: [♪ Μουσική Αυτό θα ήταν αδιανόητο για μένα. Σήμερα θέλω να σας μιλήσω για την ιστορία μου και ταυτόχρονα για την ιστορία πολλών άλλων, σαν κι εμένα. Με σεβασμό σε εμένα, στη ζωή μου, θέλω να σας κάνω συνεπιβάτες σε ένα ταξίδι 32 χρόνων. 32 χρόνων σκιάς, μέχρι κάποτε να βρω το νόημα. Ονομάζομαι Ορέστης, γεννήθηκα σε μια μικρή πόλη, κοντά στην Αθήνα. Η οικογένειά μου είναι αυτό που θα λέγαμε μια κλασική παραδοσιακή οικογένεια. Ο πατέρας μου, ένας άνθρωπος με μέτρια μόρφωση, δούλευε σκληρά για να καταφέρει να με μεγαλώσει, ενώ αντίστοιχα η μητέρα μου ασχολείταν οικιακά. Η μητέρα μου θα ήταν αυτό που θα χαρακτηρίζε με μία σκληρή μητέρα. Θεωρούσε πως η ίδια κοινωνία είναι σκληρή, πως τα παιδιά δεν χρειάζονται τρυφερότητες για να είναι καλύτερα προετοιμασμένα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν ένα ιδιαίτερο παιδί, ένα διαφορετικό παιδί, περίεργο. Μου άρεσε πάρα πολύ να μην κοιμάμαι τα βράδια, να σκέφτομαι ότι ταξιδεύω, ότι πάω στο φεγγάρι και ότι εκεί συναντάω άλλους κόσμους. Αγαπούσα πάρα πολύ τα δέσποτα. Κάθε φορά που επέστρεφα από το σχολείο, είχα μαζί μου μια γάτα, ένα σκύλο και μία φορά ένα τραυματισμένο περιστέρι. Μπορεί όλα αυτά να σας ακούγονται κάπως, αλλά αυτή ήταν η δική μου πραγματικότητα. Συνεχίζοντας, θυμάμαι τους γονείς μου να μου λένε, «Παιδί μου, μην κάνεις αναπροσάρμοστο. Ο κόσμος μιλάει για σένα». Έτσι έμαθα από μικρός να νιώθω ντροπή. Ντροπή για τον εαυτό μου, για αυτό που ήμουν και για τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμουν. Τα σχολικά μου χρόνια, ήμουν πάντα το μοναδικό και το μοναχικό παιδί που καθόταν πάντα μόνο του. Δεν είχα παρέες, ένιωθα αδύναμος και αυτό με έκανε τον εύκολο στόχο για τους δυνατούς. Έπεφταν πάνω μου σαν να μην υπήρχα. Δικαίως, λοιπόν, είχα τον τίτλο «φάντασμα», καθώς για όλους αυτούς ήμουν ανήπαρκτος, ήμουν διάθανος. Για να μπορέσω να αποδράσω από αυτό το δύσκολο κόσμο, έφτιαχνα άλλους κόσμους, παράλληλους κόσμους, δικούς μου. Εκεί, υπήρχε ένας κόσμος γεμάτο χρώματα, μουσική, μυρωδιές, ανθρώπους που μ' αγαπούσαν, που με αποδεχόντουσαν. Υπήρχε ένας κόσμος που με αποδεχόντουσε, ανθρώπους που μ' αγαπούσαν, που με αποδεχόντουσαν. Υπήρχε ένας κόσμος όπου υπήρχαν, γιατί αυτό ήθελα, να υπάρχω ως ορέστιες. Κάπως έτσι έμαθα να αντέχω και κάπως έτσι έμαθα να επιβιώνω. Στους γονείς μου δεν μιλούσα για όσες συνέβαιναν στο σχολείο, καθώς μαθημένος να ντρέπω με, για εμένα, ντρεπώ μου και πάλι. Αφήστε, που δεν θα καταλάβανα. Μαθημένος λοιπόν να ντρέπω με, για εμένα, και μη μπορώντας να μιλήσω στους δικούς μου, έφτιαξα όλους αυτούς τους κόσμους, μέσα από τους οποίους εγώ όχι μόνο κατάφερα να αντέξω, αλλά κατάφερα να κάνω και όνειρα που σχετίζονται με την πραγματικότητα. Εκεί λοιπόν, παρότι ο κόσμος συνειδητοποιούσε τι είναι αυτό το οποίο συμβαίνει, δεν μου έδινε ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο για εμένα, εκεί τα πράγματα άρχιζαν να δυσκολεύουν. Και μαθημένος να ντρέπω με, ντρεπώ μου και πάλι. Και έτσι αρχίζω να φτιάχνω παράλληλους κόσμους, που θύμιζαν περισσότερο αυτό