Διάλεξη 6: Αυτό είναι το πιο σημαντικό σύστημα. Είναι το πιο σημαντικό σύστημα. Αυτό είναι το πιο σημαντικό σύστημα. Είναι το πιο σημαντικό σύστημα. Θα σας πω καταρχήν κάποια πράγματα και θα έχουμε την ευκαιρία και να τα δούμε για το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται ο χριστιανισμός, η εκκλησία κατά τους πρώτους αιώνες, δηλαδή κατά την περίοδο αυτή την οποία θα μελετήσουμε, θα δούμε μαζί στα μαθήματα που έχουμε μπροστά μας. Η περίοδος αυτή, σας το είχα πει και στα πρώτα μαθήματα, χρησιμοποιούμε διαφόρους όρους, είναι η εποχή, η περίοδος των διωγμών, είναι η περίοδος αναπτύξεως, η περίοδος των μεγάλων αιρέσεων. Εμφανίζονται διαφορετικά στοιχεία και στον πολιτισμό, πολιτιστικά στοιχεία αυτής της εποχής, αλλά και ιστορικά τα οποία επηρεάζουν τη ζωή της εκκλησίας. Η πρώτη περίοδος, η πιο πρόημη ονομάζεται μεταποστολική περίοδος, αυτή με την οποία θα ξεκινήσουμε. Και είναι οι δύο πρώτοι αιώνες μετά την εποχή των Αποστόλων, ο δεύτερος και ο τρίτος αιώνας, κατά τους οποίους διαμορφώνεται η χριστιανική γραμματεία σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ακολουθώντας ασφαλώς τους κανόνες και υιοθετώντας τους κανόνες τους οποίους λαμβάνει από την προχριστιανική γραμματεία, από την θύραθεν, όπως λέμε, γραμματεία. Αυτό το οποίο πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι καταρχήν το πολιτισμικό στοιχείο, το οποίο αυτήν την περίοδο διακρίνεται, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τριμερές. Περίπου θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ως προς τον πολιτισμό, τα πολιτισμικά δεδομένα αυτής της πρώτης εποχής, το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η Εκκλησία, αποτυπώνεται από αυτήν την επιγραφή που διαβάζουμε στην διήγηση για τις σταύρες του Χριστού, ότι ήταν γραμμένοι στο σταυρό του Χριστού, είναι και γραμμένοι Εβραϊστί, Ρωμαϊστί, Ελληνιστί. Είναι οι τρεις γλωσσικές, αλλά και οι τρεις ευρύτερες παραδόσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν η μεν Εβραϊκή με το κυρίαρχο θρησκευτικό πλαίσιο στην Παλαιστίνη, από όπου ξεκινάει η Εκκλησία και αναπτύσσεται, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Η ρωμαϊκή, η οποία εκφράζει την ρωμαϊκή διοίκηση, την υπόσταση, την κρατική μέσα στην οποία αναπτύσσεται ο χριστιανισμός, και η ελληνική, που θα μπορούσαμε να πούμε, η ελληνική γλώσσα, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η γλώσσα του πολιτισμού την περίοδο αυτή. Έχουμε την κυριαρχία, την πολιτισμική από τους επιγόνους, από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους επιγόνους του, τις δυναστίες των ελληνιστικών χρόνων. Έτσι, λοιπόν, σε αυτό το πλαίσιο, σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο, εμφανίζεται και αναπτύσσεται η Εκκλησία, ο χριστιανισμός από τον 1ο αιώνα, με τα εξωτερικά στοιχεία τα οποία αναφέραμε και που σχετίζονται ασφαλώς και με τις πιέσεις που δέχθηκε η Εκκλησία. Για παράδειγμα, αντιμετωπίστηκε η ίδια η Εκκλησία ως μια αίρεση από τον Ιουδαϊσμό, ως μια αίρεση του Ιουδαϊσμού και καταπολεμήθηκε από τους Εβραίους σε μεγάλο βαθμό. Όπως γνωρίζετε και από τις πράκεις των Αποστόλων, έχουμε τους πρώτους διωγμούς να προέρχονται από τον χώρο του Ιουδαϊσμού εναντίον της Εκκλησίας και βέβαια τα εσωτερικά στοιχεία τα οποία αναπτύσσονται και φαινόζουμε να έχουμε εξωτερικά ως εξωτερικό γνώρισμα για την περίοδο αυτοί τους διωγμούς. Αφετέρου, ως εσωτερικό γνώρισμα έχουμε την εμφάνιση μιας πλειάδος αιρέσεων για τις οποίες θα μιλήσουμε στο επόμενό μας μάθημα και οι οποίες συγκλονίζουν εσωτερικά τον εσωτερικό βίο της Εκκλησίας και ασφαλώς προκαλούν την υπόστασή της. Ως προς τον εσωτερικό τώρα βίο της Εκκλησίας, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένες εκκλησιαστικά οι πρώτες αυτές κοινότητες, μπορούμε να πούμε ότι ακολουθούνται δύο συστήματα διοικίσεως, όπως τα βλέπετε, το μοναρχικό και το πρεσβητεριανό, το μεν ένα, το συναντούμε κατεξοχήν στις κοινότητες της Ανατολής, στις Συριακές, Χριστιανικές κοινότητες και σε άλλες Ανατολικές κοινότητες, όπου την κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει ένα πρόσωπο, ο επίσκοπος ή αρχικά ο πρεσβήτερος της εκκλησιαστικής κοινότητας, το πρεσβητεριακό σύστημα, αντιθέτως, έχει μία ευρύτερη, θα μπορούσαμε να πούμε, τα ελληνικά πρότυπα. Έχουμε τον πρόεδρο, που είναι ο επίσκοπος των εκκλησιαστικών κοινωτήτων, τους πρεσβηταίρους που ονομάζονται άλλοτε και επίσκοποι και ούτω καθεξής. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι ότι σε αυτή την πρόημη περίοδο, όπως βλέπουμε από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, δεν έχουμε μόνον τους ποιμένες το στοιχείο της διαπήμανσης, τα πρόσωπα δηλαδή τα οποία επιτελούν τα της λατρείας, αλλά έχουμε και άλλες ομάδες, μικρές ομάδες, αλλά διακριτές οι οποίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότες. Τέτοιοι είναι οι προφήτες, έχουμε το χάρισμα της προφητείας, για το οποίο μιλάει ο Απόστολος Παύλος, μη πάντες προφήτες, μη πάντες Απόστολοι κτλ. Ασφαλώς την αποστολική ιδιότητα την οποία την φέρουν οι πρώτοι μαθητές του Χριστού και στη συνέχεια κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα που σχετίζονται με τους μαθητές και βεβαίως ο κύκλος, η διακριτή θέση την οποία εγκατέχουν μέσα στις πρώτες εκκλησιαστικές κοινότες, οι διδάσκαλοι. Έχουμε λοιπόν τους προφήτες και τους διδασκάλους, που είναι θεσμοί, πρόημοι θεσμοί των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, οι οποίοι βέβαια σταδιακά ατονούν και ενωποιούνται στο πρόσωπο και στην τάξη των πρεσβυτέρων, των επισκόπων, των προσώπων, δηλαδή τα οποία έχουν την ευθύνη της διαπήμασης των κοινοτήτων. Και βέβαια, πολύ πρόημα εμφανίζονται ήδη από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, αλλά έχουμε στους μεταγενέστερους χρόνους στις επόμενες δεκαετίες πάρα πολλές μαρτυρίες. Έχουμε την λειτουργία των εκκλησιαστικών κοινοτήτων μέσα από τα μυστήρια, τη μυστηριακή