: Απόσπασμα από το βιβλίο της Κατερίνας Κορέζογράφου «Παραδοσιακή Ζωή και Τέχνη στα Κείμενα των Περιηγητών» 15ου-19ου αιώνα. Ο περιηγητής Δόδουελ, όταν φιλοξενήθηκε από τον Δεσπότη των Σαλώνων στον Χρυσό την άνοιξη του 1801, γράφει το καθιερωμένο κλείσιμο των χεριών πριν και μετά το φαγητό αποτελεί πραγματική ιεροτελεστία. Ένας υπηρέτης, κρατώντας οριχάλκινη λεκάνη με το αριστερό χέρι και ένα κασιτερένιο μπρίκι με το δεξί, πρόκειται για το λεγενό μπρικό και μια πετσέτα στο νόμο, πέρασε μπροστά από όλους τους καλεσμένους. Το γεύμα έγινε πάνω σε ένα στρογγυλό χαλκοματένιο τραπέζι, το Σινή, που στηριζόταν σε ένα πόδι, όπως τα μονοπόδια των αρχαίων. Καθίσαμε σε μαξιλάρια τοποθετημένα στο πάτωμα. Επειδή τα ρούχα μας δεν ήταν φαρδιά, όπως τα ελληνικά, δυσκολευτήκαμε να βολευτούμε σταυροπόδι, όπως έκαναν οι άλλοι καλεσμένοι με τέλεια άνεση. Πολλές φορές κινδύνευσαν να γκρεμισθώ ανάσκελα, υπηρίζοντας το δεσποτικό τραπέζι με όλα τα καλά του. Με μεγάλη δυσκολία, πέτυχα το προνόμιο να πινω από το δικό μου ποτήρι και όχι από το μοναδικό πλατικίπελο που χρησιμοποιούσε ο δεσπότης για να κερνάει όλη τη συντροφιά, Έλληνες και Τούρκους. Το φαγητό, στη μέση του τραπεζιού, είναι πιλάφι που αποτελείται από ρύζι και βραστό κρέας. Οι στρογγυλές πίτες που είναι ένα νόστιμο είδος ψωμιού λέγονται κουλούρια. Η σεβάσμια μορφή του επισκόπου των σαλώνων δέχεται τα σέβη ενός Έλληνα χωρικού που φυλάει το έδαφος προτού αγγίσει με τα χείλη του το χέρι του επισκόπου. Ο άντρας που κρατάει τη λεκάνη του νερού είναι Αλβανός Χριστιανός και ένας άλλος άντρας που πλένεται είναι Έλληνας Ευγενής. Στη μέση του τραπεζιού είναι ένας παπάς χωριού που διακρίνεται από την μαύρη κάπα. Μια γυναίκα που φέρνει μέσα ένα πουλερικό είναι Αλβανή. Ύστερα από το γεύμα ήρθε ο καφές δυνατός και παχής και χωρίς ζάχαρη. Το φλιτζάνι δεν ήταν τοποθετημένο σε πιατελάκι αλλά σε ένα κύπελο, το ζάρφι για να μην κέγονται τα δάχτυλα, γιατί ο καφές προσφερόταν και πεινόταν όσο γίνεται πιο καυτός. Παρατήρησα ακόμα πως όταν ο οικοδεσπότης ήθελε να καλέσει τους υπηρέτες χτυπούσε παλαμάκια. Μια άλλη πηγή ο γερμανός περιηγητής Μπαρτόλδη που ταξιδεύει το 1803 αναφέρει σχετικά. Στα σπίτια των εύπορων Ελλήνων η μαγειρική έχει την τέχνη της. Τα φαγιά είναι βαριά από μπαχαρικά και λύπη. Κάθε είδος μαγειρεύεται με πολλούς τρόπους. Το ρύζι, λόγου χάρη, παρουσιάζεται στο τραπέζι έξι φορές, σαν πυλάφι, με αμπελόφυλλα, σαν γλυκό κτλ. Το αρνί με κόκκινη και άσπρη σάλτσα. Σπάνια βλέπει κανείς στο τραπέζι ένα ολόκληρο στερεό κομμάτι κρέας. Το ψιλοκόβουν, το διαλύουν σχεδόν