Διάλεξη / Διάλεξη 17 / Διάλεξη

Διάλεξη: Λόγικο και πραγματικό παράδοξο. Με την εισαγωγή του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος, οι μένα αρμοδιότητες της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής εκχωρήθηκαν στο επίπεδο της ευρωζώνης, ενώ οι αρμοδιότητες της οικονομικής, δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής παρέμειναν σε μεγάλο βαθμ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Παπαδοπούλου Τριανταφυλλιά (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Ευρωπαϊκό Συνταγματικό Δίκαιο
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=2645330c
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη: Λόγικο και πραγματικό παράδοξο. Με την εισαγωγή του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος, οι μένα αρμοδιότητες της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής εκχωρήθηκαν στο επίπεδο της ευρωζώνης, ενώ οι αρμοδιότητες της οικονομικής, δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ο κύριος λόγος για τον διαχωρισμό αυτό, τον παράδοξο αυτόν τον διαχωρισμό, ήταν το γεγονός ότι ενώ η νομισματική πολιτική στην ΟΝΕ είναι εξωρισμού αδιέρετη, η οικονομική πολιτική εν τούτης οφείλει να λαμβάνει την υπόψη της στα κοινωνικά και θεσμικά δεδομένα των κρατών μελών, προκειμένου να ασκείται αυτή πιο αποτελεσματικά. Έτσι, η ιδιαιτερότητα αυτή της νομισματικής πολιτικής ενίσχισε την αλληλεξάρτηση των ευρωπαϊκών οικονομιών, ιδίως των χωρών της Ευρωζώνης. Η σχέση αυτή αλληλεξάρτησης των χωρών της Ευρωζώνης, καθώς και το γεγονός ότι τα κράτη αυτής δεν διαθέτουν αυτόνομη, εθνική συναλλαγματική πολιτική, οδήγησαν κατ' ανάγκη στη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού πλαισίου συντονισμού και επιτήρησης των επιμέρους εθνικών οικονομιών. Σκοπός αυτού του πλαισίου συντονισμού και επιτήρησης ήταν οι εθνικές οικονομίες να παραμείνουν προσανατολισμένες προς ένα σκοπό που ήταν η σταθερότητα και το ενιαίο της νομισματικής πολιτικής. Ο συντονισμός αυτός των επιμέρους εθνικών πολιτικών πραγματοποιήθηκε με βάση τρεις διαφορετικούς τρόπους χάραξης πολιτικής. Ο πρώτος από αυτούς ήταν η πλήρης εκχώρηση αρμοδιωτήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως προς την νομισματική πολιτική, όπως είπαμε. Δεύτερος ήταν ο συντονισμός που βασίζεται σε κανόνες για την δημοσιονομική πολιτική και τρίτος ένας χαλαρός συντονισμός για τις υπόλοιπες οικονομικές πολιτικές. Το κυριότερο από την άποψη της οικονομικής διακυβέρνησης στοιχείο της συνθήκης του Maastricht υπήρξε η τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Εγώ αφθαίρετα προσπαθώ για να εξεργαστώ το θέμα, την ονομάζω αυτοπειθαρχία. Είναι η γνωστή έννοια της δημοσιονομικής πειθαρχίας, η οποία εισήχθη με τη συνθήκη του Maastricht. Η έννοια αυτή, ως γνωστών, της δημοσιονομικής πειθαρχίας κατά το Maastricht, η αυτοπειθαρχίας που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και έτσι, εξετάζεται με τα κριτήρια ως γνωστών του δημοσίου ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης, το οποίο δεν πρέπει να ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ σε τιμές αγοράς, καθώς και του δημοσίου χρέους της γενικής κυβέρνησης επίσης, που δεν πρέπει να υπερβαίνει ή πρέπει να ακολουθεί επαρκώς πτωτική πορεία προς το 60% του ΑΕΠ σε τιμές αγοράς. Είναι αυτά τα λεγόμενα κριτήρια του Maastricht και τα οποία αποτέλεσαν ένα είδος δημοσιονομικής αυτορύθμισης, γι' αυτό επιμένω στην έννοια της αυτοπειθαρχίας. Ένα είδος δημοσιονομικής αυτορύθμισης των κρατών μελών. Η