Διάλεξη 4 / Διάλεξη 4 / Διάλεξη 4

Διάλεξη 4: Στο τελευταίο μας μάθημα είχαμε εξετάσει και είχαμε παρουσιάσει την δεύτερη κατηγορία από την πολυπληθέστερη κατηγορία αγίων της Θεσσαλονίκης, που είναι οι μαρτυρές της. Είχαμε κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής των διωγμών για την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης, τους λόγο...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πασχαλίδης Συμεών (Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=da030ba7
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 4: Στο τελευταίο μας μάθημα είχαμε εξετάσει και είχαμε παρουσιάσει την δεύτερη κατηγορία από την πολυπληθέστερη κατηγορία αγίων της Θεσσαλονίκης, που είναι οι μαρτυρές της. Είχαμε κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής των διωγμών για την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης, τους λόγους για τους οποίους προέκυψε ένα σημαντικό αριθμός μαρτύρων στην πόλη της Θεσσαλονίκης και στην ευρύτερη περιοχή, και βέβαια εστιάσαμε ιδιαίτερα την προσοχή μας στην κατηγορία των μαρτύρων της Θεσσαλονίκης της πιο ώψιμης περιόδου, της περιόδου του λεγόμενου μεγάλου διωγμού, της περιόδου κατά την οποία μαρτύρησε ο μεγαλύτερος αριθμός χριστιανών μαρτύρων στην αρχαία Εκκλησία. Αυτό το στοιχείο σχετίζεται άμεσα με όσα θα πούμε στο σημερινό μάθημα για τον πλέον προβεβλημένο, τον εξέχοντα, αυτόν ο οποίος κατέχει την πιο σημαντική θέση όχι μόνο στον κύκλο των μαρτύρων της Θεσσαλονίκης, αλλά γενικότερα των Αγίων της Θεσσαλονίκης και την πιο προβεβλημένη θέση μέσα στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή της Θεσσαλονίκης, τον Άγιο Δημήτριο, έναν μάρτυρα ο οποίος ακριβώς προέρχεται από αυτήν την έσχατη περίοδο, την περίοδο του μεγάλου διωγμού. Είπαμε ότι οι περισσότεροι από τους μισούς μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας είναι μάρτυρες που συνελήφθησαν και μαρτύρησαν κατά την εποχή του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού και επισημάναμε ένα σημαντικό στοιχείο που έχει να κάνει με την ιστορία της Θεσσαλονίκης, το οποίο είναι το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη λειτούργησε ως αυτοκρατορική έδρα. Αναφερθήκαμε δηλαδή στην παρουσία του Γαλερίου Μαξιμιανού, του Κέσαρα του Αυγούστου Διοκλητιανού, ο οποίος είχε επιλέξει ως έδρα του την Νικομίδια, ενώ ο Γαλέριος Μαξιμιανός είχε επιλέξει ως έδρα του τη Θεσσαλονίκη. Και αναφερθήκαμε στα κατάλυπα αυτής της ιστορικής παρουσίας του Κέσαρα της Θετραρχίας, του Γαλερίου στην Θεσσαλονίκη που είναι γνωστά σε όλους μας νομίζω. Σ' αυτό λοιπόν το πλαίσιο εντάσσεται και η παρουσία και κυρίως το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου. Έχει να κάνει με την παρουσία αυτού του προβεβλημένου Ρωμαίου πολίτη στην διοίκηση της Θεσσαλονίκης, στην ρωμαϊκή διοίκηση της Θεσσαλονίκης, αφού ο Άγιος Δημήτριος, όπως θα δούμε από τις σχετικές πηγές ακριβώς και κυρίως από τις αρχαιότερες πηγές, εμφανίζεται ως ένα πρόσωπο που κατείχε κρατικά αξιώματα και μια ιδιαίτερα προβεβλημένη θέση. Εμφανίζεται ως ανθήπατος της Ελλάδος σε κάποιες πηγές, ένας όρος που ακριβώς μας οδηγεί σε μία αναγωγή ενός αξιωματούχου, ο οποίος είχε και πολιτικές, διοικητικές, λογιστικές, οικονομικές αρμοδιότητες αλλά και στρατιωτικές αρμοδιότητες για την περιοχή του. Και βέβαια αυτή η ιδιότητά του ως ανθυπάτου είναι αυτή η οποία αντικατοπτρίζεται και στην οικονογραφία, στην αρχαιότερη οικονογραφία του Αγίου Δημητρίου, όπου ακριβώς απεικονίζεται, ιδίως στα παλαιά ψηφιδοτά, τα σωζόμενα ψηφιδοτά του ναού του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος Δημήτριος απεικονίζεται ακριβώς με την ανθυπατική χλαμίδα, με μία στολή που ανταποκρίνεται ακριβώς σε αυτό το αξίωμα το οποίο μνημονεύεται στις πιο πρόημες πηγές. Είχαμε σημειώσει στο τελευταίο μας μάθημα για τους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης την σπάνη των σχετικών πηγών, την έλλειψη πολλών κειμένων που να αφορούν στους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης. Για τους περισσότερους έχουμε μονολεκτικές αναφορές ή μικρές φράσεις, συναξαριακές επισημάσεις είτε στις παλαιότερες αγιολογικές συλλογές, όπως είπαμε, λειτουργούν την περίοδο αυτή και οι συλλογές της Δύσεως με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του ιερονομικού μαρτυρολογίου όπου μνημονεύονται, καταγράφονται τα ονόματα αρκετών μαρτύρων της Θεσσαλονίκης αφού η Θεσσαλονίκη όπως είπαμε υπαγόταν εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Ρώμης ως τον 8ο αιώνα, επομένως σε αυτήν την περίοδο για την οποία μιλάμε η Θεσσαλονίκη είναι μια εκκλησιαστική επαρχία της Ρώμης και γνωρίζουμε μάλιστα ότι λίγο αργότερα μετά τον 4ο αιώνα δηλαδή που είναι η περίοδος για την οποία μιλούμε στις αρχές του 4ου αιώνα όταν επισκυνεύει το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου όταν έχουμε αυτήν την έξαρση του λεγόμενου μεγάλου διωγμού της Θετραρχίας γνωρίζουμε ότι η εκκλησία της Θεσσαλονίκης όταν πλέον κατέπαυσαν οι διωγμοί όταν σταμάτησε καθιερώθηκε η ανεξιθρησκία για τη χριστιανική εκκλησία γνωρίζουμε ότι μέσα στην εσωτερική λειτουργία των εκκλησιαστικών κοινοτήτων η Θεσσαλονίκη καθιερώθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 5ου αιώνα ως βικαριάτο του Ρώμης δηλαδή ως η αρχιεπισκοπή εκείνη η εκκλησιαστική εκείνη έδρα η οποία αντιπροσώπευε την κυρίαρχη εκκλησία την Ρώμη σε όλο το ανατολικό ελληρικό που θα μπορούσαμε να πούμε στην ελλαδική Χερσόνησο αλλά και πολύ υψηλότερα ως το φυσικό όριο του Δουνάβεως. Έτσι λοιπόν για αυτή την πρωιμή περίοδο και ειδικά για αυτήν την πολυπληθή ομάδα των μαρτύρων της Θεσσαλονίκης έχουμε επισημάνει την σπανιότητα, την έλλειψη πρωτογενών πηγών. Αναφερθήκαμε σε 8 μάρτυρες της Θεσσαλονίκης για τους οποίους μας έχουν σωθεί κείμενα είτε ιστορικά μαρτύρια είτε και επεξεργασμένα μαρτύρια στη μορφή των επικών μαρτυρίων αργότερα. Εκείνο όμως το οποίο καταστρατηγεί αυτόν τον κανόνα, αυτήν την διαπίστοση είναι η περίπτωση του Αγίου Δημητρίου. Και αυτό γιατί για το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου μας έχει σωθεί ένας αρκετά σημαντικός αριθμός μαρτυρίων τα οποία βέβαια δεν διαφοροποιούνται απόλυτα μεταξύ τους, αλλά διαφοροποιούνται ως προς την έκτασή τους και διαφοροποιούνται και ως προς τις πληροφορίες τις οποίες παρέχουν τα κείμενα αυτά για το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου όπως θα δούμε στη συνέχεια. Έτσι λοιπόν έχουν εκδοθεί ως σήμερα τέσσερα μαρτύρια του Αγίου Δημητρίου και καταγράφονται με τους λατινικούς χαρακτηρισμούς τους ως μάρτυριο, μάρτυριο πρίμα, πρώτο μαρτύριο, δεύτερο μαρτύριο, μάρτυριο άλτερα, το άλλο μαρτύριο, μάρτυριο τέρτια και υπάρχει επίσης και ένα μαρτύριο που το παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο, παρουσιάζει το περιεχόμενό του με συνοπτικό τρόπο, ο Μέγας Φώτιος στην περίφημη βιβλιοθήκη του, είναι σε ένα από τους κώδικες της βιβλιοθήκης, στον οποίο καταγράφεται ένα μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου το οποίο προσωμιάζει προς τα μαρτύρια αυτά, τα τρία αυτά μαρτύρια για τα οποία μιλήσαμε και στα οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα. Τα τρία αυτά μαρτύρια, τα δύο εξ' αυτών, τα δύο πρώτα, η Πάσιο πρίμα και η Πάσιο άλτερα, είναι μαρτύρια τα οποία μας δίνουν αρκετές πληροφορίες και σημαντικές πληροφορίες για το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου, αλλά διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς την έκταση και ως προς τις πληροφορίες τις οποίες παρέχουν. Δηλαδή, το πρώτο μαρτύριο είναι ένα σύντομο μαρτύριο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει την έκταση ενός συναξαριακού υπομνήματος, ενώ σε αντίθεση με το δεύτερο μαρτύριο, την Πάσιο άλτερα, το οποίο είναι ένα εκτενέστερο μαρτύριο. Παρά το γεγονός ότι σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως οι επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι προηγείται ένα πυρήνας ενός σύντομου κειμένου και εξελίσσεται αυτό το σύντομο κείμενο, διανθίζεται με διάφορες πληροφορίες, με διάφορα στοιχεία και εξελίσσεται σε ένα εκτενέστερο κείμενο, φαίνεται πως στην περίπτωση των δύο αυτών μαρτυρίων του Αγίου Δημητρίου δεν συμβαίνει αυτό, αλλά ότι οι σχέσεις τους είναι αντίστροφοι. Δηλαδή ότι αρχαιότερο μαρτύριο είναι το εκτενές μαρτύριο, υπάσιο άλλτερα και ότι μια επιτομή αυτού του εκτενούς μαρτυρίου αποτέλεσε το πρώτο μαρτύριο, υπάσιο πριν, το πιο σύντομο μαρτύριο. Αυτό από όσους έχουν υποστηρίξει αυτήν την πρόταση, όσους επιστήμονες έχουν υποστηρίξει αυτήν την πρόταση, έχει να κάνει με το γεγονός ότι στο