κατά το μαγείρεμά του. Και αυτό ταιριάζει απόλυτα με τον τρόπο που τρώνε, γιατί στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιούν μαχαίρι και πυρούνι. Κι αν καμιά φορά για να ευχαριστήσουν τους Ευρωπαίους φέρουν στο τραπέζι μαχαιροπύρουνα, τα ξεχνάνε σε λίγο και επιστρατεύουν τα δάχτυλά τους, ακόμα και οι πιο ομορφωμένοι. Τραπέζια δεν υπάρχουν πουθενά. Κι αν δεις κανένα, έχει κουβαληθεί από την Ευρώπη. Γράφουν πάντοτε στα γόνατα. Άγνωστες είναι και οι καρέκλες. Όλοι κάθονται στους σοφάδες που πιάνουν τους τείχους των δωματίων γύρω γύρω. Την ώρα του γεύματος ο υπηρέτης φέρνει ένα σκαμνάκι και το τοποθετεί σε μια γωνιά ανάποδα. Πάνω στα πόδια του ανεστραμμένου σκαμιού αποθέτει έναν κυκλικό μπρούτζινο δίσκο. Αυτό είναι το τραπέζι. Αν αφαιρεθείς και ακουμπήσεις πάνω στον δίσκο υπάρχει ο κίνδυνος να τον κρεμίσεις. Ο δίσκος βρίσκεται σε ύψος 30 περίπου εκατοστών. Για το γεύμα πρέπει να καθίσεις σταυροπόδι πάνω σε μαξιλάρια. Ο υπηρέτης απλώνει γύρω γύρω στα γόνατα των συνδετημόνων ένα μικρό πανί και ο καθένας σκουπίζεται στο κομμάτι που βρίσκεται μπροστά του. Ύστερα φέρνουν ψωμί κομμένο κομματάκια όπως κάνουν στη Γερμανία για τα παιδιά. Καθένας παίρνει μπροστά του 20-30 από αυτά τα ψωμάκια και τα χρησιμοποιεί για να σκουπίζει τα δάχτυλά του. Ύστερα έρχονται τα φαγητά πάντοτε ένα-ένα σε πύληνα τσουκάλια. Οι ομοτράπεζοι γεύονται τη σάλτσα εμβαπτίζοντας τα ψωμάκια τους. Καθένας απλώνει το χέρι του και παίρνει όσα κομμάτια θέλει. Τελευταίο έρχεται το πυλάφι. Το τρώνε συνήθως με ξύλινα χουλιάρια, είδος κουταλιού. Είδα όμως πολλές φορές να το παίρνουν με τον αντίχειρα και τα δύο πρώτα δάχτυλα. Μετά το γεύμα, χωρίς να ζητήσει άδεια, μπήκε στην κάμαρα ένας περιπλανόμενος τραγουδιστής. Ο σύγχρονος Όμυρος, κατά τον περιηγητή. Θρονιάστηκε ανάμεσα στους εκλεκτούς επισκέπτες, γονάτισε στο ένα πόδι και άρχισε να παίζει με τη λύρα του. Μετά το γεύμα, στρώθηκαν στο σοφά, ενώ ο καθένας έπαιρνε τη θέση που τέριαζε στην τάξη του. Ξανάρθε το λεγενόμπρικο. Ακολούθησε η τελετή με τα σαπουνίσματα και τις γαργάρες. Και τέλος, έφεραν τα τσιμπούκια που διέφεραν ως προς το υλικό ανάλογα με την κοινωνική θέση του ατόμου. Όταν το τιμόμενο πρόσωπο, ο περιηγητής, αρνήθηκε να καπνίσει, πήραν το πολυτελές τσιμπούκι που του είχε προσφερθεί και έφεραν στον διπλανό του ένα άλλο, λιγότερο πολυτελές. Το έργο Αγγίζουμε την Ιστορία πραγματοποιείται με συγχρηματοδότηση του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος μέσω του Cultural Heritage Without Borders Βοσνίας και Ζεγοβίνης και του Balkan Museum Network. |