Ευτέρπη Μαρκή - "Παλιοπρόσφυγες", η καντηλανάφτισσα του Ισλαχανέ & η διάνοιξη της Ολυμπιάδος /

: Ο πατέρας μου ήταν από την Πάνωρονα της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε εκεί το 1901. Η συμφορά του 22 πρόσφυγας η γιαγιά μου από την Πανόρμο έφτασε στη χώρα του Αλεξανδρού. Επαμεινώντας είχαμε όλοι αρχαία. Ο παπάς μου δεν τελείωσε το δημοτικό γιατί κτύπησε με βόλη με πετραδάκι το δάσκαλο τουρκικό μου. Κα...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Μαρτυρίες/Συνεντεύξεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Πολυχώρος Πολιτισμού Ισλαχανέ 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=7zxZJbiNbQY&list=PLBlKTBWMAb4kTRGSR720JERBRxQCSm7E8
Απομαγνητοφώνηση
: Ο πατέρας μου ήταν από την Πάνωρονα της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε εκεί το 1901. Η συμφορά του 22 πρόσφυγας η γιαγιά μου από την Πανόρμο έφτασε στη χώρα του Αλεξανδρού. Επαμεινώντας είχαμε όλοι αρχαία. Ο παπάς μου δεν τελείωσε το δημοτικό γιατί κτύπησε με βόλη με πετραδάκι το δάσκαλο τουρκικό μου. Και όπου τον έβρισκε τον χτυπούσε. Δεν ξέρω για ποιον λόγο, δεν τον συμπαθούσε, δεν μας εξήγησε. Στο Κοντοσκάλι, σε έναν μαραγό, τον οποίο από ό,τι κατάλαβα, γιατί ο παπάς μου δεν μιλούσε ποτέ για τον πατέρα του, πρέπει να τον κάκησε γιατί του έδωσε δικαίωμα ζωής και θανάτου. Δηλαδή έδωσε στο αφεντικό του δικαίωμα ζωής και θανάτου σε ένα παιδάκι 10 χρονών. Το 17 τον ζήτησαν να πάει φαντάρο η Τούρκη και δεν ήθελε να πάει στρατιώτης του τουρκικού στρατών. Δέχθηκε να πάει σε οριχία Μολύβδου στην Πάλια, όπου έζησε υπό τραγικές συνθήκες κάπου 7 μήνες, ώσπου γραπέτευσε. Εκεί πρέπει να έπαθε θυματίωση, δεν το ξέραμε. Πήγε εθελοντής όταν οι Έλληνες πήγαν στη Σμύρνη το 19, μπήκε από τους πρώτους Έλληνες στρατιώτες στη Σμύρνη και βρήκε μία βάρκα. Ήταν από τους πρώτους που αποβιβάστηκε στοιχείο. Ο Πηλατώντες απογοητεύτηκε, πληγώθηκε πάρα πολύ, ήταν ένας ιτημένος άνθρωπος και γι' αυτό δεν είχε φιλοδοξίες πέρα από να είναι γερός και να μπορεί να θρέψει την οικογένειά του. Μετά έψεξε να βρει πού είναι η οικογένειά του. Η οικογένειά του του είπανε ότι είναι στη Θεσσαλονίκη, έφτασε και αυτός και στη Θεσσαλονίκη έψαχνε, ώσπου να τους βρει. Από την Πανόρμο έφτασε στη χώρα του Αλεξανδρού. Κοιμότανε, όπως μου είπε η γεγιά μου, στην αρχή στην έγκλη, το γεννή χαμά μου. Άλλοι κοιμόταν στην αχυροπή, αυτοί κοιμόταν στο γεννή χαμά μου. Βρήκε δουλειά πρώτα, από ό,τι θυμάμαι, στη γέφυρα του Νέσσου και μετά στα βαγκόν λίτα γαλικά ως μαραγγός. Βεβαίως. Σας είπα, μετά ο μπαμπάς μου άνοιξε δικό του μοναδί στην οδό Παπαμάρκου. Στο τέλος ειδικεύθηκε στις καρέκλες πολυτελεία. Και μετά συνετερίστηκε με κάποιον, Αχιλέα Γαϊτανίδη, και μετακόμισε σε ένα εργοστάσιο, που είχε τεράστιο εργοστάσιο ξυλουργίες, που ήταν στη Συμμερνή Πετροπουλακιδό. Ήρθανε το 1922, πρωτού γίνει η συνθήκη της Λοζάνης, που χάσαμε τη Θράκη, γι' αυτό πρώτα τους κατέβασαν στη Ρεδεστώ, Σεπτέμβριο νομίζω. Φύγανε