δηλαδή συνοχή των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Είναι ένα στοιχείο το οποίο ιδιαίτερα τονίζεται από την χριστιανική θεολογία και από την λειτουργική θεολογία ιδιαίτερα. Αυτό το οποίο ιδιαίτερα τονίσε ένας από τους σημαντικότερους θεολόγους της εποχής μας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα ο πατήρ Γεώργιος Φλωρόβσκη ο οποίος μιλούσε για την εκκλησία ως μία λατρεύουσα κοινότητα. Δηλαδή το βασικό στοιχείο το οποίο υποστασιάζει, δίνει δηλαδή υπόσταση στην εκκλησία δεν είναι άλλο από την λατρεία. Έτσι λοιπόν, ήδη από τα κείμενα όπως είπαμε της Καινής Διαθήκης εμφανίζονται πολύ πρώιμα τα μυστήρια του βαπτίσματος το σημαντικότερο μυστήριο για την εισδοχή των νέων μελών της εκκλησίας και το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Τα δύο κύρια υποχρεωτικά θα μπορούσαμε να πούμε μυστήρια τα οποία προϋποθέτουν την εισαγωγή των νέων μελών της εκκλησίας μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότητες αλλά και την λειτουργία την ίδια την υπόσταση των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Ένα μεγάλο ζήτημα είναι το πώς η εκκλησία αναπτύσσεται. Εδώ σας παρουσιάζω ένα χάρτη απλά για να έχετε μία εικόνα ποια είναι τα όρια της εκκλησίας στον δεύτερο αιώνα δηλαδή στην εποχή μετά τους Αποστόλους. Είναι η περίοδος για την οποία θα μιλήσουμε και σήμερα και στο επόμενο μάθημα η εποχή δηλαδή των Αποστολικών Πατέρων, η εποχή των Απολογητών. Βλέπετε ότι με το χρώμα αυτό το ροζ, το μοβ, προσδιορίζονται τα όρια στα οποία έχουν αναπτυχθεί οι διάφορες εκκλησιαστικές κοινότητες. Κυρίως αναπτύσσονται στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Βλέπουμε όλος αυτός ο χώρος όπως έχει και την αρίθμηση των επαρχιών με τους λατινικούς αριθμούς. Όλος αυτός ο χώρος είναι ο χώρος της Ρωμαϊκής Επικράτειας. Είναι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέσα στην οποία αναπτύσσονται κατά τα πρώτα τους πρώτους αιώνες οι εκκλησιαστικές κοινότητες και κατεξοχήν στην Ανατολή, στην Παλαιστίνη, στη Μικρά Ασία, στον ελλαντικό χώρο και από εκεί στην Ιταλική Χερσόνησο φθάνοντας σταδιακά ως τα όρια της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Βόρειας Αφρικής με την Καρχιδόνα κτλ. Θα είχαμε μια καλύτερη εικόνα για το πώς εξελίσσεται το φαινόμενο της διάδοσης των εκκλησιαστικών κοινοτήτων αν παρακολουθήσουμε αυτούς τους χάρτες. Εκκλησίες που υφίστανται, για τις οποίες έχουμε μαρτυρίες ότι υφίστανται κατά τον πρώτο αιώνα ως το 100 μ.Χ. Το πώς στη συνέχεια οι μαρτυρίες που έχουμε για εκκλησιαστικές κοινότητες κατά τον δεύτερο αιώνα ως το 200 μ.Χ. βλέπετε έχουν ήδη πληθύνει οι εκκλησιαστικές κοινότητες που μαρτυρούνται στην Παλαιστίνη, στην Μικρά Ασία, στην Ελλαδική Χερσόνησο, στην Ελληνική Χερσόνησο και στη Βόρεια Αφρική, αλλά και οι πρώτες εκκλησιαστικές κοινότητες στην σημερινή Γαλλία που είναι μια ευρύτερη περιοχή εκεί όπου βρίσκεται η Λιώνη, η Βιέννη, οι εκκλησίες της Βιέννης που μας δίνουν και τους μαρτυρες αυτής της εποχής, τους μαρτυρες του Λουγδούνου κτλ και φτάνουμε εδώ πέρα στο 300 μ.Χ. όπου βλέπετε ότι υπάρχει πλέον μια μεγάλη έξαρση των εκκλησιαστικών κοινωτήτων είναι πολύ μεγαλύτερος ο αριθμός τους έχουμε πλέον τη διάδοση του χριστιανισμού και στα βρετανικά νησιά πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη των εκκλησιαστικών κοινωτήτων Αυτό είναι μια σκιαγράφηση της ανάπτυξης των εκκλησιαστικών κοινωτήτων για να έχετε μία εικόνα το πώς η εκκλησία αναπτύχθηκε κατά τους τρεις πρώτους αιώνες Εδώ μπορούμε να δούμε... υπάρχει ένα χρονοδιάγραμμα σας έχω δημιουργήσει εδώ ένα χρονοδιάγραμμα στο οποίο μπορούμε να παρακολουθήσουμε παράλληλα κατά τους τρεις πρώτους αιώνες το πώς οι σημαντικότεροι αυτοκράτορες που υπάρχουν στην πρώτη κατάσταση στην πρώτη σειρά πάνω, ο Τραγιανός, ο Αδριανός, ο Μάρκος Αυρίλιος, ο Δέκειος είναι πρόσωπα τα οποία σχετίζονται με σημαντικές περιόδους της εκκλησίας και κυρίως με μεγάλους διωγμούς όπως θα δούμε το πώς σε αυτήν την περίοδο εμφανίζονται τα διάφορα εκκλησιαστικά πρόσωπα σημαντικοί ηγέτες των εκκλησιαστικών κοινοτήτων για τους οποίους θα μιλήσουμε εδώ μπορείτε να δείτε να παρακολουθήσετε τις περιόδους των γενικών διωγμών και των τοπικών διωγμών που βλέπουμε εδώ πέρα κατά περιόδους την έξαρση και την ύφεση των διωγμών και βέβαια μια περίοδο της ανεξιθρησκίας η οποία υπάρχει στο δεύτερο μισό κυρίως του τρίτου αιώνα όταν έχουμε και την εμφάνιση των πρώτων εκκλησιαστικών συνόδων όπως θα δούμε που είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό και βέβαια από εκεί και πέρα στο τέλος που έχουμε πάλι το κόκκινο χρώμα την εμφάνιση του μεγάλου διωγμού, του διωγμού του Διοκλητιανού τα πρόσωπα τα οποία οι εκκλησιαστικοί ηγέτες που αναφέρονται και για τους οποίους θα μιλήσουμε ο Πολύκαρπος Μύρνης, ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος δύο πρόσωπα για τα οποία θα μιλήσουμε σήμερα στην ενότητα των Αποστολικών Πατέρων ο Ιουστίνος, πρόσωπο για το οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενό μας μάθημα είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του κύκλου των Αρχαίων Απολογητών ο Οριγένης που είναι η σημαντικότερη θεολογική μορφή εκπρόσωπος της Αλεξανδρυνής Θεολογίας και ασφαλώς στην παράλυλα και στην Δύση έχουμε εμφανίζονται μεγάλοι θεολόγοι όπως ο Τερτυλιανός, ένα πρόσωπο που καθιερώνει την λατινική θεολογική ορολογία δηλαδή τους σύγχρονους θεολογικούς όρους που χρησιμοποιούνται στην Δύση τους καθιερώνει ο Τερτυλιανός και ο Κυπριανός στα μέσα του 3ου αιώνα ο Κυπριανός Καρχιδόνος που είναι επίσης μια πολύ σημαντική φυσιογνωμία ο θεολόγος της εκκλησιαστικής ενότητας μέσα από τα έργα του εδώ μπορείτε να δείτε, τώρα βέβαια είναι λίγο δυσδιάκριτα εδώ τα πληροφορίες μια εικόνα των γενικών διωγμών από τον Νέρονα στα μέσα του 1ου αιώνα, στο 2ο μισό του 1ου αιώνα, το 64 μ.