δεύτερο μαρτύριο καταγράφονται σημαντικές πληροφορίες για τον Αγιο Δημήτριο, για την σύλληψή του και για το μαρτύριό του, αλλά και για όσα ακολούθησαν μετά το μαρτύριό του, οι οποίες δεν καταγράφονται στο πρώτο μαρτύριο. Αυτό λοιπόν είναι ένα βασικό στοιχείο. Το δεύτερο στοιχείο, το οποίο έχει να κάνει βέβαια με την αξιοπιστία και την ποιότητα αυτών των κειμένων, σχετίζεται με το γεγονός της χρονολόγησης, με την προσπάθεια της χρονολόγησης αυτών των κειμένων. Από τα στοιχεία τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας, δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε μια σαφή ημερομηνία. Και γι' αυτό συνήθως οι προτάσεις οι οποίες έχουν διατυπωθεί από διάφορους επιστήμονες, κοιμένονται από το πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα έως και στον ένατο αιώνα. Οι πιο πιστή στην παράδοση της Θεσσαλονίκης προέλευσης αυτών των κειμένων υποστηρίζουν ότι είναι κείμενα τα οποία ακριβώς θα πρέπει να χρονολογηθούν σε αυτήν την πιο πρόημη εκδοχή, δηλαδή στις αρχές του πέμπτου αιώνα και μάλιστα ότι αντικατοπτρίζουν τα μαρτύρια αυτά έναν πυρήνα, ένα ιστορικό μαρτύριο προγενέστερο, το οποίο δεν μας έχει διασωθεί. Υπάρχει ωστόσο γύρω από το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου επιστημονικά έχει διατυπωθεί παλαιότερα μια πρόταση, η οποία έχει επανέλθει κατά τα τελευταία χρόνια σε διάφορες επιστημονικές συζητήσεις, σε διάφορα κείμενα, άρθρα και μελέτες που έχουν να διατυπωθεί, όσον αφορά στην ιστορικότητα του ίδιου του προσώπου του Αγίου Δημητρίου. Και αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο συνήθως από τους επιστήμονες οι οποίοι το θέτουν εμφανίζεται συνδυαστικά και με τη χρονολόγηση των κειμένων αυτών, των μαρτυρίων του. Η πρόταση αυτή έχει να κάνει με μία παράδοση καταγωγής του Αγίου Δημητρίου όχι από τη Θεσσαλονίκη αλλά από το Σύρμιο. Το Σύρμιο γνωρίζουμε ότι κατά την πρόημη αυτή περίοδο είναι επίσης μία σημαντική διοικητική έδρα, μία σημαντική πόλη, η οποία ωστόσο και στην εποχή των διωγμών γνωρίζουμε ότι είχε ένα σημαντικό αριθμό χριστιανών και αυτό προκύπτει από τα ονόματα κάποιων χριστιανών μαρτύρων του Συρμίου που καταγράφονται στις πηγές. Στην προκειμένη περίπτωση την αμφισβήτηση αυτή έθεσε το γεγονός ότι απουσιάζει η μνήμη του ονόματος ενός μάρτυρος Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη στις γενικότερες συλλογές, αυτές τις αρχαίες όπως είπαμε μαρτυρολογικές συλλογές όπως είναι το ιερονομικό μαρτυρολόγιο που συγκέντρωσε διαφορετικές τοπικές παραδόσεις και μεταξύ αυτών και την παράδοση ασφαλώς την αγιολογική παράδοση κατέγραψε της Θεσσαλονίκης. Δεν μνημονεύεται λοιπόν ένας μάρτυς Δημήτριος στην Θεσσαλονίκη αλλά αντίθετα μνημονεύεται ένας μάρτυς Δημήτριος και μάλιστα ένας διάκονος Δημήτριος στο Σύρμιο. Αυτό το στοιχείο θεωρήθηκε πολύ κρίσιμο για κάποιους επιστήμονες οι οποίοι το προέταξαν σε σχέση με όλα τα άλλα ιστορικά στοιχεία τα οποία καταγράφονται στα μαρτύρια του Αγίου Δημητρίου διότι δεν είναι μόνο κείμενα στα οποία μπορούμε να εντοπίσουμε επικά στοιχεία, ηρωικά στοιχεία για τον Αγιο Δημήτριο αλλά είναι κείμενα που ακόμη και αν χρονολογούνται τον πέμπτο ή τον έκτο αιώνα παρά ταυτά τα κείμενα αυτά απηχούν τον ιστορικό πυρήνα και διασώζουν πολύ σημαντικές ιστορικές πληροφορίες και για το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου για την ιδιότητά του αλλά και για άλλα ζητήματα όπως είναι ζητήματα τοπογραφίας της Θεσσαλονίκης κατά την πρόημη αυτή περίοδο. Έτσι λοιπόν υπάρχει το ζήτημα της χρονολόγησης των κειμένων αυτών στο οποίο όμως δεν υπάρχει λόγος να επιμείνουμε περισσότερο και η προσπάθεια κάποιων επιστημόνων να αντιστρέψουν την ροή της τιμής του Αγίου Δημητρίου από αυτήν που εμφανίζεται στα μαρτύρια του δηλαδή από το γεγονός ότι ο έπαρχος του ηληρικού λεόντιος στις αρχές του 5ου αιώνα ο οποίος θεραπεύεται πάνω από τον τάφο του Αγίου Δημητρίου στον οικίσκο τον οποίος είχε κατασκευαστεί πάνω από τον τάφο του Αγίου Δημητρίου με μία μορφή εγκυμίσεως αυτής της αρχαίας παραδόσειος που ήθελε και τους ειδωλολάτρες ακόμη να καταφεύγουν στα ειδωλολατρικά ιερά και να κοιμούνται μέσα στα ειδωλολατρικά ιερά ιδίως στους χώρους που ήταν αφιερωμένοι σε ιατήρες αγίους σε ήρωες ή θεούς ιατήρες της αρχαιότητας και είναι αυτή μία παράδοση, η παράδοση των εγκυμίσεων που την συναντούμε αργότερα και στη χριστιανική αρχαιότητα, στην περίπτωση της ύστερης αρχαιότητας αλλά και αργότερα. Ο Λεόντιος λοιπόν σύμφωνα με τα μαρτύρια που μας έχουν σωθεί και που είναι τα πιο πρώι μας σε σχέση με τα λατινικά μαρτύρια για παράδειγμα τα οποία έχουμε για τα οποία έχουμε μία εικόνα ότι είναι κατά κύριο λόγο μαρτύρια που συνιστούν μεταφράσεις των ελληνικών μαρτυρίων και κυρίως του τρίτου μαρτυρίου το οποίο θα δούμε δηλαδή του μεταφραστικού μαρτυρίου, του μαρτυρίου του Αγίου Δημητρίου που ανήκει στον κύκλο των μεταφραστικών κειμένων της μεταφραστικής συλλογής. Σε αυτά λοιπόν τα ελληνικά μαρτύρια η ροή της ιστορίας οδηγεί στην διάδοση της τιμής του Αγίου Δημητρίου με πρωτοβουλία του θεραπευθέντος επάρχου του ηλληρικού του Λεωντίου από την Θεσσαλονίκη προς το Σύρμιο προς το ηλληρικό και μάλιστα καταγράφεται στα κείμενα αυτά και μία διάβαση, μία θαυμαστή διάβαση του Λεωντίου πάνω από τον Δούναβη τον οποίον ήταν αδύνατον να διαβεί ο Λεώντιος λόγω των κακών καιρικών συνθηκών που υπήρχαν και τον οποίον τελικά κατορθώνει να διαβεί χρησιμοποιώντας τον χιτόνα του Αγίου Δημητρίου τον οποίον είχε λάβει για να τον μεταφέρει ως εξεπαφής λείψανο, ως τεκμήριο της παρουσίας και της τιμής που απέδειδαν οι Θεσσαλονικοί στον Άγιο Δημητρίου να το μεταφέρει στην έδρα του, στο Σύρμιο. Αυτή λοιπόν η επιστημονική συζήτηση η οποία έχει αναθερμαθεί κατά τα τελευταία χρόνια είναι ένα ζήτημα το οποίο βεβαίως αξίζει ιδιαίτερης προσοχής και βέβαια αξίζει και της προσοχής σε σχέση με τις σκοπιμότητες που ενδεχομένως υποκρύπτει μια τέτοια αμφισβήτηση. Αλλά από τις πηγές και από τα ιστορικά στοιχεία τα οποία προκύπτουν από τις ελληνικές πηγές αυτό το οποίο μπορούμε να διαπιστώσουμε είναι ότι δεν υπάρχει λόγος αμφισβήτησης και ανατροπής αυτού του ιστορικού πλαισίου και αυτής της συνέχειας που καταγράφεται στα κείμενα, στα ελληνικά μαρτύρια του Αγίου. Είναι πάρα πολύ σημαντικό όπως αναφέραμε το γεγονός ότι ο Δημήτριος καταγράφεται ως ανθίπατος της Ελλάδος, μιας διοικητικής ενότητας, η οποία βεβαίως δεν υφίσταται ακριβώς ως μια ρωμαϊκή διοίκηση στην περίοδο αυτή, αλλά παρέχονται και άλλα στοιχεία τα οποία συνδυάζονται, έρχονται σε μια συσχέτιση με τις υπόλοιπες πληροφορίες που παρέχουν τα κείμενα αυτά και που μπορούν να αποκαταστήσουν το ιστορικό κάδρο, το ιστορικό περίγραμμα της ζωής και του μαρτυρικού θανάτου του Αγίου Δημητρίου. Θα επιμείνουμε περισσότερο στα ζητήματα αυτά τα οποία μας ενδιαφέρουν από αγιολογική πλευράς και ασφαλώς το γεγονός ότι ο Δημήτριος ήταν ένα πρόσωπο που κατείχε ένα τόσο υψηλό αξίωμα στη ρωμαϊκή διοίκηση, μάλιστα αναφέρεται και ως ένας εκ της συγκλήτου, δηλαδή υπάρχει μια αναφορά σε μια τοπική κουρία θα μπορούσαμε να πούμε στην Θεσσαλονίκη που είναι μια πάρα πολύ σημαντική αναφορά συγκλητικώς δηλαδή στην κουρία αυτή, στη σύγκλητο αυτή, τη ρωμαϊκή αυτή σύγκλητο της Θεσσαλονίκης. Αυτό λοιπόν το προβεβλημένο πρόσωπο ασπάζεται τον χριστιανισμό και όχι μόνο ασπάζεται τον χριστιανισμό αλλά λειτουργεί και ως διδάσκαλος του χριστιανισμού και γνωρίζουμε ήδη από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης την διακριτή θέση που κατείχαν οι διδάσκαλοι, το προνόμιο της διδασκαλίας το οποίο το κατείχαν συγκεκριμένα πρόσωπα μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότητες στην αρχαία εκκλησία. Μια τέτοια λοιπόν ιδιότητα του διδασκάλου παρέχεται στον Άγιο Δημήτριο και το επισημαίνω το στοιχείο αυτό ιδιαίτερα ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι όπως θα δούμε αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η εικόνα του Αγίου Δημητρίου ως διδασκάλου και μάλιστα ως διδασκάλου της ορθόδοξης του ορθού δόγματος. Όχι μόνο όχι απλά ως διδασκάλου της εκκλησίας αλλά ως προασπιστή των ορθών δογμάτων της εκκλησίας. Τόσο το σύντομο όσο και το εκτενές μαρτύριο γνωρίζουμε όλοι μας την πολύ λαοφιλή ιστορία του Αγίου Δημητρίου, το γεγονός ότι ο Άγιος Δημήτριος συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια αυτού του μεγάλου διωγμού και ιδιαίτερα του διωγμού που σχετίζεται με το τέταρτο διάταγμα του Διοκλητιανού με μία υπόθαλψη όλης αυτής της διωκτικής καταστάσεως από τον ίδιο τον Κέσαρα, τον Γαλέριο Αλέριο Μαξιμιανό, ο οποίος βέβαια στα κείμενα, τόσο στα μαρτύρια όσο και στα μεταγενέστερα