που είχα πάντα στα όνειρά μου. Οι παράλληλοι κόσμοι όμως άρχισαν να γίνονται ένα με την πραγματικότητα. Και κάπου εκεί αποφάντασμα γίνομαι σκιά. Μπαινώ βγαίνω στους κόσμους μου χωρίς να το καταλαβαίνω, ωστόσο κατάφερα να υπάρχω, να επιβιώνω και να ζω μέσα από αυτό. Κανείς δεν ενεπλάκει ποτέ με αυτό, σαν αυτό να τους βόλευε όλους. Καθώς τα σχολικά χρόνια φτάνουν σιγά σιγά στο τέλος τους, και εγώ είμαι στην τρίτη ηλικίου, υπάρχει το όνειρο για το πανεπιστήμιο. Και να μην το είχα, ήταν επιτακτικό από την οικογένειά μου. Για εμένα, ταυτόχρονα, ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να καταφέρω να κάνω αυτές, τις πολλές πραγματικότητες, μία. Και να σταματήσω πλέον να είμαι σκιά. Την περίοδο των εξετάσεων, όπως όλοι έτσι γίνονται, δεν υπάρχει τίποτα. Υπάρχει το όνειρο για το πανεπιστήμιο και να μην το είχα, την περίοδο των εξετάσεων, όπως όλοι έτσι κι εγώ, βίον άγχος. Υπήρχαν διαστήματα που θόλωνε η ορασί μου, έβλεπα πράγματα που δεν υπήρχαν, είτε έβλεπα πράγματα παραποιημένα. Το βράδυ, πριν εξεταστώ στο τρίτο μάθημα, με πήρε ο ύπνος στο γραφείο. Με ξυπνά μια φωνή που μου φωνάζει, θα σε σκοτώσει, θα σε σκοτώσει, θα σε σκοτώσει, τρέξε και αυτό έκανα. Έτρεξα και βλέπω τον πατέρα μου να μπαίνει στο δωμάτιο με ένα όπλο. Πηδάω από το μπαλκόνι, στα αλήθεια. Ξυπνάω στο νοσοκομείο μετά από δύο μέρες, φοβάμαι, τρέμω, δεν ξέρω που είμαι, δεν θυμάμαι ποιος είμαι, πονάω πολύ μέσα μου, έξω μου. Οι γιατροί ρωτούν πολλά και θέλουν να βοηθήσουν, μα εγώ ακόμα δεν είμαι σίγουρος αν θέλω να βοηθηθώ. Η φωνή που έλεγε ότι θα σε σκοτώσουν παρέμενα και ξεκίνησε και πάλι τις επισκέψεις της. Τους εξηγώ πως ο πατέρας μου ήθελε να με σκοτώσει και το να πηδήξω ήταν ο μόνος τρόπος για να σωθώ. Αλήθεια όμως. Σώζω τις κοιές. Σύντομα οι γιατροί με μεταφέρουν από την παθολογική στην ψυχιατρική κλινική. Ονομάζουν αυτό που μου είχε συνδεί ψυχωτικό επεισόδιο. Παραμένω στην κλινική για 20 ημέρες. Συνεχίζω να μελετάω για να δώσω στις απαναληπτικές εξετάσεις. Η φαρμακευτική αγωγή κάνει το θαύμα της. Οι φωνές απομακρύνονται. Το σώμα δείχνει να φτιάχνει. Και το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Περνάω στο πανεπιστήμιο. Όμως εξαιτίας της καταστασίας μου που ναι μεν είναι σε ύφεση αλλά κανείς δεν ξέρει πως θα εξελιχθεί. Οι γονείς μου αποφασίζουν να μην μετακομίσω στην Αθήνα αλλά να πηγαίνω έρχομαι και να μένω εκεί δύο μέρες την εβδομάδα. Εκείνες τις μέρες έμανα σε μια αυτιό μου η οποία φυσικά και αγνοούσε αυτό που είχε συνδεί. Γιατί προφανώς δεν θα αδεχόταν να μη φλοξενήσει. Όπως καταλαβαίνετε το πανεπιστήμιο μέσα από τις ίδιες δυσκολίες που είχα στο σχολείο, δεν είχα πολλές επιτυχίες στα μαθήματα. Νομίζω ότι δεν είχα και κανένα όραμα, για να είμαι ειλικρινής, χωρίς κανένα φύλλο και χωρίς κανένα νόημα. Σύντομα τα πράγματα αλλάζουν. Ερωτεύομαι, ερωτεύομαι πραγματικά, ερωτεύομαι αληθινά και ουσιαστικά. Νιώθω πως είναι να νιώθεις. Νιώθω πόσο υπέροχο είναι να νιώθεις. Σαν να βρίσκω νόημα. Όταν εξομολογούμαι την ιστορία μου, η σχέση αυτή τελειώνει. Καταλάβανα και δεν καταλάβανα