τέλος Σεπτεμβρίου, μετά τη καταστροφή της Μύρνης, με ελληνικά πλοία και τους αποβίβασαν στη Ρεδεστώ. Τη Ρεδεστώ όμως δεν είχαν που να μείνουν, μείνανε νύχτες έξω. Είχε μια οικογένεια από έξι άτομα, που μετά τη μικρασιατική καταστροφή, και λίγο πριν, πέθαναν τα μέλη της. Δηλαδή, ο πατέρας και η μητέρα, μαζί με τις δύο αδελφές του, αυτοί είχαν επιζήσει, ήρθαν πρώτα στη Ρεδεστώ και μετά στη Θεσσαλονίκη. Ο αδελφός του επίσης κρυφόταν, για να μην πάει φαντάρος στη τουρκικό στρατό, και έπαθε μια αρρώστια, πέθανε λίγο πριν έρθουν εδώ. Μία άλλη αδελφή του, η οποία ήρθε στη Θεσσαλονίκη, η οποία κοιμηθήκαν έξω, πέθανε στον παπα Νικολάο. Χωρίς να ειδοποιηθεί η γιαγιά μου, η οποία πήγε με τα πόδια να τη δει, και στη θέση της βρήκε άλλη. Της έδειξαν έναν ομαδικό τάφο. Κόντεψε να τρελαθεί η γιαγιά μου. Αυτοινής την βρήκα που λούσε ο παππούς μου στο διοικητήριο, και με αυτά ζήσανε, ώσπου να συναντηθούν με τον παπά μου. Ήθελα να πω ότι από το σπίτι του παπά μου, δηλαδή έφεραν αρκετό βιώση αυτή, πουλήσαν τις πρίκες, μας έμειναν κατσαρολικά, και για μένα το πολυτιμότερο αντικείμενο του σπιτιού μου, που είναι μια μπρούτσινη λάμπα πετρελαίου. Είναι η καλή τους λάμπα, την οποία έχω κι εγώ και την καμαρών. Έχουμε τρία πράγματα, λοιπόν εκτός από μπακύρια, που μας έμειναν, δεν πουλήθηκαν, ταψιά και ξέρω, κάτι κατσαρόλες. Έχουμε τη λάμπα, το μπαλτάκια, έναν μήλο του καφέ, που έχει τη χρονολογία 1901, γιατί ο παππούς μου κάθε παιδί που γεννιόταν, αγόραζε ένα σκέβος για το σπίτι και έβαζε μια χρονολογία. Και έτσι ξέρουμε ότι ο παπάς μου το 1901 γεννήθηκε. Και ο Μπαλτάς έγραφε 1904, γεννήθηκε η θεία μου η αδελφή του. Δηλαδή από όλο το σπίτι μόνο αυτά, τα οποία τα θεωρώ πολύ σημαντικά και πολύ εργά. Η οικογένειά μου, η οικογένεια της θείας μου, ας πούμε και του παππού και της γιαγιάς μου, βρέθηκε στη Ραδεστώ, χρειάστηκε ένα τηγάνι. Επευθύνθηκε σε μία οικογένεια εκεί, κοιτανική, κτύψε την πόρτα και λέει, σας παρακαλούμε να μας δίνετε το τηγάνι γιατί, για να μην ανοίξουμε τους μπόγους μας, να μαγειρέψουμε. Και βγήκε μία και τους είπε, καλιοπρόσφυγες εγώ θα σας δώσω τηγάνι, να πάτε να βρείτε. Και μετά από καιρό έγινε και, σηκώθηκαν και οι Ρεβεστιανοί μεταφέρθηκαν εδώ. Και μία μέρα λέει στην Αγίου Δημητρίου, είδε η νονά μου, η αδερφή του παπά μου, αυτή τη γυναίκα, η οποία τους έδιωξε και δεν τους άφησε να πάρουν το τηγάνι. Και τη λέει, με θυμάσαι, εγώ είμαι αυτή που σου ζήτησα τηγάνι και μου είπες παλιοπρόσφυγα, κοίτα πρόσφυγας έγινες κι εσύ. Να βάλεις μυαλό, να ξέρεις. Η μαμά μου ήταν από ευρωτική οικογένεια, αλλά από διακεκριμένη οικογένεια στο χωριό της. Πάντως είχαμε γάμου πρόσφυγα με μη πρόσφυγα. Ναι, αυτό ήταν ένα μεγάλο σκάμπο για τη συγκεκριμένη οικογένεια. Υπήρχαν δύο πολιτισμοί. Ένας πολιτισμός, ας πούμε, των μικρασιατών, που ήταν φιλελεύθεροι, δημοκράτες, αρνησίθισκοι. Δηλαδή, αυτοί απολάμβαναν τη θρησκεία, οι νονάμοι ως ψαλμούς της Άρας και Μυζαντινή μουσική. Και χρόνια