κείμενα όπως είναι τα εγκόμια για παράδειγμα του Αγίου Δημητρίου, καταγράφεται με έναν, θα μπορούσαμε να πούμε, ιστορικό αναχρονισμό ή με έναν προσωπογραφικό αναχρονισμό. Και αυτό διότι ο Γαλέριος, ο Γαλέριος ο Αλέριος Μαξιμιανός, όπως είναι περισσότερο γνωστός στις Θεσσαλονικής Γαλέριος, δεν υπήρξε Ερκούλιος, όπως μνημονεύεται στις πηγές αυτές. Δηλαδή καταγράφεται ως Μαξιμιανός ο Κεερκούλιος ή Ερκούλιος Μαξιμιανός. Ο Ερκούλιος Μαξιμιανός είναι ένα άλλο πρόσωπο, ανήκει επίσης στην τετραρχία, αλλά είναι ο Μαξιμιανός του δυτικού μέρους του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αυτό το γνωρίζουμε με βάση της ιστορικές πηγές ότι ανταποκρίνεται στην προστασία στην οποία απεύλεπαν οι δύο τετράρχες του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας από τον Ιρακλή. Ερκούλιος σημαίνει Ιράκλειος στην λατινική γλώσσα. Ενώ αντίθετα γνωρίζουμε ότι στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, τόσο ο Διοκλητιανός όσο και ο Κεσσαράς του ο Γαλέριος είχαν ως προστάτη τους τον Δία, τον Ιούπιτερ. Επομένως υπάρχει εδώ πέρα ένα ζήτημα ενός αναχρονισμού, το οποίο βεβαίως δεν διαταράσει ως προς όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που παρέχονται από τα κείμενα αυτά, την ορθότητα, την ιστορική ακρίβεια και την πληρότητα και την προσωπογραφική και την ιστορική και την τοπογραφική, όπως είπαμε, της Θεσσαλονίκης για την περίοδο αυτή. Ο Δημήτριος, γνωρίζουμε ότι παρά το γεγονός ότι κατέχει αυτό το υψηλό αξίωμα, επιδίδεται ιδιαίτερα στο διδασκαλικό του έργο ως διδάσκαλος και κατηχητής των Χριστιανών και μάλιστα καταγράφεται στα κείμενα αυτά, στις πηγές αυτές, ότι ο χώρος τον οποίο συγκέντρωνε νέους Θεσσαλονικείς, τους οποίους δίδασκε και μειούσε στην Χριστιανική πίστη, ήταν ο χώρος ο οποίος αργότερα ονομάστηκε Καταφυγή, ο χώρος της Καταφυγής, ένας χώρος ο οποίος σχετίζεται ή ταυτίζεται περίπου με την ευρύτερη περιοχή γύρω από τη ρωμαϊκή αγορά, το ρωμαϊκό φόρο που είναι η αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης στο κέντρο της πόλης. Κάποιες καμάρες, η περιγραφή που δίνεται, η τοπογραφική περιγραφή, μας επιτρέπει με βάση τα σπαράγματα της αρχαιολογικής έρευνας που δυστυχώς δεν μπορεί να μας δώσει μια ολοκληρωμένη και μια πιο καθαρή εικόνα η αρχαιολογική έρευνα, η αρχαιολογική σκαπάνη για την Θεσσαλονίκη της ρωμαϊκής περιόδου ή της ελληνιστικής πρωτίτερα, λόγω των μεγάλων επεμβάσεων που έγιναν στον πολεοδομικό ιστο της πόλης και που κατέστρεψαν πολλά σημαντικά στοιχεία για την εικόνα της πόλης. Παρά τα αυτά, από όσα στοιχεία έχουμε στη διάθεσή μας, μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι ίσως ο χώρος αυτός της καταφυγής βρισκόταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός της Παναγίας των Χαλκέων, κοντά στη ρωμαϊκή αγορά. Και αυτή η παράδοση φαίνεται πως επιβιώνει και στους μεταγενέστερους βυζαντινούς χρόνους, ακόμη και ως τους παλαιολόγιους χρόνους όπου έχουμε αναφορές των εγκωμιαστών του Αγίου Δημητρίου και στο ζήτημα αυτό. Αυτό λοιπόν είναι ένα σημαντικό στοιχείο, η διδασκαλική του ιδιότητα και θα πρέπει να πούμε ότι η Πάσιο-Άλτερα, το εκτενές μαρτύριο, το δεύτερο μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου, παρέχει και μία όχι τόσο ξεκάθαρη πληροφορία, αλλά η κανή να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο Δημήτριος ήταν επίσης και ιερεύς. Δηλαδή σημειώνεται ότι, ετέλιτα της λατρείας των χριστιανών, επομένως η σύντομη αυτή αναφορά που υπάρχει στο κείμενο μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι επίσης λειτουργούσε και ως ιερεύς ή διάκονος στη χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Η σύλληψή του ήταν απότοκος, όπως είπαμε, αυτού του μεγάλου διωγμού, στη διάρκεια του οποίου γνωρίζουμε ότι αρκετοί χριστιανοί της Θεσσαλονίκης, όπως αναφέραμε και την προηγούμενη φορά, συνελήψαν και μάλιστα και ομάδες χριστιανών νέων, που οδηγήθηκαν ενώπιον των Ρωμαίων αξιωματούχων και των Ρωμαίων δικαστών για να δικαστούν για την πίστη τους στον χριστιανισμό, για την χριστιανική τους ιδιότητα, η οποία, όπως είπαμε, ιδιαίτερα και κατά την περίοδο αυτή που έχουμε μια έξαρση του φαινομένου της αυτοκρατορικής λατρείας, η πίστη στον Χριστό και η διακήρυξη της χριστιανικής ιδιότητας ισοδυναμούσε με έγκλημα καθώς ιώσεως, δηλαδή με άρνηση υποταγής στο Ρωμαίο Αυτοκράτορα, ο οποίος πλέον εμφανίζεται θεοποιημένος, όπως είπαμε. Αυτό, λοιπόν, είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Εκείνο το οποίο επίσης είναι χαρακτηριστικό είναι ότι ο Άγιος Δημήτριος αποτελεί έναν από τους τελάχιστος χριστιανούς μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας, ο οποίος τελικά μαρτύρησε χωρίς να προηγηθεί δίκη. Είχαμε πει στο προηγούμενο μάθημα ότι η καταδίκη και τελικά η ποινή, η θανατική ποινή η οποία επιβαλόταν στους χριστιανούς ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας η οποία πολύ συχνά ήτανε μακρά. Δεν αφορούσε μόνο σε μία δίκη αλλά σε επαναλαμβανόμενες δίκες και ανακρίσεις στις οποίες καλούνταν οι χριστιανοί που είχαν συλληφθεί να μετανοήσουν και να ομολογήσουν πίστη και σεβασμό στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα. Στην περίπτωση όμως του Αγίου Δημητρίου η προβεβλημένη θέση στην οποία κατείχε και το γεγονός ότι ο Γαλέριος ήταν απασχολημένος με τη διοργάνωση των μονομαχειών τις ημέρες εκείνες κατά τις οποίες συνελήφθη ο Άγιος Δημήτριος οδήγησε τελικά σε μία απλή συνάντησή του με τον τυχαία, ίσως θα μπορούσε να πει κανείς, συνάντησή του με τον Ρωμαίο Κέσαρα, με τον Γαλέριο και όχι στην ανάκριση του. Ο Γαλέριος έδωσε διαταγή να οδηγηθεί στη φυλακή, να κρατηθεί προσωρινά, να προφυλακισθεί σε έναν χώρο ο οποίος επίσης καταγράφεται με μια πολύ καθαρή τοπογραφική παρουσίαση για τα κτίσματα της εποχής εκείνης. Σε έναν χώρο που βρισκόταν ένα βαλανείο, δηλαδή ένας χώρος λουτρού στον οποίο θα φυλασσόταν ο Άγιος Δημήτριος όσο ο Γαλέριος θα ήταν απασχολημένος με τα θεάματα των μονομαχειών. Έχει προταθεί επίσης ότι από τις πληροφορίες αυτές που λαμβάνουμε από τα κείμενα για το μαρτύριο από τα κείμενα των μαρτυρίων του Αγίου Δημητρίου, πιθανότατα και από τον χρόνο που γνωρίζουμε ότι εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα αυτά, πιθανότατα οι εορτές στο πλαίσιο των οποίων εξελίχθηκαν τα γεγονότα αυτά και στο πλαίσιο των οποίων είχε οργανωθεί και η μονομαχία με τον γνωστό Λιέο και την κατατρόποσή του και την θανάτωσή του από τον μαθητή του Δημητρίου τον Έστορα, είναι η εορτή των Πηθίων που ήταν μια ιδιαίτερη εορτή που εορταζόταν γνωρίζουμε, καταγράφονται οι εορτές των Πηθίων και στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας. Έτσι λοιπόν έχουμε την διασταύρωση πολλών στοιχείων χρονολογικών, ιστορικών, όπως είπαμε προσωπογραφικών και τοπογραφικών που ανασυνθέτουν θα μπορούσαμε να πούμε ένα ιστορικό ψηφιδωτό που αποτελεί το κάδρο της ιστορίας της ζωής και του μαρτυρίου του Αγίου Δημητρίου για το οποίο βεβαίως δεν έχουμε ένα πρωτογενές υλικό όπως είπαμε σαν αυτό που για παράδειγμα διαθέτουμε για άλλους θεσσαλονικείς μάρτυρες όπως είναι οι τρεις γυναίκες η Αγάπη, η Ειρήνη και η Χιονία που είχαμε αναφέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα στο προηγούμενο μάθημά μας ενός ιστορικού μαρτυρίου του κειμένου τους, ενός ιστορικού μαρτυρίου στο οποίο ενσωματώνονται τα πρακτικά της δίκης τους. Δεν έχουμε πρακτικά δίκης για τον Αγιο Δημήτριο και τελικά η θανάτωσή του επέρχεται όταν ο Λιέος, ένας βάνδαλος μονομάχος ο οποίος αποτελούσε έναν πανίσχυρο μονομάχο για τον οποίον υπερηφανευόταν, είχε κάθε λόγο να υπερηφανεύεται ο Γαλέριος τελικά κατατροπώνεται από τον νεαρό Νέστορα που είναι ένας από τους μαθητές του Αγίου Δημητρίου και μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση δεδομένου ότι σε κάποια από τα κείμενα καταγράφεται ότι ο Νέστορας δεν είχε ακόμη βαπτιστή χριστιανός, ήταν κατηχούμενος, κατηχούνταν την περίοδο εκείνη στη χριστιανική πίστη και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο το μαρτύριό του που επίληθε μετά τον θάνατο του Λιέου μέσα στο θέατρο όπως καταγράφεται στις πηγές απετέλεσε και το ίδιο το βαπτισμά του στη χριστιανική πίστη δηλαδή με το αίμα του μαρτυρίου του βαπτίστηκε και στην πίστη του στον Χριστό ο Νέστορας. Μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση σχέση ως διδασκάλου με μαθητή σε αυτήν την πρόημη περίοδο των διωγμών. Γνωρίζουμε αρκετά ακόμη στοιχεία καταγράφονται στις σχετικές πηγές που έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αλλά ο χρόνος αυτών των μαθημάτων δεν επαρκεί για να ολοκληρώσουμε να παρουσιάσουμε μάλλον με κάθε λεπτομέρεια