Χ. ο πρώτος μεγάλος, ο πρώτος γενικός διωγμός κατηγορεί τους Χριστιανούς για την πυρκαγιά που κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της Ρώμης όπως γνωρίζετε μια πυρκαγιά που σύμφωνα με τους ιστορικούς την έβαλε ο ίδιος ο Νέρονας ο Δομητιανός λίγο αργότερα, ο δεύτερος αυτοκράτορας που αποφασίζει γενικό διωγμό κατά των Χριστιανών λίγο αργότερα ο Τραγιανός το 99 έως το 117 βασιλεύει διωγμός για να καταπολεμηθούν οι ονομαζόμενες μυστικές εταιρίες μεταξύ αυτών εντάσσονται την περίοδο αυτή και η Εκκλησία ο Αδριανός στη συνέχεια που κυρίσει διωγμό για να καταπολεμήσει τους Χριστιανούς αμέσως μετά από μια επανάσταση των Εβραίων γιατί θεωρούνταν οι Χριστιανοί όπως είπαμε ένα παρακλάδι της εβραϊκής θρησκείας του Ιουδαϊσμού ο Δέκειος πολύ αργότερα βλέπετε ότι μετά τον Αδριανό το 138 πηγαίνουμε στα μέσα του 3ου αιώνα όταν έχουμε τον διωγμό του Δεκείου που είναι ένας από τους μεγαλύτερους διωγμούς έχουμε πλήθος μαρτύρων που σύμφωνα με τις μαρτυρολογικές πηγές θα τα δούμε αυτά στα μαθήματα της αγιολογίας μαρτύρησαν επί Δεκείου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την καταπολέμηση των Χριστιανών ο Βαλεριανός λίγο αργότερα ενδιάμεσα αρχικά εφανίζει μια ανοχή προς τον Χριστιανισμό τελικά όμως και αυτός ακολουθεί την τακτική των προκατόχων του κυρίως στο σκέλος της καταπολεμίσεως των επισκόπων, των ηγετών των εκκλησιαστικών κοινοτήτων και καταλήγουμε με τον μεγάλο διωγμό όπως είπαμε του Διοκλητιανού που ξεκινάει το 304 το 304 όμως το Φεβρουάριο του 304 έχουμε το λεγόμενο 4ο διάταγμα του Διοκλητιανού το οποίο είναι αυτό που θέτει τις βάσεις για τον μεγάλο διωγμό ο οποίος διαρκεί ως το 311 και γνωρίζουμε ότι στην περίοδο αυτού του διωγμού μαρτύρησαν πάρα πολύ Χριστιανοί και στη Θεσσαλονίκη έχουμε μια μεγάλη ομάδα Χριστιανών μαρτύρων που προέρχονται από αυτόν τον διωγμό τώρα προχωρούμε πολύ γρήγορα για να προλάβουμε σήμερα να παρουσιάσουμε την ενότητα αυτή γιατί δεν έχουμε δυστυχώς πολλά μαθήματα στην διάθεσή μας θα μιλήσουμε καταρχήν για τις εκκλησιαστικές διατάξεις τι είναι οι εκκλησιαστικές διατάξεις Σε αυτή την πρώιμη περίοδο καταλαβαίνουμε όλοι ότι αφενός μεν, όπως το έχουμε ήδη αναφέρει, υπήρχε μια επιφυλακτικότητα από πλευράς των Χριστιανών ως προς την παραγωγή γραπτών κειμένων ο ίδιος ο Χριστός αναφέρεται ότι το γράμμα αποκτίνει το «δε πνεύμα ζωοποιεί» οι μαθητές του, οι Απόστολοι, συνεχίζουν αυτή τη διδασκαλία ότι η πίστη προέρχεται εξακοείς δηλαδή υπάρχει η προφορικότητα της διδαχής, της χριστιανικής διδασκαλίας και όχι η γραπτή αποτυπωσή της σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό Ωστόσο, δεν θα μπορούσαν οι πρώτες εκκλησιαστικές κοινότες να λειτουργήσουν με έναν τρόπο τελείως ελεύθερο και αφθαίρετο Αυτό το στοιχείο οδήγησε τους ηγέτες πολλών εκκλησιαστικών κοινοτήτων να συντάξουν τις πρώτες εκκλησιαστικές διατάξεις οι οποίες είναι μια συλλογή κανόνων, κανονισμών που αφορούν στον τρόπο ζωής των χριστιανών και ως προς τα ζητήματα της καθημερινότητάς τους, της καθημερινής τους ζωής Στο πλαίσιο, είπαμε αυτό, δημιουργούνται οι πρώτες τέτοιες συγκεντρωτικές διατάξεις που θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνιστούν εγχειρίδια με κανόνες που σχετίζονται με το κανονικό δίκαιο με την κανονική ζωή της εκκλησίας, λειτουργικής φύσεως και ηθικής φύσεως φυσικά που διείπαν οι κανόνες οι οποίοι διέπουν τις σχέσεις των χριστιανών σε αυτήν την περίοδο Και βέβαια υπάρχει, όπως αντιλαμβάνεστε, μια αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των κανονισμών Δεν διαφοροποιούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό, δεδομένου ότι όλες οι εκκλησιαστικές κοινότητες ακολουθούσαν τον ίδιο τρόπο ζωής Βέβαια, όπως θα δούμε, κάποιες από τις διατάξεις αυτές που μας έχουν διασωθεί έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα Η πιο πρόημη εκκλησιαστική διάταξη που μας έχει σωθεί είναι η ονομαζόμενη διδαχή Αποστόλων Η διδαχή των Αποστόλων είναι ένα κείμενο το οποίο χρονολογείται στο πρώτο μισό του δεύτερου αιώνα μετά Χριστό Το πιο πρόημο κείμενο τέτοιας φύσεως που μας έχει διασωθεί μάλιστα εντοπίστηκε πολύ όψημα μόλις τον 19ο αιώνα από έναν Μητροπολίτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον Φιλόθεο Βριένιο στην Συλλογή Χειρογράφων του Μετοχείου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη Η Συλλογή αυτή μας δίνει πολύ σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την εσωτερική ζωή των πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων και αυτό το οποίο προκύπτει μέσα από τις άλλες συλλογές που έχουμε στη διάθεσή μας είναι ότι χρησιμοποιήθηκε ως τον 4ο αιώνα από τον 4ο αιώνα και μετά βλέπουμε ότι ατονεί η χρήση αυτής της συλλογής δεδομένου ότι εμφανίζονται νέες συλλογές Εδώ σας έχω καταγράψει κάποια βασικά σημεία που εμφανίζονται στη συλλογή, στην διδασκαλία και στις διατάξεις αυτής της συλλογής Η διδασκαλία περί των δύο οδών είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα δεν έχουμε χρόνο σήμερα να το αναπτύξουμε θα μιλήσουμε όμως για αυτό στο επόμενο μας μάθημα όταν θα μιλήσουμε για τους αρχαίους απολογητές γιατί είναι ένα στοιχείο το οποίο εμφανίζεται και στους απολογητές και στους αποστολικούς πατέρες Η χαρακτηριστική φράση που υπάρχει οδί δύο ισοί, μία της ζωής και μία του θανάτου διαφορά δε πολύ μεταξύ των δύο οδών Αυτή η διδασκαλία βέβαια ενυπάρχει και στα κανονικά κείμενα της Αγίας Γραφής η οδός η απάγουσα εις την ζωήν και η οδός η απάγουσα εις την απώλεια και είναι ένα σχήμα, το σχήμα αυτών των δύο οδών, το οποίο το συναντούμε και στον Ιουδαϊκό και γενικότερα στον προχριστιανικό κόσμο Δεν είναι κάτι το οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά μέσα στον χριστιανισμό Πολλές λειτουργικές διατάξεις οι οποίες αφορούν το βάπτισμα, την προσευχή, την νηστεία και μάλιστα καθιέρωση της νηστείας της Τετάρτης ήδη από μια τόσο πρώημη συλλογή και της Παρασκευής τα ζητήματα της Θείας Ευχαριστίας Τα λειτουργικές διατάξεις θα έπρεπε να μπουν σε μία τάξη, σε μία σειρά τα ζητήματα της υπαρουσίας