ακριβώς την πρεμούρα που είχε ο Καβάφης να ξεπεράσει το σχεδίασμα. Έτσι, ήταν πράγματι ένα σχεδίασμα. Τώρα, χρειάζεται μία μετάβαση για να τρέξει το αίμα, για να στάξει το αίμα και να γίνει στη συνέχεια το αίμα του έρωτος δύο φορές έχοντας αυτό στάξει και τρέξει. Και τι θα κάνει, θα δουλεύει, θα δοκιμάσει διάφορες λύσεις. Αλλά δεν είναι το ζήτημα που τον απασχολεί πάρα πολύ. Έτσι, οπότε θα βάλει όχι πια η βεράντα του ξενοδοχείου, γιατί δεν σου τρέχει αίμα από το νόμο γυρίζοντας από το χώμο εδώ. Βέβαια, αυτό δεν παίζει πια. Αν και τα ξενοδοχεία παίζουν πάρα πολύ στον Καβάφη. Όμως, εδώ δεν μας κάνει αυτό. Οπότε, μια άλλη κίνηση, μάλλον μια κίνηση για να κατεβάσει από ένα ράφι, να κατεβάσει δυο βιβλία που στη ζήτησή μας, ή σαν κρίσιμα, εδώ θα σας στείλεσα τα βιβλία από την αρχή. Θα το χρησιμοποιήσει αργότερα. Το πετάει εδώ, αλλά το παίρνει αργότερα. Και να είναι δυο, τρία βιβλία ανοιχτά, ιστορική και ποιητέρμεν, ωραία, αλλά δεν κανε φλάκια, τα παράτησε, το καταπέμει στο κοιμάτι, ανήκει πλήρως στα βιβλία. Άλλα, είχε 20 παιδιών με τώρα και είναι μόρφος πολύ, έτσι, και έχει κάνει πολύ ωραίο σεξ. Και είναι χουρασμένος. Οπότε, αυτό θα το αφήσει για να το ανακυθμώσει έτσι αργότερα. Και που θα πάμε τελικά, η οριστική είναι η λύση της φωτογραφίας, έτσι. Για να κατεβάσει κάτι φωτογραφίες που ήθελε να δει από κοντά τώρα τι φωτογραφίες είναι αυτές, είναι μαύρο το πίεμα στο Άιντελο, έτσι. Γιατί όπου έχουμε φωτογραφίες στο καβάφι είναι κίνκυ οι φωτογραφίες, έτσι. Άσεμνη φωτογραφία εδώ, φωτογραφία του εραστή από την άλλη, και είναι και αδημοσίευτα ποιήματα. Που, εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρουμε αν είναι και σε μια στάση, ούτε το σπάντος, πολύ, αλλά σε κάθε περίπτωση κινδυνεύει ο κατοχώστης να εκτεθεί και μόνο από την έκθεση της φωτογραφίας, οπότε καλύτερα να σου σκεφτάνεις τώρα αυτή, πάνω για ένας κατεβάσμας της φωτογραφίας, έτσι, και ομοίως σε κάτι το οποίο φαίνεται ότι τον απασχολούσε και παραπέρα, έτσι, είναι φωτογραφία ενός ετέρου αυτή, ωραία. Και έτσι, λοιπόν, καταλήγουμε στις φωτογραφίες. Και τώρα, από κει και πέρα τι χρειάζεται, αυτό που πρέπει να αλλάξει οπωσδήποτε είναι το επόμενο αδύναμο δυστυχό έτσι, το οποίο είναι πραγματικά και απέταμα. Πιο προσεχτικά κι όσο μπορέσαμε, πιο τεχνικά το χέρι ξαναδέσαμε. Αυτό, μάλλον, ακόμα και τη στιγμή που το γράφεις, το γράφει για να το πετάξει. Αλλά αυτό γίνεται στην ποιητική γραφή. Δηλαδή, καμιά φορά, όταν έχουμε κομμάτια τα οποία ξέρουμε ότι θα στήσουν το