τα στοιχεία αυτά. Θα σταθούμε μόνο στο γεγονός της θανάτωσης του Αγίου Δημητρίου από τους στρατιώτες, είστερα κατόπιν διαταγής του Γαλερίου, μετά από αυτό το γεγονός το οποίο τον εξέπληξε και του δημιούργησε μία κατάσταση, που τον έφερε εκτός ελέγχου, το γεγονός δηλαδή ότι θανατώθηκε ο μεγάλος αυτός ο σπουδαίος αυτός βάνδαλος μονομάχος ο Λιέος από έναν μαθητή του Δημητρίου, τελικά θανατώνεται με λογχισμό στην πλευρά του. Αυτό είναι ένα στοιχείο που καταγράφεται στα αμαρτήριά του και το εκμεταλλεύονται θα μπορούσαμε να πούμε οι μεταγενέστεροι εγκωμιαστές του και οι υπνογράφοι της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι οποίοι πάνω στην αναφορά αυτή για το διαλογχισμό μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου, ανασυνθέτουν και πλάθουν μία εικόνα, την εικόνα ενός πιστού μιμητή του πάθους του Χριστού, αφού και ο ίδιος ο Χριστός πάνω στο σταυρό ενίχθη την πλευρά, λογχίστηκε στην πλευρά του, έτσι κατά τον ίδιο τρόπο μιμήθηκε το μαρτύριο του αρχηγού της πίστης Θεός του, ο Δημητρίος, με τη θανάτωσή του με διαλογχισμού. Η θανάτωσή του αυτή επήλθε ασφαλώς στο σημείο στο οποίο φυλασσόταν και βέβαια γνωρίζουμε ότι και καταγράφεται αυτό όπως θα δούμε στα κείμενα του Αγίου Δημητρίου, στα πιο πρόημα κείμενα όπως είναι τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, καταγράφεται η αδυναμία των Χριστιανών να περισιλέξουν τα μαρτυρικά σώματα των Χριστιανών μαρτύρων της Θεσσαλονίκης με αποτέλεσμα να αδυνατούν σε κάποιες περιπτώσεις να εντοπίσουν το ακριβές σημείο, τον ακριβή τόπο στον οποίο είχαν πρόχειρα ενταφιαστεί τα μαρτυρικά σώματα των Χριστιανών μαρτύρων της Θεσσαλονίκης. Η περίπτωση του Αγίου Δημητρίου είναι μια τέτοια περίπτωση, δεν έχουμε δηλαδή επίσημο ενταφιασμό του μαρτυρικού λειψάνου του, δεν παρελήφθη επισήμως από τους Χριστιανούς στον τόπο στον οποίο μαρτύρησε σε ένα παρακείμενο σημείο ενταφιάστηκε πρόχειρα και εκεί το αργότερα οι Χριστιανοί ανοίγειραν ένα μικρό οικίσκο, θα μπορούσαμε να πούμε ένα πρόχειρο μαρτύριο, δηλαδή κτίσμα σαν αυτά που ανεγείρονταν για να στεγάσουν τα σώματα των Χριστιανών μαρτύρων, χωρίς ασφαλώς να έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν μια ανακομιδή του μαρτυρικού λειψάνου του. Και γι' αυτόν ακριβώς στο λόγο καταγράφεται στις μεταγενέστερες πηγές αυτή η αδυναμία που εκδηλώθηκε και αρκετούς αιώνες αργότερα στην βυζαντινή εποχή των Βυζαντινών να ανακομίσουν και να μεταφέρουν, να μετακομίσουν, να κάνουν ανακομιδή και μετακομιδή των τμήματος των λειψάνων του Αγίου Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη όταν αυτό ζητήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό στο πλαίσιο της προετοιμασίας των εγγενείων της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή της Αγίας Σοφίας αυτού του μεγάλου θαύματος της Κωνσταντινούπολης για το οποίο ο Ιουστινιανός είχε τη φιλοδοξία να πραγματοποιήσει τα εγγένεια χρησιμοποιώντας τμήματα από τα μαρτυρικά λείψανα διαφόρων χριστιανών μαρτύρων από όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το προσκύνημα, η σχέση των χριστιανών της Θεσσαλονίκης με τον Άγιο Δημήτριο βασίζεται σε αυτό το πρώτο στάδιο, σε ένα, όπως έχει χαρακτηριστεί πολύ εύστοχα, σε ένα αλείψανο προσκύνημα, σε μια αλείψανη προσκυνηματική εικόνα, δεδομένου ότι δεν έχουμε, όπως είπαμε, επίσημη ανακομιδή του μαρτυρικού σώματος του Αγίου Δημητρίου. Είπαμε ότι στα κείμενα αυτά, στα μαρτύρια του Αγίου Δημητρίου, έχουμε και στοιχεία και πληροφορίες και για τα μετά το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου. Είναι χαρακτηριστική αναφορά στην περίπτωση του μαθητή του του Λούπου, ο οποίος προσπαθεί να λάβει ευλογία από το αίμα, το οποίο είχε τρέξει στο σημείο, στον τόπο όπου είχε λογχευθεί ο Άγιος Δημήτριος και από το δακτυλίδι του Αγίου Δημητρίου. Αλλά, όλες αυτές οι μεταγενέστερες πληροφορίες, δίνουν ασφαλώς, μας συμπληρώνουν την εικόνα για την τιμή που αποδόθηκε αργότερα στον Άγιο Δημήτριο και μάλιστα, όπως είπαμε, μια τιμή η οποία σχετίστηκε ασφαλώς και με την ιδιότητα του ιδίου ως ενός προβεβλημένου μέλους της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο πολλά από τα θαύματα του για τα οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια, στις συλλογές των θαυμάτων του, εμφανίζονται καταρχήν ως πολυουχικά θαύματα, δηλαδή εμφανίζονται ως θαύματα προστασίας ολόκληρης της πόλης σε μεγαλύτερο βαθμό και με μεγαλύτερη ένταση σε σχέση με τα ιαματικά θαύματα, με τις ιάσεις που επιτελέστηκαν από τον Άγιο Δημήτριο μετά τον μαρτυρικό θάνατό του. Και βέβαια ένα άλλο στοιχείο που σχετίζεται με τα θαύματα αυτά είναι ότι επιτελούνται σε προβεβλημένα μέλη της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης είτε κρατικούς αξιωματούχους είτε και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους και αυτό είναι ένα επίσης ιδιάζον στοιχείο των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου που οδήγησε τους μελετητές των θαυμάτων του και κυρίως τους ιστορικούς να μιλούν για τα αριστοκρατορικά θαύματα του Αγίου Δημητρίου, ότι υπάρχει δηλαδή ένα στοιχείο αριστοκρατικής προτιμήσεως θα μπορούσαμε να πούμε η προβολής της αριστοκρατίας των πιο προβεβλημένων μελών της εκκλησίας και της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης μέσα από τα θαύματα αυτά. Από την αναφορά που κάναμε και την παρουσίαση που κάναμε του περιεχομένου των μαρτυρίων του Αγίου Δημητρίου, των κοιμένων δηλαδή στα οποία εξιστορείται η ζωή του και το μαρτύριό του, αλλά και η τιμή που το απέδωσαν οι χριστιανοί στους μεταγενέστερους χρόνους. Είπαμε ότι καταγράφεται σε ένα από τα μαρτύρια του, όχι σε ένα, σε περισσότερα μαρτύρια καταγράφεται και η θεραπεία του επάρχου Λεωντίου, που χρονολογείται, γνωρίζουμε με βάση το σχετικό υλικό ότι ο Λεώντιος αυτός έζησε στις αρχές του 5ου αιώνα. Επομένως έχουμε μια προοδευτική αύξηση, ανάπτυξη της τιμής του Αγίου Δημητρίου, που μάλιστα ακριβώς και λόγω της δικής του ιδιότητας και της διδασκαλικής του ιδιότητας, αλλά και λόγω της ιδιότητας των προσώπων τα οποία κατέφυγαν στον τάφο του και αργότερα στο ναό του, όταν ανεγέρθηκε ο πρώτος ναός από τον Λεώντιο και συνεχεία αναπτύχθηκε αυτή η λαμπρή βασιλική του Αγίου Δημητρίου. Έχουμε αρκετά πλέον στοιχεία για το πώς εξελίσσεται η τιμή του Αγίου Δημητρίου και πώς καθιερώνεται θα μπορούσαμε να πούμε σε ένα αρκετά πρόημο χρόνο. Διακρίνεται καταρχήν από τους υπόλοιπους χριστιανούς μάρτυρες της Θεσσαλονίκης σε μια πιο υπερέχουσα, πιο εξέχουσα θέση και κατά δεύτερο λόγο ο τάφος του Αγίου Δημητρίου και αργότερα ο ναός του Αγίου Δημητρίου καταγράφεται ως ένα πρόημο χριστιανικό προσκύνημα. Γνωρίζουμε ότι ήδη από την ύστερη αρχαιότητα έχουμε την ανάπτυξη τέτοιων χριστιανικών προσκυνημάτων, που είναι πάρα πολύ σημαντικά στον χριστιανικό κόσμο, γιατί έρχονται να υποκαταστήσουν τα προσκυνηματικά κέντρα του αρχαίου ιδεολατρικού κόσμου. Αυτό συμβαίνει σε όλη τη χριστιανική οικουμένη, σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπου αναπτύχθηκαν χριστιανικές κοινότητες. Εκεί προβλήθηκαν ιδιαίτερα, γνωρίζουμε και από τις αναφορές για παράδειγμα του Θεοδωρή του Κύρου, ο οποίος λέει ότι ο ημέτερος δεσπότης αντισήξε της ημετέρης θεής αυτού θεράποντας κτλ. Δηλαδή αντισάγει η εκκλησία τους αγίους της στην θέση των θεοτήτων του ιδεολατρικού κόσμου ή των ιρώων του ιδεολατρικού κόσμου και με αυτόν τον τρόπο η εκκλησία επιχείρησε και επέτυχε ασφαλώς σε πολύ μεγάλο βαθμό να καταργήσει τα ιδεολατρικά προσκυνήματα. Και άλλωστε, αναφερόμενοι πριν στο θέμα των εγκυμίσεων των ιατήρων θεοτήτων της αρχαιότητας ή των ιατήρων αγίων αργότερα του χριστιανικού κόσμου, βλέπουμε ακριβώς ότι και από πολλές άλλες περιπτώσεις ότι η εκκλησία χρησιμοποίησε τα ίδια στοιχεία και τα ίδια υλικά θα μπορούσαμε να πούμε με τα οποία λειτουργούσε η αρχαία θρησκεία για να την ακυρώσει και να την αντικαταστήσει, να την υποκαταστήσει με τη νέα χριστιανική πίστη και ασφαλώς με την τιμή που αποδιδόταν στους μάρτυρες των αρχαίων των τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Έτσι λοιπόν η περίπτωση του Αγίου Δημητρίου θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής ως υπερίπτωση ενός Αγίου του οποίου ο τάφος εξελίχθηκε πολύ νωρίς, πολύ σύντομα σε ένα σημαντικό χριστιανικό προσκύνημα. Αυτό διαπιστώνεται από τις πηγές που μας έχουν διασωθεί και δεν είναι άλλες από τις αρχαίες συλλογές των θαυμάτων, τα αρχαία βιβλία των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου. Όταν μιλούμε για βιβλία των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου αναφερόμαστε σε δύο καταρχήν συλλογές με έναν συγκεκριμένο