παρουσίαση που πραγματεύομαι αυτή τη στιγμή έχει ω σκοπό την θεσμική μετάβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον λίγο έως πολύ χαλαρό συντονισμό των δημοσιονομικών και των υπόλοιπων οικονομικών πολιτικών, που στηρίζονται, όπως είπαμε, σε αυτό το είδος της δημοσιονομικής αυτοπειθαρχίας, προς μια ενισχυμένη εποπτεία που μπορεί να είναι και η απαρχή προς μια έστω και ασυνείδητη ομοσπονδίωση. Δεν θα αναφερθώ παρά μόνο παρεπιπτόντος στους γνωστούς μηχανισμούς διάσωσης των χωρών της Ευρωζώνης. Η δημοσιονομική πειθαρχία με την εκδοχή της αυτοπειθαρχίας των κρατών μελών, ενώ θεσπίστηκε ως γνωστόν το 1992 με τη συνθήκη του Μάστριφ, ενισχύθηκε λίγο αργότερα το 1997 με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Άμστερνταμ. Στο πλαίσιο αυτό θεσπίστηκε ένα σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, το οποίο ελληνιστή ονομάζεται stability and growth pact, γνωστό τέλος πάντων, στο οποίο συμπεριελίφθησαν οι όροι δημοσιονομικής πειθαρχίας που πρέπει να τηρούν τα κράτη-μέλη κατά το διάστημα που θα ακολουθούσε την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος. Βρισκόμαστε ακόμη στο 1997. Το σύμφωνο αυτό αποτελούνταν από τρία επιμέρους κείμενα. Ένα ψήφισμα του 97 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη έναν κανονισμό των 1466-1497 που αφορούσε την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και έναν δεύτερο κανονισμό, το τρίτο κατά σειρά νομοθέτημα, που ήταν ο κανονισμός 1467 του Συμβουλίου για την επιτάχυνση και διασάφιση και διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας του υπερβολικού ελλήματος. Το πρώτο από αυτά τα νομοθετήματα που ήταν το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όριζε ότι τα κράτη-μέλη δεσμεύονταν να τηρούν το μεσοπρόθεσμο στόχο για μια σχεδόν ίσως σκελισμένη ή πλέον ασματική δημοσιονομική κατάσταση. Επιπλέον δεσμεύονταν να αναλάβουν κατά την κρίση τους αναγκαία διαρθρωτική δημοσιονομική δράση ώστε να επιτυγχάνουν τους στόχους των εθνικών προγραμμάτων σταθερότητας ή σύγκλισης. Δεσμεύονταν επίσης να αρχίσουν χωρίς καθυστέρηση, όπως έλεγε, τις αναγκαίες κατά την κρίση τους διαρθρωτικές δημοσιονομικές αναπροσαρμογές αμέσως μόλις λάμβαναν πληροφορίες ότι υπάρχει κίνδυνος υπερβολικού δημοσιονομικού ελλήματος και να το διορθώνουν κατά το δυνατόν συντομότερα μετά την εμφανισή του. Με άλλα λόγια, το Σύμφωνο Στεθερότητας και Ανάπτυκης του 1997 έθελε το μοντέλο ενός χαλαρού συντονισμού της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Μέσα στο αισιοδοξό αυτό οικονομικό κλίμα, η πρώτη δεκαετία λειτουργίας της ONE δεν επέφερε μεταβολές στο υποδιαμόρφωση θεσμικό πλαίσιο, το οποίο εξάλλου αναγνωρίστηκε και με τη συνθήκη της λισαβώνας. Ωστόσο η οικονομική και χρηματοποιηστοτική κρίση των τελευταίων ετών, καθώς και η εθνική οικονομική κρίση πολλών κρατών της ευρωζώνης, όπως και της χώρας μας, κατέδειξαν ότι το μέχρι τότε ισχύον μοντέλο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης δεν ήταν ικανό να αποτρέψει ούτε καν να αμβλύνει τις κρίσεις αυτές. Το μοντέλο του ισχύοντος χαλαρού συντονισμού αποδείχτηκε πως εν είχε θεμελιώδεις αδυναμίες και ότι οι δυνατότητες που παρήχει ως προς την διατύπωση και την εφαρμογή ευρωπαϊκών κανόνων και συστάσεων έχουν εξαντληθεί, κυρίως διότι βασίζεται στο δεδομένο ότι οι χώρες δηθέτουν επαρκή κίνητρα για να τηρούν τα οικονομικά τους σε τάξη. Έτσι θεωρούσαν μέχρι τότε. Όλα τα ανωτέρω δημιούργησαν το μομέντουμ υπέρ μιας μεταρρύθμισης της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγών της κρίσης. Μέσα στη σοβούσα διεθνή οικονομική κρίση και για την αντιμετώπιση των έκτακτων αυτών αναγών το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25-26 Μαρτίου του 2010 υποστήριξε την ανάγκη για την ευθυγράμιση του χρονοδιαγράμματος υποβολής και αξιολόγησης των εθνικών προγραμμάτων σύγκλισης και σταθερότητας που τα κράτη-μέλη που χρειούνταν ήδη να υποβάλλουν κατ' εφαρμογή του κανονισμού παλαιότερου του 1997 που βγήκε στο πλαίσιο του Συμφώνου Ανάπτυξης που σας είπα προηγουμένως και των εθνικών προγραμμάτων μεταρρύθμισης που υπέβαλαν στο πλαίσιο της στρατηγικής Ευρώπη 2020. Μία από τις πρώτες πρωτοβουλίας που ανέπτυξε η ειδική ομάδα για την οικονομική διακυβέρνηση που συστάθηκε κατ' όποιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Μαρτίου του 2010 και αυτό που σας είπα προηγουμένως με την Προεδρία του Χέρμαν Βαν Ρομπάι αποτελεί το Ευρωπαϊκό Εξάμινο, το European Semester σαν ένα νέο μεταρρυθμιστικό μέτρο συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών. Αρχίζει το πράγμα να σφίγγει περισσότερο και να αρχίζει ένα είδος εποπτείας. Πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία, αυτό το Ευρωπαϊκό Εξάμινο είναι μια διαδικασία που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του πρώτου Εξαμίνου κάθε έτους, κατά την οποία δημοσιονομική και διαρθρωτική πολιτική των κρατών μελών αναλύεται για να διαπιστροθεί σε ποιο σημείο βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τους πέντε στόχους που είπαμε πιο πάνω, που τίθενται στη στρατηγική Ευρώπη 2010. Δεν θα επιμείνω στα περί του Ευρωπαϊκού Εξαμίνου, που είναι μια διαδικασία η οποία μάλλον είναι κουραστική να την αναλύσω. Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προώθησε μια δέσμη νομοθετικών μέτρων που περιελάμβανε την πλέον εκτεταμένη ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην περιοχή του Ευρώ από την εποχή καθιέρωσης της ΟΝΕ. Είναι οι γνωστές ή άγνωσες περιπτώσεις των six pack και των two pack. Λοιπόν, η πρώτη δέσμη των νομοθετικών αυτών μέτρων συναπαρτίζεται από ένα εξάπτυχο αυτό που θα λέγαμε six pack. Τέσσερις προτάσεις από αυτό το six pack εστιάζονται σε δημοσιονομικά ζητήματα συμπεριλαμβανομένης της εκτεταμένης μεταρρύθμισης του Συμφώνου Σταθερότητος και Ανάπτυξης του 1997, αυτό αποτελεί παρελθόν πλέον, ενώ στο επίκεντρο των δύο νέων κανονισμών βρίσκεται ο αποτελεσματικός εντοπισμός και αντιμετώπιση των εμφανιζόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ. Για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης, οι αλλαγές αυτές σκοπεύουν να προσδόσουν ουσιαστικό χαρακτήρα στον μηχανισμό επιβολής και να περιορίσουν την διακριτική εφιέρεια κατά την εφαρμογή των κυρώσεων που επέβαλε αυτό που είπαμε ως το Σύμφωνο Σταθερότητος και Ανάπτυξης του 1997. Με άλλα λόγια, το Σύμφωνο αυτό του 1997 μετατράπηκε σε μεγαλύτερο βαθμό σε ένα σύστημα βάση κανόνων και οι κυρώσεις του αποτελούν τη λογική συνέπεια που αναμένεται ότι θα πλήτει εκείνες τις χώρες που παραβιάζουν τις δεσμεύσεις τους. Ειδικότερα εγκαταλείπεται πλέον η ιδέα της δημοσιονομικής αυτοπιθαρχίας εντός των εισαγωγικών που επαναλαμβάνω να χρησιμοποιώ δηλαδή της παλαιάς δημοσιονομικής πιθαρχίας του ΜΑΣΤΡΙΚ των κρατών μελών και η σύθυ η διαδικασία της ενισχυμένης εποπτίας στην οποία τον ισχυρότερο λόγο παίζει πλέον η επιτροπή η οποία κάνει αξιολογήσεις των κρατών μελών και παρακολουθεί με επιτόπιες αποστολές και εκδίδει την πορεία των πραγμάτων και εκδίδει συστάσεις και προειδοποίησης. Για να γίνει αποτελεσματικότερο και πιο πιστικό το σύστημα αυτό της δημοσιονομικής επιτήρησης δεν είναι τίποτε άλλο, η λύση είναι απλή, επιβάλλονται κυρώσεις. Άρχισαν να επιβάλλονται κυρώσεις στα κράτη-μέλη. Επίσης, στις περιπτώσεις που εκ προθέσεως ή από βαριά αμέλεια παραποιούνται στοιχεία για το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, που όπως είπαμε αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία συντονισμού της οικονομικής πολιτικής της Ευρωζώνης, επιβάλλεται και πρόστιμο πλέον. Όσο ό,τι αφορά τώρα το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητος και Ανάπτυξης το οποίο αναθεωρείται με αυτή τη διαδικασία, με αυτό το καινούργιο οικονομικό πλαίσιο των 6-PAC και των 2-PAC που θα πούμε πιο κάτω, υπάρχει ένα προληπτικό σκέλος, υπάρχει και ένα δεύτερο σκέλος. Στο προληπτικό σκέλος, σε ό,τι αφορά το προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δηλαδή στο σύστημα πολυμερούς εποπτίας που θεσπίζεται πλέον, αν το Συμβούλιο εγκρίνει απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι το κράτος μέλος δεν ανέλαβε δράση ανταποκρινόμενος στη σύσταση του Συμβουλίου, τότε εντός ενός χρονικού διαστήματος του επιβάλλεται ένα πρόστιμο που είναι τοκοφόρος κατάθεσης στην Επιτροπή, ίση με το 0,2 του ΑΕΠΤΟ κατά το προηγούμενο έτος. Προς το άλλο σκέλος, εκτός από το προληπτικό δηλαδή στο δεύτερο σκέλος, το διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου αυτού όπως αναθεωρήθηκε, αν το Συμβούλιο αποφασίσει σύμφωνα με το 126 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα σε ένα κράτος μέλος, τότε η Επιτροπή αρχίζει μια διαδικασία βάσει της οποίας η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο εντός τακτής προθεσμίας εντός 20 ημέρου δηλαδή και υποχρεώνει το οικείο κράτος μέλος να προβεί σε άτοκη, πρώτη ήταν το Κωφόρος, αυτή είναι άτοκη η κατάθεση στην Επιτροπή με το ίδιο ύψος 0,2% του ΑΕΠΤΟ κατά το προηγούμενο έτος. Το καινοτόμο στοιχείο της διαδικασίας αυτής είναι ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται με το σύστημα της αντίστροφης ειδικής πλειοψηφίας. Τι σημαίνει αυτό? Σημαίνει ότι η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο την επιβολή ενός προστήμου και η επιβολή αυτή λογίζεται έγκριθίσα εκτός και αν το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία αποφασίσει την απόρριψη της Επιτροπής. Συνοψίζοντας με το ανωτέρο νομοθετικό πακέτο, αυτό το εξάπτυχο που είπαμε, το ΣΥΚΣΠΑΚ, αναγνωρίστηκε ότι ο προορισμός του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Στεθερότητας και Ανάπτυξης είναι να εξασφαλίζεται ότι τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακολουθούν συνετές τιμωσιονομικές πολιτικές, ούτως ώστε να έχουν σαν τις, σε περίοδο των λεπτών αγελάδων, να έχουν αποθέματα από την άλλη περίοδο των παχαίων αγελάδων. Στο πλαίσιο αυτό των ΣΥΚΣΠΑΚ εκδόθηκε και μια οδηγία, η οποία διευκρινίζει την διαδικασία του υπερβολικού ελλήματος. Εκτός από το πακέτο αυτό των ΣΥΚΣΠΑΚ υπάρχει και ένα δεύτερο πακέτο, τον ΤΟΠΑΚ, το Αυξημένο Ενδεχόμενο Δευτερογενών Επιπτώσεων των Δημοσιονομικών Πολιτικών. Σε ένα χώρο, όπως είναι η Ευρωζώνη, που υπάρχει ένα κοινό νόμισμα και τις σαφούς ανάγκες για ακόμη ισχυρότερους μηχανισμούς, οδήγησε την Επιτροπή στην προώθηση δύο περιτέρων, για την ενίσχυση της δημοσιονομικής εποπτίας στην Ευρωζώνη. Αυτή η δέσμη, όπως σας είπα, είναι γνωστή ως δέσμη δύο μέτρων του ΠΑΚ. Με τον πρώτο κανονισμό από τα δύο αυτά, μιλάμε για πρόσφατα πράγματα, είναι ο κανονισμός 472 του 2013, θεσπίζονται