ποιήμα, θέλουμε μια μετάβαση και είναι ελλαδίστικο placeholder αυτό. Το γράψαμε, φυσικά θα φύγει, δεν υπάρχει καμία περίπτωση. Και θα φύγει, όμως, εδώ, πραγματικά, θα πήγει μέσα στον αριστοτεχνικότερο τρόπο. Και χάρη σε αυτή την αντικατάσταση, θα μπορέσει να αξιοποιηθεί η ισχυρή βάση της τελευταίας στροφής. Δεν κάνουμε και ιδιό, το κάνει τώρα ο ΚΑΠΑ αυτό, έτσι, ενώ ήδη το έχει ξεκινήσει στην αδιάβεση των δρομτώσεων. Ξανάδεσα το νόμο και με τόσο μεγάλη προσοχή, που διότι δεν κόνες, έχουμε τη βασική ιδέα, αλλά έχουμε πολύ κακή η έκφραση. Οπότε θα πάμε σε μια τρίτη προσπάθεια, είναι η καλή, πες πάνω από ότι μας σώζεται. Και εδώ, είμαστε πολύ καλά, πραγματικά. Ξανάδεσα το νόμο και στο δέσιμο αργούσα. Αργούσα κάπως, γιατί δεν ποτούσε και μ' άρεσε να βλέπω το αίμα. Τι γίνεται μέχρι εδώ? Καθυστέρηση. Σιγά σιγά, δεν πονάμε και πάμε σιγά σιγά. Και η καθυστέρηση προφανώς δίνει χώρο και γεμίζει από μία ειδονία, η οποία έρχεται και η οποία δεν ονομάζεται. Εδώ δεν έχουμε καμία ονομασία. Ούτε σώμα μου κάνε μου δείξε μου, θύμισε μου, φέρε μου, δεν υπάρχει τίποτα ακόμα. Και εκεί λοιπόν που έχουμε αυτήν την ιδονική καθυστέρηση αργούσα κάπως, γιατί δεν μπορούσε και μ' άρεσε να βλέπω το αίμα, και έρχεται το χτύπημα. Πράγμα του ερωτός μου, το αίμα εκείνο ήταν. Έχουμε το κούντο μέτρο, δηλαδή, στο σημείο αυτό. Και τέλος πάντων έχοντας φτάσει εκεί, δεν έχει παρά να κάνει μεραιμέθια πια για την τελευταία στροφή. Η τελευταία στροφή, όπως το είδαμε και προηγουμένως, είναι σχεδόν αυτούσια και δεν χρειάζεται πια τίποτα σχεδόν, για να σταθεί όπως μπορεί να σταθεί. Τι έχουμε τώρα σε αυτό το πείημα πια? Έχουμε μία πρόοδο σε αυτό, στην λύση του προβλήματος, που είναι η σύμπτωση που δεν γίνεται, σύγκλιση, μετάβαση όμως από την νόηση στην εμπειρία. Ναι, το έχουμε εδώ σε αυτό το πείημα, γιατί έχουμε αίσθηση, προσέξτε ότι έχουμε αρχικά, έχουμε όραση. Και από την όραση πάμε στην αφή, έτσι, και από την αφή πάμε στην αίσθηση του έρωτα. Και αυτή η πορεία, δηλαδή αυτή η διαδρομή που είναι από την όραση στην αφή και αυτό είναι το νιώσιμο, είναι η αντιστροφή μιας πορείας, την οποία την βλέπουμε στην φιλοζοφία και έποντας μας πει ο Δημήτρης για την καταγωγή της από τον διαφωτισμό, δεν θα μας ξενήσει τόσο πολύ να φέρουμε και άλλα συμφραζόμενα από τον διαφωτισμό και από τον πιο συνεπεί στον χώρο των υπηρετικών, τουλάχιστον, αισθησιοκράτη, που είναι ο Ετιαίρ Μπονότερ Κοντιάκ. Ο Κοντιάκ κάνει ένα φιλοσοφικό πείραμα στα μέσα του 18ου αιώνα και λέει εάν είχαμε έναν ον