Κ. Καλλιντζή, Β. Δημητρακοπούλου, "Τα ειδώλια του ταφικού τύμβου Αλμυρής Λίμνης Αβδήρων" /

: Πρώτη και τελευταία παραδοσιασία, η κ. Κωνσταντίνα Κανιτσί και η βασιλεία Λιβιδακοπούλου, η κυρία Λιβιδακοπούλου Στον Κύμα, θα ειδώνουν τραχικού πλήκου αγνωμής λίμνης αυρίου. Καλησπέρα σας. Η κοροπλαστική παραγωγή της αρχαίας πόλης των Αγδύρων αποτελεί σημείο αναφορά στην έρευνα ήδη από το 1960, ό...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: AMTh 2018
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=kMed6dVxa5w&list=PLEpOBHfJsEAYadEsrDiLVk5TdfDUP3PRd
Απομαγνητοφώνηση
: Πρώτη και τελευταία παραδοσιασία, η κ. Κωνσταντίνα Κανιτσί και η βασιλεία Λιβιδακοπούλου, η κυρία Λιβιδακοπούλου Στον Κύμα, θα ειδώνουν τραχικού πλήκου αγνωμής λίμνης αυρίου. Καλησπέρα σας. Η κοροπλαστική παραγωγή της αρχαίας πόλης των Αγδύρων αποτελεί σημείο αναφορά στην έρευνα ήδη από το 1960, όταν ο τότε έπορος της περιοχής, Δημήτες Λαζαρίδης, ανέδειξε τη σημαντικότητά της μέσω της διατριβλής του Ποιληναϊκόλου Αγδύρων. Σε συνέχεια αυτής, η μελέτη και δημοσίευση νέων κοροπλαστικών συνόλων από την αρχή κρίνεται αναγκαία και αποσκοπή στην επιβεβαίωση και τον πλουτισμό των μέχρι σήμερα γνώσεών μας σχετικά με την κοροπλαστική της πόλης. Στην παρούσα ανακοίνωση θα παρουσιαστεί ένα δημοσιευτό κοροπλαστικό σύνολο από το Νεκροταφείο των Τύμβων των Αγδύρων, μέρος από τα ειδόλια του οποίου επιτελούνται στη ταιριοδική έκδυση του Μουσουλίου Θεσσαλονίκης. Η επιλογή του καθ' άλλο παρατυχία θα μπορούσε να θεωρηθεί. Όχι μόνο αποτελεί το μεγαλύτερο αριθμητικά σύνολο ειδολίων, τουλάχιστον 46, που έχει ανεβρεθεί σε ταφικό σύνολο στην περιοχή, αλλά ταυτόχρονα, παρά δικακή διατίληση, η ποικιλομορφία του επιτρέπει την εξαγωγή πληθόρησης συμπερασμάτων. Σήμερα, λόγω του περιορισμένου χρόνου, θα γίνει μια σύντομη της σκόψης του ηλικού, με έμφαση στους οικονογραφικούς τύχους, τη τεχνική και την προέλευση των ειδολίων, αλλά και των επιρροών τους στην περίπτωση των τοπικών παραγώγων. Τέλος, θα διατυπωθούν κάποιες συμπεράσματα για τα ταφικά έθιμα και την κοροπλαστική παρακολουχή της πόλης. Ο ταφικός τύμβος Ολυμνιδής Λίμνης Αβδύρων βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του Νεκροταχείου των Τύμβων και ανασκάφηκε το 1990 από την προεσταμένη της εφόρειας αρχαιοτήτων Ξάνθες, Κασταδίνα Καλιτζή. Αποτελεί έναν οικογενειακό τύμβο, ο οποίος σχονολογείται στα τέλη του Δετάρτου με αρχές τρίτου έως έναν πρώτος του και κάλυπται δέκα συνολικά ταφές, έξι παιδικούς αγχυτρισμούς επί τους ή τέσσερις ανώδες μεταξύ τους ταφές εν λίγο. Βάσει των τοφικών εθήμων και του