αριθμό θαυμάτων. Η πρώτη συλλογή αποτελείται από 15 τέτοια θαύματα που είναι όμως εκτενής διηγήσεις και που γνωρίζουμε ιδιαίτερα για την πρώτη συλλογή ότι η συλλογή αυτή προήλθε από έναν λόγιο Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 7ου αιώνα. Γνωρίζουμε ότι ζει και δρά εκκλησιαστικά στα τέλη του έκτου και στις αρχές του 7ου αιώνα τον Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης Ιωάννη τον Πρώτο. Είναι ένα πρόσωπο αρκετά γνωστό γιατί συμμετέχει στα εκκλησιαστικά δρώμενα της εποχής του και συγχρόνως ταυτόχρονος συγγράφει κείμενα και μας έχουν σωθεί αρκετά έργα του Ιωάννη του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τα οποία μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν και από μεταγενέστερους συνόδους. Για παράδειγμα, στην 7η Οικουμενική Συνόδο χρησιμοποιήθηκαν μαρτυρίες από το έργο του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ιωάννη του Πρώτου. Αυτή λοιπόν η πρώτη συλλογή των 15 θαυμάτων είναι μια εξαιρετικά σημαντική συλλογή για πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι είναι λόγο της αρχαιότητάς της. Καταγράφει θαύματα τα οποία έχουν προηγηθεί του 7ου αιώνα, δηλαδή είναι όλα θαύματα της ύστερης αρχαιότητας, της πρόημης τιμής στο πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου και καταγράφουν αρκετά στοιχεία τα οποία εν συνεχεία προβλήθηκαν με ιδιαίτερο τρόπο, συνδέθηκαν και προβλήθηκαν στο πλαίσιο της τιμής του Αγίου Δημητρίου. Η ιδιότητά του ως πολυούχο Αγίου καταγράφεται καταρχήν στα θαύματα αυτά. Είναι η διάσωση από τον Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, της πόλης του, από τις επιδρομές, τις αβαρικές επιδρομές και αργότερα και από τις σλαβικές επιδρομές, από την κάθοδο δηλαδή αυτών των φύλων, των αβαρικών και των σλαβικών φύλων στην Χερσόνησο του Έμου. Είναι επίσης το στοιχείο μέσα στο πλαίσιο της πολυουχικής του ιδιότητας, το στοιχείο της διαφύλαξης της εσωτερικής ενότητας της πόλεως. Ο Άγιος Δημήτριος καταγράφεται ως αυτός ο οποίος με θαυμαστό τρόπο απέτρεψε την εσωτερική διχόνια, την εσωτερική έρηδα μεταξύ των Θεσσαλονικαίων και μάλιστα εδώ χρησιμοποιείται και ένα ρωμαϊκό θα μπορούσαμε να πούμε δάνειο, που είναι η προσωποποίηση της εσωτερικής τάξιος, της ευταξίας της πόλεως σε ένα από τα θαύματα αυτά. Δηλαδή εμφανίζεται μια γυναίκα η οποία στο κείμενο αυτό, στη δήγηση του συγκεκριμένου θαύματος καταγράφεται ως με τον τίτλο η κυρία ευταξία. Είναι η προσωποποίηση της ευταξίας της πόλεως όπως ακριβώς συνέβαινε στον ρωμαϊκό κόσμο και στον ελληνικό κόσμο όπου έχουμε προσωποποιήσεις όχι μόνον των θεών και των θεοτήτων, αλλά έχουμε προσωποποίηση και τέτοιων στοιχείων, καταστάσεων ακόμη και πόλεων και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι και οι Ρώμοι και οι Θεσσαλονίκοι ακόμη προσωποποιήθηκαν και απεικονίζονταν μέσα από συγκεκριμένες γυναικείες μορφές. Έτσι λοιπόν επιβιώνουν τέτοια στοιχεία, πρόημα μέσα στις δηηγήσεις αυτές και είναι αυτό ένα πάρα πολύ σημαντικό και ενδιαφέρον στοιχείο, προβάλλοντας ιδιαιτέρως τον Άγιο Δημήτριο ως προστάτη, φιλόπολη και φιλόπατρη. Ως τον Άγιο εκείνο της Θεσσαλονίκης ο οποίος έρχεται να υποκαταστήσει την λατρεία των αρχαίων θεοτήτων στις οποίες απεύλεπαν τον Διοσκουρό και άλλων που απεύλεπαν οι δολολάτρες της Θεσσαλονίκης με αυτήν την προστασία και την σημαντική συμβολή του στα θέματα ακόμη και της εσωτερικής καταστάσεως της πόλως. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ένας από τους αρχαιότερους ύμνους που γράφηκαν για τον Άγιο Δημήτριο ακριβώς είναι ένας ύμνος ο οποίος προβάλλει αυτήν την ιδιότητά του. Και δεν είναι άλλος από το γνωστό απολυτίκιο του Αγίου Δημητρίου το «Μέγαν εύρατο εν της ύψής της σε υπέρμαχον η οικουμένη» ένα τροπάριο που γνωρίζουμε ότι συγκροτείται και ψάλλεται από αυτήν την περίοδο, την πρώην περίοδο τουλάχιστον από τον 7ο αιώνα και εμφανίζει τον Άγιο Δημήτριο ως υπέρμαχος της οικουμένης αλλά στις αρχαιότερες εκδοχές αυτού του τροπαρίου στα παλαιότερα χειρόγραφα καταγράφεται ως υπέρμαχος της Θεσσαλονίκης. Σε υπέρμαχον Θεσσαλονίκη, αργότερα όμως το τροπάριο αυτό το οποίο μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες περιοχές της Βυζανής Αυτοκρατορίας διευρύνει αυτήν την προστασία, την πολυουχική προστασία του Αγίου Δημητρίου και τον καθιστά υπέρμαχο όλης της χριστιανικής οικουμένης και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο το τροπάριο αυτό σήμερα όπως το ψάλλουμε, τον εμφανίζει ως υπέρμαχο της οικουμένης. Είναι ακριβώς στην ίδια χρονική περίοδο που εμφανίζονται ανάλογα τροπάρια όπως είναι το γνωστό απολυτίκιο του Ακαθής του Ήμνου την υπέρμαχο στρατηγό τα νικητήρια που ακριβώς αποδίδει αυτήν την ιδιότητα του υπέρμαχου στρατηγού και προστάτη της πόλεως που ήταν αφιερωμένη στην ίδια την Θεοτόκο δηλαδή της Κωνσταντινούπολης που γνωρίζουμε ότι αφιερώθηκε στην προστασία της Θεοτόκου, ήταν μια Θεοτοκούπολης δηλαδή η Κωνσταντινούπολη στην ίδια ακριβώς περίοδο που εμφανίζεται και το γνωστό τροπάριο το Μέγα Νεύρατο που από τον 1ο αιώνα και μετά είπαμε παραλάσσει την ιδιότητα του Αγίου Δημητρίου από προστάτη της Θεσσαλονίκης σε προστάτη όλης της χριστιανικής οικουμένης. Γιατί πριν προχωρήσουμε στην μεσοβυζαντινή περίοδο θα πρέπει να πούμε ότι για αυτήν την πρόημη περίοδο έχουμε άλλες δύο πολύ σημαντικές μαρτυρίες και δύο πολύ σημαντικά στοιχεία. Το ένα στοιχείο είναι ότι αρκετά νωρίς έχουμε μία έξαρση της εορτής και της τιμής στο πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου και αυτό καταγράφεται στην υμνογραφία της εορτής του για την οποία πρέπει να πούμε ότι αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις η υμνογραφία του Αγίου Δημητρίου όπου μας έχει σωθεί τόσο μεγάλος αριθμός ύμνων και μάλιστα και υμνογραφικός συνθέσεων. Ο αείμνηστος καθηγητής εδώ της Θεολογικής Σχολής ο Ιωάννης Φουντούλης είχε συγκεντρώσει και αριθμίσει περίπου 40 βυζαντινούς κανόνες οι οποίοι συνετέθησαν είναι οι μεταγενέστερες υμνογραφικές συνθέσεις αυτές που εμφανίζονται από τη μεσοβυζαντινή περίοδο και μετά οι οποίοι συνετέθησαν και ψάλλονταν προς τιμή του Αγίου Δημητρίου. Πάρα πολύ μεγάλος αριθμός αν εξαιρέσει κανείς τις δεσποτικές ή τις θεομητορικές εορτές ή ακόμη τις εορτές του τιμήου προδρόμου δύσκολα θα βρει για κάποιον Άγιο, μάρτυρα της εκκλησίας ή οποιοδήποτε άλλο Απόστολο να έχει αφιερωθεί ένας τόσο μεγάλος αριθμός υμνογραφικών κειμένων αλλά και αγιολογικών κειμένων γιατί και τα αγιολογικά κείμενα επίσης υπερβαίνουν κατά πολύ τα κείμενα τα οποία γράφτηκαν για άλλους Αγίους της πρόημης αυτής περιόδου ή και των μεταγενέστερων περιόδων. Είναι δεκάδες τα βυζαντινά αγιολογικά κείμενα τα οποία μας έχουν παραδοθεί και γνωρίζουμε σήμερα και μάλιστα καλύπτουν σχεδόν όλα τα είδη της βυζαντινής αγιολογικής παραγωγής, δηλαδή και μαρτύρια, διηγήσεις θαυμάτων όπως είπαμε ήδη τώρα, εγκόμια και άλλα επίσης ελάσσονα κείμενα συναξάρια και ούτω καθεξής τα οποία γράφτηκαν προς τιμήν του Αγίου Δημητρίου. Σε αυτήν λοιπόν την πρόημη περίοδο επανέρχομαι ότι έχουμε δύο ακόμη σημαντικά στοιχεία που πρέπει να επισημάνουμε. Το ένα είναι ο πρόημος εορτασμός της μνήμης του και μάλιστα η ανάπτυξη της εορτής του, η έξαρση της μνήμης του. Προκύπτει από το γεγονός ότι έχουμε κατά την περίοδο που ήδη μνημονεύσαμε, την περίοδο δηλαδή κατά την οποία ο Ιουστινιανός προσπάθησε, έστειλε απεσταλμένους στην Θεσσαλονίκη για να μεταφέρουν ένα τμήμα από το μαρτυρικό λείψανο του Αγίου Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη για τα εγγένεια της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολεως. Την ίδια περίοδο γνωρίζουμε ότι συντίθεται τρεις υμνογραφικές συνθέσεις με τη μορφή των κοντακιών, δηλαδή των αρχαιότερων υμνογραφικών συνθέσεων που προηγήθηκαν των κανόνων που ήδη μνημονεύσαμε. Μάλιστα τα κοντάκια αυτά, ένα δηλαδή στην προεόρτιο, ένα της Κυρίας Εορτής και ένα με θέορτο κοντάκιο, αποδόθηκαν στην χειρόγραφη παράδοση στον πατέρα και τον μεγαλύτερο ποιητή αυτού του υμνογραφικού είδους, τον Άγιο Ρωμανό τον Μελωδό. Για την πατρότητα βέβαια έχουν εκφραστεί διάφορες επιφυλάξεις, εάν πράγματι τα κοντάκια αυτά ανήκουν στον Άγιο Ρωμανό τον Μελωδό, αλλά εκείνο το οποίο ενισχύει την απόδοσή τους στο πρόσωπο του Ρωμανού του Μελωδού είναι το γεγονός ότι, ο Ρωμανός Εμελωδός γνωρίζουμε ότι διατηρούσε σχέσεις και διέκυτο ευμένως απέναντι στον βυζαντινό αυτοκράτορα τον Ιουστινιανό. Επομένως θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν γνώστης και αυτής της αποστολής στη Θεσσαλονίκη, αλλά ενδεχομένως και άλλων στοιχείων που σχετίζονταν με αυτή την έξαρση της εορτής του Αγίου Δημητρίου. Το ένα