και η λειτουργία των διαφόρων χαρισματούχων προσώπων μέσα στην εκκλησία όπως ήταν οι προφήτες, τα θέματα της εκλογής και της χειροτονίας των διακόνων και των επισκόπων και βέβαια στο τελευταίο της κεφάλαιο, στο 16ο κεφάλαιο υπάρχει και μία διδασκαλία, μία σημαντική διδασκαλία περί αισχάτων, δηλαδή έχουμε μία πρώτη καταγραφή των αισχάτων που επηρεάζει και τις λεγόμενες ομολογίες πίστεως δεν ξέρω αν θα προλάβουμε να μιλήσουμε για τις ομολογίες πίστεως και τα σύμβολα πίστεως τα οποία προστίθεται από κάποια περίοδο και μετά το ζήτημα αυτό της αισχατολογίας της αισχατολογικής πίστης της εκκλησίας όπως υπάρχει και στο σύμβολο της πίστεως σήμερα ομολογώ εν βάπτισμα εισάφης συναμαρτιών προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος είναι το ζήτημα αυτό της αισχατολογικής διδασκαλίας η δεύτερη τέτοια συλλογή τα βλέπουμε πάρα πολύ σύντομα δεν έχουμε δυστυχώς περισσότερο χρόνο η δεύτερη τέτοια συλλογή είναι η διδασκαλία των Αποστόλων προσέξτε διδαχή Αποστόλων η πρώτη διδασκαλία Αποστόλων η δεύτερη προσέξτε λίγο υπάρχουν κάποιες ανεπέστητες διαφοροποιήσεις στους τίτλους αυτών των κειμένων όλα όμως ή σχεδόν όλα χρησιμοποιούν τον όρο Απόστολος ή Αποστολικός και αυτό έχει να κάνει αφενός μεν με τη χρονική εγκύτητα προς την Αποστολική εποχή αυτών των κειμένων αφετέρουδε με το στοιχείο της διασύνδεσης της διδασκαλίας αυτών των κειμένων που μεταφέρεται μέσα από αυτά τα κείμενα με την αυθεντικότητα της διδασκαλίας των Αποστόλων των μαθητών του Χριστού. Αυτό είναι το στοιχείο το οποίο προσπαθούν να επισημάνουν και να τονίσουν μέσα από τις επιγραφές που έχουν τα κείμενα αυτά. Η διδασκαλία των Αποστόλων λοιπόν είναι ένα κείμενο το οποίο προσδιορίζεται στις αρχές του 3ου αιώνα. Είναι δηλαδή αρκετά μεταγενέστερο σε σχέση με τη διδαχή των Αποστόλων και από τα εσωτερικά στοιχεία του κειμένου αυτό γνωρίζουμε ότι προέρχεται από τον χώρο της Συρίας όπως και άλλα κείμενα που θα δούμε από τις εκκλησιαστικές διατάξεις. Οι εκκλησιαστικές διατάξεις είναι επίσης κείμενα τα οποία προέρχονται από κοινότητες αυτής της περιοχής της βόρειας Παλαιστίνης και της Συρίας. Άλλωστε ο όρος Συρία είναι ένας ευρύτερος όρος την περίοδο αυτή. Δηλαδή μην τον εκλαμβάνεται ως έναν όρο ο οποίος αναφέρεται στη Συρία όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Εκείνο το οποίο είναι σημαντικό είναι ότι από τα στοιχεία τα οποία έχουμε σχετικά με το κείμενο αυτό προκύπτει ότι υπήρχε ένα ελληνικό πρωτότυπο το οποίο έχει απολεστεί. Σήμερα μας σώζεται σε μια σειριακή μετάφραση και εκείνο το στοιχείο το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το κείμενο αυτό είναι ο αντιουδαϊκός χαρακτήρας του. Τι σημαίνει αυτό? Σημαίνει ότι υφίστανται ήδη σοβαρά ζητήματα μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότητες με τους λεγόμενους Ιουδαΐζοντες Χριστιανούς. Είναι πρόσωπα τα οποία έχουν εισέλθει στην εκκλησία από τον χώρο του Ιουδαϊσμού και τα οποία προσπαθούν να επιβάλλουν μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότητες διάφορες διατάξεις και κυρίως τελετουργικές διατάξεις του Ιουδαϊκού νόμου. Αυτό λοιπόν το στοιχείο το καταπολεμά η διάταξη αυτή, η διδασκαλία των Αποστόλων όπως και άλλα κείμενα θα δούμε σε λίγο για την επιστολή του Βαρνάβα που είναι επίσης ένα τέτοιο κείμενο που έχει ακριφνώς αντι-ιουδαϊκό χαρακτήρα και βέβαια στο πλαίσιο της εισδοχής των τελετουργικών στοιχείων του Ιουδαϊσμού διότι ο χριστιανισμός προσλαβάνει στοιχεία τα οποία υπάρχουν μέσα στις ιερές γραφές του Ιουδαϊσμού αφού χρησιμοποιήθηκαν και από τον χριστιανισμό. Βασικά στοιχεία τα οποία υπάρχουν στο κείμενο αυτό είναι ασφαλώς οι ηθικές παρενέσεις που υπάρχουν είπαμε σε όλα τα κείμενα, ζητήματα τα οποία ρυθμίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των χριστιανών μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότητες, οι οδηγίες που δίνονται προς τους κληρικούς τα πρόσωπα τα οποία χειροτονούνταν και τελούσαν τα της λατρείας, ζητήματα λειτουργικής φύσεως και επαναλαμβάνεται και εδώ το στοιχείο της νηστείας είναι ένα πολύ πρόημο στοιχείο το οποίο εμφανίζεται στα κείμενα αυτά και βέβαια και κάποιες πρώτες δογματικές διατυπώσεις που αυτό επίσης έχει πολύ μεγάλη σημασία σε σχέση με το κείμενο αυτό, το ότι υπάρχουν δηλαδή και δογματικές διατυπώσεις καταγράφονται δογματικές διατυπώσεις στα κείμενα αυτά. Η αποστολική παράδοση είναι ίσως το πιο γνωστό από τα κείμενα αυτά στον κύκλο των εκκλησιαστικών διατάξεων και αυτό διότι είναι το μοναδικό έργο του οποίου γνωρίζουμε τον συγγραφέα. Ενώ τα άλλα κείμενα μας παραδίδονται ανονίμως και είναι πιθανότατα προϊόντα των εκκλησιαστικών κοινοτήτων στα οποία προσθέθηκαν στοιχεία από τους ηγέτες των εκκλησιαστικών κοινοτήτων κατά διαδοχή Εδώ γνωρίζουμε ποιος είναι ο συγγραφέας της αποστολικής παραδόσεως και αυτός είναι ο υπόλοιτος Ρώμης. Ο υπόλοιτος Ρώμης είναι επίσκοπος της Ρώμης, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο για το οποίο θα μιλήσουμε κατά τη διάρκεια στο τέλος του δεύτερου και στις αρχές του τρίτου αιώνα για το οποίο θα μιλήσουμε όταν θα κάνουμε αναφορά στην αντιαιρετική γραμματεία, θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς αντιαιρετικούς συγγραφείς. Το κείμενο αυτό επίσης γνωρίζουμε ότι είχε γραφεί αρχικά στα ελληνικά διότι ο υπόλοιτος ήταν ελληνόφωνος όπως και πολλοί άλλοι συγγραφείς της Δύσεως δεδομένου ότι ως τον τέταρτο αιώνα η επίσημη εκκλησιαστική γλώσσα και στις κοινότητες της Δύσεως είναι η ελληνική ακόμα και στη λατρεία. Στις λατρευτικές συνάξεις τα κείμενα διαβάζονταν στην ελληνική γλώσσα. Η πρώτη αλλαγή υπέρχεται επί παπαδάμασο δηλαδή στα μέσα του τέταρτου αιώνα. Έχουμε την πρώτη υιοθέτηση της λατινικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας των εκκλησιαστικών κοινωτήτων της Δύσεως. Έχει χαθεί όμως το ελληνικό πρωτότυπο και σήμερα μας σώζεται σε μεταφράσεις σε μία κοπτική μετάφραση και σε μία λατινική μετάφραση. Εδώ έχουμε ένα