πλούτη των παιδερισμάτων χωρίζεται σε ανατολικό και δυτικό τμήμα, με το τελευταίο να έχει πιο πυκνές και πλούσιες ταφές. Εδώ χαρακτηριστικά αναφέρουμε μια λακοειδή καφρή, κάψι που βρίσκεται στο κέντρο και μία μαρμάρινη σακοφάγο, τη μοναδική που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα στα Άβδηρα. Εκτός των τάφων, σημαντικός είναι και ο αριθμός των περιοχών των σχορών ανεγισμών που βρέθηκαν περιμεθικά και στο επίπεδο έδεσης των ταφών και ήταν πλούσιες σε ευρήματα ανάμεσα στα οποία και η δόλεια. Ως εκ τούτου, το υπομελέτηλικό που προέρχεται από τον τύγωφτο χώριζε τανστατικά σε δύο βασικές κατηγορίες, η δόλεια κτερίσματα και η δόλεια προσφορές. Τα ηδόλια που χρησιμοποιήθηκαν ως κτερίσματα προέρχονται από τρεις παιδικές ταφές στο δυτικό τμήμα του τύγου και σε μικρή σχετικά απόσταση μεταξύ τους με τους αριθμούς 2, 9 και 3. Η ταφή 2 ανήκει σε παιδί ηλικίας 6 έως 7 ετών βάσει της ανθρωπολικής μελέτης η οποία στο σύνολό της πραγματοποιήθηκε από τον καθηγητή αναγνώστη Γελαράκη. Βάσει των κτερισμάτων το παιδί αναγνωρίζεται ως αγόρι. Στον τάφο αυτό βρέθηκαν πέντε ηδόλια εκ των οποίων τέσσερα κέρια τα οποία ανήκουν σε τύπους παιδικών και νεαρών ανδρικών μορφών. Τα τρία ανήκουν στον τύπο των οκλάζδων αγοριών γνωστών και ως temple boys ο οποίος από τον πέντε αιώνα πρώτης του είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε όλο το νεοδικό χώρο, κυρίως σε ιερά και σακεντικούς κάθους όπου του έχει αποδοθεί οκοδροπαϊκός χαρακτήρας. Από αυτά ιδιαίτερα ενδιαφέρον κορσιάζει το μεσαίο το οποίο αποτελεί μια παραλλαγή του τύπου καθώς το παιδιά την εικονίζεται λίγο πριν από την ηφηβία, όπως υποδηλώνει το μέγεθος κυκόμι να κρατάς το δεξί του χέρι πετεινό και με το αριστερό να αγκαλιάζει ένα σκυλάκι. Μια συνηθισμένη εικόνα της καθημερινής ζωής και ιδιαίτερα αγαπητή κατ' ελληνιστική περίοδο σε πλήτους πέντων μορφών. Νεαρία ανδρική μορφή με συνοδεία πτηνού αποδίδει και το επόμενο ιδόλιο. Η μορφή αποδίδεται στεφανωμένη και γυμνή με οι βάθους τους όμους να φέρει στο αριστερό χέρι ένα φόι, ενώ με το δεξί προτεταμένο κρατάει αντικείμενο στο οποίο στρέφεται η προσοχή της μία χίνα. Σε παρόμοιο ιδόλιο από την αρχαία Άγγανθο το αντικείμενο έχει αναγνωριστεί ως τσαμπίστα φιλιών. Ο τύπος νεαρών ή παιδικών μορφών με σταφύλικη χίνα ή κάποιο άλλο ζώο είναι γνωστός ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., κυρίως στην Αντολική Μεσόγειο και βρίσκεται συχνά σε ιερά και τάφους. Στο τέλος του 4ου και στον 3ο αιώνα π.