λοιπόν στοιχείο πολύ σημαντικό είναι αυτό, η ύπαρξη ενός τριήμερου, προημή ύπαρξη ενός τριήμερου εορτασμού της μνήμης του Αγίου Δημητρίου. Ένα στοιχείο που ακριβώς δείχνει ότι έχει καθιερωθεί και έχει προβληθεί σε μεγάλο βαθμό η εορτή του μέσα στην Θεσσαλονίκη. Το δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο προέρχεται από ένα άλλο κείμενο, πάλι και πάλι του Αρχιεπισκόπου Ιωάννη του Πρώτου, το οποίο όμως δεν ανήκει στα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, στο πρώτο αυτό βιβλίο, στην πρώτη αυτή συλλογή των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, αλλά αποτελεί το αρχαιότερο εγκόμιό του. Είναι ένα εγκόμιο στον Αγιο Δημητρίο που αποδίδεται στον Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης τον Ιωάννη και στο εγκόμιο αυτό έχει μια πολύ ιδιαίτερη σύνθεση. Γιατί? Γιατί στο εγκόμιο αυτό ο Άγιος Δημητρίος προβάλλεται η διδασκαλική ιδιότητα του Αγίου Δημητρίου και όπως είπαμε όχι απλά του διδασκάλου της πίστεως, αλλά του διδασκάλου των ορθών δογμάτων της πίστεως, της ορθοδοξίας δηλαδή και μάλιστα εμφανίζεται ο Άγιος Δημητρίος σε έναν τεχνητό διάλογο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντικατοπτρίζει κατά κάποιο τρόπο αυτό που ονομάζουμε στην Βυζαντινή Ριτορική χαρακτηρίζεται η Βυζαντινή Ιθοποιία δηλαδή δημιουργείται ένα θέατρο, μια θεατρική παράσταση θα μπορούσαμε να πούμε μέσα στο εγκόμιο αυτό, όπου ο Άγιος Δημητρίος συνδυαλέγεται με τους εκπροσώπους κάποιων θρησκιών και αιρέσεων της εποχής του. Συνδυαλέγεται με έναν Έλληνα δηλαδή έναν ειδωλολάτρη, συνδυαλέγεται με έναν Ιουδαίο, οι δύο σημαντικότερες θρησκείες του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αλλά συνδυαλέγεται και με έναν Αριανό όπως και με έναν Μανιχαίο και αυτό επίσης είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο ότι ο διάλογος τον οποίον διαπράττει, ο διάλογος τον οποίον διενεργείται μέσα στο κείμενο αυτό δεν αφορά μόνο τους εκτός αλλά και τους εντός, τα πρόσωπα δηλαδή αυτά τα οποία πολεμούσαν την εκκλησία μέσω των αιρέσεων εκ των ένδοθεν. Αυτό λοιπόν είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό κείμενο το εγκόμιο αυτό, το πρόημο αυτό εγκόμιο του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Ιωάννη. Με την ευκαιρία θα πρέπει να πούμε ότι αρκετά από τα εγκόμια του Αγίου Δημητρίου προέρχονται από αρχιεπισκόπους της Θεσσαλονίκης και αυτό είναι επίσης ένα δείγμα της ιδιαίτερης ύψης της τιμής που αποδόθηκε στον Μάρτυρα Δημήτριο, στον Πολιούχο της Θεσσαλονίκης από τα πιο προβλημένα μέλη της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης που ήταν η Αρχιεπίσκοπή της. Ήδη αναφέραμε τον Ιωάννη αλλά και αργότερα βλέπουμε ότι ο Πλωτίνος και άλλοι αρχιεπίσκοποι, αργότερα ο Ευστάθειος Θεσσαλονίκης, ο Νικήτας Θεσσαλονίκης, ο Βασίλειος και όσο προχωρούμε στους παλαιολόγιους χρόνους και άλλα πρόσωπα, αρχιεπίσκοποι της Πόλεως αφιερώνουν εγκόμια σύντομα ή εκτενεί εγκόμια, εκτενέστερα εγκόμια στον Άγιο Δημήτριο. Αυτό είναι το νέο είδος το οποίο πλέον καλλιεργείται στην Μεσοβυζετνή περίοδο παράλληλα με το είδος των υμνογραφικών συνθέσεων των κανόνων του προστιμήν του Αγίου Δημητρίου. Και τι προκύπτει από τα κείμενα αυτά. Από τα κείμενα αυτά προκύπτει καταρχήν προβάλλεται μια νέα ιδιότητα του Αγίου Δημητρίου παράλληλα με την πολυουχική του ιδιότητα προβάλλεται η Μυροβλησία του. Είναι ένα νέο στοιχείο το οποίο για πρώτη φορά καταγράφεται σε πηγές του 1ου αιώνα. Βλύζει σου η Λάρναξ οι άματα και τα λοιπά στους σχετικούς κανόνες. Έχουμε έναν πρόημο κανόνα των αρχών του 1ου αιώνα από τον υμνογράφο Νικόλαο που καταγράφεται για πρώτη φορά αυτή η αναφορά γιατί στην Μυροβλησία του Αγίου Δημητρίου βλύζει σου η Λάρναξ Μύρον Ευοδέστατον. Και επαναλαμβάνεται αυτή η εικόνα όλο ένα και περισσότερο όσο διανύουμε τους μεταγενέστερους αιώνες δηλαδή και στην διάρκεια του 10ου αιώνα όπου για πρώτη φορά ο Ιωάννης ο Καμινιάτης ο κληρικός αυτός που υπήρξε ο ιστορικός της 1ης αλώσεως της Θεσσαλονίκης καταγράφει μέσα στο έργο του μία αναφορά για τον Άγιο Δημήτριο με την προσονομία ο Μυροβλύτης. Είναι η πρώτη πλέον η αρχαιότερη πηγή στην οποία καταγράφεται η προσονομία ο Μυροβλύτης που θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθιέρωσε και έκανε ευρύτερα γνωστό τον Άγιο Δημήτριο αν για την πρώτη περίοδο τους πρώτους επτά αιώνες δηλαδή την εποχή που θα μπορούσαμε να την οριοθετήσουμε ως το τέλος του 7ου αιώνα δηλαδή όταν ολοκληρώνεται και η δεύτερη συλλογή θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου που ξέρουμε ότι επίσης προήλθε από κάποιο προβεβλημένο μέλος της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης αλλά είναι μια ανώνυμη συλλογή στα τέλη του 7ου αιώνα η δεύτερη συλλογή των θαυμάτων. Αν λοιπόν σε αυτή την πρώιμη περίοδο δηλαδή στην περίοδο της ύστερης αρχαιότητας ο Άγιος Δημήτριος προβάλλεται κατεξοχήν ως ο Αθλοφόρος και ο Πολιούχος. Μάλιστα ο Ιωάννης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι οι Θεσσαλονικοί και μόνο χρησιμοποιώντας την προσωνημία ο Αθλοφόρος γνώριζαν τι σήμενε, ποιο ήταν το σημενόμενο αυτού του όρου. Ο Πολιούχος ήταν μόνον ένας και αυτός ήταν ο Δημήτριος από την οικονομαχία και μετά όταν πλέον έχουμε αυτήν την σημαντική προσπάθεια που καταβάλλουν οι Ορθόδοξοι συγγραφείς να προβάλλουν την τιμή όχι μόνο των ιερών εικόνων γιατί δεν πολεμούνταν μόνο τα ιερά ιερές εικόνες αλλά πολεμούνταν και τα ιερά λείψανα. Δηλαδή εκτός από οικονομαχία η περίοδος αυτή διακρίνεται και ως λειψανομαχία γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο προβάλλονται ιδιαίτερα στοιχεία θαυμαστά οι άσεις ή χαρακτηριστικά μιας θαυμαστής εκφράσεως της αγιότητας των προσώπων αυτών όπως ήταν η Μυροβλησία. Που είναι ένα στοιχείο το οποίο κατεξοχήν εμφανίζεται κατά την περίοδο της οικονομαχίας δηλαδή αν θα δούμε μέσα στην Βυζαντινία γεωλογική παράδοση την ομάδα των Μυροβλητών Αγίων θα διαπιστώσουμε ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι Άγιοι που έζησαν ή προβλήθηκαν ως Μυροβλίτες Άγιοι κατά την περίοδο της οικονομαχίας. Αυτό λοιπόν είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο από τον 1ο αιώνα και μετά το στοιχείο της Μυροβλησίας που φτάνει βέβαια σε μια έξαρση στους μεταγενέστερους αιώνες ιδιαίτερα στο 12ο αιώνα και μέσα από το έργο ενός πολύ σπουδαίου Αρχιεπισκόπου της Θεσσαλονίκης που είναι ο Αρχιεπίσκοπος Ευστάθειος της Θεσσαλονίκης. Ο Ευστάθειος είναι εκείνος ο οποίος συγγράφει το εκτενέστερο εγκόμιο προφανώς το εκφώνησε αλλά και συγγράφει το εκτενέστερο εγκόμιο προς τιμή του Αγίου Δημητρίου όπου ασχολείται ιδιαίτερα με το στοιχείο της Μυροβλησίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρουσιάζει και εκθέτει την θεολογία της Μυροβλησίας την οποία βέβαια Μυροβλησία την συσχετίζει άμεσα με την καθαρότητα του βίου και της μαρτυρίας του Αγίου Δημητρίου. Δηλαδή προβάλλεται ως στοιχείο, ως επιβεβαίωση του καθαρού πνευματικού βίου των μαρτύρων ή και των άλλων Αγίων αργότερα αλλά στην προκειμένη περίπτωση για τον Άγιο Δημήτριο το γεγονός ότι ένας νέος άγαμος όπως φαίνεται από τις πηγές, χριστιανός διδάσκαλος ο οποίος τήρησε την καθαρότητα του νουός και του σώματος, είναι αυτός ο οποίος εξαγιάζεται μέσα από το μαρτύριό του και προβάλλεται και ο ηρωισμός της πράξεως του αλλά και η καθαρότητα της ζωής του. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο και από την περίοδο αυτή και μετά ο Άγιος Δημήτριος προβάλλεται και ως ένα υπόδειγμα, ένα πρότυπο μοναστικού αγωνιστή, ως ένα μοναστικό πρότυπο. Προβάλλεται ως πρότυπο μοναχικού ιδεόδους μέσα στα κείμενά του και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο γνωρίζουμε ότι αφιερώθηκαν και μοναστήρια στην Βυζαντινή εποχή και στο Άγιον Όρος στην μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους αφιερώθηκαν και σκίτες ακόμη, δηλαδή πολύσματα μοναστικά αφιερώθηκαν στη μνήμη του Αγίου Δημητρίου. Και βέβαια είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι στην περίοδο αυτή έχουμε και μια ιδιαίτερη ανάπτυξη του προσκυνήματος του Αγίου Δημητρίου, όχι πλέον ως αλείψανου προσκυνήματος αλλά ως ελείψανου προσκυνήματος. Αλλά στην περίοδο του Αγίου Δημητρίου το ελείψανο προσκύνημα δεν αφορά σε σωματικό λείψανο αλλά αφορά στο λύθρο του Αγίου Δημητρίου, αυτό που καταγράφεται στις πηγές ως το λύθρο του Αγίου Δημητρίου. Το λύθρο του Αγίου Δημητρίου είναι αυτό ακριβώς το προϊόν το οποίο μετέφεραν και οι απεσταλμένοι του Ιουστινιανού, σύμφωνα με την διοίγηση των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη. Δηλαδή είναι το χώμα εκείνο το οποίο ευωδίαζε και το οποίο ήταν αναμιγμένο, είχε εξαγιαστεί