πολύ σημαντικό στοιχείο ιδίως για την ιστορία της λατρείας διότι έχει μία διεξοδική παρουσίαση αναφορά περιγραφή του πώς τελούνταν η χειροτονία των διαφόρων βαθμών της ιεροσύνης. Και μάλιστα εδώ για πρώτη φορά στο πλαίσιο των εκκλησιαστικών διατάξεων έχουμε εμφάνιση των τριών βαθμών της ιεροσύνης. Δηλαδή ο επίσκοπος διακρίνεται από τον πρεσβύτερο ενώ στις προηγούμενες διατάξεις οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται εναλλάξ. Ως επίσκοπος πολλές φορές νοείται και ο ίδιος ο πρεσβύτερος άλλωστε οι επίσκοποι προήλθαν, εξελίχθηκαν, είναι ένας βαθμός ο οποίος εξελίχθηκε μέσα στο πλαίσιο της λειτουργίας του πρεσβυτεριακού συστήματος που είπαμε, έχουμε δηλαδή τους πρεσβυτέρους, τους διακόνους και τους πρεσβυτέρους και αυτός ο οποίος κατέχει μια εξέχουσα θέση μεταξύ των πρεσβυτέρων, προεδρεύει, είναι ο πρόεδρος των πρεσβυτέρων, εξελίσσεται στον επίσκοπο, στον νέο αυτό βαθμό που εμφανίζεται και σε πρόημα κείμενα θα δούμε ας πούμε στον Ιγνάτιο στους Αποστολικούς Πατέρες, στον Ιγνάτιο το Θεοφόρο να γίνεται λόγος για τους επισκόπους, εδώ όμως έχουμε για πρώτη φορά μία σαφή διάκριση των τριών βαθμών της ιεροσύνης και περιγραφή του ζητήματος του στοιχείου της διαδικασίας της χειροτονίας, δηλαδή ενός μυστηρίου όπως εντάσσεται σήμερα στην λειτουργική πράξη της εκκλησίας και βεβαίως και διάφορες διατάξεις για τις άλλες εκκλησιαστικές τάξεις που είναι ζήτημα το οποίο επανέρχεται και απασχολεί τους ηγέτες των εκκλησιαστικών κοινοτήτων η θέση και η παρουσία των διαφόρων εκκλησιαστικών ομάδων, εκκλησιαστικών τάξεων όπως ήταν οι δάσκαλοι, οι προφήτες κτλ το επόμενο κείμενο είναι οι διαταγές των Αποστόλων, επίσης ένα κείμενο που προέρχεται από τον χώρο της σειριακής, της ιερόφωνης παράδοσης μεταγενέστερο όμως βλέπετε ότι χρονολογείται περί το 380 δηλαδή βρισκόμαστε, για να καταλάβετε, βρισκόμαστε στην εποχή που στη Συρία ζει και ξεκινά να αναπτύσσει τη δράση του ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τόσο όψιμα, είμαστε στο τέλος του τέταρτου αιώνα παρά τα αυτά υπάρχουν ζητήματα πάρα πολύ σοβαρά και πιθανότατα το κείμενο αυτό όπως θα δούμε προέρχεται από μια Ιουδαϊζουσα κοινότητα δεδομένου ότι όπως σας γράφω εδώ εμφανίζει μια Ιουδαϊζουσα χρηστολογία το κείμενο αυτό, επομένως προέρχεται από κάποια Ιουδαϊζουσα κοινότητα του χώρου αυτό, γνωρίζουμε ότι και στην εποχή του Χρυσοστόμου εξακολουθεί να υφίσταται το ζήτημα των Ιουδαϊζόντων και να αντιμετωπίζεται από τα κείμενα και από τον Χρυσόστομο αλλά και από τα κείμενα άλλων συγγραφέων ως την περίοδο που καταδικάζεται το κείμενο αυτό, το συγκεκριμένο, οι διαταγές των Αποστόλων πολύ όψιμα όμως στην διάρκεια του 7ου αιώνα από την πεθέκτη Οικουμενική Συνόδο του 692 μ.Χ. Είπαμε ότι το κείμενο είναι εξαιρετικά όψιμο, ωστόσο αποδόθηκε από διαφόρους συγγραφείς οι οποίοι το χρησιμοποίησαν σε έναν από τους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και αυτός είναι ο Κλήμις Ρώμης. Ο Κλήμις Ρώμης θα δούμε ότι είναι ένα πρόσωπο, ο πιο πρόημος εκκλησιαστικός συγγραφέας που ανήκει στην ομάδα των Αποστολικών Πατέρων. Αποδόθηκε λοιπόν εσφαλμένα στον Κλήμεντα Ρώμης και βέβαια είπαμε ότι προέρχεται από κάποιον Ιουδαίζοντας συγγραφέα δεδομένου ότι τίθεται ως εντολή το ζήτημα της αργίας του Σαββάτου. Δεδομένου ότι για την εκκλησία πλέον δεν υφίσταται η αργία του Σαββάτου όπως υπάρχει στον Ιουδαϊσμό, αλλά προβάλλεται πάρα πολύ νωρίς μια νέα ημέρα που είναι η Κυριακή ημέρα, η ημέρα κατά την οποία γίνεται μνία της Αναστάσεως του Χριστού. Και έτσι αυτή η ημέρα η Κυριακή προσδιορίζεται και ως αργία σε μεταγενέστερα κείμενα βέβαια πολύ πιο ώψημα. Επισημοποιείται η αργία της Κυριακής, μεταξύ των Χριστιανών υπήρχε η αργία της Κυριακής και προσλαμβάνει στην θεολογία των πρώτων αυτών αιώνων προσλαμβάνει σταδιακά και όλα τα λεγόμενα προνόμια της Κυριακής, τα προνόμια της Κυριακής που είναι διάφορα στοιχεία που αφορούν στην λατρεία που ουτελείται στις χριστιανικές κοινότητες κατά την ημέρα αυτή. Και το τελευταίο κείμενο το οποίο θα μας απασχολήσει στην ενότητα αυτή είναι μία συλλογή κειμένων, μία συλλογή διατάξεων όχι ένα εγχειρίδιο όπως είναι τα προηγούμενα αλλά μία συλλογή διατάξεων, κανόνων που ονομάζονται, η ομάδα αυτή ονομάζονται Αποστολικοί Κανόνες και μάλιστα σε αρκετά χειρόγραφα βρίσκουμε τους Αποστολικούς Κανόνες συνδεδεμένους με το προηγούμενο κείμενο δηλαδή με τις διαταγές των Αποστόλων. Βέβαια έχει προέλθει από μία συνοδική διαδικασία, αυτό φαίνεται είναι εμφανές στα κείμενα των Κανόνων που απαρτίζουν τους Αποστολικούς Κανόνες και θύγονται διάφορα ζητήματα εκκλησιαστικής εφταξίας χωρίς όμως να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη συνοχή. Είναι ποικίλωτο περιεχόμενο των Κανόνων, αφορούν περισσότερο τους κληρικούς και το πλημαντικό έργο των κληρικών της εκκλησίας και το σημαντικότερο είναι ότι οι Κανόνες αυτοί αναγνωρίστηκαν ως αυθεντικοί από την πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, δηλαδή η Σύνοδος η οποία καταδίκασε τις διαταγές των Αποστόλων, το κείμενο αυτό που είπαμε ότι συνδέεται με τους εμφανίζεται στη χειρόερφ παράδοση συχνά σε μία ενότητα με τους Αποστολικούς Κανόνες, ωστόσο προσδιώρησε ότι τα κείμενα αυτά είναι Αποστολικά, διασώζουν μία Αποστολική παράδοση γι' αυτό και παρότι είναι όψιμα χαρακτηρίζονται με τον όρο Αποστολική. Εδώ ενδεικτικά για να καταλάβετε το περιεχόμενο αυτών των Κανόνων, βλέπετε εδώ σας έχω παραθέσει κάποιους Κανόνες, ο πρώτος Κανόνος Επίσκοπος Χειροτονίστο υπό Επισκόπων 2 ή 3, μία διάταξη η οποία υπάρχει και σήμερα, ακολουθείτε και σήμερα, δεν χειροτονείται από έναν Επίσκοπο, ένας νέος Επίσκοπος, αλλά από μία Σύνοδο, από μία ομάδα Επισκόπων. Δεύτερος Κανόνας, πρεσβύτερος, υπό ενός Επισκόπου Χειροτονίστο και διάκονος και οι λυπεί κληρικοί, ενόντας λυπεί κληρικοί, τους υποδιακόνους, τους αναγνώστες, άλλες ομάδες κληρικών που υφίστανται στην πρώτη Εκκλησία. Και επίσης αυτός ο Κανόνας έχει ισχύ στις ημέρες μας, ο ένατος Κανόνας, πάντα στους ισιώντας πιστούς και των γραφών ακούοντας, μη παραμένοντας δε την προσευχή και την αγία μεταλήψη, ως αταξίαν εμπιούντας την Εκκλησία αφορίζεσθε χρή. Ένας πολύ σημαντικός Κανόνας που μας δείχνει ότι πάρα πολύ πρόημα εμφανίζεται και αυτό είναι ένα στοιχείο το οποίο προδίδει την ώψιμη χρονολόγηση αυτών των Κανόνων, διότι προϋποθέτει μια θεσμοποίηση της Εκκλησίας ο Κανόνας αυτός. Δηλαδή έχουμε ελεύθερες εκκλησιαστικές κοινότητες, οι οποίες δεν υφίστανται την εποχή των διωγμών, όπως είπαμε ως το 311 όταν τελειώνει ο μεγάλος διωγμός, ελεύθερες εκκλησιαστικές κοινότητες και την εμφάνιση του φαινομένου της μη προσελεύσεως των Χριστιανών ή της πρόωρης αποχωρήσεώς τους από τις κοινές λατρευτικές συνάξεις, μάλιστα με πρώτη μνία εδώ πέρα της μη συμμετοχής στο Μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Και είναι ένας Κανόνας τον οποίον χρησιμοποιούν πολλούς αιώνες αργότερα, την περίοδο, κατά την διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα, όταν έχουμε την περίφημη έρηδα περί της συχνής Θείας Μεταλήψεως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, επικαλούνται οι προασπιστές της παραδόσεως της συχνής Θείας Μεταλήψεως, επικαλούνται αυτόν τον Κανόνα για να καταδείξουν ότι αποτελεί αρχαίο έθος της Εκκλησίας η καθολική μετάληψη των πιστών. Δηλαδή όλοι όσοι προσέρχονται στις εκκλησιαστικές συνάξεις συμμετέχουν στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Και κάτι ανάλογο, εδώ τώρα έχουμε στο πρώτο βιβλίο, των Διαταγών των Αποστόλων, που είπαμε για να δείτε τα περιεχόμενα τους τίτλους αυτών των Διαταγών. Καθολική διδασκαλία περί λαϊκών, περί πλεονεξίας, περί του μη ανθυβρίζει μία μήνα στ' αδικούντα, περί καλοπισμού και της εκείθεν αμαρτίας, ότι ουδί περιεργάζεσθε τους κακός ζώντας αλλά το οικείο έργο σχολάζει, ποια της γραφής βιβλίας δει αναγινώσκην, μια πολύ σημαντική διάταξη που σχετίζεται με την αυθεντικότητα των γραφών. Θα μιλήσουμε για τα απόκρυφα χριστιανικά κείμενα τα οποία εμφανίζονται πολύ πρώιμα και απασχολούν τους εκκλησιαστικούς ηγέτες, ποια βιβλία ήταν αυθεντικά και ποια όχι. Εδώ λοιπόν έχουμε έναν τέτοιο κανόνα κειμένων τα οποία συνεισθώνται ως κανονικά βιβλία, ως αυθεντικά βιβλία τα οποία μπορούν να διαβάζονται περί το απέχεσθε πάντων των έξωθεν βιβλίων και ούτω καθεξής, όπως βλέπετε πρόημες διατάξεις που αφορούν όχι μόνο τους κληρικούς, αλλά εδώ πλέον έχουμε διατάξεις και για τους λαϊκούς. Λοιπόν, τέλος πάντων υπάρχει ένα πρόβλημα εδώ, αλλά θα πρέπει να συνεχίσουμε. Αυτά πολύ σύντομα σχετικά με τις πρόημες εκκλησιαστικές διατάξεις. Βέβαια στους επόμενους αιώνες το στοιχείο των εκκλησιαστικών διατάξεων προσναβάνει μια πιο διαμορφώνεται με έναν πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα. Θα τα δείτε και εσείς και σε άλλα μαθήματα όπως είναι το κανονικό δίκαιο στην ιστορία του κανονικού δικαίου, εμπίπτουν άλλωστε η διαμόρφωση αυτών των εκκλησιαστικών διατάξεων. Θα πάμε σε ένα πολύ σημαντικό θέμα που αφορά στον πρώτο κύκλο προσώπων και κειμένων που προέρχονται από την μεταποστολική περίοδο, δηλαδή την περίοδο αμέσως μετά το τέλος της εποχής των Αποστόλων, μετά το κλείσιμο αυτής της πρώτης εποχής στην οποία ανήκουν οι μαθητές του Χριστού και ο ευρύτερος κύκλος των μαθητών του Χριστού και η ομάδα αυτή προσώπων και κειμένων που θα δούμε σήμερα κάποια πράγματα για τα κείμενα αυτά, ονομάζονται Αποστολικοί Πατέρες. Είναι η ομάδα, ο κύκλος των Αποστολικών Πατέρων, μια πάρα πολύ σημαντική ομάδα όπως αντιλαμβάνεστε δεδομένου ότι είναι πρόσωπα όπως θα δούμε τα οποία έχουν άμεση χρονική συνάφεια και ασφαλώς η άμεση χρονική συνάφεια και η άμεση σχέση με τους Αποστόλους προσδίδει ιδιαίτερο κύριος και στη διδασκαλία αυτών των προσώπων με τα πρόσωπα της Αποστολικής περιόδου. Πρόκειται για εκκλησιαστικούς ηγέτες, μαθητές ή διαδόχους όπως είπαμε των Αποστόλων και εδώ δεν θα σας επαναλάβω κάποια πράγματα για τον όρο Αποστολικός που χρησιμοποιείται. Χρησιμοποιείται αρκετά πρόημα ήδη από τον 7ο αιώνα για να προσδιορίσει πρόσωπα αυτού του κύκλου. Από τον Αναστάσιος, τον Αναστάσιο Σιναήτη πρώτο χρησιμοποιείται ο όρος Αποστολικός για να προσδιορίσει τα κείμενα που ανήκουν στην ομάδα των Αποστολικών Πατέρων. Ωστόσο δεν έχουμε χρόνο να πούμε περισσότερα. Εκείνο το οποίο είναι σημαντικό να θυμάστε είναι ότι ο όρος Αποστολικός συνδέεται με την αυθεντικότητα, την αυθεντική παράδοση της διδαχής της χριστιανικής διδασκαλίας, της διδαχής του Χριστού από τους Αποστόλους στους μαθητές τους και στους διαδόχους των μαθητών των Αποστόλων. Αυτό λέει εδώ πέρα ο Κλήμις ο Αλεξανδρέας σε ένα χωρίο το οποίο εδώ πέρα δεν φαίνεται ξεκάθαρα και στο οποίο κάνει λόγο για την παράδοση της Αποστολικής διδασκαλίας και της Αποστολικής ορθοδοξίας. Ή ο Ιγνάτιος Αντιοχίας εδώ πέρα ο οποίος μιλάει που είναι ένας από τους Αποστολικούς πατέρες ο οποίος ασπάζεται τους Χριστιανούς που είναι αποδέκτος των επιστολών του λέει εν το πληρώματι εν Αποστολικό χαρακτήρι με τον χαρακτήρα της Αποστολικής κλήσεως, της Αποστολικής αυθεντίας που έχει ο Ιγνάτιος ως διάδοχος των Αποστόλων. Συνολικά τα κείμενα συγγραφής και κείμενα γιατί δεν είναι όλα επώνυμα τα κείμενα που ανήκουν στον κύκλο των Αποστολικών πατέρων είναι 13 έργα τα οποία έχουν περιστατικό χαρακτήρα. Τι σημαίνει περιστατικός χαρακτήρας σημαίνει ότι είναι κείμενα τα οποία κατεξοχήν προκύπτουν μέσα από τα ζητήματα τα οποία αναφύονται στις εκκλησιαστικές κοινότητες. Και έτσι προκλήθηκε η συγγραφή τους από τα πρόσωπα τα οποία έγραψαν τα κείμενα αυτά. Πολύ σημαντικό είναι ότι από το σύνολο των 13 αυτών κειμένων τα 11 έχουν επιστολικό χαρακτήρα δηλαδή είναι επιστολές. Σώζονται με μορφή επιστολών και αυτό ακριβώς μαρτυρεί την κυρίαρχη παρουσία του επιστολογραφικού είδους για το οποίο σας μίλησα στο προηγούμενο μάθημα ότι η επιστολογραφία αποτελεί κυρίαρχο λογοτεχνικό είδος στην χριστιανική γραμματεία. Ακόμη και μεγάλες