Χ., σε παραλλαγές τύπων παιδικών μορφών με σταφύλι, αυτό αντικαθίσταται με πουγγί με αστραγάλους, το οποίο ίσως με κάθε επιφύλαξη θα μπορούσε να αναγνωριστεί ως αντικείμενο και στο παράδειγμα των αυδείρων βάση του σχηματός του. Η στάση της μορφής και ύπαρτης βάθρου παραπέμπει σε αυτορματικό τύπο από κύκλο κάποιου θεού, πιθανόντατα το Διονύσου, αν δεν αποδίδεται ο ίδιος ο θεός, ο οποίος σχετίζεται άμεσα με τον άλλο θάνατο παιδιών. Η δεπιθανή ύπαρξη αστραγάλων δεν θα πρέπει να ξενίσει καθώς έχει συσχετιστεί από την έρευνα με διαβατήρια στελητές από την παιδική ηλικία, αποτελεί συχνό έδειο μας σε ταφρικά σύνολα και έχει συσχετιστεί και με τον κύκλο του Διονύσου. Θράσμα από ειδόλιο της ίδιας μήτρας και από τον ίδιο πιθανόντατο πυλό βρέθηκε και στη περιοχή προσφορών 1. Από τεχνικής απόψεως το σύνολο των ειδολίων είναι σιγμένο. Η πρόσθεο όψη είναι κατασκεπασμένη από μία μήτρα, ενώ η οπίστρια είναι χειροποίητη και φέρει οπιοποίηση. Όλα σώζουν λευκό επίχρησμα, ενώ χαρακτηριστική είναι η κοιτεύτηση των επίθετων χρωμάτων, τα οποία αποδίδουν λεπτομέρειες όπως χαρακτηριστικά του προσφόλου. Ήδη ο χρονολόγης των ειδολίων, βάσει της τεχνοτροπίας και των παραλίλων στα τέλη και τετάρτερον του 1ου, συμφωνεί και με το νόμισμα Αλεξάνδρου 3ου που χρησιμοποιήθηκε ως χαρόνιος εποδός. Σύγχρονος του προηγούμενου τάφου, πρέπει να θεωρηθεί και ο δίδυμός του 9, λόγω του τρόπου απόθεσης των πιθαριών στον τύπο, σε αντίστοιχη διάταξη, ο οποίος υποδηλώνει την ταυτόχρονη τοποθέτησή τους. Η ταφή αυτή ανήκει σε κορίτσι 2,5 έως 3,5 ετών και σε αυτή την περίπτωση η απόδοση του φύλου γίνεται βάζει των πτερισμάτων, τα οποία είναι στην λιονότητά τους κοσμήματα. Ανάμεσά τους τέσσερα πύληνα ειδόλια ή τύποι των οποίων συνάδουν με το φύλο του νεκρού. Χαρακτηριστικό είναι το ειδόλιο που βλέπετε στην οθόνη, το οποίο ανήκει σε τύπο ενδεδημένης πλαγκόνας με κινητά μέλη, η οποία κρατά κρόταλλο. Ο τρόφος απόδοσης του χειτών, ο οποίος κολλάει πάνω στο σώμα φτάνοντας ως το ύψος των μυρών και περί τεχνικόμωση, το οποίο θετούν το ειδόλιο στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ η παρουσία κροτάλλου, σχετιζόμενοι με τελετές, εντοπίζεται σε αρκετά παράλια του τύπου, όπως αυτά στην αρχαία άκρα της επιβιωτίας. Στην ίδια ταφή ανήκει ειδόλιο του τύπου της τριαφόρου. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο τύπο από τον 5ο έως και τον 3ο αιώνα π.Χ. και είναι δύσκολο να θαναλογηθεί μαγκρίβια. Βάση της πλαστικής απόδοσης της μορφής, όσο και των συνεδριμάτων, το ειδόλιο μπορεί να θαναλογηθεί στο 2ο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ η σύνδεση του τύπου με τη λατρεία της δύντρας και κόρης συνάδει με το νετόταθηκό του χαρακτήρα. Από τη ταφή αυτή, σημαντικά είναι και τα θράσματα πιθανότητα δύο ακόμα μορφών γυναικείων, οι οποίες θα ήταν μεγάλων μεγέθους. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω ότι το μπούστρο που βλέπετε στη μέση είναι 9,2 κατοστά. Δυστυχώς η αποσπασματική διατήρηση τους λόγω του μαλακού πυλού δεν επιτρέπει την ασφαλή απόδοση του σε κάποιον τύπο, ως τόσο παραμένουν σημαντικά λόγω τόσο του μεγέθους, όσο και της καλής διατήρησης των επίθετων χρωμάτων. Και σε αυτό το σύνδελο ειδολίων ο πυλός δεν είναι τοπικός, το επίθετο υπόλευκο επίχρησμα σώζεται ιδιαίτερα καλά, ενώ τη χρήση φέης ο τέρας των δύο μητρών συμπληρώνει χειροποίητα τμήματα όπως το περίπτωση των άτων της Πλαγγόνας. Ανατολικότερα και σε απόσταση από τις δύο αυτές ταφές βρίσκεται ο τάφος τρία, ο οποίος περιείχεται περισσότερα ειδόλια, τουλάχιστον 19 και θράσματα κάποιον ακόμα. Η ταφή είναι διπλή καθώς περιέχει τους σκελετούς δύο παιδιών, ενός και της άρνητον, αδειογνώστου φύλου. Πιθανότατα, βάσει των ευρημάτων, τα οποία ήταν πολύ άριθμα και σκληπτικά τοποθετημένα, το ένα από τα δύο είναι κορίτσι, ενώ το δεύτερο είναι δύσκολο ταυτιστή. Το πλήθος των ειδολίων ανήκει σε τύπους όρθιων ενδεδημένων γυναικείων μορφών, ενώ μόνο τρία από αυτά ανήκουν σε άλλο τύπο. Ένα κλειάρι, το ειδόλιο έρωτα αναβάδησε τράγω και ένας πετινός, τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αλλά δεν θα μας απασχολήσουν σήμερα. Τα υπόλοιπα μπορούν να χωριστούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν οι δύο μορφές που βλέπετε στα αριστερά, οι οποίες σώζονται αποστασματικά και ανήκουν σε μεγάλο μεγέθος ειδόλιο, με ψηλάζωσμα ενωχητών εκκλημάτειο που μαζεύεται γύρω από τους γοφούς. Τα ειδόλια αυτά, λόγω της τάσης τους και της διάφανης απόδοσης του χειτώνα, θα μπορούσαν να συσχετιστούν με κάποια θεότητα, ίσως Αφροδίτη. Παράλληλα, η πλαστική απόδοση των φυχώσεων και το έντενο κότρα πόρτα της μορφής είναι ιδιαίτερα χαρακτηρίστηκα και σχετίζονται με τη χρονολόγηση των δύο στα τέλη του 4ου αι.Χ.Α. Σε παρόμοιο τύπο μικρότερου μεγέθους και πιο στατικής και αυστηρής απόδοσης, ανοίγουν τρία ειδόλια, των οποίων τουλάχιστον ο χορμός που έρχεται από την ίδια μήκρα. Εδώ, λέτε και το καλύτερα σωζόμενο από αυτά. Ο τύπος αποκαθίστευται με το αριστερό χέρι να φέρεται στη μέση, συγκρατώντας δοημάτια και το δεξί χαταμένο στο πλάι. Τέλος, μία μεγαλύτερη ομάδα, τουλάχιστον 11 ειδομείων, ακολουθεί την παράδοση των τραναγραίων, αντιγράφοντας τη δημοφιλής σε όλη τον μοναδικό χώρο παραλλαγές του τύπου. Ενδεικτικά, θα αναφέρουμε τον ιδιαίτερα δημοφιλή, ονομαζόμενο τύπο του Σοφοκλή, χωρίς