ειδικότερα μέτρα για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτίας των κρατών μελών στην Ευρωζώνη, τα οποία είτε αντιμετωπίζουν, είτε απειλούνται με σοβαρές διστοκίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική της σταθερότητα ή τη διωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών τους, με ενδεχόμενες δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις και σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, είτε ζητούν ή λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, οι τρίτες χώρες, ή τον ευρωπαϊκό μηχανισμό χρηματοδοτικής σταθερότητας, τον ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας, όλους τους μηχανισμούς που γνωρίζουμε ήδη ή επίσης και από το Διεθνές Δομισματικό Ταμείο. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την θέση αυτών των κρατών υπό ένα καθεστώς ενισχυμένης εποπτίας. Τα κράτη αυτά υποχρεούνται να κοινοποιούν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις εξελίξεις στα χρηματοπιστωτικά τους συστήματα. Ήδη ενεργούν, και εδώ είναι παράξενο, προσωμοιώσεις ακραίων καταστάσεων για να ελέγχουν την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τους τομέα. Με τον άλλο κανονισμό, τον δεύτερο κανονισμό από το 2PAC που είπαμε, δηλαδή με τον 4-73 του 2013 για την παρακολούθηση και εκτίμηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων και την εξασφάλιση και διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος των κρατών μελών, ορίζεται ένα κοινό δημοσιονομικό χρονοδιάγραμμα για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να συντονίζουν τις βασικές τους χνέριγες για την προετοιμασία των εθνικών τους προϋπολογισμών. Εκτός από αυτά τα μέτρα, το 6PAC και το 2PAC, υπάρχει και μια άλλη συνθήκη, παράλληλα με τις ουναστές συνθήκες βέβαια, την οποία συνυπέγραψαν τα περισσότερα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όλα τα κράτη της Ευρωζώνηση, κάποια βαλκανικά κράτη, κάποια που συνύψαν τη συνθήκη για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και την διακυβέρνηση στην οικονομική και νομισματική ένωση. Αυτό έγινε στις 2 Μαρτίου του 2012. Και σκοπός αυτής της συνθήκης είναι να ενισχυθεί ο οικονομικός πυλώνας της ΩΝΕ, θεσπίζοντας ένα σύνολο κανόνων που αποβλέπει στην δημοσιονομική πειθαρχία μέσω ενός δημοσιονομικού συμφώνου. Αυτή η νέα συνθήκη του 2012 για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και λοιπά, κατά αριτότητοις αυτό περιορισμό, δεν φύγει βέβαια της αρμοδιώτητης της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενεργεί στον τομέα της Οικονομικής Ένωσης. Θεσπίζει όμως ένα δημοσιονομικό σύμφωνο, ο οποίος είναι και ο παρυθμός τρία τίπλος της εν λόγω συνθήκης και ορίζει πως η δημοσιονομική θέση της γενικής κυβέρνησης των συμβαλωμένων μερών πρέπει να είναι ισοσκελισμένη ή πλεονασματική. Είναι αυτό που ακούγεται έστω και παράξενα πως πρέπει ο προϋπολογισμός μας να είναι ισοσκελισμένος. Προέρχεται από αυτή την συνθήκη του 2012. Εδώ, να μη σας κουράσω περαιτέρω με λεπτομέρειες, προβλέπεται μία. Πώς θα συμμορφώνονται τα κράτη μέλη, τα κράτη τέλος πάντων, αυτά τα οποία ανήκουν. Έχουν προσεπογράψει αυτή τη συνθήκη του 2012. Η συμμόρφωση με τον κανόνα της ισοσκέλησης του προϋπολογισμού υπάγεται σύμφωνα με το 273 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ε.Ε. και την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ε.Ε. καταρρυτή διάταξη της συνθήκης. Ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει στα συμβαλόμενα μέρη έκθεση σχετικά με την εισαγωγή του κανόνα αυτού ισοσκέλησης του προϋπολογισμού στο νομοθετικό ή στο συνταγματικό σύστημα καθενός από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη, όχι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά που προσυπέγραψαν αυτή τη συνθήκη. Αν η Επιτροπή καταλήξει στην έκθεσή της ότι το συμβαλόμενο μέρος έχει παραλείψει να συμμορφωθεί με τις σχετικές διατάσεις της ενλόγωσης του θήκης, ένα ή περισσότερα άλλα συμβαλόμενα μέρη μπορούν να προσφύγουν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην περίπτωση δε, που ένα συμβαλόμενο μέρος κρίνει ότι ανεξάρτητα από την έκθεση της Επιτροπής, κάποιο άλλο συμβαλόμενο μέρος έχει παραλείψει να συμμορφωθεί με τον επίμαχο κανόνα της συνθήκης, μπορεί και πάλι να προσφυγεί στο Δικαστήριο. Και στις δύο βέβαια περιπτώσεις αυτές είναι υποχρεωτική, το νόητο είναι, η απόφαση του Δικαστήριου και επιβάλλονται πρόστιμα. Τα πρόστιμα αυτά πηγαίνουν στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητος, αναλόγως πια είναι αυτά και κάποια άλλα πηγαίνουν στον Γενικό Προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κυρίες και κύριοι, πρέπει να επισημάνουμε ότι η ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, στην οποία κατατείνουν όλοι οι προαναφερόμενοι μηχανισμοί, δεν είναι καινούργια ιδέα. Κατήχει εξέχουσα θέση στην έκδηση «The Law» του 1988, ενώ όπως προαναφέρθηκε, η υποβολή προγραμμάτων σταθερότητας ή προ τα προγράμματα σύγκλισης προβλέπονταν ίδιος υποχρέωση των κρατών μελών, δυνάμη ενός κανονισμού του 1977 στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που ήταν όπως σας είπα προηγουμένως. Σε σύγκλιση όμως με την πρακτική που οκολουθεί το πριν από το 2011, η διαφορά έγκειται καταρχάς στο χρονικό σημείο υποβολής τους, καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις οφείλουν πλέον να τα υποβάλλουν προτού συζητηθούν στα εθνικά κοινοβούλια και να υιοθετηθούν από την εθνική νομοθεσία. Ο συντονισμός αυτός στηρίζεται στην πήρηση κατευθυντήριων αρχών για στεθαιρές τιμές, υγιή δημόσια οικονομικά, υγιείς νομισματικές συνθήκες και διατηρήσιμο ισοζύγιο πληρωμών. Ο ευρωπαίος νομοθέτης αυτή τη στιγμή θέτει ένα νομικό πλαίσιο χρησιμοποιώντας κυρίως κανονισμούς, δηλαδή ένα εργαλείο αυξημένης τυπικής ισχύος, που οδηγεί θέλοντας και εμείς σε μια διαδικασία ομοσπονδίωσης, κατά την άποψή μου, δεδομένου ότι δεσμεύεται σημαντικό μέρος της πολιτικής πρωτοβουλίας στη διαμόρφωση οικονομικών πολιτικών γεγονός που έχει κατεπέκταση και σημαντικές κοινωνικές συνέπειες. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται με ένα μη συστηματικό τρόπο, αυτό είναι αλήθεια, με μέτρα που λαμβάνονται αποσπασματικά γιατί αφήσαμε μια δεκαετία αισιοδοξίας να μας παραπλανήσει με αποτέλεσμα η σύγκληση των δημοσιονομικών πολιτικών και διαδικασιών των κρατών μελών του ευρώ να μην είναι αποτέλεσμα ενός κεντρικού στρατηγικού σχεδιασμού, αλλά μιας αντίδρασης στις συνθήκες που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν οι αγορές. Εδώ όμως εδράζεται και το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης για το οποίο κατακρίνονται τα νέα αυτά εργαλεία. Η ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών δεν έχει ως αφετηρία την πολιτική πρωτοβουλία των εθνικών πολιτικών ηγεσιών, αλλά αμεσούς εις της κρίσεως την ανάγκη προσαρμογής του κοινοτικού νομικού οπλοστασίου στον τρόπο ερμηνείας από τις αγορές των προϋποθέσεων που κατά την άποψή τους διασφαλίζουν την επιτυχία του κοινού νομίσματος. Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.