μετά, όταν ανοίγαμε το ραδιόφανο, έλεγε «Δεν μ' αρέσει αυτός ο ψάλτης, παρακαλώ πρέσ' έναν άλλον». Δηλαδή, έκανε τέτοιου είδους επιλογές και το αθιάθρησκευόμενο μεσεωνικό κλίμα της κορησού, που ήταν το χωριό της μαμάς. Ήταν διαφορετικοί εντελώς άνθρωποι. Λοιπόν, η μαμά μου νήστευε και μας μάθαινε να νηστεύουμε και μας, γιατί αυτό έμαθε στο σπίτι της. Σε αντίθεση με τον παπά μου, ο οποίος όλα αυτά δεν τα τηρούσε. Και το ίδιο και η θεία μου. Αυτοί έλεγαν ότι θα τα κοινωνήσουμε, θα νηστεύσουν, δεν χρειάζεται. Όλοι σαράνταμε έτσι και εγώ έχω ανάλογα βιώματα. Με τη μαμά μου πηγαίναμε στις εκκλησίες, ξέρω όλες τις παρεκκλήσεις, ξέρω πολλά βυζαντινά παρεκκλήσια, τα οποία επισκεφτόμασταν μαζί. Και από την άλλη έχω την εικόνα του παπά μου, που ήταν δημοκράτης σε μεγάλο βαθμό και πολύ φιλελεύθερος και πίστευε στην ισότητα μεταξύ αγρώ και γυναίκα μου. Και αυτό, δηλαδή και το απόλαυσε και η μαμά μου, διότι της έδινε τα χρήματα που κέρδιζε και αυτή τα διαχειριζόταν καταβούληση, στοχεύοντας το να βοηθήσει και το χωριό μου, δηλαδή τους συγγενείς της, να τους στείλει δώρα, πράγματα, καλάθια, ό,τι στερούνταν. Θυμάμαι, έχει πολλή ιστορία για μένα η περιοχή και αρχαιολογικά. Εδώ θυμόμουν μόνο το λουτρό, το οποίο δεν μπορώ να καταλάβω πώς δρεμίστηκε, θυμάμαι και το σχολείο. Αλλά το πιο συγκλονιστικό σχετικά με το σχολείο και με το δρόμο, ήταν το 78 μετά τους ισμούς, που βρήκαν ευκαιρία και κατέθρεψαν το τείχος, ο δήμος, και βάλανε αμέσως αγωγούς ύδρευσης για το δρόμο. Ήρθα με λοιπόν, ήρθα εγώ με τον συνάδελφό μου τον Θανάση, όταν είδα την καταστροφή του τείχους, έκανα μήνυση. Κατά παντός υπευθύνου. Ως αρχαιολόγος του Υπουργείου Πολιτισμού. Ναι, το 78. Και κάναμε και μία ανασκαφή εδώ. Στα ερήπια του Ισλάχανε, όπου βρήκαμε ελληνιστικά, ρωμαϊκά, ένας ρομ. Τάφους κυρίως, γιατί η περιοχή είναι... Κάναμε μήνυση, θέλω να σας πω και τι πάθαμε. Αντί να εμφανιστεί ας πούμε ο υπεύθυνος που αποφάσισε, βάλανε τον υπεύθυνο μηχανικό του έργου. Και πήγαμε εμείς λοιπόν σε μία δίκη, μόνο που δεν γίναμε κατηγορούμενοι. Πήγα εγώ με τον συνάδελφό μου τον Μακαρίτι Θανάση Παπαζότοφ. Αυτοί όλοι τους αθώθηκαν και εμείς κοντέψαμε να είμαστε κατηγορούμενοι. Είπαμε ότι καταστράφηκε το τείχος, καταστράφηκαν κτίσματα ιστορικά, τίποτε. Ήτανε μία από τις πικρότερες εμπειρίες της ζωής μου. Μετά το σεισμό ήρθα πολλές φορές αυτό το χώρο. Στο σχολείο μέσα γνώρισα μία γυναίκα. Συνάντησα στο υπόγειο, στο ισόγειο, μία γυναίκα που ξέχασα το όνομά της. Ήτανε μία ηλικιωμένη που είχε ως επάγγελμα το άνομα των καντήλων της Ευαγγελίστριας. Την οποία κατασυμπάθησαν. Και είπα τότε στην προϊσταμένη μου, την κυρία Τσιούμη, τι θα γίνει αυτή η γυναίκα. Αυτοί λέω θα κρεμήσουν, θα κάνουν τον δρόμο, πού θα πάει αυτή η γυναίκα. Και έρχομαι και την έβλεπα. Ταχτικά και μετά δεν ξέρω έγινε καλοκαίρι. Συνέβη κάτι, κάποιο διάστημα δεν ήρθε και μετά έφυγε από εδώ. Και έλεγε πού θα πάω. Εδώ έζησε όλα μου τα χρόνια, στο σχολείο μας.