το κάλυμα της κεφαλής, αλλά και την τραναγραία μημάτιο που ανασυκώνει τα δύο της χέρια μπροστά. Και οι δυο τύποι ανήκουν στο τέλος του τετάρτου αρχές τρίτης ώρα πρόσωπου και τα πρώτα υπά τους είναι κυρίως διωτικής και αττικής προελεύσεως. Σχετικά με τις κομμώσεις, η πλειονότητα έχει επαναειδεί κόμωση, ενώ χαρακτηριστικές είναι περιπτώσεις όπου οι μοναστές φορούν και τρύφωρα. Σημαντικότερη εδώ κρίνεται η τεχνική των ειδολίων, καθώς είναι όλα κατασκευασμένα από δύο ή περισσότερες μήτρες, περίοχτα μέντεται τα κυφάλια και την προσβλητακτική των ειδιωτικών χρόνων, ενώ όλοι οι τύποι αντιπροσωπεύονται από περισσότερα του ενός ειδόλια φτιαγμένα από την ίδια μήτρα. Η πραγματικότητα αυτή σε συνδυασμό με τη τεχνοτροπία στην σκληρή απόδοση των πτυχώσεων όσο και των λεπτών χαρακτηριστικών του προσώπου αποδίδουν το σύνολο των ειδολίων αυτών σε τοπική παραγωγή. Σε αυτό συμβάρκει ο σκληρός πρωτοκαλεύτητος πυλός του με προσμήξεις και μήκα, ο οποίος είναι χαρακτηριστικός στα άδεια. Η τοπικότητα εξάλλου της παραγωγής δικαιολογεί εν μέρη και το πλήθος των ειδολίων στη συγκεκριμένο τάφο, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες περιτώσεις, των οποίων τα ειδόλια ήταν εισυγμένα. Τοπικής παραγωγής είναι και το σύνολο των ειδολίων που βρέθηκαν φρασμένα στις περιοχές προσφορών. Η τράψη αυτή θα πρέπει να σχετιστεί με τις ταφικές πρακτικές και τη τράψη θάνατο των αντικειμένων που χρησιμοποιούνται σε αυτές. Λόγω του περιορισμένου χρόνου θα αναφερθούμε μόνο σε δύο χαρακτηριστικούς τύπους, οι οποίοι δείχνουν το έυρος των επιρροών που δέθηκε η τοπική κοροπλαστική παραγωγή. Ο τύπος του ειστάμενου γυμνού νέου μεημάτιο, ιδιαίτερα γνωστός από τα μέσα του πέντου αιώνα προβληστού και προερχόμενος κυρίως από διοντικά πρότυπα, αντιπροσωπεύεται από δύο σχεδόν ακέραια ειδόλια και τράζοντα από μερικά ακόμα. Οι νέοι θα μπορούσαν να σχετιστούν με τον Απόλληνα και τον Ερμή, βάζοντας το αντικειμένο που θέλουν στην οικονομογραφία τους, ενώ η πλαστικότητα των μορφών και το περίτευμα των παράλλαγων υποδεικνύουν μια ισχυρή χρονολόγηση στις αρχές του 4ου αιώνα. Ο τελευταίος τύπος που θα παρουσιάσουμε είναι αυτός της χορεύτριας, ο οποίος αντιπροσωπεύεται από δύο ειδόλια, κατασκευασμένα από την ίδια μήτρα, τα οποία σώζουν μόνο το κάτω τμήμα τους. Η απόδοση των μεγάλων ολικοειδών του κόσμου τυφάσματος, το οποίο ακολουθεί την έντονη κίνηση του χορού, συνάδει με τη χρονολόγηση του συνόλου στον ίστορο 4ο πρόημο 3ο. Παράλληλα από την ίδια μήτρα έχει ανεβρεθεί στην περιοχή της αρχαίας τροράδας σε μια μορφή που ανήκει σε σύνταγμα χορευτριών, το ελχόμενο