και αυτό έπρεπε να αποκτήσει νόηση, πώς θα την αποκτήσει, η νόηση στον εμπειρισμό βγαίνει από την αίσθηση, η αίσθηση δημιουργεί την νόηση. Και από πού θα ξεκινήσει, ποια είναι η πρώτη αίσθηση, η αίσθηση με την οποία αποκτάμε και συνείδηση του εαυτού, μάλιστα η πρώτη συνείδηση του εαυτού είναι η αφή, από την αφή και η αφή στη συνέχεια διδάσκει την όραση. Η αφή είναι πυκνή και αναλογική, η όραση κάποια στιγμή που έχει και το κατεξιονίστηχιο της διάκρισης, έχει αυτό που θα λέμε την ψηφιακότητα που προϊονίζεται την ίδια την νόηση. Και έχουμε την διαδρομή προς τις δύο κατευθέσεις. Το σώμα θα αποκτήσει νόηση μέσα από την αίσθηση ξεκινώντας από την αφή που διδάσκει την όραση και η διδασκαλία της όρασης από την αφή παράγει την νόηση. Και στο δεμένο όμο τι έχουμε, έχουμε κάποιον ο οποίος σκέφτεται και βλέπει και μετά πάει και αγγίζει και αυτό μας οδηγεί σε μια απόλυτη σωματικότητα. Και βέβαια είμαστε εδόφια, είμαστε αρκετά μακριά από την εκφωνητική ποιήσει και την κενεστική ποιήσει την οποία είδαμε προηγουμένως. Και βέβαια αυτό που κερδίζεται από τον δεμένο όμο είναι αυτή η ηλικότητα και η συγκεκριμενότητα, η οποία έχει και εκδοκές φετικισμούς, εάν αντίμενο το καταφύ, που επικαλείται και αφή και γυρίζει στην αφή από μια πιο θεωρησιακή αίσθηση. Και ο Καβάβης αυτό θα το αφήσει στον Σιρτάρη. Γιατί θα το αφήσει στον Σιρτάρη? Νομίζω θα το αφήσει στον Σιρτάρη γιατί είναι too much και είναι υπερβολικά πρωτοπρόσωπο και είναι υπερβολικά υλικό και είναι υπερβολικά συγκεκριμένο. Γιατί είναι πιο εύκολο να λες σώμα πίηση κάτι μου δείξε μου από το να κάνεις αυτό το πράγμα. Τρομάζει με αυτό που έκανε νομίζω ο Καβάβης εδώ. Αλλά αυτό το οποίο έκανε θα το χρησιμοποιήσει στη συνέχεια και από αυτήν την άποψη έχω την εκτίμηση ότι αυτό είναι ένα πίημα με το οποίο η ερωτική του πίηση γυρίζει από εκεί και πέρα. Πριν πω αυτό βέβαιος θα ήθελα να πω και το εξής επειδή τέθη το ζήτημα της ομοερωτικής πίησης και είναι προφανές νομίζω. Είναι προφανές μέσα στα συμφραζόμενα. Ωστόσο αυτό το πίημα με τα τρία πρόσωπα τα τρία πρόσωπα τα οποία συμμετέχουν στον έρωτα, ανά δύο βέβαια, δεν περιέχει καμία δίδοση φύγου. Εκεί δηλαδή αυτό που θα έλεγε ο Σαβίαντης, παρόλο που θεωρώ ότι έχει άδικο, έχει δίκιο τουλάχιστον προς αυτό. Δεν υπάρχει δίδοση φύγου, το φύλο είναι κειμενικά άδικο, οπότε βεβαίως όμως θα συνειστούσε αναγνωστική ανεπάρτεια να αγνοήσουμε το ομοερωτικό συγκύμενο μεταξύ άντρων. Από την άλλη πλευρά, αυτό αφορά την ερμηνεία, αλλά τα ποιήματα τα έχουμε προς