πραγματίες όπως έχουμε και εδώ μεγάλες πραγματίες εμφανίζονται μέσα από έναν επιστολημαίο χαρακτήρα, υιοθετούν έναν επιστολημαίο χαρακτήρα και είναι κείμενα τα οποία αποστέλονται. Έχουν δηλαδή αποστολία και αποδέκτες. Ο πρώτος συγγραφέας αυτής της ομάδας είναι ο Κλίνης Ρώμης. Ένα πάρα πολύ σημαντικό πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν διαφορετικές πρόημες παραδόσεις, συνδέεται με το αποστολικό κήρυγμα του Πέτρου στην Ρώμη και εμφανίζεται είτε ως διάδοχος του Πέτρου είτε ως τρίτος κατά διαδοχήν επίσκοπος της Ρώμης. Απόψη η οποία είναι και πιθανότερη δεδομένου ότι με βάση τα στοιχεία του έργου του χρονολογείται και πληροφορίες που μας δίνει κυρίως ο Ευσέβιος Κεσαρίας. Ο πρώτος όπως είπαμε εκκλησιαστικός ιστορικός ο οποίος διασώζει πάρα πολλά στοιχεία και για τους αποστολικούς πατέρες αλλά και για τα κείμενα των τριών πρώτων αιώνων τα οποία θα δούμε. Ο Κλήμις ορίζεται περίπου ότι ανέρχεται στον αποστολικό θρόνο της Ρώμης μεταξύ του 92 και του 101 μετά Χριστόν δηλαδή στη δύση του πρώτου μετά Χριστόν αιώνα. Και βέβαια υπάρχουν διάφορες απόψεις όπως είπαμε που άλλες από αυτές υποστηρίζονται από τον Οριγέννη. Ο Οριγέννης είναι φορέας της παραδόσεως ότι ο Κλήμις Ρώμης είναι το πρόσωπο αυτό που καταγράφεται ως συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου σε κάποιες επιστολές του. Ή η άποψη που υποστηρίζεται και από τον Ευσέβιο Κεσαρίας και από άλλους συγγραφείς ότι ο Κλήμις είναι ένα πρόσωπο το οποίο είχε συγγένεια με τον αυτοκράτορο Αδομητιανό δηλαδή ανήκει στον κύκλο, στον αυτοκρατορικό κύκλο του αυτοκράτορους Δωμηνιανού μνημονεύεται ως φλάβιος Κλήμις και η σχέση του αυτή είναι εκείνη η οποία προκαλεί και τον διωγμό του. Ένα διωγμό του κλήμεντος που καταγράφεται σε μια απόκρυφη συλλογή κειμένων στις κλιμέντιες ή ψευδοκλιμέντιες παραδόσεις για τις οποίες θα μιλήσουμε στα απόκρυφα κείμενα εντάσσονται οι παραδόσεις αυτές τα ψευδοκλιμέντια που ακολουθούν την λογοτεχνική μορφή όπως θα δούμε των χριστιανικών μυθιστοριμάτων. Από τον κλήμεντα μας σώζεται μόνο ένα αλλά πάρα πολύ σημαντικό έργο το οποίο ανήκει στην ενότητα των Αποστολικών Πατέρων και είναι η λεγόμενη πρώτη επιστολή του κλήμεντος Ρώμης. Σώζονται δύο επιστολές, θα δούμε και τη δεύτερη αλλά η πρώτη είναι αυτή η οποία κατά τεκμήριο είναι αυθεντική επιστολή του κλήμεντος, η δεύτερη προσαρτήθηκε, ενώθηκε στην χειρόγραφη παράδοση με την πρώτη και γι' αυτό υποστηρίθηκε ότι ανήκει και αυτής των κλήμεντων αλλά τελικά είναι βέβαια ότι δεν ανήκει στην γραφίδα του κλήμεντα Ρώμης. Είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό εκτενές κείμενο η πρώτη επιστολή του κλήμεντος την οποία τη στέλνει την συγγράφη και την αποστέλει από την Ρώμη ο κλήμης προς την εκκλησία της Κορύθου. Μια επίσης αποστολική εκκλησία, μια εκκλησία με αποστολική παράδοση και γι' αυτό τονίζει ιδιαίτερα στην επιστολή του την διακεκριμένη θέση την οποία κατείχαν οι χριστιανοί αυτείς της εκκλησίας, της εκκλησιαστικής κοινότητας της Κορύνθου και τους εγκωμιάζει, τους επενεί για αυτό το αποστολικό παρελθόν της εκκλησίας τους ο κλήμης. Και αρκετά στοιχεία για την επιστολή αυτή μας διασώζονται από έναν επίσκοπο αυτής της εκκλησίας, τον Διονύσιο Κορύθου. Είναι ένας από τους γνωστούς επισκόπους του 4ου αιώνα που διασώζει στοιχεία για την επιστολή. Το αντικείμενο της επιστολής του κλήμεντος είναι μια μεγάλη έρηδα η οποία έχει ξεσπάσει μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα της Κορύνθου μεταξύ των χριστιανών της εκκλησιαστικής κοινότητας και η οποία αφορά, αυτό θέλω ιδιαίτερα να το προσέξετε, ζητήματα εκκλησιαστικής εφταξίας και διοίκησης. Ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο απασχολεί την εκκλησιαστική κοινότητα της Κορύνθου είναι η ισοβιότητα των ιερέων της, των πρεσβυτέρων, στην οποία αντιδρούν μέλη της εκκλησίας της Κορύνθου. Και αυτό το στοιχείο βέβαια, όπως αντιλαμβάνεστε, σχετίζεται με το ειδωλολατρικό παρελθόν πολλών χριστιανών που προσέρχονται ως νέα μέλη στην εκκλησία της Κορύνθου και οι οποίοι προσλαμβάνουν ή έχουν ως δεδομένη αντίληψη την παροδικότητα, την περιοδικότητα της ιερατικής ιδιότητας που υπάρχει στον ιερατικό κόσμο. Γνωρίζουμε ότι οι ιεροί στον ιδιολατρικό κόσμο δεν διατηρούσαν ισοβίως την ιδιότητα αυτή ή το αξίωμα αυτό του ιερέος, αλλά υπήρχε μια περιοδικότητα που πολλές φορές ήταν και ενιάυσια. Θεωρείται λοιπόν από τα νέα αυτά μέλη της εκκλησίας της Κορύνθου που ήταν ιδιολολάτρες πριν να βαπτιστούν ότι είναι ως μη αποδεκτή η ισοβιότητα των ιερέων, των κληρικών της εκκλησίας της Κορύνθου και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο προκαλείται αυτό το μεγάλο ζήτημα και το μεγάλο σχίσμα. Τονίζει ιδιαίτερα ο Κλήμις το ειρηνικό παρελθόν και την ιδιαίτερη θέση που κατείχει μεταξύ των πρώτων εκκλησιών της κοινότητας της Κορύνθου και τονίζει γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο την εκκλησιαστική ενότητα σχετίζοντας την αρμονία της φύσεως, της δημιουργίας με την εκκλησιαστική αρμονία και με την θεία τάξη, με την τάξη την οποία επέφερε ο Θεός μέσα στην εκκλησία. Και το τελευταίο, η κατακλείδα της επιστολής αυτής είναι ένας ύμνος της αγάπης του Θεού, ένα πολύ σημαντικό κείμενο το οποίο θεωρείται μάλιστα ότι έχει έμετρο χαρακτήρα και ότι απειχεί μία παράδοση, μας μεταφέρει μία παράδοση της πρόημης της αρχαίγονης υμνογραφίας της εκκλησίας, των δεσμών της αγάπης του Θεού, της δύναται διηγήσαστε, αγάπη κολλάει μας στο Θεό, εντί αγάπια τελειώθησαν πάντες οι εκλεκτοί του Θεού και ούτω καθεξής. Εκείνο το οποίο είναι σημαντικό είναι ότι το κείμενο αυτό, η πρώτη επιστολή του Κλίμεντος, εμφανίζεται στα πολύ πρόημα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης όπως είναι ο Αλεξανδρινός Κώδικας, εμφανίζεται μεταξύ των γνησιών κειμένων της Καινής Διαθήκης, δηλαδή συμπεριλήθηκε πολύ πρόημα στον κανόνα, στον λεγόμενο κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αργότερα βέβαια διαχωρίστηκε από τον κανόνα όχι ως μία αυθεντικό βιβλίο, αλλά ως ένα κείμενο το οποίο προέρχεται από τους μαθητές και τους διαδόχους των Αποστόλων. Έχουμε λοιπόν μία τέτοια πολύ πρόημη συμπερίληψη αυτού του κειμένου μέσα στην ενότητα αυτή. Και η δεύτερη επιστολή του που είπαμε ότι εσφαλμένα αποδώθηκε στον Κλίμεντα, η δεύτερη επιστολή του Κλίμεντα αποτελεί μία ομιλία η οποία εκφωνήθηκε περίπου, με βάση στα στοιχεία τα οποία έχουμε από την επιστολή αυτή στα μέσα του δεύτερου αιώνα και πάλι στην Κόρινθο, σχετίζεται με την Κόρινθο και εμφανίζει μία διδασκαλία θεολογική με στοιχεία Χριστολογίας και Τριαδολογίας. Είναι τα πρώτα ζητήματα τα οποία θύγονται στο πλαίσιο της διαμόρφωσης του δόγματος κατά την περίοδο αυτή. Έχουμε λοιπόν μία πρόημη Χριστολογία, ο Χριστός είναι Θεός και κριτής των όλων. Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, μας φαίνεται αυτονόητο σήμερα, θα δούμε ότι υπάρχει ένα πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα όσον αφορά στη σχέση του Χριστού με ένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και στην θέση την οποία κατέχει το πρόσωπο αυτό μέσα στην Τριαδολογία της Εκκλησίας. Αντίγραφό της φυλασσόταν μαζί με την πρώτη επιστολή του Κλήμεντος και γι' αυτό ακριβώς, όπως σας είπα, θεωρήθηκε έργο του Κλήμεντος. Το δεύτερο έργο ονομάζεται επιστολή Βαρνάβα. Ο Βαρνάβας ενδεχομένως ξέρετε ποιος είναι. Είναι ένα πρόσωπο το οποίο μνημονεύεται στις πράξεις των Αποστόλων. Είναι ένας Ιουδαίος στην καταγωγή αλλά Ιουδαίος στο θρίσκευμα αλλά Κύπριος στην καταγωγή από τους Κυπρίους οι οποίοι έχουν μεταναστεύσει στην Παλαιστίνη. Είναι σημαντικό μέλος της πρώτης χριστιανικής κοινότητας δεδομένου ότι μέχρι περίπου τα μέσα της διηγήσεως των πράξεων των Αποστόλων ο Βαρνάβας εμφανίζεται, προτάσεται το όνομα του Βαρνάβα ακόμη και από το όνομα του Παύλου. Είναι λοιπόν ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο ο Βαρνάβας και γνωρίζουμε ότι οι Απόστολοι μαθαίτουν στον Βαρνάβα το έργο της κατυχίσεως του Παύλου όταν έχουμε το περίφημο όραμα της Δαμασχού και τη μεταστροφή του Παύλου στον χριστιανισμό. Την κατήχηση λοιπόν και την μίηση του Παύλου την επιφέρει, την πραγματοποιεί ο Βαρνάβας άσχετα αν εμφανίζεται ως συνεργάτης του Παύλου. Στην ουσία είναι μια ισότιμη σχέση, ένα ισότιμο Αποστολικό έργο το οποίο αναπτύσσουν οι δύο Απόστολοι και το οποίο κάποια στιγμή οδηγείται σε μια απόκλειση δεδομένου ότι διαφωνούν για την πορεία την οποία θα ακολουθούσαν στο Αποστολικό τους έργο και ο Βαρνάβας επιστρέφει όπως γνωρίζουμε από τις πράξεις στην Κύπρο. Εκείνο το οποίο είναι πολύ σημαντικό είναι ότι έχουμε πολύ πρόημες παραδόσεις για το κήρυγμα του Βαρνάβα στην Ρώμη και στην Αλεξάνδρια και γι' αυτό ακριβώς συνδέθηκε η επιστολή αυτή με το όνομα του Βαρνάβα δεδομένου ότι η επιστολή αυτή έχει αλεξανδρινή προέλευση. Είναι σαφέστατα τα στοιχεία τα οποία παρέχονται μέσα στην επιστολή αυτή ότι προέρχεται από τους χριστιανικούς κύκλους της Αλεξάνδριας. Πρόημη η μνία του κυρίγματος του Βαρνάβα στη Ρώμη που δεν αναφέρεται μέσα στις πράξεις των Αποστόλων αλλά έχουμε πολύ πρόημες αναφορές και από τον Ευσέβιο Κεσσαρίας και από άλλους χριστιανούς συγγραφείς. Εκείνο το οποίο όμως είναι σημαντικό για το κείμενο αυτό είναι καταρχήν ότι το κείμενο αυτό αποδόθηκε στον Βαρνάβα ωστόσο τουλάχιστον στη μορφή που σήμερα μας παραδίδεται θεωρείται ψευδεπίγραφη η επιστολή Βαρνάβα. Δεν ανήκει στον ίδιο τον Βαρνάβα αλλά πιθανολογείται ότι προέρχεται από κάποιον μαθητή του Βαρνάβα και γι' αυτό υπάρχει η επίκληση του ονόματος του ο οποίος ανήκει στην εκκλησία της Αιγύπτου γι' αυτό μεταφέρει την Αλεξανδρινή παράδοση γύρω στο τέλος του 1ου αιώνα χωρίς να είμαστε σε θέση να αμφισβητήσουμε ότι υπάρχει ένας πρώτος πυρήνας της επιστολής του Βαρνάβα που προέρχεται μιας πρώτης επιστολής που προέρχεται από τον ίδιο το Βαρνάβα. Αλλά στη μορφή την οποία σήμερα μας σώζει το κείμενο αυτό είναι σίγουρα μεταγενέστερο. Το σημαντικότερο ζήτημα το οποίο θύγεται στην επιστολή αυτή είναι αυτό για το οποίο είδαμε και στις εκκλησιαστικές διατάξεις μια επιστολή για την κατάργηση του Ιουδαϊκού Τελετουργικού Νόμου δηλαδή αντιμετωπίζει τις κοινότες των Ιουδαϊζών των Χριστιανών. Ένα ζήτημα το οποίο έχει προσλάβει εκκληκτικές διαστάσεις κατά τα τέλη του 1ου αιώνα αντιμετωπίζεται ήδη όπως γνωρίζετε και στις επιστολές του Παύλου λαμβάνει εκκληκτικές διαστάσεις στα τέλη του 1ου και στη διάρκεια του 2ου αιώνα και διδάσκεται, διδάσκεται εδώ ο Βαρνάβας ότι καταργείται με την έλευση του Χριστού το τελετουργικό στοιχείο του Μοσαϊκού Νόμου ο Χριστός μιλάει για μία συμπλήρωση ου κίλθον καταλείσαι τον νόμο και τους προφήτας αλλά πληρώσαι μιλάει για μία συμπλήρωση, για μία ολοκλήρωση της διδασκαλίας που ενυπάρχει μέσα και στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης και κυρίως στα προφητικά βιβλία αλλά δεν υφίσταται το ίδιο ως προς την τελετουργία του Ιουδαϊσμού αυτή καταργείται πλήρως και αντικαθίσταται από την εμπνεύματη και αληθία λατρεία του Θεού την οποία διδάσκει ο ίδιος ο Χριστός, Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εμπνεύματη και αληθία διπροσκυνείν μια λατρεία του Θεού είναι μία πνευματική, έχει πνευματικό χαρακτήρα γι' αυτό και εξαίρεται η πνευματικότητα της λατρείας Τα τρία αγαθά της χριστιανικής ζωής, η ελπίδα της ζωής, της αιωνίου ζωής δηλαδή η αρχή και το τέλος της πίστεως, οι χριστιανοί κατέχουν το πλήρωμα της πίστεως προς τον Θεό και η δικαιοσύνη που είναι ένα στοιχείο, ένας όρος ο οποίος εμφανίζεται με πάρα πολλές σημασίες με διαφορετικές σημασίες και στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και εδώ ασφαλώς δηλώνει την χριστιανική ζωή και την κατοχή της χριστιανικής αλήθειας και όχι την δικαιοσύνη όπως την κατανοούμε εμείς σήμερα και επίσης και εδώ βλέπουμε ότι αναπτύσσεται η διδασκαλία περί των δύο οδών που είναι ένα ζήτημα όπως σας είπα το οποίο επανέρχεται σε αρκετά χριστιανικά κείμενα |