από τύμφο. Καταλήγοντας, τα ειδόλια του τύμφου αλμυρής λύνης αποτελούν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κοροπλαστικό σύνολο της ύστερης κλασικής και προημής ελληνιστικής περιόδου της πόλης των Αβδύρων, καθώς ποικίλης επικονομογραφικούς τύπους, μεγέθη και πυλούς. Τα ειδόλια των ταφών 2 και 9 είναι στο σύνολό τους συσυγμένα πιθανότητα από κάποιο γνωστό κοροπλαστικό κέντρο του Βορειου Αιγαίου, καθώς τα πιο κοντινά παράλληλά τους προέρχονται από την Αρχαία Άκανθα. Η πλειονότητα, ωστόσο, των ειδολίων, τα οποία ανήκουν στις εδημοφιλείς και ιδιαίτερα γνωστού στην έρευνα τύπους, αποδίδεται βάση του πυλού, της τυλιστικής μελέτης και της πολληπλήθος παρουσίας ειδολίων από την ίδια μήτρα σε τοπική παραγωγή, η οποία χωρίς να χάσει το τοπικό της χαρακτήρα, είναι φανερά υπηρεασμένη από τα μεγάλα κοροπλαστικά εργαστήρια της εποχής, όπως η Κιθανάγρα, η Μύρινα και η Αττική, ενώ βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με την περιφέρειά της, όπως την περίληπτοση της Αρχαίας Ρουάνδας. Επιβεβαιώνεται λοιπόν ότι πρόκειται για ένα ενεργό κοροπλαστικό κέντρο, το οποίο βρίσκεται σε συνεχή και ουσιαστική επαφή με τις εξελίξεις της κοροπλαστικής τέχνης, καθώς δεν αντιγράφει άκρη τα ειδόλια, αλλά εντάσσει τους τύπους στην δική του ταυτότητα. Σχετικά με την θυματολογία, το υποεξέταση ειδόλια δεν παρουσιάζουν κάποια διατερότητα, ή τύποι που προτιμώνται σχετίζονται με τύπους παιχνίδια, όπως οι πιαγγόνες, με θέματα της καθημερινής ζωής, όπως οι παιδικές μορφές, ή εντάσσονται στο κύκλο θεοτήτων, όπως ο Βιώνης όσοι αφροδίδικοι Περσεφόνοι, οι οποίες έχουν κθόνη υπόσταση και σχετίζονται με τον αόρι φάνατο. Πρόκειται για τύπους ιδιαίτερα γνωστούς, συνήθις και συμφασμένους με τις παιδικές σταθές της περιόδου. Σχετικά με τα ταφικά έθιμα των αυδείρων, η περίπτωση του τύμπου αυτού απλά επιβεβαιώνει τις νόσεις μας. Τα ιδόλια σχετίζονται κυρίως με παιδικές σταθές, ενώ η χρήση τράφους τους ως προσφορές εναγισμούς είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε αυτό το τύμπου. Τέλος, ο μεγάλος αριθμός των ιδολίων, τοπικών και ισυγμένων, συνεκτημόμενους με τον πλούτο και την επικοιλία των υπολύπων εβρημάτων και τη δαπανηρότητα των ταφών ρίχνει λίγο παραπάνω φως σε επικίλια ζητήματα εθνικής πρακτικής, οικονομικής ευμάριας, εμπορικών συνεδεαγών και γενικά στην ίδια την πόλη των αυδείρων και την κοινωνία των φατήκων. Κλείνοντας, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε την Οργανωτική και Πιστημονική Επιτροπή, το Μουσείο Θεσσαλονίκης για τη φιλοξενία του και όλους εσάς για την προσοχή σας. Ευχαριστώ.