κατανάδοση με την ευγενία διαρροχή, με την έννοια της κατανάδοσης με την οποία έκανε την Αλανδιαστουλίου. Δεν σαν κι εγώ θα έλεγα ακόμα και για κάθε είδους κρίση. Μπορεί κανείς να διαβάσει αυτό το ποιήμα όπως θέλει και τι να κάνει να το χρησιμοποιήσει. Δηλαδή, αν θέλει κανείς μπορεί να διαβάσει αυτό το ποιήμα με τρεις άντρες, μπορεί να το διαβάσει με τρεις γυναίκες, με δύο γυναίκες και με έναν άνδρα, με έναν άνδρα και δύο γυναίκες και ούτω κατεξής. Όπως θέλει κανείς μπορεί να το διαβάσει το ποιήμα. Τα ποιήματα προσφέρονται, μια από τις δουλειές που κάνουν είναι να τα οικειώνεται ο αναγνώστες. Αυτός θα πρέπει κανείς, εάν είναι φυκοδογικά ενήμερος, να είναι και συνειδητός στο τι κάνει. Χρησιμοποιεί το ποιήμα, δεν το ερμηνεύει. Τώρα, για το ίδιο το ποιήμα αυτό, θα μπορούσαμε να ακούμε αρκετά και για τον τρόπο με τον οποίο ο Καμπάφης ήδη πάει να επιστρέψουμε στην δεκαετία του 1910 και για τον τρόπο με τον οποίο συγκινητότατα θέλει να βάλει στην ποιήση αυτήν την διαδικασία. Αλλά δεν θα μείνει εκεί. Περισσότερο θα σταθώ στις δυσκολίες μια δεύτερη και τελευταία επιστροφή, δηλαδή σε ένα πιο πρόημο στάδιο. Με πέρασε από τον νου απόψε να γράψω «Δια τον έρωτά μου». Θυμηθείτε πράγμα του έρωτός μου, χρόνια μετά, έτσι. Για τον έρωτά μου. Και όμως δεν θα το κάνω. Τι δύναμη που έχει η πρόληψη. Πάρα τα όσα τα έκανα. Τι δύναμη που έχει η πρόληψη. Εγώ ελευθερωθήκα από αυτήν, αλλά σκέφτομαι τους κλαυγομένους υπό τα μάτια των οποίων μπορεί να πέσει αυτό το χαρτί. Και σταματώ τη μικροψυχία. Ας σημειώσω όμως ένα γράμμα «ΤΑΦ» ως σύμβολο αυτής της στιγμής. Έχουμε πάλι μια διάγραφη. Υπάρχει δυσκολία. Υπάρχει δυσκολία να γράψεις σπίτι με αυτό τον τρόπο. Αυτό είναι το δεύτερο σκένος του ελληνικού προβλήματος. Και αυτό επίσης αποδίδεται βέβαιος πάρα πολύ στα κρυμμένα, που μένουν και τα κρυμμένα μένουν κρυμμένα. Από όσα έκανα και από όσα είπα, μη μου ζητήσουν να βρουν ποιος ήμουν. Εμπόδιο στέκωνα και μεταμόρφωνα τις πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου. Εμπόδιο στέκωνα εμείς. Πολλές φορές μου πήγαινα να πω, οι πιο απαραίτητες μου πράξεις και τα γραψήματά μου τα πιο σιχεπασμένα από κει Μονάχα θα με νιώσουν. Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβηθεί τόσοι φροντίς και τόσος κόκος να με μάθουν. Κάποια κατόπιν στην τελειωτέρα κοινωνία, όχι στη στενονότηση αλλά στην τελειωτέρα, κάποιος άλλος καμωμένος σαν και μένα βέβαια θα φανεί και ελεύθερα, ελεύθερα θα κάνει. Υπάρχει το έτοιμα λοιπόν, αυτό που φτάνει πολύ μετά από το πράγμα το οποίες είναι το δεμένο μόνο και παρόλα αυτό το κρατέζω σε φτάνει το δεμένο μόνο, υπάρχει το έτοιμα, σαφέστατα, όχι για τα μισοειδωμένα, για τα ελεύθερα. Υπάρχει το έτοιμα για να γράψουμε, για να κάνουμε η γραφή του σεξ και σεξ της γραφής διατυπωμένου στον Καμαβή. Που καταλήγει εν βάση περιπτώση ο δεμένος όμως στην ερωτική τουποίηση. Καταλήγει σε ποιήματα τα οποία πλέον ανασένουν. Δεν έχουν αυτήν την γλυπτική σφιλπνότητα και την αφοριστικότητα την οποία συναντήσαμε προηγουμένως, συνδυασμένη μάλιστα και με ελευθερικό χαρακτήρα, είναι άνετα ποιήματα. Η συγκεκριμενότητα δηλαδή δεν πήγε προς την κατεύθυνση της ηλικότητας τελικά, γιατί εκεί είχαμε μάλλον ένα πρόβλημα που ο Καμαβς το θεωρείς αξεπέραστο, αυτή η συγκεκριμενότητα πήγε προς την τελευρά της αφηγηματικότητας και εδώ μιλάμε πια έτσι άνετα από το γραφείο να πω που είχε προσελθεί σε μια θέση ασήμαντη. Βγήκε σαν τέλειψε η έρημη δουλειά που όλο το απόγευμα ήταν συκειμένος, βγήκε η ώρα επτά και περπατούσε αργά, εβράδινε, καθυστέρηση και τι έκανα και χάζευε. Σιγά σιγά έπαιναμε και τον όμορα και δεν πειράζει, σιγά σιγά. Έχουμε καιρό, δεν χρειάζεται να το κουμπώσουμε αυτό το πράγμα, να το κάνουμε, να το πακτώσουμε σε τέσσερις τύκους έμαθος και ενδιαφέρον. Έτσι που έδειχνε φτασμένος στην πλήρη του αισθησιακή απόδοση. Τα 21 τον περασμένο μήνα τα είχε αφήσει, εχάζευε, εχάζευε, έτσι. Εχάζευε στον δρόμο και στις ασθοτοχικές παρόδους που οδηγούσαν προς την αδικία του. Προς σε ένα μαγαζί μικρό που κουμπούσαν κάτι πράγματα ψεύτικα και φθηνά για εργατικούς. Είδε εκεί μέσα ένα πρόσωπο, είδε μια μορφή όπου τον έσπρωξαν και ήσήλθε και ζητούσε τάτα να δει φρωματιστά μαντήλια. Ρωτούσε για την ποιότητα των μαντυλιών και την κοστίζουν με φωνή πνιγμένη, σχεδόν βρισμένη από την επιθυμία. Ήταν επαντήσεις αφιερημένες, με φωνή χαμηλωμένη, με υπολανθάνωσα συνένωση. Όλο και κάτι έλεγαν για την παραμάτια, αλλά ο μόνος σκοπός τα χέρια τον να αγγίξουν πάνω απ' τα μαντήλια, να πλησιάσουν τα πρόσωπα, τα χείλη, σαν τυχαίρος, μια στιγμία στα μέλη υποφέρει. Γρήγορα και κρυφά, για να μην νιώσει ο καταστηματάκις που στο βάθος κάθονταν. Και εδώ μετρική ανατροπή έτσι. Προβάμε την άγγιρα κιόλας και κλείνουμε το πείημα. Και σχεδόν με τελευταία. Από την ίδια πολύ ώριμη περίοδο, αντίστοιχα μεγάλο πείημα, αφηγηματικό ερωτικό πείημα κι'α. 1932 και αντιπροσχευμένο, κανονικά όπως και το προηγούμενο έτσι, εδώ δεν έχουμε κανένα ζήτημα. Χατσοπεξία, τα καφενεία της σειρά σταδανικά, έτσι και πάμε και στο τέλος, τελευταία. Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό, μια φορεσιά την ίδια πάντου έβαζαν, μια φορεσιά πολύ ξεχωριασμένα με κατελιά. Α μέρες του κατοικεριού του 1908 από το ίδωμα, να το το ίδωμα επιτέλους, δεν είναι μίσο ίδωμα, είναι πλήρες ίδωμα, από το ίδωμά σας καλλιεσθητικά έλειψη κανελλιάξε χοριασμένη φορεσιά. Το ίδωμά σας τον εφίδαξε όταν που τα έβγαζε, που τα ρίχνα από πάνω του τα δάξια ρούχα και τα παλωμένα εσόχα και με νεοδόγυμνος. Άψε δα ωραίος, ένα θαύμα. Μπορείτε να φανταστείτε αυτό το ένα θαύμα, να λέγεται με πολύ λαϊκό τρόπο και ο Καβάρς να μιμείτε αυτό το ένα θαύμα. Αχτέριστα ανασεκωμένα τα μαλλιά του, τα μέλη του δεκαμένα λίγο, από τη γήμια του πρωιού στα μπάνια και στην παραλία του. Αυτό είναι. Μάλλον κάνουμε περισσότερο σεξ, έτσι παράλληλα, λέγοντας στον σώμα, φινήσου, φινήσου, πώς, πώς έγινε αυτό. Λοιπόν, τώρα βέβαια εδώ έχουμε διάφορα συνειδημάτα τα οποία δεν θα μπορούμε να έχουμε τον χρόνο, μάλλον δεν έχουμε την προετοιμασία για να τα συζητήσουμε, μπορούμε να μιλάμε που δεν έχουμε τον χρόνο. Για παράδειγμα, σχέση πίεσης και πολυμογραφίας, έτσι, αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό βέβαια θέμα. Και βέβαια έχουμε και το πρόβλημα του τι πληροδομιά αφήνει ο Καβάφης και νομίζω ότι σε γενικές γραμμές λίγο, δηλαδή, είναι μία δημιουργία που μάλλον περισσότερο από όλους είναι μονομανιού Χριστιανόπουλος όσο γίνεται. Αλλά βέβαια η κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρια των αρχών του 23ου αιώνα υπερβερή από την αρχαιοδική μεταγωνιτική Θεσσαλονίκη, αυτό είναι εύλογο. Επίσης και η Gay Pride του Καβάφη μάλλον είναι ασύγκωτη για τον Χριστιανόπουλο, δοθεί η Ανδρία των χαρακτήρων του. Ο Καβάφης είναι σαφώς ένας αθλητής, κάνει αγωνιστική ερωτική πίεση και έχει σαφέστατο κοινωνικό διακύβημα, ο Χριστιανόπουλος έχει επίσης σαφέστατο κοινωνικό διακύβημα και παρόλα αυτά η πίεση είναι λιγότερο αθλητική, λιγότερο αγωνιστική. Βέβαια από εκεί και πέρα παραλαμβάνει στοιχεία της ερωτικής περιβαλλοντολογίας και της μάλλον προσωπογραφίας, όπως αρκετά από τον Καβάφη. Πιερωμένος έρωτας, λαϊκά τεκνά, μη παράδομη. Στρατιώτες είναι ένα από αυτά τα οποία προσθέτει ο Χριστιανόπουλος. Ο Χριστιανόπουλος φέρνει στρατιώτες, έτσι, μαζί με τον Τσαρούχι. Εκεί γίνονται όλα, πλέον, uniform. Αλλά ο Καβάφης έχει προετοιμάσει αρκετά το έδαφος αυτό σε πηγήματα τα οποία δούλευε και δεν τα άφησαν τελεί. Για παράδειγμα, στο έγκλημα έχουμε μια συμμορία από gay gangsters, έτσι, οι οποίοι τη μέρα