επειδή είχε δεχθεί το μαρτυρικό αίμα του Αγίου Δημητρίου. Έχουν σωθεί κάποιες λειψανωθήκες από αυτή την εποχή οι οποίες μάλιστα είναι και περίτεχνα διακοσμημένες και κάποιες από αυτές είναι διακοσμημένες με σκηνές από τη ζωή, από τον βίο και το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου και μάλιστα οι σημαντικότερες ίσως θα μπορούσαμε να πούμε από αυτές γνωρίζουμε σήμερα ότι φυλάσσονται στα σκευοφυλάκια των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους και στην Ιερά Μονή Μεγής της Λαύρας αλλά και στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Υπάρχουν, μας παραδίδονται δύο τέτοιες πολύ σημαντικές λειψανωθήκες οι οποίες φέρουν την επιγραφή «ΕΜΑ ΦΕΡΩ ΜΑΡΤΙΡΩΣ ΔΙΜΙΤΡΙΟ» δηλαδή είναι λειψανωθήκες στις οποίες είχε εναποτεθεί σε στερεά μορφή θα μπορούσαμε να πούμε το λίθρο ή το αίμα του Αγίου Δημητρίου. Αυτό το δεύτερο στοιχείο είναι πάρα πολύ σημαντικό γιατί επαληθεύει μία παράδοση που συναντούμε σε αρκετές από τις πηγές της πρόημης περιόδου για τους μάρτυρες της Αρχίας Εκκλησίας, όχι στην περίπτωση της Αισαλονίκης αλλά ιδιαίτερα στην Δύση, στην Ρώμη, στις ρωμαϊκές κατακόμβες και αλλού, όπου έχουμε τη συλλογή του αίματος των μαρτύρων μέσα σε ειδικά φιαλίδια τα οποία τοποθετούνταν σε μία εξέχουσα θέση στους χώρους όπου ενταφιάζονταν τα λείψανα τα σώματα των μαρτύρων. Είναι τα λεγόμενα φιαλίδια αίματος ή ambule sanguinis στην λατινική ορολογία. Ένα τέτοιο φιαλίδιο αίματος μάλιστα θα πρέπει να πούμε ότι εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια των ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο ναό του Αγίου Δημητρίου μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917 η οποία προξένησε μεγάλη καταστροφή στο ναό του Αγίου Δημητρίου και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο το 1917 ανατέθηκε μία στο πλαίσιο της ανακέννησης και της αναστήλωσης της ιστορικής αυτής βασιλικής που χρονολογείται από την πρωτοβυζαντινή περίοδο διενεργήθηκε μία σημαντική ανασκαφική έρευνα από το ζεύγος Σωτηρίου τον Γεώργιο και την Μαρία Σωτηρίου οι οποίοι με μία ομάδα συνεργατών τους πραγματοποιήσαν σημαντικές ανασκαφικές έρευνες που απεκάλυψαν πάρα πολύ σημαντικά στοιχεία σχετιζόμενα με την τιμή που αποδόθηκε στον Αγιο Δημητρίο διαχρονικά μέσα στο ναό του και μεταξύ αυτών απεκάλυψαν στο χώρο του ιερού βήματος ένα σπουδαίο σταυρόσχημο όριγμα στο σημείο τομής των δύο κεραιών του σταυρού, στο κέντρο δηλαδή ακριβώς του σταυρού βρισκόταν ένα κονικό έξαρμα πάνω στο οποίο βρέθηκε τοποθετημένο ένα τέτοιο φυαλίδιο που οικάζεται ότι πιθανότατα ήταν ένα τέτοιο φυαλίδιο αίματος ένα μία αμπούλα σαγγουίνις σχετιζόμενη με το μαρτύριο του Αγιού Δημητρίου. Έτσι λοιπόν αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει μία συνέχεια η οποία μας οδηγεί στους μεσοβυζαντινούς χρόνους σε αυτή την έξαρση της τιμής, την μεγάλη έξαρση της τιμής του Αγιού Δημητρίου η οποία πλέον υπερβαίνει τα όρια της πατρίδας του. Δηλαδή πλέον ο Άγιος Δημήτριος δεν είναι Άγιος στη μεσοβυζαντινή περίοδο της Θεσσαλονίκης, δεν είναι πολιούχος και προστάτης και κηδαιμόνας όπως αναφέρουν οι πηγές της Θεσσαλονίκης, αλλά είναι καθίσταται ένας οικουμενικός Άγιος και για την Ανατολή και για την Δύση. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε, να σημειώσουμε κάποια βασικά θέματα. Το ένα στοιχείο έχει να κάνει με το ότι έχουμε μια πάρα πολύ πρόημη μαρτυρία από τα πρώτα θαύματα του Αγίου Δημητρίου όπου μεταφέρεται η τιμή του Αγίου Δημητρίου από τον επίσκοπο Κυπριανό, ο οποίος φτάνει και με ένα θαυματουργικό τρόπο οδηγείται στη Θεσσαλονίκη, μεταφέρεται η τιμή του στην Ανατολή, στην Καπαδοκία και αλλού μάλιστα είναι ένας επίσκοπος από την Βόρεια Αφρική. Αυτός ο οποίος έρχεται εδώ και λαμβάνει αυτήν την θαυμαστή διάσωση ο επίσκοπος Κυπριανός από τον Αγίου Δημητρίου. Ένα λοιπόν βασικό στοιχείο είναι ότι πάρα πολύ πρόημα έχουμε θα μπορούσαμε να πούμε εξαγωγή της τιμής του Αγίου Δημητρίου. Και αυτό το στοιχείο βέβαια έχει να κάνει ιστορικά με το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη σε όλην αυτήν την περίοδο, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, αποτελεί μία, όπως ήδη αναφέραμε στο προηγούμενο μάθημα, μία από τις μεγαλοπόλεις του αρχαίου κόσμου. Δηλαδή αποτελεί μία μεγάλη, μια πολυάνθρωπη πόλη η οποία έχει και ένα βασικό προνόμιο, δηλαδή έχει το λιμάνι της από το οποίο επιτελείται, ανοίγονται εμπορικοί δρόμοι σε όλη τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα ασφαλώς και στην Ανατολή. Γνωρίζουμε για τη σύνδεση που είχε, την εμπορική σύνδεση που είχε η Θεσσαλονίκη με την Αλεξάνδρια, αυτήν την σπουδαία μεγαλόπολη επίσης της βόρειας Αφρικής, της Αιγύπτου. Έτσι λοιπόν, στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί τόσο νωρίς, πως τόσο νωρίς διαδόθηκε η τιμή του Αγίου Δημητρίου, ξέφυγε από τα όρια της πατρίδας του. Το ένα στοιχείο είναι αυτό. Το δεύτερο στοιχείο, πολύ σημαντικό, είναι ότι όπως είπαμε, ήδη από τον έκτο αιώνα εμφανίζεται μία αυτοκρατορική προτίμηση στον Αγιο Δημητρίο, στο πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου. Ήδη προσπαθεί να μεταφερθεί αυτός ο σπουδαίος, ο προβεβλημένος αφλοφόρος της Θεσσαλονίκης, να μεταφερθεί μέρος του λειψάνου του στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό δεν είναι τυχαία ούτε και σβήνει μετά από τον έβδομο αιώνα και μετά δηλαδή μετά το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού, που είπαμε ότι προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το λειψάνο του Αγίου Δημητρίου στα εγγένεια της Αγίας Σοφίας. Λίγο αργότερα μέσα στη μεσοβυζαντινή περίοδο γνωρίζουμε ότι ο Άγιος Δημήτριος προβάλλεται ως ο προστάτης μιας σημαντικής βυζαντινής δυναστίας, αυτοκρατορικής δυναστίας, ίσως μιας από τις σημαντικότερες, αν όχι τις σημαντικότερες, στη μεσοβυζαντινή εποχή της μακεδονικής δυναστίας, της δυναστίας των Μακεδόνων. Και αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι εμφανίζεται ως προστάτης των μελών αυτής της δυναστίας και του Βασιλείου και αργότερα του Λέοντα του έκτου του Σοφού, ο οποίος μάλιστα είναι ο αυτοκράτορας εκείνος ο οποίος μεταφέρει την τιμή του Αγίου Δημητρίου, ανεγείροντας ένα ναό που τον αφιερώνει στη μνήμη του και καθιερώνοντας θα μπορούσαμε να πούμε ένα νέο πλαίσιο εορτασμού της μνήμης του, που είναι καθαρά ένα πλαίσιο αυτοκρατορικής λατρείας του Αγίου Δημητρίου. Και αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Λέοντας ο έκτος μεταφέρει την τιμή του Αγίου Δημητρίου μέσα στο ιερό παλάτιο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε ένα πολύ σπουδαίο κείμενο που μας παραδίδεται με το όνομα του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννίου, του γιού του Λέοντα του έκτου, του Σοφού, το έργο του «Πέρι της βασιλίου τάξιος», που εκθέτει την βασιλική εθιμοτυπία, το πώς εκτελούνταν οι διάφορες εκδηλώσεις και οι διάφορες εορτές και μεταξύ αυτών και κάποιες θρησκευτικές εορτές έχει καταλαμβάνει εξέχοντα ρόλο όσα επιτελούνται επί την εορτή και την προελεύση του Αγίου Μάρτυρος Δημητρίου. Είναι μια ιδιαίτερη διακριτή εορτή, η εορτή του Αγίου Δημητρίου μέσα στο ιερό παλάτιο. Και επίσης είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στο ίδιο κείμενο καταγράφεται ένα βασιλικό στέμα, το οποίο χαρακτηρίζεται το στέμα του Αγίου Δημητρίου. Έχουμε λοιπόν μια έξαρση της τιμής του Αγίου Δημητρίου από τους αυτοκράτορες της μακεδονικής δυναστίας και βέβαια αυτό το στοιχείο φτάνει μέχρι τον πιο σημαντικό στρατιωτικό θα μπορούσαμε να πούμε αυτοκράτορο αυτής δυναστίας που είναι ο βασίλειος ο δεύτερος ο επικληθής Βουλγαροκτόνος, ο γιος του Κωνσταντίνου του 7, εγγονός του Λέοντα του 6 του Σοφού, ο οποίος γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων με τους Βούλγαρους στο τέλος του 10ου αιώνα, επέλεξε ως έδρα του την Θεσσαλονίκη και αυτό ασφαλώς δεν είναι καθόλου τυχαίο και με την ιδιαίτερη προστασία που θεωρούσαν ότι απέλαβαν από τον Άγιο Δημήτριο οι προγονείς του, οι αυτοκράτορες της μακεδονικής δυναστίας. Η ανάπτυξη λοιπόν της τιμής του Αγίου Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη τον καθιστά έναν οικουμενικό Άγιο και βέβαια δεν μπορεί να υποκαταστήσει την τιμή του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη. Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στο 12ο αιώνα ο Ναός του Αγίου Δημητρίου καταγράφεται σε ένα σπουδαίο κείμενο τον Τιμαρίωνα που είναι ένα κείμενο γραμμένο στη μορφή των νεκρικών διαλόγων του Λουκιανού. Την σπουδαία αυτή πανήγυρη που πραγματοποιούνταν στη Θεσσαλονίκη και για πρώτη φορά καταγράφεται με τον όρο Δημήτρια. Τα Δημήτρια μια εμπορική πανήγυρη στην οποία συνέρεαν στο πλαίσιο της θρησκευτικής ορτής του Αγίου Δημητρίου, συνέρεαν χριστιανοί από όλη την οικουμένη. Δηλαδή όχι μόνο από τις βυζαντινές επαρχίες αλλά και από χώρες πέραν του Βυζαντίου, από τη δύση αναφέρονται οι Κέλτες, αναφέρονται οι άλλοι λαοί των Βρετανικών νησών, οι επέκυνα των Άλπαιων ή οι λαοί της Σιβυρικής Χερσονίσου από την Ισπανία. Καθίσταται ένα οικουμενικό προσκύνημα. Στον 12ο αιώνα και αυτή η μαρτυρία του Τιμαρίω να είναι μια εξαιρετικά σημαντική μαρτυρία, όπου ο αφηγητής καταγράφει το ταξίδι του ακριβώς από την Κωνσταντινούπολη στην Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του 12ου αιώνα για να επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της εορτής του Αγίου Δημητρίου. Και βέβαια πολύ σημαντική είναι και η περιγραφή του εορτασμού του Αγίου Δημητρίου στον ναό του Αγίου Δημητρίου, στη Βασιλική του Αγίου Δημητρίου που περιλήφθηκε μέσα στο έργο αυτό του Τιμαρίωνα. Σε αυτό το πλαίσιο της οικουμενικής τιμής θα μπορούσαμε να καταγράψουμε πάρα πολλές μαρτυρίες. Ιταλοί προσκυνητές στο τρίτο βιβλίο των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, οι οποίοι έρχονται από την Ιταλία στην Θεσσαλονίκη για να προσκυνήσουν στον τάφο του Αγίου Δημητρίου ή ακόμη και οι σταυροφόροι οι οποίοι σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο προσλαμβάνουν τον Αγίου Δημητρίο ως προστάτη τους και εμφανίζεται ο Άγιος Δημητρίος σε κείμενα των σταυροφόρων ως προστάτης τους στις σταυροφορίες τους. Αυτό το στοιχείο είναι επίσης ένας άλλος θα μπορούσαμε να πούμε εντός εισαγωγικών μετασχηματισμός του Αγίου Δημητρίου. Γιατί από τη Μεσοβυζαντινή περίοδο και μετά όταν πλέον το Βυζάντιο καταβάλλει τις μεγάλες στρατιωτικές αναμετρήσεις με άλλους λαούς πέριξε αυτού και ιδιαίτερα από τον 12ο-13ο αιώνα και μετά ο Άγιος Δημητρίος προβάλλεται ιδιαίτερα και αυτό το βλέπουμε από την εξέλιξη της οικονογραφίας του Αγίου που είναι ένα άλλο πάρα πολύ μεγάλο κεφάλαιο, καταγράφεται πλέον ως ένας μεγάλος στρατιωτικός Άγιος. Κατατάσσεται μέσα στον κύκλο των στρατιωτικών Αγίων και μάλιστα στην πιο προβεβλημένη τριάδα στρατιωτικών Αγίων του Βυζαντίου που συναποτελούν οι Άγιοι Γεώργιος, Δημήτριος και Θεόδωρος. Αυτοί οι τρεις προβεβλημένοι στρατιωτικοί Άγιοι του Βυζαντίου εμφανίζονται σε πάρα πολλές αποικονίσεις πλέον μαζί και εμφανίζονται ως οι στρατιωτικοί προστάτες του Βυζαντινού στρατού. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ερμηνεύεται και η μετεξέληξη της οικονογραφίας του Αγίου Δημητρίου. Είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό κεφάλαιο και βέβαια η ιστορική της τέχνης, η ιστορική της Βυζαντινής και της χριστιανικής τέχνης έχουν εντοπίσει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία γύρω από αυτούς τους μετασχηματισμούς αλλά και από τις διαφορετικές οικονογραφικές παραδόσεις που σταδιακά εμφανίζονται γύρω από το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου. Είναι χαρακτηριστικό δηλαδή ότι η κωνσταντινουπολίτικη οικονογραφική παράδοση διαφοροποιείται αισθητά από την οικονογραφική παράδοση που ήδη έχει καταγραφεί μέσα από τα περίφημα παλαιά ψηφιδοτά του 7ου αιώνα και των προγενέστερων αιώνων που διασώζονται και σήμερα ακόμη στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου. Έτσι λοιπόν, εξελισσόμενη η τιμή προς το πρόσωπό του, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιραία και φυσιολογικά οδηγεί και σε μια μεγάλη έξαρση της λειτουργικής τιμής προς το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου που διαπιστώνεται από την καταγεωμετρική πρόοδο ανάπτυξη, αύξηση της συγγραφής κειμένων και αγιολογικών αλλά και υμνογραφικών κατά την παλαιολόγια περίοδο προς τιμή του Αγίου Δημητρίου από πολλούς λογίους της Θασσαλονίκης αλλά και από Κωνσταντινουπολίτες λογίους και επιπλέον το γεγονός ότι κατά την περίοδο αυτή έχουμε πλέον προς το λικόφος του Βυζαντίου προς το τέλος της Βυζαντινής εποχής, έχουμε την ανάπτυξη της λεγόμενης μεγάλης εβδομάδας του Αγίου Δημητρίου που είναι το αποκορύφωμα της ανάπτυξης της λειτουργικής τιμής στη μνήμη του Αγίου Δημητρίου Η εξέλιξη αυτή γνωρίζουμε ότι προέρχεται από έναν σπουδαίο Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης τον τελευταίο Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης πριν από την οριστική άλλωση της από τους Τούρκους το 1330 τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τον Άγιο Σημεών Ο Άγιος Σημεών είναι αυτός ο οποίος γνωρίζουμε και από τις πληροφορίες που μας διασώζει ο ίδιος στο τυπικό του στο σωζόμενο τυπικό του αλλά και σε άλλα κείμενα του και στους λόγους που εκφώνησε στην εορτή του Αγίου Δημητρίου ότι οδηγείται σταδιακά η μνήμη του Αγίου Δημητρίου σε μία καταναλογίαν εορτή προς την εορτή του πάθους του Χριστού προς τη μεγάλη εβδομάδα κατά την οποία εορτάζονται τα διάφορα γεγονότα του πάθους του Χριστού καταναλογίαν θα μπορούσαμε να πούμε ακόμη και με έναν τρόπο υπερβολικό ο οποίος οφείλουμε να το επισημάνουμε ότι ενίωτε επικρίθηκε όπως ακριβώς μία ανάλογη σύγκριση του προσώπου του Αγίου Δημητρίου με τον ίδιο τον Χριστό σε ένα εγγόμιο του Νικολάου Καβάσιλα παλαιότερα μέσα στο 14ο αιώνα. Έτσι στο 15ο αιώνα ο Σημεώνδης Αωνίκης έρχεται να αναπτύξει στην εβδομάδα πριν από την εορτή του Αγίου Δημητρίου πριν την 26η Οκτωβρίου να αναπτύξει μία εβδομάδα, μία μεγάλη εβδομάδα του Αγίου Δημητρίου με ιδιαίτερη υμνογραφία η οποία όμως εμφανίζεται ακριβώς να προσωμιάζει ως προσώμια της υμνογραφίας των παθών του Χριστού. Έτσι λοιπόν έχουμε αυτήν την μεγάλη εβδομάδα του Αγίου Δημητρίου και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις έχουν καταγραφεί και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό έχουν καταγραφεί ακόμη και μαρτυρίες για ιερομηνία του Αγίου Δημητρίου δηλαδή για αφιέρωση ολόκληρου του μήνα του μηνός Οκτωβρίου στη μνήμη του Αγίου και στην εορτή του Αγίου Δημητρίου. Με αποτέλεσμα να μας έχουν σωθεί κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις υμνογραφικών χειρογράφων όπου για όλον τον Οκτώβριο υπάρχει κάθε μέρα του Οκτωβρίου ένας κανόνας αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο. Αυτή λοιπόν η ιερομηνία του Αγίου Δημητρίου η οποία επίσης έχει την αναγωγή της στις παλές ιερομηνίες της αρχαίας ειδωλολατρικής του αρχαίου ειδωλολατρικού κόσμου αποτελεί θα μπορούσαμε να πούμε το πιο έτσι χαρακτηριστικό στοιχείο της μεγαλύτερης έξαρσης του αποκορυφώματος στο οποίο εφθάνει η λειτουργική τιμή προς το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη στο κέντρο της τιμής του στην πατρίδα του την Θεσσαλονίκη. Στην περίπτωση της δοκοκρατίας βεβαίως η τιμή του Αγίου Δημητρίου δεν μπορούμε να πούμε ότι ατόνισε αλλά ασφαλώς αντιμετώπισε στην Θεσσαλονίκη αλλά και γενικότερα στον ορθόδοξο κόσμο αντιμετώπισε προβλήματα ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη δεδομένου του γεγονότος ότι στα τέλη του 15ου αιώνα ο ναός του Αγίου Δημητρίου μετατράπηκε σε χώρο προσευχής των Μουσουλμάνων. Αποδόθηκε στη μουσουλμανική λατρεία, μετατράπηκε σε τσαμί και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ατόνισε, μάλλον υπήρξε δυσχερής η τιμή που απέδειδαν οι Θεσσαλονικοί προς τον Αγίου Δημητρίου παρά το γεγονός ότι είχε παραχωρηθεί μία δυνατότητα στους Χριστιανούς να επισκέπτονται τον θρυλούμενο ως τάφο του Αγίου Δημητρίου στην αριστερή πλευρά του ναού του. Αυτό λοιπόν είναι ένα σημαντικό στοιχείο το οποίο βεβαίως δεν αποθάρινε τους εκκλησιαστικούς λογίους ολόκληρης αυτής της περιόδου από το να εξακολουθήσουν να συγγράφουν κείμενα, λόγους ή να μεταφράζουν τα παλαιότερα κείμενα στη δημόδη γλώσσα της εποχής τους και να τα ενσωματώνουν σε νέες συλλογές όπως είναι για παράδειγμα η θύρα της μετανοίας στην οποία διασώζονται τέτοια κείμενα της βυζαντινής εποχής ή και νεότερα κείμενα για τον Αγιο Δημητρίο τα οποία ενσωματώθηκαν σε ευρύτερες αγιολογικές και υμνογραφικές συλλογές όπως ήταν η θύρα της μετανοίας και εκδόθηκαν δηλαδή κυκλοφόρησαν εντύπως. Για να φτάσουμε ασφαλώς στις αρχές του 20ου αιώνα όταν ο Άγιος Δημήτριος και πάλι συνδέθηκε με την πόλη του πολυουχικά μέσα από την απελευθέρωση της πόλης ακριβώς την ημέρα της εορτής του Αγιού Δημητρίου την 26η Οκτωβρίου του 1912 πριν από έναν αιώνα όταν εισήλθε ο ελληνικός στρατός στην Θεσσαλονίκη και έδωσε ακριβώς το έναυσμα σε τέτοιες αναγωγές αναβίωσης και προστασίας της πόλης από τον προστάτη της ο οποίος ποτέ δεν την ξέχασε, ποτέ δεν την εγκατέλειψε τον Άγιο Δημήτριο ο οποίος και πάλι την απέδωσε στους χριστιανούς και στους πατριώτες του και απέδωσε τον ναό του και πάλι στην χριστιανική λατρεία.