γιατί τελειώνει. Δεν καταλαβαίνω πως γίνεται να πληρώνω για κάτι που δεν έχω κάνει. Οι παράλληλοι κόσμοι επιστρέφουν. Η σκέα κάνει την αφανισή της. Την παρακολουθώ, σκέφτομαι πως έχει βρει άλλο. Και με εισαγγελική παρέμβαση των γονιών της και των γονιών μου, εισάγομαι στην ψυχιατρική κλινική. Και εκεί ακούγεται για πρώτη φορά η διάγνωση της χειζοφρένειας. Τη συνέχεια μου στην ιστορία θα σας την πει κάποιος άλλος, που την ξέρει αρκετά καλά. Όπως καταλαβαίνετε, δεν είμαι ο Ρέστης. Με την άδειά του, με τη συνέναισή του, μας επέτρεψε να μιλήσουμε για αυτή την ιστορία, για να μπορέσει να ακουστεί. Θα μπορούσε, όμως, ο Ρέστης να είναι ο καθένας από εμάς. Ο Ρέστης διαγνώστηκε με σχεζοφρένεια και έτσι έκανε την εισαγωγή στο ψυχιατρίο. Για να δώσουμε πολύ απλούς όρος, τι σημαίνει σχεζοφρένεια, έβλεπε πράγματα που δεν υπήρχαν ή έβλεπε πράγματα που υπήρχαν και τα έβλεπε παραπεημένα. Άκουγε πράγματα, άκουγε φωνές, μυρωδιές, όμως, προτιμώ να μη σας μιλήσω ούτε με ψυχιατρικούς, ούτε με ψυχολογικούς όρους για τη σχέση μας με τον Ρέστη. Ο Ρέστης ήρθε στην κλινική του Ρέστη, αφού πρώτα είχε χάσει το νόημα και είχε γίνει σκιά. Αντίστοιχα, βρισκόμουν κι εγώ σε μια φάση της δουλειάς μου και της ζωής μου, που έψαχνα το νόημα όλο και περισσότερο. Και πιστέψτε με, δεν ήταν εύκολο. Τι περίεργο. Τι οξύμορο. Θεραπευτής και θεραπεδόμενος να ψάχνουμε το νόημα. Από τις πρώτες συναντήσεις που είχα μαζί του, φρόντισα να εφαρμόσω πάρα πολύ καλά τα όσα ήξερα και τα όσα είχα μάθει στο πανεπιστήμιο. Παρακολουθούσα την αγωγή του, μιλούσα με τους ψυχιάτρους και έτσι ταυτόχρονα συνέχιζα να ψάχνω κι εγώ το νόημα. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Σε μία από τις συνεδρίες μας, ο Ρέστης με ρώτησε, είσαι καλά. Σκέφτηκα, τι περίεργο. Εγώ είμαι ο θεραπευτής. Εγώ οφείλω να ρωτάω εάν είναι καλά. Βλέπετε ο Ρέστης μέσα από τη σχέση μας, είχε αρχίσει να βρίσκει το νόημα. Και με ξαναρώτησε, είσαι καλά. Δεν μπορώ να σας πω ότι ήταν εύκολο το να απαντήσω, καθώς, όπως σας είπα, έψαχνα κι εγώ το νόημα για τη δουλειά που έκανα. Η θεραπευτική μου, η θεραπευτική μου, είχε το νόημα για τη δουλειά που έκανα. Η θεραπεία του ο Ρέστης δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία, καθώς, στην πορεία της θεραπείας μας, διάφορες δυσάρεστες σκέψεις έρχονταν στο μυαλό του, όπως να κάνει κακώς τον εαυτό του. Θεωρούσε ότι αυτό θα ήταν η λύτρουσή του. Η θεραπεία, λοιπόν, είχε απ' όλα. Πόνο, ματέωση, χαρά. Τα τελευταία δύο χρόνια της θεραπείας ήταν σταθεροποιημένος. Αρχίσαμε, λοιπόν, να συζητάμε για την επανένταξή του στη κοινωνία, για την διάθεσή του να συγχρωτιστεί με άλλους ανθρώπους. Και μιλήσαμε για τους φόβους μας. Για τον Ρέστη, η επανένταξη στη κοινωνία, το στίγμα ήταν κάτι που το δεσκόλευε. Περισσότερο, όμως, τον δυσκόλευε κάτι άλλο. Να χάσει εμένα, γιατί πια από σκιά είχε γίνει άνθρωπος. Του μίλησα κι εγώ για το δικό μου πόνο, για το δύσκολό μας αντίο, αλλά και την πίστη μου σε εκείνον. Ήμασταν έτοιμοι να αποχαιρετιστούμε. Άλλωστε και οι δύο είχαμε βρει πια τον Νοέμα. Ευχαριστώ. |