συγκριστεύουν και το βράδυ κάνουν αυτό το οποίο κάνουν οι gay, όχι gangsters. Και παρομοίωση είναι και αυτό. Φαίνεται ότι είναι μια θεματοδογία που δεν αναπτύχει κεντρικά πάρα πολύ. Σεντροφιά από τέσσερις, έτσι, οι οποίοι πηγαίνουν ανά δύο, όπως μας λέει το δεξί πείημα. Και βέβαια αυτή η αφηγηματικότητα μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου, να οθήσει τον αναγνώστη να τα διατάξει και σε αφηγήματα. Θυμάστε εκείνο με το ξενοδοχείο, το οποίο έφυγε βέβαια, αλλά έχουμε όμως εδώ το ξενοδοχείο, έτσι, είναι μικρό από μάτια του Πορνικού ξενοδοχείου. Και το σκηνικό στην αριστερή, στην προκυμαία, είναι λοιπόν αυτό το ξενοδοχείο, έτσι, στο οποίο, θέλω να πραγματοποιηθεί ο Λιβάνος Έμβρας, της νύχτας της απόψης. Η πόρφη πανέστησε μια νύχτα φαλεθόντως μακρινού, χωρίς ελλήνη, πολύ σκορινή, ως σύμφωνα, τη συναντήσεως μας την προκυμαία, η σαπόσταση μεγάλη από τα καφενεία και τα μπαρ, έτσι. Και στην συνέχεια έχουμε, μάλλον πριν, αλλά μπορεί κανείς να διαβάσει και έτσι, σαν ένα αφηγηματικό δίπτυγο, δηλαδή, και αυτό δοκίμασα εδώ με αυτή την διάταξη. Η είδησης της εφημερίδος, που μας γυρίζει και σε μια αρχική θεματοδοκία, έγραφε κάτι και για εκβιασμόν, έτσι, τα εσχρότατα, τα διεθαρμένα ήθη και λοιπά, την περιφρόνηση. Και αυτός, τρινώντας μέσα του, θυμόταν ένα βράδυ περσινό, που πέρασαν μαζί σε κάμπαρι μισό ξενοδοχείου, μισό κορνίου, έτσι, μπορεί να πραγματοποιεί το ίδιο πρόσωπο λοιπόν. Μετά, ούτε στον δρόμο, κάμπεσαι αν δείτηκαν την περιφρόνηση. Και αυτός, τα αρχίλη ταγλικά, θυμόταν και την άσπρη την εξέσια, την θεία του Ψάκρα, που δεν εφίλησε αρκετά. Διάβασε πεναχωρικά στον τραμπ την είδηση. Στα σέντεκα το βράδυ βρέθηκε το κτώμα στην προκειμέα, έτσι. Άρα λοιπόν, εδώ έχουμε ιστορίες, έχουμε ιστορίες ανθρώπων και λέμε ιστορίες ανθρώπων και αυτό είναι φύση. Και αυτό είναι, ενδεκομένως, αλλά είναι στην κρίση του κάθε αναγνώστη, μπορεί αυτό να είναι πιο ερωτικό από τις δοκιμές και που έδιναν καθυρωμένα όμως πείηματα του Καβάθη, κυρίως στην δεκαετία του 1910. Τελειώνω λοιπόν, λέγοντά σας, ότι ξεκινήσαμε από αυτό το ζήτημα το πιανδρικό σε ομοερωτικά συμφραζόμενα. Η πείηση να έχει έρωτα, η πείηση να είναι έρωτας και καταλήξαμε σε ερωτικά αφηγήματα και αυτό βεβαίως συνιστά μια μετακίνηση απλώς, θα έλεγα τελειώντας, ότι αυτό οφείλεται στην ιδιοφυλία του ποιητή. Η ιδιοφυλία του ποιητή έγινε στην μεταμόρφωση των όρων της απάντησης στο πρόβλημα. Και με αυτό τον τρόπο συνεχίζεται και συνεχίστηκε μέχρι τέλους η γραφή. Σας ευχαριστώ.